ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2016:B470

(2016) 2 ΑΑΔ 867

5 Οκτωβρίου, 2016

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]

 

ΠΑΠΑΝΔΡΕΑΣ ΑΘΑΝΑΣΗ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 45/2014)

 

 

Ποινικός Κώδικας ― Βιασμός ― Επικύρωση καταδίκης χωρίς ενισχυτική μαρτυρία ― Απόρριψη λόγων έφεσης που στηρίχθηκαν σε ζητήματα αξιολόγησης μαρτυρίας και δίκαιης δίκης ― Απόφανση Εφετείου ότι από όλο φάσμα αξιολόγησης της μαρτυρίας από το Κακουργιοδικείο και την ανυπαρξία ουσιωδών αντιφάσεων ή κενών στη μαρτυρία της παραπονούμενης, δεν εντοπιζόταν οποιοδήποτε σφάλμα στην κατάληξή του να προχωρήσει σε καταδικαστική απόφαση, έστω και χωρίς την ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας.

 

Ποινικός Κώδικας ― Βιασμός ― Επικύρωση από το Εφετείο, κατάληξης Κακουργιοδιεκίου ότι, η ψυχολογική κατάσταση της παραπονούμενης, άμεσα συναρτημένη με τα όσα βίωσε αλλά και με το πρόσωπο που τη βίασε, οι φόβοι της λόγω των απειλών του Εφεσείοντα, η σύγχυση στην οποία βρισκόταν και ο αναλογισμός εκ μέρους της των συνεπειών τυχόν καταγγελίας της στο άμεσο οικογενειακό της περιβάλλον, ήταν παράγοντες που δικαιολογούσαν την όποια καθυστέρηση στην υποβολή παραπόνου.

 

Ανακριτικό έργο ― Η συνέχιση του ανακριτικού έργου, έστω και μετά την καταχώρηση ποινικής υπόθεσης, είναι απόλυτα επιτρεπτή και νομολογιακά αναγνωρισμένη.

 

Σεξουαλικά αδικήματα ― Απόδειξη ― Άμεσο παράπονο ― Πρέπει και το Δικαστήριο να είναι δεκτικό στην ολοένα και πλέον αποδεκτή και συγκλίνουσα θέση, ότι τα θύματα των σεξουαλικών επιθέσεων βιώνουν μια πληθώρα ψυχολογικών μετατραυματικών εμπειριών που αναμφίβολα επηρεάζουν και την δυνατότητα τους να υποβάλουν άμεσα το παράπονο τους, αλλά και τη δυνατότητα τους να λειτουργούν και να αντιδρούν πάντοτε κατά τρόπο που εκλογικευμένα θα θεωρείτο αναμενόμενος.

 

Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Ενισχυτική μαρτυρία ― Έχει προέλευση ανεξάρτητη από το μάρτυρα τη μαρτυρία του οποίου αποβλέπει να ενισχύσει και να τείνει να καταδείξει ουσιωδώς ότι όχι μόνο διαπράχθηκε το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται ο υπόδικος, αλλά επίσης ότι εκείνος που το διέπραξε ήταν ο κατηγορούμενος ― Δεν απαιτείται όπως η ενισχυτική μαρτυρία αποδεικνύει αφ' εαυτής τα αμφισβητούμενα γεγονότα ή τα συστατικά στοιχεία του εγκλήματος ― Ό,τι απαιτείται είναι η μαρτυρία να έχει ανεξάρτητη προέλευση από το συνένοχο και να τείνει να καταδείξει σε μια ή περισσότερες ουσιώδεις λεπτομέρειες ότι διαπράχθηκε το κρινόμενο έγκλημα και ότι ο εγκληματίας είναι ο κατηγορούμενος.

 

Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Ενισχυτική μαρτυρία ― Σεξουαλικά αδικήματα ― Το δικαστήριο δεν έχει οποιαδήποτε νομοθετική υποχρέωση αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας της μαρτυρίας παραπονουμένου αναφορικά με σεξουαλικά αδικήματα ― Ενδείκνυται βεβαίως, ως θέμα πρακτικής, με βάση το Κοινοδίκαιο, να αναζητείται τέτοιας μορφής μαρτυρία ― Σκοπός της ενισχυτικής μαρτυρίας είναι η άρση των εγγενών αμφιβολιών για την ποιότητα της μαρτυρίας, ακριβώς λόγω της φύσης των εγκλημάτων αυτής της μορφής.

 

Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Ενισχυτική μαρτυρία ― Ένα δικαστήριο μπορεί να στηριχθεί εξ ολοκλήρου στη μαρτυρία παραπονουμένου προσώπου και να θεμελιώσει καταδίκη, αφού προηγουμένως προειδοποιήσει τον εαυτό του για τους πιθανούς κινδύνους που ελλοχεύουν στη στήριξη, μόνο, σε τέτοια μαρτυρία.

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Πότε επεμβαίνει το Εφετείο ―   Σε σχέση με ζητήματα αντιφάσεων στη μαρτυρία, επέμβαση του Εφετείου χωρεί στην περίπτωση και μόνο όπου αυτές είναι τέτοιας μορφής που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση ― Ως τέτοιες μπορούν να καθορισθούν οι αντιφάσεις οι οποίες, υπό το φως της φύσης της υπόθεσης και του ζητήματος που καλύπτουν, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή φανερώνουν διάθεση καταφυγής στο ψεύδος.

 

Δίκαιη δίκη ― Η ισότητα των όπλων επιβάλλει ότι κάθε διάδικος πρέπει να έχει εύλογη ευκαιρία παρουσίασης της υπόθεσής του, υπό συνθήκες οι οποίες δεν τον θέτουν σε μειονεκτική θέση έναντι της άλλης πλευράς ― Σε κάθε όμως περίπτωση, ισχυρισμός που προβάλλεται για παραβίαση του δικαιώματος της δίκαιης δίκης δεν εξετάζεται μεμονωμένα ή αποσπασματικά, ούτε και κατ' αφηρημένο τρόπο, αλλά συγκεκριμένα και υπό το φως της κάθε δεδομένης υπόθεσης.

 

Ο Εφεσείοντας, ιερέας, διώχθηκε, δικάστηκε και καταδικάστηκε για το έγκλημα του βιασμού, που διαπράχθηκε ένα βράδυ περί τα τέλη Μαΐου του 2013, σε χωριό της επαρχίας Λευκωσίας και με θύμα την αδελφότεκνή του.

 

Η παραπονούμενη, 26 ετών, είναι κόρη του αδελφού του Εφεσείοντα. Η παραπονούμενη κατοικούσε στη Λευκωσία μέχρι και τα μέσα Μαΐου 2013, οπόταν έλαβε τηλεφώνημα από τον Εφεσείοντα, ο οποίος της ζήτησε να βοηθήσει τον πατέρα της, λόγω των προβλημάτων υγείας που είχε.

 

Την επόμενη μέρα μετέβηκε στο χωριό, όπου και αποφάσισε να μείνει. Αποδέχθηκε πρόταση του Εφεσείοντα να της παραχωρήσει προσωρινά διαμονή σε καραβάνι που είχε, χωρίς οποιαδήποτε επιβάρυνση. Εγκαταστάθηκε στο καραβάνι αυτό, όπου μετέβαινε το βράδυ για ύπνο και το μεσημέρι για ντους. Τις υπόλοιπες ώρες βρισκόταν στο καφενείο του πατέρα της και τον φρόντιζε. Μετά από κάποιες μέρες διαμονής της στο καραβάνι και παρόλο που είχε συμφωνηθεί με τον Εφεσείοντα να διαμένει μόνη της σε αυτό, ο τελευταίος ερχόταν και κοιμόταν και αυτός τα βράδια σε άλλο δωμάτιο, με τη δικαιολογία ότι θα ξυπνούσε πρωί να πάει στο κοπάδι του.

 

Ένα βράδυ, περί τα τέλη Μαΐου 2013, που η παραπονούμενη πήγε στο καραβάνι για να κοιμηθεί αισθανόμενη μεγάλη σωματική και ψυχολογική κούραση, ήρθε στο δωμάτιό της ο Εφεσείοντας, κάθισε στο κρεβάτι της και άρχισε να της μιλά. Στην πορεία άρχισε να της κάνει μασάζ στην πλάτη ενώ αυτή φορούσε τα ρούχα της, με αποτέλεσμα να αποκοιμηθεί. Σε αυτό το στάδιο η παραπονούμενη άρχισε να διερωτάται κατά πόσο ο Εφεσείοντας δεν την έβλεπε ως κόρη του και αν προσπαθούσε στην πραγματικότητα να την προσεγγίσει ως άντρας. Το μεσημέρι της επόμενης μέρας η παραπονούμενη πήγε στο καραβάνι για να κάνει ντους, σκοπεύοντας στη συνέχεια να επιστρέψει στο καφενείο. Βγαίνοντας από το ντους και φορώντας μπουρνούζι, είδε τον Εφεσείοντα μπροστά της, στο σαλόνι. Αμέσως επέστρεψε στο δωμάτιό της. Μόλις φόρεσε το νυχτικό της, ο Εφεσείοντας εισήλθε στο δωμάτιο, φορώντας μποξεράκι και ένα πουκάμισο μισάνοιχτο. Κάθισε δίπλα της στο κρεβάτι και άρχισε να της μιλά για γυναίκες και φιλενάδες που είχε και γενικώς να της λέει κουβέντες σεξουαλικού περιεχομένου. Προτού προλάβει να αντιδράσει η παραπονούμενη, ο Εφεσείοντας την έπιασε από τα χέρια, την έριξε στο κρεβάτι ανάσκελα και πέφτοντας ολόκληρος πάνω της άρχισε να τη φιλά στα χείλη και να την αγγίζει με τα χέρια του στο στήθος, στα οπίσθια και σε ολόκληρο το σώμα της. Η παραπονούμενη, αντιδρώντας, τον έσπρωχνε, λέγοντάς του να φύγει. Αυτός εξακολουθούσε να είναι από πάνω της, να τη χαϊδεύει και να τη φιλά στο πρόσωπο και στο λαιμό με λυσσαλέο τρόπο. Σε κάποια στιγμή που τη χαίδευε με τα χέρια του η παραπονούμενη ένιωσε το χέρι του μέσα στο εσώρουχό της. Ταυτόχρονα, ένιωσε το πέος του να τρίβεται στο αιδοίο της και πιέζοντάς την το έβαλε εντός αυτού. Με το ένα του χέρι κρατούσε τα δύο χέρια της παραπονούμενης και την πίεζε και με το άλλο έπιασε το πέος του και το έβαλε μέσα στο αιδοίο της. Μόλις έγινε αυτό η παραπονούμενη, χρησιμοποιώντας όλη τη δύναμή της, κατάφερε και τον έριξε προς την αριστερή πλευρά του κρεβατιού και έτρεξε και βγήκε από το καραβάνι. Εκείνο το βράδυ δεν επέστρεψε στο καραβάνι για σκοπούς διαμονής της, επειδή φοβόταν μήπως επαναληφθούν τα γεγονότα και επειδή ένιωθε αηδία. Κοιμήθηκε στο καφενείο του πατέρα της. Επέστρεψε αργότερα, την ίδια νύχτα, αφού προηγουμένως βεβαιώθηκε ότι ο Εφεσείοντας δεν ήταν εκεί για να πάρει τα προσωπικά της αντικείμενα. Μεταξύ άλλων, πήρε και το σεντόνι, τεκμήριο 7, το οποίο χρησιμοποιούσε η ίδια αποκλειστικά πάνω στο κρεβάτι στο οποίο κοιμόταν ενόσω διέμενε στο καραβάνι. Το σεντόνι αυτό το φύλαξε, χωρίς να το πλύνει, και το παρέδωσε αργότερα στους ανακριτές της υπόθεσης. Στο τεκμήριο αυτό εντοπίστηκε μετά από επιστημονικές εξετάσεις γενετικό υλικό, σπερματικά κύτταρα, το οποίο ταυτίστηκε με το γενετικό προφίλ που απομονώθηκε από παρειακό επίχρισμα που λήφθηκε από τον Εφεσείοντα. Μετά το συμβάν, ο Εφεσείοντας απειλούσε συνεχώς την παραπονούμενη, μεταξύ άλλων και με την αποστολή γραπτών μηνυμάτων στο κινητό της, προκειμένου να μην αναφέρει ο,τιδήποτε για το περιστατικό. Η παραπονούμενη, τις επόμενες μέρες, δεν ανέφερε σε κανένα ο,τιδήποτε, παρά μόνο σε κάποιο φίλο της ότι απλώς ο θείος της είχε προσπαθήσει «να της βάλει χέρι». Αισθανόταν πολύ πληγωμένη και στενοχωρημένη, γιατί δεν περίμενε να την εκμεταλλευθεί ο ίδιος ο θείος της και φοβόταν να τον καταγγείλει γιατί την απειλούσε και δεν είχε εμπιστοσύνη στην Αστυνομία. Τελικά, η καταγγελία έλαβε χώραν στις 11.6.2013 στην Αστυνομική Διεύθυνση Μόρφου, όπου προσήλθε η παραπονούμενη.

 

Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας, παρακολουθώντας τους μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιόν του μέσα στα πλαίσια της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης, και αξιολογώντας την ενώπιόν του μαρτυρία υπό το πρίσμα του περιεχομένου, της ποιότητας και αντιπαραβάλλοντας την με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων, κατέληξε στην αποδοχή των όσων κατέθεσαν οι μάρτυρες κατηγορίας, απορρίπτοντας την αντίστοιχη μαρτυρία που προσφέρθηκε από την υπεράσπιση. Θεμέλιο για την καταδίκη του Εφεσείοντα αποτέλεσε η μαρτυρία της παραπονούμενης και η αποδοχή της ως μαρτυρίας αξιόπιστου μάρτυρα, σε σημείο που το Κακουργιοδικείο εκδήλωσε την ετοιμότητά του να βασιστεί στη μαρτυρία αυτή, παρά την απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας. Υπό το πρίσμα αυτό, και με αναφορά στη νομική πτυχή που καλύπτει το αδίκημα του βιασμού, ήταν η κατάληξη του Κακουργιοδικείου ότι το υπό αναφορά κακούργημα είχε συντελεστεί, αφού απεδείχθη από την Κατηγορούσα Αρχή πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας η διενέργεια της σεξουαλικής πράξης, ήτοι η είσοδος του πέους του Εφεσείοντα στο αιδοίο της παραπονούμενης, χωρίς τη συναίνεσή της. Την καταδίκη ακολούθησε η επιβολή ποινής φυλάκισης 10 ετών στον Εφεσείοντα.

 

Η έφεση προωθήθηκε τελικώς εναντίον μόνο της καταδίκης και στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Ήταν εσφαλμένη η πρωτόδικη κατάληξη, και το Κακουργιοδικείο ενήργησε υπό το κράτος νομικής πλάνης και κατά παράβαση της νομολογίας και των αρχών της δίκαιης δίκης.

 

β)  Ήταν λανθασμένη η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης ήταν αξιόπιστη. Υπήρξαν συμπεριφορές, αντιφάσεις και κενά στη μαρτυρία της παραπονούμενης, τόσο σε σχέση με τον κρίσιμο χρόνο του επίδικου περιστατικού, όσο και μετέπειτα.

 

γ)  Η απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας, αποτελούσε στοιχείο που καθιστούε ακόμη πιο ευάλωτη τη μαρτυρία της παραπονούμενης.

 

δ)  το Κακουργιοδικείο λανθασμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία της κλινικής ψυχολόγου ΜΚ6, απορρίπτοντας, ταυτόχρονα, την αντίστοιχη μαρτυρία του ΜΥ9.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

 

1.  Τα όσα ο συνήγορος του Εφεσείοντα επικαλέστηκε, προκειμένου να προσβάλει ως λανθασμένη την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου, σε αναφορά με το αξιόπιστο της μαρτυρίας της παραπονούμενης, εξετάστηκαν με γνώμονα τις νομολογημένες αρχές περί του πότε επεμβαίνει το Εφετείο σε ζητήματα αξιολόγησης μαρτυρίας.

 

2.  Έγινε εκτεταμένη αναφορά στον τρόπο με τον οποίο η παραπονούμενη περιέγραψε το βιασμό της και ιδίως στη διαφοροποίηση της θέσης της από την πρώτη κατάθεση ως προς το κατά πόσο ο Εφεσείοντας την ακινητοποίησε κρατώντας τα χέρια της με τα δύο του χέρια ή με το ένα, όπως έθεσε στη δεύτερή της κατάθεση. Η σχετική εισήγηση της πλευράς του Εφεσείοντα συσχετίζεται με την αναφορά της παραπονούμενης ότι ο Εφεσείοντας χρησιμοποιώντας το ένα του χέρι έπιασε το πέος του και το έβαλε στο αιδοίο της. Ως εκ τούτου, παρουσιάστηκε ως αντιφατική και ιδιαίτερης σημασίας η διαφοροποίηση της θέσης της παραπονούμενης ως προς τον τρόπο ακινητοποίησής της.

 

3.  Το Κακουργιοδικείο προσέγγισε την αξιοπιστία της παραπονούμενης τόσο υπό το πρίσμα της πρώτης όσο και της δεύτερης κατάθεσής της και υπό το φως της όλης προφορικής μαρτυρίας της ενώπιόν του.

 

4.  Ορθά κατέληξε, ότι με την αναφορά της η παραπονούμενη επεξηγούσε τον τρόπο με τον οποίο την πίεζε ο Εφεσείοντας, προκειμένου να πετύχει τους έκνομους σκοπούς του. Άλλωστε, σε περιπτώσεις όπως η υπό κρίση, όπου τα γεγονότα ξετυλίγονται ταχύτατα και όπου το θύμα βιώνει αστάθμητες και αφύσικες παραστάσεις, δεν αναμένεται να αποτυπώνει και να μεταφέρει την κάθε λεπτομέρεια και την κάθε κίνηση με απόλυτη ακρίβεια.

 

5.  Το γεγονός ότι δεν ακολούθησε άμεσο παράπονο και ότι η παραπονούμενη κατήγγειλε το βιασμό μέρες αργότερα, επίσης παρουσιάστηκε από την πλευρά της υπεράσπισης ως στοιχείο το οποίο κλονίζει την αξιοπιστία της.

 

6.  Δεν ήταν ορθή η πιο πάνω εισήγηση. Η όποια καθυστέρηση στην καταγγελία, θα έπρεπε να εξετασθεί και σταθμισθεί, όπως ορθά έγινε από το Κακουργιοδικείο, με αναφορά στα ιδιαίτερα γεγονότα που περιέβαλλαν την υπόθεση.

 

7.  Γεγονότα που με λεπτομέρεια επεξηγήθηκαν από την παραπονούμενη και καλύφθηκαν επιστημονικά από την ΜΚ6, κλινική ψυχολόγο. Συνοπτικά, η ψυχολογική κατάσταση της παραπονούμενης, άμεσα συναρτημένη με τα όσα βίωσε αλλά και με το πρόσωπο που τη βίασε, οι φόβοι της λόγω των απειλών του Εφεσείοντα, η σύγχυση στην οποία βρισκόταν και ο αναλογισμός εκ μέρους της των συνεπειών τυχόν καταγγελίας της στο άμεσο οικογενειακό της περιβάλλον, ήταν παράγοντες που δικαιολογούσαν την όποια καθυστέρηση στην υποβολή παραπόνων και έτυχαν πλήρους επεξήγησης, από κλινικής απόψεως, από τη ΜΚ6.

 

8.  Η νομολογία μας δεν παραβλέπει την ύπαρξη αυτής της μορφής των παραγόντων ως στοιχείων που δυνατό να επηρεάσουν τη δυνατότητα υποβολής άμεσου παραπόνου.

 

9.  Ούτε και εντοπιζόταν ο,τιδήποτε το μεμπτό στο γεγονός ότι η παραπονούμενη απέφυγε να εξιστορήσει το όλο φάσμα των γεγονότων στην παρουσία ανδρών αστυνομικών. Το έπραξε αμέσως μετά την αποχώρησή τους, δίδοντας πλήρη περιγραφή σε γυναίκα αστυνομικό. Συμπεριφορά απόλυτα κατανοητή και επιστημονικά αποδεκτή.

 

10. Η αποδοχή από το Κακουργιοδικείο της μαρτυρίας της παραπονούμενης χωρίς την ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας, συνιστούσε περαιτέρω παράπονο του Εφεσείοντα, στα πλαίσια του τρίτου λόγου έφεσης.

 

11. Η απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας δεν αναιρεί το δικαίωμα εκδικάζοντος δικαστηρίου να αποδεχθεί ως βάσιμη τη μαρτυρία του θύματος. Με δεδομένη αυτή την αρχή, το Κακουργιοδικείο - έχοντας επίγνωση των ιδιαίτερων περιστάσεων της υπόθεσης και των κινδύνων που συνεπαγόταν αποδοχή μαρτυρίας χωρίς ενίσχυση - εξονυχίζοντας την ενώπιόν του μαρτυρία και προειδοποιώντας κατάλληλα τον εαυτό του, κατέληξε ότι μπορεί με ασφάλεια να στηριχθεί στην αξιόπιστη μαρτυρία της παραπονούμενης και να προχωρήσει σε καταδίκη.

 

12. Έχοντας κατά νου το όλο φάσμα αξιολόγησης της μαρτυρίας από το Κακουργιοδικείο και την ανυπαρξία ουσιωδών αντιφάσεων ή κενών στη μαρτυρία της παραπονούμενης, δεν εντοπιζόταν οποιοδήποτε σφάλμα στην κατάληξή του να προχωρήσει σε καταδικαστική απόφαση, έστω και χωρίς την ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας.

 

13. Στην προκείμενη περίπτωση, το Κακουργιοδικείο εξέτασε τη μαρτυρία της παραπονούμενης υπό το φως του συνόλου της μαρτυρίας και ανάλογα έκρινε την αξιοπιστία της.

 

14. Θεώρησε ότι δεν υπάρχει ενισχυτική μαρτυρία, αποκλείοντας ως τέτοια τα σπερματικά κύτταρα του Εφεσείοντα επί του σεντονιού, τεκμήριο 7. Έκρινε, σχετικά, ότι δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις κατάταξής της ως ενισχυτικής μαρτυρίας. Τούτο διότι η εκδοχή για το πού ήταν τοποθετημένο το σεντόνι και ότι χρησιμοποιείτο από την παραπονούμενη, προήλθε από την ίδια, με αποτέλεσμα να μην ικανοποιείται, όπως κρίθηκε πρωτοδίκως, μια από τις προϋποθέσεις που συνθέτουν την ενισχυτική μαρτυρία, ήτοι να έχει προέλευση ανεξάρτητη από το μάρτυρα του οποίου τη μαρτυρία αποβλέπει να ενισχύσει.

 

15. Στην παρούσα περίπτωση δεν τελούσε υπό αμφισβήτηση η ύπαρξη αυτού καθ' εαυτού του σεντονιού, αλλά ούτε και αντικρούστηκαν τα ευρήματα του ΜΚ7, Δρος Καριόλου. Αντιθέτως, η ορθότητα της μεθοδολογίας που χρησιμοποίησε για τη διενέργεια των εξετάσεων, η πείρα και εμπειρογνωμοσύνη του αποτέλεσαν παραδεκτό γεγονός. Υπό το όλο πρίσμα των γεγονότων, η κρίσιμη μαρτυρία στο συγκεκριμένο ζήτημα αφορούσε το γενετικό υλικό και μόνο, ήτοι, τα σπερματικά κύτταρα του Εφεσείοντα.

 

16. Ήταν, από τη φύση της, μαρτυρία ανεξάρτητη και ενίσχυε, με βάση τα γεγονότα που καλύπτουν την παρούσα περίπτωση, την εκδοχή του θύματος για διάπραξη του αδικήματος και βεβαίως συνέδεε άρρηκτα τον Εφεσείοντα με την εγκληματική συμπεριφορά. Υπό τις συνθήκες αυτές συνιστούσε ενισχυτική μαρτυρία αυτής της παραπονούμενης, αναφορικά με τη σεξουαλική επαφή και την ταυτότητα του δράστη.

 

17. Δεν εντοπιζόταν οποιαδήποτε παραβίαση των δικαιωμάτων της πλευράς της υπεράσπισης. Η συνέχιση του ανακριτικού έργου, έστω και μετά την καταχώρηση ποινικής υπόθεσης, είναι απόλυτα επιτρεπτή και νομολογιακά αναγνωρισμένη.

 

18. Η έκθεση της ΜΚ6 εξασφαλίστηκε μετά την καταχώρηση του κατηγορητηρίου, δόθηκε στην υπεράσπιση πριν την έναρξη της ακρόασης και παρουσιάστηκε στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας στο δικαστήριο.

 

19. Οπως, ορθά, σημειώνεται και στην πρωτόδικη απόφαση, η υπεράσπιση, γνωρίζοντας το περιεχόμενο της υπό αναφορά έκθεσης, θα μπορούσε, εάν αισθανόταν ότι δεν ήταν έτοιμη να προχωρήσει σε αντεξέταση, να ζητήσει χρόνο για το σκοπό αυτό, πράγμα που δεν έκρινε σκόπιμο να πράξει.

 

20. Ούτε εντοπιζόταν ο,τιδήποτε το επιλήψιμο στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της ΜΚ6, αξιολόγηση η οποία οδήγησε το Κακουργιοδικείο στην αποδοχή της και στην προσέγγιση του δικαστηρίου ως προς την απόρριψη της μαρτυρίας του ΜΥ9.

21.    Μάλιστα, το Κακουργιοδικείο δεν στηρίχθηκε στη μαρτυρία της ως ενισχυτικής εκείνης της παραπονούμενης ως προς τη διάπραξη ή όχι αδικήματος και ως προς την ταυτότητα του δράστη.

 

22. Αξιολόγησε ότι η χρησιμότητα της μαρτυρίας της ΜΚ6 συνίστατο στην επιστημονική εξήγηση που έδωσε αναφορικά με το καθυστερημένο στάδιο υποβολής καταγγελίας - παραπόνου και στην επιστημονική διαπίστωση για την κατάσταση της παραπονούμενης, όπως αναδυόταν μέσα από την προσωπική εξέταση και τις προσωπικές συνεντεύξεις που έλαβαν χώραν.

 

23. Η απόρριψη της μαρτυρίας του ΜΥ9 ήταν το αναπόδραστο αποτέλεσμα και της δικής του προσέγγισης, κατά την αντεξέτασή του, ότι ένας κλινικός ψυχολόγος, για να προβεί σε αξιολόγηση της ψυχολογικής κατάστασης ενός ατόμου, θα πρέπει να εξετάσει και να διενεργήσει κλινική συνέντευξη με αυτό. Ο ίδιος όμως ουδέποτε είχε την ευκαιρία να προβεί σε τέτοιες εξετάσεις αναφορικά με την παραπονούμενη.

 

24. Δεν υπήρξε από πλευράς της υπεράσπισης αίτημα προς εξέταση της παραπονούμενης από δικό της κλινικό ψυχολόγο, ούτως ώστε βάσιμα να τίθεται θέμα παραβίασης της αρχής της ισότητας των όπλων και, συνακόλουθα, της δίκαιης δίκης.

 

25. Αναφορικά με τους λόγους έφεσης περί παραβίασης του δικαιώματος δίκαιης δίκης, στην υπό κρίση περίπτωση οι γενικόλογες τοποθετήσεις του συνήγορου του Εφεσείοντα δεν ήταν αρκετές για να αποσείσουν το βάρος που φέρει η πλευρά που εκπροσωπεί προς απόδειξη του ισχυρισμού για δυσμενή επηρεασμό της υπεράσπισης. Άλλωστε, τα δεδομένα της περίπτωσης δεν θεμελίωναν τις προβαλλόμενες με τον υπό αναφορά λόγο έφεσης θέσεις.

 

26. Το Κακουργιοδικείο, στην καθόλα αψεγάδιαστη αξιολόγηση της μαρτυρίας των μαρτύρων υπεράσπισης, παραθέτει με λεπτομέρεια τους λόγους που το οδήγησαν στην απόρριψή της. Δίδει επαρκείς εξηγήσεις γιατί κρίθηκαν ως αναξιόπιστοι, εξηγήσεις απόλυτα πειστικές.

 

27. Το Κακουργιοδικείο σε καμία περίπτωση δεν αντέστρεψε με οποιοδήποτε τρόπο το βάρος απόδειξης. Η εκδοχή του Εφεσείοντα και οι ισχυρισμοί που προέβαλε ενώπιον του Κακουργιοδικείου απορρίφθηκαν, αφού η μαρτυρία του αξιολογήθηκε ως πλήρης αντιφάσεων και αντικρουόμενων θέσεων. Η αποδοχή της μαρτυρίας που πρόσφερε η Κατηγορούσα Αρχή, οδήγησε, αναπόδραστα, στην κατάληξη της ενοχής του Εφεσείοντα πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

 

Η έφεση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Χριστοδούλου άλλως Ρόπας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 628,

 

Σιακαλλής ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 146,

 

Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 766,

 

Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258,

 

Χριστούδια ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 689.

 

Έφεση κατά Καταδίκης.

 

Έφεση από τον Καταδικασθέντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Δημητριάδου-Ανδρέου, Π.Ε.Δ., Εφραίμ, Α.Ε.Δ., Χαραλάμπους, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 14492/2013), ημερομηνίας 7/2/2014.

 

Ε. Χειμώνας, για τον Εφεσείοντα.

 

Χρ. Κυθραιώτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ..

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείοντας, ιερέας, διώχθηκε, δικάστηκε και καταδικάστηκε για το έγκλημα του βιασμού, που διαπράχθηκε ένα βράδυ περί τα τέλη Μαΐου του 2013, σε χωριό της επαρχίας Λευκωσίας και με θύμα την αδελφότεκνή του.

 

Εφεσιβάλλει την καταδίκη του με μια σειρά από λόγους έφεσης, στους οποίους με λεπτομέρεια θα αναφερθούμε σε κατοπινό στάδιο της απόφασής μας. Προέχει σύνοψη των γεγονότων επί των οποίων εδράζεται η καταδίκη του Εφεσείοντα:

Η παραπονούμενη, 26 ετών, είναι κόρη του αδελφού του Εφεσείοντα. Οι γονείς της χώρισαν εδώ και πολλά χρόνια και ο πατέρας της, ο οποίος αντιμετώπιζε διάφορα προβλήματα υγείας, διέμενε σε χωριό της επαρχίας Λευκωσίας, όπου διαχειριζόταν το καφενείο της κοινότητας. Η παραπονούμενη κατοικούσε στη Λευκωσία μέχρι και τα μέσα Μαΐου 2013, οπόταν έλαβε τηλεφώνημα από τον Εφεσείοντα, ο οποίος της ζήτησε να βοηθήσει τον πατέρα της, λόγω των προβλημάτων υγείας που είχε. Η παραπονούμενη την επόμενη μέρα μετέβηκε στο χωριό, όπου και αποφάσισε να μείνει. Αποδέχθηκε πρόταση του Εφεσείοντα να της παραχωρήσει προσωρινά διαμονή σε καραβάνι που είχε, χωρίς οποιαδήποτε επιβάρυνση. Εγκαταστάθηκε στο καραβάνι αυτό, όπου μετέβαινε το βράδυ για ύπνο και το μεσημέρι για ντους. Τις υπόλοιπες ώρες βρισκόταν στο καφενείο του πατέρα της και τον φρόντιζε. Μετά από κάποιες μέρες διαμονής της στο καραβάνι και παρόλο που είχε συμφωνηθεί με τον Εφεσείοντα να διαμένει μόνη της σε αυτό, ο τελευταίος ερχόταν και κοιμόταν και αυτός τα βράδια σε άλλο δωμάτιο, με τη δικαιολογία ότι θα ξυπνούσε πρωί να πάει στο κοπάδι του. Όταν ξυπνούσε, γύρω στις 05.00, πήγαινε στο δωμάτιο της παραπονούμενης. Κάποιες φορές την σκουντούσε για να ξυπνήσει και κάποιες άλλες της χαΐδευε το κεφάλι και της φώναζε να ξυπνήσει για να πάει στο καφενείο. Η παραπονούμενη θεωρούσε ότι «την αγαπούσε σαν κόρη του» και δεν σκεφτόταν πονηρά. Ένα βράδυ, περί τα τέλη Μαΐου 2013, που η παραπονούμενη πήγε στο καραβάνι για να κοιμηθεί αισθανόμενη μεγάλη σωματική και ψυχολογική κούραση, ήρθε στο δωμάτιό της ο Εφεσείοντας, κάθισε στο κρεβάτι της και άρχισε να της μιλά. Στην πορεία άρχισε να της κάνει μασάζ στην πλάτη ενώ αυτή φορούσε τα ρούχα της, με αποτέλεσμα να αποκοιμηθεί. Σε αυτό το στάδιο η παραπονούμενη άρχισε να διερωτάται κατά πόσο ο Εφεσείοντας δεν την έβλεπε ως κόρη του και αν προσπαθούσε στην πραγματικότητα να την προσεγγίσει ως άντρας. Το μεσημέρι της επόμενης μέρας η παραπονούμενη πήγε στο καραβάνι για να κάνει ντους, σκοπεύοντας στη συνέχεια να επιστρέψει στο καφενείο. Βγαίνοντας από το ντους και φορώντας μπουρνούζι, είδε τον Εφεσείοντα μπροστά της, στο σαλόνι. Αμέσως επέστρεψε στο δωμάτιό της. Μόλις φόρεσε το νυχτικό της, ο Εφεσείοντας εισήλθε στο δωμάτιο, φορώντας μποξεράκι και ένα πουκάμισο μισάνοιχτο. Κάθισε δίπλα της στο κρεβάτι και άρχισε να της μιλά για γυναίκες και φιλενάδες που είχε και γενικώς να της λέει κουβέντες σεξουαλικού περιεχομένου. Προτού προλάβει να αντιδράσει η παραπονούμενη, ο Εφεσείοντας την έπιασε από τα χέρια, την έριξε στο κρεβάτι ανάσκελα και πέφτοντας ολόκληρος πάνω της άρχισε να τη φιλά στα χείλη και να την αγγίζει με τα χέρια του στο στήθος, στα οπίσθια και σε ολόκληρο το σώμα της. Η παραπονούμενη, αντιδρώντας, τον έσπρωχνε, λέγοντάς του να φύγει. Αυτός εξακολουθούσε να είναι από πάνω της, να τη χαϊδεύει και να τη φιλά στο πρόσωπο και στο λαιμό με λυσσαλέο τρόπο. Σε κάποια στιγμή που τη χαίδευε με τα χέρια του η παραπονούμενη ένιωσε το χέρι του μέσα στο εσώρουχό της. Ταυτόχρονα, ένιωσε το πέος του να τρίβεται στο αιδοίο της και πιέζοντάς την το έβαλε εντός αυτού. Με το ένα του χέρι κρατούσε τα δύο χέρια της παραπονούμενης και την πίεζε και με το άλλο έπιασε το πέος του και το έβαλε μέσα στο αιδοίο της. Μόλις έγινε αυτό η παραπονούμενη, χρησιμοποιώντας όλη τη δύναμή της, κατάφερε και τον έριξε προς την αριστερή πλευρά του κρεβατιού και έτρεξε και βγήκε από το καραβάνι. Εκείνο το βράδυ δεν επέστρεψε στο καραβάνι για σκοπούς διαμονής της, επειδή φοβόταν μήπως επαναληφθούν τα γεγονότα και επειδή ένιωθε αηδία. Κοιμήθηκε στο καφενείο του πατέρα της. Επέστρεψε αργότερα, την ίδια νύχτα, αφού προηγουμένως βεβαιώθηκε ότι ο Εφεσείοντας δεν ήταν εκεί για να πάρει τα προσωπικά της αντικείμενα. Μεταξύ άλλων, πήρε και το σεντόνι, τεκμήριο 7, το οποίο χρησιμοποιούσε η ίδια αποκλειστικά πάνω στο κρεβάτι στο οποίο κοιμόταν ενόσω διέμενε στο καραβάνι. Το σεντόνι αυτό το φύλαξε, χωρίς να το πλύνει, και το παρέδωσε αργότερα στους ανακριτές της υπόθεσης. Στο τεκμήριο αυτό εντοπίστηκε μετά από επιστημονικές εξετάσεις γενετικό υλικό, σπερματικά κύτταρα, το οποίο ταυτίστηκε με το γενετικό προφίλ που απομονώθηκε από παρειακό επίχρισμα που λήφθηκε από τον Εφεσείοντα. Μετά το συμβάν, ο Εφεσείοντας απειλούσε συνεχώς την παραπονούμενη, μεταξύ άλλων και με την αποστολή γραπτών μηνυμάτων στο κινητό της, προκειμένου να μην αναφέρει ο,τιδήποτε για το περιστατικό. Η παραπονούμενη, τις επόμενες μέρες, δεν ανέφερε σε κανένα ο,τιδήποτε, παρά μόνο σε κάποιο φίλο της ότι απλώς ο θείος της είχε προσπαθήσει «να της βάλει χέρι». Αισθανόταν πολύ πληγωμένη και στενοχωρημένη, γιατί δεν περίμενε να την εκμεταλλευθεί ο ίδιος ο θείος της και φοβόταν να τον καταγγείλει γιατί την απειλούσε και δεν είχε εμπιστοσύνη στην Αστυνομία. Τελικά, η καταγγελία έλαβε χώραν στις 11.6.2013 στην Αστυνομική Διεύθυνση Μόρφου, όπου προσήλθε η παραπονούμενη.

 

Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας, παρακολουθώντας τους μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιόν του μέσα στα πλαίσια της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης, και αξιολογώντας την ενώπιόν του μαρτυρία υπό το πρίσμα του περιεχομένου, της ποιότητας και αντιπαραβάλλοντας την με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων, κατέληξε στην αποδοχή των όσων κατέθεσαν οι μάρτυρες κατηγορίας, απορρίπτοντας την αντίστοιχη μαρτυρία που προσφέρθηκε από την υπεράσπιση. Θεμέλιο για την καταδίκη του Εφεσείοντα αποτέλεσε η μαρτυρία της παραπονούμενης και η αποδοχή της ως μαρτυρίας αξιόπιστου μάρτυρα, σε σημείο που το Κακουργιοδικείο εκδήλωσε την ετοιμότητά του να βασιστεί στη μαρτυρία αυτή, παρά την απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας. Υπό το πρίσμα αυτό, και με αναφορά στη νομική πτυχή που καλύπτει το αδίκημα του βιασμού, ήταν η κατάληξη του Κακουργιοδικείου ότι το υπό αναφορά κακούργημα είχε συντελεστεί, αφού απεδείχθη από την Κατηγορούσα Αρχή πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας η διενέργεια της σεξουαλικής πράξης, ήτοι η είσοδος του πέους του Εφεσείοντα στο αιδοίο της παραπονούμενης, χωρίς τη συναίνεσή της. Την καταδίκη ακολούθησε η επιβολή ποινής φυλάκισης 10 ετών στον Εφεσείοντα.

 

Αρχικά καταχωρήθηκε έφεση τόσο σε σχέση με την έκταση της ποινής φυλάκισης όσο και σε αναφορά με την ορθότητα της καταδίκης. Στην πορεία ακρόασης της έφεσης ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα απέσυρε τους λόγους έφεσης που αφορούσαν την ποινή και, ως εκ τούτου, παραμένει προς εξέταση η προσβολή της καταδικαστικής απόφασης του Κακουργιοδικείου με έντεκα συνολικά λόγους έφεσης.

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης προσβάλλει, γενικά, ως εσφαλμένη την πρωτόδικη κατάληξη, θέτοντας ότι το Κακουργιοδικείο ενήργησε υπό το κράτος νομικής πλάνης και κατά παράβαση της νομολογίας και των αρχών της δίκαιης δίκης. Προκύπτει, από τα όσα τίθενται ως αιτιολογία του υπό αναφορά λόγου έφεσης, ότι οι εισηγήσεις της πλευράς του Εφεσείοντα είναι ταυτόσημες και καλύπτονται από τους υπόλοιπους λόγους έφεσης. Συνεπώς, η εξέταση των λόγων έφεσης 2 - 11 θα καθορίσει και το αποτέλεσμα του πρώτου λόγου έφεσης.

 

Οι λόγοι έφεσης 2, 5 και 6 συμπλέκονται. Με αυτούς προσβάλλεται ως λανθασμένη η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης ήταν αξιόπιστη. Γίνεται αναφορά σε συμπεριφορές, αντιφάσεις και κενά στη μαρτυρία της παραπονούμενης, τόσο σε σχέση με τον κρίσιμο χρόνο του επίδικου περιστατικού, όσο και μετέπειτα, προκειμένου να τεκμηριωθεί η εισήγηση περί τρωτής και αναξιόπιστης μαρτυρίας. Περαιτέρω, εμπλέκεται στο όλο φάσμα των υπό εξέταση λόγων έφεσης η απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας, που καλύπτεται από τον τρίτο λόγο έφεσης, ως στοιχείο που καθιστά ακόμη πιο ευάλωτη τη μαρτυρία της παραπονούμενης.

 

Η νομολογία επί του θέματος της δυνατότητας επέμβασης του Εφετείου στην αξιολόγηση των μαρτύρων από πρωτόδικο δικαστήριο είναι ευθυγραμμισμένη. Με δεδομένο ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου βασίζονται κυρίως πάνω στην αξιολόγηση της προφορικής μαρτυρίας που παρουσιάζεται, μπορεί να αποτυπωθεί ως απόσταγμα της όλης  σχετικής νομολογίας, ότι το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και συνακόλουθα της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει, στα πλαίσια της ενώπιόν του ζωντανής διαδικασίας την όλη συμπεριφορά των μαρτύρων. Η εξουσία του Εφετείου για επέμβαση στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, θα πρέπει πάντοτε να ασκείται με μεγάλη προσοχή, ακριβώς ώστε να μην εξουδετερώνεται το μεγάλο πλεονέκτημα που έχει το πρωτόδικο δικαστήριο της άμεσης επαφής με τους μάρτυρες. Ως εκ τούτου, το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Σε σχέση με ζητήματα αντιφάσεων στη μαρτυρία, επέμβαση του Εφετείου χωρεί στην περίπτωση και μόνο όπου αυτές είναι τέτοιας μορφής που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Ως τέτοιες μπορούν να καθορισθούν οι αντιφάσεις οι οποίες, υπό το φως της φύσης της υπόθεσης και του ζητήματος που καλύπτουν, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή φανερώνουν διάθεση καταφυγής στο ψεύδος.

 

Με γνώμονα τις πιο πάνω αρχές θα εξετάσουμε τα όσα ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα επικαλέστηκε, προκειμένου να προσβάλει ως λανθασμένη την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου, σε αναφορά με το αξιόπιστο της μαρτυρίας της παραπονούμενης.

 

Έγινε εκτεταμένη αναφορά στον τρόπο με τον οποίο η παραπονούμενη περιέγραψε το βιασμό της και ιδίως στη διαφοροποίηση της θέσης της από την πρώτη κατάθεση ως προς το κατά πόσο ο Εφεσείοντας την ακινητοποίησε κρατώντας τα χέρια της με τα δύο του χέρια ή με το ένα, όπως έθεσε στη δεύτερή της κατάθεση. Η σχετική εισήγηση της πλευράς του Εφεσείοντα συσχετίζεται με την αναφορά της παραπονούμενης ότι ο Εφεσείοντας χρησιμοποιώντας το ένα του χέρι έπιασε το πέος του και το έβαλε στο αιδοίο της. Ως εκ τούτου, παρουσιάστηκε ως αντιφατική και ιδιαίτερης σημασίας η διαφοροποίηση της θέσης της παραπονούμενης ως προς τον τρόπο ακινητοποίησής της.

 

Όπως επιβεβαιώνεται στην Χριστοδούλου άλλως Ρόπας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 628, 650-651:

 

«Με έρεισμα την αρχή, που φαίνεται να διατυπώνεται στην R. v. Golder [1960] 3 All E.R. 457, έγινε εισήγηση, εκ μέρους των εφεσειόντων, ότι η μαρτυρία του Ηρακλέους έπρεπε να θεωρηθεί, εκ προοιμίου, ως αναξιόπιστη, λόγω της αντίφασής της προς την πρώτη κατάθεσή του στην Αστυνομία. Η απόφαση στην R. v. Golder, (ανωτέρω), τείνει να υποστηρίξει την προβληθείσα θέση. Πρόκειται για πολυσυζητημένο δικαστικό προηγούμενο, ο λόγος του οποίου, στο επίμαχο ζήτημα, δε θεωρείται απόλυτα ευκρινής - (βλ. σχόλιο στην απόφαση R. v. Pestano a.ο. [1981] Crim. L.R. σελ. 397). Η απόφαση στην R. v. Golder αφορούσε εχθρικό μάρτυρα και απέβλεπε, κατά πρώτο λόγο, να διασαφηνίσει ότι η κατάθεση εχθρικού μάρτυρα στην Αστυνομία δεν αποτελεί μαρτυρία για την αλήθεια των γεγονότων που εξιστορεί. Η προσέγγιση που ευνοείται στην R. v. Golder, ως προς τις επιπτώσεις στην αξιοπιστία μάρτυρα ο οποίος προβαίνει σε κατάθεση στην Αστυνομία, αντιφατική προς τη μαρτυρία του, δεν ακολουθήθηκε σε μεταγενέστερες αποφάσεις στην Αγγλία. 

 

Καθώς υποδεικνύεται στη Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω), στην οποία μας παρέπεμψε ο κ. Π. Κληρίδης, η αρχή, η οποία έτυχε αποδοχής και γενικότερης αναγνώρισης, είναι εκείνη η οποία υιοθετήθηκε στην R. v. Pestano a.ο., (ανωτέρω).

 

To Δικαστήριο είναι ο κριτής της αξιοπιστίας των μαρτύρων.  Προηγούμενες αντιφατικές καταθέσεις, καθώς και οι προεκτάσεις τους συνιστούν γεγονότα που προσμετρούν στην κρίση της αξιοπιστίας του μάρτυρα. Δεν εξουδετερώνουν, όμως, τη μαρτυρία του, ως το αντικείμενο αξιολόγησης (από το δικαστήριο) παραδεκτής, κατά το δίκαιο της αποδείξεως, μαρτυρίας. Το ακόλουθο απόσπασμα από τη Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω), αντανακλά τη σωστή προσέγγιση:- (σελ. 197)

 

«Η αρμοδιότητα του πρωτόδικου δικαστηρίου ως του κριτή της αξιοπιστίας των μαρτύρων, δε μπορεί να συμβιβαστεί με οποιαδήποτε αρχή η οποία περιορίζει εκ προοιμίου την ευχέρειά του να αξιολογήσει κατά τον τρόπο που το ίδιο το Δικαστήριο κρίνει επιβεβλημένο τη μαρτυρία κάθε μάρτυρα που καταθέτει ενώπιόν του. Τούτο θα ήταν δυνατό μόνο αν ίσχυε αποδεικτικός κανόνας αποκλεισμού της μαρτυρίας των μαρτύρων οι οποίοι έχουν προβεί σε αντιφατικές καταθέσεις. Η αρχή η οποία ισχύει στην αξιολόγηση της μαρτυρίας μαρτύρων οι οποίοι έχουν προβεί σε αντιφατικές καταθέσεις, είναι εκείνη που διατυπώνεται στην υπόθεση Georghiou, ανωτέρω:

'The weight to be attached to the evidence of a hostile witness is a matter for the Court. There is no rule of law that it should be ignored in its entirety. Understandably, a court of law will ordinarily be slow to attach any weight to the evidence of a hostile witness but may, if it seems appropriate to do so, especially where parts of his evidence are supported by other evidence in the cause.'»

 

Το Κακουργιοδικείο προσέγγισε την αξιοπιστία της παραπονούμενης τόσο υπό το πρίσμα της πρώτης όσο και της δεύτερης κατάθεσής της και υπό το φως της όλης προφορικής μαρτυρίας της ενώπιόν του. Ορθά κατέληξε, ότι με την αναφορά της η παραπονούμενη επεξηγούσε τον τρόπο με τον οποίο την πίεζε ο Εφεσείοντας, προκειμένου να πετύχει τους έκνομους σκοπούς του. Άλλωστε, σε περιπτώσεις όπως η υπό κρίση, όπου τα γεγονότα ξετυλίγονται ταχύτατα και όπου το θύμα βιώνει αστάθμητες και αφύσικες παραστάσεις, δεν αναμένεται να αποτυπώνει και να μεταφέρει την κάθε λεπτομέρεια και την κάθε κίνηση με απόλυτη ακρίβεια.

 

Το γεγονός ότι δεν ακολούθησε άμεσο παράπονο και ότι η παραπονούμενη κατήγγειλε το βιασμό μέρες αργότερα, επίσης παρουσιάστηκε από την πλευρά της υπεράσπισης ως στοιχείο το οποίο κλονίζει την αξιοπιστία της.

 

Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η πιο πάνω εισήγηση. Η όποια καθυστέρηση στην καταγγελία, θα έπρεπε να εξετασθεί και σταθμισθεί, όπως ορθά έγινε από το Κακουργιοδικείο, με αναφορά στα ιδιαίτερα γεγονότα που περιέβαλλαν την υπόθεση. Γεγονότα που με λεπτομέρεια επεξηγήθηκαν από την παραπονούμενη και καλύφθηκαν επιστημονικά από την ΜΚ6, κλινική ψυχολόγο. Συνοπτικά, η ψυχολογική κατάσταση της παραπονούμενης, άμεσα συναρτημένη με τα όσα βίωσε αλλά και με το πρόσωπο που τη βίασε, οι φόβοι της λόγω των απειλών του Εφεσείοντα, η σύγχυση στην οποία βρισκόταν και ο αναλογισμός εκ μέρους της των συνεπειών τυχόν καταγγελίας της στο άμεσο οικογενειακό της περιβάλλον, ήταν παράγοντες που δικαιολογούσαν την όποια καθυστέρηση στην υποβολή παραπόνων και έτυχαν πλήρους επεξήγησης, από κλινικής απόψεως, από τη ΜΚ6. Η νομολογία μας δεν παραβλέπει την ύπαρξη αυτής της μορφής των παραγόντων ως στοιχείων που δυνατό να επηρεάσουν τη δυνατότητα υποβολής άμεσου παραπόνου. Στην Σιακαλλής ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 146, 149, επαναλαμβάνονται τα λεχθέντα στην Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 766, τα οποία και υιοθετούμε, προσθέτοντας ότι τυγχάνουν γενικότερης, πέραν των ανηλίκων, εφαρμογής σε θύματα σεξουαλικών επιθέσεων:

«Οι σεξουαλικές παρενοχλήσεις, επιθέσεις ή βιασμοί που εκδηλώνονται επί ανηλίκων προσώπων, αγγίζουν τόσο βαθειά την προσωπικότητα των θυμάτων ώστε να μην μπορεί να ανευρεθεί ένα συγκεκριμένο πρότυπο συμπεριφοράς από τα παραπονούμενα πρόσωπα, εφόσον διαφορετικές είναι οι αντιδράσεις ενός εκάστου ανάλογα με το ψυχισμό τους. Χωρίς προς στιγμήν να παραγνωρίζεται η πρωταρχική ανάγκη η ενώπιον του Δικαστηρίου υπόθεση να αξιολογείται στη βάση του τεκμηρίου της αθωότητας αφενός, αλλά και στην ανάγκη θεμελίωσης των κατηγοριών πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας αφετέρου, πρέπει και το Δικαστήριο να είναι δεκτικό στην ολοένα και πλέον αποδεκτή και συγκλίνουσα θέση, ότι τα θύματα των σεξουαλικών επιθέσεων βιώνουν μια πληθώρα ψυχολογικών μετατραυματικών εμπειριών που αναμφίβολα επηρεάζουν και την δυνατότητα τους να υποβάλουν άμεσα το παράπονο τους, αλλά και τη δυνατότητα τους να λειτουργούν και να αντιδρούν πάντοτε κατά τρόπο που εκλογικευμένα θα θεωρείτο αναμενόμενος.»

 

Ούτε και εντοπίζουμε ο,τιδήποτε το μεμπτό στο γεγονός ότι η παραπονούμενη απέφυγε να εξιστορήσει το όλο φάσμα των γεγονότων στην παρουσία ανδρών αστυνομικών. Το έπραξε αμέσως μετά την αποχώρησή τους, δίδοντας πλήρη περιγραφή σε γυναίκα αστυνομικό. Συμπεριφορά απόλυτα κατανοητή και επιστημονικά αποδεκτή. Η ΜΚ6 κατέθεσε σχετικά ότι «το άτομο εμπιστεύεται περισσότερο το άτομο του ιδίου φύλου όταν το άτομο του αντιθέτου φύλου φύγει από την αίθουσα, όταν είναι μόνο του δηλαδή το άτομο του ιδίου φύλου.»

 

Η αποδοχή από το Κακουργιοδικείο της μαρτυρίας της παραπονούμενης χωρίς την ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας, συνιστά περαιτέρω παράπονο του Εφεσείοντα, στα πλαίσια του τρίτου λόγου έφεσης.

 

Το δικαστήριο δεν έχει οποιαδήποτε νομοθετική υποχρέωση αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας της μαρτυρίας παραπονούμενης που καλύπτει σεξουαλικά αδικήματα. Ενδείκνυται βεβαίως, ως θέμα πρακτικής, με βάση το Κοινοδίκαιο, να αναζητείται τέτοιας μορφής μαρτυρία. Σκοπός της ενισχυτικής μαρτυρίας είναι η άρση των εγγενών αμφιβολιών για την ποιότητα της μαρτυρίας, ακριβώς λόγω της φύσης των εγκλημάτων αυτής της μορφής. Παρά ταύτα, ένα δικαστήριο μπορεί να στηριχθεί εξ ολοκλήρου στη μαρτυρία παραπονούμενης και να θεμελιώσει καταδίκη, αφού προηγουμένως προειδοποιήσει τον εαυτό του για τους πιθανούς κινδύνους που ελλοχεύουν στη στήριξη, μόνο, σε τέτοια μαρτυρία. Παρέχεται δηλαδή δυνατότητα στο εκδικάζον δικαστήριο να βασιστεί στη μαρτυρία και μόνο του θύματος, αφού προειδοποιήσει τον εαυτό του δεόντως για τους κινδύνους που εγκυμονεί τέτοιο ενδεχόμενο.

 

Το εκδικάζον, λοιπόν δικαστήριο παραμένει πάντα ο κριτής του αξιόπιστου, της σημασίας και της βαρύτητας που αποδίδεται σε μια τέτοια μαρτυρία στην απουσία ενίσχυσής της. Η απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας δεν αναιρεί το δικαίωμα εκδικάζοντος δικαστηρίου να αποδεχθεί ως βάσιμη τη μαρτυρία του θύματος. Με δεδομένη αυτή την αρχή, το Κακουργιοδικείο - έχοντας επίγνωση των ιδιαίτερων περιστάσεων της υπόθεσης και των κινδύνων που συνεπαγόταν αποδοχή μαρτυρίας χωρίς ενίσχυση - εξονυχίζοντας την ενώπιόν του μαρτυρία και προειδοποιώντας κατάλληλα τον εαυτό του, κατέληξε ότι μπορεί με ασφάλεια να στηριχθεί στην αξιόπιστη μαρτυρία της παραπονούμενης και να προχωρήσει σε καταδίκη. Έχοντας κατά νου το όλο φάσμα αξιολόγησης της μαρτυρίας από το Κακουργιοδικείο και την ανυπαρξία ουσιωδών αντιφάσεων ή κενών στη μαρτυρία της παραπονούμενης, δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην κατάληξή του να προχωρήσει σε καταδικαστική απόφαση, έστω και χωρίς την ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας. Σημειώνουμε όμως τα ακόλουθα:

 

Οπως λέχθηκε και στην απόφαση Ρόπας (ανωτέρω), στη σελίδα 659, ορθολογιστική αντιμετώπιση του υπό εξέταση θέματος επιβάλλει όπως αναζητηθεί πρώτα η ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας, πριν το εκδικάζον δικαστήριο προχωρήσει σε τελική κρίση της αξιοπιστίας. Δεν ισχύει όμως άκαμπτος κανόνας δικαίου ή πρακτικής για τον ακριβή τρόπο προσέγγισης και αξιολόγησης μιας τέτοιας μαρτυρίας, αφού, βέβαια, δοθεί η πρέπουσα προειδοποίηση. Στην προκείμενη περίπτωση, το Κακουργιοδικείο εξέτασε τη μαρτυρία της παραπονούμενης υπό το φως του συνόλου της μαρτυρίας και ανάλογα έκρινε την αξιοπιστία της. Θεώρησε ότι δεν υπάρχει ενισχυτική μαρτυρία, αποκλείοντας ως τέτοια τα σπερματικά κύτταρα του Εφεσείοντα επί του σεντονιού, τεκμήριο 7. Έκρινε, σχετικά, ότι δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις κατάταξής της ως ενισχυτικής μαρτυρίας. Τούτο διότι η εκδοχή για το πού ήταν τοποθετημένο το σεντόνι και ότι χρησιμοποιείτο από την παραπονούμενη, προήλθε από την ίδια, με αποτέλεσμα να μην ικανοποιείται, όπως κρίθηκε πρωτοδίκως, μια από τις προϋποθέσεις που συνθέτουν την ενισχυτική μαρτυρία, ήτοι να έχει προέλευση ανεξάρτητη από το μάρτυρα του οποίου τη μαρτυρία αποβλέπει να ενισχύσει.

 

Τι συνιστά ενισχυτική μαρτυρία και ποια μορφή μπορεί να πάρει, εξηγείται στο ακόλουθο απόσπασμα από την Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258, 265, που υιοθετήθηκε ακολούθως στη Ρόπας (ανωτέρω) σελίδες 658-659. Ενισχυτική είναι η μαρτυρία, η οποία έχει:

 

«... προέλευση ανεξάρτητη από το μάρτυρα τη μαρτυρία του οποίου αποβλέπει να ενισχύσει και να τείνει να καταδείξει ουσιωδώς ότι όχι μόνο διαπράχθηκε το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται ο υπόδικος, αλλά επίσης ότι εκείνος που το διέπραξε ήταν ο κατηγορούμενος. Οπως υποδεικνύεται στην πρόσφατη δικαστική απόφαση Turner v. Blunden δεν απαιτείται όπως η ενισχυτική μαρτυρία αποδεικνύει αφ' εαυτής τα αμφισβητούμενα γεγονότα ή τα συστατικά στοιχεία του εγκλήματος. Ό,τι απαιτείται είναι η μαρτυρία να έχει ανεξάρτητη προέλευση από το συνένοχο (accomplice) και να τείνει να καταδείξει σε μια ή περισσότερες ουσιώδεις λεπτομέρειες ότι διαπράχθηκε το κρινόμενο έγκλημα και ότι ο εγκληματίας είναι ο κατηγορούμενος.»

 

Στην ενώπιόν μας περίπτωση δεν τελούσε υπό αμφισβήτηση η ύπαρξη αυτού καθ' εαυτού του σεντονιού, αλλά ούτε και αντικρούστηκαν τα ευρήματα του ΜΚ7, Δρος Καριόλου. Αντιθέτως, η ορθότητα της μεθοδολογίας που χρησιμοποίησε για τη διενέργεια των εξετάσεων, η πείρα και εμπειρογνωμοσύνη του αποτέλεσαν παραδεκτό γεγονός. Υπό το όλο πρίσμα των γεγονότων, η κρίσιμη μαρτυρία στο συγκεκριμένο ζήτημα αφορούσε το γενετικό υλικό και μόνο, ήτοι, τα σπερματικά κύτταρα του Εφεσείοντα. Ήταν, από τη φύση της, μαρτυρία ανεξάρτητη και ενίσχυε, με βάση τα γεγονότα που καλύπτουν την παρούσα περίπτωση, την εκδοχή του θύματος για διάπραξη του αδικήματος και βεβαίως συνέδεε άρρηκτα τον Εφεσείοντα με την εγκληματική συμπεριφορά. Υπό τις συνθήκες αυτές συνιστούσε ενισχυτική μαρτυρία αυτής της παραπονούμενης, αναφορικά με τη σεξουαλική επαφή και την ταυτότητα του δράστη.

 

Το παράπονο του Εφεσείοντα που καλύπτεται από τον τέταρτο λόγο έφεσης, κινείται γύρω από τη θέση ότι το Κακουργιοδικείο λανθασμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία της κλινικής ψυχολόγου ΜΚ6, απορρίπτοντας, ταυτόχρονα, την αντίστοιχη μαρτυρία του ΜΥ9. Τίθεται, ως αιτιολογία, ότι η έκθεση της ΜΚ6 ετοιμάστηκε μετά την καταχώρηση της ποινικής υπόθεσης και παραδόθηκε καθυστερημένα στην υπεράσπιση. Περαιτέρω, προστίθεται ότι λανθασμένα η ΜΚ6 καταλήγει σε συμπέρασμα βιασμού και πως η αξιοπιστία της έκθεσής της κλονίστηκε από την αντίστοιχη μαρτυρία του ΜΥ9.

Δεν εντοπίζουμε οποιαδήποτε παραβίαση των δικαιωμάτων της πλευράς της υπεράσπισης. Η συνέχιση του ανακριτικού έργου, έστω και μετά την καταχώρηση ποινικής υπόθεσης, είναι απόλυτα επιτρεπτή και νομολογιακά αναγνωρισμένη. (Χριστούδια ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 689, 698). Η έκθεση της ΜΚ6 εξασφαλίστηκε μετά την καταχώρηση του κατηγορητηρίου, δόθηκε στην υπεράσπιση πριν την έναρξη της ακρόασης και παρουσιάστηκε στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας στο δικαστήριο. Όπως, ορθά, σημειώνεται και στην πρωτόδικη απόφαση, η υπεράσπιση, γνωρίζοντας το περιεχόμενο της υπό αναφορά έκθεσης, θα μπορούσε, εάν αισθανόταν ότι δεν ήταν έτοιμη να προχωρήσει σε αντεξέταση, να ζητήσει χρόνο για το σκοπό αυτό, πράγμα που δεν έκρινε σκόπιμο να πράξει.

 

Ούτε και εντοπίζουμε ο,τιδήποτε το επιλήψιμο στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της ΜΚ6, αξιολόγηση η οποία οδήγησε το Κακουργιοδικείο στην αποδοχή της και στην προσέγγιση του δικαστηρίου ως προς την απόρριψη της μαρτυρίας του ΜΥ9.

 

Κατ' αρχάς, η ΜΚ6 ουδέποτε ανέφερε ότι η παραπονούμενη είχε βιαστεί από τον Εφεσείοντα. Μάλιστα, το Κακουργιοδικείο δεν στηρίχθηκε στη μαρτυρία της ως ενισχυτικής εκείνης της παραπονούμενης ως προς τη διάπραξη ή όχι αδικήματος και ως προς την ταυτότητα του δράστη. Αξιολόγησε ότι η χρησιμότητα της μαρτυρίας της ΜΚ6 συνίστατο στην επιστημονική εξήγηση που έδωσε αναφορικά με το καθυστερημένο στάδιο υποβολής καταγγελίας - παραπόνου και στην επιστημονική διαπίστωση για την κατάσταση της παραπονούμενης, όπως αναδυόταν μέσα από την προσωπική εξέταση και τις προσωπικές συνεντεύξεις που έλαβαν χώραν.

 

Η απόρριψη της μαρτυρίας του ΜΥ9 ήταν το αναπόδραστο αποτέλεσμα και της δικής του προσέγγισης, κατά την αντεξέτασή του, ότι ένας κλινικός ψυχολόγος, για να προβεί σε αξιολόγηση της ψυχολογικής κατάστασης ενός ατόμου, θα πρέπει να εξετάσει και να διενεργήσει κλινική συνέντευξη με αυτό. Ο ίδιος όμως ουδέποτε είχε την ευκαιρία να προβεί σε τέτοιες εξετάσεις αναφορικά με την παραπονούμενη. Περαιτέρω, οι τοποθετήσεις του ενώπιον του Κακουργιοδικείου είχαν ως αποκλειστική πηγή γνώσης το μόνο έγγραφο που έλαβε υπόψη για την ετοιμασία της δικής του έκθεσης, ήτοι την έκθεση της ΜΚ6. Σημειώνουμε επιπρόσθετα ότι το Κακουργιοδικείο ασχολήθηκε σε έκταση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΥ9 στις σελίδες 75 - 89 της απόφασής του, όπου, κατά τρόπο υποδειγματικό, καταγράφονται πειστικοί λόγοι, για τους οποίους κατέληξε ότι δεν θα μπορούσε να αποδεχθεί τη μαρτυρία του ως επιστημονικώς ορθή και εν πάση περιπτώσει ως αξιόπιστη. Παρεμβάλλουμε, προς ολοκλήρωση, ότι δεν υπήρξε από πλευράς της υπεράσπισης αίτημα προς εξέταση της παραπονούμενης από δικό της κλινικό ψυχολόγο, ούτως ώστε βάσιμα να τίθεται θέμα παραβίασης της αρχής της ισότητας των όπλων και, συνακόλουθα, της δίκαιης δίκης.

 

Ο έβδομος λόγος έφεσης, αφορά εισήγηση ότι το Κακουργιοδικείο λανθασμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Δρος Καριόλου, ΜΚ7.

 

Ο υπό εξέταση λόγος έφεσης, στη γενικότητά του, είναι εντελώς αβάσιμος. Όπως ήδη λέχθηκε, τα ακαδημαϊκά προσόντα, η πείρα και η εμπειρογνωμοσύνη του εν λόγω προσώπου, όπως επίσης και η ορθότητα της μεθοδολογίας που χρησιμοποίησε για τη διενέργεια των εξετάσεων, αποτέλεσαν παραδεκτό γεγονός. Ο μάρτυρας αυτός πρόσφερε μαρτυρία η οποία κινήθηκε αυστηρά μέσα στα πλαίσια της ειδικότητάς του. Αποτέλεσμα των επιστημονικών του εξετάσεων, ήταν ο εντοπισμός γενετικού υλικού σε δύο τεκμήρια, τα τεκμήρια 6 και 7. Τα πορίσματά του στηρίχθηκαν σε ακλόνητη επιστημονική βάση και δεν αντικρούσθηκαν στην ουσία τους, στοιχεία που δεν άφηναν ίχνος αμφιβολίας για την ορθότητά τους. Με βάση λοιπόν όλα τα ενώπιόν του δεδομένα, το Κακουργιοδικείο ορθά αποδέχθηκε στο σύνολό της τη μαρτυρία του Δρος Καριόλου.

 

Με τον όγδοο λόγο έφεσης, η πλευρά του Εφεσείοντα επικαλείται λανθασμένη προσέγγιση του Κακουργιοδικείου, θέτοντας ότι δεν έλαβε υπόψη του την παράλειψη της Κατηγορούσας Αρχής να παρουσιάσει μαρτυρία την οποία κατείχε. Πιο συγκεκριμένα, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η Κατηγορούσα Αρχή παρέλειψε να καλέσει ως μάρτυρες κάποιο Κοσιάρη, τη σύζυγο του Εφεσείοντα, την ιατροδικαστή Ελένη Αντωνίου και τον υπεύθυνο ΤΑΕ Μόρφου. Επιπρόσθετα, ότι απέφυγε να παρουσιάσει μαρτυρία σχετική με τα απειλητικά μηνύματα, που σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της παραπονούμενης της απέστελλε ο Εφεσείοντας.

 

Τα ζητήματα που καλύπτει ο υπό εξέταση λόγος συνδέονται ουσιαστικά και με τα όσα περιλαμβάνει και ο δέκατος λόγος έφεσης, όπου προστίθεται ότι η παρουσίαση της ΜΚ6 ως μάρτυρα έγινε σε καθυστερημένο χρόνο, παραβιάζοντας έτσι δικαιώματα της υπεράσπισης. Τα θέματα αυτά απασχόλησαν και το Κακουργιοδικείο και εξετάστηκαν υπό το φως ισχυρισμών της υπεράσπισης για παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης, σελίδες 94 - 102 της πρωτόδικης απόφασης.

Όπως ορθά επισημαίνεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, το ερώτημα κατά πόσο μια δίκη είναι δίκαιη απαντάται με βάση την αξιολόγησή της στο σύνολο. Τελικά, η όλη δικαστική διαδικασία αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης, ακριβώς διότι μόνο σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να διαπιστωθεί αν η δίκη υπήρξε δίκαιη. Πτυχή της αρχής της δίκαιης δίκης είναι και το αξίωμα της ισότητας των όπλων, το δικαίωμα κάθε διαδίκου να γνωρίζει όλη τη μαρτυρία που θα προσκομισθεί και η ευκαιρία που πρέπει να έχει να την σχολιάσει. Η ισότητα των όπλων επιβάλλει επίσης ότι κάθε διάδικος πρέπει να έχει εύλογη ευκαιρία παρουσίασης της υπόθεσής του, υπό συνθήκες οι οποίες δεν τον θέτουν σε μειονεκτική θέση έναντι της άλλης πλευράς. Σε κάθε όμως περίπτωση, ισχυρισμός που προβάλλεται για παραβίαση του δικαιώματος της δίκαιης δίκης δεν εξετάζεται μεμονωμένα ή αποσπασματικά, ούτε και κατ' αφηρημένο τρόπο (in abstracto), αλλά συγκεκριμένα και υπό το φως της κάθε δεδομένης υπόθεσης (in concreto).

 

Στην υπό κρίση περίπτωση οι γενικόλογες τοποθετήσεις του ευπαίδευτου συνήγορου του Εφεσείοντα δεν είναι αρκετές για να αποσείσουν το βάρος που φέρει η πλευρά που εκπροσωπεί προς απόδειξη του ισχυρισμού για δυσμενή επηρεασμό της υπεράσπισης. Άλλωστε, τα δεδομένα της ενώπιόν μας περίπτωσης δεν θεμελιώνουν τις προβαλλόμενες με τον υπό αναφορά λόγο έφεσης θέσεις:

 

Ο Κοσιάρης ήταν στον κατάλογο μαρτύρων που κάλυπτε το κατηγορητήριο. Όπως δε διαπιστώνεται, στη σελίδα 185 των πρακτικών, η ευπαίδευτη συνήγορος της Εφεσίβλητης, μετά το πέρας και του τελευταίου μάρτυρα για την Κατηγορούσα Αρχή, πρόσφερε τους υπόλοιπους μάρτυρες επί του κατηγορητηρίου στην υπεράσπιση, για σκοπούς αντεξέτασης. Ο συνήγορος του Εφεσείοντα δήλωσε ότι «δεν θα ταλαιπωρήσω το δικαστήριο, δεν θα χρειαστώ άλλο μάρτυρα».

 

Η σύζυγος του Εφεσείοντα δεν ήταν στον κατάλογο μαρτύρων, αλλά η κατάθεσή της δόθηκε στην υπεράσπιση ως μέρος του ανακριτικού έργου. Η υπεράσπιση έκρινε σωστό να μην την κλητεύσει.

 

Η ιατροδικαστής Αντωνίου δεν συμπεριλαμβανόταν στον κατάλογο μαρτύρων, η έκθεσή της όμως κατατέθηκε ως παραδεκτό γεγονός. Με αυτό ως δεδομένο, το ζήτημα της μη παρουσίας της ως μάρτυρα έχει θεωρητική και μόνο υφή.

 

Ο υπεύθυνος του ΤΑΕ Μόρφου επίσης δεν συμπεριλαμβανόταν στον κατάλογο μαρτύρων, η μαρτυρία του όμως ήταν γνωστή και η υπεράσπιση θα μπορούσε να τον καλέσει ως μάρτυρα εάν επιθυμούσε.

 

Σε σχέση με την ΜΚ6, η έκθεση της είχε δοθεί στην υπεράσπιση πριν από την ακροαματική διαδικασία. Επιπρόσθετα, όπως ήδη λέχθηκε, η υπεράσπιση ουδέποτε υπέβαλε αίτημα εξέτασης της παραπονούμενης από δικό της κλινικό ψυχολόγο. 

 

Σε ό,τι αφορά τα απειλητικά μηνύματα, η Κατηγορούσα Αρχή, αναγνωρίζοντας τη νομική αδυναμία παρουσίασής τους, αποφάσισε να μην προσκομίσει τη σχετική μαρτυρία. Εντοπίζεται όμως από τα πρακτικά, σελίδα 185, ότι η Κατηγορούσα Αρχή δήλωσε την ετοιμότητά της να κατατεθεί από κοινού το περιεχόμενο των μηνυμάτων, εάν η υπεράσπιση το επιθυμούσε. Παρά ταύτα, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα δεν συμφώνησε. Προσθέτουμε ακόμη ότι, όπως εντοπίζεται στις σελίδες 285 και 286 των πρακτικών, ο Εφεσείοντας κατά την αντεξέτασή του απεδέχθη την ανταλλαγή μηνυμάτων με την παραπονούμενη.

 

Υπό το φως των πιο πάνω ο υπό εξέταση λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Ο ένατος λόγος έφεσης θέτει ότι το Κακουργιοδικείο λανθασμένα δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία των μαρτύρων υπεράσπισης.

 

Είναι χωρίς έρεισμα και ο υπό κρίση λόγος έφεσης. Το Κακουργιοδικείο, στην καθόλα αψεγάδιαστη αξιολόγηση της μαρτυρίας των μαρτύρων υπεράσπισης, παραθέτει με λεπτομέρεια τους λόγους που το οδήγησαν στην απόρριψή της. Δίδει επαρκείς εξηγήσεις γιατί κρίθηκαν ως αναξιόπιστοι, εξηγήσεις απόλυτα πειστικές. Συνοπτικά, οι αντιφάσεις που εντοπίζονται σε σχέση με προηγούμενα παραδεκτά γεγονότα, αλλά και σε αναφορά με προηγούμενες δηλώσεις και/ή τοποθετήσεις των μαρτύρων και η απουσία ικανοποιητικής τεκμηρίωσης των προβληθέντων ισχυρισμών, ήταν παράγοντες που δεν άφηναν περιθώρια αποδοχής, ως αξιόπιστης, της υπό αναφορά μαρτυρίας.

 

Με τον εντέκατο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι το Κακουργιοδικείο καταδίκασε τον Εφεσείοντα στη βάση της δικής του μαρτυρίας και στην απουσία του αναγκαίου υπόβαθρου καταδίκης, ήτοι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

 

Έκθετος σε απόρριψη είναι και ο τελευταίος λόγος έφεσης. Το Κακουργιοδικείο σε καμία περίπτωση δεν αντέστρεψε με οποιοδήποτε τρόπο το βάρος απόδειξης. Η καταδίκη εδράσθηκε στη μαρτυρία που πρόσφερε η Κατηγορούσα Αρχή, με προεξάρχουσα αυτή της παραπονούμενης. Η εκδοχή του Εφεσείοντα και οι ισχυρισμοί που προέβαλε ενώπιον του Κακουργιοδικείου απορρίφθηκαν, αφού η μαρτυρία του αξιολογήθηκε ως πλήρης αντιφάσεων και αντικρουόμενων θέσεων.

 

Η αποδοχή της μαρτυρίας που πρόσφερε η Κατηγορούσα Αρχή, οδήγησε, αναπόδραστα, στην κατάληξη της ενοχής του Εφεσείοντα πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο