ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:B89
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
16 Μαρτίου, 2017
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
(Ποινική Έφεση 58/2016)
ΜΑΡΚΟΣ ΜΑΡΚΟΥ,
Εφεσείοντας,
ν.
ΤΑΚΗ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσίβλητου.
Χρ. Αργυρού (κα), για τον Εφεσείοντα.
Χρ. Χριστάκη, για τον Εφεσίβλητο.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου, ως προς το αποτέλεσμα, είναι ομόφωνη και θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή. Υπάρχει απόφαση μειοψηφίας από το Δικαστή Χριστοδούλου, αναφορικά με το θέμα του εκπροθέσμου της έφεσης, για την οποία θα δώσει διϊστάμενη απόφαση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, ως πρώην υπάλληλος της εταιρείας JOΑNNI MARMI LTD (η εταιρεία), διεκδίκησε δικαστικώς εναντίον των πρώην εργοδοτών του και του εφεσιβλήτου, ως διευθυντού της πιο πάνω εταιρείας, την πληρωμή, κατ' ισχυρισμό, οφειλόμενων μισθών.
Η πορεία που είχε η παρούσα υπόθεση δεν είναι και η καλύτερη, διότι ενώ καταχωρήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 2012, συμπληρώθηκε, με την έκδοση τελικής απόφασης, τρία χρόνια αργότερα, ήτοι στις 21 Οκτωβρίου 2015. Μια πορεία που σαφώς δεν συνάδει προς το σκοπό θέσπισης του περί Προστασίας των Μισθών Νόμου του 2007 (Ν. 35(Ι)/2007), στο εφεξής «ο Νόμος», που, καθιστώντας τη μη καταβολή του συμφωνηθέντος μισθού ποινικό αδίκημα, δεν ήταν άλλος, παρά η ταχεία εξασφάλιση της πληρωμής των οφειλόμενων μισθών.
Αρχικώς το κατηγορητήριο περιλάμβανε 20 κατηγορίες. Συγκεκριμένα κατηγορήθηκε η εταιρεία - κατηγορούμενη 1, για παράλειψη καταβολής μηνιαίων μισθών, των μηνών Μαΐου 2012 (μέρος) ύψους €878,92, Ιουνίου 2012 €1.607,76 και Ιουλίου 2012 €1.149,12 (1η, 3η και 5η κατηγορία), παράλειψη καταβολής της αντίστοιχης συνεισφοράς στα ταμεία πρόνοιας, υγείας, αργίας αδειών και ανάρρωσης (7η, 9η, 11η, 13η και 15η κατηγορία). Ο εφεσείων ως κατηγορούμενος 2 κατηγορήθηκε για συνέργεια (2η, 4η, 6η, 8η,10η,12η, 14η και 16η κατηγορία). Με τη 17η και 19η κατηγορία η εταιρεία κατηγορείτο ότι δεν κατέβαλε για λογαριασμό του εφεσείοντα συνεισφορά προς το Ταμείο Αρωγής της ΠΕΟ, ύψους €290,94 και €364,24. Με τη 18η και 20η κατηγορία ο εφεσίβλητος κατηγορείτο ότι συνέργησε μετά της εταιρείας για τη μη καταβολή των πιο πάνω αναφερόμενων ποσών.
Μετά από αλλεπάλληλες αναβολές, που δεν είναι της παρούσης να σχολιασθούν, το δικαστήριο επιφύλαξε στις 12 Δεκεμβρίου 2013 την απόφαση του επί τεσσάρων προδικαστικών ενστάσεων που ήγειρε η υπεράσπιση. Στις 21 Ιανουαρίου 2014 με ενδιάμεση απόφαση του δικαστηρίου αυτές απορρίφθηκαν και προγραμματίστηκε η ακρόαση επί της ουσίας. Παρατηρούμε στο σημείο αυτό ότι δεν είναι επιθυμητό να κατατεμαχίζεται η ποινική διαδικασία και να διεξάγονται «ενδιάμεσες δίκες», επί διαδικαστικών θεμάτων, όπως η παρούσα, όταν αυτά μπορούν να εξεταστούν στο πλαίσιο της δίκης, έτσι ώστε να μην δαπανάται δικαστικός χρόνος. Μεσολάβησαν διάφορες ημερομηνίες χωρίς να προχωρήσει η υπόθεση και στις 17 Σεπτεμβρίου 2014 η εταιρεία παραδέχθηκε τις εναντίον της κατηγορίες και παρέμεινε προς εκδίκαση η υπόθεση για τον εφεσίβλητο και γεγονότα και ποινή για την εταιρεία. Κατά την πιο πάνω ημερομηνία αποσύρθηκαν οι κατηγορίες 7, 8, 13 και 14. Η ακρόαση της υπόθεσης άρχισε τελικώς στις 5 Ιουνίου 2015. Στο μεταξύ είχε εκδοθεί διάταγμα εκκαθάρισης της εταιρείας και κατέστη αναγκαίο να τροποποιηθεί το κατηγορητήριο.
Η ακρόαση της υπόθεσης, όπως σημειώσαμε, άρχισε στις 5 Ιουνίου 2015 με την κατάθεση του 1ου μάρτυρα κατηγορίας και συνεχίστηκε στις 9 Ιουνίου 2015. Μετά τη συμπλήρωση της εξέτασης του Μ.Κ. 2 και πριν την αντεξέταση του, ο εφεσείων ζήτησε τροποποίηση των κατηγοριών που αφορούσαν τον εφεσίβλητο, αίτημα το οποίο έγινε αποδεχτό, και τροποποιήθηκαν οι κατηγορίες 2, 4, 6, 10, 12, 16, 18 και 20. Μετά τη συμπλήρωση της υπόθεσης για τον εφεσείοντα προχώρησαν αμφότερες οι πλευρές σε αγορεύσεις αναφορικά με το κατά πόσο υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του εφεσιβλήτου. Το δικαστήριο με απόφαση του, ημερ. 3 Αυγούστου 2015, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του εφεσιβλήτου αναφορικά με τη 2η, 4η και 6η κατηγορία που αντιμετώπιζε και αθωώθηκε και απαλλάχθηκε από τις 10η, 12η, 16η, 18η και 20η κατηγορίες. Κλήθηκε σε απολογία, κατέθεσε ενόρκως και κάλεσε και ένα μάρτυρα υπεράσπισης. Στις 21 Οκτωβρίου 2015 με την τελική του απόφαση το δικαστήριο απέρριψε τις εναντίον του εφεσιβλήτου κατηγορίες και ως εκ τούτου αυτός αθωώθηκε και απαλλάχθηκε από αυτές.
Καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση με τρεις λόγους, ήτοι: Με τον πρώτο λόγο έφεσης υποστηρίχθηκε ότι ο Νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων, με αποτέλεσμα να αθωωθεί ο εφεσίβλητος στις κατηγορίες 2, 4, 6, 10, 12, 16, 18 και 20. Με το δεύτερο λόγο υποστηρίχθηκε ότι η απόφαση δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη, έτσι ώστε να διαπιστωθεί πραγματικό γεγονός ή γεγονότα για θεμελίωση της απόφασης του δικαστηρίου. Τέλος, με τον τρίτο λόγο, ο εφεσείων παραπονείται διότι το δικαστήριο, ασκώντας λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια, επιδίκασε σε βάρος του τα έξοδα της διαδικασίας.
Ο εφεσίβλητος προτού αναπτύξει τα επιχειρήματα του αναφορικά με την ουσία της υπόθεσης, ήγειρε, μέσα από το διάγραμμα του, έξι προδικαστικές ενστάσεις.
Με την πρώτη προδικαστική ένσταση ο εφεσίβλητος ισχυρίζεται ότι η έφεση που έχει καταχωρηθεί, και αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αναφορικά με την απόρριψη των κατηγοριών 10, 12, 16, 18 και 20, είναι εκπρόθεσμη καθότι η εκκαλούμενη απόφαση εκδόθηκε στις 3 Αυγούστου 2015.
Με τη δεύτερη προδικαστική ένσταση ο εφεσίβλητος ισχυρίζεται ότι για την καταχώριση έφεσης αναφορικά με τις κατηγορίες 10, 12, 16, 18 και 20, ο εφεσείων δεν εξασφάλισε την έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα.
Με την τρίτη προδικαστική ένσταση προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η υπό κρίση έφεση δεν έχει συνταχθεί ορθά, ούτε είναι διατυπωμένη με τον ενδεδειγμένο τρόπο, καθότι, αναφορικά με τις κατηγορίες 10, 12, 16, 18 και 20 δεν υπάρχουν με εξειδίκευση συγκεκριμένοι λόγοι έφεσης, που να καλύπτουν την απόφαση ημερομηνίας 3 Αυγούστου 2015.
Από το κείμενο του διαγράμματος του εφεσείοντα εγείρονται και προβάλλονται, ισχυρίστηκε, με την τέταρτη προδικαστική ένσταση ο εφεσίβλητος, θέματα τα οποία δεν καλύπτονται από τους λόγους έφεσης.
Στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 137(1)(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, δεν εμπίπτουν οι λόγοι έφεσης 1 και 2, που αποτέλεσε το περιεχόμενο της πέμπτης προδικαστικής ένστασης.
Τέλος, με την έκτη προδικαστική ένσταση ο συνήγορος ισχυρίστηκε ότι το κατηγορητήριο εναντίον του εφεσιβλήτου έπασχε από πολλαπλότητα και η επί του αντιθέτου κατάληξη του δικαστηρίου ήταν εσφαλμένη.
Πριν εξετάσουμε την ουσία της έφεσης, καθίσταται αναγκαίο να εξετάσουμε τις πιο πάνω προδικαστικές ενστάσεις, καθότι, ενδεχομένως, να επηρεάσει την τελική κρίση της έφεσης.
Πρώτη προδικαστική ένσταση (εκπρόθεσμη έφεση)
Το δικαίωμα έφεσης εδράζεται στο άρθρο 25(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου, (Ν. 14/60). Τούτο, όμως, όπως προσδιορίζεται, ασκείται τηρουμένων των διατάξεων του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. (Βλ. Αναστασίου ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 435 και Αναστασιάδης ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 565).
Στο πλαίσιο του άρθρου 131 του Κεφ. 155, προβλέπεται ότι καμιά έφεση μπορεί να καταχωρηθεί εναντίον δικαστικής απόφασης που ασκεί ποινική δικαιοδοσία, εκτός όπου προβλέπεται στον εν λόγω νόμο.
Στην υπόθεση Κυριάκου ν. Δήμου Έγκωμης (1992) 2 Α.Α.Δ. 414, αποφασίστηκε ότι δεν χωρεί έφεση κατά ενδιάμεσων αποφάσεων του δικαστηρίου. (Βλ. επίσης Αναστασίου (ανωτέρω) και Ψύλλας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 3) (2002) 2 Α.Α.Δ. 388).
Στην υπόθεση Κυριάκου ο εφεσείων είχε κατηγορηθεί ότι πλανοδιοπωλούσε χωρίς άδεια από την αρμόδια αρχή. Με ενδιάμεση απόφαση του δικαστηρίου βρέθηκε εκ πρώτης όψεως ένοχος και κλήθηκε να προβάλει την υπεράσπιση του. Με την έφεση του αμφισβήτησε την ορθότητα της εν λόγω ενδιάμεσης απόφασης. Το Εφετείο, αφού ανέλυσε την υφιστάμενη νομολογία, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ενδιάμεσες αποφάσεις δεν υπόκεινται σε έφεση.
Στην υπό κρίση περίπτωση υπάρχει μια ουσιώδης διαφορά. Υπάρχει εκ πρώτης όψεως απόφαση, ημερ. 3 Αυγούστου 2015, δυνάμει της οποίας ο εφεσίβλητος είχε αθωωθεί σε μερικές κατηγορίες και βρέθηκε εκ πρώτης όψεως ένοχος σ' άλλες. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσιβλήτου, έκαμε αναφορά στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Δράκου κ.ά. (2012) 2 Α.Α.Δ. 851 για να υποστηρίξει την εισήγηση του για το εκπρόθεσμο της έφεσης.
Η εισήγηση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους γιατί στην υπόθεση Δράκου, ναι μεν έγινε αναφορά σε ενδιάμεση έφεση, αλλά αυτή ήταν στο πλαίσιο ανάλυσης της εμβέλειας του άρθρου 137(1)(α), του Κεφ. 155, αναφορικά με την εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα να καταχωρίσει έφεση για νομικά μόνο σημεία. Παράλληλα στην Δράκου με την εκκαλούμενη απόφαση υπήρχε τελική κρίση ως προς την ενοχή ή αθωότητα των εφεσιβλήτων.
Επί του προκειμένου η τελική κρίση επί της ενοχής ή αθωότητας του εφεσιβλήτου, κρίθηκε όχι στις 3 Αυγούστου 2015, αλλά στις 21 Οκτωβρίου 2015. Συνακόλουθα, ορθώς προχώρησε ο εφεσείων και καταχώρισε έφεση, μετά την πιο πάνω δικαστική απόφαση.
Η ένσταση απορρίπτεται.
Δεύτερη προδικαστική ένσταση (έγκριση Γενικού Εισαγγελέα)
Η ένσταση που υποβλήθηκε εδράζεται στο γεγονός ότι μέρος του εφετηρίου καλύπτει και την απόφαση ημερ. 3 Αυγούστου 2015 (για το εκ πρώτης όψεως). Η έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα, εισηγήθηκε ο κ. Χριστάκη, ήταν μόνο για την τελική απόφαση.
Η εισήγηση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Η δοθείσα, από το Γενικό Εισαγγελέα, έγκριση, ημερ. 3 Νοεμβρίου 2015, είχε ως βάση το προτεινόμενο εφετήριο ″Τεκ. Α″ που περιλαμβάνει αναφορά και στις κατηγορίες 10, 12, 16, 18 και 20 (1ος λόγος έφεσης).
Η δε έγκριση, που επισυνάπτεται στο καταχωρηθέν εφετήριο, δεν θέτει οποιοδήποτε περιορισμό, παρά μόνο τη συμμόρφωση με το άρθρο 137(1) του Κεφ. 155.
Συνακόλουθα η ένσταση απορρίπτεται.
Τρίτη προδικαστική ένσταση (σύνταξη εφετηρίου)
Με την παρούσα ένσταση, διατυπώνεται παράπονο ότι οι λόγοι έφεσης, αναφορικά με τις κατηγορίες 10, 12, 16, 18 και 20 δεν είναι ορθώς διατυπωμένοι.
Το θέμα αυτό δεν μπορεί να εξεταστεί προδικαστικώς αλλά στο πλαίσιο ανάλυσης και αντίκρισης της επάρκειας του συγκεκριμένου λόγου έφεσης.
Τέταρτη προδικαστική ένσταση (διάγραμμα εκτός πλαισίου έφεσης)
Το κατατεθέν διάγραμμα, υποστήριξε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσιβλήτου, δεν καλύπτει θέματα που εγείρονται με τους λόγους έφεσης.
Και αυτό το θέμα, δεν μπορεί να εξεταστεί προδικαστικώς, παρά μόνο στο πλαίσιο εξέτασης της ουσίας της έφεσης.
Έκτη προδικαστική ένσταση (πολλαπλότητα)
Όπως είναι διατυπωμένη η έκτη προδικαστική ένσταση, ο εφεσίβλητος ισχυρίζεται ότι το κατηγορητήριο έπασχε από πολλαπλότητα, κάτι που το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν αποδέχθηκε.
Έφεση επί του προκειμένου δεν καταχωρήθηκε από τον εφεσίβλητο. Συνεπώς, δεν είναι ορθό να επιτραπεί η περαιτέρω προώθηση του θέματος αυτού και η ένσταση απορρίπτεται.
Πέμπτη προδικαστική ένσταση (εμβέλεια άρθρου 137(1)(α), Κεφ. 155)
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσιβλήτου, ισχυρίστηκε ότι ο 1ος λόγος έφεσης, όπως είναι διατυπωμένος, παρόλο που παραπέμπει στην υποπαράγραφο (iii) της παραγράφου (9) του εδαφίου (1) του άρθρου 137 του Κεφ. 155, κεκαλυμμένα, αμφισβητείται και προσβάλλεται η αξιολόγηση της μαρτυρίας και των ευρημάτων του δικαστηρίου.
Αναφορικά με το 2ο λόγο έφεσης ο συνήγορος εισηγείται ότι ουσιαστικώς παραπέμπει στην υποπαράγραφο (i), του ίδιου άρθρου, που αναφέρεται στη μη ύπαρξη μαρτυρίας βάσει της οποίας το δικαστήριο θα μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικό γεγονός αναγκαίο για τη θεμελίωση της απόφασης.
Δεν πρόκειται, καταλήγει επί του προκειμένου, περί δυνατότητας της εν λόγω υποπαραγράφου, διότι δεν πρόκειται περί ύπαρξης θετικού γεγονότος για την υποστήριξη της απόφασης αθώωσης, αλλά πρόκειται για αρνητική διαπίστωση που σχετίζεται με την κρίση του δικαστηρίου πως η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει την υπόθεσή της.
Η νομική αρχή που πηγάζει από τη νομολογία και αφορά την προσφερόμενη δυνατότητα του Γενικού Εισαγγελέα και κατ' επέκταση κάθε κατηγόρου, να προσβάλει με έφεση αθωωτική απόφαση, περιορίζεται σε αμφισβήτηση νομικών. (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (2011) 2 Α.Α.Δ. 519 και Δράκου κ.ά. (2012) 2 Α.Α.Δ. 851).
Ταυτοχρόνως, στην πρόσφατη υπόθεση Σάββας Θεοδώρου & Υιός Λτδ. ν. Ορφανίδης κ.ά., Ποιν. Έφ. 102/2014 κ.ά., ημερ. 23 Οκτωβρίου 2015, επιβεβαιώθηκε ότι η έφεση δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ορθότητα ευρημάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου επί γεγονότων. Παρέχεται δυνατότητα αμφισβήτησης των πρωτόδικων συμπερασμάτων επί αδιαμφισβήτητων γεγονότων.
Στο πιο πάνω πλαίσιο θα εξεταστεί η εν λόγω προδικαστική ένσταση.
Όπως είναι διατυπωμένη η αιτιολογία του 1ου λόγου έφεσης, διαπιστώνονται τα πιο πάνω, πάντοτε εκ πρώτης όψεως και για σκοπούς ενστάσεως, δοθέντος ότι θ' ακολουθήσει ανάλυση των επιμέρους εισηγήσεων όταν θα εξετάζεται η ουσία της έφεσης.
α) Με το αιτιολογικό (Α) ουσιαστικώς αμφισβητείται η κατάληξη σε απουσία ένοχης σκέψης τη στιγμή που ο εφεσίβλητος υπέγραφε τις επιταγές της εταιρείας και περαιτέρω, στη βάση της καταδίκης της εταιρείας στο αδίκημα.
Δεν τίθεται θέμα αμφισβήτησης πραγματικού γεγονότος, συνεπώς προσφέρεται η δυνατότητα εξέτασης του θέματος.
Στο αιτιολογικό (Β), όπως και στο (Α) ανωτέρω, και πάλι στη βάση των γεγονότων που το ίδιο το δικαστήριο κατέληξε θα έπρεπε, εισηγείται ο εφεσείων, να καταδικαστεί ο εφεσίβλητος.
Με το αιτιολογικό (Γ) αμφισβητείται η κατάληξη του δικαστηρίου από τη μαρτυρία σε σχέση με όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο εφεσίβλητος. Δεν εξειδικεύεται, συνεπώς, δεν μπορεί σ' αυτό το στάδιο ν' αποτελέσει αντικείμενο ένστασης.
Με το αιτιολογικό (Δ) αμφισβητείται η κατάληξη του δικαστηρίου αναφορικά με το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων των κατηγοριών 10, 12, 16 και 20. Είναι ένα νομικό σημείο, συνεπώς δεν χωρεί ένσταση.
Με το τελευταίο αιτιολογικό (Ε), ο εφεσείων αμφισβητεί τη νομική διάσταση του συμπεράσματος του δικαστηρίου για τον τυπικό διευθυντή, στη βάση των αποδεδειγμένων ενεργειών, της υπογραφής των επιταγών της εταιρείας.
Συνακόλουθα, το πρώτο σκέλος της ένστασης απορρίπτεται.
Ο 2ος λόγος έφεσης αναφέρει τα εξής:
″Δεν υπήρχε απόδειξη βάσει της οποίας το Δικαστήριο μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικό γεγονός ή γεγονότα αναγκαία για τη θεμελίωση της απόφασης αυτής με αποτέλεσμα η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην είναι αιτιολογημένη και/ή επαρκώς αιτιολογημένη.″
Με όλο το σεβασμό προς την ευπαίδευτη συνήγορο του εφεσείοντα, αλλά δεν μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα, όπως το εισηγείται, με την αιτιολογία του λόγου έφεσης, διότι στην παρ. (Α) στηρίζεται στην καταδίκη της εταιρείας. Όπως σημειώσαμε, η εταιρεία καταδικάστηκε στη βάση παραδοχής που έγινε στις 17 Σεπτεμβρίου 2014. Σημειώνουμε δε ότι η απόφαση για καταδίκη της εταιρείας, εκδόθηκε στις 21 Οκτωβρίου 2015, ημερομηνία που εκδόθηκε και η αθωωτική απόφαση για τον εφεσίβλητο.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσιβλήτου έχει δίκαιο στο υποβληθέν παράπονο, διότι ο πυρήνας της απορριπτικής κατάληξης δεν ήταν άλλος παρά η μη απόδειξη γεγονότων που θα τεκμηρίωναν ένοχη διάνοια του εφεσιβλήτου, στηριζόμενο στην αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας.
Όπως είναι διατυπωμένος ο 2ος λόγος έφεσης, παραπέμπει στην υποπαρ. (i) του εδαφίου (9) του αρ. 137 του Κεφ. 154, που προνοεί:
″(i) ότι δεν υπήρξε απόδειξη βάσει της οποίας το Δικαστήριο μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικό γεγονός ή γεγονότα αναγκαία για τη θεμελίωση της απόφασης αυτής.″
Η διατύπωση, όμως, του εν λόγου έφεσης είναι κατ' αρνητική φορά. Όπως διατείνεται ο εφεσείων δεν υπήρχαν γεγονότα που θεμελίωναν πραγματικό γεγονός. Το δικαστήριο δεν αποδέχθηκε ότι υπήρξε μαρτυρία που να θεμελιώνει τούτο, όχι αντιθέτως.
Tο σκέλος αυτό της ενστάσεως αναφορικά με το 2ο λόγο έφεσης γίνεται δεχτό, συνεπώς δεν θα εξεταστεί περαιτέρω.
Θα εξετάσουμε τώρα την ουσία της έφεσης.
1ος λόγος έφεσης
Στο δεδομένο ότι ο εφεσίβλητος κατηγορείτο ότι «. συνέργησε μετά της κατηγορούμενης 1 και/ή παρακίνησε αυτήν προς τη μη καταβολή ....», το δικαστήριο απέρριψε την υπόθεση με το σκεπτικό ότι ο εφεσείων δεν
″επαρουσίασε άμεση μαρτυρία (direct evidence), αυτόπτη ή αυτήκοου μάρτυρος, αποκαλύπτουσα ότι κατά τους μήνες Μάιο, Ιούνιο και Ιούλιο του έτους 2012 ο κατηγορούμενος αρ. 2 προέβηκε σε συγκεκριμένες ενέργειες δια των οποίων προέτρεψε, ώθησε, δηλ. παρεκίνησε τους κατηγορουμένους αρ. 1 να μην καταβάλουν στον παραπονούμενο τους αντίστοιχους μισθούς του.″
Όπως είναι διατυπωμένο το αιτιολογικό του 1ου λόγου έφεσης, ουσιαστικώς επιχειρείται να καταδειχθεί ότι ο εφεσίβλητος δια συγκεκριμένων και αποδεκτών από το δικαστήριο ενεργειών, έπρεπε να οδηγήσουν το δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι υπήρχε η απαιτούμενη ένοχη πρόθεση για τη διάπραξη των αδικημάτων, όπως αυτά περιγράφονται στο κατηγορητήριο.
Πριν επεκταθούμε και αναλύσουμε το λόγο έφεσης, πρέπει να σημειώσουμε ότι η εκκαλούμενη απόφαση δεν είναι και η πλέον κατάλληλα διατυπωμένη έτσι ώστε να μπορεί να εξαχθεί με την απαιτούμενη βεβαιότητα η ενέργεια του δικαστηρίου και συγκεκριμένα ο τρόπος αξιολόγησης της προσαχθείσας μαρτυρίας.
Η απόφαση, πέραν από την παράθεση των παραδεκτών γεγονότων, καταγράφει τη μαρτυρία των δύο μαρτύρων κατηγορίας και του εφεσιβλήτου, όπως και του μάρτυρα υπεράσπισης, χωρίς να καταλήγει με σαφήνεια σε ευρήματα ως προς την αξιοπιστία των πρώτων. Εκείνο το οποίο διατυπώνεται στις τελευταίες παραγράφους της απόφασης είναι το εξής:
«Ο κατηγορούμενος αρ. 2 Τάκης Παπαγεωργίου και ο μάρτυς υπεράσπισης Γιαννάκης Ιωάννου (Μ.Υ.1) κρίνονται ως αξιόπιστοι και τα όσα αυτοί εδήλωσαν και τα οποία συγκεφαλαιώνονται πιο πάνω, κρίνονται ως αληθή.»
Αναφορικά δε με την αξιολόγηση το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρει:
«Αξιολόγηση της ενώπιον του δικαστηρίου εκατέρωθεν τεθείσας μαρτυρίας οδηγεί στην κατάληξη πως η πλευρά του παραπονούμενου απέτυχε να αποδείξει ..»
Όπως σημειώσαμε, αυτή δεν είναι η ενδεδειγμένη αξιολόγηση που αναμένεται για να εξαχθούν τα αναγκαία συμπεράσματα του δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων. Παρόλα αυτά όμως, εξάγεται σαφώς ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του εφεσιβλήτου και τα όσα ανέφερε επί του προκειμένου ο Γ. Ιωάννου.
Τούτου δοθέντος και στη βάση ότι η αξιολόγηση που γίνεται δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο έφεσης, στη βάση του άρθρου 137(1) του Κεφ. 155, θα εξετάσουμε τα δεδομένα, όπως διαμορφώνονται, μέσα από το λόγο έφεσης.
Ο εφεσείων παραπονείται ότι στη βάση της καταδίκης της εταιρείας δεν θα μπορούσε να αθωωθεί ο εφεσίβλητος, καθότι όλες οι ενέργειες της εταιρείας εγίνοντο από τον εφεσίβλητο, ως το μόνο μέτοχο και μοναδικό διευθυντή της εταιρείας. Είχαμε την ευκαιρία να σημειώσουμε και πιο πάνω, εξετάζοντας την εμβέλεια του άρθρου 137 του Κεφ. 155 επί του προκειμένου, ότι δηλαδή η εταιρεία καταδικάστηκε, μετά την έκδοση της απόφασης για τον εφεσίβλητο, στη βάση προηγηθείσας από τις 17 Σεπτεμβρίου 2014 γενομένης παραδοχής. Συνεπώς, δεν μπορεί να υποστηριχθεί το επιχείρημα ότι η καταδίκη της εταιρείας έπρεπε να συμπαρασύρει και ως αποτέλεσμα να διαπιστωθεί η ενοχή του εφεσιβλήτου. Όπως σημειώσαμε πιο πάνω, οι κατηγορίες εναντίον του εφεσιβλήτου στηρίζονται στο γεγονός ότι ο ίδιος «συνήργησε μετά της κατηγορούμενης 1 και/ή παρακίνησε αυτήν», στηριζόμενο στο άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Απαιτείται συνεπώς, η στοιχειοθέτηση της ανεξάρτητης ενέργειας του εφεσιβλήτου για να διαπραχθεί το αδίκημα για το οποίο είχε κατηγορηθεί.
Η βάση του επιχειρήματος που προβλήθηκε ήταν ότι αναφορικά με τις κατηγορίες 2, 4 και 6, οι οποίες εδράζονται στη μη καταβολή μέρους του μισθού Μαΐου 2012, Ιουνίου και Ιουλίου 2012, ήταν ότι ο εφεσίβλητος ήταν διευθυντής της εταιρείας από τις 19 Νοεμβρίου 2010 και ο ίδιος υπέγραφε τις επιταγές δια την πληρωμή των υποχρεώσεων της εταιρείας.
Η εισήγηση που γίνεται παραβλέπει τα γεγονότα τα οποία δέχθηκε το δικαστήριο και δεν έχουν αμφισβητηθεί. Ο εφεσίβλητος όντως είχε αναλάβει ως διευθυντής της εταιρείας στις 19 Νοεμβρίου 2010, υπέγραφε επιταγές την περίοδο του 2011, είχε ο ίδιος προβεί σε δάνειο για κάλυψη των υποχρεώσεων της εταιρείας, πλην, όμως, η μαρτυρία η οποία έχει κατατεθεί υποδηλεί ότι την περίοδο του 2012 και συγκεκριμένα από τον Απρίλιο του 2012, όπως και προγενέστερα, τη διεύθυνση των δραστηριοτήτων της εταιρείας τη διενεργούσε, στη βάση των ευρημάτων του δικαστηρίου, η Χαρούλα Χαραλάμπους. Στη βάση δοθείσας μαρτυρίας, τόσο από τον εφεσείοντα, όσο και από το Γ. Ιωάννου, σε κάποιο στάδιο η εταιρεία σταμάτησε να πληρώνει τους υπαλλήλους με επιταγές και διαφοροποίησε και τον τρόπο αποπληρωμής, ήτοι αντί εβδομαδιαίως τους κατέβαλλε το μισθό τους μηνιαίως με μετρητά. Συνεπώς, η μη αμφισβήτηση της μαρτυρίας του εφεσιβλήτου ότι παρόλο που δεχόταν παράπονα για μη καταβολή μισθών, ο ίδιος απευθυνόταν στη Χαρούλα ζητώντας της να πληρώσει, κάτι το οποίο η τελευταία δεν έκαμνε. Ακόμη και το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος αποφάσισε και τερμάτισε την εργοδότηση της Χαρούλας, την οποία ανακάλεσε την ίδια ημέρα, όπως έγινε αποδεκτό, που υλοποιήθηκε, ήτοι στις 5 Φεβρουαρίου 2013, έξω από την περίοδο για την οποία ο εφεσίβλητος κατηγορείται ότι συνέδραμε την εταιρεία για τη διάπραξη των αδικημάτων. Παρατηρούμε συναφώς, ότι το συμπέρασμα του δικαστηρίου, όπως προβάλλεται με το αιτιολογικό (Α) του 1ου λόγου έφεσης, τεκμηριώνεται από την απόφαση του δικαστηρίου και δεν μπορεί να οδηγήσει σε ανατροπή του.
Στην ίδια βάση είναι και το δεύτερο αιτιολογικό, στο οποίο ο εφεσείων εισηγείται ότι ο εφεσίβλητος, ως ο κατά νόμο υπεύθυνος της εταιρείας και ο οποίος «λάμβανε τις αποφάσεις και υπέγραφε εκ μέρους της τελευταίας», θα έπρεπε να οδηγήσει στο λογικό συμπέρασμα ότι αποδείχθηκαν οι εναντίον του κατηγορίες. Η εισήγηση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους, διότι η όλη πορεία της δραστηριότητας της εταιρείας μετά την αρχική περίοδο που ο εφεσίβλητος, πάντοτε στη βάση των γεγονότων που έχει αποδεχθεί το δικαστήριο, με τις επιφυλάξεις μας ως προς τον τρόπο διατύπωσης βεβαίως, ήταν ότι μετά την εξάντληση του ποσού του δανείου το οποίο ο ίδιος είχε συνάψει, είχε περιέλθει σε μελαγχολία, πιστοποιημένη και ιατρικώς, η οποία δεν του επέτρεπε να επιλαμβάνεται των καθημερινών δραστηριοτήτων της εταιρείας, στηριζόμενος στις ενέργειες που του επέβαλλε, όπως δέχεται το δικαστήριο, να ενεργεί η Χαρούλα. Συνεπώς διαπιστώνουμε ότι τα ευρήματα του δικαστηρίου στηρίζονται στη μαρτυρία και βρίσκονται στην περίοδο για την οποία αυτός κατηγορείται, ήτοι την περίοδο μεταξύ Μαΐου και Ιουλίου 2012, που καλύπτουν οι κατηγορίες 2, 4 και 6.
Στη βάση των πιο πάνω και το αιτιολογικό (Β) και το αιτιολογικό (Ε) του 1ου λόγου έφεσης δεν μπορούν να επιτύχουν, διότι το συμπέρασμα του δικαστηρίου «περί τυπικού διευθυντή» για το οποίο παραπονείται ο εφεσείων, δεν ενέχει οποιαδήποτε νομική έννοια παρά μόνο έλλειψη ουσιαστικής δραστηριότητας εκ μέρους του στη διεκπεραίωση της εργασίας της εταιρείας.
Οι κατηγορίες 10, 12, 16, 18 και 20, για τις οποίες ο εφεσίβλητος είχε αθωωθεί στη βάση της ενδιάμεσης απόφασης του δικαστηρίου, ημερ. 3 Αυγούστου 2015, μετά από εισήγηση για μη τεκμηρίωση υπόθεσης εκ πρώτης όψεως, αφορούν τη μη καταβολή εισφορών σε διάφορα ταμεία, όπως έχουμε προσδιορίσει πιο πάνω, και ιδιαιτέρως καλύπτουν την περίοδο από 1η Οκτωβρίου 2010 μέχρι 20 Ιουλίου 2012.
Το παράπονο του εφεσείοντα εδράζεται στο γεγονός ότι η συγκέντρωση ολόκληρης της περιόδου σε μια κατηγορία, δοθέντος ότι ο εφεσίβλητος είχε εμπλακεί, ως διευθυντής της εταιρείας, στις 19 Οκτωβρίου 2010, επέβαλλε, όπως εισηγήθηκε η ευπαίδευτη συνήγορος, να θεωρηθεί ότι υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπόθεση για την υπόλοιπη περίοδο από τις 19 Οκτωβρίου 2010 μέχρι το τέλος της εργοδότησης του εφεσείοντα, που ήταν η 20η Ιουλίου 2012.
Το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχε ελαττωματικότητα στο κατηγορητήριο, η οποία δεν θα μπορούσε να θεραπευθεί δυνάμει της εξουσίας που παρέχεται στο δικαστήριο με βάση το άρθρο 83 του περί Ποινικής Δικονομίας, Κεφ. 155. Μια τέτοια τροποποίηση δεν θα μπορούσε να διενεργηθεί αυτεπαγγέλτως, όπως αποφασίστηκε πρωτοδίκως.
Παρόλη τη γενικότητα διατύπωσης του αιτιολογικού της παραγράφου (Δ) του 1ου λόγου, δεν έχουμε εντοπίσει να υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος ο οποίος να αμφισβητεί το συμπέρασμα του δικαστηρίου περί αντικανονικότητας του κατηγορητηρίου και πολλαπλότητας, έτσι ώστε να εξετάσουμε αυτό το δεδομένο, όπως είναι διατυπωμένο.
Ενόψει αυτού δεν θεωρούμε ότι υπάρχει πεδίο εξέτασης της ορθότητας ή μη της κατάληξης του δικαστηρίου επί του προκειμένου.
3ος λόγος έφεσης
Ο 3ος λόγος έφεσης έχει σχέση με τα επιδικασθέντα έξοδα. Από τον πρωτόδικο φάκελο διαπιστώνουμε ότι το θέμα των εξόδων δεν είχε αποτελέσει αντικείμενο της τελικής απόφασης του δικαστηρίου, ημερ. 21 Οκτωβρίου 2015. Αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης μεταγενέστερα, την ιδία ημέρα, μετά από αγορεύσεις των συνηγόρων. Πράγμα το οποίο θα μπορούσε να αποφευχθεί και το δικαστήριο να αποφασίσει και επί των εξόδων στο πλαίσιο της απόφασης του. Εν πάση περιπτώσει, το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα έξοδα θα πρέπει να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της διαδικασίας και, όπως διαπιστώθηκε, δεν συνέτρεχε οποιοσδήποτε λόγος για απόκλιση από την αρχή αυτή.
Δεν θεωρούμε ότι υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης σ' αυτή την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Είναι πάγια νομολογημένη αρχή ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα και στη βάση αποτυχίας τεκμηρίωσης της υπόθεσης εναντίον του εφεσίβλητου 2, αυτός δικαιούται να του καταβληθούν τα έξοδα.
Με βάση τα πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με €1.500 έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα και υπέρ του εφεσιβλήτου.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ. Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/ΔΓ
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινική Έφεση Αρ. 58/2016
16 Μαρτίου, 2017
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΜΑΡΚΟΥ ΜΑΡΚΟΥ
Εφεσείοντα
ν.
ΤΑΚΗ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Εφεσίβλητου
--------
Χρ. Αργυρού (κα), για εφεσείοντα
Χρ. Χριστάκη, για εφεσίβλητο
......
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Μειοψηφίας)
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Η απόφαση των αδελφών δικαστών με βρίσκει σύμφωνο σε όλες της τις πτυχές, εκτός αυτής που αφορά το μη εκπρόθεσμο της έφεσης για τις κατηγορίες 10, 12, 16, 18 και 20 στις οποίες αθωώθηκε και απαλλάγηκε ο εφεσίβλητος στο εκ πρώτης όψεως στάδιο. Με κάθε σεβασμό ναι μεν αναγνωρίζω ότι στην υπό κρίση περίπτωση ο εφεσίβλητος κλήθηκε σε απολογία για άλλες κατηγορίες που αντιμετώπιζε - στις κατηγορίες 2, 4 και 6 στις οποίες τελικώς αθωώθηκε - αλλά το ζήτημα αυτό κατά την άποψή μου δεν έχει επιπτώσεις στην προθεσμία των 14 ημερών (άρθρο 137(2), Κεφ. 155) για άσκηση από το Γενικό Εισαγγελέα του δικαιώματος έφεσης στις κατηγορίες που αθωώθηκε από το εκ πρώτης όψεως στάδιο.
Όπως προνοείται από το άρθρο 39 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, όταν το κατηγορητήριο περιλαμβάνει περισσότερες από τις μία κατηγορίες, αυτές αριθμούνται κατά σειρά και για κάθε κατηγορία γίνεται αναφορά στο άρθρο του νομοθετήματος που δημιουργεί το ποινικό αδίκημα. Πρόνοια που εξυπακούει το αυτονόητο, ότι κάθε κατηγορία που περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο αφορά (ξεχωριστό) αυτοτελές αδίκημα, για το οποίο δίδονται ανάλογες λεπτομέρειες.
Δεν είναι ασύνηθες φαινόμενο - κάτι που συνέβη και στην παρούσα υπόθεση - ένας κατηγορούμενος να αθωώνεται στο εκ πρώτης όψεως στάδιο για κάποιες από τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει και να καλείται σε απολογία για τις υπόλοιπες, η τύχη των οποίων αποφασίζεται στο τελικό στάδιο. Ωστόσο για τις κατηγορίες που αθωώθηκε στο εκ πρώτης όψεως στάδιο η ποινική δίκη αποπερατώνεται και γι΄ αυτές δεν μπορεί να γίνει λόγος για ενδιάμεση απόφαση - η οποία δεν εφεσιβάλλεται - αλλά για τελική απόφαση. Σχετική επί του θέματος είναι και η επισήμανση της πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Δράκου κ.α. (2012)[1] 2 Α.Α.Δ. 851 ότι «. ουδεμία διάκριση μπορεί να υφίσταται μεταξύ αθώωσης στο τελικό στάδιο και αθώωσης στο εκ πρώτης όψεως στάδιο». Όπως δε αντιλαμβάνομαι επί του προκειμένου, η ανυπαρξία οποιασδήποτε διάκρισης δεν πλήττεται από το γεγονός - όπως συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση - ότι για κάποιες από τις κατηγορίες του κατηγορητηρίου, ο εφεσίβλητος κλήθηκε σε απολογία.
Με γνώμονα τα πιο πάνω έχω την άποψη ότι σε κάθε περίπτωση που ένας κατηγορούμενος αθωώνεται σε κάποιες κατηγορίες στο εκ πρώτης όψεως στάδιο και καλείται σε απολογία στις υπόλοιπες, η αθωωτική απόφαση για τις πρώτες καθίσταται τελική και γι΄ αυτές η ποινική δίκη αποπερατώνεται. Με ανάλογες επιπτώσεις και στο χρόνο άσκησης από το Γενικό Εισαγγελέα του δικαιώματος έφεσης - ή έγκρισης άσκησης έφεσης - δυνάμει του άρθρου 137(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Σχετική επί τούτου είναι και πάλι η Δράκου (ανωτέρω), όπου λέχθηκε πως «Η εμβέλεια του άρθρου 137(1)(α), ως επεκτεινόμενη σε νομικά θέματα μόνο, καθιστά λοιπόν αδιάφορο το αν η έφεση αφορά τελική απόφαση ή απόφαση στο εκ πρώτης όψεως στάδιο». Έχω συναφώς την άποψη ότι το «αδιάφορο» εφαρμόζεται και σ΄ ό,τι αφορά την προθεσμία άσκησης έφεσης, έστω και εάν για κάποιες (άλλες) κατηγορίες ο κατηγορούμενος κλήθηκε σε απολογία εφόσον αυτό που εν τέλει είναι το ουσιώδες είναι πως αθωώθηκε για κάποιες κατηγορίες που αφορούν αυτοτελή ποινικά αδικήματα και για τις οποίες η αθωωτική απόφαση είναι τελική.
Για τους πιο πάνω λόγους θα έκαμνα αποδεκτή την πρώτη προδικαστική ένσταση του εφεσίβλητου για το εκπρόθεσμο της έφεσης αναφορικά με τις κατηγορίες 10, 12, 16, 18 και 20 στις οποίες ο εφεσίβλητος αθωώθηκε και απαλλάγηκε από το εκ πρώτης όψεως στάδιο.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/κβπ
[1] Η μειοψηφία στην υπόθεση αυτή, σε αντίθεση με την πλειοψηφία, αποφάνθηκε ότι αθωωτική απόφαση από το εκ πρώτης όψεως στάδιο δεν είναι εφέσιμη.