ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2016:D562

(2016) 2 ΑΑΔ 1378

20 Δεκεμβρίου, 2016

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΚΑΡΛΟΣ ΝΤΕΚΕΡΜΕΤΖΙΑΝ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Πoινική Έφεση Αρ. 86/2016)

 

 

Ποινή ― Σκληρή, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 5(1),2(β), (3) του Νόμου 235/1990, ως έχει τροποποιηθεί και πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης ― Επιβλήθηκαν πρωτοδίκως στον εφεσείοντα αστυνομικό, ποινές φυλάκισης δώδεκα και εννέα μηνών ― Επικυρώθηκαν κατ' έφεση ― Άρνηση Εφετείου να επέμβει ― Η ύπαρξη της ιδιότητας των κατηγορουμένων ως αστυνομικών, προασπιστών του δικαίου και της έννομης τάξης, προσέδιδε στα αδικήματα επιβαρυντικό στοιχείο, αφού από θεματοφύλακες της ευταξίας μετέτρεψαν τους εαυτούς τους σε βίαιους τιμωρούς.

 

Ποινή ― Άνιση μεταχείριση κατηγορουμένων ― Ισότητα ― Η αρχή ως προκύπτει από το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος έχει βαθιές ρίζες στο δίκαιο μας και ως εκ τούτου τα Δικαστήρια είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα στο να μην παραβιάζεται με κανένα τρόπο η αρχή της ισότητας και στο θέμα της ποινής.

 

Ποινή ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Η εκ των υστέρων μεταμέλεια του εφεσείοντα δεν μπορούσε να λειτουργήσει για περαιτέρω μείωση της ποινής ― Όπως έχει νομολογηθεί, η παραδοχή σε προχωρημένο στάδιο της δίκης μικρή αξία μπορεί να έχει.

 

Ο εφεσείων, ομού με τον κατηγορούμενο 1, συνάδελφο του αστυνομικό, κρίθηκαν ύστερα από ακροαματική διαδικασία, ένοχοι σε δύο κατηγορίες: (α) της υποβολής άλλου προσώπου, του Παναγιώτη Σαββίδη από την Πάφο, σε σκληρή, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 5(1),2(β), (3) του Νόμου 235/1990, ως έχει τροποποιηθεί, του Άρθρου 16 της Σύμβασης κατά των βασανιστηρίων και άλλων μορφών σκληρής, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας και των Άρθρων 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (Κατηγορία 2), και (β) της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης, κατά παράβαση των Άρθρων 231, 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (Κατηγορία 3).

 

Ο εφεσείων αστυνομικός κατά τον ουσιώδη χρόνο, μαζί με τον συγκατηγορούμενο συνάδελφο του, προέβησαν σε χρήση βίας υπό το κράτος της ιδιότητας τους, εναντίον ενός πολίτη που ήταν φρουρούμενος και τελούσε υπό κράτηση από την Αστυνομία.

 

Στον εφεσείοντα και στον κατηγορούμενο 1 επιβλήθηκαν από το Κακουργιοδικείο συντρέχουσες ποινές φυλάκισης ενός έτους στη 2η κατηγορία και 9 μήνες στην 3η κατηγορία. Εισήγηση για αναστολή της ποινής φυλάκισης, απορρίφθηκε αφού το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι δεν συνέτρεχαν τέτοιες προϋποθέσεις ώστε να ασκήσει την διακριτική του ευχέρεια υπέρ της αναστολής.

 

Η έφεση στράφηκε εναντίον της ποινής με 4 λόγους έφεσης σύμφωνα με τους οποίους:

 

α)  η ποινή ήταν έκδηλα υπερβολική

 

β)  υπήρξε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης των παραβατών που κατοχυρώνεται στο Άρθρο 28.1

 

γ)  εσφαλμένα δεν ανεστάλη η ποινή και

 

δ)  υπήρξε εσφαλμένη καθοδήγηση επί των γεγονότων.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το Κακουργιοδικείο, κατά το δύσκολο έργο της εξισορρόπησης μεταξύ των αρχών της αποτρεπτικότητας και της εξατομίκευσης, ασχολήθηκε εκτεταμένα και με μεγάλη λεπτομέρεια με τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του εφεσείοντα, (όπως φυσικά έπραξε και για τον κατηγορούμενο 1).

 

2.  Aκολούθως αφού αναφέρθηκε στην προνοούμενη από το Νόμο ανώτατη ποινή, δηλαδή τα 7 έτη φυλάκισης και για τις δύο κατηγορίες και αφού παράθεσε σχετική κατά την κρίση του νομολογία επί των αδικημάτων χρήσης βίας, στη συνέχεια αξιολόγησε την επιδειχθείσα συμπεριφορά και των δύο δραστών, κρίνοντας ότι η χρήση βίας από δύο αστυνομικούς, υπό το κράτος της ιδιότητας τους, εναντίον ενός πολίτη που ήταν φρουρούμενος από την Αστυνομία ενέχει ιδιαίτερα επιβαρυντικά στοιχεία.

 

3.  Είναι γνωστό ότι το καθήκον επιμέτρησης της ποινής βαραίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν στα δεδομένα που λήφθηκαν υπόψη παρεισφρύει λάθος αρχής ή όταν η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή έκδηλα ανεπαρκής.

 

4.  Δυνατότητα επέμβασης στοιχειοθετείται μόνο όπου το στοιχείο της υπερβολής ή της ανεπάρκειας που αντιστοιχεί στην ποινή βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα, μετά από συσχετισμό της με το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, περιλαμβανομένου του ατόμου του κατηγορουμένου.

 

5.  Ο συνήγορος του εφεσείοντα στο διάγραμμα του αναφέρει ότι το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε δεόντως υπόψη ως μετριαστικό παράγοντα τη μεγάλη συναισθηματική φόρτιση στην οποία τελούσε ο εφεσείων υπό το κράτος της πληροφόρησης ότι ο Σαββίδης είχε προηγουμένως μαχαιρώσει αστυνομικούς, φόρτιση που εντάθηκε εκ της θέασης του αίματος στο πάτωμα του Σταθμού.

 

6.  Kατά την μελέτη της εισήγησης από το Εφετείο για να εντοπιστούν τα ως άνω αναφερθέντα ως πλημμέλειες στην πρωτόδικη απόφαση, προέκυπταν αντίθετες διαπιστώσεις.

 

7.  Το Κακουργιοδικείο, με πλήρη συναίσθηση του καθήκοντος εξισορρόπησης των αρχών που διέπουν το πολυσύνθετο έργο επιβολής της ποινής, προσμέτρησε και αξιολόγησε στις ορθές τους παραμέτρους όλα τα πιο πάνω στοιχεία.

 

8.  Δεν μπορούσε να υπάρξει αμφιβολία ότι ακριβώς είναι η ύπαρξη της ιδιότητας τους ως αστυνομικών, άρα προασπιστών του δικαίου και της έννομης τάξης, που προσέδιδε στα αδικήματα επιβαρυντικό στοιχείο, αφού από θεματοφύλακες της ευταξίας μετέτρεψαν τους εαυτούς τους σε βίαιους τιμωρούς.

 

9.  Όπως ορθά τονίζει το Κακουργιοδικείο, η επίκληση συναισθηματικής φόρτισης λόγω του προηγηθέντος επεισοδίου δεν μπορούσε εν προκειμένω να κριθεί ως ελαφρυντικό.

 

10. Χωρίς να αγνοεί το δεδομένο της πρόσφατης ενημέρωσης του εφεσείοντα και του κατηγορούμενου 1 για τα προηγηθέντα στο Σταθμό, τονίζει - και ορθώς - ότι το επεισόδιο είχε πια λήξει και ο κρατούμενος βρισκόταν ήσυχος πλέον σε ασφαλισμένο-φρουρούμενο χώρο, όπου κανένας δεν κινδύνευε.

 

11. Δεν λειτούργησε η φόρτιση, εν προκειμένω, άμεσα σ' ένα εξελισσόμενο επεισόδιο. Υπήρξε συνειδητή ανάληψη ρόλου τιμωρού εκ μέρους των δύο αστυνομικών με στόχο την ανήλεη τιμωρία ενός ατόμου το οποίο είχαν καθήκον να έχουν ασφαλή και σώο.

 

12. Ως εξ αυτού του λόγου, δεν υπήρχε συμφωνία με τη θέση ότι «τα ως άνω αδικήματα είχαν διαπραχθεί μεν στο πλαίσιο της εργασίας του αλλά δεν σχετίζονταν με κατάχρηση θέσης εμπιστοσύνης».

 

13. Εδώ λειτουργεί η έννοια της παραβίασης της θέσης εμπιστοσύνης ώστε να μη θέτει την υπόθεση αυτή εκτός των πλαισίων της Σουτζιής (κατωτέρω).

 

14. Στη δε πρόσφατη απόφαση Μαληκκίδης ν. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 1186, ECLI:CY:AD:2016:B534 λέχθηκε σ' ό,τι αφορούσε στην εισήγηση ότι κατά την επιμέτρηση της ποινής θα έπρεπε να συνεκτιμηθεί και το γεγονός ότι ο εφεσείων θα έχανε και τη δουλειά του, ότι οι συνέπειες στη σταδιοδρομία ενός δημόσιου λειτουργού που καταχράται τη θέση του, θα ήταν αντιφατικό να προβάλλονται ως μετριαστικός παράγοντας τη στιγμή που ο ίδιος όχι μόνο δεν σεβάστηκε τη θέση που του εμπιστεύτηκε η Πολιτεία αλλά την εκμεταλλεύτηκε για να αποκομίσει με επιλήψιμο τρόπο προσωπικό όφελος σε βάρος του Δημοσίου.

 

15. Το πιο πάνω απαντούσαν και στην εισήγηση του συνηγόρου του εφεσείοντα για το ότι δεν λήφθηκαν αρκούντως αποτελεσματικά οι επιπτώσεις της ποινής στη σταδιοδρομία του εφεσείοντα με επίκληση σχετικών αυθεντιών.

 

16. Περαιτέρω ο συνήγορος του εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι η απόσυρση της έφεσης του εφεσείοντα επί της καταδίκης δεικνύει μεταμέλεια η οποία ως νέο στοιχείο πρέπει να ληφθεί υπόψη από το Εφετείο, επικαλούμενος προς τούτο νομολογία.

 

17. Επ' αυτού του σημείου, έχοντας υπόψη τη συνολικά επιβληθείσα ποινή η οποία με βάση τα γεγονότα όχι μόνο δεν μπορούε να θεωρηθεί υπερβολική αλλά τείνει προς την επιείκεια, η εκ των υστέρων μεταμέλεια του εφεσείοντα δεν μπορεί να λειτουργήσει για περαιτέρω μείωση της ποινής. Εξάλλου, όπως έχει νομολογηθεί, η παραδοχή σε προχωρημένο στάδιο της δίκης (εδώ του Εφετείου) μικρή αξία μπορεί να έχει.

 

18. Περαιτέρω προβλήθηκε ότι, αποτελούσε εσφαλμένη καθοδήγηση η οποία είχε εμφανείς επιπτώσεις στην επιβληθείσα ποινή, η αναφορά του κακουργιοδικείου ότι τα γεγονότα που περιέβαλλαν τη διάπραξη του αδικήματος της 2ης κατηγορίας, είναι πρωτοφανή και χωρίς προηγούμενο στον εγκληματικό χάρτη της χώρας και ότι αποτελούν, από μόνα τους, ακόμα ένα παράγοντα που αναδεικνύει τη σοβαρότητα των αδικημάτων πέραν από την προβλεπόμενη στο νόμο ποινή.

 

19. Δεν ήταν ορθή η πιο πάνω εισήγηση. Η έννοια του αποσπάσματος αυτού είναι η γενική αντίληψη του Κακουργιοδικείου για τη σοβαρότητα ενεργειών που αφορούν θεματοφύλακες της τάξης έναντι ενός κρατουμένου που τελεί υπό τη φύλαξη τους.

 

20. Η δε αξιολόγηση που δίνεται από το Κακουργιοδικείο στην επίδικη συμπεριφορά ως πρωτοφανή στον εγκληματικό χώρο της Κύπρου είναι προφανές ότι γίνεται για να καταδείξει τη σοβαρότητα τέτοιων περιστάσεων, γεγονός το οποίο είναι αδιαμφισβήτητο. Ως εκ τούτου δεν μπορούμε να ομιλούμε για σφάλμα αρχής που έχει επίπτωση επί της ποινής.

 

21. Αναφορικά με την εισήγηση για παραβίαση της αρχής της ισότητας ως προς την ποινή του εφεσείοντα σε συνάρτηση με την αντιμετώπιση του κατηγορουμένου 1, υπογραμμίζεται ότι η ισότητα δεν έχει ως λόγο την αριθμητική εξίσωση της ποινής η οποία επιβάλλεται.

 

22. Ήταν εισήγηση του συνηγόρου του εφεσείοντα ότι, όπως φαίνεται από τα γεγονότα, ο ρόλος του κατηγορούμενου 1 ήταν πιο ενεργός στα δρώμενα αφού τα κτυπήματα με ρόπαλο προήλθαν κυρίως απ' αυτόν (40 στον αριθμό), ενώ ο εφεσείων περιορίστηκε σε ένα μόνο κτύπημα (λάκτισμα). Αυτό οδηγεί, κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο, σε αντιρρήσιμη ανισότητα σε βάρος του εφεσείοντα.

 

23. Μελετώντας όμως τα δεδομένα της υπόθεσης προέκυπτε ότι η εισήγηση παραγνωρίζει ότι ο κατηγορούμενος 1 και ο εφεσείων έχοντας την ίδια ιδιότητα, προσήλθαν στο χώρο όπου κρατείτο ο παραπονούμενος και από την αφετηρία μέχρι το τέλος των γεγονότων που στηρίζουν τις κατηγορίες ενήργησαν με σύμπνοια και με κοινό σκοπό.

 

24. Η έννοια της ισότητας δεν μπορεί να ερμηνευθεί εν προκειμένω και να περιοριστεί στον αριθμό κτυπημάτων. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει το Κακουργιοδικείο, ο εφεσείων συνεπικουρούσε τον κατηγορούμενο 1 και την ώρα των κτυπημάτων, όχι απλώς παραμένοντας αμέτοχος αλλά κτυπώντας και κλωτσώντας και ο ίδιος τον Σαββίδη, κατά τον χρόνο που βρισκόταν στο έδαφος.

 

25. Υπ' αυτά τα δεδομένα, δεν θα ήταν έργο του Κακουργιοδικείου ούτε και του Εφετείου, να αποτιμήσει αριθμητικά τα κτυπήματα των δραστών για να εφαρμόσει την αρχή της ισότητας. Ήταν αρκετό να κρίνει, όπως και έκρινε, ότι πρόκειται για ομοιογενή δεδομένα για τα οποία δεν χωρεί διάκριση.

 

26. Αναφορικά με το  παράπονο του εφεσείοντα στο ότι το Κακουργιοδικείο δεν άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της αναστολής της ποινής φυλάκισης, η εισήγηση συσχετίστηκε ιδιαίτερα με τις επιπτώσεις της ποινής στον εφεσείοντα, επαναφέροντας στο προσκήνιο το θέμα της απώλειας της εργασίας του, ως εκ της άμεσης επιβολής ποινής φυλάκισης.

 

27. Δεν είχε τεθεί τέτοιο νομοθετικό πλαίσιο ως προς το ότι η αναστολή της ποινής φυλάκισης θα οδηγούσε άνευ ετέρου στη μη απώλεια της εργασίας του εφεσείοντα, όπως σε αντιστοιχία έγινε στις υποθέσεις Zak κ.ά. (ανωτέρω) και Yates ν. Αστυνομίας (2000)2 Α.Α.Δ. 320 για την ποινή φυλάκισης. Εξάλλου οι δύο αυτές υποθέσεις δεν αντιστοιχούν στη σοβαρότητα της παρούσης.

 

28. Πέραν αυτού, οι λόγοι που εξηθήκαν πιο πάνω, ακόμη και αν αξιολογούνταν στο πλαίσιο της εισήγησης της αναστολής της ποινής, δεν μπορούσαν να ανατρέψουν τον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε την διακριτική του ευχέρεια αφού (ως όφειλε) στράφηκε σε όλους τους συναφείς παράγοντες, μήτε η σοβαρότητα των περιστατικών της υπόθεσης μπορούσαν να το οδηγήσουν στην αναστολή της ποινής.

 

Η έφεση απορρίφθηκε.

 

Aναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245,

 

Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 222,

 

Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525,

 

Ψωμά ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 40,

 

Κουφού ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 396,

Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 179,

 

Γεωργίου ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 565,

 

Σουτζιής ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 424,

 

Μαληκκίδης ν. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 1186, ECLI:CY:AD:2016:B534,

 

Βarrick [1985] 7 Cr.App.R. (S) 142,

 

Clark [1998] 2 Cr.App.R. (S) 95,

 

Hardwick [2007] 1 Cr.App.R.(S) 11,

 

Molcher [2007]1 Cr.App.R. (S) 48,

 

Stanley [1981] 3 Cr.app.R. (S) 373,

 

Polycarpou v. The Police (1970) 2 C.LR. 111,

 

Zak κ.ά. ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 6,

 

Χριστοφή ν. Αστυνομία (2004) 2 Α.Α.Δ. 549,

 

Ahmed v. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.A.Δ. 801,

 

Harrington v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ.531,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου (2010) 2 Α.Α.Δ. 94,

 

Ηρακλέους κ.ά. ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 49,

 

Nicolaou v. Police (1969) 2 C.L.R. 120,

 

Μπαλής ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 273,

 

Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 354,

 

Γερμανός ν. Δημοκρατίας (2013) 2 A.A.Δ. 525,

 

Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Φανιέρου (1996) 2 Α.Α.Δ. 303,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161,

 

Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 583,

 

Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 22,

 

Κυπριανού ν. Δημοκρατίας (2014) 2 , ECLI:CY:AD:2014:B134A.A. 144,

 

Γεωργίου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 753, ECLI:CY:AD:2016:B368,

 

Παπαπαντελής ν. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 988, ECLI:CY:AD:2016:B481,

 

Yates ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 320.

 

Έφεση κατά Καταδίκης και Ποινής.

 

Έφεση από τον Καταδικασθέντα εναντίον των αποφάσεων του Κακουργιοδικείου Πάφου (Δαυΐδ, Π.Ε.Δ., Κίτσιος, Α.Ε.Δ., Σατολιάς, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 7856/2015), ημερομηνίας 9/5/2016 και 25/5/2016.

 

Μ. Πικής, για τον Εφεσείοντα.

 

Α. Χατζηκύρου, για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση θα δοθεί από τη Δικαστή Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου.

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων, oμού με τον κατηγορούμενο 1, συνάδελφο του αστυνομικό, μετά από ακροαματική διαδικασία, κρίθηκαν ένοχοι σε δύο κατηγορίες: (α) της υποβολής άλλου προσώπου, του Παναγιώτη Σαββίδη από την Πάφο, σε σκληρή, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 5(1), 2(β), (3) του Νόμου 235/1990, ως έχει τροποποιηθεί, που κυρώνει τη Σύμβαση κατά των βασανιστηρίων και άλλων μορφών σκληρής, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, του Άρθρου 16 της Σύμβασης κατά των βασανιστηρίων και άλλων μορφών σκληρής, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας και των Άρθρων 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (Κατηγορία 2), και (β) της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης, κατά παράβαση των Άρθρων 231, 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (Κατηγορία 3).

Τα γεγονότα που συνθέτουν την υπόθεση, συνοδευόμενα από τις λεπτομέρειες που κατέγραψε το Κακουργιοδικείο, έχουν ως ακολούθως:

 

Στις 10.2.2014, ο Σαββίδης, ήταν κρατούμενος για διερευνόμενα αδικήματα ναρκωτικών στο Σταθμό Πόλης Χρυσοχούς. Στα πλαίσια δε της κράτησης του, επί καθήκοντι αστυνομικοί προσπάθησαν να του επανατοποθετήσουν χειροπέδες, πλην όμως αυτός αντιστάθηκε και στην πάλη που επακολούθησε μεταξύ του και των αστυνομικών ανέσυρε σουγιά και τραυμάτισε ένα αστυνομικό. Το επεισόδιο έληξε η ώρα 22:23, με την τοποθέτηση του Σαββίδη στο χώρο μεταξύ των κελιών και του χώρου εγγραφής κρατουμένων, όπου παρέμεινε καθήμενος σε καρέκλα που προηγουμένως του πρόσφερε αστυνομικός του Σταθμού.

 

Ο εφεσείων και ο πρώην κατηγορούμενος 1, οι οποίοι περιπολούσαν με περιπολικό στην Πάφο, μετά τις 22.00 έλαβαν μήνυμα από τον Αξιωματικό Υπηρεσίας να μεταβούν στο Σταθμό «για επιβολή του Νόμου». Τους αναφέρθηκε ότι κάποιος κρατούμενος είχε επιτεθεί σε αστυνομικούς μαχαιρώνοντας έναν εξ αυτών.  Φθάνοντας στο χώρο συνάντησαν παρισταμένους συναδέλφους τους. Στη συνέχεια αφού οι δύο αστυνομικοί εισήλθαν στο χώρο εγγραφής κρατουμένων, στις 22:40:42, εμφανίστηκαν μπροστά από την καγκελόπορτα του ασφαλισμένου χώρου στον οποίο βρισκόταν ήδη καθήμενος και περιορισμένος ο Σαββίδης. Ακολούθως ρώτησαν τον τελευταίο: «είσαι εσύ που μαχαίρωσες αστυνομικό;» χωρίς να του αναφέρουν ο,τιδήποτε άλλο. Ο  Σαββίδης, ο οποίος εξακολουθούσε να κάθεται, στις 22:40:52 σηκώνεται από την καρέκλα η οποία βρίσκεται κοντά στην καγκελόπορτα, στέκεται στον ίδιο χώρο, έχοντας τα χέρια και τις παλάμες του ανοικτές χωρίς να κρατά ο,τιδήποτε. Το δεξί του χέρι έφερε αίματα ως αποτέλεσμα του τραυματισμού του από το πιάσιμο της λεπίδας του σουγιά, τον οποίο είχε χρησιμοποιήσει προηγουμένως εναντίον αστυνομικού. Στις 22:41:02 ο κατηγορούμενος 1 έχοντας αφαιρέσει από τη θήκη του το ειδικό αστυνομικό σπρέι, χρησιμοποιεί τούτο σε βάρος του Σαββίδη καθ' όν χρόνο η καγκελόπορτα είναι κλειστή. Μετά από αυτήν την ενέργεια, ο Σαββίδης, δεχόμενος την επίδραση του σπρέι στην αναπνοή και στην όραση, οπισθοχωρεί. Στις 22:41:03 ανοίγει η καγκελόπορτα και ο εφεσείων μαζί με τον κατηγορούμενο 1 εισέρχονται στο χώρο, με τον τελευταίο να κρατά στο χέρι του αστυνομικό ρόπαλο, ενώ ο Σαββίδης στεκόταν ήδη στο βάθος του χώρου όπου έχει οπισθοχωρήσει, μαζεύοντας τα χέρια του μπροστά από το πρόσωπο και το στήθος του. Στις 22:41:17 ο Σαββίδης δέχεται το πρώτο κτύπημα με το ρόπαλο από τον κατηγορούμενο 1, ενώ στη συνέχεια ακολουθούν και άλλα κτυπήματα. Με τα πρώτα κτυπήματα προτάσσει τα χέρια του για σκοπούς προστασίας, στάδιο κατά το οποίο δέχεται από τον κατηγορούμενο 1 κτύπημα με το ρόπαλο στο δεξί του χέρι με αποτέλεσμα να υποστεί κάταγμα στον αντίχειρα. Παρά το γεγονός ότι ο Σαββίδης δεχόμενος τα κτυπήματα από τον κατηγορούμενο 1, στο αρχικό τουλάχιστον στάδιο, προσπαθεί να αμυνθεί, στο τέλος πέφτει στο έδαφος όπου ο κατηγορούμενος 1 συνεχίζει να τον κτυπά με το ρόπαλο του ενώ ο εφεσείων συνεπικουρεί τις ενέργειες του, κινούμενος και αυτός προς το μέρος του δεχόμενου τα κτυπήματα Σαββίδη και προτάσσοντας ευκαιριακά τα πόδια του προς την πλευρά του τελευταίου. Όπως δε χαρακτηριστικά αναφέρει το Κακουργιοδικείο, το πρώτο και «κύριο κύμα συνεχόμενων κτυπημάτων» που δέχθηκε ο Σαββίδης με τη χρήση του ροπάλου του κατηγορούμενου 1 (πέραν των 40 κτυπημάτων-ραβδισμών με το ρόπαλο) διαρκεί μέχρι τις 22:42:00. Στη συνέχεια, και ενώ ο Σαββίδης βρίσκεται πλέον στο πάτωμα, ακολουθούν άλλα κτυπήματα και λακτίσματα και από τους δύο δράστες σε βάρος του, κατ' επανάληψη. Στις 22:56:48, ο εφεσείων απομακρύνει, το τηλέφωνο του Σαββίδη, κλωτσώντας το, από το σημείο όπου αυτό βρισκόταν πλησίον του τελευταίου στο πάτωμα. Όταν και οι δύο αστυνομικοί στις 23:07:10, λίγο πριν την άφιξη στο σταθμό αξιωματικού της αστυνομίας, αποχωρούν από τον ασφαλή χώρο όπου εξακολουθεί να βρίσκεται στο πάτωμα ο Σαββίδης, ο κατηγορούμενος 1 πίσω από την κλειστή καγκελόπορτα, προτάσσει εκ νέου το σπρέι του προς το μέρος του Σαββίδη. Στις 23:11:22 αξιωματικός της αστυνομίας εισέρχεται στο χώρο υποδοχής του Σταθμού και στη συνέχεια συνοδευόμενος από τους δύο δράστες και από αστυνομικούς του Σταθμού συνομιλούν στο διάδρομο.

 

Στις 23:13:45 ο ως άνω αξιωματικός, συνοδευόμενος από άλλα πρόσωπα, (περιλαμβανομένων των δύο δραστών), εισέρχεται στο χώρο στον οποίο εξακολουθεί να βρίσκεται στο πάτωμα ο Σαββίδης, ο οποίος στις 23:15:17 σηκώνεται από το έδαφος, στέκεται με δυσκολία στα πόδια του και ακουμπώντας στον τοίχο και κουτσαίνοντας, επιχειρεί να βαδίσει. Στις 23:16:30 ο Σαββίδης συζητώντας με τον ως άνω αξιωματικό, παραπατά και στηρίζεται σε τοίχο, ενώ στη συνέχεια για να καθίσει σε καρέκλα που του υποδεικνύει ο αξιωματικός περπατά κουτσαίνοντας. Εμφανώς καταπονημένος παραμένει καθήμενος στην καρέκλα ενώ σε κάποιο στάδιο που επιχειρεί να σηκωθεί και αποπειράται να περπατήσει, κουτσαίνει. Εν τέλει ο Σαββίδης οδηγείται στο νοσοκομείο. Αποτέλεσμα και απόρροια των ως άνω ήταν ότι ο τελευταίος, από τα κτυπήματα που δέχθηκε, πέραν από το κάταγμα του δεξιού αντίχειρα, να υποστεί θλαστική εκχύμωση 15 Χ 1 εκ. μετά εξοιδήσεως στην έξω επιφάνεια άνω τριτημορίου αριστερού μηρού και εξοίδηση δεξιάς κνήμης.

 

Στον εφεσείοντα και στον κατηγορούμενο 1 επιβλήθηκαν από το Κακουργιοδικείο συντρέχουσες ποινές φυλάκισης ενός έτους στη 2η κατηγορία και 9 μήνες στην 3η κατηγορία. Εισήγηση για αναστολή της ποινής φυλάκισης, απορρίφθηκε αφού το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι δεν συνέτρεχαν τέτοιες προϋποθέσεις ώστε να ασκήσει την διακριτική του ευχέρεια υπέρ της αναστολής.

 

Πλήττεται η επιβολή της ποινής με 4 λόγους έφεσης:

 

1. ότι είναι έκδηλα υπερβολική

 

2. ότι υπήρξε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης των παραβατών που κατοχυρώνεται στο άρθρο 28.1

 

3. ότι εσφαλμένα δεν ανεστάλη η ποινή και

 

4. ότι υπήρξε εσφαλμένη καθοδήγηση επί των γεγονότων.

 

Προχωρούμε στην εξέταση των λόγων 1 και 4 δηλαδή της έκδηλα υπερβολικής ποινής και της εισήγησης για εσφαλμένη καθοδήγηση επί των γεγονότων, οι οποίοι ως εκ της συνάφειας τους θα εξεταστούν από κοινού.

 

Το Κακουργιοδικείο, κατά το δύσκολο έργο της εξισορρόπησης μεταξύ των αρχών της αποτρεπτικότητας και της εξατομίκευσης, ασχολήθηκε εκτεταμένα και με μεγάλη λεπτομέρεια με τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του εφεσείοντα, (όπως φυσικά έπραξε και για τον κατηγορούμενο 1). Μεταφέρουμε τα αφορώντα τον εφεσείοντα:

 

«Ο δεύτερος κατηγορούμενος είναι ηλικίας 37 ετών. Προέρχεται από συγκροτημένη οικογένεια χαμηλής κοινωνικο-οικονομικής κατάστασης. Ο πατέρας του κατάγεται από το Λίβανο ενώ η μητέρα του από τη Λεμεσό. Και οι δύο γονείς του παρουσιάζουν προβλήματα υγείας, υπέρταση και διαβήτη. Είναι ο μεγαλύτερος σε σειρά από τα δύο παιδιά της οικογένειας, με την αδελφή του έγγαμη να διαμένει με την οικογένεια της στη Λεμεσό. Οι σχέσεις μεταξύ των μελών της οικογένειας του περιγράφηκαν από τον ίδιο ως άριστες. Ο κατηγορούμενος 2 απόφοιτος Λυκείου, λόγω καταγωγής του πατέρα του πήρε απαλλαγή από την εκτέλεση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων. Για σκοπούς οικονομικής στήριξης της οικογένειας του  εργάστηκε από νεαρή ηλικία σε εργοστάσια κατασκευής αλουμινίων και επεξεργασίας ξύλων. Το 2002 εργοδοτήθηκε στην Αστυνομία Κύπρου, υπηρετώντας μετά τη συμπλήρωση της εκπαίδευσης του στην Αστυνομική Ακαδημία σε διάφορα τμήματα της αστυνομίας. Το 2010 τέλεσε γάμο με γυναίκα η οποία κατάγεται από τη Ρωσία. Το ζεύγος από το γάμο του απέκτησε μια θυγατέρα, ηλικίας 6 ετών σήμερα. Το 2013, λόγω προβλημάτων που παρουσιάστηκαν στις σχέσεις του ζεύγους, πήρε διαζύγιο ενώ τη φύλαξη και φροντίδα του ανήλικου παιδιού τους ανέλαβε η μητέρα του. Μετά το διαζύγιο ο κατηγορούμενος 2 μετακινήθηκε από την ιδιόκτητη οικία που σήμερα είναι εγγεγραμμένη στο όνομα της τέως συζύγου του, διαμένοντας μόνος του σε ενοικιαζόμενη οικία στη Λεμεσό. Διατηρεί επικοινωνία με το παιδί του και καταβάλλει μηνιαία διατροφή βάση δικαστικού διατάγματος. Με τη τέως σύζυγο του διατηρούν συστηματική επικοινωνία για θέματα που αφορούν το παιδί τους και ο ίδιος τη στηρίζει στο μέτρο των δυνατοτήτων του. Για την αντιμετώπιση προβλήματος υπέρτασης που αντιμετωπίζει, όπως ανέφερε, λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή.»

 

Aκολούθως το Κακουργιοδικείο, αφού αναφέρθηκε στην προνοούμενη από το Νόμο ανώτατη ποινή, δηλαδή τα 7 έτη φυλάκισης και για τις δύο κατηγορίες και αφού παράθεσε σχετική κατά την κρίση του νομολογία επί των αδικημάτων χρήσης βίας, στη συνέχεια αξιολόγησε την επιδειχθείσα συμπεριφορά και των δύο δραστών, κρίνοντας βεβαίως ότι η χρήση βίας από δύο αστυνομικούς, υπό το κράτος της ιδιότητας τους, εναντίον ενός πολίτη που ήταν φρουρούμενος από την Αστυνομία ενέχει ιδιαίτερα επιβαρυντικά στοιχεία.

 

Είναι γνωστό ότι το καθήκον επιμέτρησης της ποινής βαραίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο επεμβαίνει όχι βέβαια για να επαναλάβει τη διεργασία σκέψης που πρωτόδικα έχει συντελεστεί και να επιβάλει την ποινή που θα φαινόταν ορθή στα ίδια τα μέλη του Εφετείου. Επεμβαίνει μόνο αν στα δεδομένα που λήφθηκαν υπόψη παρεισφρύει λάθος αρχής ή όταν η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή έκδηλα ανεπαρκής. Δυνατότητα επέμβασης στοιχειοθετείται μόνο όπου το στοιχείο της υπερβολής ή της ανεπάρκειας που αντιστοιχεί στην ποινή βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα, μετά από συσχετισμό της με το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, περιλαμβανομένου του ατόμου του κατηγορουμένου (βλ. Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245, Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 222, Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, Ψωμά ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 40, Κουφού ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 396, Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 179 και Γεωργίου ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 565).

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα στο επιμελές διάγραμμα του αναφέρει ότι το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε δεόντως υπόψη ως μετριαστικό παράγοντα τη μεγάλη συναισθηματική φόρτιση που τελούσε ο εφεσείων υπό το κράτος της πληροφόρησης ότι ο Σαββίδης είχε προηγουμένως μαχαιρώσει αστυνομικούς, φόρτιση που εντάθηκε εκ της θέασης του αίματος στο πάτωμα του Σταθμού. Παρόλο που το Κακουργιοδικείο, συνεχίζει ο κ. Πικής, αναφέρει ότι έλαβε υπόψη του τη ψυχολογική κατάσταση, η φόρτιση αυτή δεν αντανακλάται δεόντως στην ποινή. Το ίδιο ισχύει και για τις προσωπικές του περιστάσεις και το εξαίρετο του χαρακτήρα όπως έχει καταδειχθεί από σχετικές δηλώσεις αξιωματικού της Αστυνομίας. Τονίστηκε επίσης η σημασία του επεισοδίου ως μεμονωμένου περιστατικού στην άψογη αστυνομική του διαδρομή.

 

Με όλο το σεβασμό, κατά την μελέτη της εισήγησης να εντοπίσουμε τα ως άνω αναφερθέντα ως πλημμέλειες στην πρωτόδικη απόφαση, είναι σε αντίθετες διαπιστώσεις που καταλήγουμε.

 

Το Κακουργιοδικείο, με πλήρη συναίσθηση του καθήκοντος εξισορρόπησης των αρχών που διέπουν το πολυσύνθετο έργο επιβολής της ποινής, προσμέτρησε και αξιολόγησε στις ορθές τους παραμέτρους όλα τα πιο πάνω στοιχεία.

 

Δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ότι ακριβώς είναι η ύπαρξη της ιδιότητας τους ως αστυνομικών, άρα προασπιστών του δικαίου και της έννομης τάξης, που προσέδιδε στα αδικήματα επιβαρυντικό στοιχείο, αφού από θεματοφύλακες της ευταξίας μετέτρεψαν τους εαυτούς τους σε βίαιους τιμωρούς. Όπως ορθά τονίζει το Κακουργιοδικείο, η επίκληση συναισθηματικής φόρτισης λόγω του προηγηθέντος επεισοδίου δεν μπορεί εν προκειμένω να κριθεί ως ελαφρυντικό. Χωρίς να αγνοεί το δεδομένο της πρόσφατης ενημέρωσης του εφεσείοντα και του κατηγορούμενου 1 για τα προηγηθέντα στο Σταθμό, τονίζει - και ορθώς - ότι το επεισόδιο είχε πια λήξει και ο κρατούμενος βρισκόταν ήσυχος πλέον σε ασφαλισμένο-φρουρούμενο χώρο, όπου κανένας δεν κινδύνευε.

 

Δεν λειτούργησε η φόρτιση, εν προκειμένω, άμεσα σ' ένα εξελισσόμενο επεισόδιο. Υπήρξε συνειδητή ανάληψη ρόλου τιμωρού εκ μέρους των δύο αστυνομικών με στόχο την ανήλεη τιμωρία ενός ατόμου το οποίο είχαν καθήκον να έχουν ασφαλή και σώο. 

 

Γι' αυτό και δεν βρίσκουμε ότι έχουν εφαρμογή τα εισηγηθέντα υπό τον κ. Πική για τη μη ορθή επίκληση της Σουτζιής ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 424, αφού, κατά την κρίση μας και εδώ, ως εκ της ιδιότητας του εφεσείοντα ως αστυνομικού και της κλήσης για εκτέλεση, κατά τον ουσιώδη χρόνο, των καθηκόντων του ως θεματοφύλακα της τάξης, υπήρξε παραβίαση της εγγενούς εμπιστοσύνης η οποία προκύπτει από την ίδια την αστυνομική του ιδιότητα την οποία η Πολιτεία του αποδίδει με ταυτόχρονη και αμετάκλητη εντολή να εφαρμόζει και να τηρεί τους Νόμους και όχι να τους παραβιάζει.

 

Κανείς δεν αγνοεί το δύσκολο έργο των αστυνομικών στην πάταξη του εγκλήματος και του καθημερινού τους ρόλου στη διατήρηση της ευταξίας.

 

Όμως, εξίσου, δεν είναι νοητό αστυνομικοί να αναλαμβάνουν το ρόλο του τιμωρού. Ο κίνδυνος για την κοινωνική δομή από τέτοιες ενέργειες είναι πέραν από ορατός.

 

Ως εξ αυτού του λόγου λοιπόν δεν θα συμφωνήσουμε με τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα ότι «τα ως άνω αδικήματα έχουν διαπραχθεί μεν στο πλαίσιο της εργασίας του αλλά δεν σχετίζονται με κατάχρηση θέσης εμπιστοσύνης».

 

Εξηγήσαμε πώς εδώ λειτουργεί η έννοια της παραβίασης της θέσης εμπιστοσύνης ώστε να μη θέτει την υπόθεση αυτή εκτός των πλαισίων της Σουτζιής (ανωτέρω), όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Παραπονέθηκε, όπως είδαμε, με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείοντας, ότι δεν λήφθηκε δεόντως υπόψη ο καλός του χαρακτήρας και η προηγούμενη διαγωγή του. Επί του προκειμένου το Δικαστήριο είχε ενώπιον του σωρεία πιστοποιητικών για τον καλό του χαρακτήρα και την εκτίμηση που έχαιρε στην κοινωνία. Είναι νομολογημένο πως ορθή συμπεριφορά μη σχετιζόμενη με το υπό κρίση αδίκημα, αποτελεί ελαφρυντικό που μπορεί να ληφθεί υπόψη (δέστε R. v. Reid [1982] 4 Cr. App. R (S.) 720, R. v. Alexander [1997] 2 Cr. App. R. (S.) 74), όπως και ο καλός χαρακτήρας του κατηγορούμενου.

 

Το Κακουργιοδικείο στην απόφασή του αναγνωρίζει την προσφορά του κατηγορούμενου στο κράτος, αλλά ορθά επισημαίνει πως ανέτρεψε τα πάντα με το να συλλέγει οπλισμό και να τον παραδίδει σε χέρια τρίτων εκτός των αρμοδίων υπηρεσιών του κράτους, απ' όπου δε μπορούσε να ελέγξει τη χρήση του, παρόλον ότι ο ίδιος ο εφεσείων δεν είχε καμμιά πρόθεση να τον χρησιμοποιήσει. Η προσφορά προς το κράτος και την πολιτεία εν γένει, είναι πράγματι σοβαρός ελαφρυντικός παράγοντας, αλλά τονίζουμε πως η μεγαλύτερη προσφορά προς την πατρίδα είναι η υπακοή στους νόμους της».

 

Στη δε πρόσφατη απόφαση Μαληκκίδης ν. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 1186, ECLI:CY:AD:2016:B534 αναφέραμε τα εξής:

 

«Τέλος, σ' ό,τι αφορά την εισήγηση ότι κατά την επιμέτρηση της ποινής θα έπρεπε να συνεκτιμηθεί και το γεγονός ότι ο εφεσείων θα έχανε και τη δουλειά του, να τονίσουμε ότι οι συνέπειες στη σταδιοδρομία ενός δημόσιου λειτουργού που καταχράται τη θέση του θα ήταν αντιφατικό να προβάλλονται ως μετριαστικός παράγοντας τη στιγμή που ο ίδιος όχι μόνο δεν σεβάστηκε τη θέση που του εμπιστεύτηκε η Πολιτεία αλλά την εκμεταλλεύτηκε για να αποκομίσει με επιλήψιμο τρόπο προσωπικό όφελος σε βάρος του Δημοσίου. Σχετική επί του θέματος είναι η Σουτζιής ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 424, από την οποία ορθώς άντλησε καθοδήγηση το Κακουργιοδικείο».

 

Το πιο πάνω απαντούν και στην εισήγηση του κ. Πική για το ότι δεν λήφθηκαν αρκούντως αποτελεσματικά οι επιπτώσεις της ποινής στη σταδιοδρομία του εφεσείοντα με επίκληση σχετικών αυθεντιών arrick [1985] 7 Cr.App.R. (S) 142, Clark [1998] 2 Cr.App.R. (S) 95, Hardwick [2007] 1 Cr.App.R.(S) 11, Molcher [2007] 1 Cr.App.R. (S) 48, Stanley [1981] 3 Cr.app.R. (S) 373, Polycarpou v. The Police (1970) 2 C.LR. 111 και Zak κ.ά. ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 6).

 

Περαιτέρω ο κ. Πικής εισηγήθηκε ότι η απόσυρση της έφεσης του εφεσείοντα επί της καταδίκης δεικνύει μεταμέλεια η οποία ως νέο στοιχείο πρέπει να ληφθεί υπόψη από το Εφετείο, επικαλούμενος προς τούτο την υπόθεση Χριστοφή ν. Αστυνομία (2004) 2 Α.Α.Δ. 549.

 

Επ' αυτού του σημείου, έχοντας υπόψη τη συνολικά επιβληθείσα ποινή η οποία με βάση τα γεγονότα όχι μόνο δεν μπορεί να θεωρηθεί υπερβολική αλλά τείνει προς την επιείκεια, η εκ των υστέρων μεταμέλεια του εφεσείοντα δεν μπορεί να λειτουργήσει για περαιτέρω μείωση της ποινής. Εξάλλου, όπως έχει νομολογηθεί, η παραδοχή σε προχωρημένο στάδιο της δίκης (εδώ του Εφετείου) μικρή αξία μπορεί να έχει. (βλ. Ahmed v. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.A.Δ. 801 και Harrington v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 531).

 

Ο 4ος λόγος έφεσης αφορά το εξής απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση επί της ποινής (σελ.16):

 

«Ευθύς εξ αρχής θα πρέπει να σημειώσουμε το γεγονός ότι τα γεγονότα που περιβάλλουν τη διάπραξη του αδικήματος της 2ης κατηγορίας, είναι πρωτοφανή και χωρίς προηγούμενο στον εγκληματικό χάρτη της χώρας. Αποτελούν, από μόνα τους, ακόμα ένα παράγοντα που αναδεικνύει τη σοβαρότητα των αδικημάτων πέραν από την προβλεπόμενη στο νόμο ποινή».

 

Είναι εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα ότι το πιο πάνω απόσπασμα αποτελεί εσφαλμένη καθοδήγηση ως προς τα γεγονότα, η οποία είχε εμφανείς επιπτώσεις στην επιβληθείσα ποινή. (βλ. Πική Sentencing in Cyprus, 2η έκδ. σελ.97-98).  Περαιτέρω ο ευπαίδευτος συνήγορος επικαλείται δύο υποθέσεις του Εφετείου Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου (2010)2 Α.Α.Δ. 94 και Ηρακλέους κ.ά. ν. Αστυνομίας (2010)2 Α.Α.Δ. 49 ως πιο σοβαρές της παρούσας. (Να σημειώσουμε απλώς για σκοπούς τάξεως, ότι μόνο η Ευσταθίου αφορούσε κατηγορούμενους αστυνομικούς και οι δύο αποφάσεις δεν αφορούσαν ποινή).

 

Δεν θα συμφωνήσουμε με την πιο πάνω εισήγηση. Η έννοια του αποσπάσματος αυτού είναι η γενική αντίληψη του Κακουργιοδικείου για τη σοβαρότητα ενεργειών που αφορούν θεματοφύλακες της τάξης έναντι ενός κρατουμένου που τελεί υπό τη φύλαξη τους. Η δε αξιολόγηση που δίνεται από το Κακουργιοδικείο στην επίδικη συμπεριφορά ως πρωτοφανή στον εγκληματικό χώρο της Κύπρου είναι προφανές ότι γίνεται για να καταδείξει τη σοβαρότητα τέτοιων περιστάσεων, γεγονός το οποίο είναι αδιαμφισβήτητο. Ως εκ τούτου δεν μπορούμε να ομιλούμε για σφάλμα αρχής που έχει επίπτωση επί της ποινής. 

 

Οι λόγοι έφεσης 1 και 4 απορρίπτονται.

 

Ο 2ος λόγος αφορά την εισήγηση για παραβίαση της αρχής της ισότητας ως προς την ποινή του εφεσείοντα σε συνάρτηση με την αντιμετώπιση του κατηγορουμένου 1. Είναι ορθό ότι η αρχή της ισότητας ως προκύπτει από το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος έχει βαθιές ρίζες στο δίκαιο μας και ως εκ τούτου τα Δικαστήρια είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα στο να μην παραβιάζεται με κανένα τρόπο η αρχή της ισότητας και στο θέμα της ποινής (βλ. Nicolaou v. Police (1969) 2 C.L.R. 120, Μπαλής ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 273). Ως έννοια, η ισότητα όμως δεν έχει ως λόγο την αριθμητική εξίσωση της ποινής η οποία επιβάλλεται. Όπως έχει υποδειχθεί από τη νομολογία, ο όρος «ίσοι ενώπιον του Νόμου» δεν μεταδίδει την έννοια της ακριβούς αριθμητικής ισότητος αλλά διασφαλίζει την αυθαίρετη διάκριση μη αποκλείοντας εύλογες διακρίσεις εάν αυτό δικαιολογείται από τις περιστάσεις. (βλ. Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 354 και Γερμανός ν. Δημοκρατίας (2013) 2 A.A.Δ. 525).

 

Εξ αντιδιαστολής, έχει νομολογηθεί ότι υφίσταται αντιρρήσιμη ανισότητα οσάκις σε δύο συγκατηγορουμένους επιβάλλεται η ίδια ποινή παρά την ύπαρξη διαφοράς ως προς το βαθμό ενοχής τους ή στις προσωπικές τους περιστάσεις (βλ. Σύγγραμμα Thomas, Current Sentencing Practice, σελ. 10907 και Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28).

 

Είναι εισήγηση του κ. Πική ότι, όπως φαίνεται από τα γεγονότα, ο ρόλος του κατηγορούμενου 1 ήταν πιο ενεργός στα δρώμενα αφού τα κτυπήματα με ρόπαλο προήλθαν κυρίως απ' αυτόν (40 στον αριθμό), ενώ ο εφεσείων περιορίστηκε σε ένα μόνο κτύπημα (λάκτισμα). Αυτό οδηγεί, κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο, σε αντιρρήσιμη  ανισότητα σε βάρος του εφεσείοντα. Μελετώντας όμως τα δεδομένα της υπόθεσης θεωρούμε ότι η  εισήγηση παραγνωρίζει ότι ο κατηγορούμενος 1 και ο εφεσείων έχοντας την ίδια ιδιότητα, προσήλθαν στο χώρο όπου κρατείτο ο παραπονούμενος και από την αφετηρία μέχρι το τέλος των γεγονότων που στηρίζουν τις κατηγορίες ενήργησαν με σύμπνοια και με κοινό σκοπό.  Η έννοια της ισότητας δεν μπορεί να ερμηνευθεί εν προκειμένω και να περιοριστεί στον αριθμό κτυπημάτων. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει το Κακουργιοδικείο, ο εφεσείων συνεπικουρούσε τον κατηγορούμενο 1 και την ώρα των κτυπημάτων, όχι απλώς παραμένοντας αμέτοχος αλλά κτυπώντας και κλωτσώντας και ο ίδιος τον Σαββίδη, κατά τον χρόνο που βρισκόταν στο έδαφος. Η όλη εξέλιξη των γεγονότων, όπως υποδεικνύει και το Κακουργιοδικείο, δεν συνηγορούσε υπέρ της διαφορετικής μεταχείρισης των δύο δραστών έχοντας ακόμη υπόψη ότι και οι προσωπικές τους περιστάσεις δεν είχαν τέτοιες διαφορές που να δικαιολογούν μη ομοιόμορφη μεταχείριση. Υπ' αυτά τα δεδομένα, δεν θα ήταν έργο του Κακουργιοδικείου ούτε και του Εφετείου, να αποτιμήσει αριθμητικά τα κτυπήματα των δραστών για να εφαρμόσει την αρχή της ισότητας. Ήταν αρκετό να κρίνει, όπως και έκρινε, ότι πρόκειται για ομοιογενή δεδομένα για τα οποία δεν χωρεί διάκριση. Έπεται ότι και ο 2ος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Ο 3ος λόγος αφορά το παράπονο του εφεσείοντα στο ότι το Κακουργιοδικείο δεν άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της αναστολής της ποινής φυλάκισης. (βλ. το Νόμο Υφ' Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμο του 1972 (Ν.95/1972) όπως τροποποιήθηκε και Γενικός Εισαγγελέας ν. Φανιέρου (1996) 2 Α.Α.Δ. 303, Γενικός Εισαγγελέας ν. Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161, Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 583, Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 22, Κυπριανού ν. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 144, ECLI:CY:AD:2014:B134, Γεωργίου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 753, ECLI:CY:AD:2016:B368, Παπαπαντελής ν. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 988, ECLI:CY:AD:2016:B481). Η εισήγηση συσχετίστηκε ιδιαίτερα με τις επιπτώσεις της ποινής στον εφεσείοντα, επαναφέροντας στο προσκήνιο το θέμα της απώλειας της εργασίας του, ως εκ της άμεσης επιβολής ποινής φυλάκισης. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι δεν μας έχει τεθεί τέτοιο νομοθετικό πλαίσιο ως προς το ότι η αναστολή της ποινής φυλάκισης θα οδηγούσε άνευ ετέρου στη μη απώλεια της εργασίας του εφεσείοντα, όπως σε αντιστοιχία έγινε στις υποθέσεις Zak κ.ά. (ανωτέρω) και Yates ν. Αστυνομίας (2000)2 Α.Α.Δ. 320 για την ποινή φυλάκισης. Εξάλλου οι δύο αυτές υποθέσεις δεν αντιστοιχούν στη σοβαρότητα της παρούσης. Πέραν αυτού οι λόγοι που εξηγήσαμε πιο πάνω, ακόμη και αν αξιολογηθούν στο πλαίσιο της εισήγησης της αναστολής της ποινής, δεν μπορούν να ανατρέψουν τον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε την διακριτική του ευχέρεια αφού (ως όφειλε) στράφηκε σε όλους τους συναφείς παράγοντες αναθεωρώντας τους στα πλαίσια της σχετικής νομοθεσίας και νομολογίας με την κατάληξη ότι ούτε οι προσωπικές περιστάσεις (ακόμη και αν λαμβανόταν περαιτέρω υπόψη η επιδείνωση στο ψυχισμό της θυγατέρας του, ως η σχετική βεβαίωση), μήτε η σοβαρότητα των περιστατικών της υπόθεσης μπορούσαν να το οδηγήσουν στην αναστολή της ποινής. Δεν υπάρχει πεδίο επέμβασης μας στον τρόπον άσκησης της συναφούς εξουσίας του Δικαστηρίου και ως εκ τούτου και ο 3ος λόγος απορρίπτεται.

 

Συνεπακόλουθα των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο