ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:B490
(2016) 2 ΑΑΔ 1041
20 Οκτωβρίου, 2016
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΛΕΟΠΑ & ΥΙΟΙ ΛΤΔ,
Εφεσείοντες,
ν.
1. VRONTIS BUILDERS LTD,
2. ΑΝΔΡΕΑ ΒΡΟΝΤΗ (ΑΡ. 1),
Εφεσιβλήτων.
(Ποινική Έφεση Αρ. 90/2014)
Ποινικός Κώδικας ― Έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρισμα ― 305(Α)(1) και 20 του Π.Κ. Κεφ. 154 ― Με την υπογραφή της επιταγής από το μόνο εξουσιοδοτούμενο προς τούτο πρόσωπο, το συστατικό στοιχείο της έκδοσης της επιταγής ήταν έκδηλο πως είχε αποδειχθεί και η ενασχόληση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί του το ποιο πρόσωπο συμπλήρωσε και παρέδωσε την επιταγή στην εφεσείουσα συνιστούσε νομικό ολίσθημα ― Όπως νομικό ολίσθημα συνιστούσε και η ενασχόληση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για το πρόσωπο που κατέθεσε την επιταγή στην τράπεζα εφόσον το στοιχείο αυτό ουδόλως είναι σχετικό με τη στοιχειοθέτηση του υπό αναφορά αδικήματος.
Ποινικός Κώδικας ― Έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρισμα ― Η στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης (reus actus) του αδικήματος του Άρθρου 305(Α)(1).
H εφεσείουσα ήταν κατήγορος σε ιδιωτική ποινική υπόθεση, με την οποία είχε προσάψει στην εταιρεία εφεσίβλητη 1 και στο διευθυντή της εφεσίβλητο 2 την κατηγορία της έκδοσης μιας επιταγής χωρίς αντίκρισμα, με ημερομηνία πληρωμής 21.10.2010 και για το ποσό των €6.000 - κατά παράβαση του Άρθρου 305(Α)(1) και 20 του Π.Κ. Κεφ. 154.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως δεν είχε τεθεί ενώπιον του αξιόπιστη μαρτυρία αναφορικά με το χρόνο και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εξεδόθη η επίδικη επιταγή αλλά ούτε και για το πρόσωπο που συμπλήρωσε και παράδωσε την επίδικη επιταγή.
Δύο ήταν οι λόγοι για τους οποίους το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του ΜΚ1 ως αναξιόπιστη και κατ' ακολουθία αθώωσε και απάλλαξε τους εφεσίβλητους. Ο πρώτος καθότι ισχυρίστηκε πως η επιταγή συμπληρώθηκε και του παραδόθηκε γύρω στις 3:00-3:30 μ.μ. της 21.10.2010 και το ίδιο απόγευμα την κατέθεσε στη ΣΠΕ Ανατολικής Λεμεσού, ενώ σύμφωνα με την αδιαμφισβήτητη μαρτυρία της ΜΚ3 το απόγευμα της 21.10.2010 η ΣΠΕ ήταν κλειστή και, ο δεύτερος, γιατί ισχυρίστηκε ότι με τη λήψη της επιταγής εξέδωσε απόδειξη (τεκμ.2), κάτι που το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως δεν ήταν λογικό εφόσον η απόδειξη είχε ημερ. 20.10.2010.
Η εφεσείουσα αμφισβήτησε στην ολότητα της την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αφού εξασφάλισε την προβλεπόμενη από το Άρθρο 137(1)(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, άδεια του Γενικού Εισαγγελέα.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Είναι κοινός τόπος ότι εξουσιοδοτημένο πρόσωπο να υπογράφει επιταγές εκ μέρους της εφεσίβλητης 1 ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο μόνο ο εφεσίβλητος 2 και ότι η επίδικη επιταγή κατατέθηκε στις 21.10.2010 στο λογαριασμό που τηρούσε η εφεσείουσα στη ΣΠΕ Ανατολικής Λεμεσού.
2. Περαιτέρω αποτέλεσε αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η εν λόγω ΣΠΕ παρέπεμψε την επιταγή για πληρωμή στην Εθνική, η οποία την επέστρεψε απλήρωτη με την ένδειξη «Να παρουσιαστεί ξανά».
3. Επίσης ότι η εφεσείουσα παρουσίασε ξανά την επιταγή δύο φορές, πλην όμως και πάλι η επιταγή επεστράφη απλήρωτη στις 29.12.2010 με την ίδια ένδειξη και εν τέλει, στις 4.1.2011, με την ένδειξη «Ανεπαρκή υπόλοιπα». Προσπάθειες της εφεσείουσας, στη συνέχεια, να πληρωθεί η επιταγή από την εφεσίβλητη 1, δεν απέδωσαν.
4. Οι πέντε λόγοι της έφεσης ευσταθούσαν και η πρωτόδικη απόφαση ήταν έκδηλα εσφαλμένη από κάθε άποψη.
5. Η αντικειμενική υπόσταση (reus actus) του αδικήματος του Άρθρου 305(Α)(1) στοιχειοθετείται με την έκδοση επιταγής, την παρουσίαση της στο πιστωτικό ίδρυμα επί του οποίου εκδόθηκε μετά ή κατά την ημερομηνία που κατέστη πληρωτέα, τη μη εξόφληση της επιταγής λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων ή λόγω του ότι ο λογαριασμός του εκδότη ήταν κλειστός κατά το χρόνο παρουσίασης της και, στη συνέχεια, τη μη πληρωμή της εντός 15 ημερών από την παρουσίασή της.
6. Υπό τα περιστατικά της υπόθεσης, με την υπογραφή της επιταγής από το μόνο εξουσιοδοτούμενο προς τούτο πρόσωπο (τον εφεσίβλητο 2), το συστατικό στοιχείο της έκδοσης της επιταγής είναι έκδηλο πως είχε αποδειχθεί και η ενασχόληση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για το ποιο πρόσωπο συμπλήρωσε και παρέδωσε την επιταγή στην εφεσείουσα συνιστούσε νομικό ολίσθημα.
7. Όπως νομικό ολίσθημα συνιστούσε και η ενασχόληση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για το πρόσωπο που κατέθεσε την επιταγή στην τράπεζα εφόσον το στοιχείο αυτό ουδόλως είναι σχετικό με τη στοιχειοθέτηση του υπό αναφορά αδικήματος, το οποίο αποδεικνύεται αφ' εαυτού με την παρουσίαση της επιταγής στο πιστωτικό ίδρυμα επί του οποίου εκδόθηκε και δεν εξοφλήθη λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων.
8. Όπως δηλαδή ήταν και η αδιάψευστη μαρτυρία που προσκομίστηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο τόσο με την παρουσίαση της ίδιας της επιταγής (τεκμ. 1) όσο και από την κοινώς αποδεκτή μαρτυρία των ΜΚ2 και 3. Κατά συνέπεια, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι η επιταγή ποτέ δεν εξοφλήθηκε μετά την παρουσίασή της στην Εθνική, όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είχαν αποδειχθεί όχι μόνο πέραν από κάθε λογική αμφιβολία, αλλά πέραν από κάθε αμφιβολία.
9. Με την έκδηλη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος η προσοχή του πρωτόδικου Δικαστηρίου θα έπρεπε να περιοριστεί στην εξέταση του κατά πόσο αποδείχθηκε και η υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος (mens rea) σ' ό,τι αφορά τον εφεσίβλητο 2.
10. Όπως συναφώς έχει νομολογηθεί, το στοιχείο της γνώσης ανάγεται συνήθως στην πνευματική λειτουργία του κατηγορούμενου και η Κατηγορούσα Αρχή μπορεί να το αποδείξει με την τεκμηρίωση στοιχείων και περιστατικών που περιβάλλουν την υπόθεση και που αποδεικνύουν πέραν από κάθε λογική αμφιβολία τη γνώση.
11. Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά σε νομολογία, κατέληξε πως δεν είχε δοθεί μαρτυρία που να αποδείκνυε ένοχη διάνοια εκ μέρους του εφεσείοντα.
12. Και αυτό καθότι όπως έκρινε δεν ήταν αυτός που συμπλήρωσε και παρέδωσε την επίδικη επιταγή και, περαιτέρω, ότι δεν υπήρχε μαρτυρία ότι ο κατηγορούμενος 2 γνώριζε ότι δεν υπήρχαν κεφάλαια όταν η επιταγή κατατίθετο για πληρωμή, κυρίως στην τελευταία περίπτωση δηλ. 4.1.2011 που ετέθη και η σφραγίδα «αποταθείτε στον εκδότη-ανεπαρκή κεφάλαια.
13. Πρόκειται για συλλογιστική, που δεν ευσταθεί. Αφενός γιατί το ποιο πρόσωπο συμπλήρωσε και παρέδωσε την επιταγή είναι αδιάφορο αναφορικά με το συστατικό στοιχείο της έκδοσης επιταγής και, αφετέρου, το στοιχείο της γνώσης τεκμηριώνεται από τα περιστατικά που περιβάλλουν την υπόθεση που ήταν ουσιαστικά απλά:- Η επιταγή, είτε εκδόθηκε στις 20.10.2010 ως η σχετική απόδειξη (τεκμ.2) είτε την επομένη 21.10.2010 ως η μαρτυρία του ΜΚ1, παρουσιάστηκε για πληρωμή 21.10.2011 και στη συνέχεια στις 29.12.2010 και 4.1.2011 και σε καμιά από τις τρεις αυτές περιπτώσεις δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια για πληρωμή, στοιχείο που αναγνώρισε ρητώς κατά την αντεξέταση του και ο εφεσίβλητος 2 (ΜΥ1).
14. Δηλαδή, η επιταγή παρουσιάστηκε για πληρωμή ευθύς αμέσως μετά την έκδοση της και ο εφεσίβλητος 2 ως διευθυντής και ιθύνων νους της εφεσίβλητης 1 και ως το μόνο πρόσωπο που ήταν εξουσιοδοτημένο να υπογράφει επιταγές της, γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει εάν υπήρχαν ή όχι διαθέσιμα κεφάλαια, για πληρωμή της επίδικης επιταγής όταν την υπέγραφε.
Η έφεση επέτυχε. Οι εφεσίβλητοι κρίθηκαν ένοχοι στην κατηγορία που έκαστος αντιμετώπιζε πρωτοδίκως.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Μελή ν. Vasos Leptos Ltd (2015) 2 Α.Α.Δ. 734, ECLI:CY:AD:2015:B707,
Youssef v. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 289,
Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486,
Σάββας Θεοχάρους & Υιός Λτδ ν. Ορφανίδη κ.ά. (2015) 2 Α.Α.Δ. 721, ECLI:CY:AD:2015:B706,
Παυλόπουλος ν. Skopy Shoe Factory Ltd (2003) 2 A.A.Δ. 261.
Έφεση κατά Αθωωτικής Απόφασης.
Έφεση από τους Παραπονούμενους εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Παπαθανασίου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 9118/2011), ημερομηνίας 7/2/2014.
Ελ. Ιωάννου (κα), για τους Εφεσείοντες.
Καμία εμφάνιση, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Χριστοδούλου, Δ..
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: H εφεσείουσα ήταν παραπονούμενη (κατήγορος) στην ιδιωτική ποινική υπόθεση 9118/2011 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, με την οποία είχε προσάψει στην εταιρεία Vrontis Builders Ltd (εφεσίβλητη 1) και στο διευθυντή της Ανδρέα Βρόντη (εφεσίβλητο 2) την κατηγορία της έκδοσης μιας επιταγής χωρίς αντίκρισμα - της υπ' αρ. 11087577 της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου), στο εξής η Εθνική, με ημερομηνία πληρωμής 21.10.2010 και για το ποσό των €6.000 - κατά παράβαση του ;Aρθρου 305(Α)(1) και 20 του Π.Κ. Κεφ. 154.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού υιοθέτησε την κοινώς αποδεκτή μαρτυρία της υπαλλήλου της Εθνικής Ντ. Νεοφύτου (ΜΚ2) και της υπαλλήλου της ΣΠΕ Ανατολικής Λεμεσού Α. Ανδρονίκου (ΜΚ3), έστρεψε την προσοχή του στα αμφισβητούμενα σημεία που προέκυψαν ως αποτέλεσμα της μαρτυρίας του διευθυντή της εφεσείουσας Γ. Κλεόπα (ΜΚ1) και του εφεσίβλητου 2 (ΜΥ1) που ήταν και ο μοναδικός μάρτυρας των εφεσιβλήτων. Aφού δε αντιπαρέλαβε τη μαρτυρία τους με την αδιαμφισβήτητη μαρτυρία των ΜΚ2 και 3, έκρινε πως δεν είχε τεθεί ενώπιον του «. αξιόπιστη μαρτυρία αναφορικά με το χρόνο και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εξεδόθη η επίδικη επιταγή αλλά ούτε και για το πρόσωπο που συμπλήρωσε και παράδωσε την επίδικη επιταγή. Επίσης δεν έχω αξιόπιστη μαρτυρία για το πρόσωπο που κατέθεσε την επιταγή στην τράπεζα, αλλά και για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες η επιταγή κατατέθηκε». Περαιτέρω, σ' ό,τι αφορά ειδικά τον εφεσίβλητο 2, ναι μεν κατέληξε πως η επίδικη επιταγή υπογράφτηκε απ' αυτόν, αλλά με δεδομένο ότι ο ίδιος «. δεν συμπλήρωσε ή παρέδωσε την επίδικη επιταγή ...» δεν είχε στοιχειοθετηθεί η υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος και στη βάση αυτών αθώωσε και απάλλαξε αμφότερους τους εφεσίβλητους από την κατηγορία που αντιμετώπιζαν.
Η εφεσείουσα αμφισβήτησε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και αφού εξασφάλισε την προβλεπόμενη από το Άρθρο 137(1)(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, άδεια του Γενικού Εισαγγελέα, προχώρησε στην καταχώριση της παρούσας έφεσης στη βάση πέντε λόγων, τους οποίους θα εξετάσουμε αφού πρώτα σκιαγραφήσουμε την αδιαμφισβήτητη μαρτυρία των ΜΚ 2 και 3 και στη συνέχεια τη μαρτυρία των ΜΚ1 και ΜΥ1.
Είναι κοινός τόπος ότι εξουσιοδοτημένο πρόσωπο να υπογράφει επιταγές εκ μέρους της εφεσίβλητης 1 ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο μόνο ο εφεσίβλητος 2 και ότι η επίδικη επιταγή κατατέθηκε στις 21.10.10 στο λογαριασμό που τηρούσε η εφεσείουσα στη ΣΠΕ Ανατολικής Λεμεσού. Περαιτέρω αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η εν λόγω ΣΠΕ παρέπεμψε την επιταγή για πληρωμή στην Εθνική, η οποία την επέστρεψε απλήρωτη με την ένδειξη «Να παρουσιαστεί ξανά». Επίσης ότι η εφεσείουσα παρουσίασε ξανά την επιταγή δύο φορές, πλην όμως και πάλι η επιταγή επεστράφη απλήρωτη στις 29.12.2010 με την ίδια ένδειξη και εν τέλει, στις 4.1.2011, με την ένδειξη «Ανεπαρκή υπόλοιπα». Προσπάθειες της εφεσείουσας, στη συνέχεια, να πληρωθεί η επιταγή από την εφεσίβλητη 1, δεν απέδωσαν.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του ΜΚ1 η επιταγή εκδόθηκε για εργασίες που εκτέλεσε ή εφεσείουσα ως υπεργολάβος της εφεσίβλητης 1, η οποία είχε αναλάβει ως εργολάβος τις εργασίες ανακαίνισης της Τεχνικής Σχολής Λεμεσού. Σ' ότι δε αφορά τα σημεία διαφωνίας ήταν η θέση του ΜΚ1 πως η επιταγή συμπληρώθηκε γύρω στις 3:00- 3:30 μ.μ. της 21.10.2010 από υπάλληλο της εφεσίβλητης 1 ή από τον εφεσίβλητο 2 και αφού την υπόγραψε ο εφεσίβλητος 2, ο ίδιος έκδωσε σχετική απόδειξη (τεκμ.2) και αμέσως μετά, το ίδιο απόγευμα, την κατέθεσε στο λογαριασμό που τηρούσε η εφεσείουσα στη ΣΠΕ, ενώ η θέση του ΜΥ1 ήταν πως δεν ήξερε ότι για τις εργασίες ανακαίνισης της Τεχνικής Σχολής η εφεσίβλητη 1 είχε οποιαδήποτε συνεργασία με την εφεσείουσα και ότι η επιταγή συμπληρώθηκε εν αγνοία του από τον αδελφό του Μ. Βρόντη.
Δύο ήταν οι λόγοι για τους οποίους το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του ΜΚ1 ως αναξιόπιστη και κατ' ακολουθία αθώωσε και απάλλαξε τους εφεσίβλητους. Ο πρώτος καθότι ισχυρίστηκε πως η επιταγή συμπληρώθηκε και του παραδόθηκε γύρω στις 3:00-3:30 μ.μ. της 21.10.2010 και το ίδιο απόγευμα την κατέθεσε στη ΣΠΕ Ανατολικής Λεμεσού, ενώ σύμφωνα με την αδιαμφισβήτητη μαρτυρία της ΜΚ3 το απόγευμα της 21.10.2010 η ΣΠΕ ήταν κλειστή και, ο δεύτερος, γιατί ισχυρίστηκε ότι με τη λήψη της επιταγής εξέδωσε απόδειξη (τεκμ.2), κάτι που το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως δεν ήταν λογικό εφόσον η απόδειξη είχε ημερ. 20.10.2010.
Όπως ήδη έχει σημειωθεί η εφεσείουσα προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με πέντε λόγους έφεσης. Διατείνεται συναφώς ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο (α) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κατηγορούσα αρχή απέτυχε να αποδείξει την υπόθεση της πέραν από κάθε λογική αμφιβολία εναντίον των εφεσιβλήτων (1ος λόγος έφεσης), (β) έκρινε αναξιόπιστη τη μαρτυρία του ΜΚ1 (2ος λόγος έφεσης), (γ) κατέληξε σε συμπέρασμα ότι δεν είχε στοιχειοθετηθεί η υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος αναφορικά με τον εφεσίβλητο 2 (3ος λόγος έφεσης) και (δ) κατέληξε σε συμπέρασμα ότι δεν είχε ενώπιον του αξιόπιστη μαρτυρία αναφορικά με το χρόνο και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εκδόθηκε η επίδικη επιταγή, καθώς επίσης και ότι δεν είχε ενώπιον του αξιόπιστη μαρτυρία για το πρόσωπο που συμπλήρωσε την επίδικη επιταγή (4ος και 5ος λόγος έφεσης).
Η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσείουσας προώθησε τους πιο πάνω λόγους έφεσης με εμπεριστατωμένο διάγραμμα αγόρευσης, το οποίο υιοθέτησε και κατά την επ' ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης. Σ' ό,τι δε αφορά τους εφεσίβλητους, αυτοί, παρόλο που τους επιδόθηκε η έφεση και παρόλο που αρχικά καταχώρισαν σχετική εμφάνιση μέσω δικηγόρου, εντούτοις στη συνέχεια επέδειξαν πλήρη αδιαφορία για την τύχη της έφεσης και ο δικηγόρος τους παραιτήθηκε γραπτώς από την αντιπροσώπευσή τους.
Διεξήλθαμε με την επιβαλλόμενη προσοχή τα όσα προώθησε η εφεσείουσα με το διάγραμμα αγόρευσης της ευπαιδεύτου συνηγόρου της υπό το πρίσμα που το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε την ενώπιον του μαρτυρία και στη συνέχεια αθώωσε και απάλλαξε τους εφεσίβλητους αναλύοντας προς τούτο τις πρόνοιες των Άρθρων 305(Α)(1) και 20 του Ποινικού Κώδικα. Καταλήξαμε, σε συμφωνία με την επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται στο υπό αναφορά διάγραμμα, ότι και οι πέντε λόγοι της έφεσης ευσταθούν και η πρωτόδικη απόφαση είναι έκδηλα εσφαλμένη από κάθε άποψη. Προς τούτο είναι αρκετό για τους σκοπούς της παρούσης να επισημάνουμε τα πιο κάτω:-
Η αντικειμενική υπόσταση (reus actus) του αδικήματος του Άρθρου 305(Α)(1)* στοιχειοθετείται με την έκδοση επιταγής, την παρουσίαση της στο πιστωτικό ίδρυμα επί του οποίου εκδόθηκε μετά ή κατά την ημερομηνία που κατέστη πληρωτέα, τη μη εξόφληση της επιταγής λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων ή λόγω του ότι ο λογαριασμός του εκδότη ήταν κλειστός κατά το χρόνο παρουσίασης της και, στη συνέχεια, τη μη πληρωμή της εντός 15 ημερών από την παρουσίασή της.
Υπό τα περιστατικά της υπόθεσης, με την υπογραφή της επιταγής από το μόνο εξουσιοδοτούμενο προς τούτο πρόσωπο (τον εφεσίβλητο 2), το συστατικό στοιχείο της έκδοσης της επιταγής είναι έκδηλο πως είχε αποδειχθεί και η ενασχόληση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για το ποιο πρόσωπο συμπλήρωσε και παρέδωσε την επιταγή στην εφεσείουσα συνιστά νομικό ολίσθημα (βλ. Μελή ν. Vasos Leptos Ltd (2015) 2 Α.Α.Δ. 734, ECLI:CY:AD:2015:B707). Όπως νομικό ολίσθημα συνιστά και η ενασχόληση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για το πρόσωπο που κατέθεσε την επιταγή στην τράπεζα εφόσον το στοιχείο αυτό ουδόλως είναι σχετικό με τη στοιχειοθέτηση του υπό αναφορά αδικήματος, το οποίο αποδεικνύεται αφ' εαυτού με την παρουσίαση της επιταγής στο πιστωτικό ίδρυμα επί του οποίου εκδόθηκε και δεν εξοφλήθη λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων. Όπως δηλαδή ήταν και η αδιάψευστη μαρτυρία που προσκομίστηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο τόσο με την παρουσίαση της ίδιας της επιταγής (τεκμ. 1) όσο και από την κοινώς αποδεκτή μαρτυρία των ΜΚ2 και 3. Κατά συνέπεια, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι η επιταγή ποτέ δεν εξοφλήθηκε μετά την παρουσίασή της στην Εθνική, όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είχαν αποδειχθεί όχι μόνο πέραν από κάθε λογική αμφιβολία, αλλά πέραν από κάθε αμφιβολία.
Όπως γίνεται αντιληπτό από τα πιο πάνω, με την έκδηλη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος η προσοχή του πρωτόδικου Δικαστηρίου θα έπρεπε να περιοριστεί στην εξέταση του κατά πόσο αποδείχθηκε και η υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος (mens rea) σ' ό,τι αφορά τον εφεσίβλητο 2. Όπως συναφώς έχει νομολογηθεί, το στοιχείο της γνώσης ανάγεται συνήθως στην πνευματική λειτουργία του κατηγορούμενου και η Κατηγορούσα Αρχή μπορεί να το αποδείξει με την τεκμηρίωση στοιχείων και περιστατικών που περιβάλλουν την υπόθεση και που αποδεικνύουν πέραν από κάθε λογική αμφιβολία τη γνώση (βλ. Youssef v. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 289, Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486 και Σάββας Θεοχάρους & Υιός Λτδ ν. Ορφανίδη κ.ά. (2015) 2 Α.Α.Δ. 721, ECLI:CY:AD:2015:B706).
Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στην Παυλόπουλος ν. Skopy Shoe Factory Ltd (2003) 2 A.A.Δ. 261, όπου εξετάζεται το θέμα της ποινικής ευθύνης των διευθυντών μιας εταιρείας με την υπόδειξη πως σε τέτοιες περιπτώσεις χρειάζεται απόδειξη της ένοχης πράξης (reus actus) η οποία περιέχει την παροχή βοήθειας ή παρακίνησης σε αδίκημα και την ένοχη διάνοια (mens rea), κατέληξε πως δεν είχε δοθεί μαρτυρία που να αποδείκνυε ένοχη διάνοια εκ μέρους του εφεσείοντα. Και αυτό καθότι δεν ήταν αυτός που συμπλήρωσε και παρέδωσε την επίδικη επιταγή και, περαιτέρω, δεν «. υπάρχει μαρτυρία ότι ο κατηγορούμενος 2 γνώριζε ότι δεν υπήρχαν κεφάλαια όταν η επιταγή κατατίθετο για πληρωμή, κυρίως στην τελευταία περίπτωση δηλ. 4.1.2011 που ετέθη και η σφραγίδα «αποταθείτε στον εκδότη-ανεπαρκή κεφάλαια»». Πρόκειται για συλλογιστική, που όπως γίνεται αντιληπτό, δεν ευσταθεί. Αφενός γιατί όπως ήδη επισημάνθηκε πιο πάνω το ποιο πρόσωπο συμπλήρωσε και παρέδωσε την επιταγή είναι αδιάφορο αναφορικά με το συστατικό στοιχείο της έκδοσης επιταγής και, αφετέρου, το στοιχείο της γνώσης τεκμηριώνεται από τα περιστατικά που περιβάλλουν την υπόθεση που ήταν ουσιαστικά απλά:- Η επιταγή, είτε εκδόθηκε στις 20.10.2010 ως η σχετική απόδειξη (τεκμ.2) είτε την επομένη 21.10.2010 ως η μαρτυρία του ΜΚ1, παρουσιάστηκε για πληρωμή 21.10.2011 και στη συνέχεια στις 29.12.2010 και 4.1.2011 και σε καμιά από τις τρεις αυτές περιπτώσεις δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια για πληρωμή, στοιχείο που αναγνώρισε ρητώς κατά την αντεξέταση του και ο εφεσίβλητος 2 (ΜΥ1). Δηλαδή, η επιταγή παρουσιάστηκε για πληρωμή ευθύς αμέσως μετά την έκδοση της και ο εφεσίβλητος 2 ως διευθυντής και ιθύνων νους της εφεσίβλητης 1 (βλ. Ανδρονίκου, ανωτέρω) και ως το μόνο πρόσωπο που ήταν εξουσιοδοτημένο να υπογράφει επιταγές της γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει εάν υπήρχαν ή όχι διαθέσιμα κεφάλαια, για πληρωμή της επίδικης επιταγής όταν την υπέγραφε. Κατά συνέπεια κάθε άλλο συμπέρασμα από το ότι ο εφεσίβλητος 2 κατά την υπογραφή/έκδοση της επιταγής γνώριζε την ανυπαρξία διαθέσιμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εφεσίβλητης 1 για πληρωμή της επιταγής, δεν θα είχε θέση υπό τα περιστατικά της υπόθεσης. Αποδείχτηκε επομένως και το στοιχείο της γνώσης και εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως δεν είχε ενώπιον του μαρτυρία για απόδειξη του στοιχείου αυτού.
Κατ' ακολουθία των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη αθωωτική απόφαση παραμερίζεται, οι δε εφεσίβλητοι κρίνονται ένοχοι στην κατηγορία που έκαστος αντιμετώπιζε πρωτοδίκως.
Η έφεση επιτυγχάνει. Οι εφεσίβλητοι κρίνονται ένοχοι στην κατηγορία που έκαστος αντιμετώπιζε πρωτοδίκως.