ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:B88
(2016) 2 ΑΑΔ 93
12 Φεβρουαρίου, 2016
(ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές)
ΕΥΓΕΝΙΑ ΠΕΤΣΑ,
Εφεσείουσα,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Aρ. 27/2014)
Τροχαία ατυχήματα ― Εγκατάλειψη οχήματος κατά τρόπο που είναι δυνατό να παρακωλύσει αδικαιολόγητα την τροχαία ή άλλη κίνηση, κατά παράβαση του Καν. 58 (10)(γ) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984 (Κ.Δ.Π. 66/1984), όπως τροποποιήθηκαν από την Κ.Δ.Π. 189/2008 ― Απόφαση πλειοψηφίας Εφετείου περί σύζευξης στον σχετικό Κανονισμό, δύο διαφορετικών τρόπων εγκατάλειψης, δύο διαφορετικών αδικημάτων προς αντιμετώπιση δύο διαφορετικών εκνόμων καταστάσεων και όχι σώρευσης συστατικών στοιχείων σε ένα και μόνο αδίκημα ― Το αδίκημα συντελείται και με τη δημιουργία αισθητά μειωμένης δυνατότητας στη χρήση του δρόμου στην οποία υποβάλλεται άλλος οδηγός ― Απόφανση μειοψηφίας Εφετείου περί ελλιπούς κατηγορητηρίου και απουσίας συνθετικού στοιχείου της εγκατάλειψης χωρίς να ληφθούν προηγουμένως οι αναγκαίες εκείνες προφυλάξεις για να τεθεί το όχημα σε κίνηση.
Λέξεις και φράσεις ― «Να μην το εγκαταλείπει», «και επιπρόσθετα» στον Κανονισμό 58 (10)(γ) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984 (Κ.Δ.Π. 66/1984) όπως τροποποιήθηκαν από την Κ.Δ.Π. 189/2008.
Ερμηνεία Νόμων ― Κανονισμοί ― Ως προς το ζήτημα της ερμηνείας του Κανονισμού, τηρουμένης της προσοχής που απαιτείται κατά την ερμηνεία ποινικών νόμων, αυτοί ερμηνεύονται με αναφορά στην πραγματική σημασία των λέξεων και στον πραγματικό σκοπό του νομοθέτη.
Η εφεσείουσα βρέθηκε ένοχη, κατόπιν ακρόασης, σε κατηγορία οι λεπτομέρειες της οποίας ανέφεραν, ότι έχοντας την ευθύνη ή τον έλεγχο οχήματος, το εγκατέλειψε στην οδό Θησέως στη Λάρνακα «κατά τρόπο που ήταν δυνατό να παρακωλύσει αδικαιολόγητα την τροχαία ή άλλη κίνηση», κατά παράβαση του Καν. 58 (10)(γ) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984 (Κ.Δ.Π. 66/84), όπως τροποποιήθηκαν από την Κ.Δ.Π. 189/2008.
Βασικός μάρτυρας της κατηγορούσας αρχής ήταν ένας άλλος οδηγός, ο Μ. Λοϊζίδης. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, κατά τον επίδικο χρόνο οδηγούσε το όχημά του στην οδό Θησέως κρατώντας την αριστερή λωρίδα. Σε κάποιο σημείο συνάντησε εμπορικό όχημα το οποίο βρισκόταν σταθμευμένο εν μέρει μέσα στην αριστερή λωρίδα και εν μέρει στο πεζοδρόμιο, παρεμποδίζοντας έτσι τη διέλευση του. Ο μάρτυρας επιχείρησε να το προσπεράσει οδηγώντας το όχημά του δεξιότερα, στην άλλη λωρίδα κυκλοφορίας. Εκεί όμως συνάντησε άλλο εμπόδιο, αφού εκείνη τη στιγμή η εφεσείουσα, ερχόμενη από την αντίθετη κατεύθυνση, στάθμευσε το όχημά της στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας και απέναντι από το προαναφερθέν εμπορικό όχημα.
Ο μάρτυρας περιέγραψε τη δημιουργηθείσα κατάσταση ως εξής: «μόλις που με χωρούσε να περάσω μεταξύ των δύο αυτοκινήτων». Ζήτησε τότε δύο φορές από την εφεσείουσα, η οποία εξερχόταν του αυτοκινήτου της για να μεταβεί σε κοντινό κατάστημα, να το μετακινήσει. Αυτή τον αγνόησε. Ο μάρτυρας προχώρησε, έστριψε δεξιά και στάθμευσε και ακολούθως επέστρεψε στη σκηνή όπου «σαν προειδοποίηση φαινόταν ότι θα έγραφε τα στοιχεία του οχήματος» με την ελπίδα ότι η εφεσείουσα τελικά θα το μετακινούσε. Εκείνη τον εξύβρισε και τελικά μετέβη σε κοντινό κατάστημα. Ο εν λόγω μάρτυρας δεν αντεξετάστηκε, όπως ούτε ο άλλος μάρτυρας κατηγορίας που ήταν αστυνομικός, ο οποίος δεν είχε άμεση γνώση των επιδίκων συμβάντων. Η υπεράσπιση δεν προσέφερε μαρτυρία, αλλά περιορίστηκε, εξ ου και η έφεση, σε νομικά σημεία τα οποία επανέλαβε και ενώπιον του Εφετείου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε μεταξύ άλλων ότι η έννοια της εγκατάλειψης για το σκοπό που υπηρετεί ο εν λόγω Κανονισμός, μπορεί να είναι μεγάλης ή μικρής διάρκειας και επομένως, κάτω από τέτοιες περιστάσεις, η στάθμευση οχήματος είναι μορφή εγκατάλειψης.
Περαιτέρω αναφορά στα πρωτόδικα ευρήματα, παρατίθεται στα αποφασισθέντα από το Εφετείο, κατωτέρω.
Αποφασίστηκε ότι:
Α. Υπό: Οικονόμου Δ. συμφωνησάσης και της Μιχαηλίδου Δ.:
1. Εν προκειμένω, ο νομοθέτης επαναλαμβάνει για δεύτερη φορά τη φράση «να μην το εγκαταλείπει». Τέτοια επανάληψη έχει νόημα μόνο ως εισάγουσα μια δεύτερη αυτοτελή περίπτωση.
2. Πέραν τούτου, είναι πρόδηλο ότι ο νομοθέτης επιχείρησε την αντιμετώπιση δύο ξεχωριστών «κακών». Το πρώτο είναι ο κίνδυνος που προκύπτει από την εγκατάλειψη οχήματος κατά τρόπο που να μπορεί να το οδηγήσει οποιοσδήποτε τρίτος, όπως λ.χ. στην περίπτωση που ο οδηγός εγκαταλείπει το όχημα με τη μηχανή σε λειτουργία.
3. Το δεύτερο προς αντιμετώπιση «κακό», είναι η αδικαιολόγητη παρακώλυση της τροχαίας λόγω της εγκατάλειψης του οχήματος, ζήτημα εντελώς διαφορετικό και συνεπώς ανεξάρτητο από την πρώτη περίπτωση.
4. Η εισήγηση της υπεράσπισης περί ενός και μόνο αδικήματος, θα απέληγε στο να μην απαγορεύεται η εγκατάλειψη οχήματος κατά τρόπο που να μπορεί να τεθεί σε κίνηση, εκτός εάν το όχημα δημιουργεί και αδικαιολόγητο εμπόδιο στο δρόμο. Αντιστρόφως δε, θα είχε ως αποτέλεσμα το να μην απαγορεύεται η αδικαιολόγητη παρακώλυση της τροχαίας, εκτός εάν ταυτοχρόνως το όχημα αφέθηκε κατά τρόπο που να μπορεί να τεθεί σε κίνηση από τρίτο.
5. Υπό το φως των ανωτέρω, προέκυπτε ότι η φράση «και επιπρόσθετα», έχει την έννοια της σύζευξης δύο διαφορετικών τρόπων εγκατάλειψης, δύο διαφορετικών αδικημάτων προς αντιμετώπιση δύο διαφορετικών εκνόμων καταστάσεων και όχι της σώρευσης συστατικών στοιχείων σε ένα και μόνο αδίκημα.
6. Εν προκειμένω, η εφεσείουσα κατηγορήθηκε για το δεύτερο αδίκημα. Συνεπώς, τα όσα αναφέρθηκαν ως ελλείποντα σε σχέση με το πρώτο αδίκημα δεν είναι σχετικά. Σχετικά είναι (α) η εγκατάλειψη του οχήματος σε δρόμο και (β) η εξ αυτής αδικαιολόγητη παρεμπόδιση της τροχαίας κίνησης.
7. Ως προς την «εγκατάλειψη», σημειώνεται ότι είναι υπό την παραπάνω έννοια, της μη συνδρομής όλων των συστατικών στοιχείων, που προβλήθηκε ενώπιον του Εφετείου η εισήγηση περί μη στοιχειοθέτησης της εγκατάλειψης, χωρίς να τεθεί κατ' έφεσιν η θέση της υπεράσπισης πρωτοδίκως ότι η «εγκατάλειψη» προϋποθέτει τη μονιμότητα ακινητοποίησης του οχήματος ή τουλάχιστον την ακινητοποίηση για μεγάλο χρονικό διάστημα, την οποία και το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε κρίνοντας ότι η έννοια της εγκατάλειψης για το σκοπό που υπηρετεί ο εν λόγω Κανονισμός, μπορεί να είναι μεγάλης ή μικρής διάρκειας και επομένως, κάτω από τέτοιες περιστάσεις, η στάθμευση οχήματος είναι μορφή εγκατάλειψης.
8. Ως προς την έννοια δε της παρεμπόδισης, ήταν ορθή η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το αδίκημα μπορεί να συντελεστεί και με τη δημιουργία αισθητά μειωμένης δυνατότητας στη χρήση του δρόμου στην οποία υποβάλλεται άλλος οδηγός.
9. Συνεπώς, υπό το φως τέτοιας ουσιαστικής προσέγγισης, δεν ήταν θέμα μέτρησης, αλλά αξιολόγησης της περιγραφής που δόθηκε στο Δικαστήριο σε συνδυασμό με τη μαρτυρία του αστυνομικού μάρτυρα πως επρόκειτο περί δρόμου συνολικού πλάτους 6.80 μ.
10. Η αναφορά του μάρτυρα Λοϊζίδη, η οποία δεν αμφισβητήθηκε, ότι μόλις που χώρεσε να περάσει μεταξύ των δύο αυτοκινήτων, μπορούσε να στοιχειοθετήσει κατά την κρίση του Δικαστηρίου, όπως και στοιχειοθέτησε, πραγματική δυσχέρεια στο μάρτυρα ως διερχόμενο οδηγό, συνεπεία της στάθμευσης της εφεσείουσας σε σημείο του δρόμου όπου στην απέναντι λωρίδα κυκλοφορίας υπήρχε ήδη μερικώς πρόβλημα εξ αιτίας του άλλου σταθμευμένου οχήματος, ενέργεια που επέτεινε το πρόβλημα και τη δυσχέρεια, προκαλώντας εμπόδιο στην τροχαία κίνηση.
11. Ως προς το εύρημα του Δικαστηρίου ότι τέτοια παρεμπόδιση ήταν αδικαιολόγητη, η προσέγγιση ήταν και πάλι ορθή. Η έννοια της δικαιολογίας εν προκειμένω είναι ταυτόσημη με την εύλογη αιτία που μπορεί να υπάρχει σε συνάρτηση με τις ειδικές ανάγκες της περίπτωσης και τέτοια εύλογη αιτία δεν έχει καταδειχθεί.
12. Ό,τι προέκυπτε από τη μαρτυρία, ήταν ότι η εφεσείουσα στάθμευσε με τρόπο ώστε να εμποδίζει την τροχαία κίνηση αδικαιολόγητα, εφόσον σκοπό είχε και μόνο να μεταβεί σε παρακείμενο κατάστημα, όπως και έπραξε.
Β. Υπό Ναθαναήλ Δ.:
1. Η έφεση επεδίωκε την ανατροπή της καταδίκης με κύριο λόγο το σημείο ότι ο σχετικός Κανονισμός επιβάλλει την απόδειξη δύο συστατικών προς ενοχή: πρώτον, η εγκατάλειψη πρέπει να γίνει με τέτοιο τρόπο ώστε το όχημα να μην μπορεί να τεθεί σε κίνηση κατά την απουσία του οδηγού, και δεύτερο, να γίνει με τρόπο που αδικαιολόγητα εμποδίζει πεζούς ή την τροχαία κίνηση.
2. Περαιτέρω, όχι μόνο έλειπε μαρτυρία ότι το όχημα δεν μπορούσε να τεθεί σε κίνηση κατά την απουσία της εφεσείουσας, αλλά και δεν αποδέχθηκε το στοιχείο της αδικαιολόγητης παρακώλυσης. Δεν αρκούσε η υποκειμενική εκτίμηση του μάρτυρα Λοϊζίδη ότι, «μόλις που το χωρούσε να περάσει», εφόσον ούτε μετρήσεις υπήρξαν, ούτε δεδομένα που κατά αντικειμενικό τρόπο να οδηγούσε στην εν πράξει παρακώληση και δη αδικαιολογήτως.
3. Έπρεπε δε να λεχθούν και τα εξής: Για ένα ήσσονος σημασίας επεισόδιο, η Αστυνομία κατηγόρησε την εφεσείουσα επιλεκτικά, ενώ θα μπορούσε να έδειχνε ισότιμη μεταχείριση κατηγορώντας και τον οδηγό του σταθμευμένου και μάλιστα μερικώς επί του πεζοδρομίου οχήματος, ενώ η στάθμευση της ίδιας της εφεσείουσας ήταν κατά τα άλλα προφανώς χωρίς πρόβλημα, εφόσον ούτε ο αστυνομικός Μ.Κ.1, αναφέρθηκε σχετικά, ούτε και διατυπώθηκε έτερη κατηγορία.
4. Μπορούσε επίσης η Αστυνομία να κατηγορούσε την εφεσείουσα για την κατ' ισχυρισμό εξύβριση του Μ. Λοϊζίδη, αλλά δεν το έπραξε. Συνεπώς απασχολήθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο με ένα ασήμαντο γεγονός και κατ' επέκταση το Εφετείο, με την ανάλογη σπατάλη του πολύτιμου Δικαστικού χρόνου.
5. Η έφεση θα έπρεπε να επιτύχει. Ο Καν. 58(10)(8) είναι το λιγότερο ατυχέστατα διατυπωμένος και αναλόγως στρυφνός. Το ερώτημα απαντάται ανατρέχοντας στις αρχές διατυπώσεις κατηγοριών και στη δημιουργία ενός ή περισσοτέρων αδικημάτων με το συγκεκριμένο νομοθετικό ή κανονιστικό κείμενο.
6. Στην υπό κρίση υπόθεση, η χρήση των λέξεων «και επιπρόσθετα», δεν μπορεί να έχει άλλο νόημα από τη συνήθη σημασία των λέξεων: Ότι δηλαδή η εγκατάλειψη σε δρόμο που να εμποδίζει αδικαιολόγητα τους πεζούς ή την τροχαία κίνηση, προστίθεται για τη δημιουργία της μείζονος κατηγορίας που δημιουργεί ο Καν. 58, της παρακώλυσης, στην εγκατάλειψη του οχήματος χωρίς να μπορεί να τεθεί σε κίνηση.
7. Το δεύτερο σκέλος είναι ακόλουθο του πρώτου ώστε όπου το όχημα εγκαταλείπεται χωρίς ο οδηγός να λάβει τις αναγκαίες προφυλάξεις για να δύναται να τεθεί σε κίνηση, αυτό θα πρέπει ταυτόχρονα να δημιουργεί και αδικαιολόγητο εμπόδιο στους πεζούς ή την τροχαία κίνηση.
8. Εάν ο οδηγός αφήσει το όχημα του κλειδωμένο και φύγει, αλλά αυτό δεν δημιουργεί ταυτόχρονα εμπόδιο στην διακίνηση πεζών ή οχημάτων, τότε δεν συντελείται οποιοδήποτε αδίκημα. Αν από την άλλη το όχημα όπως αφήνεται στο δρόμο εμποδίζει, αλλά μπορεί να μετακινηθεί και πάλι δεν υπάρχει αδίκημα.
9. Προφανώς σκοπός του νομοθέτη ήταν να καταστήσει παράνομη εκείνη την οδική συμπεριφορά που δημιουργεί παρακώλυση της τροχαίας κίνησης ή της κυκλοφορίας πεζών. Ο Καν. 58(10)(γ) είναι μετεξέλιξη των παλαιότερων προνοιών του s. 57(1) των Motor Vehicles and Road Traffic Regulations 1973, που τροποποίησε παλαιότερη ρύθμιση του 1959.
10. Άλλωστε, όπου υπάρχει αμφιβολία στην ορθή ερμηνεία εφόσον πρόκειται για ποινικό νομοθέτημα που δημιουργεί αδίκημα, η όποια αμφιβολία επιλύεται υπέρ του κατηγορούμενου.
11. Στη βάση των πιο πάνω, η εφεσίβλητη κατήρτισε ελλιπές κατηγορητήριο εφόσον οι λεπτομέρειες επί της κατηγορίας της αδικαιολόγητης παρακώλυσης της τροχαίας κίνησης στην έκθεση του αδικήματος, αναφέρουν μόνο την εγκατάλειψη του οχήματος κατά τρόπο που ήταν δυνατό να παρακωλύσει την τροχαία ή άλλη κίνηση.
12. Απουσίαζε δηλαδή το συνθετικό στοιχείο της εγκατάλειψης χωρίς να ληφθούν προηγουμένως οι αναγκαίες εκείνες προφυλάξεις για να τεθεί το όχημα σε κίνηση.
13. Καθίσταται περαιτέρω φανερό από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι η εφεσείουσα «είχε τον έλεγχο» του οχήματος και το στάθμευσε, όχι το εγκατέλειψε, χωρίς από μόνη της η στάθμευση αυτή να ήταν προβληματική. Το πρόβλημα είχε δημιουργηθεί από τον οδηγό του ετέρου οχήματος που εν μέρει ήταν σταθμευμένο στο πεζοδρόμιο. Η εφεσίβλητη ήταν στη σκηνή και μπορούσε ανά πάσα στιγμή να το μετακινούσε, άρα δεν στοιχειοθετείτο το προαπαιτούμενο της μη δυνατότητας να τίθετο το όχημα σε κίνηση.
14. Πρόσθετα, ήταν πράγματι υποκειμενική η κρίση του Μ. Λοϊζίδη ως προς ότι «μόλις που τον χωρούσε». Εν τέλει πέρασε ώστε να μην υπήρχε ουσιώδες εμπόδιο στην τροχαία κίνηση.
15. Το πρωτόδικο Δικαστήριο λέγοντας ότι η εφεσείουσα δεν πρόβαλε συγκεκριμένη δικαιολογία γιατί να αφήσει εκεί σταθμευμένο το όχημα της, άφησε την εντύπωση ότι είχε κάποιο βάρος να αποσείσει, θέση νομικά ανεπίτρεπτη εφόσον είναι πάντοτε η Κατηγορούσα Αρχή και στο εκ πρώτης όψεως στάδιο και στο τελικό, που πρέπει να στοιχειοθετήσει την υπόθεση της πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, είτε το αδίκημα είναι σοβαρό, είτε είναι ήσσονος σημασίας.
Η έφεση απορρίφθηκε κατά πλειοψηφία.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 391,
Police v. Papaioannou 17 C.L.R. 50,
Vernar v. Paddon [1973] 3 All E.R. 302,
Police v. Nicolaou [1975] 12 J.S.C. 2081,
Ερμογένους ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 387,
Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Κοντέας ν. Λουκά-Ξιαρή (2014) 2 Α.Α.Δ. 445, ECLI:CY:AD:2014:B424.
Έφεση κατά Καταδίκης και Ποινής.
Έφεση από την Καταδικασθείσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Νικολάου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 19917/2012), ημερομηνίας 15/1/2014.
Γ. Λουκαΐδης, για την Εφεσείουσα.
Α. Ματθαίου (κα), για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση της πλειοψηφίας του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ. Με αυτή συμφωνεί και η Δ. Μιχαηλίδου, Δ. H απόφαση της μειοψηφίας θα δοθεί από εμένα.
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα βρέθηκε, κατόπιν ακρόασης, ένοχη στην κατηγορία ότι έχοντας την ευθύνη ή τον έλεγχο οχήματος το εγκατέλειψε στην οδό Θησέως στη Λάρνακα «κατά τρόπο που ήταν δυνατό να παρακωλύσει αδικαιολόγητα την τροχαία ή άλλη κίνηση», κατά παράβαση του Καν. 58 (10)(γ) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984 (Κ.Δ.Π. 66/84), όπως τροποποιήθηκαν από την Κ.Δ.Π. 189/2008.
Βασικός μάρτυρας της κατηγορούσας αρχής ήταν ένας άλλος οδηγός, ο Μ. Λοϊζίδης. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, κατά τον επίδικο χρόνο οδηγούσε το όχημά του στην οδό Θησέως κρατώντας την αριστερή λωρίδα. Σε κάποιο σημείο συνάντησε εμπορικό όχημα το οποίο βρισκόταν σταθμευμένο εν μέρει μέσα στην αριστερή λωρίδα και εν μέρει στο πεζοδρόμιο, παρεμποδίζοντας έτσι τη διέλευση του. Ο μάρτυρας επεχείρησε να το προσπεράσει οδηγώντας το όχημά του δεξιότερα, στην άλλη λωρίδα κυκλοφορίας. Εκεί όμως συνάντησε άλλο εμπόδιο, αφού εκείνη τη στιγμή η εφεσείουσα, ερχόμενη από την αντίθετη κατεύθυνση, στάθμευσε το όχημά της στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας και απέναντι από το προαναφερθέν εμπορικό όχημα. Ο Μ. Λοϊζίδης περιέγραψε τη δημιουργηθείσα κατάσταση ως εξής: «μόλις που με χωρούσε να περάσω μεταξύ των δύο αυτοκινήτων». Zήτησε τότε δύο φορές από την εφεσείουσα, η οποία εξερχόταν του αυτοκινήτου της για να μεταβεί σε κοντινό κατάστημα, να το μετακινήσει. Αυτή τον αγνόησε. Ο μάρτυρας προχώρησε, έστριψε δεξιά και στάθμευσε και ακολούθως επέστρεψε στη σκηνή όπου «σαν προειδοποίηση φαινόταν ότι θα έγραφε τα στοιχεία του οχήματος» με την ελπίδα ότι η εφεσείουσα τελικά θα το μετακινούσε. Εκείνη τον εξύβρισε και τελικά μετέβη σε κοντινό κατάστημα. Ο εν λόγω μάρτυρας δεν αντεξετάστηκε, όπως ούτε ο άλλος μάρτυρας κατηγορίας που ήταν αστυνομικός, ο οποίος δεν είχε άμεση γνώση των επιδίκων συμβάντων. Η υπεράσπιση δεν προσέφερε μαρτυρία, αλλά περιορίστηκε, ανεπιτυχώς, εξ ου και η έφεση, σε νομικά σημεία τα οποία εν πολλοίς επανέλαβε ενώπιόν μας.
Κατ' αρχάς προβλήθηκε η εισήγηση ότι η έννοια της εγκατάλειψης με βάση τον εν λόγω Καν. 58(10)(γ) εμπεριέχει δύο προϋποθέσεις/συστατικά στοιχεία, ήτοι:
(α) Η εγκατάλειψη θα πρέπει να είναι με τέτοιο τρόπο ώστε το όχημα να μην μπορεί να τεθεί σε κίνηση κατά την απουσία του οδηγού και
(β) να είναι με τέτοιο τρόπο ώστε να εμποδίζει αδικαιολόγητα πεζούς ή την τροχαία κίνηση.
Τούτο προκύπτει, κατά την εισήγηση του ευπαιδεύτου δικηγόρου της εφεσείουσας, από αυτό τούτο το λεκτικό του Κανονισμού που έχει ως ακολούθως:
«58(10) Πρόσωπο το οποίο οδηγεί ή έχει την ευθύνη ή τον έλεγχο μηχανοκινήτου οχήματος σε οποιοδήποτε δρόμο οφείλει να-
..........................
(γ) μην εγκαταλείπει το όχημα χωρίς να λάβει προηγουμένως όλες τις αναγκαίες προφυλάξεις κατά τρόπο ώστε αυτό να μην μπορεί να τεθεί σε κίνηση κατά την απουσία του και επιπρόσθετα να μην το εγκαταλείπει σε δρόμο κατά τρόπο ώστε να εμποδίζει αδικαιολόγητα πεζούς ή την τροχαία κίνηση.»
Η χρήση των λέξεων «και επιπρόσθετα» δεν αφήνει αμφιβολία, κατέληξε ως προς το επιχείρημα αυτό ο κ. Λουκαΐδης, περί του ότι πρόκειται για σωρευτικές και όχι διαζευκτικές περιπτώσεις.
Τούτου δοθέντος και με περαιτέρω δεδομένο ότι δεν προσφέρθηκε μαρτυρία ότι η εφεσείουσα παρέλειψε να λάβει προηγουμένως όλες τις αναγκαίες προφυλάξεις κατά τρόπο ώστε το όχημα να μην μπορούσε να τεθεί σε κίνηση κατά την απουσία της, ως λ.χ. ότι άφησε το αυτοκίνητο ξεκλείδωτο και με τα κλειδιά στη θέση τους, προκύπτει ότι η κατηγορούσα αρχή απέτυχε να αποδείξει συστατικό στοιχείο του αδικήματος.
Δεύτερο, προβλήθηκε από την υπεράσπιση η θέση ότι η αναφορά του μάρτυρα περί του ότι μόλις που τον χωρούσε να περάσει μεταξύ των δύο αυτοκινήτων, συνιστούσε υποκειμενική εκτίμηση και γνώμη, ανεπαρκή για να στοιχειοθετήσει το προαπαιτούμενο του Κανονισμού περί παρεμπόδισης. Θα έπρεπε, κατά τη σχετική εισήγηση, να υπήρχαν ενώπιον του Δικαστηρίου τα δεδομένα του δρόμου και η απόσταση των δύο αυτοκινήτων, είτε με μέτρηση είτε έστω κατά προσέγγιση, για να μπορούσε το Δικαστήριο να κρίνει το ζήτημα.
Τέλος, ο ευπαίδευτος δικηγόρος της εφεσείουσας, αναφερόμενος στο στοιχείο του αδικαιολόγητου της παρεμπόδισης, εισηγήθηκε ότι το στοιχείο αυτό δεν πληρούται απλώς και μόνο επειδή η εφεσείουσα δεν έδωσε καμία δικαιολογία, όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε. Το βέβαιο είναι ότι παράνομα, επί πεζοδρομίου, είχε σταθμεύσει το εμπορικό όχημα. Δεν υπήρχε μαρτυρία για οτιδήποτε μεμπτό ή παράνομο στη στάθμευση της εφεσείουσας, η οποία, κατέληξε ο δικηγόρος της, μπορεί και να είχε σταθμεύσει σε χώρο με παρκόμετρο και δεν μπορούσε να κριθεί ένοχη για αδικαιολόγητη παρακώλυση κυκλοφορίας απλώς και μόνο επειδή στάθμευσε απέναντι από παρανόμως σταθμευμένο όχημα.
Επί του πρώτου ζητήματος, η ευπαίδευτη εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα εισηγήθηκε ότι οι λέξεις «και επιπρόσθετα» υποδηλώνουν ότι το δεύτερο σκέλος του Καν. 58(10)(γ) είναι επιπρόσθετο του πρώτου σκέλους, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται δια του Κανονισμού αυτού δύο αυτοτελή αδικήματα. Κατά τ' άλλα, δικαίως δέχθηκε ότι όντως δεν υπήρχε μαρτυρία που να στοιχειοθετεί παράλειψη λήψης των αναγκαίων προφυλάξεων ώστε το όχημα να μην μπορούσε να τεθεί σε κίνηση.
Πέραν τούτου, υιοθέτησε το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την έννοια της παρεμπόδισης, στο οποίο θα αναφερθούμε κατωτέρω. Ως προς το αδικαιολόγητο της στάθμευσης ως συστατικό στοιχείο του αδικήματος, εισηγήθηκε ότι η επιλογή της εφεσείουσας να μην δώσει μαρτυρία δεν δημιουργεί βεβαίως οποιοδήποτε ενοχοποιητικό συμπέρασμα εναντίον της, αλλά θα έπρεπε να δώσει εξήγηση σε σχέση με το δικαιολογημένο της εγκατάλειψης του οχήματός της.
Ως προς το ζήτημα της ερμηνείας του Κανονισμού, σημειώνουμε ότι, τηρουμένης της προσοχής που απαιτείται κατά την ερμηνεία ποινικών νόμων, αυτοί ερμηνεύονται σήμερα με αναφορά στην πραγματική σημασία των λέξεων και στον πραγματικό σκοπό του νομοθέτη (Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 391).
Εν προκειμένω, ο νομοθέτης επαναλαμβάνει για δεύτερη φορά τη φράση «να μην το εγκαταλείπει». Τέτοια επανάληψη έχει νόημα μόνο ως εισάγουσα μια δεύτερη αυτοτελή περίπτωση. Πέραν τούτου, είναι πρόδηλο ότι ο νομοθέτης επεχείρησε την αντιμετώπιση δύο ξεχωριστών «κακών». Το πρώτο είναι ο κίνδυνος που προκύπτει από την εγκατάλειψη οχήματος κατά τρόπο που να μπορεί να το οδηγήσει οποιοσδήποτε τρίτος, όπως λ.χ. στην περίπτωση που ο οδηγός εγκαταλείπει το όχημα με τη μηχανή σε λειτουργία. Αντίστοιχο, ενδεικτικά, είναι το αδίκημα του Κανονισμού 107 των αγγλικών Road Vehicles (Construction and Use) Regulations 1986 («leaving vehicle unattended»).
Το δεύτερο προς αντιμετώπιση «κακό», είναι η αδικαιολόγητη παρακώλυση της τροχαίας λόγω της εγκατάλειψης του οχήματος, ζήτημα εντελώς διαφορετικό και συνεπώς ανεξάρτητο από την πρώτη περίπτωση.
Η εισήγηση της υπεράσπισης περί ενός και μόνο αδικήματος, θα απέληγε στο να μην απαγορεύεται η εγκατάλειψη οχήματος κατά τρόπο που να μπορεί να τεθεί σε κίνηση, εκτός εάν το όχημα δημιουργεί και αδικαιολόγητο εμπόδιο στο δρόμο. Αντιστρόφως δε, θα είχε ως αποτέλεσμα το να μην απαγορεύεται η αδικαιολόγητη παρακώλυση της τροχαίας, εκτός εάν ταυτοχρόνως το όχημα αφέθηκε κατά τρόπο που να μπορεί να τεθεί σε κίνηση από τρίτο.
Υπό το φως των ανωτέρω, κρίνουμε ότι η φράση «και επιπρόσθετα» έχει την έννοια της σύζευξης δύο διαφορετικών τρόπων εγκατάλειψης, δύο διαφορετικών αδικημάτων προς αντιμετώπιση δύο διαφορετικών εκνόμων καταστάσεων και όχι της σώρευσης συστατικών στοιχείων σε ένα και μόνο αδίκημα.
Εν προκειμένω, η εφεσείουσα κατηγορήθηκε για το δεύτερο αδίκημα. Συνεπώς, τα όσα αναφέρθηκαν ως ελλείποντα σε σχέση με το πρώτο αδίκημα δεν είναι σχετικά. Σχετικά είναι (α) η εγκατάλειψη του οχήματος σε δρόμο και (β) η εξ αυτής αδικαιολόγητη παρεμπόδιση της τροχαίας κίνησης.
Ως προς την «εγκατάλειψη», σημειώνουμε ότι είναι υπό την παραπάνω έννοια, της μη συνδρομής όλων των συστατικών στοιχείων, που προβλήθηκε ενώπιον μας η εισήγηση περί μη στοιχειοθέτησης της εγκατάλειψης, χωρίς να τεθεί κατ' έφεσιν η θέση της υπεράσπισης πρωτοδίκως ότι η «εγκατάλειψη» προϋποθέτει τη μονιμότητα ακινητοποίησης του οχήματος ή τουλάχιστον την ακινητοποίηση για μεγάλο χρονικό διάστημα, την οποία και το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε κρίνοντας ότι η έννοια της εγκατάλειψης για το σκοπό που υπηρετεί ο εν λόγω Κανονισμός, μπορεί να είναι μεγάλης ή μικρής διάρκειας και επομένως, κάτω από τέτοιες περιστάσεις, η στάθμευση οχήματος είναι μορφή εγκατάλειψης.
Ως προς την έννοια δε της παρεμπόδισης, συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι το αδίκημα μπορεί να συντελεστεί και με τη δημιουργία αισθητά μειωμένης δυνατότητας στη χρήση του δρόμου στην οποία υποβάλλεται άλλος οδηγός, όπως προκύπτει από την ουσιαστική ερμηνεία του όρου στο σύγγραμμα Words and Phrases Legally Defined, Τόμος 4, σελ. 9, στο οποίο το Δικαστήριο παρέπεμψε, ως ακολούθως:
«"Obstruction" . is not a term of art nor has it acquired any special meaning, but it is always used in describing a particular kind of nuisance, viz. the obstruction of a highway. What is obstruction of a highway? It is not only an obstruction which actually prevents someone from exercising his right on the highway; it is any obstruction which interferes to an appreciable practical extent with the right which every member of the public has to use the highway, and to use it at all times and under all circumstances. The right of each person is not restricted to the particular part of the highway which may happen not to be in use by others at the time; it extends to the whole of the highway. Everybody has the right to use the whole of the highway at any time he thinks fit for the purpose of passing and repassing, and anything which appreciably and practically interferes with that right is an obstruction of the highway." Haywood v. Mumford (1908) 7 C.L.R. 133, per O'Connor, J., at pp. 140, 141 ..... What amounts to obstruction is primarily a question of fact (Wade v. Grange [1977] RTR 417).»
Συνεπώς, υπό το φως τέτοιας ουσιαστικής προσέγγισης, δεν ήταν θέμα μέτρησης, αλλά αξιολόγησης της περιγραφής που δόθηκε στο Δικαστήριο σε συνδυασμό με τη μαρτυρία του αστυνομικού μάρτυρα πως επρόκειτο περί δρόμου συνολικού πλάτους 6.80 μ. Η αναφορά του μάρτυρα Λοϊζίδη, η οποία δεν αμφισβητήθηκε, ότι μόλις που χώρεσε να περάσει μεταξύ των δύο αυτοκινήτων, μπορούσε να στοιχειοθετήσει κατά την κρίση του Δικαστηρίου, όπως και στοιχειοθέτησε, πραγματική δυσχέρεια στο μάρτυρα ως διερχόμενο οδηγό, συνεπεία της στάθμευσης της εφεσείουσας σε σημείο του δρόμου όπου στην απέναντι λωρίδα κυκλοφορίας υπήρχε ήδη μερικώς πρόβλημα εξ αιτίας του άλλου σταθμευμένου οχήματος, ενέργεια που επέτεινε το πρόβλημα και τη δυσχέρεια, προκαλώντας εμπόδιο στην τροχαία κίνηση.
Ως προς το εύρημα του Δικαστηρίου ότι τέτοια παρεμπόδιση ήταν αδικαιολόγητη, η προσέγγιση ήταν και πάλι ορθή. Η έννοια της δικαιολογίας εν προκειμένω είναι ταυτόσημη με την εύλογη αιτία που μπορεί να υπάρχει σε συνάρτηση με τις ειδικές ανάγκες της περίπτωσης και τέτοια εύλογη αιτία δεν έχει καταδειχθεί. Ό,τι προκύπτει από τη μαρτυρία, είναι ότι η εφεσείουσα στάθμευσε με τρόπο ώστε να εμποδίζει την τροχαία κίνηση αδικαιολόγητα, εφόσον σκοπό είχε και μόνο να μεταβεί σε παρακείμενο κατάστημα, όπως και έπραξε.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Το λεκτικό του Κανονισμού 58(10)(γ) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984, (Κ.Δ.Π. 66/84), ως τροποποιήθηκαν έχει ως εξής:
«Πρόσωπο το οποίο οδηγεί ή έχει την ευθύνη ή τον έλεγχο μηχανοκινήτου οχήματος σε οποιοδήποτε δρόμο οφείλει να -
(α) .........................
(β) .........................
(γ) μην εγκαταλείπει το όχημα χωρίς να λάβει προηγουμένως όλες τις αναγκαίες προφυλάξεις κατά τρόπο ώστε αυτό να μη μπορεί να τεθεί σε κίνηση κατά την απουσία του και επιπρόσθετα να μην το εγκαταλείπει σε δρόμο κατά τρόπο ώστε να εμποδίζει αδικαιολόγητα πεζούς ή την τροχαία κίνηση.»
Το κατηγορητήριο που απευθύνθηκε στην εφεσείουσα έχει ως εξής:
«ΕΚΘΕΣΗ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ
Αρ. Κατηγορίας 1
Αδικαιολόγητη παρακώλυση της τροχαίας ή άλλης κίνησης σε οδό με μηχανοκίνητο όχημα, κατά παράβαση των Κανονισμών 58(10)(γ) και 72 των Περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεων Κανονισμών 1984 (ΚΔΠ 66/84) όπως τροποποιήθηκε από την Κ.Δ.Π. 189/2008 που θεσπίστηκαν με βάση το Άρθρο 5 του Νόμου 86/72 και Νόμος 47(Ι)/97.
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ
7
Ο/Η κατηγορούμενος /2 στις 16/7/2012 στην οδό Θησέως στη Λάρνακα της Επαρχίας Λάρνακας ενώ είχε την ευθύνη ή τον έλεγχο του μηχανοκίνητου οχήματος με αριθμούς εγγραφής KWX406 εγκατέλειψε τούτο στην πιο πάνω αναφερόμενη οδό κατά τρόπο που ήταν δυνατό να παρακωλύσει αδικαιολόγητα την τροχαία ή άλλη κίνηση.
Εκδόθηκε εξώδικο για το ποσό των €50.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο καταδίκασε την εφεσείουσα στην κατηγορία που αντιμετώπισε δεχόμενο τη μαρτυρία των δύο μαρτύρων κατηγορίας, (η εφεσείουσα δεν έδωσε μαρτυρία, ούτε κάλεσε μάρτυρες προς υπεράσπιση της), ότι η εφεσείουσα «.. ενώ είχε τον έλεγχο του αυτοκινήτου υπ' αρ. KWX406 το στάθμευσε στην οδό Θησέως στη Λάρνακα, με τρόπο ώστε αδικαιολόγητα να συμβάλει στην παρεμπόδιση της τροχαίας κίνησης.».
Η μαρτυρία που προσκομίστηκε από την εφεσίβλητη Αστυνομία ήταν αυτή του αστυφύλακα 3303 Χρ. Πτωχόπουλου, Μ.Κ.1, ο οποίος είχε μεταβεί την επομένη του συμβάντος, εφόσον ο παραπονεθείς Μάριος Λοϊζίδης, Μ.Κ.2, τότε είχε καταγγείλει την υπόθεση, εντόπισε την εφεσείουσα ως εκείνη που οδηγούσε το όχημα την προτεραία και της εξέδωσε εξώδικο. Κατέθεσε ότι η οδός Θησέως είναι σε κατοικημένη περιοχή, διπλής κατεύθυνσης με πλάτος δρόμου 6.80 μ. Δεν προέβη σε οποιεσδήποτε άλλες εξετάσεις, ούτε μέτρησε ή ανέφερε το πλάτος και μήκος του οχήματος της εφεσείουσας ή οποιουδήποτε άλλου οχήματος.
Ο Μ. Λοϊζίδης κατέθεσε ότι κινούμενος επί της εν λόγω οδού, πρόσεξε ότι είχε σταθμευμένο μερικώς επί του δρόμου και μερικώς επί του πεζοδρομίου ένα εμπορικό όχημα το οποίο έπρεπε να παρακάμψει κινούμενος δεξιότερα επί της οδού, όταν την ίδια ώρα η εφεσείουσα στάθμευσε απέναντι του εμποδίζοντας την κυκλοφορία, μόλις δε που τον χωρούσε να περάσει μεταξύ των δύο οχημάτων. Ακολούθως, ως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, έστριψε δεξιά και στάθμευσε προβαίνοντας σε παρατήρηση προς την εφεσείουσα, αλλά αυτή τον εξύβρισε και χωρίς να μετακινήσει το όχημα της μετέβη σε κοντινό κατάστημα.
Στη βάση των πιο πάνω, το Δικαστήριο έκρινε ότι ως έννοια, «η εγκατάλειψη» περικλείει και την στάθμευση οχήματος μικρής ή μεγάλης διάρκειας η οποία δημιουργεί, όπως και είχε δημιουργήσει στην επίδικη περίπτωση, μειωμένη δυνατότητα χρήσης του δρόμου. Απέρριψε συναφώς εισήγηση περί έλλειψης του στοιχείου της εγκατάλειψης ως προϋποθέτουσας τη μονιμότητα ακινητοποίησης ή τουλάχιστον για μεγάλο χρονικό διάστημα, καθώς επίσης και το στοιχείο ότι δεν υπήρξε παρεμπόδιση της τροχαίας κίνησης εφόσον ο παραπονούμενος είχε διέλθει χωρίς τη μετακίνηση οποιουδήποτε των οχημάτων. Ως εύρημα το Δικαστήριο ανέφερε με βάση τη μαρτυρία του Λοϊζίδη ότι:
«Ευρίσκω με βάση τη μαρτυρία του ότι ένεκα της διαμορφωθείσας κατάστασης ο δρόμος μόλις που τον χωρούσε να περάσει, όπως ο ίδιος το έθεσε, αλλά τελικά πέρασε ενδιάμεσα από τα σταθμευμένα οχήματα και προχώρησε.»
Το Δικαστήριο προχώρησε να διατυπώσει τη θέση ότι η εφεσείουσα γνώριζε το πρόβλημα που δημιούργησε αφού εξαιτίας «του άλλου σταθμευμένου οχήματος επέτεινε την κατάσταση και δημιούργησε πραγματική δυσχέρεια σε διερχόμενο οδηγό», αλλά «... επέλεξε τη διατήρηση του προβλήματος», σημειώνοντας πρόσθετα ότι «πάντως δεν προβλήθηκε εκ μέρους της οποιαδήποτε συγκεκριμένη δικαιολογία γιατί, με αυτά τα δεδομένα, να αφήσει εκεί σταθμευμένο το αυτοκίνητο της.»
Η έφεση επιδιώκει την ανατροπή της καταδίκης με κύριο λόγο το σημείο ότι ο σχετικός Κανονισμός επιβάλλει την απόδειξη δύο συστατικών προς ενοχή: πρώτον, η εγκατάλειψη πρέπει να γίνει με τέτοιο τρόπο ώστε το όχημα να μην μπορεί να τεθεί σε κίνηση κατά την απουσία του οδηγού, και δεύτερο, να γίνει με τρόπο που αδικαιολόγητα εμποδίζει πεζούς ή την τροχαία κίνηση. Περαιτέρω, όχι μόνο έλειπε μαρτυρία ότι το όχημα δεν μπορούσε να τεθεί σε κίνηση κατά την απουσία της εφεσείουσας, αλλά και δεν αποδέχθηκε το στοιχείο της αδικαιολόγητης παρακώλυσης. Δεν αρκούσε η υποκειμενική εκτίμηση του Λοϊζίδη ότι, «μόλις που το χωρούσε να περάσει», εφόσον ούτε μετρήσεις υπήρξαν, ούτε δεδομένα που κατά αντικειμενικό τρόπο να οδηγούσε στην εν πράξει παρακώληση και δη αδικαιολογήτως.
Πρέπει πρωτίστως να λεχθούν τα εξής: για ένα ήσσονος σημασίας επεισόδιο, η Αστυνομία κατηγόρησε την εφεσείουσα επιλεκτικά, ενώ θα μπορούσε να έδειχνε ισότιμη μεταχείριση κατηγορώντας και τον οδηγό του σταθμευμένου και μάλιστα μερικώς επί του πεζοδρομίου οχήματος, ενώ η στάθμευση της ίδιας της εφεσείουσας ήταν κατά τα άλλα προφανώς χωρίς πρόβλημα εφόσον ούτε ο Χρ. Πτωχόπουλος, Μ.Κ.1, αναφέρθηκε σχετικά, ούτε και διατυπώθηκε έτερη κατηγορία. Μπορούσε επίσης η Αστυνομία να κατηγορούσε την εφεσείουσα για την κατ' ισχυρισμό εξύβριση του Μ. Λοϊζίδη, αλλά δεν το έπραξε. Συνεπώς απασχολήθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο με ένα ασήμαντο γεγονός και κατ' επέκταση το Εφετείο, με την ανάλογη σπατάλη του πολύτιμου Δικαστικού χρόνου.
Έχοντας καταγράψει τα ανωτέρω, η έφεση κατά την κρίση μου θα έπρεπε να επιτύχει. Ο Καν. 58(10)(8) είναι το λιγότερο ατυχέστατα διατυπωμένος και αναλόγως στρυφνός. Το ερώτημα απαντάται ανατρέχοντας στις αρχές διατυπώσεις κατηγοριών και στη δημιουργία ενός ή περισσοτέρων αδικημάτων με το συγκεκριμένο νομοθετικό ή κανονιστικό κείμενο. Εξηγείται στο σύγγραμμα Loizou & Pikis: Criminal Procedure in Cyprus, σελ. 48-53, ότι η χρήση του διαζευκτικού «or» είναι ενδεικτική της τέλεσης δύο χωριστών αδικημάτων εάν ένα πρόσωπο μπορεί να τελέσει τη μια δραστηριότητα χωρίς την άλλη, (Police v. Papaioannou 17 C.L.R. 50). Εάν ο σκοπός του νομοθέτη είναι να καταστήσει συγκεκριμένη συμπεριφορά παράνομη, ένα αδίκημα δημιουργείται έστω με την τέλεση διαφόρων τρόπων. Στη Vernar v. Paddon [1973] 3 All E.R. 302, αποφασίστηκε ότι η χρήση «threatening and insulting words causing a breach of the peace», στο Public Order Act 1936, δημιουργούσε ένα αδίκημα.
Αναφέρεται στο σύγγραμμα, σελ. 50, ότι:
«As a matter of pleading it is undesirable to dissect one incident and make it the subject of different charges.»
Σημασία έχει να εντοπισθεί η πρόθεση του νομοθέτη, αλλά και να διαγνωσθεί ποιά ακριβώς παρανομία ο νομοθέτης επιδιώκει να αναχαιτίσει.
Στην υπό κρίση υπόθεση, η χρήση των λέξεων «και επιπρόσθετα», δεν μπορεί να έχει άλλο νόημα από τη συνήθη σημασία των λέξεων: Ότι δηλαδή η εγκατάλειψη σε δρόμο που να εμποδίζει αδικαιολόγητα τους πεζούς ή την τροχαία κίνηση, προστίθεται για τη δημιουργία της μείζονος κατηγορίας που δημιουργεί ο Καν. 58, της παρακώλυσης, στην εγκατάλειψη του οχήματος χωρίς να μπορεί να τεθεί σε κίνηση. Το δεύτερο σκέλος είναι ακόλουθο του πρώτου ώστε όπου το όχημα εγκαταλείπεται χωρίς ο οδηγός να λάβει τις αναγκαίες προφυλάξεις για να δύναται να τεθεί σε κίνηση, αυτό θα πρέπει ταυτόχρονα να δημιουργεί και αδικαιολόγητο εμπόδιο στους πεζούς ή την τροχαία κίνηση. Εάν ο οδηγός αφήσει το όχημα του κλειδωμένο και φύγει, αλλά αυτό δεν δημιουργεί ταυτόχρονα εμπόδιο στην διακίνηση πεζών ή οχημάτων, τότε δεν συντελείται οποιοδήποτε αδίκημα. Αν από την άλλη το όχημα όπως αφήνεται στο δρόμο εμποδίζει, αλλά μπορεί να μετακινηθεί και πάλι δεν υπάρχει αδίκημα.
Προφανώς σκοπός του νομοθέτη ήταν να καταστήσει παράνομη εκείνη την οδική συμπεριφορά που δημιουργεί παρακώλυση της τροχαίας κίνησης ή της κυκλοφορίας πεζών. Ο Καν. 58(10)(γ) είναι μετεξέλιξη των παλαιότερων προνοιών του s. 57(1) των Motor Vehicles and Road Traffic Regulations 1973, που τροποποίησε παλαιότερη ρύθμιση του 1959. Η παλαιότερη ρύθμιση χρησιμοποιούσε σαφώς και ρητώς το διαζευκτικό «or» («not quit the motor vehicle without having taken due precautions against its being started in his absence, or allow the motor vehicle to stand on any road so as to cause, or be likely to cause any unnecessary obstruction thereof.»). Η παλαιά αυτή ρύθμιση δημιουργούσε δύο αδικήματα, (δέστε Police v. Nicolaou [1975] 12 J.S.C. 2081), η δε τροποποίηση το 1973, («μη εγκαταλείπει το όχημα χωρίς προηγουμένως να λάβει τις αναγκαίες προφυλάξεις ώστε τούτο να μην δύναται να τεθεί εν κινήσει κατά την απουσία αυτού, προς τούτοις δε όπως μη εγκαταλείπει τούτο ...»), θεωρήθηκε και πάλι ως δημιουργούσα δύο αδικήματα με αναφορά στο προηγούμενο Αγγλικό λεκτικό στη Nicolaou - ανωτέρω -. Επανήλθε όμως ο Νομοθέτης το 1984 και τροποποίησε πάλι το λεκτικό προσθέτοντας τις λέξεις «και επιπρόσθετα». Δεν μπορεί πλέον να υπάρχει αμφιβολία ότι δεν πρόκειται για δύο αδικήματα, αλλά για ένα που προϋποθέτει δύο ενέργειες συμπεριφοράς για στοιχειοθέτηση.
Άλλωστε, όπου υπάρχει αμφιβολία στην ορθή ερμηνεία εφόσον πρόκειται για ποινικό νομοθέτημα που δημιουργεί αδίκημα, η όποια αμφιβολία επιλύεται υπέρ του κατηγορούμενου, (Ερμογένους ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 387, Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Κοντέας ν. Λουκά-Ξιαρή (2014) 2 Α.Α.Δ. 445, ECLI:CY:AD:2014:B424, και Cross: Statutory Interpretation σελ. 150-151).
Στη βάση των πιο πάνω, η εφεσίβλητη κατήρτισε ελλιπές κατηγορητήριο εφόσον οι λεπτομέρειες επί της κατηγορίας της αδικαιολόγητης παρακώλυσης της τροχαίας κίνησης στην έκθεση του αδικήματος, αναφέρουν μόνο την εγκατάλειψη του οχήματος κατά τρόπο που ήταν δυνατό να παρακωλύσει την τροχαία ή άλλη κίνηση. Ελλείπει δηλαδή το συνθετικό στοιχείο της εγκατάλειψης χωρίς να ληφθούν προηγουμένως οι αναγκαίες εκείνες προφυλάξεις για να τεθεί το όχημα σε κίνηση. Άλλωστε και η ευπαίδευτη κατήγορος της εφεσίβλητης αναγνώρισε, κατά τη συζήτηση της έφεσης, ότι πράγματι δεν υπήρχε μαρτυρία ως προς την παράλειψη των αναγκαίων προφυλάξεων ώστε να μην μπορούσε το όχημα της εφεσείουσας να τεθεί σε κίνηση.
Καθίσταται περαιτέρω φανερό από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι η εφεσείουσα «είχε τον έλεγχο» του οχήματος και το στάθμευσε, όχι το εγκατέλειψε, χωρίς από μόνη της η στάθμευση αυτή να ήταν προβληματική. Το πρόβλημα είχε δημιουργηθεί από τον οδηγό του ετέρου οχήματος που εν μέρει ήταν σταθμευμένο στο πεζοδρόμιο. Η εφεσίβλητη ήταν στη σκηνή και μπορούσε ανά πάσα στιγμή να το μετακινούσε, άρα δεν στοιχειοθετείτο το προαπαιτούμενο της μη δυνατότητας να τίθετο το όχημα σε κίνηση.
Πρόσθετα, ήταν πράγματι υποκειμενική η κρίση του Μ. Λοϊζίδη ως προς ότι «μόλις που τον χωρούσε». Εν τέλει πέρασε ώστε να μην υπήρχε ουσιώδες εμπόδιο στην τροχαία κίνηση.
Και κάτι τελευταίο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο λέγοντας ότι η εφεσείουσα δεν πρόβαλε συγκεκριμένη δικαιολογία γιατί να αφήσει εκεί σταθμευμένο το όχημα της, άφησε την εντύπωση ότι είχε κάποιο βάρος να αποσείσει, θέση νομικά ανεπίτρεπτη εφόσον είναι πάντοτε η Κατηγορούσα Αρχή και στο εκ πρώτης όψεως στάδιο και στο τελικό, που πρέπει να στοιχειοθετήσει την υπόθεση της πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, είτε το αδίκημα είναι σοβαρό, είτε είναι ήσσονος σημασίας.
Θα επέτρεπα συνεπώς την έφεση και θα αθώωνα και απάλλατα την εφεσείουσα από την κατηγορία.
Η έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία.