ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D40
(2015) 2 ΑΑΔ 1
29 Ιανουαρίου, 2015
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στής]
ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΣ
(ΚΕΦ. 155) ΑΡΘΡΟ 43(2),
ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ ΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΕΩΡΓΙΟ ΚΑΚΑΡΑΝΤΖΑ (ΑΡ. 1).
(Ποινική Αίτηση Αρ. 2/2015)
Ποινική Δικονομία ― Κατηγορητήριο ― Άρνηση Επαρχιακού Δικαστηρίου για παραχώρηση άδειας καταχώρησης προτεινόμενου κατηγορητηρίου ― Άρθρο 43 του Κεφ. 155 ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης περί ύπαρξης κατηγορητηρίου, το οποίο παραβίαζε καταφανώς τους κανόνες που διέπουν τη διατύπωση κατηγοριών, τη συνένωσή τους, αλλά και τη συνένωση κατηγορουμένων.
Ποινική Δικονομία ― Κατηγορητήριο ― Σύνταξη ― Εφαρμοστέες αρχές ― Κανόνες που διέπουν τη διατύπωση κατηγοριών.
Ο Αιτητής, αιτήθηκε με αίτηση που προώθησε με αυτοπρόσωπη εμφάνιση, την έκδοση διατάγματος στη βάση του Άρθρου 43 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, με το οποίο να διατασσόταν η καταχώρηση κατηγορητηρίου, που αφορούσε ποινική υπόθεση με Κατήγορο τον ίδιο και η οποία θα στρεφόταν εναντίον (α) «του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας» και (β) δικηγόρου ο οποίος και κατονομαζόταν.
Επαρχιακή Δικαστής ενώπιον της οποίας παρουσιάστηκε το υπό αναφορά κατηγορητήριο για σκοπούς έγκρισης και καταχώρησής του, αρνήθηκε να δώσει τέτοια διαταγή.
Στη βεβαίωση άρνησης (Ποινικό Έντυπο αρ. 8), επεξήγησε τους λόγους που οδήγησαν στη μη χορήγηση άδειας αναφέροντας μεταξύ άλλων, ότι η σύνταξη του προτεινόμενου κατηγορητηρίου έπασχε ποικιλοτρόπως και σε τέτοιο βαθμό ώστε εκ της όψεως και μόνο αυτού, να μην παρεχόταν άλλη επιλογή από την απόρριψη του αιτήματος για καταχώρησή του. Σημειωνόταν περαιτέρω, ότι το περιεχόμενο της έκθεσης αδικήματος αλλά και οι λεπτομέρειες που εκτίθεντο επί του κατηγορητηρίου, δεν ήταν τέτοιας μορφής και έκτασης ώστε να καθίστανται επαρκείς για σκοπούς εξέτασης ύπαρξης δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.
Τέλος, σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο τρόπος που συνενώνονταν οι κατηγορίες εναντίον των δύο πιο πάνω προσώπων και χωρίς να εξεταζόταν οτιδήποτε περαιτέρω σε αυτή τη διαδικασία, ήταν αντίθετος με το Άρθρο 37 του Κεφ. 155 και το Έντυπο Αρ. 7 των Κανονισμών Ποινικής Δικονομίας σε τέτοιο βαθμό και έκταση ώστε να μη καθίστατο επιτρεπτή η παραχώρηση άδειας για καταχώρηση του.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το όλο ζήτημα, διέπεται από τις πρόνοιες του Άρθρου 43 του Κεφ. 155.Στο σύγγραμμα Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, 2η Αναθεωρημένη Εκδοση του Criminal Procedure in Cyprus 1975 του Γεώργιου Μ. Πική, εντοπίζονται τα εξής σχετικά: «Εύλογα ο δικαστής μπορεί να αρνηθεί να εγκρίνει κατηγορητήριο, εάν αυτό είναι στοιχειοθετημένο με τρόπο ο οποίος παραβιάζει τους κανόνες που διέπουν τη διατύπωση των κατηγοριών, τη συνένωση κατηγοριών ή τη συνένωση κατηγορουμένων. Παρά ταύτα, ο δικαστής σε εκείνο το στάδιο, στην απουσία επιχειρηματολογίας, θα είναι διστακτικός να απορρίψει την έγκρισή του εκτός ενόψει καταφανούς σφάλματος.»
2. Σε σχέση με τους κανόνες διατύπωσης κατηγοριών και τις συνέπειες παράβασής τους, διαφωτιστικά είναι τα ακόλουθα αποσπάσματα από το σύγγραμμα Ποινική Δικονομία στην Κύπρο (ανωτέρω): «Εφόσον η κατηγορία είναι διατυπωμένη σύμφωνα με τις σχετικές πρόνοιες του νόμου, δεν μπορεί να προσβληθεί ο τύπος της. Πρέπει να περιέχει περιγραφή του αδικήματος και, όπου προσάπτεται κατηγορία για περισσότερα του ενός αδικήματα, κάθε αδίκημα πρέπει να διατυπώνεται σε ξεχωριστή παράγραφο φέρουσα το όνομα «κατηγορία» (count). Όπου το κατηγορητήριο περιέχει περισσότερες της μίας κατηγορίες, οι κατηγορίες πρέπει να αριθμούνται διαδοχικά.»
3. Αναφέρεται περαιτέρω στο πιο πάνω σύγγραμμα, ότι οι κατηγορίες πρέπει να στοιχειοθετούνται με δίκαιο τρόπο και όχι με τρόπο που να τείνει να παγιδεύσει τον κατηγορούμενο. Είναι ανεπιθύμητη η πρόσαψη κατηγοριών οι οποίες είναι εμφανώς ασαφείς, εγείροντας διαζευκτικά θέματα προς εξέταση από την Υπεράσπιση.
4. Εάν σκοπός είναι η πρόσαψη διαζευκτικών κατηγοριών, οι δύο κατηγορίες πρέπει να διατυπώνονται διαζευκτικά, αφήνοντας ανοικτή την επίλυση στο δικαστήριο να αποφασίσει ποιο από τα δύο διαζευκτικά αδικήματα διαπράχθηκε.
5. Επίσης ανεπιθύμητη είναι και η συνένωση κατηγοριών. Περισσότεροι του ενός κατηγορούμενοι, μπορεί να διωχθούν και να δικαστούν βάσει του ιδίου κατηγορητηρίου, δεδομένου ότι υπάρχει συνεκτικός ιστός μεταξύ των κατηγοριών που προσάπτονται, ως ορίζει το Άρθρο 41 του Κεφ. 155.
6. Με βάση τις πιο πάνω αρχές και λαμβάνοντας υπόψη το κατηγορητήριο όπως επιχειρήθηκε να καταχωρηθεί, ήταν ορθή η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αυτό παραβίαζε καταφανώς τους κανόνες που διέπουν τη διατύπωση κατηγοριών, τη συνένωσή τους, αλλά και τη συνένωση κατηγορουμένων.
7. Οι κατηγορίες δεν ήταν διατυπωμένες σύμφωνα με τον προβλεπόμενο από τους διαδικαστικούς κανονισμούς τύπο, δεν τίθεντο με δίκαιο τρόπο και ήταν, περαιτέρω, αδύνατη η διαπίστωση της φύσης τους και η επιβεβαίωση ύπαρξης δικαιοδοσίας εκδίκασής τους.
Η αίτηση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Police v. Athienitis (1983) 2 C.L.R. 194.
Αίτηση.
Ο αιτητής παρουσιάζεται προσωπικά.
Εx tempore
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Με την υπό κρίση αίτηση ο Αιτητής, ο οποίος εμφανίζεται προσωπικά, αιτείται διατάγματος κατ' ακολουθία του Άρθρου 43 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, με το οποίο να διατάσσεται η καταχώρηση κατηγορητηρίου (Γενικό Εντυπο αρ. 7), που αφορά ποινική υπόθεση με Κατήγορο τον ίδιο και η οποία στρέφεται εναντίον (α) «του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας» και (β) «του δικηγόρου Πάρη Λοϊζου».
Επαρχιακή Δικαστής ενώπιον της οποίας παρουσιάστηκε το υπό αναφορά κατηγορητήριο για σκοπούς έγκρισης και καταχώρησής του, αρνήθηκε να δώσει τέτοια διαταγή. Το κατηγορητήριο, αυτούσιο, έχει ως ακολούθως:
«Εκθεση Αδικήματος
«α) Το Πειθαρχικό Συμβούλιο παραβίασε το Άρθρο 121(α) για ανατροπή των δικαστικών διαδικασιών, το Άρθρο 273 για απόκρυψη αρχείων και το Άρθρο 347 με το ψευδή ουσιώδες στοιχείο του κανονισμού 5(1) των Περί Δικηγόρων (Πειθαρχικές Δικαδικασίες).
β) Ο δικηγόρος Πάρης Λοϊζου παραβίασε το Άρθρο 110(1) για ψευδορκία και το Άρθρο 333(γ) για καταρτισμό πλαστού εγγράφου.
Λεπτομέρειες Αδικήματος
α) Το Πειθαρχικό Συμβούλιο σχετικά με την καταγγελία (Γ.Ε. 143/2798) απεφάσισε στις 04 Ιουλίου του 2013 και ισχυρίζεται ότι: «δεν δικαιολογείται η διεξαγωγή έρευνας δυνάμει του κανονισμού 5(1) των Περί Δικηγόρων (Πειθαρχική Διαδικασία) Κανονισμών του 20105». Η απόφαση αυτή εμπίπτει στον Κανονισμό 5(7) και μεσολαβεί ο Κανονισμός 5(5). Το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποκρύπτει από εμένα τις διαδικασίες παραβιάζοντας το Άρθρο 273 και το Άρθρο 347 με τη διαστρέβλωση του κανονισμού 5(1). Μέσα από τις διαδικασίες που προέκυψαν, υπάρχει η παράβαση του Άρθρου 121 (α) στις 11 Απριλίου 2014, με το χειρισμό ότι η υπόθεση μου εμπίπτει στις αρμοδιότητες της Εξωδικαστηριακής Επιτροπής.
β) Ο δικηγόρος Πάρης Λοϊζου παραβίασε το Άρθρο 110(α) στην κατάθεση που έδωσε στο Πειθαρχικό Συμβούλιο του Γενικού Εισαγγελέα στις 11 Απριλίου του 2013 και στην προφορική κατάθεση που έδωσε στο Πειθαρχικό Συμβούλιο του Γενικού Εισαγγελέα στις 12 Μαρτίου 2014 (αρ. φακ. 143/39/2798). Υπάρχουν ενδείξεις μέσα από τις παραβάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου, ότι ο Πάρης Λοϊζου παραβίασε το Άρθρο 333(γ) πλαστογραφώντας τον Τύπο Διορισμού για Εξωδικαστηριακή Υπόθεση, όπως ορίζει ο κανονισμός 18 των περί Ελαχίστων Ορίων Αμοιβής Ασκούντο Δικηγορία με σκοπό να πάρει την πιστοποίηση της αμοιβής του από τον Παγκύπριο Δικηγορικό Συμβούλιο, όπως ορίζει ο Κανονισμός 14(1) και (2).»
Η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής στη βεβαίωση άρνησης (Ποινικό Εντυπο αρ. 8), επεξηγεί τους λόγους που την οδήγησαν στη μη χορήγηση άδειας καταχώρησης ως εξής:
«Το πιο πάνω κείμενο αποτελεί παράθεση αυτούσιου του περιεχομένου του προτεινόμενου κατηγορητηρίου ως τούτο παρουσιάστηκε σε εμένα και δεν έδωσα άδεια για την καταχώρηση του αφού, μεταξύ άλλων, η σύνταξη του προτεινόμενου κατηγορητηρίου πάσχει ποικιλοτρόπως και σε τέτοιο βαθμό ώστε εκ της όψεως και μόνο αυτού να μην αφήνει άλλη επιλογή από το να απορριφθεί αίτημα για καταχώρησή του. Σημειώνεται δε περαιτέρω ότι το περιεχόμενο της έκθεσης αδικήματος αλλά και οι λεπτομέρειες που εκτίθενται επί του κατηγορητηρίου δεν είναι τέτοιας μορφής και έκτασης ώστε να καθίστανται επαρκής για σκοπούς εξέτασης ύπαρξης δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου τούτου. Τέλος, ο τρόπος που συνενώνονται οι κατηγορίες εναντίον των δύο πιο πάνω προσώπων και χωρίς να εξετάζω οτιδήποτε περαιτέρω σε αυτή τη διαδικασία, θεωρώ ότι είναι αντίθετος με το Άρθρο 37 του Κεφ. 155 και το Έντυπο Αρ. 7 των Κανονισμών Ποινικής Δικονομίας σε τέτοιο βαθμό και έκταση ώστε να μη καθίσταται επιτρεπτή η παραχώρηση άδειας για καταχώρηση του.
Κατά συνέπεια και επί τω ό,τι ο Γεώργιος Κακαράντζα υπέβαλε αίτηση την 14/01/15 σύμφωνα με το εδάφιο 2 του Άρθρου 43 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 για βεβαίωση τοιαύτης αρνήσεως:
Διά του παρόντος και σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο, βεβαιώνω ότι ηρνήθη αδείας καταχώρησης των εν λόγω κατηγοριών.»
Το όλο ζήτημα, όπως έχει ήδη αναφερθεί, διέπεται από τις πρόνοιες του Άρθρου 43 του Κεφ. 155, το οποίο έχει ως ακολούθως:
«43.(1) Κάθε κατηγορητήριο παρουσιάζεται σε Δικαστή του Δικαστηρίου στο οποίο το κατηγορητήριο απαγγέλλεται.
(2) Κατόπιν μελέτης του κατηγορητηρίου ο Δικαστής δύναται να διατάξει όπως αυτό καταχωριστεί ή, αν αρνείται να δώσει τέτοια διαταγή, αυτός πρέπει, αν παρακληθεί με αυτό τον τρόπο από το πρόσωπο που απαγγέλλει την κατηγορία εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία της άρνησης, να δώσει σε αυτό βεβαίωση της άρνησης, και το πρόσωπο αυτό δύναται, εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία της εξασφάλισης της βεβαίωσης να ζητήσει από το Ανώτατο Δικαστήριο ή Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου την έκδοση διατάγματος που να διατάσσει την καταχώριση του κατηγορητηρίου και, αν το διάταγμα εκδοθεί, το κατηγορητήριο καταχωρίζεται ανάλογα.»
Τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 43 του Κεφ. 155, εξετάζονται στο σύγγραμμα των Λοϊζου και Πική, Criminal Procedure in Cyprus, στις σελίδες 61 και 62, όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Before a charge is filed, it must be approved by a Judge of the Court before which the charge is preferred.
The Judge may, after perusal of the charge, either approve it by directing that the same shall be filed or may withhold approval. In the event of refusal the Judge must, if he is so requested, give within ten days from the date of refusal, a certificate of such refusal whereupon it will be open to an aggrieved party to apply within ten days to the Supreme Court to review the decision. If the Supreme Court decides that the filing of the charge was wrongly refused, they may make an order directing that the charge be filed. A certificate of refusal must be in the form prescribed by the Criminal Procedure Rules.»
Στο σύγγραμμα Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, 2η Αναθεωρημένη Εκδοση του Criminal Procedure in Cyprus 1975 του Γεώργιου Μ. Πική, στις σελίδες 123 και 124, εντοπίζονται τα εξής σχετικά:
«Το κατηγορητήριο πρέπει να εγκριθεί από δικαστή πριν την καταχώρισή του. Ο δικαστής, μετά τη θεώρηση του κατηγορητηρίου, μπορεί να το εγκρίνει, διατάσσοντας την καταχώρισή του ή μπορεί να αποστεί από την έγκρισή του.
....................................................
Εύλογα ο δικαστής μπορεί να αρνηθεί να εγκρίνει κατηγορητήριο, εάν αυτό είναι στοιχειοθετημένο με τρόπο ο οποίος παραβιάζει τους κανόνες που διέπουν τη διατύπωση των κατηγοριών, τη συνένωση κατηγοριών ή τη συνένωση κατηγορουμένων. Παρά ταύτα, ο δικαστής σε εκείνο το στάδιο, στην απουσία επιχειρηματολογίας, θα είναι διστακτικός να απορρίψει την έγκρισή του εκτός ενόψει καταφανούς σφάλματος.»
Στην υπόθεση Police v. Athienitis (1983) 2 C.L.R. 194, το σχετικό απόσπασμα στη σελίδα 231, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα από τον Δικαστή Στυλιανίδη:
«Criminal proceedings are instituted by a charge preferred before a Court. The charge is presented to a Judge of the Court who, after perusal, directs that the same shall be filed - (Sections 37 and 43 of the Criminal Procedure Law, Cap. 155). The direction of the Judge for filing or his refusal to give such direction no doubt is a judicial function and not administrative. He has to examine the charge in order to ascertain: (i) that an offence known to law is alleged, (ii) that it is not out of time, (iii) that the Court has jurisdiction, and (iv) that the informant has any necessary authority to prosecute - (See R. v. Gateshead Justices, [1981] 1 All E.R. 1027, per Donaldson, L.J. at p. 1033).»
Σε σχέση με τους κανόνες διατύπωσης κατηγοριών και τις συνέπειες παράβασής τους, διαφωτιστικά είναι τα ακόλουθα αποσπάσματα από το σύγγραμμα Ποινική Δικονομία στην Κύπρο (ανωτέρω). Στις σελίδες 98 και 99:
«Η κατηγορία πρέπει να είναι διατυπωμένη στον προβλεπόμενο από τους διαδικαστικούς θεσμούς τύπο. ......
Η κατηγορία πρέπει να καθορίζει το αδίκημα ή τα αδικήματα για τα οποία ο υπόδικος κατηγορείται, περιέχουσα τις λεπτομέρειες που προβλέπονται από το Άρθρο 38 του Κεφ. 155. Εφόσον η κατηγορία είναι διατυπωμένη σύμφωνα με τις σχετικές πρόνοιες του νόμου, δεν μπορεί να προσβληθεί ο τύπος της. Πρέπει να περιέχει περιγραφή του αδικήματος και, όπου προσάπτεται κατηγορία για περισσότερα του ενός αδικήματα, κάθε αδίκημα πρέπει να διατυπώνεται σε ξεχωριστή παράγραφο φέρουσα το όνομα «κατηγορία» (count). Οπου το κατηγορητήριο περιέχει περισσότερες της μίας κατηγορίες, οι κατηγορίες πρέπει να αριθμούνται διαδοχικά.»
Ακολούθως στη σελίδα 102:
«Οι κατηγορίες πρέπει να στοιχειοθετούνται με δίκαιο τρόπο και όχι με τρόπο που να τείνει να παγιδεύσει τον κατηγορούμενο. Είναι ανεπιθύμητη η πρόσαψη κατηγοριών οι οποίες είναι εμφανώς ασαφείς, εγείροντας διαζευκτικά θέματα προς εξέταση από την Υπεράσπιση. Εάν σκοπός είναι η πρόσαψη διαζευκτικών κατηγοριών, οι δύο κατηγορίες πρέπει να διατυπώνονται διαζευκτικά, αφήνοντας ανοικτή την επίλυση στο δικαστήριο να αποφασίσει ποιο από τα δύο διαζευκτικά αδικήματα διαπράχθηκε.»
Και στις σελίδες 114-115:
«Επίσης ανεπιθύμητη είναι και η συνένωση κατηγοριών ...
Περισσότεροι του ενός κατηγορούμενοι μπορεί να διωχθούν και να δικαστούν βάσει του ιδίου κατηγορητηρίου, δεδομένου ότι υπάρχει συνεκτικός ιστός μεταξύ των κατηγοριών που προσάπτονται, ως ορίζει το Άρθρο 41 του Κεφ. 155.»
Με βάση τις πιο πάνω αρχές και λαμβάνοντας υπόψη το κατηγορητήριο όπως επιχειρήθηκε να καταχωρηθεί, ήταν ορθή η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αυτό παραβιάζει καταφανώς τους κανόνες που διέπουν τη διατύπωση κατηγοριών, τη συνένωσή τους, αλλά και τη συνένωση κατηγορουμένων. Οι κατηγορίες δεν είναι διατυπωμένες σύμφωνα με τον προβλεπόμενο από τους διαδικαστικούς κανονισμούς τύπο, δεν τίθενται με δίκαιο τρόπο και είναι, περαιτέρω, αδύνατη η διαπίστωση της φύσης τους και η επιβεβαίωση ύπαρξης δικαιοδοσίας εκδίκασής τους.
Υπό τις πιο πάνω συνθήκες η αιτούμενη άδεια για καταχώρηση του εν λόγω κατηγορητηρίου και η έκδοση ανάλογου διατάγματος από το Ανώτατο Δικαστήριο δεν δικαιολογείται.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Η αίτηση απορρίπτεται.