ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:B464
(2015) 2 ΑΑΔ 454
26 Ioυνίου, 2015
[ΠΑΝΑΓΗ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
ASEM ALI AHMED FARAQ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 20/2014)
Απόδειξη ― Περιστατική μαρτυρία ― Δεν υπολείπεται σε δύναμη οποιασδήποτε άλλης μορφής μαρτυρίας ― Τα σκόρπια μέρη της μπορεί να αποκτήσουν τέτοια συνεκτικότητα που να εδραιώσουν, με ακαταμάχητη πειστικότητα, την καταδίκη για ένα έγκλημα ― Επισκόπηση νομολογίας ― Επικύρωση καταδίκης για ένοπλη ληστεία η οποία στηρίχθηκε σε περιστατική μαρτυρία.
Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Ακουστική αναγνώριση/ακουστική μαρτυρία ― Κριτήριο για το καθορισμό της αποδεκτότητας ― Εφαρμοστέες αρχές ― Νομολογιακή επισκόπηση.
Ποινή ― Ληστεία ― Επικύρωση ποινής φυλάκισης δέκα χρόνων ― Χαρακτηρίστηκε από το Εφετείο εξισορροπημένη και αρμόζουσα.
Το ζεύγος Αντώνης και Φρόσω Καλοπέσα είναι ιδιοκτήτες του αρτοποιείου «Χρυσοβαλάντου» το οποίο βρίσκεται μπροστά από την οικία τους στη Λακατάμεια, Αρχάγγελο. Όταν κλείνει το αρτοποιείο στις 23.00, ο γιος του ζεύγους, Ειρηναίος Καλοπέσας (στο εξής «Ειρηναίος»), παίρνει τις εισπράξεις της ημέρας και αφού κλείσει το αρτοποιείο πηγαίνει στο σπίτι από τον διάδρομο στη δεξιά πλευρά του αρτοποιείου.
Στις 15.7.2013 και περί ώρα 22.45, το ζεύγος επέστρεψε στο σπίτι, ενώ ο γιος του βρισκόταν στο αρτοποιείο για να πάρει τις εισπράξεις της ημέρας.
Αρχικά επιτέθηκαν στο ζεύγος τρία άτομα εκ των οποίων ο ένας κρατούσε μαχαίρι και στη συνέχεια όταν ο γιός του ζεύγους επέστρεψε στο σπίτι επετέθηκαν και σε αυτόν καταφέρνοντας να αποσπάσουν χρηματικό ποσό.
Οι δράστες τραυμάτισαν τόσο το ζεύγος όσο και τον γιό τους και στη συνέχεια διέφυγαν κατόπιν πάλης η οποία είχε προηγηθεί με τον γιο του ζεύγους.
Σε σύντομο χρονικό διάστημα πήγαν στο μέρος αστυνομικοί, οι οποίοι συνάντησαν εκεί το ζεύγος Καλοπέσα και τον Ειρηναίο. Η Φ. Καλοπέσα τους ανάφερε ότι από τη φωνή και το κορμί του, αναγνώρισε τον τρίτο δράστη που διέφυγε τρέχοντας κατά μήκος της οδού Μόρφου, με κατεύθυνση την εκκλησία του Αγ. Παντελεήμονα, ως τον εφεσείοντα, ο οποίος εργαζόταν κοντά τους για 3 ½ χρόνια περίπου, μέχρι τον Μάϊο 2012. Αργότερα, την ίδια ημέρα, η Αστυνομία εντόπισε ένα μαχαίρι με κόκκινη χειρολαβή στη διαδρομή που είχε ακολουθήσει ο τρίτος δράστης όταν τράπηκε σε φυγή.
Στις 16.7.2013 εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον του εφεσείοντα. Παρά τις πολλές προσπάθειες της Αστυνομίας, δεν κατέστη δυνατό να εντοπιστεί ο εφεσείων, παρά μόνο την 1.8.2013 στο αεροδρόμιο Λάρνακας κατά την αναχώρηση του για την Αίγυπτο όταν και εκτελέστηκε το ένταλμα.
Ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ο εφεσείων αντιμετώπισε δύο κατηγορίες που αφορούσαν στα αδικήματα της συνωμοσίας για διάπραξη κακουργήματος, ήτοι της ληστείας, και της ληστείας αντίστοιχα (κατηγορίες 1 και 2), καθώς και κατηγορία για το αδίκημα της παράνομης παραμονής στην Κυπριακή Δημοκρατία (κατηγορία 3), στην οποία παραδέχθηκε ενοχή πριν από την έναρξη της ακρόασης σε σχση με τις πρώτες δύο κατηγορίες.
Το Κακουργιοδικείο αφού ικανοποιήθηκε στη βάση της μαρτυρίας που είχε αποδεχθεί ότι στοιχειοθετήθηκε η διάπραξη και των δύο αδικημάτων, έστρεψε την προσοχή στο ερώτημα κατά πόσο σε αυτά εμπλεκόταν ο εφεσείων. Σε σχέση με το θέμα αυτό, παρατήρησε ότι ενώπιον του είχε αφενός τη μαρτυρία ακουστικής αναγνώρισης του τρίτου δράστη από την Φ. Καλοπέσα, την οποία χαρακτήρισε άμεση, και αφετέρου διάφορα στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας.
Μετά από σχετική αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας, το Κακουργιοδικείο, χωρίς οποιοδήποτε ενδοιασμό, έκρινε την Φ. Καλοπέσα απόλυτα αξιόπιστη μάρτυρα και την ποιότητα της μαρτυρίας αναγνώρισης καλή.
Η έφεση στράφηκε εναντίον της καταδίκης και της ποινής και στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Ήταν εσφαλμένη η αξιολόγηση και αποδοχή από το Κακουργιοδικείο της μαρτυρίας ακουστικής αναγνώρισης και περιστατικής μαρτυρίας, που παρουσιάστηκε από την εφεσίβλητη, δεδομένης της απουσίας οποιασδήποτε επαφής μεταξύ του εφεσείοντα και της Φ. Καλοπέσα για περίοδο μεγαλύτερη του έτους προ της τέλεσης της ληστείας και λαμβανομένης υπόψη της μη αναγνώρισης του από τον γιο της τελευταίας ο οποίος επίσης γνώριζε τον εφεσείοντα προηγουμένως εκ της εργοδότηση τους στο αρτοποιείο της οικογένειας.
β) Η επιβληθείσα στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης 10 χρόνων στην κατηγορία 2, για το αδίκημα της ληστείας, ήταν έκδηλα υπερβολική.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η αναγνώριση ενός κατηγορούμενου μέσω της φωνής του θεωρείται δυνητικά πιο δύσκολη και ολιγότερον αξιόπιστη από την οπτική αναγνώριση.
2. Κρίθηκε από το αγγλικό εφετείο στην Flynn ότι κριτήριο για τον καθορισμό του αποδεκτού ή όχι της φωνητικής αναγνώρισης είναι η οικειότητα του μάρτυρα με τη φωνή του κατηγορούμενου.
3. Ως εκ τούτου, η μαρτυρία μάρτυρα ακροατή, μη ειδήμονα (lay listener) - όπως στην παρούσα - εξοικειωμένου με τη φωνή του κατηγορούμενου, η οποία συνίσταται στη φωνητική αναγνώριση του, είναι πιο πιθανό να γίνει αποδεκτή.
4. Εν προκειμένω, η μαρτυρία αναγνώρισης της φωνής του εφεσείοντα προερχόταν από την Φ. Καλοπέσα, η οποία τον είχε, ως άνω, εργοδοτήσει για 3½ χρόνια περίπου.
5. Καθ' όλο αυτό το διάστημα ο εφεσείων και η Φ. Καλοπέσα είχαν καθημερινή επαφή.
6. Η αναγνώριση από τη Φ. Καλοπέσα έγινε κάτω από συνθήκες μεγάλης εγγύτητας, αφού η απόσταση που τη χώριζε από το συγκεκριμένο δράστη κατά τη στιγμή που τον άκουσε να λέγει «μεν φοάσαι, δεν θα κάνω σου κακό», «θέλω λεφτά, πούντα λεφτά, θέλω κλεικιά κάσια, πούντα κλεικιά κάσια;» ήταν απόσταση αναπνοής.
7. Σημειώνει το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του, ότι η Φ. Καλοπέσα είχε την ευκαιρία να ακούσει το δράστη να εκφέρει ολοκληρωμένες φράσεις κάποιας σχετικής διάρκειας, σε «σπασμένα ελληνικά», ώστε να παρέχεται ένα ικανοποιητικό δείγμα ομιλίας το οποία να μπορεί να οδηγήσει κάποιο στο να προβεί σε αναγνώριση.
8. Το Κακουργιοδικείο προσέγγισε τη μαρτυρία της Φ. Καλοπέσα με περισσή προσοχή και πλήρη επίγνωση της απουσίας οποιασδήποτε επαφής της με τον εφεσείοντα από τον Μάιο 2012 μέχρι την ημερομηνία διάπραξης των αδικημάτων, δηλαδή για 14 περίπου μήνες.
9. Η διάρκεια και η συχνότητα της επαφής αυτής ενόσω ο εφεσείων υπήρξε εργοδοτούμενος στο αρτοποιείο της οικογένειας Καλοπέσα, όπως την περιγράφει το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του και την έχουμε παραθέσει ανωτέρω, καθώς και οι παράγοντες που προσδιόρισε το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του σχετικά με το ζήτημα της αναγνώρισης δικαιολογούσαν την παραπάνω εκτίμηση του για την ακουστική μαρτυρία και την κατάληξη του ότι η ποιότητα της ήταν καλή.
10. Η παρατήρηση του εφεσείοντα σχετικά με τη μη αναγνώριση του από τον γιό του ζεύγους ήταν άστοχη, δεδομένου ότι αυτός, δεν συνομίλησε με τον τρίτο δράστη την ημέρα της ληστείας.
11. Το Κακουργιοδικείο, ωστόσο, έκρινε ορθό να αναζητήσει και άλλη υποστηρικτική μαρτυρία, ανεξάρτητης προέλευσης από τη Φ. Καλοπέσα, που να ενισχύει την ορθότητα της αναγνώρισης, αποκλείοντας, κατά το δυνατό, το ενδεχόμενο λάθους. Αυτό, όπως αναφέρει στην απόφαση του, ενόψει της νομολογίας για το θέμα και των κινδύνων που ενέχει τέτοιου είδους αναγνώριση.
12. Την υποστηρικτική αυτή μαρτυρία εντόπισε το Κακουργιοδικείο σε στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας, κρίνοντας τελικά πως η μαρτυρία ακουστικής αναγνώρισης σε συνάρτηση και συνεκτιμούμενη με την υποστηρικτική μαρτυρία, ήταν ικανή να οδηγήσει στην ενοχή του εφεσείοντα κατά τρόπο άμεσο.
13. Στα πλαίσια της εισήγησης του ότι η παραπάνω αξιολόγηση της περιστατικής μαρτυρίας από το Κακουργιοδικείο ήταν εσφαλμένη γιατί απουσίαζε ο συνδετικός κρίκος που να τον συνέδεε με ασφάλεια με τη ληστεία, ο εφεσείων υποστήριξε, στο διάγραμμα αγόρευσης του, ότι το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε εντελώς λανθασμένα την «ανεύρεση» του επίδικου μαχαιριού.
14. Ορθά δε έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι υπήρχε μαρτυρία υποστηρικτική και της ακουστικής αναγνώρισης που έγινε από τη Φ. Καλοπέσα.
15. Η μαρτυρία αυτή αφορούσε, μεταξύ άλλων, στην επιστημονική μαρτυρία γενετικού υλικού σύμφωνα με την οποία ο εφεσείων ήταν συνεισφορέας στο μικτό γενετικό υλικό που απομονώθηκε από τη χειρολαβή του μαχαιριού, το οποίο ανευρέθη σε σημείο της διαδρομής που ακολούθησε ο τρίτος δράστης, διαφεύγοντας, κρατώντας μαχαίρι, σε κοντινή απόσταση από τη σκηνή της ληστείας.
16. Η συγκεκριμένη μαρτυρία υποστήριζε επαρκώς την ακουστική αναγνώριση, ανεξάρτητα από την ύπαρξη οποιωνδήποτε άλλων στοιχείων περιστατικής μαρτυρίας στα οποία αναφέρθηκε το Κακουργιοδικείο, ώστε να αποκλείεται το ενδεχόμενο λάθους.
17. Υπήρχαν και άλλα στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας, πέραν αυτών που αποτελούν αντικείμενο της αιτιολογίας λόγων έφεσης. Εκτίθενται, ένα προς ένα, στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, και αφορούσαν, μεταξύ άλλων, στην αγορά αεροπορικού εισιτηρίου από τον εφεσείοντα, τρεις μέρες μετά τη ληστεία, για επιστροφή στην πατρίδα του, στο πλεονέκτημα που αυτός είχε να γνωρίζει την τοποθεσία του χρηματοκιβωτίου των παραπονουμένων και στο γεγονός ότι μετά την είσοδο τους στο σπίτι των παραπονουμένων, ο δεύτερος και ο τρίτος δράστης προχώρησαν απευθείας στο υπνοδωμάτιο, όπου ο τρίτος δράστης αναζητούσε επίμονα από την Φ. Καλοπέσα τα «κλεικιά κάσια».
18. Η λέξη «κάσια», ήταν μια κωδική λέξη που χρησιμοποιούσαν οι παραπονούμενοι μεταξύ τους όταν αναφέρονταν στο χρηματοκιβώτιο.
19. Προσεγγίζοντας την περιστατική μαρτυρία, το Κακουργιοδικείο καθοδηγήθηκε ορθά από τη σχετική νομολογία. Μπορεί, κάθε στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας που παράθεσε, από μόνο του να μην ήταν ικανό να οδηγήσει σε συμπέρασμα ενοχής, το σωρευτικό, όμως, αποτέλεσμα όλων των στοιχείων περιστατικής μαρτυρίας, δικαιολογεί την κατάληξη του, ως η μόνη λογική κατάληξη, ότι ο εφεσείων ήταν ο τρίτος δράστης της ληστείας.
20. Όσον αφορούσε στην έφεση αναφορικά με την επιβληθείσα ποινή, δεν προέκυπτε ότι η ποινή ήταν έκδηλα υπερβολική, ώστε να δικαιολογείτο η παρέμβαση.
21. Όπως επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, το αδίκημα της ληστείας είναι από τα πλέον σοβαρά στον Ποινικό Κώδικα, αφού προνοείται ποινή φυλάκισης διά βίου όταν, όπως στην παρούσα περίπτωση, ο παραβάτης συνοδεύεται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα ή όταν κατά τη διάρκεια της ληστείας γίνεται χρήση βίας εναντίον οποιουδήποτε προσώπου.
22. Εν προκειμένω, οι συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων ήταν ιδιαίτερα επιβαρυντικές και απεκάλυπταν ότι οι δράστες ενήργησαν με προσχεδιασμό. Όπως ορθά έκρινε το Κακουργιοδικείο, η σοβαρότητα των πράξεων του εφεσείοντα, καθιστούσε επιβεβλημένη την αντιμετώπιση της περίπτωσης με την ανάλογη αυστηρότητα. Δεν παραγνώρισε όμως τους μετριαστικούς παράγοντες που επικαλέστηκε ο συνήγορος του, αποδίδοντας τους τη δέουσα βαρύτητα.
23. Ωστόσο, ορθά τόνισε πως οι προσωπικές συνθήκες δεν μπορούν να αποπροσανατολίζουν και να εξουδετερώνουν την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής. Η ποινή της 10ετούς φυλάκισης που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα δεν ήταν απλώς μέσα στα ορθά πλαίσια, αλλά ήταν πλήρως εξισορροπημένη και αρμόζουσα.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
R. v. Flynn [2008] 2 Cr App R 20,
R v. Roberts [2000] Crim LR 183,
R. v. Hersey [1998] Crim LR 281,
R. v. Turnbull a.o. [1976] 3 All E R 549,
Θεοδωρίδης ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 160,
Γιαννίδης ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 143,
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Θεοδώρου (2002) 2 Α.Α.Δ. 9.
Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.
Έφεση από τον Καταδικασθέντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Δημητριάδου, Π.Ε.Δ., Εφραίμ, Α.Ε.Δ., Χαραλάμπους, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 15031/2013), ημερομηνίας 24/1/2014.
Ειρ. Τουμάζου (κα), για τον Εφεσείοντα.
Χρ. Κυθραιώτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Π. Παναγή, Δ..
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Το ζεύγος Αντώνης και Φρόσω Καλοπέσα είναι ιδιοκτήτες του αρτοποιείου «Χρυσοβαλάντου» το οποίο βρίσκεται μπροστά από την οικία τους στη Λακατάμεια, Αρχάγγελο. Από τότε που μετακόμισαν στο σπίτι, έχουν χρηματοκιβώτιο που βρίσκεται πίσω από την κυρία είσοδο της οικίας τους, το οποίο συνηθίζουν στον κύκλο της οικογένειας και της εργασίας τους να αποκαλούν «κάσια», για να μην μπορεί να γίνει αντιληπτό ότι αφορά χρηματοκιβώτιο. Σ' αυτό φυλάσσονται τα κοσμήματα της Φ. Καλοπέσα και οι εισπράξεις από το αρτοποιείο. Όταν κλείνει το αρτοποιείο στις 23.00, ο γιος του ζεύγους, Ειρηναίος Καλοπέσας (στο εξής «Ειρηναίος»), παίρνει τις εισπράξεις της ημέρας και αφού κλείσει το αρτοποιείο πηγαίνει στο σπίτι από τον διάδρομο στη δεξιά πλευρά του αρτοποιείου.
Στις 15.7.2013 και περί ώρα 22.45, το ζεύγος επέστρεψε στο σπίτι, ενώ ο γιος του βρισκόταν στο αρτοποιείο για να πάρει τις εισπράξεις της ημέρας. Η Φ. Καλοπέσα προχώρησε στο υπνοδωμάτιο της, ενώ ο Αντώνης Καλοπέσας παρέμεινε στο σαλόνι. Τότε ο τελευταίος είδε τρία άτομα, με καλυμμένο το πρόσωπο, να εισέρχονται από την κύρια είσοδο της οικίας, η οποία ήταν ανοιχτή, και να πηγαίνουν προς τον ίδιο. Δύο από τα πρόσωπα κρατούσαν μαχαίρι. Το μαχαίρι που κρατούσε ο ένας, στον οποίο θα αναφερόμαστε ως ο πρώτος δράστης, είχε χειρολαβή πράσινου ανοιχτού χρώματος και καμπυλωτή λεπίδα. Αυτός πήγε προς το μέρος του Αντώνη Καλοπέσα και παίρνοντας τον από τον λαιμό, έχοντας το μαχαίρι κοντά στο μάτι του, τον γονάτισε στο έδαφος και του είπε σε σπασμένα ελληνικά «κόψω κκελλέ σου». Όταν ο Καλοπέσας τον ρώτησε γιατί, αυτός του είπε «λεφτά» και ο πρώτος του είπε ότι δεν είχε. Τότε, ο πρώτος δράστης τραυμάτισε τον Καλοπέσα με το μαχαίρι πάνω από το δεξί φρύδι και το αριστερό μάτι και ακολούθως στο δείκτη και το μεσαίο δάκτυλο του δεξιού χεριού. Όταν δε ο Καλοπέσας του είπε ότι είναι εγχειρισμένος και να τον αφήσει, ο πρώτος δράστης τον τραυμάτισε ξανά στο ίδιο σημείο. Ακολούθως, ο Καλοπέσας αντιστάθηκε, άρπαξε τον πρώτο δράστη από την κουκούλα και τον δάγκωσε στο αριστερό χέρι.
Ενώ η Φ. Καλοπέσα ήταν στο δωμάτιο της, άκουσε τον σύζυγο της να φωνάζει. Μετά από λίγο εισήλθαν στο δωμάτιο της δύο άτομα κρατώντας και οι δύο μαχαίρι. Ο ένας, στον οποίο θα αναφερόμαστε ως ο δεύτερος δράστης, έψαχνε στο δωμάτιο, ενώ ο άλλος , ο τρίτος δράστης, την άρπαξε και την κρατούσε με το ένα του χέρι στο στόμα και τη μύτη της και με το άλλο είχε το μαχαίρι στο λαιμό της. Ο τρίτος δράστης, της είπε σε σπαστά ελληνικά «Μεν φοάσαι, δεν θα κάμω σου κακό» και τη ρώτησε που ήταν τα λεφτά λέγοντας «Θέλω λεφτά, πούντα λεφτά, θέλω κλεικιά κάσια, πούντα κλεικιά κάσια;» Και οι δύο αυτοί δράστες προσπάθησαν να την καθίσουν στο κρεβάτι, χωρίς όμως να κατορθώσουν τούτο, γιατί αυτή αντιστάθηκε. Όταν προσπάθησε να αντισταθεί, ένιωσε τον τρίτο δράστη να τη γδέρνει τρεις φορές με το μαχαίρι στη δεξιά πλευρά του λαιμού της, ενώ ο δεύτερος δράστης, τον βοηθούσε και την έγδαρε δύο φορές με το μαχαίρι που κρατούσε στην αριστερή πλευρά του λαιμού της. Τους απάντησε ότι τα κλειδιά τα είχε ο γιος της και να προσέχουν τον σύζυγο της επειδή ήταν εγχειρισμένος. Ο τρίτος δράστης της είπε να μην φωνάζει και αυτή ηρέμησε λίγο, ενώ ο δεύτερος της είπε δύο φορές «σιώπα».
Στο μεταξύ, εισήλθε στο σπίτι ο Ειρηναίος, ο οποίος είδε τον πατέρα του στο πάτωμα του σαλονιού να αιμορραγεί και τον πρώτο δράστη να βρίσκεται από πάνω του. Ο τελευταίος πρόταξε το μαχαίρι που κρατούσε στον Ειρηναίο, ο οποίος, τότε, αφήνοντας το ταμείο στον καναπέ, προσπάθησε να αμυνθεί ρίχνοντας στον πρώτο δράστη διάφορα αντικείμενα που υπήρχαν στο σαλόνι. Ο πρώτος δράστης φοβήθηκε, άνοιξε την πόρτα και τράπηκε σε φυγή. Δεν ήρθε σε σωματική επαφή ο Ειρηναίος με τον πρώτο δράστη. Στη συνέχεια, ο Ειρηναίος είδε τον δεύτερο δράστη να εισέρχεται στο σαλόνι κρατώντας στο αριστερό του χέρι μαχαίρι, με ευθεία λεπίδα. Ο δράστης αυτός πήρε €800 που ο Αντώνης Καλοπέσας είχε προηγουμένως αφήσει πάνω σε ερμαράκι και, όταν είδε τον Ειρηναίο, του επιτέθηκε προτάσσοντας το μαχαίρι. Για να αμυνθεί ο Ειρηναίος τον πήρε από το χέρι στο οποίο κρατούσε το μαχαίρι και άρχισε να τον κτυπά με τα χέρια και τα πόδια, με αποτέλεσμα να βγουν έξω στην αυλή του σπιτιού. Εν τω μεταξύ, βγήκε από το σπίτι και ο τρίτος δράστης, ο οποίος, ενώ ο Ειρηναίος κτυπιόταν με τον δεύτερο δράστη, κτύπησε τον Ειρηναίο στο πίσω μέρος του κεφαλιού, με αποτέλεσμα να ζαλιστεί. Τότε, ο δεύτερος και ο τρίτος δράστης τράπηκαν σε φυγή από διαφορετικές κατευθύνσεις, ο δεύτερος προς την οδό Πειραιώς και ο τρίτος προς την οδό Μόρφου, η οποία βρίσκεται ακριβώς μπροστά από την οικία του ζεύγους Καλοπέσα, οριζόντια σε σχέση με αυτή. Ο Ειρηναίος βγήκε στον δρόμο και άρχισε να καλεί σε βοήθεια. Βγήκε στην αυλή και η Φ. Καλοπέσα, η οποία είδε τον τρίτο δράστη, που προηγουμένως την κρατούσε από τον λαιμό, να τρέχει και να μπαίνει στην οδό Μόρφου, με κατεύθυνση την εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα, κρατώντας μαχαίρι.
Σε σύντομα χρονικό διάστημα πήγαν στο μέρος αστυνομικοί, μεταξύ των οποίων ο Υπαστυνόμος Στέλιος Παναγίδης του ΤΑΕ Λευκωσίας και ο Αστ.1202 Κυριάκος Ευγενίου, οι οποίοι συνάντησαν εκεί το ζεύγος Καλοπέσα και τον Ειρηναίο. Η Φ. Καλοπέσα τους ανάφερε ότι από τη φωνή και το κορμί του, αναγνώρισε τον τρίτο δράστη που διέφυγε τρέχοντας κατά μήκος της οδού Μόρφου, με κατεύθυνση την εκκλησία του Αγ. Παντελεήμονα, ως τον εφεσείοντα, ο οποίος εργαζόταν κοντά τους για 3 ½ χρόνια περίπου, μέχρι τον Μάϊο 2012. Αργότερα, την ίδια ημέρα, η Αστυνομία εντόπισε ένα μαχαίρι με κόκκινη χειρολαβή στη διαδρομή που είχε ακολουθήσει ο τρίτος δράστης όταν τράπηκε σε φυγή.
Στις 16.7.2013 εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον του εφεσείοντα. Παρά τις πολλές προσπάθειες της Αστυνομίας, δεν κατέστη δυνατό να εντοπιστεί ο εφεσείων, παρά μόνο την 1.8.2013 στο αεροδρόμιο Λάρνακας κατά την αναχώρηση του για την Αίγυπτο όταν και εκτελέστηκε το ένταλμα.
Ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ο εφεσείων αντιμετώπισε δύο κατηγορίες που αφορούσαν στα αδικήματα της συνωμοσίας για διάπραξη κακουργήματος, ήτοι της ληστείας, και της ληστείας αντίστοιχα (κατηγορίες 1 και 2), καθώς και κατηγορία για το αδίκημα της παράνομης παραμονής στην Κυπριακή Δημοκρατία (κατηγορία 3), στην οποία παραδέχθηκε ενοχή πριν από την έναρξη της ακρόασης σε σχέση με τις πρώτες δύο κατηγορίες.
Το Κακουργιοδικείο αφού ικανοποιήθηκε στη βάση της μαρτυρίας που είχε αποδεχθεί ότι στοιχειοθετήθηκε η διάπραξη και των δύο αδικημάτων, έστρεψε την προσοχή στο ερώτημα κατά πόσο σε αυτά εμπλεκόταν ο εφεσείων. Σε σχέση με το θέμα αυτό, παρατήρησε ότι ενώπιον του είχε αφενός τη μαρτυρία ακουστικής αναγνώρισης του τρίτου δράστη από την Φ. Καλοπέσα, την οποία χαρακτήρισε άμεση, και αφετέρου διάφορα στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας.
Μετά από σχετική αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας, το Κακουργιοδικείο, χωρίς οποιοδήποτε ενδοιασμό, έκρινε την Φ. Καλοπέσα απόλυτα αξιόπιστη μάρτυρα και την ποιότητα της μαρτυρίας αναγνώρισης καλή.
Ο εφεσείων προβάλλει εννέα λόγους έφεσης εκ των οποίων απέσυρε τους δύο (λόγους 6 και 9) κατά τη συζήτηση της έφεσης. Οι έξι από τους υπόλοιπους επτά λόγους (λόγοι 1-5 και 7), στρέφονται εναντίον της αξιολόγησης και αποδοχής από το Κακουργιοδικείο της μαρτυρίας ακουστικής αναγνώρισης και περιστατικής μαρτυρίας, που παρουσιάστηκε από την εφεσίβλητη. Με τον όγδοο λόγο έφεσης προσβάλλεται η επιβληθείσα στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης 10 χρόνων στην κατηγορία 2, για το αδίκημα της ληστείας, ως έκδηλα υπερβολική.
Θεωρεί, ο εφεσείων, ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο έδωσε «τέτοια βαρύτητα» στη μαρτυρία ακουστικής αναγνώρισης, δεδομένης της απουσίας οποιασδήποτε επαφής μεταξύ του ιδίου και της Φ. Καλοπέσα για περίοδο μεγαλύτερη του έτους προ της τέλεσης της ληστείας. Λανθασμένα έκρινε το Κακουργιοδικείο, κατά την εισήγηση του, ότι το χρονικό αυτό διάστημα είναι «σχετικά σύντομο», παραγνωρίζοντας παράλληλα την αρχή που καθιερώθηκε στην R. v. Flynn [2008] 2 Cr App R 20 η οποία αναφέρεται στην εξοικείωση μέσω της συχνής επαφής. Προς επίρρωση της θέσης του παραπέμπει στο γεγονός της μη αναγνώρισης του ως δράστη της ληστείας από τον Ειρηναίο, παρά το ότι τον γνώριζε για τον ίδιο χρόνο όπως η Φ. Καλοπέσα, ενώ επισημαίνει πως η μοναδική σχετική μαρτυρία του Ειρηναίου ήταν πως ο τρίτος δράστης είχε σωματότυπο πανομοιότυπο με τον ίδιο (εφεσείοντα).
Η αναγνώριση ενός κατηγορούμενου μέσω της φωνής του θεωρείται δυνητικά πιο δύσκολη και ολιγότερον αξιόπιστη από την οπτική αναγνώριση (Βλ. R v. Roberts [2000] Crim LR 183 και Flynn (ανωτέρω). Κρίθηκε από το αγγλικό εφετείο στην Flynn ότι κριτήριο για τον καθορισμό του αποδεκτού ή όχι της φωνητικής αναγνώρισης είναι η οικειότητα του μάρτυρα με τη φωνή του κατηγορούμενου. Ως εκ τούτου, η μαρτυρία μάρτυρα ακροατή, μη ειδήμονα (lay listener) - όπως στην παρούσα - εξοικειωμένου με τη φωνή του κατηγορούμενου, η οποία συνίσταται στη φωνητική αναγνώριση του, είναι πιο πιθανό να γίνει αποδεκτή. Στην R. v. Hersey [1998] Crim LR 281 το αγγλικό εφετείο αποφάνθηκε ότι σε υποθέσεις φωνητικής αναγνώρισης, ο δικαστής πρέπει να δίνει οδηγίες στους ενόρκους στη βάση των κατευθυντήριων γραμμών που καθορίστηκαν στην R. v. Turnbull a.o. [1976] 3 All E R 549 και εφαρμόζονται σε υποθέσεις οπτικής αναγνώρισης, ανάλογα προσαρμοσμένες για τους σκοπούς της ακουστικής αναγνώρισης. Πρέπει, δηλαδή, να προειδοποιεί τους ενόρκους για τους εγγενείς κινδύνους η αναγνώριση να είναι λανθασμένη, ότι ακόμη και ένας αξιόπιστος μάρτυρας μπορεί να κάνει λάθος, τους λόγους γιατί η αναγνώριση μπορεί να είναι λανθασμένη καθώς και τα δυνατά και αδύνατα σημεία της μαρτυρίας.
Εν προκειμένω, όπως έχει ήδη αναφερθεί, η μαρτυρία αναγνώρισης της φωνής του εφεσείοντα προερχόταν από την Φ. Καλοπέσα, η οποία τον είχε, ως άνω, εργοδοτήσει για 3½ χρόνια περίπου. Καθ' όλο αυτό το διάστημα ο εφεσείων και η Φ. Καλοπέσα είχαν καθημερινή επαφή, συνομιλώντας μεταξύ τους σε ημερήσια βάση, ενώ η τελευταία είχε βοηθήσει τον εφεσείοντα και στην εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας. Τον αναγνώρισε «από το πρώτο λεπτό» ως ένα από τους δράστες της ληστείας και το πρόσωπο που την κρατούσε από το λαιμό, τόσο από τον τρόπο που μιλούσε, όσο από τη χροιά της φωνής του. Γεγονός που δήλωσε και στην πρώτη κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία την ίδια νύχτα της ληστείας.
Η αναγνώριση από τη Φ. Καλοπέσα έγινε κάτω από συνθήκες μεγάλης εγγύτητας, αφού η απόσταση που τη χώριζε από το συγκεκριμένο δράστη κατά τη στιγμή που τον άκουσε να λέγει «μεν φοάσαι, δεν θα κάνω σου κακό», «θέλω λεφτά, πούντα λεφτά, θέλω κλεικιά κάσια, πούντα κλεικιά κάσια;» ήταν απόσταση αναπνοής. Σημειώνει το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του, ότι η Φ. Καλοπέσα είχε την ευκαιρία να ακούσει το δράστη να εκφέρει ολοκληρωμένες φράσεις κάποιας σχετικής διάρκειας, σε «σπασμένα ελληνικά» - ο εφεσείων μιλούσε «σπασμένα Ελληνικά» - και με ιδιαίτερη προφορά, ώστε να παρέχεται ένα ικανοποιητικό δείγμα ομιλίας το οποία να μπορεί να οδηγήσει κάποιο στο να προβεί σε αναγνώριση.
Κρίνουμε αβάσιμες τις σχετικές αιτιάσεις του εφεσείοντα. Το Κακουργιοδικείο καθοδηγήθηκε oρθά ως προς την ακουστική μαρτυρία, αντλώντας καθοδήγηση και από αγγλική νομολογία. Είχε πλήρη επίγνωση της ιδιαίτερης προσοχής που χρειάζεται κατά την προσέγγιση του θέματος της αναγνώρισης κάνοντας αναφορά, μεταξύ άλλων, στην Flynn και ιδιαιτέρως στις αρχές που διατυπώθηκαν στην Turnbull, οι οποίες έχουν υιοθετηθεί και στη δική μας νομολογία (βλ., μεταξύ άλλων, Θεοδωρίδης ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 160), τις οποίες και παράθεσε. Προσέγγισε τη μαρτυρία της Φ. Καλοπέσα με περισσή προσοχή και πλήρη επίγνωση της απουσίας οποιασδήποτε επαφής της με τον εφεσείοντα από τον Μάιο 2012 μέχρι την ημερομηνία διάπραξης των αδικημάτων, δηλαδή για 14 περίπου μήνες. Θεωρούμε πως η διάρκεια και η συχνότητα της επαφής αυτής ενόσω ο εφεσείων υπήρξε εργοδοτούμενος στο αρτοποιείο της οικογένειας Καλοπέσα, όπως την περιγράφει το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του και την έχουμε παραθέσει ανωτέρω, καθώς και οι παράγοντες που προσδιόρισε το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του σχετικά με το ζήτημα της αναγνώρισης δικαιολογούν την παραπάνω εκτίμηση του για την ακουστική μαρτυρία και την κατάληξη του ότι η ποιότητα της ήταν καλή. Η παρατήρηση του εφεσείοντα σχετικά με τη μη αναγνώριση του από τον Ειρηναίο είναι άστοχη, δεδομένου ότι ο Ειρηναίος δεν συνομίλησε με τον τρίτο δράστη την ημέρα της ληστείας. Όπως ο Ειρηναίος δήλωσε χαρακτηριστικά απαντώντας σε υποβολή κατά την αντεξέταση ότι δεν αντιλήφθηκε πως επρόκειτο για τον εφεσείοντα, «Εν τζιαι είχα χρόνο να είμαι μαζί του τζιαι να μιλήσω ή οτιδήποτε αμυνόμουν για να μεν πάθω κακό.»
Το Κακουργιοδικείο, ωστόσο, έκρινε ορθό να αναζητήσει και άλλη υποστηρικτική μαρτυρία, ανεξάρτητης προέλευσης από τη Φ. Καλοπέσα, που να ενισχύει την ορθότητα της αναγνώρισης, αποκλείοντας, κατά το δυνατό, το ενδεχόμενο λάθους. Αυτό, όπως αναφέρει στην απόφαση του, ενόψει της νομολογίας για το θέμα και των κινδύνων που ενέχει τέτοιου είδους αναγνώριση. Την υποστηρικτική αυτή μαρτυρία εντόπισε το Κακουργιοδικείο σε στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας, κρίνοντας τελικά πως η μαρτυρία ακουστικής αναγνώρισης σε συνάρτηση και συνεκτιμούμενη με την υποστηρικτική μαρτυρία, ήταν ικανή να οδηγήσει στην ενοχή του εφεσείοντα κατά τρόπο άμεσο.
Εξέτασε το Κακουργιοδικείο και το ζήτημα κατά πόσο η υπάρχουσα περιστατική μαρτυρία από μόνη της ήταν τέτοια που να οδηγεί σε ασφαλές συμπέρασμα ενοχής, καταλήγοντας ότι αυτή οδηγούσε αβίαστα στο μοναδικό ασφαλές συμπέρασμα και ταυτόχρονα ασυμβίβαστο με άλλη λογική ερμηνεία πως ο εφεσείων συμμετείχε ως ο τρίτος δράστης στην οργάνωση και διάπραξη της ληστείας.
Στα πλαίσια της εισήγησης του ότι η παραπάνω αξιολόγηση της περιστατικής μαρτυρίας από το Κακουργιοδικείο είναι εσφαλμένη γιατί απουσίαζε ο συνδετικός κρίκος που να τον συνδέει με ασφάλεια με τη ληστεία, ο εφεσείων υποστηρίζει, στο διάγραμμα αγόρευσης του, ότι το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε εντελώς λανθασμένα την «ανεύρεση» του επίδικου μαχαιριού (Τεκμήριο 8). Σημειώνει συναφώς την απουσία αναγνώρισης του μαχαιριού από τους παραπονούμενους, παρόλο που δεν πρόκειται για συνηθισμένο μαχαίρι, ενώ λανθασμένη θεωρεί και την αξιολόγηση από το Κακουργιοδικείο της μαρτυρίας του Δρα Καριόλου, η οποία είχε ως αποτέλεσμα, κατά την εισήγηση του, να καταλήξει σε αυθαίρετο και λανθασμένο εύρημα για την ύπαρξη γενετικού υλικού του εφεσείοντα στη χειρολαβή του μαχαιριού.
Η «εμπλοκή» του εφεσείοντα σε μικτό γενετικό υλικό που απομονώθηκε, κατόπιν σχετικών επιστημονικών εξετάσεων που διενήργησε ο Δρ Καριόλου, από τη χειρολαβή μαχαιριού θεωρήθηκε από το Κακουργιοδικείο ως ισχυρό στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας. Παρόλο που με την έφεση δεν αμφισβητούνται τα αποτελέσματα των επιστημονικών εξετάσεων που διενήργησε ο Δρ Καριόλου (βλ. αιτιολογία τρίτου λόγου), ο εφεσείων παραπέμπει στην ανεύρεση γενετικού υλικού και άλλων τριών προσώπων επί του ίδιου μαχαιριού, εισηγούμενος ότι λανθασμένα το Κακουργιοδικείο οδηγήθηκε σε εύρημα ενοχής του λόγω της εμπλοκής του γενετικού υλικού του στο μαχαίρι, το οποίο μάλιστα, δεν συνδέθηκε από τη μαρτυρία με το μαχαίρι που χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάπραξη του εγκλήματος.
Η θέση του εφεσείοντα δεν είναι ορθή. Να σημειώσουμε κατ' αρχάς, επειδή σε διάφορα σημεία του περιγράμματος αγόρευσης του εφεσείοντα αμφισβητείται η βεβαιότητα ύπαρξης γενετικού υλικού του στη χειρολαβή του επίδικου μαχαιριού, πως σύμφωνα με την αποδεκτή από το Κακουργιοδικείο μαρτυρία του Δρα Καριόλου, ήταν κατά 19 δισεκατομμύρια φορές πιο πιθανό το γενετικό υλικό που εντοπίστηκε στη χειρολαβή του μαχαιριού, να προήλθε από τον εφεσείοντα και τρία άγνωστα άτομα παρά από τέσσερα άγνωστα άτομα. Στατιστική εκτίμηση που καθιστούσε την πιθανότητα ο εφεσείων να μην ήταν δότης, μη συζητήσιμη. Το γενετικό υλικό αυτό αποτελούσε ένα από αριθμό στοιχείων περιστατικής μαρτυρίας που οδήγησαν το Κακουργιοδικείο σε εύρημα ενοχής του εφεσείοντα και την καταδίκη του. Καταδείκνυε ότι ο εφεσείων είχε έρθει σε επαφή με το συγκεκριμένο αντικείμενο σε κάποια δεδομένη στιγμή (Γιαννίδης ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 143). Δεδομένου δε ότι υπήρχαν άλλα στοιχεία τα οποία καταδείκνυαν ότι το μαχαίρι ήταν αυτό που χρησιμοποιήθηκε στη ληστεία, θεωρούμε πως η μη αναγνώριση του από τους παραπονούμενους είναι αδιάφορη. Αναφερόμαστε στο γεγονός ότι στη λεπίδα του μαχαιριού εντοπίστηκε γενετικό υλικό του Ειρηναίου με άμεση εναπόθεση που, κατά την ιατροδικαστική μαρτυρία, συνάδει με τον τρόπο πρόκλησης του τραυματισμού του Ειρηναίου στη δεξιά νεφρική χώρα, και στον εντοπισμό του μαχαιριού στην κοντινή απόσταση των 150 μέτρων από τη σκηνή της ληστείας, εντός της διαδρομής που ακολούθησε ο τρίτος δράστης, διαφεύγοντας, κρατώντας μαχαίρι. Περαιτέρω, τέτοιο μαχαίρι δεν είχαν ποτέ οι παραπονούμενοι στην κατοχή τους. Σε συμφωνία λοιπόν με το Κακουργιοδικείο, θεωρούμε ότι τα στοιχεία αυτά επιβεβαίωναν πως το μαχαίρι αυτό είχε χρησιμοποιηθεί στη ληστεία.
Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί επίσης πως το μαχαίρι, όπως ορθά παρατηρεί το Κακουργιοδικείο, δεν ήταν ουδέτερο ή μη προσωπικό στοιχείο με το οποίο ένα πρόσωπο θα μπορούσε εύκολα να έρθει σε αθώα επαφή. Μας βρίσκει σύμφωνους δε, η διαπίστωση του Κακουργιοδικείου πως ο εφεσείων δεν άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο η επαφή του με το μαχαίρι να ήταν αθώα, αφού ερωτηθείς στα πλαίσια της δεύτερης κατάθεσης του στην Αστυνομία αν χρησιμοποίησε ή είχε ποτέ στην κατοχή του τέτοιο μαχαίρι, απάντησε αρνητικά. Ούτε μπορούσε να εξαχθεί συμπέρασμα, από τη μαρτυρία στην ολότητα της, τυχαίας επαφής.
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, υπήρχαν και άλλα στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας, πέραν αυτών που αποτελούν αντικείμενο της αιτιολογίας λόγων έφεσης. Εκτίθενται, ένα προς ένα, στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, και εξετάζονται σε συνάρτηση με τα υπόλοιπα στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας που απασχόλησαν ειδικά ανωτέρω. Αφορούν, μεταξύ άλλων, στην αγορά αεροπορικού εισιτηρίου από τον εφεσείοντα, τρεις μέρες μετά τη ληστεία, για επιστροφή στην πατρίδα του, στο πλεονέκτημα που αυτός είχε να γνωρίζει την τοποθεσία του χρηματοκιβωτίου των παραπονουμένων και στο γεγονός ότι μετά την είσοδο τους στο σπίτι των παραπονουμένων, ο δεύτερος και ο τρίτος δράστης προχώρησαν απευθείας στο υπνοδωμάτιο, όπου ο τρίτος δράστης αναζητούσε επίμονα από την Φ. Καλοπέσα τα «κλεικιά κάσια». Η λέξη «κάσια», όπως έχει ήδη αναφερθεί, ήταν μια κωδική λέξη που χρησιμοποιούσαν οι παραπονούμενοι μεταξύ τους όταν αναφέρονταν στο χρηματοκιβώτιο. Στο διάγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα, προσβάλλεται η συνεκτίμηση των άλλων αυτών στοιχείων ως μέρος της περιστατικής μαρτυρίας. Δεν θα μας απασχολήσουν περαιτέρω όμως, αφού εκφεύγουν των πλαισίων της αιτιολογίας των λόγων έφεσης (λόγοι 1-5 και 7), στην οποία καμία αναφορά δεν γίνεται στα στοιχεία αυτά, περιοριζόμενη αυτή στα συγκεκριμένα στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας που απασχόλησαν ανωτέρω.
Προσεγγίζοντας την περιστατική μαρτυρία, το Κακουργιοδικείο καθοδηγήθηκε ορθά από τη σχετική νομολογία. Μπορεί, κάθε στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας που παράθεσε, από μόνο του να μην ήταν ικανό να οδηγήσει σε συμπέρασμα ενοχής, το σωρευτικό, όμως, αποτέλεσμα όλων των στοιχείων περιστατικής μαρτυρίας, δικαιολογεί κατά την κρίση μας την κατάληξη του, ως η μόνη λογική κατάληξη, ότι ο εφεσείων ήταν ο τρίτος δράστης της ληστείας. Υπενθυμίζουμε τα λεχθέντα στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Θεοδώρου (2002) 2 Α.Α.Δ. 9 ότι η περιστατική μαρτυρία:
«Δεν υπολείπεται σε δύναμη οποιασδήποτε άλλης μορφής μαρτυρίας. Τα σκόρπια μέρη της μπορεί να αποκτήσουν τέτοια συνεκτικότητα που να εδραιώσουν, με ακαταμάχητη πειστικότητα, την καταδίκη για ένα έγκλημα. Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73, υπόθεση εμπρησμού φαρμακείου από τον ιδιοκτήτη του, που τα μεμονωμένα στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας δεν οδηγούσαν πουθενά. Όμως η σωρευτική τους θεώρηση δημιούργησε τέτοια αξιοθαύμαστη συνοχή που κατέστη σε αναπόφευκτη την καταδίκη. Παραπέμπουμε επίσης στην Khadar & Another v. Republic (1978) 2 C.L.R. 132, Ξυδιάς κ.ά. ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 174 και Παντελή ν. Κωνσταντίνου (2001) 2 Α.Α.Δ. 708.»
Ορθά δε έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι υπήρχε μαρτυρία υποστηρικτική και της ακουστικής αναγνώρισης που έγινε από τη Φ. Καλοπέσα. Η μαρτυρία αυτή αφορούσε, μεταξύ άλλων, στην επιστημονική μαρτυρία γενετικού υλικού σύμφωνα με την οποία ο εφεσείων ήταν συνεισφορέας στο μικτό γενετικό υλικό που απομονώθηκε από τη χειρολαβή του μαχαιριού, το οποίο ανευρέθη σε σημείο της διαδρομής που ακολούθησε ο τρίτος δράστης, διαφεύγοντας, κρατώντας μαχαίρι, σε κοντινή απόσταση από τη σκηνή της ληστείας. Θεωρούμε πως η συγκεκριμένη μαρτυρία υποστήριζε επαρκώς την ακουστική αναγνώριση, ανεξάρτητα από την ύπαρξη οποιωνδήποτε άλλων στοιχείων περιστατικής μαρτυρίας στα οποία αναφέρθηκε το Κακουργιοδικείο, ώστε να αποκλείεται το ενδεχόμενο λάθους.
Καταλήγουμε ότι οι λόγοι έφεσης εναντίον της καταδίκης είναι αβάσιμοι.
Όσον αφορά την ποινή, ο εφεσείων παραπονείται ότι δεν δόθηκε η δέουσα βαρύτητα από το Κακουργιοδικείο στα ελαφρυντικά στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του. Συγκεκριμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε εξατομίκευση της ποινής λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραμέτρους της υπόθεσης και τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα, αλλά έλαβε υπόψη μόνο την εξ αντικειμένου σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων, παραγνωρίζοντας εντελώς ότι ο εφεσείων, ο οποίος είναι Αιγυπτιακής καταγωγής, είχε λευκό ποινικό μητρώο και ήταν γόνος πολυμελούς οικογένειας, χαμηλής κοινωνικοοικονομικής κατάστασης.
Στη σύντομη αγόρευση του ενώπιον του Κακουργιοδικείου, για σκοπούς μετριασμού της ποινής, ο συνήγορος του εφεσείοντα υπέδειξε, αναφερόμενος στις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα, πως ήταν ηλικίας 29 ετών και χωρίς οικογένεια ή φιλικά πρόσωπα στην Κύπρο, γεγονός που καθιστούσε την έκτιση ποινής φυλάκισης ακόμα πιο δυσβάστακτη. Ως προς τις περαιτέρω προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα, υιοθέτησε το περιεχόμενο σχετικής έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας.
Δεν έχουμε πεισθεί ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική, ώστε να δικαιολογείται η παρέμβαση μας. Όπως επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, το αδίκημα της ληστείας είναι από τα πλέον σοβαρά στον Ποινικό Κώδικα, αφού προνοείται ποινή φυλάκισης διά βίου όταν, όπως στην παρούσα περίπτωση, ο παραβάτης συνοδεύεται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα ή όταν κατά τη διάρκεια της ληστείας γίνεται χρήση βίας εναντίον οποιουδήποτε προσώπου. Εν προκειμένω, οι συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων ήταν ιδιαίτερα επιβαρυντικές και απεκάλυπταν ότι οι δράστες ενήργησαν με προσχεδιασμό. Όπως ορθά έκρινε το Κακουργιοδικείο, η σοβαρότητα των πράξεων του εφεσείοντα, καθιστούσε επιβεβλημένη την αντιμετώπιση της περίπτωσης με την ανάλογη αυστηρότητα. Δεν παραγνώρισε όμως τους μετριαστικούς παράγοντες που επικαλέστηκε ο συνήγορος του, αποδίδοντας τους τη δέουσα βαρύτητα. Ωστόσο, ορθά τόνισε πως οι προσωπικές συνθήκες δεν μπορούν να αποπροσανατολίζουν και να εξουδετερώνουν την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής. Η ποινή της 10ετούς φυλάκισης που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα δεν ήταν απλώς μέσα στα ορθά πλαίσια, αλλά ήταν πλήρως εξισορροπημένη και αρμόζουσα.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.