ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:B174
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πoινική ΄Εφεση αρ.79/2013)
11 Mαϊου, 2017
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Τ.ΨΑΡΑ-MΙΛΤΙΑΔΟΥ. Δ/στες
ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΩΜΙΤΟΥ ΤΟΥΜΑΖΗ
Εφεσείουσα,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης.
- - - - - - - - -
Κ.Ευσταθίου, με Ν.Γεωργίου, για την εφεσείουσα
Χρ.Κυθραιώτου, (κα), για την εφεσίβλητη
- - - - - - - - -
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση μας θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: H εφεσείουσα βρέθηκε ένοχη σε 11 κατηγορίες μετά από ακροαματική διαδικασία. Τα αδικήματα για τα οποία κρίθηκε ένοχη ήταν κλοπή υπό αντιπροσώπου, δυνάμει του άρθρου 270 (β), του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (κατηγορίες 2, 7 και 10), κλοπή, δυνάμει των άρθρων 255 και 262, Κεφ. 154 (κατηγορία 4), ψευδής καταχώριση σε έγγραφο, δυνάμει του άρθρου 313 (β), Κεφ. 154 (κατηγορίες 6, 8 και 12), συγκάλυψη, δυνάμει του περί Συγκάλυψης, ΄Ερευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμος του 1996, Ν.61(Ι)/96 (κατηγορίες 18 και 20) και παρεμπόδιση αστυνομικής έρευνας, δυνάμει του άρθρου 122 (β) Κεφ. 154 (κατηγορίες 23 και 24). Ταυτόχρονα σε αριθμό άλλων κατηγοριών αθωώθηκε.
Οι κατηγορίες αφορούσαν συμπεριφορά που επέδειξε η εφεσείουσα κατά την εκτέλεση ευρωπαϊκού προγράμματος που ανέλαβε η Κυπριακή Δημοκρατία κατά το έτος 2004. Το αρμόδιο υπουργείο, υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, (στο εξής το Υπουργείο), ζήτησε από την εφεσείουσα να συνδράμει την εκτέλεση του προγράμματος λόγω της κατάρτισης και της εμπειρίας της, και έτσι ανέλαβε καθήκοντα συντονίστριας και/ή οικονομικής διαχειρίστριας του προγράμματος. Είναι κατά την εκτέλεση αυτών των καθηκόντων που διέπραξε τα πιο πάνω αδικήματα, σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα:
Η εφεσείουσα διαχειρίστηκε κονδύλι που αναλογούσε στην εκτέλεση του προγράμματος, το οποίο ανήρχετο σε ΛΚ209.335,80. Η καταβολή τούτου έγινε τμηματικά. Υποχρέωσή της, δυνάμει των όρων εντολής της, μεταξύ άλλων, ήταν η αποζημίωση των συνεργατών του προγράμματος. Δηλαδή του λογιστή («ο Ηλίας») και της γραμματέως («η Δέσπω») ως επίσης η διευθέτηση των οφειλών του ξενοδοχείου όπου έλαβαν χώρα οι διάφορες εκδηλώσεις, εν προκειμένω, του Hilton. Αν και το υπουργείο έδωσε στην εφεσείουσα συγκεκριμένα ποσά που όφειλε να καταβάλει στους πιο πάνω, η τελευταία οικειοποιήθηκε μέρος αυτών. Συγκεκριμένα, για κάθε ένα από τους πιο πάνω οικειοποιήθηκε τα ακόλουθα ποσά. ΛΚ9.046,58 που όφειλε να καταβάλει στον Ηλία, ΛΚ9.290,75 που όφειλε να καταβάλει στη Δέσπω, και ΛΚ2.534,66 αναφορικά με το Hilton. Μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος και συγκεκριμένα μετά τον οικονομικό έλεγχο που διενεργήθηκε από το οικονομικό κλιμάκιο της ευρωπαϊκής επιτροπής, η εφεσείουσα υποστήριξε ότι μέρος των πιο πάνω ποσών το κατέβαλε σε άλλα τρία πρόσωπα. Δηλαδή στους Ανδρέα Γεωργιάδη (πρώην κατηγορούμενο 2 - γαμπρός της, ο οποίος και αθωώθηκε), Αρετή Παπαδοπούλου και Κάλλια Σταύρου. Οι αποδείξεις που προσκομίστηκαν, και οι σχετικές διαπιστώσεις του Δικαστηρίου, δεικνύουν ότι τα τρία αυτά πρόσωπα έλαβαν συγκεκριμένα ποσά, και αυτό παρότι δεν συμμετείχαν στο πρόγραμμα δυνάμει της σχετικής συμφωνίας που συνήψε η Κυπριακή Δημοκρατία, (στο εξής η Συμφωνία), ούτε είχαν δηλωθεί ως τέτοια. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η καταβολή οιουδήποτε ποσού σε αυτά τα τρία πρόσωπα ήταν, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται πρωτοδίκως, «απέλπιδα προσπάθεια» της εφεσείουσας να απαλλαγεί από τις όποιες ποινικές της ευθύνες. Σημειώνεται επί του προκειμένου ότι τον ουσιώδη χρόνο οι Αρετή Παπαδοπούλου και Κάλλια Σταύρου ήταν υπάλληλοι στο Συνεργατικό Οργανισμό Πρωτοβουλίας Γυναικών, στον οποίο η εφεσείουσα ήταν διευθύντρια. Περαιτέρω, παρ' ότι η εφεσείουσα ζήτησε από αυτές να τη βοηθήσουν στην εκτέλεση του προγράμματος, δεν τους ανέφερε ότι η εργασία τους θα ήταν επ' αμοιβή. Τα πιο πάνω γεγονότα αφορούν τα αδικήματα κλοπής και κλοπής υπό αντιπροσώπου.
Οι δε ενέργειες της εφεσείουσας μετά τη διάπραξη των πιο πάνω γενεσιουργών αδικημάτων, δηλαδή τη χρησιμοποίηση των χρημάτων για ίδιον όφελος ή για πληρωμή τρίτων προσώπων, στοιχειοθετούν και τη διάπραξη των αδικημάτων συγκάλυψης. (Ν.61(Ι)/96).
Παρότι η εφεσείουσα δεν κατέβαλε τα πιο πάνω ποσά στα αναφερόμενα πρόσωπα, ως οι οδηγίες του Υπουργείου, όπως προέκυπταν από τη σύμβαση, το οικονομικό σκέλος της οποίας ετοιμάστηκε από αυτή (και συνεπώς το περιεχόμενο ήταν σε γνώση της), στη συνέχεια η εφεσείουσα δήλωσε στο final report ότι στους πιο πάνω καταβλήθηκε το σύνολο του ποσού που έπρεπε να καταβληθεί, αφήνοντας έτσι να νοηθεί ότι κατέβαλε τα ποσά που είχε οικειοποιηθεί. Σε αυτή την ενέργεια είναι που εδράζεται η ψευδής καταχώριση σε έγγραφο.
Αναφορικά με το αδίκημα παρεμπόδισης αστυνομικής έρευνας τα πρωτόδικα ευρήματα φέρουν την εφεσείουσα να ζητά από τις πιο πάνω Αρετή Παπαδοπούλου και Κάλλια Σταύρου να δηλώσουν στην Αστυνομία πως εξ αρχής γνώριζαν ότι θα αμειβόταν για τις υπηρεσίες της, ενώ ποτέ δεν ενημερώθηκαν για κάτι τέτοιο. Περαιτέρω, η δήλωση αυτή της εφεσείουσας έγινε σε χρόνο που τα δύο αυτά πρόσωπα κλήθηκαν από την αστυνομία για ανάκριση αναφορικά με το επίδικο ευρωπαϊκό πρόγραμμα.
Η εφεσείουσα, αφού διαπιστώθηκε η ενοχή της στις πιο πάνω κατηγορίες, τιμωρήθηκε με επιβολή ποινής φυλάκισης 3 μηνών (στις κατηγορίες 23 και 24), 6 μηνών (στις κατηγορίες 6, 8 και 12), 10 μηνών (στις κατηγορίες 2, 7 και 10) και 12 μηνών (στην κατηγορία 20). Οι ποινές ήσαν συντρέχουσες ενώ για δύο από τις κατηγορίες (κατηγορίες 4 και 18) δεν επιβλήθηκαν ποινές. Το Δικαστήριο δε αποδεχόμενο σχετική εισήγηση της υπεράσπισης ανέστειλε την ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε για χρονικό διάστημα 3 ετών.
Η εφεσείουσα παραπονείται για την πρωτόδικη κρίση με τους εξής λόγους έφεσης:
1ος λόγος έφεσης
Το Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε τον ισχυρισμό της εφεσείουσας ότι απουσιάζει μαρτυρία που να καθορίζει τους όρους εντολής του αντιπροσώπου του Υπουργείου προς αυτή, για τη χρήση των χρημάτων που της έδωσαν.
2ος λόγος έφεσης
Το Δικαστήριο λανθασμένα δεν έδωσε βαρύτητα στο περιεχόμενο του τεκμ.7(β), Audit Report, σύμφωνα με το οποίο προκύπτει ότι οι αντιπρόσωποι του Υπουργείου παραβίασαν τους όρους της ως άνω Συμφωνίας (τεκμ.3) με αποτέλεσμα να μην μπορεί η Κυπριακή Δημοκρατία να ισχυριστεί ότι είχε προφορική συμφωνία με την εφεσείουσα την ίδια στιγμή που οι ίδιοι οι αντιπρόσωποι του Υπουργείου παραβίασαν τους όρους του τεκμ.3.
3ος λόγος έφεσης
Το Δικαστήριο αγνόησε το γεγονός ότι ισχυρισμοί και ενέργειες του κ.Γεωργαλλίδη (ΜΚ2) αντικρούονταν τόσο με έγγραφα όσο και με τους όρους της ως άνω συμφωνίας, τους οποίους εάν λάμβανε υπόψη τότε η αξιοπιστία του μάρτυρα θα κλονιζόταν.
4ος λόγος έφεσης
Για την αξιολόγηση της αξιοπιστίας της Μάρως Βαρναβίδου (ΜΚ1) το παράπονο εστιάζεται στο ότι αγνοήθηκε η αναφορά της ίδιας στο τεκμ.26 που καταδεικνύει ότι γνώριζε ότι η εφεσείουσα πλήρωσε συνεργάτες της για την ετοιμασία και εκτέλεση των δράσεων και δεν περιορίστηκε στην πληρωμή του προσωπικού που αναφερόταν στο τεκμ.3.
5ος-7ος λόγος έφεσης
Με τους λόγους έφεσης 5-7 πλήττονται ως λανθασμένα τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί τω ότι έκρινε πως στοιχειοθετούνται όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος κλοπής υπό αντιπροσώπου κλοπής, αδικήματα ψευδούς καταχώρησης σε έγγραφο και το αδίκημα παρεμπόδισης αστυνομικής έρευνας.
Τόνισε ο κ.Ευσταθίου, τόσο στο διάγραμμα του όσο και στην αγόρευση του ενώπιον μας, ότι ο πυρήνας του λάθους του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπήρξε η θεώρηση ότι η εφεσείουσα ήταν το πρόσωπο το οποίο είχε διαπραγματευθεί και ενεργούσε ως αντιπρόσωπος του Υπουργείου ενεργώντας από μόνη της και καθορίζοντας κατά τρόπο αυθαίρετο τη συμπεριφορά της. Στην πραγματικότητα, υπέδειξε ο κ.Ευσταθίου, με βάση τα παραδεκτά γεγονότα της υπόθεσης, τη γραπτή και προφορική μαρτυρία, η εφεσείουσα διεκπεραίωσε χωρίς να προσποριστεί οποιονδήποτε όφελος ή να καταστεί πλουσιότερη, την πρακτική εφαρμογή του προγράμματος που είχε συμφωνηθεί και υπογραφεί μεταξύ Κύπρου και Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης - τεκμ.3. Γι΄αυτό άλλωστε, συνεχίζει ο κ.Ευσταθίου, οι ενέργειες και πράξεις της εφεσείουσας ετύγχαναν της έγκρισης και συγκατάθεσης των αρμοδίων υπαλλήλων του Υπουργείου. Αυτό μάλιστα συνέβαινε στα πλαίσια εφαρμογής ενός πολύπλοκου, σύνθετου προγράμματος, το οποίο δεν ήταν στατικό. Συνεπώς το πρωτόδικο εύρημα περί ευθύνης της εφεσείουσας είναι εσφαλμένο.
Αντίθετη προσέγγιση φυσικά είχε η κα.Κυθραιώτου για την εφεσίβλητη, η οποία υιοθέτησε σε όλη την εμβέλεια της την πρωτόδικη απόφαση επισημαίνοντας πτυχές της συμπεριφοράς και συγκεκριμένες ενέργειες της εφεσείουσας οι οποίες πέραν πάσης αμφιβολίας οδηγούσαν στο εύρημα ενοχής της.
Είναι όντως γεγονός ότι σημαντικό στοιχείο της υπόθεσης είναι να καθοριστεί η επίδικη σχέση μεταξύ της εφεσείουσας και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αυτό άλλωστε είναι το ζητούμενο του 1ου λόγου έφεσης και εμμέσως σχετίζεται και με το 2ο λόγο έφεσης. Ο καθορισμός της έναρξης του προγράμματος σηματοδοτήθηκε από την υπογραφή της Συμφωνίας όπως και λεπτομερώς αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο. Με την υπογραφή της συμφωνίας αυτής το επίδικο πρόγραμμα τέθηκε σε εφαρμογή με ανάθεση της υλοποίησης του στην εφεσείουσα. Το πρόγραμμα έφερε τον τίτλο "Women in the Business World Enhancement of Female Entrepreneurship" και η περίοδος υλοποίησης ήταν μεταξύ Οκτωβρίου 2004-Δεκεμβρίου 2005. Η υλοποίηση του προγράμματος έπρεπε να γίνει με βάση τους όρους της Συμφωνίας και θα έπρεπε να τηρηθούν με αυστηρότητα τα χρονοδιαγράμματα που καθορίζονταν σε αυτή όπως και να γίνουν όλες οι δράσεις εντός του προκαθορισμένου προϋπολογισμού. Ακόμα να τηρηθούν όλες οι πτυχές του προγράμματος όπως αυτές καθορίζονταν στο τεκμ.3 συμπεριλαμβανομένης και της σύνθεσης της ομάδας.
Για τις ανάγκες του προγράμματος, η Κυπριακή Δημοκρατία έδωσε στην Εφεσείουσα το συνολικό ποσό των ΛΚ209.335,80. Δηλαδή, όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο καθόρισε, το Υπουργείο της εμπιστεύτηκε το πιο πάνω ποσό για να προβεί η ίδια στην πληρωμή των εξόδων που προέκυπταν από την υλοποίηση του επίδικου προγράμματος. Ποσό που η εφεσείουσα κατέθεσε σε λογαριασμό όψεως του Συνεργατικού Οργανισμού Πρωτοβουλία Γυναικών Κύπρου Λτδ, πρόεδρος του οποίου ήταν η ίδια. Τονίζεται ότι η μόνη δικαιούχος και διαχειρίστρια του εν λόγω λογαριασμού ήταν η εφεσείουσα.
Η θέση που προώθησε η πλευρά της εφεσείουσας είναι ότι δεν υπήρξε μαρτυρία που να καταδεικνύει ότι η Δημοκρατία ήταν η δικαιούχος του ποσού για το οποίο υπήρξε ισχυρισμός οικειοποίησης του από την εφεσείουσα. Αυτό κατ΄επίκληση της αυθεντίας ΄Ελληνας ν. Δημοκρατίας (1989)2 Α.Α.Δ. 149. Ο 1ος λόγος έφεσης ο οποίος αφορά και το πιο πάνω θέμα, σχετίζεται κυρίως με τις κατηγορίες 2, 7 και 10 που έχουν ως νομική βάση το άρθρο 270(β) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154. Το επιχείρημα της εφεσείουσας είναι ότι δεν αποδείχθηκε σχέση αντιπροσώπευσης μεταξύ της ιδίας και της Δημοκρατίας ώστε να τυγχάνει εφαρμογής το εν λόγω άρθρο, ούτε αποδείχθησαν ποιες ήταν οι οδηγίες που δόθηκαν σ΄αυτή. Προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση ότι απασχόλησε αυτή η θέση της πλευράς της εφεσείουσας. Μετά δε από εξέταση των σχετικών επιχειρημάτων, το Δικαστήριο καταλήγει ως εξής:
«Παρεμβάλλω εδώ ότι δεν συμμερίζομαι τη θέση της υπεράσπισης ότι επιβάλλεται απόδειξη αντιπροσωπείας. Ομολογώ ότι ο πλαγιότιτλος του άρθρου 270, Κεφ. 154, ενδέχεται να παραπλανήσει. Έχω αναφέρει όμως τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος και δεν προτίθεμαι να τα επαναλάβω. Ιδιαίτερη σημασία ανακτά η εμπίστευση για συγκεκριμένο σκοπό. Στην προκειμένη περίπτωση έχει διαπιστωθεί ότι ο λόγος που κατηγορουμένη έλαβε τα χρήματα ήταν για να τα διανέμει ως το τεκμήριο 3 προέβλεπε, κάτι που δεν έχει πράξει. Αυτό την καθιστά υπόλογο με βάση τις διατάξεις του άρθρου 270(β)».
Η αντίληψη της πλευράς της εφεσείουσας ότι τα ποσά δεν αποδείχτηκαν ότι ανήκουν στην Κυπριακή Δημοκρατία ώστε να στοιχειοθετείται η θέση περί οικειοποίησης από αντιπρόσωπο της Δημοκρατίας, είναι θεωρητικής θα λέγαμε υφής, γιατί παραγνωρίζει την πραγματικότητα όπως προέκυψε από την αξιολόγηση της μαρτυρίας αλλά και από σωρεία παραδεκτών γεγονότων. Εξάλλου δεν είναι σκοπός του άρθρου 270 (ανωτέρω) «να μεταφέρει» εν αυστηρή εννοία την ανάγκη απόδειξης σχέσης συμβατικού δικαίου αντιπροσώπου και αντιπροσωπευόμενου σε συνάρτηση με χρήματα ή αντικείμενα που ενδεχομένως να δίδονται ως «εμπίστευση» για συγκεκριμένο σκοπό. Παραθέτουμε το σχετικό άρθρο 270(β) του Π.Κ. Κεφ.154:
«270. Αν αυτό που κλάπηκε είναι ένα από τα ακόλουθα πράγ΅ατα, δηλαδή
(β) περιουσία ε΅πιστευ΅ένη στον υπαίτιο, είτε σε ΅όνο του, είτε ΅αζί ΅ε άλλο, για την ασφαλή φύλαξη από αυτό, ή χρήση, πληρω΅ή, ή παράδοση αυτής ή ΅έρους της ή οποιουδήποτε προϊόντος που απορρέει από τη διάθεση, για οποιοδήποτε σκοπό ή σε οποιοδήποτε πρόσωπο.
.......
ο υπαίτιος υπόκειται σε φυλάκιση δεκατεσσάρων χρόνων».
(10 χρόνων κατά την ουσιώδη περίοδο).
Η φράση «περιουσία εμπιστευμένη» ανωτέρω δεν μπορεί να παραπέμπει σε ανάγκη να αποδειχθεί αυστηρά σχέση συμβατικού δικαίου ως η εισήγηση. Είναι αρκετό από τα πραγματικά περιστατικά να προκύπτει η «εμπίστευση». Με όλο το σεβασμό η ΄Ελληνας ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, δεν συναρτάται με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, εξάλλου αφορά το άρθ.257 και όχι το 270(β) ανωτέρω. Η δε μομφή που αποδίδεται στην πρωτόδικη απόφαση ότι δεν αποδείχθησαν οι οδηγίες προς την εφεσείουσα και πάλιν αγνοεί τη συντριπτική μαρτυρία την οποία το Δικαστήριο αποδέχθηκε ως αξιόπιστη από την οποία προκύπτει δολιότητα της εφεσείουσας σε τρεις πυλώνες - και αυτό ανεξάρτητα από τις όποιες οδηγίες - Eίναι γεγονός ότι δεν υπήρξε άλλη συμφωνία γραπτή της εφεσείουσας, με τη Δημοκρατία. Όμως ο συντονιστικός-διαχειριστικός της ρόλος προσδιορίζεται από το ίδιο το τεκμ.3 και τα χρήματα από το Υπουργείο τα λάμβανε στο πλαίσιο και τις προϋποθέσεις του τεκμ.3. Μάλιστα το Υπουργείο της έδιδε τα χρήματα τμηματικά και μετά από υποβολή σχετικών λογαριασμών. Και φαινομενικά λειτουργούσε το πρόγραμμα. Είναι η Ε.Ε. που θεώρησε ανεπαρκή τα στοιχεία και ζητήθηκαν πια εξηγήσεις από την εφεσείουσα, αρχικά με επιστολή του υπεύθυνου του Οικονομικού Τμήματος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ημερ. 21.3.2007, μετά δε από τις απαντήσεις που δόθησαν και οι οποίες δεν κρίθηκαν πειστικές, η Δημοκρατία υποχρεώθηκε στην επιστροφή του ποσού των 218.786,28.
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει ο 1ος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Αναφορικά με το 2ο λόγο έφεσης προβάλλεται ουσιαστικά ότι αφ΄ης στιγμής οι αντιπρόσωποι του Υπουργείου παραβίασαν τους όρους του τεκμ.3 ως εμφαίνεται στο τεκμ.7(β) - audit report δεν μπορεί ταυτόχρονα η Δημοκρατία να ισχυριστεί ότι είχε προφορική συμφωνία με την εφεσείουσα.
Δεν έχουμε παρά να συμμεριστούμε απόλυτα την απάντηση που το πρωτόδικο Δικαστήριο δίδει επ΄αυτού του λόγου.
«Δεν αντιλαμβάνομαι γιατί η υπεράσπιση συναρτά το τεκμήριο 3 με τις υποχρεώσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας έναντι της ευρωπαϊκής επιτροπής. Έχω την αίσθηση ότι τούτο ξεφεύγει των επίδικων θεμάτων. Για την παρούσα υπόθεση δεν έχει σημασία αν η Κυπριακή Δημοκρατία τηρούσε τους όρους της συμφωνίας της με την ευρωπαϊκή επιτροπή, αλλά αν ο λόγος που έδιδε τα χρήματα στην κατηγορουμένη ήταν η αποζημίωση συγκεκριμένων προσώπων που αναφέρονταν σε αυτή τη συμφωνία, ως η συνεννόηση μεταξύ των δυο, δηλαδή Κυπριακής Δημοκρατίας και κατηγορουμένης. Στο τελευταίο ερώτημα η απάντηση είναι καταφατική».
Όπως λοιπόν υποδεικνύεται πιο πάνω η τυχόν ευθύνη της Δημοκρατίας ενδεχομένως να απασχολήσει άλλη διαδικασία. Εν προκειμένω ενδιαφέρει η ποινική ευθύνη της εφεσείουσας εάν στοιχειοθετείται ή όχι. ΄Επεται ότι ο 2ος λόγος απορρίπτεται.
Οι λόγοι έφεσης 3 και 4 αφορούν θέματα αξιοπιστίας. Δηλαδή την προσέγγιση του Δικαστηρίου ως προς τη μαρτυρία του ΜΚ2 Γιωργαλλίδη (3ος λόγος) και την μαρτυρία της ΜΚ1 Βαρναβίδου (4ος λόγος).
Είναι σωστό να υπομνήσουμε ότι το Εφετείο επεμβαίνει στα ευρήματα αξιοπιστίας στα στεγανά πλαίσια που έχει καθορίσει η νομολογία (βλ. Σκορδέλλη ν. Δημοκρατίας, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 101/2013, (σχ. με 102/2013, 103/2013, 104/2013), 6 Ιουνίου, 2016).
Η θέση της εφεσείουσας ότι η μαρτυρία του ΜΚ2 Γιωργαλλίδη (προϊσταμένου του λογιστηρίου του Υπουργείου) βρίσκεται σε αντίθεση με τα έγγραφα και ειδικότερα με το τεκμ.3 δεν στοιχειοθετείται. Παρά τη γενικότητα της καταγραφής του λόγου αυτού στην αιτιολογία η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι κακώς απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο η θέση της αναφορικά με 2 τιμολόγια του γραφείου Euro-Pro (τεκμ.60) και συγκεκριμένα ότι αυτά ετοιμάστηκαν και στάληκαν το Σεπτέμβρη του 2006 αφού προέκυψε η ανάγκη λόγω απαίτησης από την Ευρωπαϊκή ΄Ενωση. Πρωτοδίκως εκρίθη ότι ο πιο πάνω ισχυρισμός της εφεσείουσας ήταν αναξιόπιστος σε αντίθεση με τον ισχυρισμό του ΜΚ2 ο οποίος υποστήριξε ότι τα δύο τιμολόγια είχαν προσκομιστεί στο Υπουργείο από την εφεσείουσα πολύ νωρίτερα και συγκεκριμένα κατά τον τελικό έλεγχο του Ιανουαρίου του 2006. Όπως ορθά υποδεικνύει η κα.Κυθραιώτου, από τα δύο αυτά τιμολόγια ελλείπει η πρώτη σελίδα του fax και όταν η εφεσείουσα, ως το πρόσωπο που τα απέστειλε, κλήθηκε κατά την αντεξέταση της να το εξηγήσει, δεν ήταν σε θέση να το πράξει.
Με βάση τα πρωτόδικα ευρήματα αξιοπιστίας για τα οποία δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης μας το πρωτόδικο Δικαστήριο ευλόγως κατέληξε ότι η θέση του ΜΚ2 Γιωργαλλίδη ήταν η ορθή θέση. ΄Επεται ότι ο λόγος έφεσης 3 απορρίπτεται.
Το ίδιο επεξηγηματικό ήταν το πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς την εξέταση της μαρτυρίας της ΜΚ1 Βαρναβίδου (Ανώτερη Διοικητικός Λειτουργός στο Υπουργείο) που αφορά τον 4ο λόγο έφεσης. Ο λόγος αυτός εστιάζεται στο ότι λανθασμένα το Δικαστήριο αγνόησε το τεκμ.26 από το οποίο προκύπτει ότι η ΜΚ1 γνώριζε ότι η εφεσείουσα πλήρωσε συνεργάτες της και δεν περιορίστηκε στην πληρωμή του προσωπικού που αναφερόταν στη συμφωνία τεκμ.3. Δεν θα συμφωνήσουμε με τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσείουσας. Το τεκμ.26 κατατέθηκε στα πλαίσια της κυρίως εξέτασης της ΜΚ1. Επρόκειτο για μια επιστολή της τελευταίας, ημερ. 4.4.2007 προς την εφεσείουσα η οποία φέρει τον τίτλο «Διαχείριση Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων του Εθνικού Μηχανισμού για τα Δικαιώματα της Γυναίκας» και με την οποία καλείτο η εφεσείουσα σε συνάντηση στο Υπουργείο για σκοπούς προετοιμασίας της επιστολής. Εξετάσαμε το περιεχόμενο της επιστολής σε συνδυασμό με την ένορκη μαρτυρία της ΜΚ1. Δεν φαίνεται ούτε από την επιστολή, ούτε από τη μαρτυρία ότι το Υπουργείο γνώριζε για το ότι η εφεσείουσα είχε συνεργάτες πέραν των 5 ατόμων που αναγράφονταν στο τεκμ.3. Η εφεσείουσα ως έχουσα το βάρος της απόδειξης δεν έπεισε για το εσφαλμένο της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου. ΄Επεται ότι ο λόγος έφεσης 4 απορρίπτεται.
Αναφορικά με τους λόγους 5-7 μετά από προσεκτική ανάγνωση αυτών παρατηρούμε ότι όλοι έχουν έρεισμα το εσφαλμένο της κρίσης του Δικαστηρίου ως προς έλλειμμα επί της μαρτυρίας για το ιδιοκτησιακό καθεστώς των χρημάτων και τη σχέση αντιπροσωπείας. Αυτό αφορά το αδίκημα της κλοπής υπό αντιπροσώπου και της κλοπής. Επάλληλα προκύπτει ως επιχείρημα και η θέση ότι δεν αποδείχθηκε ο δόλος εκ μέρους της εφεσείουσας εφόσον επρόκειτο για προσωρινή αποστέρηση των χρημάτων. Με βάση τα ίδια δεδομένα είναι ισχυρισμός της πλευράς της ότι δεν αποδείχθηκαν και τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της ψευδούς καταχώρησης σε έγγραφο. ΄Ηδη όμως έχουμε εξετάσει αυτές τις θέσεις της εφεσείουσας όπως είχαν προβληθεί στους λόγους έφεσης 1 και 2, εξηγήσαμε δε γιατί δεν τις κρίνουμε βάσιμες. Εξάλλου η διεργασία σκέψης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τη στοιχειοθέτηση αδικημάτων με συγκεκριμένη αναφορά στη μαρτυρία καθώς και η αντίκρουση θέσεων της εφεσείουσας (περιλαμβανομένης και της θέσης περί μη μόνιμης αποστέρησης) είναι άψογη. Το Δικαστήριο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και τη νομολογία. (βλ. Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008)2 Α.Α.Δ. 486, Παναγή ν. Αστυνομίας (2012)2 Α.Α.Δ. 794, Archbold's Criminal Pleading Evidence and Practice, 33η έκδ. σελ.729 και 636).
΄Επεται ότι και οι λόγοι έφεσης 5-7 απορρίπτονται.
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει η έφεση απορρίπτεται στην ολότητα της.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.