ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2016:B555

(2016) 2 ΑΑΔ 1335

16 Δεκεμβρίου, 2016

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]

 

Ι.Π.Κ. ΗΧΟΚΙΝΗΣΗ ΛΤΔ,

 

Εφεσείοντες,

 

v.

 

1. ΧΡΙΣΤΑΚΗ (ΤΑΚΗ) ΣΙΕΓΓΕΡΗ,

2. ΙΩΑΝΝΗ ΚΑΡΒΕΛΛΗ,

 

Εφεσιβλήτων.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 121/2014)

 

 

Ποινική Δικονομία ― Εκ πρώτης όψεως υπόθεση ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκαν στο εκ πρώτης όψεως στάδιο όλες οι κατηγορίες εναντίον  Κατηγορουμένων, λόγω  απουσίας ενός ή περισσοτέρων στοιχείων της κατηγορίας, πλην μίας μόνο κατηγορίας για την κατηγορούμενη εταιρεία.

 

Ποινική Δικονομία ― Εκ πρώτη όψεως υπόθεση ― Εφαρμοστέες αρχές ― Το δικαστήριο δεν προβαίνει κατά κανόνα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της Κατηγορίας στο ενδιάμεσο στάδιο της δίκης ―  Τέτοια αξιολόγηση θα οδηγούσε, μεταξύ άλλων, στη δημιουργία προκατάληψης εναντίον του κατηγορούμενου οποτεδήποτε κρινόταν ότι η μαρτυρία της Κατηγορίας είναι αξιόπιστη ― Η πρώτη όψη του πράγματος είναι εκείνη η οποία χαρακτηρίζεται από τα εξωτερικά του γνωρίσματα.

 

Ποινική Δικονομία ― Εκ πρώτης όψεως υπόθεση ― Πότε δικαιολογείται απαλλαγή του κατηγορουμένου στο στάδιο αυτό ― Νομολογιακή επισκόπηση.

 

Με την έφεση οι Εφεσείοντες, οι οποίοι άσκησαν ιδιωτική ποινική δίωξη εναντίον των Εφεσιβλήτων, προσέβαλαν ως εσφαλμένη  πρωτόδικη απόφαση, με την οποία κρίθηκε ότι δεν απεδείχθη εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των τελευταίων.

 

Οι κατηγορούμενοι αντιμετώπισαν κατηγορίες για συνομωσία προς διάπραξη πλημμελήματος, εξασφάλιση εμπορευμάτων με ψευδείς παραστάσεις, συνέργεια στην έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρισμα, έκδοση επιταγής άνευ αντικρίσματος, παροχή βοήθειας και/ή παρακίνηση του Κατηγορουμένου 1 κατά τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος της έκδοσης επιταγής άνευ αντικρίσματος, κατά παράβαση των Άρθρων 305Α(1) και του Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην απόφαση, στο στάδιο εξέτασης κατά πόσον αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των Κατηγορουμένων-Εφεσιβλήτων, εξέτασε προσεκτικά τις κατηγορίες που αυτοί αντιμετώπιζαν, μέσα στο πλαίσιο της μαρτυρίας που πρόσφεραν οι Εφεσείοντες. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «δεν διαπιστωνόταν στην παρούσα περίπτωση να ήταν η μαρτυρία τόσον αντινομική ή μη πειστική σε βαθμό που να έπρεπε να ανακοπεί η υπόθεση σ' αυτό το στάδιο για ένα τέτοιο λόγο.

 

Στη συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξέτασε το κατά πόσον, κατά την αντικειμενική θεώρηση των πραγμάτων, αποδείχθηκαν τα συστατικά στοιχεία των υπό κρίση αδικημάτων με κατάληξη την προσβαλλόμενη κρίση.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι μεταξύ άλλων λόγους:

 

α)  Λανθασμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε πως, ουδεμία μαρτυρία προσήχθη προς απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης ότι, οι Κατηγορούμενοι συνήψαν συμφωνία μεταξύ τους για να διαπράξουν το αδίκημα της απόσπασης εμπορευμάτων με ψευδείς παραστάσεις.

 

β)  Λανθασμένα, εκρίθη ότι, ουδεμία μαρτυρία προσήχθη προς απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης ότι, οι Κατηγορούμενοι συνήψαν συμφωνία για να διαπράξουν το αδίκημα της απόσπασης εμπορευμάτων με ψευδείς παραστάσεις.

 

γ)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα και αυθαίρετα προέβη σε αξιολόγηση μαρτυρίας στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υποθέσεως.  

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Αναφορικά με το αδίκημα της συνομωσίας προς διάπραξη πλημμελήματος το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι, η συνομωσία προϋποθέτει συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσοτέρων προσώπων, τα οποία συμφωνούν να διαπράξουν αδίκημα ή να πετύχουν νόμιμο σκοπό με παράνομα μέσα, ως επίσης και η ένοχη σκέψη (mens rea), στοιχεία που δεν στοιχειοθετούνταν στην προκειμένη.

2.    Ούτε και η αναφορά του ΜΚ1 στο ότι, ο Κατηγορούμενος 2 προσπάθησε να λάβει πίσω την επίδικη επιταγή και το γεγονός ότι ο αντίστοιχος λογαριασμός δεν κάλυπτε το ποσό της επιταγής, ήταν αρκετά, κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο για να αποδειχθεί το απαραίτητο συστατικό στοιχείο της ύπαρξης συμφωνίας προς διάπραξη των προαναφερόμενων αδικημάτων, μεταξύ των Κατηγορουμένων-Εφεσιβλήτων.

 

3.  Για το αδίκημα της απόσπασης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις, της δεύτερης κατηγορίας (το οποίο, παρεμφερώς, αφορά και στην κατηγορία της συνομωσίας), το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι, τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είναι η απόκτηση αντικειμένου δυναμένου να κλαπεί, δια ψευδούς παραστάσεως, και με πρόθεση καταδολίευσης. Παρατήρησε ότι, για να αποδειχθεί το αδίκημα, θα πρέπει να διαφανεί ότι η απόσπαση έγινε επειδή η ψευδής παράσταση επενέργησε στο μυαλό του παραπονούμενου, ο οποίος, στηριζόμενος στην ψευδή παράσταση, πείστηκε να αποξενωθεί από την περιουσία του.

 

4.  Για τις ψευδείς παραστάσεις, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην απουσία μαρτυρίας εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής ότι, όταν οι Κατηγορούμενοι αναλάμβαναν την πληρωμή του ποσού των €43.750, που αφορούσε την αξία των επίδικων εμπορευμάτων, είχαν πρόθεση να μην εξοφλήσουν τη μεταχρονολογημένη επιταγή. Επομένως, κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν αποδείχθηκαν, εναντίον των Κατηγορουμένων, ούτε οι ψευδείς παραστάσεις, αλλά ούτε και η αναγκαία πρόθεση καταδολίευσης, κατά τον ουσιώδη χρόνο.

 

5.  Αναφορικά με την τρίτη και πέμπτη κατηγορία, όπου, ο Κατηγορούμενος 2 κατηγορείται ότι, υπό την ιδιότητα του ως διευθυντής της Κατηγορούμενης 1-Εταιρείας συνέργησε στη διάπραξη των αδικημάτων που αποδίδονται στην πρώτη Κατηγορούμενη-Εταιρεία, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε σε σχετική νομολογία αναφορικά με τη συνέργεια, σύμφωνα με το Άρθρο 20 του Κεφ. 154, παρατήρησε ότι, στην περίπτωση υπογραφής επιταγών εταιρείας από τους διευθυντές της εταιρείας, αυτοί μπορεί να έχουν ποινική ευθύνη ως συνεργοί, δυνάμει του Άρθρου 20.

 

6.  Για να υπάρχει, όμως, τέτοια ευθύνη, ο διευθυντής θα πρέπει, τουλάχιστον, να γνωρίζει τα ουσιαστικά στοιχεία που συνιστούν το αδίκημα. Με βάση την ενώπιον του μαρτυρία, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, η σχετική επιταγή δόθηκε στον ΜΚ1 την 27.6.2010 από τον Κατηγορούμενο 2, έχοντας ημερομηνία πληρωμής την 29.6.2010. Η ημερομηνία έκδοσης της επιταγής, όμως, παρέμεινε άγνωστη.

 

7.  Συνεπώς, δε μπορούσε να διαπιστωθεί η ύπαρξη πρόθεσης εκ μέρους του Κατηγορούμενου 2, κατά τον ουσιώδη χρόνο, εφόσον ο κρίσιμος χρόνος έκδοσης της επιταγής παρέμεινε άγνωστος. Με αυτά τα δεδομένα, το Δικαστήριο απέρριψε τις κατηγορίες 3 και 5.

 

8.  Όσον αφορούσε στην πρώτη Κατηγορούμενη-Εταιρεία, η οποία αντιμετώπιζε και την τέταρτη κατηγορία, της έκδοσης επιταγής άνευ αντικρίσματος, κατά παράβαση του Άρθρου 305Α(1) του Κεφ. 154, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον της, αναφορικά με την τέταρτη κατηγορία και την κάλεσε να προβάλει την υπεράσπιση της.

 

9.  Η πρωτόδικη απόφαση ήταν ορθή και εμπεριστατωμένη. Το γεγονός ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε και τη μαρτυρία και τη νομική πτυχή και ανέλυσε τα συστατικά στοιχεία όλων των κατηγοριών, στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, και κατέληξε στην απόρριψη όλων των κατηγοριών εναντίον όλων των Κατηγορουμένων, λόγω της απουσίας ενός ή περισσοτέρων στοιχείων της κατηγορίας, πλην μίας μόνο κατηγορίας για την πρώτη Κατηγορούμενη, δεν συνιστούσε οποιανδήποτε παρατυπία, υπό τις περιστάσεις, αφού στόχευε αποκλειστικά στη διερεύνηση της ύπαρξης των συστατικών στοιχείων των αδικημάτων.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

R. V. Sullivan, 30 Cr. App. R. 132,

 

Ευθυμίου v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 861,

 

R. V. Hammerson, 10 Cr. App. R. 121,

 

Ιωάννου κ.ά. v. Aστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 417,

 

Johnson v. Youden [1950] 1 K.B. 455,

 

Davies, Turner & Co. Ltd v. Brodie [1954] 1 W.L.R. 1364,

 

Παυλόπουλος v. Skopy Shoe Factory Ltd (2003) 2 A.A.Δ. 261,

In Re Kakos (1985) 1 C.L.R.250,

 

Azinas a.ο. v. Police (1981) 2 C.L.R. 9,

 

Rex v. Mehmed, 16 C.L.R. 46,

 

Wiseman a.o. v. Bomeman a.o. [1967] 3 All E.R. 1045,

 

Cozens v. Brutus [1972] 2 All E.R. 1,

 

Ellis v. Jones [1973] 2 All E.R. 893,

 

R. V. Galbraith [1981] 2 All E.R. 1061,

 

R. v. Barker (Note [1975] 65 Cr. App. R. 287,

 

Γενικός Εισαγγελέας v. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133.

 

Έφεση κατά Απόφασης.

 

Έφεση από τους Παραπονούμενους εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παρπόττα, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 27336/2011), ημερομηνίας 20/5/2014.

 

Μιχ. Μούρος, για τους Εφεσείοντες.

 

Χρ. Γαβριηλίδης, για τον Εφεσίβλητο 1.

 

Ρ. Χαραλάμπους (κα), για τον Εφεσίβλητο 2.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π..

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Με την παρούσα έφεση οι Εφεσείοντες, οι οποίοι άσκησαν ιδιωτική ποινική δίωξη εναντίον των Εφεσιβλήτων, προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία κρίθηκε ότι δεν απεδείχθη εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των τελευταίων, ως εσφαλμένη, με τέσσερις λόγους έφεσης:

 

1.   Ότι, λανθασμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αντελήφθη ότι ο ΜΚ1 συμφώνησε με τον συνήγορο υπεράσπισης ότι, για την παραγγελία 350 τηλεοράσεων, είχε βγάλει διατακτικό.

2.      Ότι, λανθασμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε πως, ουδεμία μαρτυρία προσήχθη προς απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης ότι, οι Κατηγορούμενοι συνήψαν συμφωνία μεταξύ τους για να διαπράξουν το αδίκημα της απόσπασης εμπορευμάτων με ψευδείς παραστάσεις.

 

3.   Ότι, λανθασμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε ότι, ουδεμία μαρτυρία προσήχθη προς απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης ότι, οι Κατηγορούμενοι συνήψαν συμφωνία για να διαπράξουν το αδίκημα της απόσπασης εμπορευμάτων με ψευδείς παραστάσεις.

 

4.   Ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα και αυθαίρετα προέβη σε αξιολόγηση μαρτυρίας στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υποθέσεως.

 

Οι λόγοι έφεσης 2 και 3 φαίνονται πανομοιότυποι, ενώ ο πρώτος λόγος έφεσης δεν φαίνεται να έχει οποιανδήποτε σημασία σε σχέση με το περιεχόμενο της απόφασης.

 

Οι κατηγορίες που αντιμετώπισαν πρωτοδίκως οι Κατηγορούμενοι-Εφεσίβλητοι ήταν οι εξής:

 

1.   Συνομωσία προς διάπραξη πλημμελήματος, κατά παράβαση των Άρθρων 372, 20 και 35 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

 

2.   Εξασφάλιση εμπορευμάτων με ψευδείς παραστάσεις, κατά παράβαση των Άρθρων 297, 298, 20 και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

 

3.    Συνέργεια στην έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρισμα, κατά παράβαση των Άρθρων 305Α, 20 και 25 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε από τους Νόμους 25(Ι)/2003 και 70(Ι)/2008.

 

4.   Έκδοση επιταγής άνευ αντικρίσματος, κατά παράβαση των Άρθρων 305Α(1) και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε.

 

5.   Παροχή βοήθειας και/ή παρακίνηση του Κατηγορουμένου 1 κατά τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος της έκδοσης επιταγής άνευ αντικρίσματος, κατά παράβαση των Άρθρων 305Α(1) και του Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε μια ενδελεχή απόφαση, στο στάδιο εξέτασης κατά πόσον αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των Κατηγορουμένων-Εφεσιβλήτων, εξέτασε προσεκτικά τις κατηγορίες που αυτοί αντιμετώπιζαν, μέσα στο πλαίσιο της μαρτυρίας που πρόσφεραν οι Εφεσείοντες. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «δεν διαπιστώνεται στην παρούσα περίπτωση να είναι η μαρτυρία τόσον αντινομική ή μη πειστική σε βαθμό που να έπρεπε να ανακοπεί η υπόθεση σ' αυτό το στάδιο για ένα τέτοιο λόγο.».

 

Στη συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξέτασε το κατά πόσον, κατά την αντικειμενική θεώρηση των πραγμάτων, αποδείχθηκαν τα συστατικά στοιχεία των υπό κρίση αδικημάτων. 

 

Αναφέρθηκε, συγκεκριμένα, στο αδίκημα της συνομωσίας προς διάπραξη πλημμελήματος και παρατήρησε ότι, η συνομωσία προϋποθέτει συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσοτέρων προσώπων, τα οποία συμφωνούν να διαπράξουν αδίκημα ή να πετύχουν νόμιμο σκοπό με παράνομα μέσα. Περαιτέρω, για το αδίκημα της συνομωσίας, θα πρέπει να αποδειχθεί και η ένοχη σκέψη (mens rea).  Όπως παρατήρησε η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της σχετικής κατηγορίας, η συνομωσία προς διάπραξη πλημμελήματος αφορούσε σε συμφωνία των Κατηγορουμένων να διαπράξουν το αδίκημα της απόσπασης εμπορευμάτων με ψευδείς παραστάσεις. Στην προκείμενη περίπτωση, ουδεμία μαρτυρία προσήχθη προς απόδειξη, στο βαθμό που απαιτείται για σκοπούς απόδειξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, πως οι Κατηγορούμενοι συνήψαν συμφωνία για να διαπράξουν το αδίκημα της απόσπασης εμπορευμάτων με ψευδείς παραστάσεις. Το γεγονός ότι, οι Κατηγορούμενοι 2 και 3 είχαν συνεργαστεί και προηγουμένως, όπως ανέφερε ο ΜΚ1, αναφορικά με την παρουσίαση μιας μεταχρονολογημένης επιταγής στον ΜΚ1, την οποία ο τελευταίος δεν αποδέχθηκε και την επέστρεψε στον Κατηγορούμενο 3, δεν ήταν αρκετό για να οδηγήσει το Δικαστήριο σε ασφαλές συμπέρασμα ότι, οι Κατηγορούμενοι συμφώνησαν μεταξύ τους να διαπράξουν το καταλογιζόμενο σ' αυτούς, από τους Εφεσείοντες, πλημμέλημα. Ούτε και η αναφορά του ΜΚ1 στο ότι, ο Κατηγορούμενος 2 προσπάθησε να λάβει πίσω την επίδικη επιταγή και το γεγονός ότι ο αντίστοιχος λογαριασμός δεν κάλυπτε το ποσό της επιταγής, ήταν αρκετά, κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο για να αποδειχθεί το απαραίτητο συστατικό στοιχείο της ύπαρξης συμφωνίας προς διάπραξη των προαναφερόμενων αδικημάτων, μεταξύ των Κατηγορουμένων-Εφεσιβλήτων.

 

Για το αδίκημα της απόσπασης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις, της δεύτερης κατηγορίας (το οποίο, παρεμφερώς, αφορά και στην κατηγορία της συνομωσίας), το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι, τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είναι η απόκτηση αντικειμένου δυναμένου να κλαπεί, δια ψευδούς παραστάσεως, και με πρόθεση καταδολίευσης. Παρατήρησε ότι, για να αποδειχθεί το αδίκημα, θα πρέπει να διαφανεί ότι η απόσπαση έγινε επειδή η ψευδής παράσταση επενέργησε στο μυαλό του παραπονούμενου, ο οποίος, στηριζόμενος στην ψευδή παράσταση, πείστηκε να αποξενωθεί από την περιουσία του (Δέστε R. V. Sullivan, 30 Cr. App. R. 132). Αναφορικά με την ψευδή παράσταση, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε και στην υπόθεση Ευθυμίου v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 861 και αναφορικά με την πρόθεση καταδολίευσης αναφέρθηκε στις υποθέσεις R. V. Hammerson, 10 Cr. App. R. 121 και Ιωάννου κ.ά. v. Aστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 417.

 

Καθοδηγούμενη από τις προαναφερόμενες αυθεντίες και αρχές, η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής, παρατήρησε ότι, στις λεπτομέρειες του αδικήματος της δεύτερης κατηγορίας, δεν προσδιορίζονταν τα εμπορεύματα, αξίας €43.750, που εξασφαλίστηκαν διά των ψευδών παραστάσεων. Όμως, η παράλειψη αυτή, αναφορικά με τον Κατηγορούμενο 3, καλυπτόταν από τη μαρτυρία που δόθηκε, το ίδιο, όμως, δεν ίσχυε για τους Κατηγορούμενους 1 και 2, οι οποίοι ήταν ασύνδετοι με τα εμπορεύματα που εξασφαλίστηκαν. Για τις ψευδείς παραστάσεις, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην απουσία μαρτυρίας εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής ότι, όταν οι Κατηγορούμενοι αναλάμβαναν την πληρωμή του ποσού των €43.750, που αφορούσε την αξία των επίδικων εμπορευμάτων, είχαν πρόθεση να μην εξοφλήσουν τη μεταχρονολογημένη επιταγή. Επομένως, κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν αποδείχθηκαν, εναντίον των Κατηγορουμένων, ούτε οι ψευδείς παραστάσεις, αλλά ούτε και η αναγκαία πρόθεση καταδολίευσης, κατά τον ουσιώδη χρόνο.

 

Αναφορικά με την τρίτη και πέμπτη κατηγορία, όπου, ο Κατηγορούμενος 2 κατηγορείται ότι, υπό την ιδιότητα του ως διευθυντής της Κατηγορούμενης 1-Εταιρείας συνέργησε στη διάπραξη των αδικημάτων που αποδίδονται στην πρώτη Κατηγορούμενη-Εταιρεία, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε σε σχετική νομολογία αναφορικά με τη συνέργεια, σύμφωνα με το Άρθρο 20 του Κεφ. 154, παρατήρησε ότι, στην περίπτωση υπογραφής επιταγών εταιρείας από τους διευθυντές της εταιρείας, αυτοί μπορεί να έχουν ποινική ευθύνη ως συνεργοί, δυνάμει του άρθρου 20. Για να υπάρχει, όμως, τέτοια ευθύνη, ο διευθυντής θα πρέπει, τουλάχιστον, να γνωρίζει τα ουσιαστικά στοιχεία που συνιστούν το αδίκημα (Δέστε Johnson v. Youden [1950] 1 K.B. 455 και Davies, Turner & Co. Ltd v. Brodie [1954] 1 W.L.R. 1364).  Σύμφωνα με την Παυλόπουλος v. Skopy Shoe Factory Ltd (2003) 2 A.A.Δ. 261, στην οποία αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η συνέργεια επιτελείται κατά το χρόνο της υπογραφής της επιταγής. Με βάση την ενώπιον του μαρτυρία, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, η σχετική επιταγή δόθηκε στον ΜΚ1 την 27.6.2010 από τον Κατηγορούμενο 2, έχοντας ημερομηνία πληρωμής την 29.6.2010. Η ημερομηνία έκδοσης της επιταγής, όμως, παρέμεινε άγνωστη. Συνεπώς, δε μπορούσε να διαπιστωθεί η ύπαρξη πρόθεσης εκ μέρους του Κατηγορούμενου 2, κατά τον ουσιώδη χρόνο, εφόσον ο κρίσιμος χρόνος έκδοσης της επιταγής παρέμεινε άγνωστος. Με αυτά τα δεδομένα, το Δικαστήριο απέρριψε τις κατηγορίες 3 και 5.

 

Όσον αφορά την πρώτη Κατηγορούμενη-Εταιρεία, η οποία αντιμετωπίζει και την τέταρτη κατηγορία, της έκδοσης επιταγής άνευ αντικρίσματος, κατά παράβαση του Άρθρου 305Α(1) του Κεφ. 154, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον της, αναφορικά με την τέταρτη κατηγορία και την κάλεσε να προβάλει την υπεράσπιση της.

 

Η διαχρονική θέση της νομολογίας αναφορικά με την εκ πρώτης όψεως κρίση, είναι η ακόλουθη:

 

«Όπως ο όρος «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» υποδηλώνει η κλήση του κατηγορούμενου σε υπεράσπιση δικαιολογείται μόνο όταν ως θέμα πρώτης όψεως, δηλαδή, μετά την προκαταρκτική θεώρηση της υπόθεσης, δικαιολογείται η κλήση του κατηγορούμενου σε υπεράσπιση. Ο όρος «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με την εις βάθος θεώρηση και τελική όψη της υπόθεσης, δηλαδή, την απόδειξη της κατηγορίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Χρήσιμη ανάλυση του όρου «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» γίνεται στην απόφαση της ολομέλειας In Re Kakos (1985) 1 C.L.R.250.

 

Το δικαστήριο δεν προβαίνει κατά κανόνα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της Κατηγορίας στο ενδιάμεσο στάδιο της δίκης.  Άλλωστε, τέτοια αξιολόγηση θα οδηγούσε, μεταξύ άλλων, στη δημιουργία προκατάληψης εναντίον του κατηγορούμενου οποτεδήποτε κρινόταν ότι η μαρτυρία της Κατηγορίας είναι αξιόπιστη.  Και εδώ έγκειται η σημασία της Πρακτικής του 1962 που υιοθετήθηκε στην απόφαση της ολομέλειας Azinas a.ο. v. Police (1981) 2 C.L.R. 9 και κρίθηκε ότι ενσωματώνει τις αρχές που εφαρμόζονται για να διαπιστωθεί αν η Κατηγορία έχει τεκμηριώσει εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Η πρώτη όψη του πράγματος είναι εκείνη η οποία χαρακτηρίζεται από τα εξωτερικά του γνωρίσματα. Είναι με αυτή την έννοια που ο όρος χρησιμοποιείται στην Πρακτική του 1962. Η απαλλαγή του εφεσίβλητου δικαιολογείται μόνο όταν,

 

(α) δεν στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η υπόθεση της Κατηγορίας λόγω της απουσίας ενός ή περισσοτέρων των συστατικών στοιχείων του εγκλήματος, και

 

(β) Οποτεδήποτε η μαρτυρία είναι τόσο αντινομική ή στερείται πειστικότητας, σε βαθμό που κανένα λογικό δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει σ' αυτή την καταδίκη του κατηγορούμενου.

 

Και στη δεύτερη περίπτωση το κριτήριο είναι αντικειμενικό διότι το μέτρο δεν είναι οι εκτιμήσεις του συγκεκριμένου δικαστηρίου αλλά εκείνες ενός νοητικού λογικού δικαστηρίου. Στην υπόθεση Azinas (ανωτέρω), το δικαστήριο επεσήμανε ότι η προγενέστερη κυπριακή απόφαση Rex v. Mehmed (V16) 1 C.L.R. 46 συσχετίζεται με την ερμηνεία και εφαρμογή των νομοθετικών διατάξεων που ίσχυαν κατά το χρόνο της έκδοσης της, δηλαδή, των Άρθρων 143 και 144 της Περί των Κυπριακών Δικαστηρίων Διαταγής του 1927, η οποία δέσμευε το πρωτόδικο δικαστήριο να εξετάσει, μετά το πέρας της υπόθεσης της Κατηγορίας, κατά πόσο η προσαχθείσα μαρτυρία ήταν επαρκής για να υποστηρίξει την καταδίκη. Οι διατάξεις του Άρθρου 74(1)(β) του Κεφ. 155 εναρμονίζονται, όπως επεξηγείται, με τα αγγλικά θέσμια στον προσδιορισμό εκ πρώτης όψεως υπόθεσης και για το λόγο αυτό τόσο η Πρακτική του 1962 όσο και η σχετική αγγλική νομολογία (Δέστε μεταξύ άλλων: (a) Wiseman a.o. v. Bomeman a.o. [1967] 3 All E.R. 1045 (b) Cozens v. Brutus [1972] 2 All E.R. 1 (c) Ellis v. Jones [1973] 2 All E.R. 893 (d) R. V. Galbraith [1981] 2 All E.R. 1061 (e) R. v. Barker (Note [1975] 65 Cr. App. R. 287) οριοθετούν το πλαίσιο διαπίστωσης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης.» (Δέστε Γενικός Εισαγγελέας v. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133).

 

Με τα προαναφερόμενα υπόψιν, θεωρούμε την πρωτόδικη απόφαση ως ορθή και εμπεριστατωμένη. Το γεγονός ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε και τη μαρτυρία και τη νομική πτυχή και ανέλυσε τα συστατικά στοιχεία όλων των κατηγοριών, στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, και κατέληξε στην απόρριψη όλων των κατηγοριών εναντίον όλων των Κατηγορουμένων, λόγω της απουσίας ενός ή περισσοτέρων στοιχείων της κατηγορίας, πλην μίας μόνο κατηγορίας για την πρώτη Κατηγορούμενη, δεν θεωρούμε ότι συνιστά οποιανδήποτε παρατυπία, υπό τις περιστάσεις, αφού στόχευε αποκλειστικά στη διερεύνηση της ύπαρξης των συστατικών στοιχείων των αδικημάτων.

 

Εν όψει των προαναφερομένων, η Έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος των Εφεσειόντων όπως θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το αρμόδιο Δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο