ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:B73
(2015) 2 ΑΑΔ 30
5 Φεβρουαρίου, 2015
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]
ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΑΥΡΟΛΟΥΚΑ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 212/2013)
Ποινή ― Ανθρωποκτονία ― Άρθρο 205 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 ως τροποποιήθηκε ― Επικύρωση δεκαπενταετούς ποινής φυλάκισης που επεβλήθη στον εφεσείοντα ύστερα από παραδοχή σε κατηγορία ανθρωποκτονίας ― Κρίθηκε από το Εφετείο ως αυστηρή, υπό τις περιστάσεις, όχι όμως έκδηλα υπερβολική και ότι δεν βρισκόταν εκτός του ορθού νομικού πλαισίου ― O εφεσείων συναντήθηκε με το θύμα παίρνοντας «στελίφι» μήκους 90 εκατοστών το οποίο δεν χρησιμοποίησε ευθύς εξαρχής, αλλά στη συνέχεια, ως «φονικό όπλο» ― Επέφερε βάναυσα και επανειλημμένα κτυπήματα στο κεφάλι του θύματος ― Ουδέποτε βρέθηκε σε κατάσταση αδυναμίας έναντι του θύματος και ουδέποτε απειλήθηκε ουσιαστικά από τη συμπεριφορά του θύματος ― Το θύμα αφέθηκε αιμόφυρτο και αβοήθητο στο έδαφος, σε εγκαταλειμμένο και ερημωμένο χώρο.
Ανθρωποκτονία ― Είναι αφ' εαυτού από τα σοβαρότερα εγκλήματα του ποινικού κώδικα εφόσον ως συνέπεια του εγκλήματος αφαιρείται το ύψιστο αγαθό, που είναι η ανθρώπινη ζωή ― Η σοβαρότητα του φαίνεται και από την ανώτατη προβλεπόμενη ποινή που είναι η δια βίου φυλάκιση.
Ποινή ― Επιμέτρηση ― Νομολογία ― Δεν υπάρχει διαφωνία ως προς το ότι είναι, κατά κανόνα, αδύνατο να εντοπισθεί προηγούμενη νομολογία η οποία να ταυτίζεται απόλυτα με τις ουσιαστικές πτυχές και τις προσωπικές περιστάσεις κατηγορούμενου, σε κατοπινή υπόθεση - Επίκληση, όμως, προηγηθείσας νομολογιακής προσέγγισης είναι χρήσιμη προς την κατεύθυνση εντοπισμού ελαφρυντικών ή επιβαρυντικών λόγων, αλλά και καθορισμού του γενικότερου πλαισίου της ποινής σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.
Ποινή ― Νομολογία ― Η παραπομπή σε δικαστικό προηγούμενο, ιδίως στις περιπτώσεις όπου επιβάλλεται ποινή στερητική της ελευθερίας και ακόμη περισσότερο όπου η φυλάκιση είναι μακροχρόνια, θωρακίζει τη δικαστική κρίση με την απαραίτητη πειστικότητα και εξαλείφει την οποιαδήποτε υπόνοια για αυθαιρεσία ή τυχόν αίσθημα αδικίας του καταδικασθέντα.
[Πέραν των ως άνω αναφερομένων τίτλων, η απόφαση διαβάζεται στο σύνολο της.]
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Γρηγορίου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 688,
Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123,
Νικολάου ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 309,
Μωϋσίδης ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 34,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιωάννου (1999) 2 Α.Α.Δ. 603,
Τσιάκκας ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 349,
Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123.
Έφεση εναντίον Ποινής.
Έφεση από τον καταδικασθέντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λάρνακας (Σάντης, Π.Ε.Δ., Δαυΐδ, Α.Ε.Δ., Φιλίππου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 10157/2013), ημερομηνίας 14/11/2013.
Ν. Νικηφόρου, για τον Εφεσείοντα.
Ν. Κέκκος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙKΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π..
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η ποινή της δεκαπενταετούς φυλάκισης που το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον εφεσείοντα. Ο εφεσείων παραδέχθηκε το αδίκημα της ανθρωποκτονίας κατά παράβαση του Άρθρου 205 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε.
Τόσο τα σχετικά γεγονότα όσο και οι προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του εφεσείοντα φαίνονται στην απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Εφεσείων-κατηγορούμενος και θύμα είχαν γνωριστεί μέσω διαφήμισης που ο εφεσείων είχε βάλει σε εφημερίδα ότι πρόσφερε ερωτικό-χαλαρωτικό-αισθησιακό μασάζ σε κυρίες. Το θύμα, που ήταν άντρας, απάντησε στη διαφήμιση και κατόπιν συμφωνίας, συναντήθηκε με τον εφεσείοντα, ο οποίος του πρόσφερε μασάζ επ' αμοιβή. Ο εφεσείων σχημάτισε την εντύπωση ότι το θύμα ήταν ομοφυλόφιλος. Μετά την πρώτη γνωριμία το θύμα συνέχισε να καλεί τηλεφωνικά τον εφεσείοντα και να του προτείνει να έχουν σεξουαλικές σχέσεις.
Εφεσείων και θύμα διευθέτησαν να συναντηθούν σε εγκαταλειμμένο ξενοδοχείο της παραλίας Λάρνακας-Δεκέλειας στις 30.7.2013, το βράδυ. Αρχική πρόθεση του εφεσείοντα ήταν να πείσει το θύμα να σταματήσει να τον παρενοχλεί. Προς τον σκοπό αυτό ο εφεσείων ήταν αποφασισμένος να δείρει το θύμα, αν χρειαζόταν, δίνοντας του «δύο πάτσους». Επειδή όμως το θύμα ήταν ψηλότερο και πιο σωματώδες από τον κατηγορούμενο-εφεσείοντα ο εφεσείων πήρε μαζί του και ένα «στελίφι», δηλαδή ένα ξύλο μήκους 90 εκατοστών, για να το χρησιμοποιήσει στην περίπτωση που το θύμα ερχόταν μαζί και με άλλα άτομα στη συνάντηση, όπως είπε ο εφεσείων.
Το θύμα μετέβη, μόνο του, στη συνάντηση με σκοπό να πείσει τον εφεσείοντα να έχουν σεξουαλική επαφή. Όταν συναντήθηκαν το θύμα αφαίρεσε το παντελόνι (βερμούδα του) και το εσώρουχο του και πίεζε τον εφεσείοντα να έχει σεξουαλική επαφή μαζί του. Τον απείλησε μάλιστα ότι εάν δεν συγκατατίθετο σε κάτι τέτοιο θα συνέχιζε να τον ενοχλεί τον ίδιο και την οικογένεια του. Ο εφεσείων είχε γυναίκα και δύο ανήλικα παιδιά ηλικίας 5 και 2 ετών, κατά το χρόνο της διάπραξης του εγκλήματος.
Ο εφεσείων αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα και παρόλον που εξετάστηκε από ψυχίατρο και βρέθηκε ικανός να απαντήσει στην κατηγορία και να παρακολουθήσει τη διαδικασία, εντούτοις είναι άτομο με ιστορικό αγχώδους κατάθλιψης ή μανιοκατάθλιψης, λάμβανε φαρμακευτική αγωγή για πολλά χρόνια και, ένεκα της ψυχολογικής του ιδιοσυγκρασίας, δεν είχε τις ίδιες αντιστάσεις, υπό ψυχοπιεστικές συνθήκες, όπως ένας φυσιολογικός άνθρωπος. Είχε όμως επίγνωση των πράξεων του, κατά τη διάπραξη του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας.
Κατά την επίθεση του εφεσείοντος εναντίον του θύματος, η οποία επέφερε και το θάνατο του τελικά, προκλήθηκαν (στο θύμα) δύο ανοικτά τραύματα διαστάσεων 4 Χ 0.5 εκατοστών και 1 Χ 0.5 εκατοστών στην αριστερή μετωπιαία χώραν, ανοικτό τραύμα διαστάσεων 6 Χ 4 εκατοστών στην αριστερή ινιακή χώραν, ανοικτό τραύμα διαστάσεων 4 Χ 0.5 εκατοστών στη δεξιά βρεγματική χώραν, τραύμα διαστάσεων 8 Χ 0.7 εκατοστών στη δεξιά μετωποβρεγματική χώραν και συντριπτικά κατάγματα δακτύλων αριστερού χεριού με θλαστική εκχύμωση. Από την εσωτερική εξέταση κατά τη νεκροτομή, παρατηρήθηκαν κατάγματα του θόλου και της βάσης του κρανίου. Αιτία θανάτου του θύματος ήταν η βαρύτατη κρανιοεγκεφαλική κάκωση, που προκλήθηκε από τα κτυπήματα με το «στελίφι».
Σύμφωνα με τα γεγονότα που παρουσιάστηκαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου ο εφεσείων δεν κρατούσε το «στελίφι» κατά τη στιγμή της αρχικής συνομιλίας του με το θύμα, επέλεξε όμως να το πάρει στα χέρια του και να το χρησιμοποιήσει κατά τη συμπλοκή του με το θύμα, εξακολουθώντας να βρίσκεται πάντοτε σε θέση ισχύος έναντι του θύματος και ουδέποτε σε κατάσταση αυτοάμυνας. Αν και αρχικός του σκοπός δεν ήταν να φονεύσει το θύμα αλλά να το συνετίσει με «δύο πάτσους», όπως είπε, στην εξέλιξη των πραγμάτων χρησιμοποίησε το «στελίφι» κτυπώντας το θύμα επανειλημμένα στο κεφάλι σε βαθμό που το «στελίφι» μοιράστηκε στα δύο, ενώ προκλήθηκαν τα προαναφερόμενα σοβαρά τραύματα και κακώσεις στο κρανίο του θύματος. Αφού το θύμα έπεσε αιμόφυρτο στο έδαφος, ο εφεσείων το εγκατέλειψε στην τύχη του και αβοήθητο σ' ένα εγκαταλειμμένο χώρο, δείχνοντας κατ' αυτό τον τρόπο την απαξίωση και την περιφρόνηση του έναντι του θύματος, όπως παρατήρησε το Κακουργιοδικείο.
Κατά την επιμέτρηση της ποινής, εκτός από τις συνθήκες υπό τις οποίες διαπράχθηκε το έγκλημα, την προκλητική συμπεριφορά του θύματος, και την ψυχική κατάσταση του εφεσείοντα, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τις μειωμένες του αντιστάσεις, υπό ψυχοπιεστικές συνθήκες, όπως ήταν οι συνθήκες πριν τη διάπραξη του εγκλήματος, το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψιν, επίσης, τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του εφεσείοντα. Ο εφεσείων ήταν ηλικίας 32 ετών κατά τον ουσιώδη χρόνο, νυμφευμένος με Ρωσίδα 29 ετών και πατέρας δύο ανηλίκων παιδιών, μιας κόρης 5 ετών και ενός γιού 2 ετών. Εργάστηκε ως ναυαγοσώστης αλλά από το 2011 παρουσίασε προβλήματα ψυχικής υγείας με αποτέλεσμα να μην εργάζεται και η οικογένεια να συντηρείται οικονομικά από το κράτος. Το Κακουργιοδικείο έλαβε ακόμα υπόψιν το λευκό του ποινικό μητρώο, την παραδοχή και τη συνεργασία του με τις διωκτικές αρχές και την κοινωνική του προσφορά και το ήθος του, τα οποία φαίνονται από το ότι έσωσε τη ζωή συνανθρώπου μας, το 2008. Στην προκείμενη όμως περίπτωση, το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι ο εφεσείων ενήργησε με υποκρισία και εγωϊστική συμπεριφορά. Υποκρισία καθότι, ενώ συγκατατέθηκε να κάνει μασάζ σε ένα ομοφυλόφιλο στη συνέχεια δεν ήθελε να γίνει γνωστή αυτή του η σχέση, στην κοινωνία γενικά και την οικογένεια του ειδικά.
Κατά την επιμέτρηση της ποινής, το Κακουργιοδικείο στάθμισε τα ενώπιον του στοιχεία, τόσο επιβαρυντικά, όσο και ελαφρυντικά, χωρίς να παραγνωρίζει το καθήκον εξατομίκευσης της ποινής, από τη μια, αλλά και την αναγκαιότητα για γενική και ειδική αποτροπή και προστασία του κοινωνικού συνόλου, από την άλλη. Αναφορικά με τη σοβαρότητα του εγκλήματος που διέπραξε ο εφεσείων το Κακουργιοδικείο παρατήρησε την ανησυχητική συχνότητα διάπραξης σοβαρών αδικημάτων κατά της ζωής και του προσώπου, την οποία διαπίστωσε από το μεγάλο συγκριτικώς, αριθμό εγκλημάτων, όπως το επίδικο, όπως προκύπτει από τη σχετική νομολογία και την επιτρεπτή δικαστική γνώση. Αναφέρθηκε σχετικά στην υπόθεση Γρηγορίου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 688 και στην υπόθεση Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123 στην οποίαν παρατηρήθηκε ότι οι προηγούμενες υποθέσεις δεν παρέχουν πάντοτε ασφαλή καθοδήγηση, εφόσον δεν υπάρχει πάντοτε ταυτοσημία, στο βαθμό που θα ήταν σωστό να προοιωνίζεται η ίδια ποινή για κατοπινές υποθέσεις. Η χρησιμότητα του δικαστικού προηγουμένου έγκειται στον εντοπισμό των περιστάσεων που θεωρήθηκαν ως ελαφρυντικές ή επιβαρυντικές.
Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης προσβάλλεται με την παρούσα έφεση με δώδεκα λόγους. Κατά κύριο λόγο η επιβληθείσα ποινή προσβάλλεται ως έκδηλα υπερβολική (λόγοι έφεσης 1, 4, 8, 10 και 12). Προσβάλλεται επίσης ως μη λαμβάνουσα επαρκώς υπόψιν τη συνεχή πρόκληση του θύματος (λόγοι έφεσης 2, 5 και 6), ως μη αιτιολογημένη και αυθαίρετη (λόγοι έφεσης 3, 4, 10 και 11) και ακόμη προσβάλλεται ως αντιφατική και συγκρουόμενη με την πραγματική μαρτυρία (λόγος έφεσης 9). Με τον λόγο έφεσης 8 γίνεται ειδική αναφορά στην εσφαλμένη αντίληψη του Κακουργιοδικείου ότι το «στελίφι» ήταν φονικό όπλο, ενώ στην πραγματικότητα δεν χρησιμοποιήθηκε φονικό όπλο και αυτό θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψιν προς όφελος του κατηγορουμένου, ενώ με τον λόγο έφεσης 11 προβάλλεται η θέση ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε δικαστική γνώση της έξαρσης των εγκλημάτων του τύπου της ανθρωποκτονίας.
Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία και θεωρούμε ότι οι λόγοι έφεσης είναι αβάσιμοι. Το Κακουργιοδικείο ορθά στάθμισε όλους τους ενώπιον του παράγοντες, ελαφρυντικούς και επιβαρυντικούς, έλαβε δεόντως υπόψιν τις συνθήκες υπό τις οποίες ο εφεσείων διέπραξε το έγκλημα της ανθρωποκτονίας και ζύγισε από τη μια το καθήκον προστασίας του κοινωνικού συνόλου και από την άλλη το καθήκον εξατομίκευσης της ποινής, μέσα στα ορθά πλαίσια που θέτει η νομολογία.
Το σοβαρό έγκλημα της ανθρωποκτονίας είναι αφεαυτού ένα από τα σοβαρότερα του ποινικού κώδικα εφόσον ως συνέπεια του εγκλήματος αφαιρείται το ύψιστο αγαθό, που είναι η ανθρώπινη ζωή. Η σοβαρότητα του φαίνεται και από την ανώτατη προβλεπόμενη ποινή που είναι η δια βίου φυλάκιση. Στην προκείμενη περίπτωση ο εφεσείων συναντήθηκε με το θύμα παίρνοντας μαζί του και το προαναφερόμενο «στελίφι» μήκους 90 εκατοστών. Δεν το χρησιμοποίησε ευθύς εξαρχής, όμως το χρησιμοποίησε στη συνέχεια, ως «φονικό όπλο». Αυτό φαίνεται από τα βάναυσα και επανειλημμένα κτυπήματα που κατάφερε στο κεφάλι του θύματος. Η βαναυσότητα των κτυπημάτων είναι εμφανής από τα κατάγματα στο θόλο και τη βάση του κρανίου του θύματος αλλά και από το γεγονός ότι το ίδιο το «στελίφι» μοιράστηκε στα δύο. Αυτά συνέβησαν παρά το ότι ο εφεσείων ουδέποτε βρέθηκε σε κατάσταση αδυναμίας έναντι του θύματος και παρόλον που ουδέποτε απειλήθηκε ουσιαστικά από τη συμπεριφορά του θύματος. Επιπρόσθετα, μετά από τα προαναφερόμενα, ο εφεσείων άφησε το θύμα αιμόφυρτο και αβοήθητο στο έδαφος, σε ένα εγκαταλειμμένο και ερημωμένο χώρο, ουσιαστικά χωρίς οποιοδήποτε ενδιαφέρον για την τύχη του.
Το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψιν του και την πρόκληση εκ μέρους του θύματος και τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του εφεσείοντα, το λευκό μητρώο του και την παραδοχή του και τη συνεργασία του με τις Αστυνομικές και Διωκτικές Αρχές. Όσον αφορά τη δικαστική γνώση την οποίαν έλαβε το Κακουργιοδικείο αναφορικά με τη συχνότητα διάπραξης σοβαρών αδικημάτων εναντίον του προσώπου αυτό θεωρούμε ότι είναι επιτρεπτό σύμφωνα με τη νομολογία.
Στην υπόθεση Νικολάου ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 309 ο δράστης ήταν βαριά ψυχικά διαταραγμένο άτομο όταν διέπραξε το έγκλημα της ανθρωποκτονίας. Το Εφετείο, αφού αναφέρθηκε σε ποινές που επιβάλλονται σε ψυχικά ασθενή άτομα, επικύρωσε ποινή φυλάκισης 14 ετών που είχε επιβάλει το Κακουργιοδικείο ως ποινή που βρισκόταν εντός των ορθών πλαισίων.
Στην Μωϋσίδης ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 34, σε υπόθεση ανθρωποκτονίας, το θύμα είχε κτυπηθεί με πολύ βίαιο τρόπο. Ο εφεσείων ήταν λευκού ποινικού μητρώου, δεν υπήρχε προσχεδιασμός, υπήρχε πρόκληση εκ μέρους του θύματος, ο εφεσείων ήταν 40 ετών, οικογενειάρχης και πατέρας ανήλικων παιδιών και τελούσε σε κατάσταση μέθης όταν διέπραξε το έγκλημα. Επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης 14 ετών από το Εφετείο.
Στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιωάννου (1999) 2 Α.Α.Δ. 603 το έγκλημα της ανθρωποκτονίας άγγιζε τα όρια φόνου εκ προμελέτης, ο εφεσείων ήταν 42 ετών, οικογενειάρχης και πατέρας τριών παιδιών, έχαιρε γενικής εκτίμησης στην κοινότητα του, είχε λευκό ποινικό μητρώο και διέπραξε τα εγκλήματα κάτω από συναισθηματική φόρτιση. Του είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης 8 ετών στην κατηγορία της ανθρωποκτονίας και 4 ετών στα αδικήματα της εκ προθέσεως πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης. Σε έφεση του Γενικού Εισαγγελέα το Εφετείο αύξησε σε 12 έτη την ποινή για την κατηγορία της ανθρωποκτονίας και σε 8 έτη για κάθε μια από τις άλλες δύο κατηγορίες. Οι ποινές συνέτρεχαν.
Στην Τσιάκκας ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 349 ποινή φυλάκισης 15 ετών για ανθρωποκτονία κρίθηκε ως επιεικής και επικυρώθηκε. Το έγκλημα προσέγγιζε τα όρια φόνου εκ προμελέτης και δεν υπήρχε πρόκληση εκ μέρους του θύματος.
Προτού ολοκληρώσουμε, κρίνουμε σκόπιμο, για σκοπούς μελλοντικής καθοδήγησης, να σημειώσουμε τα ακόλουθα: Το Κακουργιοδικείο παρέπεμψε στην απόφαση Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123, 130-131, προκειμένου να καταλήξει ότι προηγούμενη νομολογία ως προς το ύψος της ποινής δεν παρέχει πάντοτε ασφαλή καθοδήγηση, λόγω έλλειψης ταυτοσημίας. Προχώρησε δε στην επιβολή ποινής φυλάκισης 15 ετών στον εφεσείοντα χωρίς οποιαδήποτε αναφορά σε προηγούμενες, παρόμοιας έστω μορφής, υποθέσεις. Δεν διαφωνούμε ως προς το ότι είναι, κατά κανόνα, αδύνατο να εντοπισθεί προηγούμενη νομολογία η οποία να ταυτίζεται απόλυτα με τις ουσιαστικές πτυχές και τις προσωπικές περιστάσεις κατηγορούμενου, σε κατοπινή υπόθεση. Επίκληση, όμως, προηγηθείσας νομολογιακής προσέγγισης είναι χρήσιμη προς την κατεύθυνση εντοπισμού ελαφρυντικών ή επιβαρυντικών λόγων, αλλά και καθορισμού του γενικότερου πλαισίου της ποινής σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Καταληκτικά, δεν είναι χωρίς σημασία να τονίσουμε ότι η παραπομπή σε δικαστικό προηγούμενο, ιδίως στις περιπτώσεις όπου επιβάλλεται ποινή στερητική της ελευθερίας και ακόμη περισσότερο όπου η φυλάκιση είναι μακροχρόνια, όπως στην υπό κρίση περίπτωση, θωρακίζει τη δικαστική κρίση με την απαραίτητη πειστικότητα και εξαλείφει την οποιαδήποτε υπόνοια για αυθαιρεσία ή τυχόν αίσθημα αδικίας του καταδικασθέντα.
Εν κατακλείδι θεωρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε δεόντως υπόψιν του όλους τους σχετικούς παράγοντες και η ποινή που επέβαλε, αν και μπορεί να θεωρηθεί ως αυστηρή, υπό τις περιστάσεις, δεν είναι έκδηλα υπερβολική και δεν βρίσκεται εκτός του ορθού νομικού πλαισίου. Υπό τις περιστάσεις η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.