ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:B741
(2015) 2 ΑΑΔ 766
11 Νοεμβρίου, 2015
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]
ΕΥΤΥΧΙΑ ΖΑΡΗ,
Εφεσείουσα,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (ΑΡ. 2),
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 193/2010)
Ποινικός Κώδικας ― Φόνος εκ προμελέτης ― Άρθρα 203 και 204 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Εφεσείουσα επέφερε με κυνηγετικό όπλο το θάνατο της αδελφής της ― Κρίθηκε πρωτοδίκως πλήρως προετοιμασμένη για τη θανάτωσή της και ένοχη για φόνο εκ προμελέτης ― Επικυρώθηκε κατ' έφεση ― Απόφανση Εφετείου ότι δεν επωφελήθηκε από τις πολλές ευκαιρίες που είχε να αποστεί και να εγκαταλείψει τα δολοφονικά της σχέδια ― Τα οποιαδήποτε ψυχολογικά προβλήματα τυχόν αντιμετώπιζε, δεν επηρέασαν το ζήτημα της προμελέτης ― Ποινικά υπόλογη για τις πράξεις της.
Ποινικός Κώδικας ― Φόνος εκ προμελέτης ― Εφαρμοστέα νομολογημένα κριτήρια για συμπέρασμα ύπαρξης προμελέτης ― Απαιτεί προγενέστερο σχεδιασμό ή σκέψη της αποτρόπαιης πράξης, υπό περιστάσεις που επιτρέπουν ψύχραιμο αναλογισμό.
Ποινή ― Φόνος εκ προμελέτης ― Η πρόνοια για την ποινή δεν κρίθηκε αντισυνταγματική ― Είναι το σοβαρότερο έγκλημα και γι' αυτό προνοείται διά βίου φυλάκιση.
Ποινικό Δίκαιο ― Ποινική ευθύνη ― Κατηγορούμενοι ψυχικά ασθενείς ― Απαιτούμενες προϋποθέσεις για να θεμελιωθεί υπεράσπιση στη βάση του ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει σώας τας φρένας ― Τι θα πρέπει να αποδειχθεί ― Δεν είναι αρκετό ένα άτομο να αντιμετωπίζει ψυχικά προβλήματα σε διάφορες περιόδους της ζωής του.
Ποινικό Δίκαιο ― Ποινική ευθύνη ― Μείωση ― Πέραν των περιπτώσεων μη καταλογισμού του Άρθρου 12 του Κεφ. 154, το δίκαιο αναγνωρίζει και περιπτώσεις μειωμένης ευθύνης, λόγω ψυχικών διαταραχών ― Νομολογιακή επισκόπηση ― Κατευθυντήριες γραμμές.
Μαρτυρία ― Μάρτυρες εμπειρογνώμονες ― Παρέχουν στο Δικαστήριο και όλα εκείνα τα στοιχεία στα οποία βασίστηκαν τα επιστημονικά τους συμπεράσματα ― Η μαρτυρία τους κρίνεται με βάση νομολογημένα κριτήρια.
Δικηγόροι ― Δικηγόρος υπεράσπισης ― Δεν ενεργεί ως υπηρέτης ή φερέφωνο του κατηγορουμένου αλλά ως ανεξάρτητος λειτουργός της δικαιοσύνης.
Σύνταγμα ― Θεμελιώδη δικαιώματα ― Δίκαιη δίκη ― Ποινική Δίκη ― Κατά τη διεξαγωγή της θα πρέπει να διασφαλίζεται η ισότητα των όπλων μεταξύ των διαδίκων.
Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Δίκαιη δίκη ― Απόφανση Εφετείου ότι δεν παραβιάστηκαν δικαιώματα της κατηγορουμένης από τη μη έγκριση αιτήματος της για ιατρική εξέταση από δικανικό ψυχίατρο, με νομική αρωγή.
Η εφεσείουσα αμφισβήτησε την ορθότητα απόφασης Κακουργιοδικείου με την οποία εκρίθη ένοχη με βάση τα Άρθρα 203 και 204 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, για τον εκ προμελέτης φόνο της αδελφής της και καταδικάστηκε σε ποινή διά βίου φυλάκισης.
Ύστερα από παράθεση των βασικών πτυχών της μαρτυρίας και αξιολόγηση της, καθώς και αναφορά στις σχετικές νομικές αρχές, το Κακουργιοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στις 15.8.2008, στον Άγιο Δομέτιο Λευκωσίας, εκ προμελέτης και με παράνομη πράξη, ήτοι με δύο πυροβολισμούς που η εφεσείουσα έριξε με κυνηγετικό όπλο, επέφερε το θάνατο στην αδελφή της.
Η εφεσείουσα παραδέχθηκε την προαναφερόμενη πράξη, ισχυρίστηκε όμως ότι αυτό δεν είχε γίνει προμελετημένα, αλλά από ατύχημα. Προέβαλε δε, ενώπιον του Κακουργιοδικείου ότι το όπλο το οποίο κρατούσε, εκπυρσοκρότησε ουσιαστικά τυχαία και ότι, εν πάση περιπτώσει, η ίδια δεν είχε την αναγκαία πρόθεση να επιφέρει το θάνατο της αδελφής της.
Τα σχετικά γεγονότα που οδήγησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι το έγκλημα που διέπραξε η εφεσείουσα ήταν φόνος εκ προμελέτης, ήταν μεταξύ άλλων σε συντομία τα εξής:
α) Η εφεσείουσα πριν από το τραγικό συμβάν απειλούσε συχνά το θύμα, ότι θα της έκανε κακό και θα την σκότωνε.
β) Λίγες μέρες πριν, αγόρασε το κυνηγετικό όπλο με το οποίο σκότωσε την αδελφή της, και προηγουμένως ασκείτο, σε σκοπευτήριο, για κάποιο χρόνο, στη σκοποβολή.
γ) Το πρωί της 15.8.2008, ημέρα διάπραξης του εγκλήματος, η εφεσείουσα μιλώντας στη μητέρα της απαξιωτικά για τον πατέρα της, της είπε ότι θα έβλεπε (η μητέρα) τι έκπληξη θα του έκανε. Το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι σε εκείνο το χρονικό σημείο, η εφεσείουσα είχε διαμορφώσει τελεσίδικα την πρόθεση να σκοτώσει την αδελφή της.
δ) Ελατήριό της ήταν η ζήλια και το μίσος, όχι μόνο έναντι του θύματος αλλά και έναντι της υπόλοιπης οικογένειας.
ε) Μεγάλης σημασίας για την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής ήταν η μαρτυρία της Μ.Κ. 12, Παναγιώτας Ζαρή, αδελφής της εφεσείουσας, η οποία ήταν αυτόπτης μάρτυρας. Η μάρτυρας είδε την εφεσείουσα, από μικρή απόσταση, να πατά τη σκανδάλη του όπλου, τη δεύτερη φορά.
ζ) Σύμφωνα με την ίδια μαρτυρία, την οποία το Κακουργιοδικείο δέχθηκε, ως αξιόπιστη, η εφεσείουσα ήταν απολύτως ψύχραιμη, χωρίς κανένα ίχνος αναστάτωσης.
η) Ακολούθως, κάλεσε την Αστυνομία από το σταθερό τηλέφωνο του οικογενειακού της σπιτιού, αναφέροντας ψευδώς, ότι «εκπυρσοκρότησε το όπλο κατά λάθος.
Στην απόφαση του το Κακουργιοδικείο ασχολήθηκε ειδικά και με το ζήτημα της ψυχικής υγείας της εφεσείουσας. Έλαβε υπόψη του τη μαρτυρία της Μ.Κ. 26, ψυχιάτρου, η οποία ήταν η μόνη που εξέτασε την εφεσείουσα αμέσως μετά το συμβάν και άλλες δύο φορές τον ίδιο μήνα και δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της ότι η εφεσείουσα δεν έπασχε από ενεργό ψυχοπαθολογία.
Σημείωσε, ότι ο Νευρολόγος-Ψυχίατρος Μ.Υ. 14 βάσισε τη γνώμη του πάνω σε πληροφορίες που η ίδια η εφεσείουσα του είχε δώσει για χρήση και κατάχρηση συγκεκριμένου φαρμάκου, κατά τον ουσιώδη χρόνο, χωρίς να δώσει οποιαδήποτε στοιχεία αναφορικά με το τι συνιστά κατάχρηση.
Ο μάρτυρας βασίστηκε τόσο στην κατάχρηση των ηρεμιστικών φαρμάκων όσο και στην πρόκληση και την ειρωνεία, που κατ' ισχυρισμό δέχθηκε η εφεσείουσα από το θύμα και άλλα πρόσωπα, για να καταλήξει στο συμπέρασμα του για έντονη αναστάτωση και παρορμητική επιθετική συμπεριφορά εκ μέρους της εφεσείουσας.
Το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι δεν μπορούσε να βασιστεί στη μαρτυρία του τελευταίου και την απέρριψε ως στερούμενη βαρύτητας.
Για τη ψυχική υγεία της εφεσείουσας, έδωσε μαρτυρία και ο Μ.Κ. 57, Ψυχίατρος στις Κεντρικές Φυλακές, ο οποίος παρακολούθησε την εφεσείουσα μεταξύ Σεπτεμβρίου 2008 και Μαρτίου 2010. Για τον Μ.Κ. 57 το Κακουργιοδικείο παρατήρησε ότι η αναφορά του στο ότι διαπίστωσε παρανοειδή διαταραχή της προσωπικότητας της εφεσείουσας, αφορούσε στον χρόνο που την εξέτασε και όχι στον ουσιώδη χρόνο διάπραξης του εγκλήματος.
Το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο, η εφεσείουσα δεν αποδείχθηκε ότι έπασχε από οποιαδήποτε ψυχική ασθένεια που την επηρέαζε κατά τον προαναφερόμενο τρόπο και, επομένως, ότι ήταν ποινικά υπόλογη για τις πράξεις της.
Η εφεσείουσα προσέβαλε την πρωτόδικη απόφαση με 136 λόγους έφεσης τους οποίους ανέπτυξε τόσο η ίδια, όσο και ο συνήγορος ο οποίος ανέλαβε την υπόθεση της στα τελευταία στάδια της διαδικασίας.
Τα κύρια ζητήματα που ηγέρθησαν με τους λόγους έφεσης ήταν ζητήματα αξιοπιστίας των μαρτύρων, ψυχικής υγείας της εφεσείουσας, έλλειψης προμελέτης και δίκαιης δίκης.
Λόγοι έφεσης αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας:
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ειδικά, ως προς τη ψυχική υγεία της εφεσείουσας, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή το χρόνο διάπραξης του εγκλήματος, το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε με λεπτομερή τρόπο την κρίσιμη μαρτυρία του Μ.Υ. 14 Νευρολόγου Ψυχίατρου και την απέρριψε ως μη έχουσα βαρύτητα, επειδή ο προαναφερόμενος γιατρός δεν είχε εξετάσει την εφεσείουσα κατά τον ουσιώδη χρόνο αλλά σχεδόν δύο χρόνια αργότερα, και επειδή τα συμπεράσματα του είχαν βασιστεί στη μη αξιόπιστη μαρτυρία της ίδιας της εφεσείουσας και επιπρόσθετα, επειδή αυτά, ήταν αυθαίρετα και δεν μπορούσαν να αξιολογηθούν ως προς την ορθότητά τους, εφόσον δεν έθεσε ο μάρτυρας ενώπιον του Δικαστηρίου τα απαραίτητα στοιχεία και πληροφορίες ώστε το ίδιο το Δικαστήριο να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα.
2. Ως προς την Μ.Κ. 26, η οποία ήταν η μοναδική Ψυχίατρος που εξέτασε την εφεσείουσα την ημέρα του εγκλήματος, ουσιαστικά, δεν αμφισβητήθηκε η μαρτυρία της και αυτή οδηγούσε σαφώς στο συμπέρασμα πως η εφεσείουσα, κατά τον ουσιώδη χρόνο, της διάπραξης του εγκλήματος δεν έπασχε από ενεργό ψυχοπαθολογία και είχε αντίληψη των συνεπειών των πράξεων της.
3. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το Κακουργιοδικείο δεν ήταν καθ' οιονδήποτε τρόπο μεμπτή.
4. Η Μ.Κ. 12, Παναγιώτα Ζαρή, αδελφή της εφεσείουσας ήταν αυτόπτης μάρτυρας όσον αφορούσε τουλάχιστον στον δεύτερο πυροβολισμό και παρά την αντεξέταση που υπέστη, ήταν σταθερή μάρτυρας.
5. Ο Μ.Κ. 4, ο οποίος παρουσίασε το φονικό όπλο ως τεκμήριο, δεν αντεξετάστηκε από τον τότε δικηγόρο της εφεσείουσας και η μαρτυρία του παρέμεινε αδιαμφισβήτητη.
6. Δεν υπήρχε λόγος ανατροπής των ευρημάτων αξιοπιστίας του Κακουργιοδικείου.
Λόγοι έφεσης αναφορικά με τον επηρεασμό της ποινικής ευθύνης λόγω ψυχικής ασθένειας:
Αποφασίστηκε ότι:
1. Για να επηρεαστεί η ποινική ευθύνη θα πρέπει να αποδειχθεί ότι, κατά το χρόνο της διάπραξης του εγκλήματος, ο κατηγορούμενος έπασχε από τέτοιο παραλογισμό εξαιτίας ψυχικής ασθένειας ώστε να μην γνωρίζει τη φύση και την ποιότητα της πράξης που έκανε ή αν τη γνώριζε, δεν γνώριζε ότι αυτό που έπραττε ήταν κάτι κακό.
2. Στη βάση της ενώπιον του Κακουργιοδικείου μαρτυρίας, το Κακουργιοδικείο ορθά κατέληξε ως προς το ζήτημα της ψυχικής υγείας της εφεσείουσας.
3. Στην προκείμενη περίπτωση, δεν αποδείχθηκε ότι, κατά το χρόνο διάπραξης του εγκλήματος, ενέπιπτε στις πρόνοιες του Άρθρου 12 του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154, ή είχε μειωμένη ευθύνη λόγω ψυχιατρικών διαταραχών. Η ψυχίατρος που την εξέτασε κατά το χρόνο διάπραξης του εγκλήματος, τη βρήκε φυσιολογική.
Λόγοι έφεσης αναφορικά με την προμελέτη:
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το Κακουργιοδικείο εξέτασε εξονυχιστικά το ζήτημα της προμελέτης με αναφορά στην ενώπιον του αξιόπιστη μαρτυρία.
2. Η προμελέτη αποτελεί θέμα πραγματικό. Απαιτεί προγενέστερο σχεδιασμό ή σκέψη της αποτρόπαιης πράξης, υπό περιστάσεις που επιτρέπουν ψύχραιμο αναλογισμό, τον οποίο ο δράστης να απέρριψε.
3. Το κυνηγετικό όπλο, τεκμήριο 5, που χρησιμοποιήθηκε για τη διάπραξη του εγκλήματος, εξετάστηκε και δεν είχε οποιοδήποτε λειτουργικό πρόβλημα που θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι θα μπορούσε να εκπυρσοκροτήσει χωρίς ο χειριστής του να έχει τέτοια πρόθεση.
4. Αμφότερα τα τραύματα του θύματος από μόνα τους, ήταν θανατηφόρα, με το θάνατο να μη χρειάζεται περισσότερα από 40 δευτερόλεπτα για να επέλθει. Η φύση και το είδος τους ήταν τέτοια που δεν άφηναν οποιανδήποτε απολύτως αμφιβολία στο μυαλό του Κακουργιοδικείου, ότι μοναδική επιδίωξη της εφεσείουσας ήταν η εκτέλεση της αδελφής της.
5. Υπό τις προαναφερόμενες συνθήκες, το Κακουργιοδικείο ορθά έκρινε ότι η εφεσείουσα, έχοντας προαποφασίσει τη θανάτωση της αδελφής της, είχε το χρόνο να αποστεί από την υλοποίηση του σχεδίου της, ύστερα από την αποχώρηση της από το ανθοπωλείο όταν σταμάτησε σε κάποια μηχανή νερού, όπως προέκυπτε από τη σχετική μαρτυρία, για να μιλήσει με τον πατέρα της, αλλά και αργότερα όταν άρχισε να οδεύει προς το πατρικό της σπίτι, αλλά και μεταγενέστερα, όταν κατέβηκε από το αυτοκίνητο, άνοιξε το χώρο αποσκευών του αυτοκινήτου και πήρε το κυνηγετικό όπλο.
6. Το Κακουργιοδικείο βρήκε, επίσης, ότι, η εφεσείουσα, είχε χρόνο να αποστεί από την υλοποίηση του σχεδίου της και όταν κατευθυνόταν, πιο ύστερα, προς την είσοδο της κουζίνας και όταν αντίκρισε μπροστά της την αδελφή της Έλλη να ψήνει καφέ με την πλάτη γυρισμένη προς την εφεσείουσα και, εκ των πραγμάτων, να βρίσκεται σε πλήρη αδυναμία αντίδρασης.
7. Η εφεσείουσα, έχοντας προηγούμενη εμπειρία περιστατικού σωματικής πάλης με το θύμα, ήταν πλήρως προετοιμασμένη αυτή τη φορά για τη θανάτωσή του, με το κυνηγετικό όπλο πλήρως έτοιμο για δράση.
8. Τα περί πρόκλησης του θύματος προς την εφεσείουσα, ορθά απορρίφθηκαν από το Κακουργιοδικείο, δεδομένου ότι η εφεσείουσα κρατούσε κυνηγετικό όπλο έτοιμο για δράση και θα ήταν εντελώς παράλογο το θύμα να την προκαλέσει.
9. Ορθά εκρίθη ότι η εφεσείουσα, με πλήρη συνείδηση και έλεγχο των πράξεων της και με σαφή πρόθεση να αφαιρέσει τη ζωή της αδελφής της, της έριξε τους δύο θανατηφόρους πυροβολισμούς, τον ένα μετά τον άλλο, μη επωφελούμενη από τις πολλές ευκαιρίες που είχε να αποστεί και να εγκαταλείψει τα δολοφονικά της σχέδια.
10. Η εφεσείουσα είχε και τη δυνατότητα να αποφύγει τον δεύτερο πυροβολισμό εναντίον της Έλλης, αφού, μάλιστα, ο πρώτος, όπως ισχυρίστηκε η ίδια, επεσυνέβη χωρίς πρόθεση και κατά λάθος.
11. Δεν απέφυγε όμως, ούτε τον δεύτερο πυροβολισμό παρόλο που η αδελφή της Έλλη βρισκόταν πεσμένη ανάσκελα στο δάπεδο της κουζίνας πυροβολημένη πισώπλατα και αιμόφυρτη, ενώ η άλλη αδελφή της Παναγιώτα ήταν πολύ κοντά.
12. Με τα προαναφερόμενα δεδομένα, πολύ ορθά το Κακουργιοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πράξη της εφεσείουσας ήταν φόνος εκ προμελέτης.
13. Κατά τον ουσιώδη χρόνο, η εφεσείουσα ήταν σε θέση να προβεί σε όλες τις νοητικές λειτουργίες που ήταν απαραίτητες για τη διαμόρφωση της προμελέτης και τα οποιαδήποτε ψυχολογικά προβλήματα τυχόν αντιμετώπιζε δεν επηρέασαν το ζήτημα αυτό.
14. Στην προκείμενη περίπτωση δεν αποδείχθηκαν οποιαδήποτε στοιχεία που να μείωναν με βάση το Άρθρο 208 του Ποινικού Κώδικα, τη σοβαρότητα του φόνου εκ προμελέτης που διέπραξε η εφεσείουσα.
Λόγοι έφεσης περί δίκαιης δίκης:
α) Αποστερήθηκε στην εφεσείουσα η δυνατότητα επαρκούς ιατρικής εξέτασης από δικανικό ψυχίατρο, με νομική αρωγή.
β) Οι δικηγόροι που την εκπροσωπούσαν πρωτοδίκως δεν ακολουθούσαν πάντοτε τις οδηγίες της, ενώ όταν σε κάποιο στάδιο ζήτησε την παύση του τότε δικηγόρου της, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ενέκρινε το αίτημα της.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Στην προκείμενη περίπτωση δεν δόθηκε μαρτυρία από δικανικό ψυχίατρο εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής αλλά δόθηκε μαρτυρία από τη ψυχίατρο, η οποία εξέτασε την Εφεσείουσα κατά τον ουσιώδη χρόνο.
2. Επιπρόσθετα έδωσε εκτεταμένη μαρτυρία και ο ψυχίατρος, Μ.Υ. 14, προς υπεράσπιση της εφεσείουσας.
3. Υπό τις περιστάσεις, δεν υπήρχε ανισότητα στη μεταχείριση των δύο πλευρών, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η οποία θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή της δίκης σε μη δίκαιη, εις βάρος της εφεσείουσας.
4. Οι δύο πλευρές είχαν επαρκή ευκαιρία να παρουσιάσουν την υπόθεση τους και η εφεσείουσα, η οποία είχε το βάρος της απόδειξης ότι η ψυχική της υγεία, κατά τον ουσιώδη χρόνο, επηρέαζε τη λογική της και κατά συνέπεια την ποινική της ευθύνη, δεν κατόρθωσε να το αποδείξει.
5. Όσον αφορούσε στη νομική εκπροσώπηση της εφεσείουσας στο πρωτόδικο Δικαστήριο, αυτή εκπροσωπήθηκε κατά καιρούς από διάφορους δικηγόρους, αλλά είχε την εντύπωση ότι ο εκάστοτε δικηγόρος της όφειλε να ακολουθεί, κατά γράμμα, τις λεπτομερείς οδηγίες της.
6. Από τα πρακτικά δεν προέκυπτε οτιδήποτε που να έδειχνε ότι οι δικηγόροι της, δεν εκπροσώπησαν επαρκώς την εφεσείουσα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
7. Επίσης ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκανε δεκτό το αίτημα της εφεσείουσας για παύση του τότε δικηγόρου της, σε προχωρημένο στάδιο της πρωτόδικης διαδικασίας, επειδή αυτός δεν ακολουθούσε πιστά και σε κάθε ερώτηση που υπέβαλλε, τις οδηγίες της πελάτιδας του. Δεν είναι αυτός ο αναμενόμενος ρόλος του δικηγόρου υπεράσπισης.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
M'Naghten [1843] 10 Clark and Finnelly 200,
Α.Γ.Α. ν. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 345,
Bratty v. A.G. for Northern Iceland [1961] 2 All E.R. 523,
Νικολάου ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 309,
R. ν. Chambers [1983] Crim. L.R. 688,
Λεμής ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 340,
R. v. Shabban (1908) 8 C.L.R. 82,
Aristidou v. The Republic (1967) 2 C.L.R. 43.
Έφεση εναντίον Απόφασης και Ποινής.
Έφεση από την Καταδικασθείσα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Σολομωνίδης, Π.Ε.Δ., Σάντης, Α.Ε.Δ., Γιαπανάς, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 14570/2018), ημερομηνίας 3/12/2010.
Ε. Χειμώνας, για την Εφεσείουσα.
Ε. Παπαγαπίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π..
NΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η Εφεσείουσα προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με 136 λόγους έφεσης τους οποίους ανέπτυξε τόσο η ίδια όσο και ο ευπαίδευτος συνήγορος της κ. Χειμώνας, ο οποίος ανέλαβε την υπόθεση της στα τελευταία στάδια της διαδικασίας. Προηγουμένως, ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την εκπροσωπούσαν κατά διαστήματα διάφοροι δικηγόροι, ανάλογα με τις επιθυμίες και οδηγίες της.
Η Εφεσείουσα καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο που συνεδρίασε στη Λευκωσία, στις 3.12.2010 για φόνο εκ προμελέτης της αδελφής της Έλλης Ζαρή, κατά παράβαση των Άρθρων 203 και 204 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Μετά από παράθεση των βασικών πτυχών της μαρτυρίας και αξιολόγηση της, καθώς και αναφορά στις σχετικές νομικές αρχές, το Κακουργιοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στις 15.8.2008, στον Άγιο Δομέτιο Λευκωσίας, εκ προμελέτης και με παράνομη πράξη, ήτοι με δύο πυροβολισμούς που έριξε με κυνηγετικό όπλο η εφεσείουσα, επέφερε το θάνατο στην προαναφερόμενη αδελφή της.
Η Εφεσείουσα παραδέχθηκε ότι επέφερε το θάνατο στην αδελφή της κατά τον προαναφερόμενο χρόνο και τόπο, ισχυρίστηκε όμως ότι αυτό δεν είχε γίνει προμελετημένα, αλλά από ατύχημα.
Τα κύρια ζητήματα που εγείρονται με τους 136 λόγους έφεσης είναι ζητήματα αξιοπιστίας των μαρτύρων, ψυχικής υγείας της Εφεσείουσας, έλλειψης προμελέτης και δίκαιης δίκης.
Το πρωτόδικο δικαστήριο ασχολήθηκε ειδικά με το ζήτημα της ψυχικής υγείας της Εφεσείουσας. Αναφέρθηκε στη μαρτυρία της Μ.Κ. 26, Ψυχιάτρου Αγάθης Βαλανίδου, η οποία εξέτασε σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις, την εφεσείουσα, τον Αύγουστο του 2008, μετά το τραγικό συμβάν. Η μάρτυρας ανέφερε στο Κακουργιοδικείο ότι, από τις εξετάσεις της, δεν διαπίστωσε ενεργό ψυχοπαθολογία στην Εφεσείουσα και ότι οι ανώτερες ψυχικές λειτουργίες της, μνήμη, κρίση και αντίληψη, ήταν φυσιολογικές με το συναίσθημα της να διακινείται φυσιολογικά, τη σκέψη της να είναι συγκροτημένη και να έχει αντίληψη των συνεπειών των πράξεων της.
Ο Μ.Κ. 28, κ. Στέλιος Γεωργιάδης, Κλινικός Ψυχολόγος-Νευροψυχολόγος, είπε στη μαρτυρία του ότι παρακολούθησε την Εφεσείουσα κατά το 2001 και διαπίστωσε ότι πρόκειται περί έξυπνου, ευέλικτου γλωσσικώς και πολύ ενήμερου ατόμου αναφορικά με τις οικογενειακές της καταστάσεις. Μεγάλη έμφαση δόθηκε από την Υπεράσπιση στη μαρτυρία του ότι η Εφεσείουσα πληρούσε τα κριτήρια διάγνωσης διαταραχής προσωπικότητας και ότι το ερώτημα ήταν αν η διαταραχή ήταν οριακή ή ψυχοπαθητική. Το Κακουργιοδικείο, παρόλο που δέχθηκε τη μαρτυρία του ως αξιόπιστη, δεν της έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα καθότι αφορούσε σε περίοδο του 2001, δηλαδή επτά περίπου χρόνια πριν τον ουσιώδη χρόνο της διάπραξης του εγκλήματος.
Για τη ψυχική υγεία της Εφεσείουσας κατέθεσε ως Μ.Υ. 14, εκτενώς, ο Νευρολόγος-Ψυχίατρος κ. Κυριάκος Βερεσιές, ο οποίος συνάντησε την Εφεσείουσα πέντε φορές, στις Κεντρικές Φυλακές, μεταξύ Μαίου και Ιουνίου του 2010, δηλαδή σχεδόν δύο χρόνια μετά το τραγικό συμβάν. Στη μαρτυρία του Μ.Υ. 14 έκαμε ευρεία αναφορά το Κακουργιοδικείο. Η μαρτυρία του χαρακτηρίστηκε ως γενική και αόριστη και ως μη υποστηριζόμενη από πειστική και σαφή τεκμηρίωση. Είπε, ο Μ.Υ. 14, ότι η Εφεσείουσα ανέπτυξε παρανοϊκή δομή της προσωπικότητας της. Συγκεκριμένα στη μαρτυρία του αναφέρθηκε σε συνεχή πρόκληση και ειρωνεία, την οποία δέχθηκε η Εφεσείουσα, την ημερομηνία του φονικού, κάτω από συνθήκες στέρησης ύπνου, άγχους, χρήσης ηρεμιστικών «XANAX» και πρωτεϊνών, και αναβολικών φαρμάκων. Σε συνθήκες υπέρτατης έντασης και στρες, ανέπτυξε εικόνα έντονης αναστάτωσης με σύγχυση, αμηχανία, ταχεία εναλλαγή συναισθημάτων και έδειξε παρορμητική, επιθετική συμπεριφορά σε μια κακή και άτυχη στιγμή. Ο μάρτυρας ανέφερε επίσης ότι η Εφεσείουσα του είχε πει ότι είχε προβεί σε χρήση και κατάχρηση του προαναφερόμενου φαρμάκου, χωρίς όμως να αναφέρει ο μάρτυρας, στο δικαστήριο, τι ισοδυναμεί με κατάχρηση του εν λόγω φαρμάκου ώστε να μπορέσει το δικαστήριο να καταλήξει σε δικά του συμπεράσματα.
Το Κακουργιοδικείο, αφού έλαβε υπόψιν του τη μαρτυρία της Μ.Κ. 26, Ψυχιάτρου Αγάθης Βαλανίδου, η οποία είναι η μόνη που εξέτασε την Εφεσείουσα αμέσως μετά το συμβάν και άλλες δύο φορές τον ίδιο μήνα, και δέχθηκε τη μαρτυρία της ως αξιόπιστη, και αφού έλαβε υπόψιν ότι ο Μ.Υ. 14 βάσισε τη γνώμη του πάνω σε πληροφορίες που η ίδια η Εφεσείουσα του είχε δώσει για χρήση και κατάχρηση του φαρμάκου, κατά τον ουσιώδη χρόνο, χωρίς να δώσει οποιαδήποτε στοιχεία αναφορικά με το τι συνιστά κατάχρηση, έκρινε ότι δεν μπορούσε να βασιστεί στη μαρτυρία του κ. Βερεσιέ και την απέρριψε ως στερημένη βαρύτητας. Είναι θεμελιωμένο ότι μαρτυρίες εμπειρογνωμόνων, όπως είναι ο κ. Βερεσιές, κρίνονται με βάση τα ειδικά κριτήρια που θέτει η νομολογία. Συγκεκριμένα ο εμπειρογνώμονας δεν θα πρέπει απλά και μόνο να δώσει στο δικαστήριο τα επιστημονικά του συμπεράσματα αλλά θα πρέπει να δώσει και όλα εκείνα τα στοιχεία στα οποία βασίστηκαν τα επιστημονικά του συμπεράσματα ώστε το ίδιο το δικαστήριο να μπορέσει να κρίνει την ορθότητα και τη βαρύτητα των συμπερασμάτων του και την επάρκεια του υποβάθρου τους.
Στην προκείμενη περίπτωση είναι προφανές ότι ο Μ.Υ. 14, ο οποίος εξέτασε την Εφεσείουσα σχεδόν δύο χρόνια μετά το επίδικο συμβάν, βασίστηκε στα όσα η ίδια η Εφεσείουσα του είχε αναφέρει για χρήση και κατάχρηση ηρεμιστικών φαρμάκων, χωρίς να δώσει οποιοδήποτε στοιχείο αναφορικά με το τι συνιστά κατάχρηση. Επίσης βασίστηκε στη μαρτυρία της Εφεσείουσας, η οποία απορρίφθηκε από το Κακουργιοδικείο ως αναξιόπιστη, αναφορικά με πρόκληση και ειρωνεία που κατ' ισχυρισμό δέχθηκε η Εφεσείουσα από το θύμα, κατά τον ουσιώδη χρόνο. Ο μάρτυρας βασίστηκε τόσο στην κατάχρηση των ηρεμιστικών φαρμάκων όσο και στην πρόκληση και την ειρωνεία, που κατ' ισχυρισμό δέχθηκε η Εφεσείουσα από το θύμα και άλλα πρόσωπα, και κατέληξε στο συμπέρασμα του για έντονη αναστάτωση και παρορμητική επιθετική συμπεριφορά εκ μέρους της Εφεσείουσας. Θεωρούμε ότι ορθά το Κακουργιοδικείο απέρριψε τη μαρτυρία του ως στερημένη οποιασδήποτε βαρύτητας και ως μη πειστική, λόγω του ότι βασίστηκε σε μη στέρεο υπόβαθρο, στηριζόμενο, μεταξύ άλλων, και σε μαρτυρία που έπασχε λόγω του ότι ήταν μή αποδεκτή.
Εκτός από τη Μ.Κ. 26, το Μ.Υ. 14 και το Μ.Κ. 28, Ψυχολόγο κ. Στέλιο Γεωργιάδη, για τη ψυχική υγεία της Εφεσείουσας, έδωσε μαρτυρία και ο Μ.Κ. 57 Λούης Καριόλου, Ψυχίατρος στις Κεντρικές Φυλακές, ο οποίος παρακολούθησε την Εφεσείουσα μεταξύ Σεπτεμβρίου 2008 και Μαρτίου 2010. Για τον Μ.Κ. 57 κ. Καριόλου το Κακουργιοδικείο παρατήρησε ότι η αναφορά του στο ότι διαπίστωσε παρανοειδή διαταραχή της προσωπικότητας της Εφεσείουσας, αφορούσε τον χρόνο που την εξέτασε και όχι τον ουσιώδη χρόνο της διάπραξης του εγκλήματος. Αναφορικά με τη ψυχική υγεία της Εφεσείουσας, κατά το χρόνο διάπραξης του εγκλήματος, ο Μ.Κ. 57, παρέπεμψε στη μαρτυρία της κας Βαλανίδου, Μ.Κ. 26, και πρόσθεσε ότι δεν μπορούσε να τοποθετηθεί για το κατά πόσον η Εφεσείουσα, στον ουσιώδη χρόνο, παρουσίαζε ενεργό ψυχοπαθολογία τέτοια που να επηρεάζει τη σκέψη ή τη συγκέντρωση της ή να την καθιστά συναισθηματικώς υποβόλιμη.
Αναφορικά με το πρώτο μεγάλο ζήτημα που εγείρεται στην παρούσα έφεση, εκείνο, δηλαδή, της αξιολόγησης της μαρτυρίας, παρατηρούμε τα εξής:
Παρόλο που το πρωτόδικο Δικαστήριο σε κάποιο σημείο της απόφασης του φαίνεται να προβαίνει σε ευρήματα αξιοπιστίας των μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής και των μαρτύρων της Υπεράσπισης, συλλήβδην, εντούτοις, στη συνέχεια εξατομικεύει την αξιολόγηση, κάνοντας ειδική αναφορά στα κρίσιμα σημεία της μαρτυρίας των διαφόρων σημαντικών μαρτύρων. Ειδικά, ως προς την ψυχική υγεία της Εφεσείουσας, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή το χρόνο διάπραξης του εγκλήματος, το Κακουργιοδικείο αξιολογεί με λεπτομερή τρόπο την κρίσιμη μαρτυρία του Μ.Υ. 14 Νευρολόγου Ψυχίατρου κ. Βερεσιέ και για τους λόγους που ήδη αναφέραμε, την απορρίπτει ως μη έχουσα βαρύτητα, επειδή ο προαναφερόμενος γιατρός δεν είχε εξετάσει την Εφεσείουσα κατά τον ουσιώδη χρόνο του Αυγούστου του 2008, αλλά σχεδόν δύο χρόνια αργότερα, και επειδή τα συμπεράσματα του είχαν βασιστεί στη μη αξιόπιστη μαρτυρία της ίδιας της Εφεσείουσας και, επιπρόσθετα, επειδή τα συμπεράσματά του ήταν αυθαίρετα και δεν μπορούσαν να αξιολογηθούν από το Δικαστήριο ως προς την ορθότητά τους, εφόσον δεν έθεσε ο μάρτυρας ενώπιον του Δικαστηρίου τα απαραίτητα στοιχεία και πληροφορίες ώστε το ίδιο το Δικαστήριο να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα. Ως προς την Μ.Κ. 26, η οποία ήταν η μοναδική Ψυχίατρος που εξέτασε την Εφεσείουσα την ημέρα του εγκλήματος, παρατηρούμε ότι, ουσιαστικά, δεν αμφισβητήθηκε η μαρτυρία της και η μαρτυρία της οδηγούσε σαφώς στο συμπέρασμα πως η Εφεσείουσα, κατά τον ουσιώδη χρόνο, της διάπραξης του εγκλήματος δεν έπασχε από ενεργό ψυχοπαθολογία, οι ανώτερες ψυχικές λειτουργίες της ήταν φυσιολογικές, το συναίσθημα της ήταν φυσιολογικό, η σκέψη της ήταν συγκροτημένη και είχε αντίληψη των συνεπειών των πράξεων της. Αυτή ήταν η μοναδική μαρτυρία ψυχιάτρου, η οποία αφορούσε στον ουσιώδη χρόνο του Αυγούστου του 2008.
Κρίνουμε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το Κακουργιοδικείο δεν είναι καθ' οιονδήποτε τρόπο μεμπτή, όπως εισηγείται η Εφεσείουσα και ο ευπαίδευτος συνήγορός της. Δεν εντοπίσαμε οποιοδήποτε στοιχείο που να δείχνει ότι η αξιολόγηση του Κακουργιοδικείου θα πρέπει να ανατραπεί.
Μεγάλης σημασίας για την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής ήταν η μαρτυρία της Μ.Κ. 12, Παναγιώτας Ζαρή, αδελφής της Εφεσείουσας και του θύματος, η οποία εμφανίστηκε ουσιαστικά ως αυτόπτης μάρτυρας. Η μάρτυρας αυτή βρισκόταν στο οικογενειακό τους σπίτι όταν έγινε το τραγικό συμβάν. Μετά από τον πρώτο πυροβολισμό της Εφεσείουσας εναντίον του θύματος, η Παναγιώτα κινήθηκε προς το χώρο της κουζίνας όπου συνέβαιναν τα τραγικά γεγονότα και είδε την Εφεσείουσα, από μικρή απόσταση, να πατά την σκανδάλη του όπλου, τη δεύτερη φορά. Έγινε μεγάλη προσπάθεια εκ μέρους της Υπεράσπισης για να καταρριφθεί η αξιοπιστία της Μ.Κ. 12. Υποδείχθηκαν κάποιες αντιφάσεις στη μαρτυρία της αναφορικά με το τηλεφώνημα που έκαμε η ίδια στην Αστυνομία και η Εφεσείουσα στην Αστυνομία. Δόθηκε ακόμα σημασία στο ότι οι Μ.Κ. 53, Λοχίας Κόκκινος και Μ.Κ. 54, Λοχίας Πολυβίου, οι οποίοι έλαβαν τα τηλεφωνήματα από το σπίτι της Εφεσείουσας και το κινητό της είχαν πει ότι η φωνή που άκουσαν στο τηλέφωνο ακουόταν σοκαρισμένη ενώ η Μ.Κ. 12 είχε πεί ότι η Εφεσείουσα ήταν απόλυτα ψυχρή και ψύχραιμη όταν τηλεφώνησε στην Αστυνομία μετά το φονικό.
Κανένας από τους ισχυρισμούς της Υπεράσπισης και κανένας από τους σχετικούς λόγους έφεσης δεν ευσταθούν. Η Μ.Κ. 12, Παναγιώτα Ζαρή, ήταν αυτόπτης μάρτυρας όσον αφορά τουλάχιστον τον δεύτερο πυροβολισμό και παρά την αντεξέταση που υπέστη από την Εφεσείουσα ήταν σταθερή μάρτυρας. Της αποδόθηκαν κίνητρα μίσους εναντίον της Εφεσείουσας. Η μάρτυρας όμως ανέφερε, με ειλικρίνεια, στο πρωτόδικο δικαστήριο ότι είχε μια ιδιαίτερη σχέση με το θύμα, λόγω του καλού της χαρακτήρα, ενώ δεν είχε καλή σχέση με την Εφεσείουσα λόγω προβλημάτων χαρακτήρος. Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε λόγο για τον οποίο τα ευρήματα αξιοπιστίας του Κακουργιοδικείου για τη Μ.Κ. 12 σε συνάρτηση με τη μαρτυρία των Μ.Κ. 53 και 54 θα πρέπει να ανατραπούν.
Ο Μ.Κ. 10, Σταύρος Λαπήθιος ήταν τυπικός μάρτυρας, ενώ ο Μ.Κ. 4 Παναγιώτης Γιάγκου, ο οποίος παρουσίασε το φονικό όπλο ως τεκμήριο, δεν αντεξετάστηκε από τον τότε δικηγόρο της Εφεσείουσας κ. Ζαβαλλή και η μαρτυρία του παρέμεινε αδιαμφισβήτητη. Δεν υπάρχει λόγος ανατροπής των ευρημάτων αξιοπιστίας του Κακουργιοδικείου.
Ως προς τη ένσταση της Εφεσείουσας, η οποία απορρίφθηκε από το Κακουργιοδικείο, στις 29.10.2009, παρατηρούμε ότι επρόκειτο για μια ουσιαστικά ακατανόητη ένσταση η οποία αφορούσε γενικά και αόριστα στα συνταγματικά δικαιώματα της Εφεσείουσας, τα οποία κατ' ισχυρισμό παραβιάζονταν.
Κανένας από τους λόγους έφεσης που αφορούν στην αξιοπιστία των μαρτύρων και την αξιολόγηση της μαρτυρίας, από το Κακουργιοδικείο, δεν ευσταθεί.
Είναι θεμελιωμένο ότι ο κάθε άνθρωπος τεκμαίρεται ότι είναι εχέφρων και ότι έχει επαρκή λογική για να είναι υπόλογος των πράξεων του, εκτός αν το αντίθετο αποδειχθεί προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου. Για να θεμελιωθεί υπεράσπιση στη βάση του ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει σώας τας φρένας, πρέπει σαφώς να αποδειχθεί ότι, κατά το χρόνο της διάπραξης του εγκλήματος, ο κατηγορούμενος έπασχε από τέτοιο παραλογισμό εξαιτίας ψυχικής ασθένειας (διαταραχής), ώστε να μη γνωρίζει τη φύση και την ποιότητα της πράξης την οποία έκανε ή αν γνωρίζει τη φύση και την ποιότητα της πράξης του, ότι δεν γνώριζε ότι έπραττε κάτι κακό. Αυτή είναι η σχετική ερμηνεία που δόθηκε στην κλασσική απόφαση M'Naghten [1843] 10 Clark and Finnelly 200. (Δέστε επίσης Smith & Hogan, Criminal Law: Cases and Materials, Second Edition, σελ. 167 - 169 και Α.Γ.Α. ν. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 345).
Το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο, η Εφεσείουσα δεν αποδείχθηκε ότι έπασχε από οποιανδήποτε ψυχική ασθένεια που την επηρέαζε κατά τον προαναφερόμενο τρόπο και, επομένως, ότι ήταν ποινικά υπόλογη για τις πράξεις της. Όπως καθορίστηκε στην υπόθεση M' Naghten (ανωτέρω) δεν είναι αρκετό ένα άτομο να αντιμετωπίζει ψυχικά προβλήματα σε διάφορες περιόδους της ζωής του. Για να επηρεαστεί η ποινική του ευθύνη θα πρέπει να αποδειχθεί ότι, κατά το χρόνο της διάπραξης του εγκλήματος, ο κατηγορούμενος έπασχε από τέτοιο παραλογισμό εξαιτίας ψυχικής ασθένειας ώστε να μην γνωρίζει τη φύση και την ποιότητα της πράξης που έκανε ή αν τη γνώριζε δεν γνώριζε ότι αυτό που έπραττε ήταν κάτι κακό.
Στην Α.Γ.Α. (ανωτέρω) με αναφορά στην Bratty v. A.G. for Northern Iceland (1961) 2 All E.R. 523 λέχθηκε ότι «η ύπαρξη της σχιζοφρένειας αποδεικνύει μόνο ότι ο δράστης έπασχε από πνευματική ασθένεια (disease of the mind). Δεν αποδεικνύει, πρόσθετα, ότι, ως εκ της εν λόγω ασθένειας, ο δράστης δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί τι έπραττε ή να γνωρίζει ότι όφειλε να απέχει από την πράξη. Για το τελευταίο θέμα χρειάζεται πρόσθετη μαρτυρία».
Το Άρθρο 12 του Ποινικού μας Κώδικα Κεφ. 154, προνοεί ότι (εγκληματική) πράξη ή παράλειψη δεν καταλογίζεται σε πρόσωπο το οποίο, κατά το χρόνο της διάπραξης της, στερείτο της ικανότητος να αντιληφθεί τι διαπράττει ή (της ικανότητος) να γνωρίζει ότι όφειλε να απέχει από τη διενέργεια της πράξης ή της παράλειψης, ένεκα οποιασδήποτε ασθένειας που επηρέαζε τας φρένας του. Αν όμως δεν υπήρχε τέτοιος επηρεασμός των φρένων ένεκα ασθένειας, ώστε να επέλθει ένα από τα δύο προαναφερόμενα αποτελέσματα, τότε υπάρχει πλήρης καταλογισμός ευθύνης.
Πέραν όμως του μη καταλογισμού ευθύνης, το δίκαιο αναγνωρίζει και περιπτώσεις μειωμένης ευθύνης (diminished responsibility), λόγω ψυχικών διαταραχών (Δέστε: Νικολάου ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 309, R. ν. Chambers [1983] Crim. L.R. 688 και Λεμής ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 340).
Στην υπόθεση Νικολάου (ανωτέρω) ο εφεσείων ήταν άτομο ψυχικά διαταραγμένο το οποίο παρουσίαζε παραληρητικές ιδέες, ακουστικές ψευδαισθήσεις και έπασχε από ενεργό ψυχοπαθολογία ψυχωτικού τύπου.
Στην υπόθεση Λεμή (ανωτέρω) ο εφεσείων είχε πάρα πολύ μειωμένο βαθμό ευθύνης, κατά το χρόνο διάπραξης του εγκλήματος, λόγω ψυχιατρικών διαταραχών.
Στην Chambers (ανωτέρω) το Αγγλικό Ποινικό Εφετείο έδωσε χρήσιμες κατευθυντήριες γραμμές αναφορικά με τη μειωμένη ευθύνη λόγω ψυχιατρικών διαταραχών. Η αντιμετώπιση του Δικαστηρίου εξαρτάται από το πόσο μειωμένη είναι η ευθύνη του κατηγορούμενου, κατά τον ουσιώδη χρόνο, εξαιτίας των ψυχιατρικών διαταραχών που αποδεικνύονται με αξιόπιστη μαρτυρία πραγματογνωμόνων.
Στη βάση της ενώπιον του Κακουργιοδικείου μαρτυρίας, κρίνουμε ότι το Κακουργιοδικείο ορθά κατέληξε ως προς το ζήτημα της ψυχικής υγείας της Εφεσείουσας.
Στην προκείμενη περίπτωση, η εφεσείουσα δεν αποδείχθηκε ότι, κατά το χρόνο διάπραξης του εγκλήματος, ενέπιπτε στις πρόνοιες του Άρθρου 12 (ανωτέρω), ή είχε μειωμένη ευθύνη λόγω ψυχιατρικών διαταραχών, όπως εξηγείται ανωτέρω. Η κυβερνητική ψυχίατρος που την εξέτασε κατά το χρόνο διάπραξης του εγκλήματος, τη βρήκε φυσιολογική, όπως ήδη τονίστηκε.
Με τα προαναφερόμενα δεδομένα δεν μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο της διάπραξης του εγκλήματος, η Εφεσείουσα έπασχε από οποιανδήποτε ψυχική διαταραχή κατά τρόπο που να επηρεάζει την ποινική της ευθύνη.
Το επόμενο σημαντικό ζήτημα που προσβάλλεται με την παρούσα έφεση είναι το ζήτημα της προμελέτης. Η Εφεσείουσα ισχυρίστηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου ότι το όπλο το οποίο κρατούσε εκπυρσοκρότησε, ουσιαστικά, τυχαία και ότι, εν πάση περιπτώσει, η ίδια δεν είχε την αναγκαία πρόθεση να επιφέρει το θάνατο της αδελφής της.
Το Κακουργιοδικείο εξετάζει εξονυχιστικά το ζήτημα της προμελέτης με αναφορά στην ενώπιον του αξιόπιστη μαρτυρία. Η προμελέτη, όπως παρατηρεί, προσδιορίζεται στο Άρθρο 203 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε. Η έννοια της προμελέτης καθορίστηκε στην κλασσική υπόθεση R. v. Shabban (1908) 8 C.L.R. 82 και ακολουθήθηκε σε σειρά άλλων αποφάσεων. Η θέσπιση του Άρθρου 7 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας επέφερε κάποια διαφοροποίηση, όπως παρατηρήθηκε στην Aristidou v. The Republic (1967) 2 C.L.R. 43. Η προμελέτη αποτελεί θέμα πραγματικό. Απαιτεί προγενέστερο σχεδιασμό ή σκέψη της αποτρόπαιης πράξης, υπό περιστάσεις που επιτρέπουν ψύχραιμο αναλογισμό. Για να καταστεί ο φόνος προμελετημένος, βάσει των Άρθρων 203 και 204 του Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε, ο δράστης θα πρέπει να είχε την ευκαιρία να προβεί στον σχετικό αναλογισμό και να την απέρριψε. Υπό αυτές τις περιστάσεις, η πράξη του ισοδυναμεί με σχεδιασμένο φόνο εν ψυχρώ, δηλαδή, φόνο εκ προμελέτης.
Τα σχετικά γεγονότα που οδήγησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι το έγκλημα που διέπραξε η Εφεσείουσα ήταν φόνος εκ προμελέτης, είναι σε συντομία τα εξής:
Η Εφεσείουσα πριν το τραγικό συμβάν απειλούσε συχνά το θύμα, την αδελφή της Έλλη, ότι θα της έκανε κακό και θα την σκότωνε. Ανέκαθεν τη ζήλευε πολύ. Δημιουργούσε συνεχώς προστριβές και καυγάδες μέσα στην οικογένεια, ξυλοκοπώντας την και βρίζοντάς την, καθώς και τους γονείς της και την αδελφή της Παναγιώτα. Η Εφεσείουσα στις 5.8.2008 αγόρασε το κυνηγετικό όπλο με το οποίο σκότωσε την αδελφή της, έχοντας προηγουμένως εξασφαλίσει χρηματοδότηση από τράπεζα, στην οποία είχε αποταθεί γι' αυτόν το σκοπό στις 23.7.2008. Το συμβόλαιο χρηματοδότησης για την αγορά του όπλου υπογράφηκε στις 31.7.2008. Η αγορά του όπλου είχε γίνει μετά που η Εφεσείουσα ασκείτο, για κάποιο χρόνο, σε σκοπευτήριο, στη σκοποβολή. Αγόρασε το όπλο για να μπορεί να ασκείται στο σκοπευτήριο, απρόσκοπτα.
Το πρωί της 15.8.2008, ημέρα διάπραξης του εγκλήματος, η Εφεσείουσα βρισκόταν στο ανθοπωλείο της μητέρας της. Μιλώντας στη μητέρα της απαξιωτικά για τον πατέρα της, της είπε ότι βαρέθηκε να την περιπαίζει ο πατέρας της και ότι θα έβλεπε (η μητέρα) τι έκπληξη θα του έκανε. Σ' εκείνο το χρονικό σημείο, το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι η Εφεσείουσα είχε διαμορφώσει τελεσίδικα την πρόθεση να σκοτώσει την Έλλη. Ελατήριό της ήταν η ζήλια και το μίσος, όχι μόνο έναντι της Έλλης, αλλά και έναντι της υπόλοιπης οικογένειας για όλα όσα η Εφεσείουσα θεωρούσε, αδικαιολόγητα και παράλογα, ότι της προξενούσαν με τη συμπεριφορά και τους χειρισμούς τους. Γύρω στις 10:20 της 15.8.2008, η Εφεσείουσα έφτασε στο πατρικό της σπίτι, οδηγώντας αυτοκίνητο και έχοντας μέσα σ' αυτό το κυνηγετικό όπλο. Εκεί βρισκόταν και η Έλλη μαζί με την αδελφή τους Παναγιώτα. Στάθμευσε στο χώρο εισόδου οχημάτων του σπιτιού, κατά τρόπο που της επέτρεπε να κατεβάσει το κυνηγετικό όπλο από το αυτοκίνητο, έχοντας το προετοιμάσει καταλλήλως (το όπλο) για τους άνομους σκοπούς της, και μειώνοντας έτσι την όποια πιθανότητα θέασης της από τρίτους. Στη συνέχεια, βγήκε από το αυτοκίνητο αφήνοντας πάνω τα κλειδιά, έτσι ώστε να μπορεί να φύγει χωρίς χρονοτριβή από εκεί, μετά το έγκλημα. Το Κακουργιοδικείο παρατήρησε ότι, αν πρόθεση της ήταν να μπει στο πατρικό σπίτι από την μπροστινή είσοδο, δεν θα υπήρχε λόγος να σταθμεύσει στο χώρο εισόδου οχημάτων του σπιτιού, αλλά έξω από αυτό. Η Εφεσείουσα μπήκε λοιπόν στην κουζίνα του σπιτιού. Εκεί βρισκόταν η Έλλη, η οποία έψηνε καφέ με την πλάτη γυρισμένη προς την πόρτα της κουζίνας, αλλά και προς την Εφεσείουσα. Δεν αντελήφθηκε την Εφεσείουσα, η οποία τότε ψυχρά, προγραμματισμένα, χωρίς απολύτως καμιά αναστολή και έχοντας πλήρη έλεγχο, επίγνωση και συναίσθηση των πράξεων της, καθώς και του παράνομου και μεμπτού χαρακτήρα των πράξεων της, έστρεψε ενσυνείδητα το όπλο προς την Έλλη, τη σημάδεψε και την πυροβόλησε συμφώνως του σχεδίου της με σκοπό να τη σκοτώσει. Η αδελφή τους Παναγιώτα, στο άκουσμα του πυροβολισμού, κατευθύνθηκε επιφυλακτικά προς την κουζίνα, κρατώντας το κινητό της τηλέφωνο, στο οποίο μιλούσε. Προσεγγίζοντας την κουζίνα, είδε την Εφεσείουσα να στέκεται κοντά στο ψυγείο, να στοχεύει και να πυροβολεί την Έλλη, για δεύτερη φορά, από απόσταση ενάμισυ περίπου μέτρου και ενώ η Έλλη βρισκόταν στο δάπεδο της κουζίνας, αιμόφυρτη, ως αποτέλεσμα του πρώτου πυροβολισμού που έλαβε χώρα τρία με τέσσερα δευτερόλεπτα προηγουμένως. Η Εφεσείουσα όπλισε το κυνηγετικό όπλο και πυροβόλησε την Έλλη για δεύτερη φορά, χρησιμοποιώντας τα φυσίγγια που βρίσκονταν στη θαλάμη του κυνηγετικού όπλου. Γνώριζε η Εφεσείουσα (από τα όσα της είχε πει ο υπεύθυνος του σκοπευτηρίου Μ.Κ. 13 Ιάκωβος Στυλιανού) ότι τα φυσίγγια εκείνα ήταν κυνηγετικά και ότι η χρήση τους στο σκοπευτήριο για σκοπούς σκοποβολής, απαγορευόταν. Η Εφεσείουσα πάτησε τη σκανδάλη δύο φορές, την πρώτη για τον πρώτο πυροβολισμό και τη δεύτερη για τον δεύτερο πυροβολισμό. Πρόταξε τις κάννες του κυνηγετικού όπλου προς την Έλλη, ενώ το όπλο ήταν απασφάλιστο, ακριβώς επειδή σκοπός της ήταν να την πυροβολήσει αμέσως και να την εξολοθρεύσει επί τόπου, πριν η Έλλη προλάβει να αντιδράσει. Ο πρώτος πυροβολισμός έπληξε την Έλλη στη δεξιά ραχιαία επιφάνεια του σώματος και ο δεύτερος στο δεξιό μέρος του κεφαλιού. Η Παναγιώτα τότε φώναξε προς την Εφεσείουσα «τι κάνεις; τι κάνεις;» Η Εφεσείουσα απάντησε με ψυχραιμία και πλήρη διαύγεια «ήταν κατά λάθος». Σύμφωνα με τη μαρτυρία της Παναγιώτας Ζαρή, την οποία το Κακουργιοδικείο δέχθηκε, ως αξιόπιστη, η Εφεσείουσα ήταν απολύτως ψύχραιμη και ψυχρότατη, χωρίς κανένα ίχνος αναστάτωσης, σαν να είχε ηρεμήσει με αυτό που είχε κάνει.
Μετά τον δεύτερο πυροβολισμό, η Εφεσείουσα εξαφανίστηκε από την κουζίνα για περίπου δύο λεπτά, κρατώντας το όπλο. Επέστρεψε λίγο αργότερα, άνοιξε το όπλο και το άφησε κάτω συναρμολογημένο, ανοικτό, οπλισμένο και απασφάλιστο, και έτοιμο με το γέμισμα φυσιγγίων να χρησιμοποιηθεί ξανά. Ακολούθως, η Εφεσείουσα κάλεσε την Αστυνομία από το σταθερό τηλέφωνο του οικογενειακού της σπιτιού, αναφέροντας, ψευδώς, ότι «εκπυρσοκρότησε το όπλο κατά λάθος». Δεν αποδίδομε οποιαδήποτε ουσιαστική βαρύτητα στο παράπονο της Εφεσείουσας ότι το Κακουργιοδικείο δέχθηκε τη μαρτυρία της αδελφής της Παναγιώτας, αναφορικά με το κατά πόσον η Εφεσείουσα ήταν ψύχραιμη όταν τηλεφώνησε στην Αστυνομία, παρά το ότι ο Αστυνομικός που έλαβε το τηλεφώνημα είπε ότι η φωνή της ακουγόταν σοκαρισμένη. Το γεγονός ότι το Κακουργιοδικείο δέχθηκε τη μαρτυρία και των δύο μαρτύρων κατηγορίας (Παναγιώτας και Αστυνομικού) δεν επηρεάζει το αποτέλεσμα, δεδομένου ότι στα ευρήματα του το Κακουργιοδικείο σαφώς υιοθέτησε τη μαρτυρία της Παναγιώτας Ζαρή, η οποία ήταν παρούσα και άκουσε την Εφεσείουσα να μιλά δια ζώσης, ενώ ο Αστυνομικός την άκουσε να μιλά από το τηλέφωνο.
Όταν μετά από λίγα λεπτά έφθασε ο πατέρας στο σπίτι και η Παναγιώτα τον είδε και του φώναξε κατατρομαγμένη ότι η Ευτυχία (Εφεσείουσα) σκότωσε την Έλλη και ότι η Έλλη ήταν πεθαμένη, η Εφεσείουσα είπε «ναι εσκότωσα την, ήταν κατά λάθος».
Το κυνηγετικό όπλο, τεκμήριο 5, που χρησιμοποιήθηκε για τη διάπραξη του εγκλήματος, εξετάστηκε και δεν είχε οποιοδήποτε λειτουργικό πρόβλημα που θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι θα μπορούσε να εκπυρσοκροτήσει χωρίς ο χειριστής του να έχει τέτοια πρόθεση. Αμφότερα τα τραύματα της Έλλης από μόνα τους, ήταν θανατηφόρα, με το θάνατο να μη χρειάζεται περισσότερα από 40 δευτερόλεπτα για να επέλθει. Η φύση και το είδος τους ήταν τέτοια που δεν άφηναν οποιανδήποτε απολύτως αμφιβολία στο μυαλό του Κακουργιοδικείου, ότι μοναδική επιδίωξη της Εφεσείουσας ήταν η εκτέλεση της Έλλης. Υπό τις προαναφερόμενες συνθήκες, το Κακουργιοδικείο ορθά έκρινε ότι η Εφεσείουσα, έχοντας προαποφασίσει τη θανάτωση της Έλλης, είχε το χρόνο να αποστεί από την υλοποίηση του σχεδίου της, μετά που έφυγε από το ανθοπωλείο και σταμάτησε σε κάποια μηχανή νερού για να μιλήσει με τον πατέρα της, αλλά και αργότερα όταν άρχισε να οδεύει προς το πατρικό της σπίτι (απόσταση γύρω στα πέντε λεπτά χωρίς τροχαία κίνηση), όπως και όταν στάθμευσε το αυτοκίνητό της στην είσοδο οχημάτων του πατρικού σπιτιού, αλλά και αργότερα, όταν κατέβηκε από το αυτοκίνητο, άνοιξε το χώρο αποσκευών του αυτοκινήτου και πήρε το κυνηγετικό όπλο. Το Κακουργιοδικείο βρήκε, επίσης, ότι, η Εφεσείουσα, είχε χρόνο να αποστεί από την υλοποίηση του σχεδίου της και όταν κατευθυνόταν, αργότερα, προς την είσοδο της κουζίνας και όταν αντίκρισε μπροστά της την Έλλη να ψήνει καφέ με την πλάτη γυρισμένη προς την Εφεσείουσα και, εκ των πραγμάτων, να βρίσκεται σε πλήρη αδυναμία αντίδρασης. Η Εφεσείουσα, έχοντας προηγούμενη εμπειρία περιστατικού σωματικής πάλης με την Έλλη, ήταν πλήρως προετοιμασμένη αυτήν τη φορά για τη θανάτωσή της με το κυνηγετικό όπλο πλήρως έτοιμο για δράση. Τα περί πρόκλησης της Έλλης προς την Εφεσείουσα ορθά απορρίφθηκαν από το Κακουργιοδικείο, δεδομένου ότι η Εφεσείουσα κρατούσε κυνηγετικό όπλο έτοιμο για δράση και θα ήταν εντελώς παράλογο η Έλλη να την προκαλέσει.
Με τα προαναφερόμενα υπόψιν, το Κακουργιοδικείο ορθά έκρινε ότι η Εφεσείουσα, με πλήρη συνείδηση και έλεγχο των πράξεων της και διακρίνοντας το σωστό από το λανθασμένο καθώς και τη φύση και την ποιότητα των πράξεών της, και με σαφή πρόθεση να αφαιρέσει τη ζωή της αδελφής της, της έριξε τους προαναφερόμενους δύο θανατηφόρους πυροβολισμούς, τον ένα μετά τον άλλο, μη επωφελούμενη από τις πολλές ευκαιρίες που είχε να αποστεί και να εγκαταλείψει τα δολοφονικά της σχέδια.
Συναφώς, παρατήρησε το Κακουργιοδικείο, ότι η Εφεσείουσα είχε και τη δυνατότητα να αποφύγει τον δεύτερο πυροβολισμό εναντίον της Έλλης, αφού, μάλιστα, ο πρώτος, όπως ισχυρίστηκε η ίδια, επεσυνέβη χωρίς πρόθεση και κατά λάθος. Δεν απέφυγε όμως, ούτε τον δεύτερο πυροβολισμό παρόλο που η αδελφή της Έλλη βρισκόταν πεσμένη ανάσκελα στο δάπεδο της κουζίνας πυροβολημένη πισώπλατα και αιμόφυρτη, ενώ η αδελφή της Παναγιώτα ήταν πολύ κοντά.
Με τα προαναφερόμενα δεδομένα κρίνουμε πως πολύ ορθά το Κακουργιοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πράξη της Εφεσείουσας ήταν φόνος εκ προμελέτης. Κατά τη γνώμη μας ήταν το μοναδικό συμπέρασμα στο οποίο θα μπορούσε να καταλήξει το Κακουργιοδικείο σύμφωνα με τα γεγονότα που αποδείχθησαν. Αποδείχθηκε δηλαδή, πέραν πάσης αμφιβολίας, ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου τόσο η πράξη (actus reus), δηλαδή οι δύο πυροβολισμοί που επέφεραν το θάνατο της Έλλης, όσο και η αναγκαία πρόθεση (mens rea), δηλαδή η προμελέτη στην προκείμενη περίπτωση. Πολλοί λόγοι της έφεσης αφορούν το στοιχείο της προμελέτης και συνδέουν τα οποιαδήποτε ψυχικά ή ψυχολογικά προβλήματα της Εφεσείουσας με την προμελέτη, υποβάλλοντας ότι η ψυχική της κατάσταση ήταν τέτοια που δεν επέτρεπε την, εκ μέρους της Εφεσείουσας, ύπαρξη προμελέτης. Διαφωνούμε με αυτή την εισήγηση και όλους τους σχετικούς λόγους έφεσης. Θεωρούμε ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο, η Εφεσείουσα ήταν σε θέση να προβεί σε όλες τις νοητικές λειτουργίες που ήταν απαραίτητες για τη διαμόρφωση της προμελέτης και τα οποιαδήποτε ψυχολογικά προβλήματα τυχόν αντιμετώπιζε δεν επηρέασαν το ζήτημα αυτό. Όπως λεπτομερώς ανέφερε το Κακουργιοδικείο η Εφεσείουσα, από τη στιγμή που πήρε την απόφαση να σκοτώσει την αδελφή της, είχε πολλές ευκαιρίες να αποστεί από την απόφαση της και να την αναθεωρήσει αλλά δεν το έπραξε. Συμφωνούμε με το Κακουργιοδικείο τόσο με το χρόνο διαμόρφωσης της προμελέτης, όσο και με όλες τις ευκαιρίες που είχε να αναθεωρήσει την απόφαση της και δεν το έπραξε.
Το Άρθρο 203 του Ποινικού Κώδικα προνοεί για το φόνο εκ προμελέτης, την ποινή που επιβάλλεται και το τι συνιστά προμελέτη. Το Άρθρο 208 του Ποινικού Κώδικα προνοεί για το στοιχείο της ψυχοπνευματικής κατάστασης του δράστη, λόγω υπερδιέγερσης, το οποίο λαμβάνεται υπόψιν προκειμένου να μετατραπεί το έγκλημα από φόνο εκ προμελέτης σε κοινή ανθρωποκτονία. Δηλαδή ο φόνος εκ προμελέτης μειώνεται σε σοβαρότητα σε περίπτωση που γίνεται εν βρασμώ ψυχής. Στην προκείμενη περίπτωση δεν αποδείχθηκαν οποιαδήποτε στοιχεία που να μειώνουν κατά τον προαναφερόμενο τρόπο τη σοβαρότητα του φόνου εκ προμελέτης που διέπραξε η Εφεσείουσα.
Το τελευταίο σημαντικό ζήτημα, που εγείρει η Εφεσείουσα, είναι το ζήτημα της δίκαιης δίκης. Παραπονείται η Εφεσείουσα ότι δεν είχε δίκαιη δίκη επειδή της αποστερήθηκε η δυνατότητα επαρκούς ιατρικής εξέτασης από δικανικό ψυχίατρο, με νομική αρωγή, και επειδή οι δικηγόροι που την εκπροσωπούσαν πρωτοδίκως δεν ακολουθούσαν πάντοτε τις οδηγίες της, ενώ σε κάποιο στάδιο ζήτησε την παύση του δικηγόρου κ. Χριστοδουλίδη και το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ενέκρινε το αίτημα της.
Η Εφεσείουσα κάλεσε τους μάρτυρες που επιθυμούσε, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Μ.Υ. 14, Νευρολόγος-Ψυχιάτρος κ. Βερεσιές, ο οποίος παρακολουθούσε την Εφεσείουσα, μετά όμως το τραγικό συμβάν. Την ημέρα του συμβάντος εξέτασε την Εφεσείουσα μόνο η Κυβερνητικός Ψυχιάτρος, Μ.Κ. 26, κα. Βαλανίδου. Το παράπονο της Εφεσείουσας, όπως αντιλαμβανόμαστε, είναι ότι δεν εγκρίθηκε αίτημα της για νομική αρωγή με σκοπό την μετάκληση στην Κύπρο ειδικού δικανικού ψυχιάτρου για να την εξετάσει, αίτημα που υποβλήθηκε τον Απρίλιο του 2010.
Είναι θεμελιωμένο ότι κατά την διεξαγωγή της ποινικής δίκης θα πρέπει να διασφαλίζεται η ισότητα των όπλων μεταξύ των διαδίκων. Στην προκείμενη περίπτωση δεν δόθηκε μαρτυρία από δικανικό ψυχίατρο εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής αλλά δόθηκε μαρτυρία από κυβερνητικό ψυχίατρο, η οποία εξέτασε την Εφεσείουσα κατά τον ουσιώδη χρόνο. Επιπρόσθετα έδωσε εκτεταμένη μαρτυρία και ο προαναφερόμενος ψυχίατρος, Μ.Υ. 14, προς υπεράσπιση της Εφεσείουσας. Δεν θεωρούμε ότι, υπό τις περιστάσεις, υπήρχε ανισότητα στη μεταχείριση των δύο πλευρών, από το πρωτόδικο δικαστήριο, η οποία θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή της δίκης σε μή δίκαιη δίκη, εις βάρος της Εφεσείουσας. Κατά την εκτίμηση μας οι δύο πλευρές είχαν επαρκή ευκαιρία να παρουσιάσουν την υπόθεση τους και η Εφεσείουσα, η οποία είχε το βάρος της απόδειξης ότι η ψυχική της υγεία, κατά τον ουσιώδη χρόνο, επηρέαζε τη λογική της και κατά συνέπεια την ποινική της ευθύνη, δεν κατόρθωσε να το αποδείξει. Ούτε και τέθηκε ενώπιον μας οτιδήποτε που να τεκμηριώνει με ποιο τρόπο θα διαφώτιζε η κλήση Άγγλου δικανικού ψυχιάτρου, τον Απρίλιο του 2010, για τη ψυχική υγεία της Εφεσείουσας, κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Όσον αφορά τη νομική εκπροσώπηση της Εφεσείουσας στο πρωτόδικο δικαστήριο, παρατηρούμε ότι αυτή εκπροσωπήθηκε κατά καιρούς από διάφορους δικηγόρους, αλλά είχε την εντύπωση ότι ο εκάστοτε δικηγόρος της όφειλε να ακολουθεί, κατά γράμμα, τις λεπτομερείς οδηγίες της ως προς το χειρισμό της υπόθεσης της και ότι εάν δεν ακολουθούσε πιστά και σε κάθε σημείο τις οδηγίες της, αυτός, θα έπρεπε να απομακρυνθεί. Η διεξαγωγή δίκαιης δίκης σε σοβαρότατη υπόθεση, όπως η παρούσα, που αφορούσε κατηγορία φόνου εκ προμελέτης, προϋποθέτει, συνήθως, νομική εκπροσώπηση του κατηγορούμενου. Όμως ο δικηγόρος υπεράσπισης δεν ενεργεί ως υπηρέτης ή φερέφωνο του κατηγορουμένου αλλά ως ανεξάρτητος λειτουργός της δικαιοσύνης, ο οποίος έχει καθήκον τόσο προς το δικαστήριο όσο και προς τον πελάτη του να παρουσιάσει την υπόθεση, όσο καλύτερα μπορεί, κατά την κρίση του. Ανατρέξαμε στα πρακτικά και δεν βρήκαμε οτιδήποτε που να δείχνει ότι οι δικηγόροι της δεν εκπροσώπησαν επαρκώς την Εφεσείουσα ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου. Επίσης κρίνουμε ότι ορθώς το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έκανε δεκτό το αίτημα της Εφεσείουσας για παύση του κ. Χριστοδουλίδη, σε προχωρημένο στάδιο της πρωτόδικης διαδικασίας, επειδή αυτός δεν ακολουθούσε πιστά και σε κάθε ερώτηση που υπέβαλλε, τις οδηγίες της πελάτιδας του. Δεν είναι αυτός ο αναμενόμενος ρόλος του δικηγόρου υπεράσπισης.
Για τους προαναφερόμενους λόγους, όλοι οι λόγοι έφεσης και ο καθένας ξεχωριστά, αλλά και όλες οι εισηγήσεις της Εφεσείουσας και του ευπαιδεύτου συνηγόρου της απορρίπτονται.
Κατά συνέπεια η έφεση εναντίον της καταδίκης απορρίπτεται. Όσον αφορά την ποινή αυτή είναι καθορισμένη από το Νόμο και επομένως το Κακουργιοδικείο δεν θα μπορούσε να επιβάλει διαφορετική ποινή. Η πρόνοια για την ποινή δεν κρίθηκε ως αντισυνταγματική. Ο φόνος εκ προμελέτης είναι το σοβαρότερο έγκλημα και γι' αυτό προνοείται δια βίου φυλάκιση.
Η έφεση απορρίπτεται.