ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:B97
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πoινική Aίτηση αρ.6/2017)
22 Μαρτίου, 2017
Κ.ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Μ.ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Τ.ΨΑΡΑ-MΙΛΤΙΑΔΟΥ. Δ/στες
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 11 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (33/1964) ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡ. 06.02.2017 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ (ΕΝΤΙΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΟΥ κας.ΔΩΝΑΣ ΚΩΝΣΝΤΑΝΤΙΝΟΥ) ΕΠΙ ΤΩΝ ΕΞΟΔΩΝ ΣΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ 3049/13
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 12, 19, 25, 28, 30(1), 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΤΟ ΑΡΘΡΟ 6(1) ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΕΙΩΔΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ, ΤΟ ΑΡΘΡΟ 6(3) ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 47 ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΕΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΔΙΚΑΙΟΥ (COMMON LAW) ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΕΠΙΕΙΚΕΙΑΣ (EQUITY), ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΚΡΟΑΣΕΩΣ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΕΝΩΣΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΑ ΘΕΜΕΛΕΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΜΦΥΤΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ GOLDER ν. THE UNITED KINGDOM (EΔΑΔ) APPL.Nο.4451/70, ΗΜΕΡ.21.02.1975) ΟΤΙ: "IT IS AN UNDERSTANDABLE, REASONABLE AND LEGITIMATE POINT OF VIEW THAT ACCESS TO THE COURTS OF LAW IS, OR SHOULD BE, REGARDED AS AN IMPORTANT HUMAN RIGHT"
- - - - - - - - -
Π.Μιχαήλ, για τις αιτήτριες
- - - - - - - - -
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση μας θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Οι αιτήτριες προσέφυγαν στο Δικαστήριο με την ως άνω ποινική αίτηση, ώστε να τους δοθεί άδεια με την οποία να επιτρέπεται η καταχώρηση έφεσης εναντίον απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερ. 6.2.2017 ως προς τα έξοδα τα οποία επιδικάσθηκαν εναντίον τους στην ιδιωτική ποινική υπόθεση 3049/13. Επιπροσθέτως, επιδιώκεται έκδοση διατάγματος με το οποίο να δίνεται παράταση χρόνου 14 ημερών από την ημερομηνία παραχώρησης άδειας ώστε να καταχωρηθεί η εν λόγω έφεση.
Η νομική βάση της αίτησης είναι κυρίως τα άρθρα 151 και 169 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155. Υποστηρίζεται δε με ένορκη δήλωση της Φλωρεντίας Νικολάου γραμματέως στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τις αιτήτριες, η οποία και δηλώνει τα διαδικαστικά διαβήματα σε σχέση με την καταχώρηση και την πορεία της ποινικής υπόθεσης. Πρόκειται για ιδιωτική ποινική υπόθεση στην οποία οι αιτήτριες ήσαν οι παραπονούμενες και κατηγορούμενη η΄Ελλη Μιχαήλ. Την 1.2.2017, μετά από ακροαματική διαδικασία, εξεδόθη απόφαση με την οποία η κατηγορούμενη αθωώθηκε και απαλλάγηκε. Για το θέμα των εξόδων το Δικαστήριο δεν προχώρησε τη συγκεκριμένη ημέρα σε οποιαδήποτε κατάληξη εφόσον ο κ.Πέτρος Μιχαήλ, δικηγόρος των παραπονουμένων, ζήτησε να ακουστεί σχετικώς. Στις 6.2.2017 το Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στους λόγους που ο κ.Μιχαήλ θεωρούσε ότι έπρεπε να έξοδα να μην επιδικαστούν εναντίον των αιτητριών, εξέδωσε απόφαση με την οποία έκρινε ότι δεν δικαιολογείτο απόκλιση από τον κανόνα, ότι δηλαδή τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ του επιτυχόντος διαδίκου (της κατηγορούμενης), προχωρώντας στην επιδίκαση εξόδων υπέρ αυτής.
Στην ένορκη δήλωση που στηρίζει την υπό κρίση αίτηση τίθενται μακροσκελείς ισχυρισμοί για διάφορα θέματα που αφορούν την ποινική υπόθεση. Κρίνουμε ότι δεν θα πρέπει να μας απασχολήσουν. Το ζητούμενο παραμένει εάν η παρούσα αίτηση, όπως έχει συνταχθεί και προωθηθεί, έχει αντικείμενο. Το γεγονός αυτό συναρτάται άμεσα, αλλά και με απόλυτο τρόπο, με το εάν υπάρχει δυνατότητα καταχώρησης έφεσης σε ποινική δίκη επί του μέρους της απόφασης που αφορά μόνο το θέμα των εξόδων, όπως δηλαδή εν προκειμένω.
Η δικονομική βάση της αίτησης, όπως αναφέραμε πιο πάνω, είναι τα άρθρα 151 και 169 της Ποινικής Δικονομίας. Οι λοιπές αναφορές που γίνονται σε άλλες νομικές βάσεις δεν αφορούν τη δικονομική δυνατότητα καταχώρησης της αίτησης, οπότε δεν θα μας απασχολήσουν, εφόσον για να γίνει δυνατή η εξέταση του αιτήματος θα πρέπει να πεισθούμε ότι υπάρχει αντικείμενο ως προς τις αιτούμενες θεραπείες.
Είναι χρήσιμο να παραθέσουμε το περιεχόμενο των δύο πιο πάνω άρθρων:
«151.(1) Το Ανώτατο ∆ικαστήριο έχει εξουσία σε κάθε διαδικασία δυνά΅ει του Μέρους αυτού να επιδικάζει όπως καταβληθούν από τους διαδίκους σε αυτή ή στους διαδίκους σε αυτή τέτοια έξοδα ως αυτό ήθελε θεωρήσει σκόπι΅ο: Νοείται ότι δεν εκδίδεται τέτοιο διάταγ΅α εναντίον Νο΅ικού Λειτουργού.
169. Αν σε συνοπτική δίκη ο κατηγορού΅ενος αθωωθεί το ∆ικαστήριο δύναται να διατάξει οποιοδήποτε πρόσωπο από το οποίο κατά τη γνώ΅η του προσάχθηκε κατηγορία ή οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο το ∆ικαστήριο ήθελε θεωρήσει υπεύθυνο για την πρόκληση της πρόσαψης κατηγορίας, να καταβάλει στον κατηγορού΅ενο τα έξοδα αυτού».
Παρατηρούμε ότι το άρθρο 151 (1) αφορά την ίδια τη διαδικασία της έφεσης και τα έξοδα που μπορεί να προκύψουν στο Ανώτατο Δικαστήριο, οπότε δεν είναι σχετικό. Το δε άρθρο 169 αφορά την εν γένει δυνατότητα του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του θέματος των εξόδων όταν αθωωθεί ένας κατηγορούμενος.
Σε κανένα σημείο της αίτησης και της ένορκης δήλωσης δεν απαντάται σχετική δικονομική πρόνοια που να καθιστά δυνατή την αποδοχή τέτοιας αίτησης, ως η παρούσα. Το άρθρο 137 (1)(α) της Ποινικής Δικονομίας αφορά στη γενική εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα να ασκήσει έφεση ή να εγκρίνει την άσκηση έφεσης από αθωωτική απόφαση πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ο κ.Μιχαήλ κατέστησε σαφές ότι με την παρούσα δεν ζητείται άδεια για καταχώρηση έφεσης εναντίον αθωωτικής απόφασης, αλλά εναντίον της απόφασης για τα έξοδα. Επικαλείται δε γενικότερα το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο με παράθεση νομολογίας, την οποία ο ίδιος θεωρεί σχετική, όπως η Golder v. The United Kingdom, ΕΔΑΔ Application No. 4451/70, ημερ.21.2.1975, Παντελή Γιωργάλλα ν. Σούλλας Χ΄Χριστοδούλου (2000)1Γ Α.Α.Δ. 2060, Αναφορικά με την Αίτηση της ΄Αντρης Ιωάννου, Πολ.αιτ. 127 και 128/15, ημερ. 9.6.2016.
Παρατηρούμε ακόμη ότι ελλείπει από το νομικό βάθρο της αίτησης και το άρθρο 134 της Ποινικής Δικονομίας με το οποίο δίδεται άδεια για παράταση χρόνου καταχώρησης έφεσης, κάτι το οποίο επιδιώκεται με το παρακλητικό Β.
΄Εχουμε εξετάσει την αίτηση υπό το πρίσμα των θέσεων του συνηγόρου των αιτητριών. Το κυρίαρχο ερώτημα που προκύπτει είναι εάν η απόφαση του Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα είναι αυτοτελώς εφέσιμη. Προς απάντηση του ερωτήματος αυτού, έχουμε εξετάσει τα άρθρα εκείνα της νομοθεσίας που θέτουν το βάθρο δικαιώματος έφεσης σε ποινική διαδικασία. Τα άρθρα αυτά είναι κυρίως το 25 του περί Δικαστηρίων Νόμου, 14/60 και το Μέρος V (αρθ.131 κ.ε.) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155.
Όπως είχαμε πρόσφατα την ευκαιρία να τονίσουμε στην υπόθεση Adelaida Kazaryan v. Δημοκρατίας, ποιν. έφ.56/16, 17.10.2016, το δικαίωμα έφεσης μπορεί να ασκηθεί στο πλαίσιο ακριβώς που ορίζουν τα πιο πάνω νομοθετήματα. Επισημάναμε επίσης ότι οι πρόνοιες του άρθρου 25.2 πρέπει να διαβάζονται κάτω από την αίρεση των προνοιών του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, (βλ. Λεύκιος Ροδοσθένους ν. Αστυνομίας (1961)2 Α.Α.Δ. 48).
Παρακάτω αναφέραμε και τα εξής:
«Όπως τονίζεται δε στο Σύγγραμμα Γ.Πική Ποινική Δικονομία στην Κύπρο σελ.287 κ.ε., οι πρόνοιες του άρθρου 25.2 του Ν.14/60 δεν συγκρούονται με τις διατάξεις του ΄Αρθρου 30.2 του Συντάγματος οι οποίες έχουν ως αντικείμενο τη διασφάλιση του δικαιώματος του κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη. ΄Εχοντας αναφορά τα πιο πάνω νομοθετικά ερείσματα και τη νομολογία, προκύπτει ότι για να χωρεί έφεση επί απόφασης ποινικού Δικαστηρίου πρέπει η απόφαση να είναι αθωωτική ή καταδικαστική ή να αφορά ποινή ή να προνοείται ειδικά, (ως η κράτηση)».
Στην κρινόμενη περίπτωση η αθωωτική απόφαση δεν προσβάλλεται. Προσβάλλεται αυτοτελώς η διαταγή με την οποία καταδικάστηκαν οι αιτήτριες-παραπονούμενες στα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας. Αφού καμία πρόνοια του Νόμου δεν δίδει αυτοτελές δικαίωμα προς καταχώρηση ποινικής έφεσης για το θέμα των εξόδων, δεν είναι δυνατό να δημιουργηθεί τέτοιο δικαίωμα χωρίς νομοθετικό έρεισμα. Οι αυθεντίες που ο κ.Μιχαήλ παρέθεσε αφορούν πολιτικές διαδικασίες για τις οποίες υπάρχει ειδική δικονομική πρόνοια (Δ.35 θ.20 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας). Η δε υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της ΄Αντρης Ιωάννου Πολιτικές Αιτήσεις αρ. 127 και 128/15 ημερ. 9.6.2016 στην οποία μας παρέπεμψε σαφώς και αφορά, ως προκύπτει και από τον ίδιο τον τίτλο, πολιτική αίτηση και όχι ποινική, ως η προκείμενη. Γι΄αυτό και στην εν λόγω απόφαση υπήρξε δυνατότητα διαφοροποίησης της με την υπόθεση Αδάμου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 263/14-288/14 18.11.2015, στην οποία απορρίφθηκαν εφέσεις επί αμφισβητουμένων καταλόγων εξόδων, ως εκ της ποινικής υφής της διαδικασίας, όπως ακριβώς συμβαίνει και εν προκειμένω.
Ο κ.Μιχαήλ εισηγήθηκε ότι επειδή υπάρχει, όπως το αποκάλεσε, νομοθετικό κενό επί του θέματος έφεσης επί των εξόδων πρέπει να ενεργοποιηθεί η σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου «προς διόρθωση της ατέλειας».
Η σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου δεν είναι ανεξάρτητη πηγή εξουσίας αλλά εξουσία η οποία ενυπάρχει λόγω της ταύτισης με το Δικαστήριο και η επίκληση της πρέπει να γίνεται με εξαιρετική φειδώ. (βλ. Γίγας ν. Ουστά (1994)1 Α.Α.Δ. 109, Εμπεδοκλής κ.ά.(αρ.3) (2009)1 Α.Α.Δ. 529, Ρόπας (2009)2 Α.Α.Δ. 235,
Σοφοκλέους ν. Τσεσμέλογλου, (2012)1Α Α.Α.Δ.158, και JSC BTA Bank v. Paul Kythreotis (2011)1 Α.Α.Δ. 779).
Στην υπό κρίση περίπτωση το ίδιο το άρθρο 131 της Ποινικής Δικονομίας ορίζει σαφώς ότι εκτός όπου προβλέπεται «δεν χωρεί έφεση από απόφαση ή διάταγμα Δικαστηρίου που ασκεί ποινική δικαιοδοσία». Στη βάση της σαφούς πρόνοιας του άρθρου 131 δεν θα ήταν νοητό να ενεργήσουμε εκτός του πλαισίου της Ποινικής Δικονομίας. Περαιτέρω και αν ακόμη τίθετο το βάθρο της σύμφυτους εξουσίας του Δικαστηρίου, δεν κρίνομε το θέμα ως εγγενές με τη διασφάλιση λειτουργίας του Δικαστηρίου, ως Δικαστηρίου της δικαιοσύνης.
Θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε μέρος του σκεπτικού της υπόθεσης Αδάμου, (ανωτέρω), το οποίο θεωρούμε ότι ισχύει πλήρως και εν προκειμένω:
«Πρόκειται για ποινική έφεση, και κατά συνέπεια εφαρμόζονται οι σχετικές πρόνοιες τόσο της Ποινικής Δικονομίας όσο και του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, ως έχει τροποποιηθεί. Το άρθρο 25(2) του Νόμου, το οποίο επικαλείται και στο ίδιο το εφετήριο η κα.Αδάμου έχει ως εξής:
«(2) Τηρου΅ένων των διατάξεων του περί Ποινικής ∆ικονο΅ίας Νό΅ου πλην ως άλλως προβλέπεται εις το εδάφιον τούτο, πάσα απόφασις δικαστηρίου ασκούντος ποινικήν δικαιοδοσίαν θα υπόκειται εις έφεσιν εις το Ανώτατον ∆ικαστήριον. Πάσα τοιαύτη έφεσις δύναται να ασκηθή κατά της αθωωτικής ή καταδικαστικής αποφάσεως ή της επιβαλλούσης, ποινήν τοιαύτης δι' οιονδήποτε λόγον.»
Σχετικό για το δικαίωμα έφεσης είναι και το 25(3) του Νόμου το οποίο για σκοπούς πληρότητας θα παραθέσουμε:
«(3) Παρά πάσαν διάταξιν του περί Ποινικής ∆ικονο΅ίας Νό΅ου ή οιουδήποτε άλλου νό΅ου ή διαδικαστικού κανονισ΅ού και επιπροσθέτως οιωνδήποτε υπό τούτων χορηγου΅ένων εξουσιών, το Ανώτατον ∆ικαστήριον, κατά την ακρόασιν και διάγνωσιν οιασδήποτε εφέσεως, είτε εν πολιτική είτε εν ποινική υποθέσει δεν θα δεσ΅εύεται υπό οιασδήποτε αποφάσεως περί πραγ΅ατικών γεγονότων του εκδικάσαντος δικαστηρίου και θα έχη εξουσίαν να αναθεωρή τας προσαχθείσας αποδείξεις, να συνάγη τα ίδια αυτού συ΅περάσ΅ατα, να ακούη και δέχεται περαιτέρω αποδεικτικά ΅έσα και, όπου αι περιστάσεις της υποθέσεως απαιτούσιν ούτω, να επανακροάται οιωνδήποτε ΅αρτύρων ήδη ακουσθέντων υπό του εκδικάσαντος δικαστηρίου, και δύναται να δώση οιανδήποτε απόφασιν ή να εκδώση οιονδήποτε διάταγ΅α το οποίον αι περιστάσεις της υποθέσεως δικαιολογούν, συ΅περιλα΅βανο΅ένου και διατάγ΅ατος περί επανακροάσεως της υποθέσεως υπό του εκδικάσαντος αυτήν ή άλλου αρ΅οδίου δικαστηρίου ως θα διέτασσε το Ανώτατον ∆ικαστήριον»
Σημειώνουμε ότι δυνάμει του άρθρου 25(2) έφεση δύναται να ασκηθεί κατά της αθωωτικής ή καταδικαστικής αποφάσεως ή της επιβαλλούσης ποινήν τοιαύτης.
Λόγω του ότι το ίδιο το άρθρο παραπέμπει στην Ποινική Δικονομία θα πρέπει λοιπόν να εξετάσουμε και τα συναφή άρθρα του Κεφ. 155 άρθρα 131-147. Σαφώς και προκύπτει απ΄ αυτό το Κεφάλαιο της Ποινικής Δικονομίας ότι δεν χωρεί έφεση από απόφαση ή διάταγμα Δικαστηρίου που ασκεί ποινική διαδικασία εκτός όπως προβλέπεται από το Νόμο αυτό. Δηλαδή σε σχέση με αθωωτική ή καταδικαστική απόφαση ή απόφαση επί της ποινής. Και το άρθρο 25 ανωτέρω είναι μέσα σε αυτές τις παραμέτρους που διαβάζεται.
Η παρούσα έφεση προφανώς και δεν αφορά καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση ή απόφαση επί της ποινής. Προκύπτει μεν από Δικαστήριο που ασκεί ποινική διαδικασία, αλλά όχι σε σχέση με τα πλαίσια που ορίζει ο Νόμος αφού εκείνο που σκοπείται να διαφοροποιηθεί είναι η μη έγκριση του Δικαστηρίου σε σχέση με συγκεκριμένα κονδύλια που αφορούν στα έξοδα της δικηγόρου. Τίθεται περαιτέρω θέμα και μη νομιμοποίησης της δικηγόρου ώστε να μπορεί να «υποκαταστήσει» την κατηγορούμενη ως εφεσείουσα εφόσον η ίδια η δικηγόρος δεν είναι διάδικος στην ποινική υπόθεση.
...................................
Προκύπτει σαφώς από τα πιο πάνω ότι δεν στοιχειοθετείται δικαίωμα έφεσης ούτε για το συγκεκριμένο θέμα αφού δεν πρόκειται για αθωωτική ή καταδικαστική απόφαση ή απόφαση ποινής. Δεν στοιχειοθετείται επίσης η νομιμοποίηση της δικηγόρου ως εφεσείουσας. Όπως ορθά παρατήρησε η ευπαίδευτη δικηγόρος της εφεσίβλητης δικαίωμα έφεσης υφίσταται μόνο εκεί που ρητά παρέχεται με νομοθετική διάταξη. (βλ. Δημοκρατία ν. Ερμογένους κ.ά (1990)2 Α.Α.Δ. 459, Healy v. Ministry of Health (1954) 3 All E R 449 και Christofis v. The Police (1970) 2 C.L.R. 117 και Σύγγραμμα Γ.Μ.Πική, Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, σελ.287 κ.επ.).»
Συνεπώς για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει η αίτηση απορρίπτεται, ως μη έχουσα αντικείμενο.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.