ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:B944
(2014) 2 ΑΑΔ 884
9 Δεκεμβρίου, 2014
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΟΥΚΑΪΔΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 36/2014)
Ποινικός Κώδικας ― Δημόσια εξύβριση ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης με την οποία ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε για το αδίκημα της δημόσιας εξύβρισης ― Ύπαρξη επαρκούς μαρτυρίας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και απόφανση Εφετείου ότι η επίδικη φράση, δεν ήταν απλώς αγενής απάντηση, αλλά υβριστική.
Ποινικός Κώδικας ― Δημόσια εξύβριση ― Άρθρο 99 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 ― Στις λέξεις που εκστομίζονται σε τέτοιου είδους υποθέσεις, πρέπει να αποδίδεται το συνηθισμένο τους νόημα ― Το ερώτημα κατά πόσο συγκεκριμένη συμπεριφορά είναι υβριστική αποτελεί θέμα πραγματικό ― Είναι αρκετό ότι, ήταν ενδεχόμενο από την εξύβριση να αντιδράσει επιθετικά παριστάμενο πρόσωπο.
Ποινική Δικονομία ― Άρθρο 89(1) της Ποινικής Δικονομίας ― Απόφανση Εφετείου ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε ορθά τη διακριτική του εξουσία, κρίνοντας ότι δεν ήταν ανάγκη να ήταν παρών ο κατηγορούμενος ο οποίος είχε φωναχθεί και απουσίαζε, για την απόδειξη της κατηγορίας δημόσιας εξύβρισης την οποία αντιμετώπιζε.
Ποινική Δικονομία ― Άρθρο 89(1) της Ποινικής Δικονομίας ― Το Δικαστήριο εκδίδει ένταλμα σύλληψης για να είναι παρών ο κατηγορούμενος σε υποθέσεις όπου ενυπάρχει το στοιχείο της ανεντιμότητας και το στοιχείο της καταδολίευσης και στις οποίες προβλέπεται ποινή φυλάκισης ή όπου το Δικαστήριο σκοπεύει να εκδώσει κάποιο διάταγμα εναντίον του κατηγορουμένου.
Ο εφεσείων αντιμετώπισε πρωτόδικα ποινική υπόθεση σε Επαρχιακό Δικαστήριο, όπου κατηγορείτο για δημόσια εξύβριση, κατά παράβαση του Άρθρου 99 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (1η κατηγορία), καθώς και για αντίσταση κατά οργάνου τήρησης της τάξης, κατά παράβαση του Άρθρου 244(β), του Κεφ. 154, και του Νόμου 166/87 (2η κατηγορία).
Σε ημερομηνία κατά την οποία η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση, λόγω της μη προσέλευσης του εφεσείοντα, ανεστάλη ύστερα από υποβολή σχετικού αιτήματος η ποινική δίωξη στη 2η κατηγορία και η υπόθεση προχώρησε για απόδειξη στην απουσία του, αναφορικά με το αδίκημα της δημόσιας εξύβρισης.
Με βάση τις διατάξεις του Άρθρου 89(1) της Ποινικής Δικονομίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν ανάγκη να είναι παρών ο κατηγορούμενος.
Ακολούθως, κατέθεσε ο μοναδικός μάρτυρας εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής (ΜΚ1), ο οποίος υιοθέτησε το περιεχόμενο κατάθεσής του, αναφέροντας ότι είχε προσωπική γνώση των όσων αναφέρονταν τόσο στην κατάθεσή του όσο και στην κατηγορία 1.
Στη βάση της δοθείσας μαρτυρίας, το Δικαστήριο κατέληξε στην ενοχή του εφεσείοντα, επιβάλλοντας του ποινή προστίμου ύψους 65 ευρώ.
Σύμφωνα με τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, με την κατάθεση του ΜΚ1, ο εφεσείων δεν συμμορφώθηκε με σήμα αστυνομικού οργάνου για να σταματήσει το όχημα του σε αυτοκινητόδρομο και μεταξύ άλλων, απομακρύνθηκε οδηγώντας με υπερβολική ταχύτητα. Ακολούθησε καταδίωξη του από αστυνομικά όργανα και σύλληψη του κατά τη διάρκεια της οποίας ο κατηγορούμενος απηύθυνε στο μάρτυρα λοχία τη φράση «να πα'να γαμηθείς»
Ο εφεσείων αμφισβήτησε την ορθότητα τόσο της απόφασης του Δικαστηρίου να προχωρήσει σε ακρόαση της υπόθεσης στην απουσία του, όσο και της απόφασής του να τον κρίνει ένοχο για το αδίκημα της δημόσιας εξύβρισης.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα προχώρησε σε ακρόαση της υπόθεσης (απόδειξη) στην απουσία του κατηγορούμενου.
β) Στέρησε από τον κατηγορούμενο το δικαίωμα της υπεράσπισης, της δίκαιης δίκης αλλά και παραβιάστηκαν οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης.
γ) Δεν υπήρχε μαρτυρία που να αναγνώριζε τον κατηγορούμενο ως το πρόσωπο στο οποίο αναφερόταν στη γραπτή του κατάθεση ο Λοχίας μάρτυρας κατηγορίας.
δ) Η εκστομισθείσα φράση δεν αποτελεί εξύβριση.
ε) Ανεξάρτητα από το κατά πόσο η φράση ήταν ή όχι εξυβριστική, δεν υπήρχε μαρτυρία ότι η εξύβριση έγινε με τέτοιο τρόπο ώστε να ενδέχεται να προκαλέσει σε παριστάμενο πρόσωπο επίθεση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Από το λεκτικό της σχετικής νομοθετικής διάταξης δεν προκύπτει ότι η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου να προχωρήσει σε ακρόαση της υπόθεσης στην απουσία του κατηγορουμένου, περιορίζεται μόνο κατά την πρώτη εμφάνιση στην υπόθεση, όπως εισηγήθηκε ο εφεσείων, αλλά υπάρχει σε όλα τα στάδια που η υπόθεση είναι ορισμένη ενώπιον του Δικαστηρίου.
2. Από τη νομολογία προκύπτει ότι το κατά πόσο το Δικαστήριο θα προχωρήσει να ακούσει την υπόθεση και να επιβάλει ποινή στην απουσία του κατηγορουμένου ή αν θα εκδώσει ένταλμα σύλληψης για να είναι αυτός παρών, εναπόκειται στη διακριτική του εξουσία.
3. Το Δικαστήριο εκδίδει ένταλμα σύλληψης για να είναι παρών ο κατηγορούμενος σε υποθέσεις όπου ενυπάρχει το στοιχείο της ανεντιμότητας (dishonesty) και το στοιχείο της καταδολίευσης (deception) και στις οποίες προβλέπεται ποινή φυλάκισης ή όπου το Δικαστήριο σκοπεύει να εκδώσει κάποιο διάταγμα εναντίον του κατηγορουμένου.
4. Στην προκείμενη περίπτωση, το αδίκημα για το οποίο καταδικάστηκε ερήμην ο εφεσείων, δεν είναι σοβαρό, έχοντας υπόψη την προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή, ούτε ενέχει το στοιχείο του δόλου ή της ανεντιμότητας. Η δε ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα από το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι πρόστιμο ύψους €65.
5. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε την ευκαιρία στον εφεσείοντα να εμφανιστεί για χρονικό διάστημα πέραν της μίας ώρας μετά την ώρα που ήταν προγραμματισμένη η ακρόαση της υπόθεσης και, επίσης, ο εφεσείων κλήθηκε από τα μεγάφωνα του Δικαστηρίου. Δεν υπήρξε οποιοδήποτε σφάλμα στον τρόπο χειρισμού της υπόθεσης.
6. Από την κατάθεση του ΜΚ1 ήταν εμφανές ότι ο ίδιος αναγνώρισε τον οδηγό του οχήματος ΚVK021, τον οποίον προφανώς γνώριζε. Συνεπώς η μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το πρόσωπο του κατηγορουμένου, ήταν σαφής.
7. Αναφορικά με το αδίκημα της δημόσιας εξύβρισης για το οποίο κρίθηκε ένοχος ο εφεσείων, έχει νομολογηθεί ότι στις λέξεις που εκστομίζονται σε τέτοιου είδους υποθέσεις πρέπει να αποδίδεται το συνηθισμένο τους νόημα. Και ότι, το ερώτημα κατά πόσο συγκεκριμένη συμπεριφορά είναι υβριστική αποτελεί θέμα πραγματικό.
8. Δε χρειάζεται απόδειξη του κατά πόσο προκλήθηκε οποιοσδήποτε παρευρισκόμενος να επιτεθεί. Είναι αρκετό ότι, όπως ρητά προβλέπει το Άρθρο 99, ήταν ενδεχόμενο από την εξύβριση να αντιδράσει επιθετικά παριστάμενο πρόσωπο.
9. Στην προκείμενη περίπτωση, η φράση «να πα να γαμηθείς» που εκστόμισε ο εφεσείων, κάτω από τις συνθήκες που περίγραψε ο ΜΚ1 στην κατάθεσή του, δεν ήταν απλά αγενής απάντηση, όπως εισηγήθηκε ο εφεσείων, αλλά υβριστική και εκφράζει αγανάκτηση και δυσαρέσκεια προς τον υβριζόμενο (Λεξικό Ελληνικής Γλώσσας Γ. Μπαμπινιώτη Γ' Έκδοση σελ.399).
10. Έχοντας δε υπόψη τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες ο εφεσείων προέβη σε εξύβριση του ΜΚ1, καθώς και το γεγονός ότι υπήρχαν στο μέρος ακόμα τρείς αστυφύλακες, προέκυπτε ότι υπήρχε επαρκής μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου για να καταλήξει ότι ήταν ενδεχόμενο από την εξύβριση να αντιδράσει επιθετικά παριστάμενο πρόσωπο, και συνεπώς ορθά κρίθηκε ένοχος στην εν λόγω κατηγορία.
11. Ως προς την αιτιολογία της πρωτόδικης απόφασης και την επίκριση ότι αυτή ήταν ανεπαρκής, πράγματι η απόφαση ήταν λιτή. Όμως, υπό τις όλες συνθήκες, το είδος και φύσης της υπόθεσης και το γεγονός ότι στην ουσία η κατηγορία οδηγήθηκε σε απόδειξη, τίποτε περισσότερο δεν χρειαζόταν.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Michael a.o. v. Police (1987) 2 C.L.R. 78,
Αριστοδήμου ν. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (2007) 2 Α.Α.Δ. 193,
Αχιλλέως ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 98,
Brutus v. Cozens [1972] 2 All E.R. 1297,
Bolster v. Αστυνομικού Διευθυντή Λεμεσού (1997) 2 Α.Α.Δ. 89,
Harvey v. DPP [2011] All E.R.(D) 143 (Admin).
Έφεση εναντίον Kαταδίκης.
Έφεση από τον Κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Ταλαρίδου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 4820/13), ημερομηνίας 31/1/14.
Δ. Καρή (κα), για τον Εφεσείοντα.
Θ. Παπανικολάου, Δημόσιος Κατήγορος, με Ο. Αυξεντίου, Aσκούμενο Δικηγόρο, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ..
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων αντιμετώπισε πρωτόδικα την Ποινική Υπόθεση 4820/2013 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, όπου κατηγορείτο για δημόσια εξύβριση, κατά παράβαση του Άρθρου 99 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (1η κατηγορία), καθώς και για αντίσταση κατά οργάνου τήρησης της τάξης, κατά παράβαση του Άρθρου 244(β), του Κεφ. 154, και του Νόμου 166/87 (2η κατηγορία).
Στις 31.1.2014 η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση και τηρήθηκε το ακόλουθο πρακτικό:
«Δικαστήριο: Η ώρα είναι 11:45 π.μ.. Η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση η ώρα 10:30 π.μ.. Ο μάρτυρας σας έχει έρθει;
κα Γιακουμεττή: Ναι, ο λοχίας 381.
(σημ.: μετά από οδηγίες του Δικαστηρίου εξέρχεται της αίθουσας ο κλητήρας για να εντοπίσει τον κατηγορούμενο)
Δικαστήριο: Έχει φωναχθεί το όνομα του και στα μεγάφωνα από το Δικαστήριο και χωρίς καμία ανταπόκριση, ούτε έχει κάνει γνωστή την παρουσία του καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας στο Δικαστήριο.
κα Γιακουμεττή: Καταχωρώ προφορικά αναστολή ποινικής δίωξης στη 2η κατηγορία.
Δικαστήριο: Η ποινική δίωξη αναφορικά με τη 2η κατηγορία αναστέλλεται. Ο κατηγορούμενος απαλλάσσεται στη 2η κατηγορία. Ενόψει του γεγονότος ότι έχει παραμείνει η 1η κατηγορία που είναι από τις κατηγορίες που επιφέρουν από τις μικρότερες ποινές του Ποινικού Κώδικα και επειδή έχει παραλείψει να εμφανιστεί σε ορισμένο χρόνο για εμφάνιση παρόλο που γνώριζε την ώρα και ημέρα εμφάνισης με βάση τις διατάξεις του Άρθρου 89(1) της Ποινικής Δικονομίας, κρίνω ότι δεν είναι ανάγκη να είναι παρών ο κατηγορούμενος και αποφασίζω όπως προχωρήσω στην απουσία του να αποφασίσω επί της ποινικής του ευθύνης.»
Ακολούθως, κλήθηκε ο Λοχίας 381 Λ. Κυριάκου, ως μοναδικός μάρτυρας εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής, ο οποίος υιοθέτησε το περιεχόμενο κατάθεσής του, Τεκμήριο 1, αναφέροντας ότι είχε προσωπική γνώση των όσων αναφέρονται τόσο στην κατάθεσή του όσο και στην κατηγορία 1. Στη βάση αυτής της μαρτυρίας, το Δικαστήριο κατέληξε ως ακολούθως:
«Δικαστήριο: Λαμβάνω υπόψη μου τα γεγονότα της υπόθεσης και συγκεκριμένα το περιεχόμενο της φράσης που αναφέρεται στη κατάθεση του μάρτυρα, τεκμήριο 1, στη σελίδα 2 και αποδίδεται στο κατηγορούμενο, έτσι αποδεικνύεται η ενοχή του και προβαίνω σε επιβολή ποινής προστίμου 65 ευρώ.»
Ο εφεσείων, με τρεις λόγους έφεσης, αμφισβητεί την ορθότητα τόσο της απόφασης του Δικαστηρίου να προχωρήσει σε ακρόαση της υπόθεσης στην απουσία του, όσο και της απόφασής του να βρει τον κατηγορούμενο ένοχο για το αδίκημα της δημόσιας εξύβρισης.
Θα εξετάσουμε τους πρώτους δύο λόγους έφεσης μαζί, λόγω της συνάφειάς τους. Τους παραθέτουμε αυτούσιους:
«1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ή και εφαρμόζοντας τον Νόμο εσφαλμένα προχώρησε σε ακρόαση της υπόθεσης (απόδειξη) στην απουσία του κατηγορούμενου.
2. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο στέρησε στον κατηγορούμενο το δικαίωμα της υπεράσπισης, το δικαίωμα της δίκαιης δίκης αλλά και παραβιάστηκαν οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης.»
Το Άρθρο 89(1) της Ποινικής Δικονομίας προνοεί τα ακόλουθα:
«Αν σε συνοπτική δίκη κατηγορούμενος ο οποίος δεν έχει απαλλαγεί από την υποχρέωση να παραστεί αυτοπροσώπως δυνάμει του εδαφίου (1) του Άρθρου 45, παραλείπει να εμφανιστεί στον ορισμένο χρόνο για εμφάνιση, κατόπιν απόδειξης επίδοσης σε αυτόν κλητηρίου εντάλματος, το Δικαστήριο δύναται να προχωρήσει στην ακρόαση της υπόθεσης και να αποφασίσει στην απουσία του ή, αν θεωρεί σκόπιμο να αναβάλει την υπόθεση και να εκδώσει ένταλμα για τη σύλληψη του δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού.»
Αποτελεί θέση του εφεσείοντα ότι το εν λόγω άρθρο εφαρμόζεται κατά την πρώτη εμφάνιση της υπόθεσης για να απαντήσει στο κατηγορητήριο ο κατηγορούμενος και δεν εφαρμόζεται σε περιπτώσεις όπου η υπόθεση είναι ορισμένη για ακρόαση. Ακόμα όμως και σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι το εν λόγω άρθρο έχει εφαρμογή, ο εφεσείων εισηγήθηκε ότι το Δικαστήριο άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του εξουσία, καθότι δεν έλαβε υπόψη του ότι η υπόθεση ήταν ήδη ορισμένη τρεις φορές και ο ίδιος ήταν παρών και σε ετοιμότητα να υπερασπιστεί τον εαυτό του, καθώς επίσης και το ότι η καταδίκη του εφεσείοντα, ενός δικηγόρου με άνω των 30 ετών μάχιμη δικηγορία στα Δικαστήρια, για κατηγορία εξύβρισης αστυνομικού αμαυρώνει το λευκό του ποινικό μητρώο και δημιουργεί στίγμα στην υπόληψή του, έστω και αν η εν λόγω κατηγορία δεν σχετίζεται με ατιμία (dishonesty).
Από το λεκτικό της πιο πάνω νομοθετικής διάταξης δεν κρίνουμε ότι η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου να προχωρήσει σε ακρόαση της υπόθεσης στην απουσία του κατηγορουμένου περιορίζεται μόνο κατά την πρώτη εμφάνιση στην υπόθεση, αλλά υπάρχει σε όλα τα στάδια που η υπόθεση είναι ορισμένη ενώπιον του Δικαστηρίου.
Το πιο πάνω άρθρο έτυχε εξέτασης από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Michael a.o. v. Police (1987) 2 C.L.R. 78 με αναφορά και σε προηγούμενη νομολογία και υιοθετήθηκε στην υπόθεση Αριστοδήμου ν. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (2007) 2 Α.Α.Δ. 193. Από τη νομολογία προκύπτει ότι το κατά πόσο το Δικαστήριο θα προχωρήσει να ακούσει την υπόθεση και να επιβάλει ποινή στην απουσία του κατηγορουμένου ή αν θα εκδώσει ένταλμα σύλληψης για να είναι αυτός παρών, είναι στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο εκδίδει ένταλμα σύλληψης για να είναι παρών ο κατηγορούμενος σε υποθέσεις όπου ενυπάρχει το στοιχείο της ανεντιμότητας (dishonesty) και το στοιχείο της καταδολίευσης (deception) και στις οποίες προβλέπεται ποινή φυλάκισης ή όπου το Δικαστήριο σκοπεύει να εκδώσει κάποιο διάταγμα εναντίον του κατηγορουμένου.
Στην προκείμενη περίπτωση, το αδίκημα για το οποίο καταδικάστηκε ερήμην ο εφεσείων, δεν είναι σοβαρό, έχοντας υπόψη την προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή, ούτε ενέχει το στοιχείο του δόλου ή της ανεντιμότητας. Η δε ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα από το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι πρόστιμο ύψους €65.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε την ευκαιρία στον εφεσείοντα να εμφανιστεί για χρονικό διάστημα πέραν της μίας ώρας μετά την ώρα που ήταν προγραμματισμένη η ακρόαση της υπόθεσης και, επίσης, ο εφεσείων κλήθηκε από τα μεγάφωνα του Δικαστηρίου. Δεν κρίνουμε ότι υπήρξε οποιοδήποτε σφάλμα στον τρόπο χειρισμού της υπόθεσης από το πρωτόδικο Δικαστήριο και, συνακόλουθα, απορρίπτουμε τους πρώτους δύο λόγους έφεσης.
Η καταδίκη του εφεσείοντα αμφισβητείται με τον τρίτο λόγο έφεσης επί τω ότι αυτή ήταν εντελώς αναιτιολόγητη και πως τα γεγονότα που προσκομίστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου δεν ήταν αρκετά για απόδειξη της κατηγορίας. Ειδικότερα, αναφέρεται σε τρεις λόγους, ο καθένας από τους οποίους θα ήταν «μοιραίος», κατά την εισήγησή του, για την υπόθεση της Αστυνομίας:
(α) Δεν υπήρχε μαρτυρία που να αναγνωρίζει τον κατηγορούμενο ως το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται στη γραπτή του κατάθεση ο Λοχίας 381, ΜΚ1. Η αναφορά του μάρτυρα σε «γνωστό δικηγόρο Γιώργο Λουκαΐδη», δεν είναι ικανοποιητική μαρτυρία αναγνώρισης του κατηγορουμένου στην απουσία μαρτυρίας ότι είναι ο μοναδικός δικηγόρος με αυτό το όνομα.
(β) Η εκστομισθείσα φράση δεν αποτελεί εξύβριση.
(γ) Ανεξάρτητα από το κατά πόσο η φράση ήταν ή όχι εξυβριστική, δεν υπάρχει μαρτυρία ότι η εξύβριση έγινε με τέτοιο τρόπο ώστε να ενδέχεται να προκαλέσει σε παριστάμενο πρόσωπο επίθεση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην ενοχή του εφεσείοντα, αφού άκουσε τη μαρτυρία του Λοχία 381, Λ. Κυριάκου, ο οποίος υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσής του, Τεκμήριο 1. Το παραθέτουμε αυτούσιο:
«Υπηρετώ στην Αστυνομική Διεύθυνση Λάρνακας και είμαι τοποθετημένος στην τροχαία Λάρνακας. Την 05/04/13 και περί ώρα 2345 ανέλαβα καθήκον για υπερωριακή απασχόληση για συνεχή υπηρεσία μέχρι και η ώρα 0600 της 06/04/13. Την 06/04/13 και ώρα 0155 ενώ βρισκόμουν για έλεγχο αλκοτέστ παρά τον κόλπο στάθμευσης οχημάτων στον δρόμο Λ/κας - αεροδρομίου πριν τον κυκλικό κόμβο του παλαιού αεροδρομίου και μαζί μου ήταν οι Α/αστυφ. 1967 Ε. Ευριπίδου Α/στυφ. 2933 Γ. Γεωργίου και Αστυφ. 554 Ι. Χ"Ιορδάνους πρόσεξα να έρχεται προς το μέρος μας από την Λ/κα ένα αυτοκίνητο με τα φώτα πορείας στην ψηλή στάση και κρατούσε την αριστερή λωρíδα κυκλοφορίας. Εγώ φορούσα φωσφορούχο γιλέκο και φωσφορούχο πηλίκιο και βαστούσα φανάρι με κόκκινο ανάλαμπο φως και ήμουν στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας και ανύψωσα το δεξί μου χέρι προς τα πάνω κάνοντας κανονικό σήμα στον οδηγό πο πλησίαζε για να σταματήσει. Πρόσεξα ότι ο οδηγός που πλησίαζε μπήκε στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας πράγμα που έκαμα και εγώ έχοντας το χέρι υψωμένο. Πλησιάζοντας με ο οδηγός ανέπτυξε ταχύτητα αναγκάζοντας με να πεταχτώ από τον δρόμο προς το κεντρικό διαχωριστικό για να μην με κτυπήσει και ο οδηγός κατευθύνθηκε προς το νέο αεροδρόμιο. Πρόσεξα ότι το αυτοκίνητο ήταν μάρκας Mercedes χρώματος μαύρου με τα πρώτα ψηφία KVK. Μπήκαμε τρέχοντας στο υπηρεσιακό αυτοκίνητο και αρχίσαμε να καταδιώκουμε τον οδηγό έχοντας αναμμένους τους φάρους και τις σειρήνες με οδηγό τον Α/2933. Ο οδηγός του σαλούν KVK021 τους αριθμούς του οποίου είδαμε όταν ήμαστε πίσω του δεν σταματούσε και ανέπτυσσε συνεχώς ταχύτητα με σκοπό να μας ξεφύγει. Η ταχύτητα του περιπολικού σε κάποια στιγμή που είδα ήταν 180χαω και του Mercedes όπως υπολογίζω ακόμα μεγαλύτερη. Εγώ καθόμουν πίσω από τον οδηγό. Πριν τον κυκλικό κόμβο του Κ. Χωρίου καταφέραμε και προσπεράσαμε το Mercedes και είδα ότι το οδηγούσε ο γνωστός δικηγόρος Γιώργος Λουκαΐδης ο οποίος κοιτούσε μπροστά του. Τον προσπεράσαμε από τα δεξιά φωνάζοντας από το μεγάφωνο να σταματήσει καθώς και οι αστυφ. 554 και 1967 που ήταν στην πλευρά του, του έκαμαν νόημα με τα χέρια τους έξω να σταματήσει. Μπήκαμε μπροστά του στην αριστερή λωρίδα και ο Γ. Λουκαΐδης αντί να συμμορφωθεί μπήκε στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας και συνέχιζε την πορεία του. Τον ακολουθήσαμε και όταν ξανά μπήκε στην αριστερή τον προσπεράσαμε ξανά και πάντα του κάναμε νόημα να σταματήσει έχοντας τις σειρήνες και τους φάρους αναμμένους. Εμείς αρχίσαμε να ελαττώνουμε ταχύτητα και ο Γ. Λουκαΐδης αναγκάστηκε σε κάποιο σημείο πριν τη ριζοελιά να σταματήσει στην δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας. Κατέβηκα αμέσως κάτω και πήγα εκεί που καθόταν ο Γ. Λουκαΐδης ο οποίος έμεινε μέσα κλειδωμένος στο αυτοκίνητο του. Του φώναξα να ανοίξει το αυτοκίνητο για να μετακινήσουμε τα οχήματα έξω από τον δρόμο αφού ήταν πολύ επικίνδυνο πράγμα που έκαμε μετά από λίγη ώρα. Μόλις κατέβηκε τον έπιασα από το δεξί μπράτσο και τον μετέφερα έξω από το δρόμο ενώ ταυτόχρονα οι συνάδελφοι μετακινούσαν τα οχήματα εκτός δρόμου. Στο πακέτο του δρόμου κάθισε πάνω στο σιδερένιο κυγκλίδωμα και τον πληροφόρησα ότι είναι υπό σύλληψη για τα αδικήματα της αλόγιστης και επικίνδυνης οδήγησης και της παράλειψης να σταματήσει σε σήμα αστυνομικού εν στολή. Του επέστησα την προσοχή του στο νόμο και απάντησε ποιος σας έδωσε το δικαίωμα να σταματάτε τον κόσμο μες το χαιγουέι. Στην συνέχεια του ζήτημα να μου δώσει δείγμα για προκαταρκτικό έλεγχο αλκοτέστ εφιστώντας του την προσοχή στον νόμο και ο Γ. Λουκαΐδης αφού με κοίταξε στα μάτια με εξύβρισε με την φράση να πα να γαμηθείς. Του έβαλα χειροπέδες και δεν έμπαινε στο αστυνομικό όχημα με αποτέλεσμα να τον βάλω με την ανάλογη βία. Στην συνέχεια με οδηγίες του αξιωματικού υπηρεσίας τον μεταφέραμε στον αστυνομικό σταθμό Αραδίππου τόσο τον ίδιο όσο και το αυτοκίνητο του. Στον αστυνομικό σταθμό Aραδίππου η ώρα 0210 του έδωσα τα δικαιώματα του τα οποία αρνήθηκε να τα υπογράψει καθώς δεν είχε τα γυαλιά της πρεσβυωπίας του. Ακολούθως τον παρέλαβαν οι συνάδελφοι του Αστυν. Σταθμού Αραδίππου για τα περαιτέρω. Τον Γ. Λουκαΐδη τον ανακόψαμε η ώρα 0159. Την ώρα που άνοιξε την πόρτα για να κατεβεί κάτω η αναπνοή του και το αυτοκίνητο μύριζε έντονα οινόπνευμα. Οινόπνευμα μύριζε και κατά την διάρκεια των συνομιλιών μας. Έχω παράπονο για την δημόσια εξύβριση και για το ότι κινδύνευσα από το οδήγημα του την ώρα που του έκανα σήμα να με κτυπήσει με το αυτοκίνητο του. Από την ώρα που παρέλειψε να σταματήσει στο σήμα μου μέχρι την ώρα που τον σταματήσαμε δεν έχασα οπτική επαφή με το όχημα του.» (Διατηρείται αυτούσιο το κείμενο.)
Από την κατάθεση του ΜΚ1 είναι εμφανές ότι ο ίδιος αναγνώρισε τον οδηγό του οχήματος ΚVK021, τον οποίον προφανώς γνώριζε. Συνεπώς η μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το πρόσωπο του κατηγορουμένου ήταν σαφής.
Το αδίκημα για το οποίο κρίθηκε ένοχος ο εφεσείων είναι αυτό της δημόσιας εξύβρισης κατά παράβαση του Άρθρου 99 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 το οποίο προνοεί ως εξής:
«99. Όποιος, σε δημόσιο χώρο ή σε χώρο που δεν είναι δημόσιος με τέτοιο τρόπο ή κάτω από συνθήκες ώστε να ενδέχεται να ακουστεί από οποιοδήποτε πρόσωπο που βρίσκεται σε δημόσιο χώρο, εξυβρίζει άλλο με τέτοιο τρόπο που ενδέχεται να προκαλέσει σε παρευρισκόμενο πρόσωπο επίθεση, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση ενός μήνα ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εβδομήντα πέντε λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.» (Όπως έχει μετατραπεί σε ευρώ με βάση το Ν. 33(Ι)/2007.)
Στην υπόθεση Αχιλλέως ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 98, μετά από καταγγελία ότι η εφεσείουσα προκαλούσε ενόχληση λόγω δυνατής μουσικής στο μπαρ της στις 02.00, μετέβη στο μέρος αστυφύλακας για διερεύνηση της καταγγελίας. Όταν την πληροφόρησε για την καταγγελία αυτή τον εξύβρισε με τη φράση «είσαι καραγκιόζης». Κρίθηκε ένοχη για δημόσια εξύβριση και η καταδίκη επικυρώθηκε από το Εφετείο. Με αναφορά στο Σύγγραμμα Hari Singh Gour The Penal Law of India, 9η Έκδοση, 4ος Τόμος, σελ. 4186, και στην Αγγλική υπόθεση Brutus v. Cozens [1972] 2 All E.R. 1297, τονίστηκε ότι στις λέξεις που εκστομίζονται σε τέτοιου είδους υποθέσεις πρέπει να αποδίδεται το συνηθισμένο τους νόημα. Και ότι, το ερώτημα κατά πόσο συγκεκριμένη συμπεριφορά είναι υβριστική αποτελεί θέμα πραγματικό. Αποφασίστηκε επίσης ότι δε χρειάζεται απόδειξη του κατά πόσο προκλήθηκε οποιοσδήποτε παρευρισκόμενος να επιτεθεί. «Είναι αρκετόν ότι, όπως ρητά προβλέπει το Άρθρο 99, ήταν ενδεχόμενο από την εξύβριση να αντιδράσει επιθετικά παριστάμενο πρόσωπο.»
Στην υπόθεση Bolster v. Αστυνομικού Διευθυντή Λεμεσού (1997) 2 Α.Α.Δ. 89, που παρέπεμψε ο εφεσείων με το διάγραμμα αγόρευσής του, η φράση "Fucking Βastard Police", την οποία εκστόμισε η εφεσείουσα σε αστυφύλακα, ανεξαρτήτως ότι στην προφορά έλεγε "Fucky Baster Police", με αναφορά στον τόπο και τόνο με τον οποίο έλεγε τη φράση, κρίθηκε ως εξύβριση.
Στην προκείμενη περίπτωση, η φράση «να πα να γαμηθείς» που εκστόμισε ο εφεσείων, κάτω από τις συνθήκες που περίγραψε ο ΜΚ1 στην κατάθεσή του, δεν θεωρούμε ότι είναι απλά αγενής απάντηση, όπως εισηγείται ο εφεσείων, αλλά είναι υβριστική και εφράζει αγανάκτηση και δυσαρέσκεια προς τον υβριζόμενο. (Βλ. Σχετικά Λεξικό Ελληνικής Γλώσσας Γ. Μπαμπινιώτη Γ' Έκδοση σελ.399). Έχοντας δε υπόψη τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες ο εφεσείων προέβη σε εξύβριση του ΜΚ1, καθώς και το γεγονός ότι υπήρχαν στο μέρος ακόμα τρείς αστυφύλακες, κρίνουμε ότι υπήρχε επαρκής μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου για να καταλήξει ότι ήταν ενδεχόμενο από την εξύβριση να αντιδράσει επιθετικά παριστάμενο πρόσωπο, και συνεπώς θεωρούμε ότι ορθά κρίθηκε ένοχος στην εν λόγω κατηγορία. Σημειώνεται ότι η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από την υπόθεση Harvey v. DPP [2011] All E.R.(D) 143 (Admin) που παραπέμπει ο εφεσείων στο διάγραμμα αγόρευσης του η οποία αφορά σε αδίκημα με διαφορετική διατύπωση από το Άρθρο 99.
Ως προς την αιτιολογία της πρωτόδικης απόφασης και την επίκριση ότι αυτή ήταν ανεπαρκής, πράγματι η απόφαση ήταν λιτή. Όμως, υπό τις όλες συνθήκες, το είδος και φύσης της υπόθεσης και το γεγονός ότι στην ουσία η κατηγορία οδηγήθηκε σε απόδειξη, τίποτε περισσότερο δεν χρειαζόταν.
Συνακόλουθα, δεν βρίσκουμε έρεισμα ούτε στον τρίτο λόγο έφεσης.
Η έφεση απορρίπτεται. Τα έξοδα της έφεσης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται εναντίον του εφεσείοντα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.