ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια και για εφεσίβλητο στην 122/14 M. Χριστοδούλου, για Εφεσίβλητους στις Ποιν. Εφ. 56/14 και 58/14 CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-03-15 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α. ν. VOUROS PROTEIN INDUSTRIES LTD κ.α., Ποινική Έφεση Αρ. 56/2014, 58/2014, 122/2014, 15/3/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:B84

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Ποινική Έφεση Αρ. 56/2014

 

 

15 Μαρτίου, 2017 

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

                                               

ΜΕΤΑΞΥ: 

ΓΕΝΙΚΟΥ  ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

                                                                       Εφεσείοντα

 

ν.

 

VOUROS  PROTEIN INDUSTRIES LTD

                                                                             Εφεσιβλήτων

--------

 

 

Ποινική Έφεση Αρ. 58/2014

 

 

ΜΕΤΑΞΥ: 

ΓΕΝΙΚΟΥ  ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

                                                                       Εφεσείοντα

 

ν.

 

ΑΝΤΩΝΗ  ΒΟΥΡΟΥ

                                                                             Εφεσίβλητου

 

......

 

Ποινική Έφεση Αρ. 122/2014

 

ΜΕΤΑΞΥ: 

ΑΝΤΩΝΗ  ΒΟΥΡΟΥ

                                                                       Εφεσείοντα

 

ν.

 

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ  ΤΜΗΜΑΤΟΣ  ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ  ΕΡΓΑΣΙΑΣ

                                                                             Εφεσίβλητου

 

......

 

Α. Χριστοφόρου, για Εφεσείοντα στις Ποιν. Εφ. 56/14 και 58/14

και για εφεσίβλητο στην 122/14

M. Χριστοδούλου, για Εφεσίβλητους στις Ποιν. Εφ. 56/14 και 58/14

και για Εφεσείουσα στην Ποιν. Εφ. 122/14

 

.....

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Χριστοδούλου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

      ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.:   Δυνάμει των προνοιών του περί Ελέγχου της Ρύπανσης της Ατμόσφαιρας Νόμου του 2002 (Ν.187(1)/2002 όπως τροποποιήθηκε από τους Ν.85(1)/2007 και Ν.10(1)/2008, στο εξής ο Νόμος), ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων χορήγησε στις 15.1.07 στην εταιρεία Vouros Protein Industries Ltd (εφεσίβλητη στην Ποιν. Εφ. 56/04, στο εξής η Εταιρεία) Άδεια Εκπομπής Αερίων με αριθμό 01/2007 για την εγκατάσταση αξιοποίησης σφαγείων και ζωικών απορριμμάτων που διατηρεί στην Κοφίνου (στο εξής η Άδεια).

 

      Η χορηγηθείσα Άδεια  περιείχε αριθμό όρων, μεταξύ των οποίων:

 

1.   Τον όρο Β(ii), ο οποίος προνοούσε ότι απαγορεύεται η καύση στους κλιβάνους της εγκατάστασης οποιασδήποτε άλλης ουσίας εκτός από άνθρακα, φυσικό ή συνθετικό αέριο, ελαφρύ πετρέλαιο εξωτερικής καύσης, φωτιστικό πετρέλαιο και ξύλο ή χαρτί μη εμποτισμένο με χημικές ουσίες,

 

2.   Τον όρο Α3(γ), ο οποίος προνοούσε ότι η (αδειούχος) Εταιρεία οφείλει να διενεργεί τακτικούς ελέγχους των παραμέτρων που καθορίζουν την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος θερμικού οξειδωτή και να αναπτύξει και εφαρμόσει ένα πρόγραμμα συντήρησης και ελέγχου της λειτουργίας του, καθώς και ότι το πρόγραμμα συντήρησης και ελέγχου πρέπει να υποβληθεί στον Αρχιεπιθεωρητή εντός τριών μηνών από την ημερομηνία χορήγησης της Άδειας.

3.   Τον όρο Δ, ο οποίος προνοούσε ότι η Εταιρεία όφειλε εντός έξι μηνών από την  ημερομηνία χορήγησης της Άδειας να κοινοποιήσει στο Τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας (στο εξής το Τμήμα) ένα Σύστημα Πρόληψης και Αντιμετώπισης Ατυχημάτων που να συμπεριλαμβάνει συγκεκριμένα μέτρα για αντιμετώπιση ενδεχόμενης ρύπανσης της ατμόσφαιρας.

 

4.   Τον όρο Ε, ο οποίος προνοούσε ότι η Εταιρεία όφειλε εντός έξι μηνών από την ημερομηνία χορήγησης της Άδειας να συντάξει και κοινοποιήσει στο Τμήμα Περιβαλλοντικό Σύστημα Διαχείρισης και

 

 

5.   Τον όρο Η2, ο οποίος προνοούσε ότι η Εταιρεία όφειλε όπως μέσα σε ένα μήνα από τη λήξη κάθε έτους να υποβάλλει στο Τμήμα Αναλυτική Έκθεση για στοιχεία που προνοούσε ο όρος, για το προηγούμενο έτος.

 

      Είκοσι περίπου μήνες μετά τη χορήγηση της Άδειας, στις 21.10.08 - και αφού στο μεταξύ η Εταιρεία παρέλειψε να συμμορφωθεί με τους όρους Α3(γ), Δ, Ε και Η2 - Λειτουργός Επιθεώρησης Εργασίας του Τμήματος, ο Φ. Βασιλείου (ΜΚ1), διενήργησε με συνάδελφό του επιθεώρηση στην εγκατάσταση της Εταιρείας για σκοπούς ελέγχου της συμμόρφωσής της με τους όρους που περιλαμβάνονταν στην Άδεια και πιο συγκεκριμένα με τον όρο Β(ii).  Στο πλαίσιο δε του ελέγχου λήφθηκαν τρία δείγματα του καυσίμου από το τελευταίο σημείο των αγωγών τροφοδοσίας του καυστήρα του κλιβάνου, ένα εκ των οποίων με την ένδειξη «καύσιμο» στάληκε στο Γενικό Χημείο του Κράτους προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο περιείχε ζωικό λίπος.

 

      Το δείγμα αναλύθηκε από τον Ανώτερο Χημικό Στ. Γιαννόπουλο (ΜΚ2), ο οποίος εξέδωσε σχετικό πιστοποιητικό όπου καταγράφει πως το δείγμα περιείχε τουλάχιστο 80% ζωικό λίπος.

 

      Κατ΄ ακολουθία των αποτελεσμάτων της χημικής ανάλυσης του δείγματος, ο Διευθυντής του Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας καταχώρισε εναντίον της Εταιρείας και των φερόμενων ως διευθυντών της Α. Βούρου και Μ. Βούρου, την υπ΄ αρ. 2692/09 ποινική υπόθεση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. 

 

      To κατηγορητήριο στην προαναφερθείσα ποινική υπόθεση περιελάμβανε 16 κατηγορίες, αλλά ό,τι εδώ ενδιαφέρει - λαμβανομένου υπόψη ότι η Μ. Βούρου αθωώθηκε στο εκ πρώτης όψεως στάδιο και η σχετική με την αθώωσή της έφεση αποσύρθηκε - είναι οι κατηγορίες 7, 9, 11, 13 και 15 με τις οποίες καταλογίστηκε στην Εταιρεία παράβαση των όρων Β(ii), Α3(γ), Δ, Ε και Η2 και των συνυφασμένων με αυτούς προνοιών των άρθρων 2, 8, 11, 15(1)(γ) και 26(2) του Νόμου, καθώς επίσης και οι κατηγορίες 8, 10, 12, 14 και 16 με τις οποίες καταλογίστηκε στο φερόμενο ως διευθυντή και/ή υπεύθυνο της Εταιρείας Α. Βούρο ότι παρέλειψε λόγω αμέλειας να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για συμμόρφωση της Εταιρείας στους  υπό αναφορά όρους.

 

      Η Εταιρεία και ο φερόμενος ως διευθυντής και/ή υπεύθυνος της Α. Βούρος αρνήθηκαν τις εναντίον τους κατηγορίες και η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση, στο πλαίσιο της οποίας κατέθεσαν για την Κατηγορούσα Αρχή, οι προαναφερθέντες δύο ΜΚ, ενώ για τους κατηγορούμενους οι Α. Βούρος (κατηγορούμενος 2), Μ. Βούρου (ΜΥ1) και ο επιστάτης προσωπικού στο επίδικο εργοστάσιο της Εταιρείας Μ. Αγαθοκλή (ΜΥ2).

 

      Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του, αποδέχτηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία που προσκόμισε η Κατηγορούσα Αρχή και απέρριψε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία του Α. Βούρου και των δύο ΜΥ.  Με τελική κατάληξη να κρίνει ένοχους τους εφεσίβλητους των ποινικών εφέσεων 56/14 και 58/14 στις κατηγορίας για παράβαση των όρων Α3(γ), Δ, Ε και Η2 και να τους αθωώσει στις κατηγορίες της παράβασης του όρου Β(ii) με το αιτιολογικό ότι ναι μεν η χημική ανάλυση του δείγματος κατέδειξε ότι περιείχε τουλάχιστο 80% ζωικό λίπος, αλλά «. το υλικό παραδόθηκε στο Γενικό χημείο ως «καύσιμο», ενώ το συγκεκριμένο χημείο δεν είναι διαπιστευμένο για τη διενέργεια αναλύσεων επί τέτοιων υλικών».  Επεσήμανε επί του προκειμένου ότι:

 

«Ο ίδιος ο Ανώτερος Χημικός Μ.Κ. 2 δήλωσε ευθέως (και προς τιμή του) ότι στο Γενικό Χημείο δεν αναλύονται καύσιμα και ότι δεν θα αποδεχόταν να διεξαγάγει αναλύσεις επί του επίδικου δείγματος εάν του είχε παραδοθεί μόνο ως «καύσιμο» χωρίς ερώτηση κατά πόσο περιείχε είδος τροφίμου, καθότι οι αναλύσεις καυσίμων απαιτούν τον προσδιορισμό διαφορετικών παραμέτρων και το αντικείμενο του δικού του εργαστηρίου είναι μόνο τα τρόφιμα. Ούτε και ήταν σε θέση να προσδιορίσει κατά πόσο το επίδικο δείγμα περιείχε μαζούτ. Με αυτά τα δεδομένα, θεωρώ ότι θα ήταν επισφαλές να βασιστώ στα εν λόγω αποτελέσματα για να καταλήξω με τη βεβαιότητα που απαιτείται σε ποινική υπόθεση ότι διεξαγόταν η καύση ζωικού λίπους στους κλιβάνους της εγκατάστασης κατά τον επίδικο χρόνο και κατ' επέκταση ότι υπήρξε παράβαση του Όρου Β(ii) και του άρθρου 15 (1).(γ) του Νόμου. Κατά λογική συνέπεια, οι κατηγορίες 7 και 8 θα πρέπει να απορριφθούν εφόσον δεν έχουν αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.»

 

 

    Ο Γενικός Εισαγγελέας θεωρεί ότι η αθώωση και απαλλαγή της Εταιρείας και του διευθυντή και/ή υπεύθυνου της στις κατηγορίες 7 και 8 (αντίστοιχα) εμπίπτει στις πρόνοιες του άρθρου 137 της Ποινικής Δικονομίας, σύμφωνα με τις οποίες του δίνεται η δυνατότητα άσκησης έφεσης.  Δυνατότητα που ενεργοποίησε καταχωρώντας τις Ποιν. Εφ. 56/14 και 58/14, με τις οποίες επιδιώκει την ανατροπή της πρωτόδικης αθωωτικής απόφασης στη βάση τριών (3) αλληλένδετων μεταξύ τους λόγων έφεσης.  Ο πρώτος, ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέκλεισε και/ή δεν αποδέχτηκε τη μαρτυρία του ΜΚ2, αποφασίζοντας ότι δεν ήταν ειδικός για θέματα καυσίμων εφόσον αυτός περιορίστηκε στο να εξετάσει «. αν το δείγμα που του παραδόθηκε περιείχε ζωικό λίπος που όπως ο ίδιος εξήγησε είναι τρόφιμο και εντάσσεται στην ειδικότητα του», ο δεύτερος, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε πλημμελώς το Νόμο επί των πραγματικών γεγονότων εφόσον αποτέλεσε εύρημα του ότι οι εφεσίβλητοι χρησιμοποιούσαν ως καύσιμο ζωικό λίπος και επομένως θα έπρεπε να τους καταδικάσει και, τρίτο, λανθασμένα αποφάσισε ότι δεν υπήρξε απόδειξη ότι οι εφεσίβλητοι χρησιμοποιούσαν ως καύσιμο ζωικό λίπος.

 

    Αναφορικά τώρα με την έφεση 122/14, την οποία καταχώρισε ο Α. Βούρος (κατηγορούμενος 2 πρωτοδίκως), με αυτή προσβάλλεται  ως εσφαλμένη η καταδίκη του στις κατηγορίες 10, 12, 14 και 16 στη βάση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο (α) κατέληξε εσφαλμένα σε εύρημα  ότι αποδείχτηκε το συστατικό στοιχείο της γνώσης του αναφορικά με τη λειτουργία της εγκατάστασης της Εταιρείας κατά παράβαση του άρθρου 15(1)(γ) του Νόμου (1ος λόγος έφεσης) και (β) ερμήνευσε λανθασμένα την έννοια του όρου «υπεύθυνος» της Εταιρείας για σκοπούς στοιχειοθέτησης της  ποινικής του ευθύνης.

 

    Όπως γίνεται αντιληπτό από τα πιο πάνω, προέχει η εξέταση των Ποιν. Εφ. 56/14 και 58/14, η τύχη των οποίων είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την προδικαστική ένσταση των εφεσιβλήτων ότι οι λόγοι έφεσης δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 137(1)(α)[1]  του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου.

 

    Είναι θέση των εφεσιβλήτων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι το υλικό που ανάλυσε ο εν λόγω μάρτυρας περιείχε ζωικό λίπος, που ήταν και το αντικείμενο της μαρτυρίας του.  Δεν απόκλεισε επομένως τη μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα, αλλά αξιολογώντας  την ενώπιον του μαρτυρία έκρινε πως θα ήταν ανασφαλές να βασισθεί στα αποτελέσματα των αναλύσεων του για να καταλήξει με τη βεβαιότητα που απαιτείται σε ποινική δίκη σε εύρημα ότι η Εταιρεία προέβαινε σε καύση ζωικού λίπους.  Κατά συνέπεια, υπέβαλε, με τους λόγους έφεσης αυτό που επιδιώκεται είναι η προσβολή των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου και έχοντας υπόψη την ανάγκη για αυστηρή ερμηνεία του άρθρου 137(1)(α) του Κεφ. 155, οι λόγοι έφεσης είναι εκτός του πεδίου εφαρμογής του εν λόγω άρθρου.  Παρέπεμψε επί του προκειμένου σε σχετική επί του θέματος νομολογία.

 

    Από τη στιγμή που το πρωτόδικο Δικαστήριο, αντέτεινε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, κατέληξε σε εύρημα ότι το δείγμα περιείχε τουλάχιστο 80% ζωικό λίπος όφειλε να καταδικάσει τους εφεσίβλητους.  Και αυτό ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το δείγμα παραδόθηκε στο Γενικό Χημείο με την ένδειξη «καύσιμο» καθότι σ΄ αυτό εντοπίστηκε ζωικό λίπος που είναι τρόφιμο, για το οποίο το Χημείο είναι διαπιστευμένο να διενεργεί αναλύσεις.  Κατά συνέπεια, υπέβαλε, η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί και οι τρεις λόγοι έφεσης εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του υπό αναφορά άρθρου.

 

    Έχουμε εξετάσει τους  υπό συζήτηση λόγους έφεσης υπό το πρίσμα των νομικών αρχών που διαμόρφωσε η νομολογία (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου κ.α. (2010) 2 ΑΑΔ 94 που παραπέμπει στην προηγηθείσα επί του θέματος νομολογία και  Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυπριανού, Ποιν. Εφ. 162/13 ημερ. 9.12.14, ECLI:CY:AD:2014:D981, της Πλήρους Ολομέλειας) αναφορικά με το δικαίωμα άσκησης έφεσης από το Γενικό Εισαγγελέα εναντίον αθωωτικής απόφασης, το οποίο εισήχθηκε στο δικαιϊκό μας σύστημα το 1998 με την τροποποίηση που επέφερε ο Νόμος 54(1)/98 στο άρθρο 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου.  Όπως προκύπτει από τη σχετική νομολογία το δικαίωμα αυτό ασκείται κατ΄ αυστηρή τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 137(1)(α) και κατά την εξέταση του θέματος θα πρέπει να διαγιγνώσκεται και να αποκλείεται η συγκαλυμμένη επιδίωξη της αμφισβήτησης και του παραμερισμού της αξιολόγησης της μαρτυρίας που βρίσκεται εκτός της εμβέλειας του άρθρου.  Και αυτό εφόσον, στην ουσία, το εν λόγω άρθρο επιτρέπει την άσκηση έφεσης μόνο για νομικά θέματα.  Εγείρεται επομένως το ερώτημα κατά πόσο οι 3 λόγοι έφεσης εγείρουν νομικά θέματα, ή μήπως με αυτούς επιδιώκεται συγκαλυμμένη αμφισβήτηση και παραμερισμός της αξιολόγησης και των συνυφασμένων με αυτή ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

    Από τη διατύπωση των λόγων έφεσης είναι πρόδηλο ότι ο πρώτος λόγος έφεσης παρουσιάζεται να εγείρει νομικό θέμα εφόσον με αυτόν προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέκλεισε και/ή δεν αποδέχτηκε τη μαρτυρία του ΜΚ2.  Όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέκλεισε τη μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα, αλλά την αποδέκτηκε πλήρως καταλήγοντας σε εύρημα - όπως ήταν και το αντικείμενο της μαρτυρίας του - πως το δείγμα που ανέλυσε περιείχε 80% ζωικό λίπος.  Κατά συνέπεια ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί.  Σ΄ ό,τι δε αφορά τους υπόλοιπους δύο λόγους έφεσης το ουσιώδες είναι ότι ναι μεν το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο προαναφερθέν εύρημα, αλλά προχώρησε να εξετάσει κατά πόσο αυτό ΄ήταν αφ΄ εαυτού ικανοποιητικό στοιχείο για να καταλήξει σε εύρημα ότι όντως «. διεξαγόταν η καύση ζωικού λίπους στους κλίβανους των εγκαταστάσεων κατά τον επίδικο χρόνο» που ήταν και το ζητούμενο.  Έκρινε ότι με τη βεβαιότητα που απαιτείται σε ποινική υπόθεση θα ήταν ανασφαλές να καταλήξει σε τέτοιο εύρημα.  Στη βάση αυτή είναι πρόδηλο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο - για τους λόγους που εξηγεί - διατύπωσε αμφιβολίες κατά πόσο η ανίχνευση στο δείγμα ζωικού λίπους ήταν ικανοποιητικό στοιχείο για θεμελίωση των κατηγοριών 7 και 8, αμφιβολίες όμως που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 137(1)(α) του Κεφ. 155 (Γενικός Εισαγγελέας ν. Δημοσθένους (1990) 2 Α.Α.Δ. 152).  Κατά συνέπεια η άσκηση έφεσης από το Γενικό Εισαγγελέα βρίσκεται εκτός της εμβέλειας του υπό αναφορά άρθρου.

 

    Για τους πιο πάνω λόγους κρίνουμε ότι οι λόγοι έφεσης κατά της αθωωτικής απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εκτός της εμβέλειας του άρθρου 137(1)(α) και ως εκ τούτου οι υπό συζήτηση δύο εφέσεις - οι υπ΄ αρ. 56/14 και 58/14 - απορρίπτονται.

 

    Ακολουθεί η εξέταση των δύο λόγων της έφεσης 122/14, με την οποία ο εφεσείων επιδιώκει την ανατροπή του συμπεράσματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν «. υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η λειτουργία της επίδικης εγκατάστασης κατά τον επίδικο χρόνο που αναφέρεται στο κατηγορητήριο, αλλά και μέχρι την κατάθεσή του ενώπιον του Δικαστηρίου, τελούσε πάντοτε  υπό τον έλεγχο, εντολή και ευθύνη του κατηγορούμενου 2».

 

    Το πιο πάνω συμπέρασμα, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, βασίζεται σε δύο αδιαμφισβήτητα στοιχεία.  Το πρώτο, στην παραδοχή του ίδιου του εφεσείοντα ότι μαζί με την αδελφή του Μ. Βούρου (κατηγορούμενη 3 πρωτοδίκως) είναι συνιδιοκτήτες του ομίλου εταιρειών «VOUROS» στον οποίο ανήκει και η Εταιρεία.  Παραδοχή που επιβεβαιώνεται και από πιστοποιητικά του Εφόρου Εταιρειών (τεκμ.3) που κατέθεσε ο ΜΚ1, σύμφωνα με τα οποία ο εφεσείων και η αδελφή του είναι οι μόνοι μέτοχοι και διευθυντές της εταιρείας Α. Vouros Investment Ltd η οποία (εταιρεία) μαζί με άλλη εταιρεία του ομίλου - την Vouros Healthcare Ltd - είναι διευθυντές της επίσης εταιρείας του ομίλου V - Org Commercial Management Services Ltd που είναι η διευθύντρια της Εταιρείας με μέτοχο τη Vouros Healthcare Ltd.  Το δεύτερο, στο ότι τόσο πριν την επιθεώρηση της εγκατάστασης, στις 29.9.08 (τεκμ.4), όσο και μετά την επιθεώρηση, στις 16.3.09 (τεκμ.12) και 30.4.09 (τεκμ.14) η Εταιρεία απέστειλε προς το Τμήμα επιστολές που σχετίζονται με τις επίδικες παραλείψεις, τις οποίες (επιστολές) υπογράφει ο εφεσείων ως «διευθυντής» ή ως «διευθύνων σύμβουλος» της Εταιρείας.  Συγκεκριμένα με την πρώτη επιστολή (τεκμ.4), την οποία υπογράφει ο εφεσείων ως διευθυντής της Εταιρείας, ενημερώνεται το Τμήμα ότι η Εταιρεία έχει «. λάβει τα απαραίτητα μέτρα για διόρθωση των δύο θεμάτων» τα οποία αφορούσαν παραλείψεις της Εταιρείας για συμμόρφωση στους επίδικους όρους.  Με τη δεύτερη (τεκμ.12), την οποία υπογράφει ο εφεσείων ως διευθύνοντας σύμβουλος της Εταιρείας και η οποία αποστάληκε μετά τη δειγματοληψία στην εγκατάσταση, αναφέρεται ότι (η Εταιρεία) δεν γνωρίζει τι περιέχουν τα δείγματα που δόθηκαν στο Κρατικό Χημείο για ανάλυση και, περαιτέρω, βεβαιώνει το Τμήμα ότι (α) το Σύστημα Πρόληψης και Αντιμετώπισης Ατυχημάτων (όρος Δ της Άδειας) ετοιμάζεται και θα προσκομιστεί στο Τμήμα το συντομότερο, (β) το Περιβαλλοντικό Σύστημα Διαχείρισης υπάρχει  και είναι στα γραφεία της Εταιρείας (όρος Ε της Άδειας) και (γ) η Ετήσια Έκθεση ετοιμάζεται και θα αποσταλεί στο Τμήμα το συντομότερο (όρος Η2 της Άδειας).  Τέλος, με την τρίτη επιστολή (τεκμ.14), την οποία επίσης υπογράφει ο εφεσείων, διαβιβάστηκε στο Τμήμα το πρόγραμμα συντήρησης και ελέγχου του θερμικού οξειδωτή (όρος Α3(γ) της Άδειας), ενημερώνοντας το ταυτόχρονα ότι τόσο το Περιβαλλοντικό  Σύστημα Διαχείρισης όσο και η Ετήσια Έκθεση ετοιμάζονται και θα κοινοποιηθούν στο Τμήμα το συντομότερο.  Όπως και έγινε στις 9.6.09 και 19.5.10, ενώ θα έπρεπε να είχαν υποβληθεί κατά το 2007 και αρχές του 2008.

 

    Τα πιο πάνω στοιχεία, διατείνεται ο εφεσείων, δεν ήταν ικανοποιητικά για κατάληξη από το πρωτόδικο Δικαστήριο στο προσβαλλόμενο συμπέρασμα.  Και αυτό, γιατί δεν αποδείκνυαν την ιδιότητα του ως αξιωματούχου της Εταιρείας - η οποία με την απόσυρση της έφεσης 123/14 έπαυσε να αμφισβητεί ότι υπέπεσε στις επίδικες παραβάσεις των όρων Α3(γ), Δ, Ε και Η2 της Άδειας - και της απαραίτητης ένοχης διάνοιας.  Αντίθετα, ισχυρίζεται, με την προσαχθείσα μαρτυρία διαφάνηκε ότι δεν ήταν υπεύθυνος της Εταιρείας και δεν είχε γνώση το τι γινόταν στο εργοστάσιο της και συνεπώς δεν στοιχειοθετήθηκε η κατηγορία των άρθρων 15(1)(γ) και 31 του Νόμου.  Παρέπεμψε σχετικώς σε νομολογία αναφορικά με τη στοιχειοθέτηση της ένοχης γνώσης ή αμέλειας κατ΄ αναλογία του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα και περαιτέρω στο τεκμ. 3, σύμφωνα με το οποίο μοναδικός μέτοχος της Εταιρείας είναι η Vouros Healthcare Ltd και διευθυντής της η V-Org Commercial Management Services Ltd και όχι ο ίδιος.

 

   

 

    Oι αιτιάσεις του εφεσείοντα, αντέτεινε ο εφεσίβλητος, είναι αβάσιμες και η πραγματική του σχέση με την Εταιρεία είναι ως καθορίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο και το προσβαλλόμενο συμπέρασμα είναι καθόλα ορθό.  Προς τούτο, πέραν των άλλων επισημάνσεων του, επικαλέστηκε τις ερμηνευτικές πρόνοιες του άρθρου 2 του περί Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία Νόμου του 1996 (Ν.89(1)/96) αναφορικά με τον όρο «διευθύνων σύμβουλος»[2] και «εργοδότης»[3] και με αναφορά σε νομολογία - Στυλιανίδου ν. ΕΜ Studio Bagno Ltd κ.α., Υποθ. Αρ. 9978/13 ημερ. 24.7.15 και Διευθυντής Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας ν. Θ. Βασιλείου & Υιοί Λτδ Οικοδομικές Επιχειρήσεις, Αρ. Υποθ. 1591/12 ημερ. 30.4.15 - υπέβαλε ότι οι επί του θέματος ισχυρισμοί του εφεσείοντα είναι αβάσιμοι.

 

    Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν επιχειρημάτων και καταλήξαμε ότι δεν δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου στο προσβαλλόμενο συμπέρασμα.  Και αυτό όχι μόνο γιατί κατά πάγια νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων, Κ.Κ. ν. Γενικός Εισαγγελέας (2008) 2 Α.Α.Δ. 294, Κλείτου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 113, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αραμπίδη (2013) 2 Α.Α.Δ. 113, Σκορδέλλη ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 101/13 κ.α. ημερ. 6.6.16, ECLI:CY:AD:2016:B267, στις οποίες παραπέμπει η πρόσφατη απόφαση του παρόντος Εφετείου στην Κασάπη ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 317/14 ημερ. 26.1.17, ECLI:CY:AD:2017:B24) τέτοια επέμβαση επιτρέπεται μόνο όταν τα ευρήματα ή συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από την προσαχθείσα μαρτυρία, αλλά και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι βάσει της μαρτυρίας που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν το μόνο λογικό και αναπόφευκτο συμπέρασμα στο οποίο μπορούσε να καταλήξει.  Προς τούτο είναι αρκετό να επισημάνουμε ότι ναι μεν η Εταιρεία είχε ως διευθύντρια την εταιρεία του ομίλου V-Org Commercial Management Services Ltd, αλλά τα μόνα φυσικά πρόσωπα που ήταν ιδιοκτήτες και είχαν τον απόλυτο έλεγχο των εταιρειών του ομίλου μέσω της Α. Vouros Investments ltd - μέτοχοι και διευθυντές της οποίας ήταν ο εφεσείων και η αδελφή του - ήταν ο εφεσείων και η αδελφή του.  Περαιτέρω, όπως ορθώς επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, για τις επίδικες παραβάσεις των όρων της Άδειας ανταλλάγησαν επιστολές μεταξύ του Τμήματος και της Εταιρείας, τις οποίες εκ μέρους της Εταιρείας υπογράφει ο εφεσείων ως «διευθυντής» ή ως «διευθύντων σύμβουλος» και ο ισχυρισμός του ότι δεν ήταν ο υπεύθυνος της Εταιρείας και δεν είχε γνώση για τις υπό αναφορά παραβάσεις, δεν θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να γίνει αποδεκτός.

 

    Το προσβαλλόμενο λοιπόν εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι από κάθε άποψη άτρωτο και με δεδομένο ότι η Εταιρεία παραβίασε τους επίδικους όρους της Άδειας, ό,τι απέμεινε προς εξέταση για το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν κατά πόσο στοιχειοθετήθηκε η ενοχή του εφεσείοντα στις εν λόγω παραβάσεις δυνάμει των άρθρων 15(1)(γ)[4] και 31[5] του Νόμου.  Σύμφωνα δε με τις πρόνοιες των εν λόγω άρθρων, όπως και πάλι ορθώς σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο εφεσείων δεν μπορούσε παρά να κριθεί ένοχος των υπό αναφορά παραβάσεων της Εταιρείας εφόσον λειτουργούσε ή εν γνώσει του επέτρεπε τη λειτουργία της αδειοδοτούμενης εγκατάστασης κατά παράβαση των όρων λειτουργίας της οι οποίοι δεν τηρήθηκαν λόγω δικής του αμέλειας ως διευθύνοντος συμβούλου ή διευθυντή της εν λόγω Εταιρείας.

 

    Κατά συνέπεια προς τα ανωτέρω, το συμπέρασμα ενοχής του εφεσείοντα στις κατηγορίες 10, 12, 14 και 16 είναι καθόλα ορθό και η  υπό συζήτηση έφεση απορρίπτεται ως αβάσιμη, η δε πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

 

                                                                       Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

                                                                       Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

                                                                       Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

 

/κβπ



[1]  Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται

    (α) να ασκήσει έφεση ή να εγκρίνει την άσκηση έφεσης από αθωωτική απόφαση Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού Δικαστηρίου για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:

    (ι) ότι δεν υπήρξε απόδειξη βάσει της οποίας το Δικαστήριο μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικό γεγονός ή γεγονότα αναγκαία για τη θεμελίωση της απόφασης αυτής

    (ιι) ότι η απόδειξη έγινε πλημμελώς δεκτή ή αποκλείστηκε·

    (ιιι)  ότι  ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων

    (ιν)  ότι υπήρξε αντικανονικότητα δεδιαδικασίας

 

[2] "διευθύνων αξιωματούχος" σε σχέση με νομικό πρόσωπο σημαίνει οποιοδήποτε διευθύνοντα σύμβουλο, πρόεδρο, διευθυντή, γραμματέα, συνέταιρο ή άλλο παρόμοιο αξιωματούχο του νομικού προσώπου ή οποιοδήποτε πρόσωπο που φέρεται ότι ενεργεί υπό οποιαδήποτε τέτοια ιδιότητα ή ως σύμβουλος·

 

[3] "εργοδότης" σημαίνει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο συνδέεται με σχέση εργασίας με τον εργοδοτούμενο και έχει την ευθύνη για το υποστατικό, την επιχείρηση ή/και την εγκατάσταση και περιλαμβάνει και πρόσωπο που δεν έχει άλλα εργοδοτούμενα πρόσωπα, αλλά διεξάγει οικονομική δραστηριότητα ή διευθύνει την επιχείρησή του με σκοπό κερδοσκοπικό ή μη·

 

[4] 15.-(1) Κάθε πρόσωπο που λειτουργεί ή εν γνώσει του επιτρέπει τη λειτουργία αδειοδοτούμενης εγκατάστασης-

 

(α) ............

(β) ...........

 

(γ) κατά τρόπο που δεν είναι σύμφωνος με οποιοδήποτε όρο λειτουργίας που επισυνάπτεται στην άδεια,

είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται στις ποινές που αναφέρονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 26.

 

[5] 31. Όταν αδίκημα που διαπράττεται με βάση τον παρόντα Νόμο από εταιρεία, συνεργατικό ίδρυμα ή άλλη ένωση προσώπων, αποδειχθεί ότι έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση και συνεργασία, ή ότι η διάπραξή του έχει διευκολυνθεί λόγω αμέλειας οποιουδήποτε διευθύνοντος συμβούλου, προέδρου, διευθυντή, γραμματέα, ή άλλου λειτουργού της εταιρείας, του συνεργατικού ιδρύματος ή της ένωσης προσώπων, τόσο το πρόσωπο αυτό όσο και η εταιρεία, το συνεργατικό ίδρυμα ή η ένωση προσώπων θα θεωρούνται ένοχοι του αδικήματος και θα υπόκεινται σε ποινική δίωξη και επιβολή ποινής αναλόγως της περιπτώσεως.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο