ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:B870
(2015) 2 ΑΑΔ 973
23 Δεκεμβρίου, 2015
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
ΠΑΥΛΟΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
SISAMOS REFRIGERATION LIMITED,
Εφεσίβλητης-Καθ' ης η αίτηση.
(Ποινική Aίτηση Aρ. 11/2015)
Ποινική Δικονομία ― Αίτηση παράτασης του χρόνου καταχώρησης έφεσης ― Απορριπτική κατάληξη επί τω ότι, συγκεκριμένη δήλωση που έγινε από τον δικηγόρο του εφεσείοντα μετά την έκδοση καταδικαστικής απόφασης κατόπιν Ακρόασης και κατά την αγόρευση για μετριασμό της ποινής, περί παραδοχής, μεταμέλειας και πρόθεσης μη αμφισβήτησης της πρωτόδικης απόφασης και η οποία αμφισβητείτο από τον αιτητή ότι έγινε με τη βούληση του, προφανέστατα οδήγησε σε συνδυασμό με την εξόφληση των επιδίκων επιταγών, στο να τύχει ο εφεσείων του ουσιαστικού ευεργετήματος αναστολής της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης.
Ποινική Δικονομία ― Αίτηση παράτασης του χρόνου καταχώρησης έφεσης ― Άρθρα 133 και 134 του Κεφ. 155 ― Εφαρμοστέες αρχές ― Η αδυναμία λόγω ασθένειας, δικηγόρου και κατ' επέκταση του προτιθέμενου εφεσείοντα εφόσον αυτός προτίθεται να ασκήσει το δικαίωμα έφεσης αυτοπροσώπως, μπορεί να αποτελέσει βάσιμο λόγο για παράταση του χρόνου προς υποβολή έφεσης, νοουμένου ότι καταφαίνεται ότι η αδυναμία ή το σφάλμα, επέδρασε ουσιωδώς, καθ' όλη τη διάρκεια του κρίσιμου χρόνου, ως παράγοντας ανασταλτικός στην άσκηση έφεσης.
Κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, Επαρχιακό Δικαστήριο έκρινε ένοχη την Κατηγορούμενη 1 εταιρεία και το διευθυντή της, κατηγορούμενο 3, σε δύο κατηγορίες έκδοσης επιταγών χωρίς αντίκρισμα, κατά παράβαση του Άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 και αυθημερόν επέβαλε στον κατηγορούμενο 3, ποινή φυλακίσεως 6 μηνών με τριετή αναστολή.
Εικοσιέξι ημέρες μετά την καταδίκη του, ο κατηγορούμενος 3, αιτητής στην παρούσα, καταχώρισε αίτηση με την οποία αιτήθηκε δυνάμει των Άρθρων 133 και 134 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, σε παράταση του χρόνου καταχώρισης έφεσης εναντίον της καταδίκης του.
Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση του αιτητή, κατά την αγόρευση του συνηγόρου του για μετριασμό της ποινής, λιποθύμησε και ακολούθως μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού. Παρά την κατάσταση όμως της υγείας του και της σύστασης του ιατρού του να αποφεύγει οποιαδήποτε κατάσταση που θα του προκαλούσε άγχος, προσπάθησε από τις 18.8.15 να επικοινωνήσει με το δικηγόρο του προκειμένου να καταχωρηθεί έφεση κατά της απόφασης που εκδόθηκε εναντίον του. Όμως μόλις στις 24.8.15 κατόρθωσε να έχει συνάντηση μαζί του και όταν του ζήτησε να εφεσιβάλει την απόφαση, ο δικηγόρος του εξήγησε ότι κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να γίνει, καθότι αφενός είχε παρέλθει η προθεσμία καταχώρισης της έφεσης και αφετέρου επειδή κατά την αγόρευση του για μετριασμό της ποινής, αφού η κατηγορούμενη 1 εξόφλησε τις δύο επιταγές, είχε δηλώσει ότι «η απόφαση του Δικαστηρίου δεν θα αμφισβητηθεί από τους κατηγορούμενους» οι οποίοι «παραδέχονται και απολογούνται».
Επρόκειτο, τονίζει στην ένορκη του δήλωση, για δηλώσεις που έγιναν χωρίς τη συγκατάθεση του και σε χρόνο που ο ίδιος δεν βρισκόταν στην αίθουσα του Δικαστηρίου λόγω του προβλήματος υγείας που είχε και ενόψει τούτου, επικοινώνησε με τρεις άλλους δικηγόρους για να καταχωρίσουν αίτηση παράτασης της προθεσμίας καταχώρισης της έφεσης, αλλά και οι τρεις δεν ανάλαβαν να προωθήσουν τέτοια αίτηση εξ ου και αποφάσισε να την προωθήσει ο ίδιος προσωπικά.
Στη βάση των πιο πάνω, υπέβαλε ότι το αίτημα του θα έπρεπε να ικανοποιηθεί καθότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αξιόπιστη τη μαρτυρία των παραπονουμένων και απέρριψε ως αναξιόπιστη τη δική του, την στιγμή που από τη μαρτυρία δεν προέκυψε ότι ο ίδιος είχε οποιαδήποτε ανάμειξη στην οικονομική διαχείριση της κατηγορουμένης 1, ή ότι γνώριζε ή μπορούσε να προβλέψει ότι οι επίδικες επιταγές δεν θα εξοφλούνταν με την παρουσίαση τους στην Τράπεζα.
Η αίτηση προσέκρουσε σε ένσταση της καθ' ης η αίτηση παραπονούμενης εταιρείας.
Οι λόγοι ένστασης είχαν στο επίκεντρο τους τη θέση ότι ο αιτητής δεσμεύεται από τη δήλωση του δικηγόρου του ότι «παραδέχεται και απολογείται και ότι δεν θα εφεσιβάλει την απόφαση», ενώ οι υπόλοιποι την εισήγηση ότι, από την ένορκη δήλωση του αιτητή, δεν καταδεικνυόταν βάσιμος λόγος για ικανοποίηση του αιτήματος του.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Με βάση τη νομολογία, η παράταση του χρόνου για την υποβολή έφεσης αποτελεί εξαιρετικό μέτρο, το οποίο μπορεί να παρασχεθεί κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Εφετείου μόνο εφόσον καταδειχθεί καλός λόγος, τέτοιος που να αντισταθμίζει το τελέσφορο των δικαστικών αποφάσεων που είναι συνυφασμένο με την τελεσιδικία.
2. Πρόκειται για πάγια και διαχρονικώς καθιερωμένη από τη νομολογία αρχή συμφώνως της οποίας, η αδυναμία δικηγόρου - και κατ' επέκταση του προτιθέμενου εφεσείοντα εφόσον αυτός προτίθεται να ασκήσει το δικαίωμα έφεσης αυτοπροσώπως - λόγω ασθένειας, μπορεί να αποτελέσει βάσιμο λόγο για παράταση του χρόνου προς υποβολή έφεσης, «νοουμένου ότι καταφαίνεται ότι η αδυναμία ή το σφάλμα επέδρασε ουσιωδώς, καθόλη τη διάρκεια του κρίσιμου χρόνου ως παράγοντας ανασταλτικός στην άσκηση έφεσης».
3. Στην προκείμενη περίπτωση δεν αμφισβητήθηκε ότι κατά την αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή προς μετριασμό της ποινής ο αιτητής λιποθύμησε και μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο.
4. Με τους ισχυρισμούς δε που διατύπωσε στην ένορκη του δήλωση αναδεικνυόταν ότι διαμόρφωσε πρόθεση να εφεσιβάλει την εναντίον του απόφαση από τις 18.8.15, πλην όμως λόγω ασθένειας είχε απωλέσει την προβλεπόμενη από το Άρθρο 133 προθεσμία των ημερών.
5. Το ερώτημα επομένως που εγειρόταν, ήταν κατά πόσο, υπό τα περιστατικά της υπόθεσης, η δήλωση του δικηγόρου του ότι «παραδέχεται και απολογείται και δεν θα εφεσιβάλει την απόφαση», συνιστούσε εμπόδιο στην καταχώριση αίτησης για παράταση της προθεσμίας καταχώρισης έφεσης.
6. Δεν ήταν ορθή η εισήγηση του συνηγόρου της καθ' ης η αίτηση ότι με την εν λόγω δήλωση, απομονωμένης από οτιδήποτε άλλο, ο αιτητής θα μπορούσε να τύχει ουσιαστικού ωφελήματος σε σχέση με την ποινή που επρόκειτο να του επιβληθεί.
7. Και αυτό καθότι η «παραδοχή και απολογία» μέσω του δικηγόρου του έγινε μετά την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας και την έκδοση καταδικαστικής απόφασης, στοιχείο που ουσιαστικά αναιρούσε το ευεργέτημα για έκπτωση στην ποινή που θα είχε, εάν είχε παραδεχτεί τις εναντίον του κατηγορίες.
8. Όμως η επίδικη δήλωση του δικηγόρου του αιτητή δεν ήταν μια απλή, άνευ ουσιαστικού περιεχομένου, δήλωση. Προηγήθηκε, αμέσως μετά την καταδικαστική απόφαση, η εξόφληση των δύο επιταγών από την κατηγορούμενη 1, στοιχείο το οποίο έδωσε ουσιαστική υπόσταση στη δήλωση και ο συνδυασμός των δύο, προφανέστατα επέδρασε στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου για αναστολή της ποινής φυλάκισης που είχε επιβάλει στον αιτητή.
9. Κάτω από αυτά τα περιστατικά η αδυναμία άσκησης έφεσης από τον αιτητή εντός της προθεσμίας των 10 ημερών λόγω ασθένειας θα μπορούσε να θεωρηθεί βάσιμος λόγος για παράταση του χρόνου υποβολής έφεσης, εάν δεν είχε προηγηθεί η εξόφληση των επιταγών, η οποία έδωσε ουσία και περιεχόμενο στην προαναφερθείσα δήλωση του δικηγόρου του, που οδήγησε στο να τύχει του ουσιαστικού ευεργετήματος αναστολής της ποινής φυλάκισης.
Η αίτηση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Naydenov v. Δημοκρατίας (2015) 2 Α.Α.Δ. 607, ECLI:CY:AD:2015:B610,
Eurohouse Finance Ltd κ.ά. v. Aστυνομικού Διευθυντή Λεμεσού (2000) 2 Α.Α.Δ. 52,
Φίλιππου ν. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 98,
Δημοκρατίας ν. Κυριάκου (2003) 2 Α.Α.Δ. 479,
Ηλιάδη ν. Δήμου Λάρνακας (1996) 2 Α.Α.Δ. 236.
Αίτηση για Παράταση του Χρόνου Καταχώρησης Έφεσης.
Αιτητής παρών αυτοπροσώπως.
Μ. Ευαγγέλου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Χριστοδούλου, Δ..
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, στις 5.8.15, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού έκρινε ένοχη τη Συνεργατική Εταιρεία ΕΣΕΛ-ΣΠΟΛΠ ΛΤΔ (Κατηγορούμενη 1) και το διευθυντή της Παύλο Αριστείδου (κατηγορούμενο 3) σε δύο κατηγορίες έκδοσης επιταγών χωρίς αντίκρισμα, κατά παράβαση του Άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 και αυθημερόν επέβαλε στον κατηγορούμενο 3 ποινή φυλακίσεως 6 μηνών με τριετή αναστολή.
Εικοσιέξι ημέρες μετά την καταδίκη του, στις 31.8.15, ο κατηγορούμενος 3 (στο εξής ο αιτητής) καταχώρισε την υπό κρίση αίτηση με την οποία αποβλέπει δυνάμει των Άρθρων 133* και 134** του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, σε παράταση του χρόνου καταχώρισης έφεσης εναντίον της καταδίκης του.
Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση του αιτητή, κατά την απαγγελία της (καταδικαστικής) απόφασης αισθάνθηκε έντονη δυσφορία με λιποθυμικές τάσεις και κατά την αγόρευση του συνηγόρου του για μετριασμό της ποινής λιποθύμησε και ακολούθως μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού. Παρά την κατάσταση όμως της υγείας του και της σύστασης του ιατρού του να αποφεύγει οποιαδήποτε κατάσταση που θα του προκαλούσε άγχος, προσπάθησε από τις 18.8.15 να επικοινωνήσει με το δικηγόρο του προκειμένου να καταχωρηθεί έφεση κατά της απόφασης που εκδόθηκε εναντίον του. Όμως μόλις στις 24.8.15 κατόρθωσε να έχει συνάντηση μαζί του και όταν του ζήτησε να εφεσιβάλει την απόφαση, ο δικηγόρος του εξήγησε ότι κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να γίνει καθότι αφενός είχε παρέλθει η προθεσμία καταχώρισης της έφεσης και αφετέρου κατά την αγόρευση του για μετριασμό της ποινής, αφού η κατηγορούμενη 1 εξόφλησε τις δύο επιταγές, είχε δηλώσει ότι «η απόφαση του Δικαστηρίου δεν θα αμφισβητηθεί από τους κατηγορούμενους» οι οποίοι «παραδέχονται και απολογούνται». Πρόκειται, τονίζει στην ένορκη του δήλωση, για δηλώσεις που έγιναν χωρίς τη συγκατάθεση του και σε χρόνο που ο ίδιος δεν βρισκόταν στην αίθουσα του Δικαστηρίου λόγω του προβλήματος υγείας που είχε και ενόψει τούτου επικοινώνησε με τρεις άλλους δικηγόρους για να καταχωρίσουν αίτηση παράτασης της προθεσμίας καταχώρισης της έφεσης, αλλά και οι τρεις δεν ανάλαβαν να προωθήσουν τέτοια αίτηση εξ ου και αποφάσισε να την προωθήσει ο ίδιος προσωπικά.
Στη βάση των πιο πάνω θεωρεί ότι το αίτημα του θα πρέπει να ικανοποιηθεί καθότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αξιόπιστη τη μαρτυρία των παραπονουμένων και απέρριψε ως αναξιόπιστη τη δική του, την στιγμή που από τη μαρτυρία δεν προέκυψε ότι ο ίδιος είχε οποιαδήποτε ανάμειξη στην οικονομική διαχείριση της κατηγορουμένης 1, ή ότι γνώριζε ή μπορούσε να προβλέψει ότι οι επίδικες επιταγές δεν θα εξοφλούνταν με την παρουσίαση τους στην Τράπεζα.
Η αίτηση προσέκρουσε σε ένσταση της καθ' ης η αίτηση παραπονούμενης εταιρείας, στην οποία διατυπώνονται 12 λόγοι για απόρριψη της. Εξ αυτών οι 6 έχουν στο επίκεντρο τους τη θέση ότι ο αιτητής δεσμεύεται από τη δήλωση του δικηγόρου του ότι «παραδέχεται και απολογείται και ότι δεν θα εφεσιβάλει την απόφαση», ενώ οι υπόλοιποι ότι από την ένορκη δήλωση του αιτητή δεν καταδεικνύεται βάσιμος λόγος για ικανοποίηση του αιτήματος του. Συγκεκριμένα είναι θέση της καθ' ης η αίτηση ότι η προαναφερθείσα δήλωση του δικηγόρου του αιτητή αποτελεί εμπόδιο για αποδοχή της αίτησης εφόσον ο αιτητής, λόγω της δήλωσης, έτυχε όφελος σ' ότι αφορά την ποινή που του επιβλήθηκε και ως εκ τούτου η αίτηση είναι καταχρηστική και αποδοχή της θα δημιουργήσει ρήγματα στις σχέσεις μεταξύ δικηγόρων και πελατών, με αποτέλεσμα να υπάρχει ορατός κίνδυνος να δημιουργηθεί αβεβαιότητα στη διαδικασία με την αναίρεση δεσμευτικών δηλώσεων κατά το δοκούν. Περαιτέρω, δεν συντρέχουν εξαιρετικές περιπτώσεις και ούτε διατυπώνεται βάσιμος λόγος για ικανοποίηση της αίτησης ως απαιτείται από το Άρθρο 134 της Ποινικής Δικονομίας.
Τα μέρη προώθησαν τις εκατέρωθεν θέσεις τους με γραπτές αγορεύσεις, τις οποίες υιοθέτησαν και κατά την επ΄ ακροατηρίω συζήτηση της αίτησης.
Έχουμε μελετήσει τα όσα διατυπώνονται στις ενόρκους δηλώσεις που συνοδεύουν την αίτηση και την ένσταση καθώς επίσης και τα εκατέρωθεν περιγράμματα αγόρευσης και όπως γίνεται αντιληπτό το υπό αναφορά αίτημα θα κριθεί στη βάση των προνοιών του Άρθρου 134 της Ποινικής Δικονομίας.
Όπως υπενθύμισε το παρόν Εφετείο στη Naydenov v. Δημοκρατίας (2015) 2 Α.Α.Δ. 607, ECLI:CY:AD:2015:B610 - με αναφορά στις Eurohouse Finance Ltd κ.ά. v. Aστυνομικού Διευθυντή Λεμεσού (2000) 2 Α.Α.Δ. 52, Φίλιππου ν. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 98 και Δημοκρατίας ν. Κυριάκου (2003) 2 Α.Α.Δ. 479 - η παράταση του χρόνου για την υποβολή έφεσης αποτελεί εξαιρετικό μέτρο, το οποίο μπορεί να παρασχεθεί κατ' άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Εφετείου μόνο εφόσον καταδειχθεί καλός λόγος, τέτοιος που να αντισταθμίζει το τελέσφορο των δικαστικών αποφάσεων που είναι συνυφασμένο με την τελεσιδικία. Πρόκειται για πάγια και διαχρονικώς καθιερωμένη από τη νομολογία αρχή και ό,τι απαιτείται για τους σκοπούς της παρούσας είναι να επαναλάβουμε αυτό που λέχθηκε στην Ηλιάδη ν. Δήμου Λάρνακας (1996) 2 Α.Α.Δ. 236, το οποίο υιοθετήθηκε στην Eurohouse Finance Ltd (ανωτέρω), ότι δηλαδή η αδυναμία δικηγόρου - και κατ' επέκταση του προτιθέμενου εφεσείοντα εφόσον αυτός προτίθεται να ασκήσει το δικαίωμα έφεσης αυτοπροσώπως - λόγω ασθένειας μπορεί να αποτελέσει βάσιμο λόγο για παράταση του χρόνου προς υποβολή έφεσης, «νοουμένου ότι καταφαίνεται ότι η αδυναμία ή το σφάλμα επέδρασε ουσιωδώς, καθόλη τη διάρκεια του κρίσιμου χρόνου ως παράγοντας ανασταλτικός στην άσκηση έφεσης».
Στην προκείμενη περίπτωση δεν αμφισβητείται ότι κατά την αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή προς μετριασμό της ποινής ο αιτητής λιποθύμησε και μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο. Με τους ισχυρισμούς δε που διατυπώνει στην ένορκη του δήλωση αναδεικνύεται ότι διαμόρφωσε πρόθεση να εφεσιβάλει την εναντίον του απόφαση από τις 18.8.15, πλην όμως λόγω ασθένειας είχε απωλέσει την προβλεπόμενη από το Άρθρο 133 προθεσμία των ημερών. Το ερώτημα επομένως που εγείρεται είναι κατά πόσο, υπό τα περιστατικά της υπόθεσης, λαμβανομένης υπόψη και της δήλωσης του δικηγόρου του ότι «παραδέχεται και απολογείται και δεν θα εφεσιβάλει την απόφαση», συνιστά εμπόδιο στην καταχώριση αίτησης για παράταση της προθεσμίας καταχώρισης έφεσης.
Κατ' αρχάς να παρατηρήσουμε πως δεν συμφωνούμε με τον ευπαίδευτο συνήγορο της καθ' ης η αίτηση ότι με την εν λόγω δήλωση, απομονωμένης από οτιδήποτε άλλο, ο αιτητής θα μπορούσε να τύχει ουσιαστικού ωφελήματος σε σχέση με την ποινή που επρόκειτο να του επιβληθεί. Και αυτό καθότι η «παραδοχή και απολογία» μέσω του δικηγόρου του έγινε μετά την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας και την έκδοση καταδικαστικής απόφασης, στοιχείο που ουσιαστικά αναιρούσε το ευεργέτημα για έκπτωση στην ποινή που θα είχε εάν είχε παραδεχτεί τις εναντίον του κατηγορίες. Όμως έχουμε την άποψη ότι η επίδικη δήλωση του δικηγόρου του αιτητή δεν ήταν μια απλή, άνευ ουσιαστικού περιεχομένου, δήλωση. Προηγήθηκε, αμέσως μετά την καταδικαστική απόφαση, η εξόφληση των δύο επιταγών από την κατηγορούμενη 1, στοιχείο το οποίο έδωσε ουσιαστική υπόσταση στη δήλωση και ο συνδυασμός των δύο προφανέστατα επέδρασε στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου για αναστολή της ποινής φυλάκισης που είχε επιβάλει στον αιτητή. Κάτω απ' αυτά τα περιστατικά θεωρούμε πως η αδυναμία άσκησης έφεσης από τον αιτητή εντός της προθεσμίας των 10 ημερών λόγω ασθένειας θα μπορούσε να θεωρηθεί βάσιμος λόγος για παράταση του χρόνου υποβολής έφεσης, εάν δεν είχε προηγηθεί η εξόφληση των επιταγών, η οποία έδωσε ουσία και περιεχόμενο στην προαναφερθείσα δήλωση του δικηγόρου του που οδήγησε στο να τύχει του ουσιαστικού ευεργετήματος αναστολής της ποινής φυλάκισης. Αντίθετη κατάληξη, κατά την άποψή μας, θα ισοδυναμούσε με πλήγμα στο τελέσφορο των δικαστικών αποφάσεων που είναι συνυφασμένο με την τελεσιδικία και μάλιστα όταν ο προτιθέμενος εφεσείων, όπως είναι η παρούσα περίπτωση, τυγχάνει λόγω των δηλώσεων του δικηγόρου που τον αντιπροσωπεύει ουσιαστικό όφελος πρωτοδίκως.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Η αίτηση απορρίπτεται.