ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 2 ΑΑΔ 124
24 Ιανουαρίου, 2013
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στές]
(Ποινική Έφεση Αρ. 13/2010)
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 14/2010)
ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΚΟΥΡΟΥΜΟΥΝΗΣ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 15/2010)
ΝΙΚΟΣ ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 16/2010)
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 13/2010, 14/2010, 15/2010, 16/2010)
Ποινικός Κώδικας ― Ψευδής αξίωση από δημόσιο λειτουργό ― Άρθρο 104 του Ποινικού Κώδικα ― Παραμερισμός καταδίκης λόγω έλλειψης ασφαλούς συμπεράσματος ότι η γνώση την οποία έκαστος των εφεσειόντων απαιτείτο να είχε ότι η δήλωση ήταν ψευδής όπως προϋποτίθεται στο Άρθρο 104, προέκυπτε από τα ίδια τα γεγονότα ― Κατά πόσον οι εφεσείοντες πίστευαν ότι η αξίωση τους για υπερωρίες ήταν ψευδής.
Εφετείο ― Παρατήρηση Εφετείου αναφορικά με το χρόνο διεκπεραίωσης των ποινικών υποθέσεων.
Ποινική Δικονομία ― Κατηγορητήριο ― Κατά πόσον ήταν ορθή η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να καταδικάσει τους κατηγορούμενους επί του κατηγορητηρίου ως είχε, έχοντας εν τω μεταξύ καταλήξει ότι δεν αποδεικνύετο η ολότητα των αποδιδομένων στους κατηγορούμενους, παρά μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό.
Οι εφεσείοντες στράφηκαν με την έφεση εναντίον της καταδίκης τους σε κατηγορία που αντιμετώπισαν ο καθένας χωριστά, αναφορικά με ψευδή αξίωση από δημόσιο λειτουργό κατά παράβαση του Άρθρου 104 του Ποινικού Κώδικα.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, έκαστος κατηγορούμενος, ως δημόσιος υπάλληλος, υπέβαλε δήλωση για σκοπούς πληρωμής ωρών υπερωριακής εργασίας η οποία ήταν ψευδής ως προς ουσιώδες στοιχείο της, πράγμα το οποίο ο κάθε εφεσείων γνώριζε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίστηκε ιδιαίτερα στη μαρτυρία της Μ.Κ.8 η οποία ήταν προϊσταμένη των εφεσειόντων.
Διαπίστωσε ότι εκείνο το οποίο αποδεικνύετο από τη μαρτυρία της ΜΚ8 και την υπόλοιπη μαρτυρία που ήταν ενώπιον του, ήταν ότι μόνο όσον αφορούσε τις ημερομηνίες 7 και 8/4/2005 οι υπερωρίες οι οποίες είχαν ζητηθεί δεν είχαν γίνει και επομένως ότι η δήλωση ήταν ψευδής κατά τούτο.
Σε αυτή τη βάση το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι θα έπρεπε να συμπεράνει ότι η γνώση την οποία έκαστος των εφεσειόντων είχε ότι η δήλωση ήταν ψευδής όπως απαιτείται στο Άρθρο 104, προέκυπτε από τα ίδια τα γεγονότα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του 1ου κατηγορούμενου, ενώ δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στις καταθέσεις των κατηγορούμενων πέραν των αναφορών που σχετίζοντο με την απόδειξη της αυθεντικότητας των εντύπων υπερωριακής εργασίας τα οποία είχαν υποβληθεί.
Με την έφεση υποστηρίχθηκε ότι:
α) Η καταδίκη δεν ήταν ασφαλής.
β) Ομοίως δεν ήταν ασφαλής η εξαγωγή του συμπεράσματος ότι, εφ' όσον οι εφεσείοντες δεν είχαν εργασθεί τις ώρες που η Μ.Κ.8 ανέφερε όντας παρούσα κατά τους επιτόπιους ελέγχους, προέκυπτε ως ουσιαστικά αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι οι δηλώσεις ήσαν και ψευδείς εν γνώσει των ιδίων των Εφεσειόντων.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η αντίληψη της βεβαιότητας με την οποία πρέπει μια καταδίκη να γίνεται είναι ότι το γεγονός του ψευδούς της δήλωσης με αναφορά στη μαρτυρία της Μ.Κ.8 δεν μπορούσε να αποτελέσει και τη μοναδική βάση στην οποία θα μπορούσε με ασφάλεια να εξαχθεί το συμπέρασμα που απαιτείται σε ποινική υπόθεση για τη γνώση την οποία ιδιαίτερα απαιτεί το Άρθρο 104 ως προς τη δήλωση περί των υπερωριών.
2. Οι ίδιοι οι Εφεσείοντες είχαν τη δική τους εντύπωση για το τι θεωρούσαν ότι συνιστούσε υπερωρίες και η εντύπωση αυτή δεν μπορούσε να παραμερισθεί χωρίς τουλάχιστον να αφήνει στο μυαλό του Δικαστηρίου αμφιβολίες κατά πόσο οι ίδιοι πίστευαν ότι είχαν πράγματι εργασθεί εκείνες τις ώρες στην έννοια των υπερωριών.
3. Πρόσθετα, ήταν η μαρτυρία του Μ.Υ.3 ο οποίος είχε δηλώσει ευθέως ότι είχε εξουσιοδοτήσει υπερωρίες κατά τις ημερομηνίες, που οδηγούσαν στο ότι δεν ήταν δυνατό να υπάρξει τόσο λεπτομερειακός υπολογισμός που να καθορίζει ποινική ευθύνη κατ' αυτό τον τρόπο.
4. Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, με την παράδοση των δηλώσεων στη Μ.Κ.8 προέκυπτε αδιαμφισβήτητα το συμπέρασμα ότι υπήρχε και η γνώση για το ψευδές της δήλωσης του εντύπου δεν ήταν τέτοιο που να μπορούσε να στηρίξει την καταδίκη με τόση ευκολία.
5. Η περαιτέρω αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την κατ' οίκον εργασία είναι ακριβώς για το αβέβαιο που μπορεί να υπάρξει σε τέτοιες περιπτώσεις.
6. Εσφαλμένη ήταν και η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να καταδικάσει τους εφεσείοντες επί του κατηγορητηρίου ως είχε, έχοντας εν τω μεταξύ όμως καταλήξει ότι δεν αποδεικνύετο η ολότητα των αποδιδομένων στους Εφεσείοντες, παρά μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό της ολικής αναφοράς σε ώρες υπερωρίας που περιέχονταν στο κατηγορητήριο.
Οι εφέσεις επιτράπηκαν.
Οι εφεσείοντες αθωώθηκαν και απαλλάχθηκαν.
Εφέσεις εναντίον Καταδίκης και Ποινής.
Εφέσεις από τους καταδικασθέντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λοΐζου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 17288/06), ημερομηνίας 29/12/09.
Μ. Παπαντωνίου (κα), για τον Εφεσείοντα στην Ποιν. Εφ. 13/2010.
Ν. Παναγιώτου, για τους Εφεσείοντες στις Ποιν. Εφ. 14/2010, 15/2010 και 16/2010.
Ν. Δημητρίου με Μ. Χαραλάμπους (κα), για την Εφεσίβλητη.
Ex tempore
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου δίδεται από το Δικαστή Χατζηχαμπή.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Οι Εφεσείοντες αντιμετώπισαν έκαστος κατηγορία ψευδούς αξιώσεως από δημόσιο λειτουργό κατά παράβαση του Άρθρου 104 του Ποινικού Κώδικα το οποίο προνοεί:
«Δημόσιος λειτουργός στα υπηρεσιακά καθήκοντα του οποίου ανάγεται η υποχρέωση ή η δυνατότητα παροχής απολογισμών ή δηλώσεων σχετικά με οποιοδήποτε χρηματικό ποσό που πρέπει να καταβληθεί ή που αξιώνει ότι πρέπει να καταβληθεί σε αυτόν ή άλλον ή σχετικά με οποιοδήποτε άλλο θέμα που έχει ανάγκη πιστοποίησης για το σκοπό πληρωμής ή της παράδοσης αγαθών σε οποιοδήποτε πρόσωπο, ο οποίος εκδίδει απολογισμό ή δήλωση σχετικά με τέτοιο θέμα, η οποία είναι σε γνώση του ότι είναι ψευδής ως προς ουσιώδες στοιχείο της, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων και σε χρηματική ποινή.»
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, έκαστος κατηγορούμενος, ως επιθεωρητής ελέγχου για σκοπούς του Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας, υπέβαλε δήλωση για σκοπούς πληρωμής ωρών υπερωριακής εργασίας η οποία ήταν ψευδής ως προς ουσιώδες στοιχείο της, πράγμα το οποίο ο κάθε Εφεσείων γνώριζε.
Για τον 1ο κατηγορούμενο η αναφορά ήταν σε 95 ώρες υπερωριακής εργασίας για την περίοδο 7-24/4/2005, στις οποίες αντιστοιχούσε το ποσό των £792,06, ενώ γνώριζε ότι δεν εργάστηκε τις 42½ ώρες των εν λόγω υπερωριών. Για τον κατηγορούμενο 2 η αναφορά ήταν σε 71½ ώρες υπερωριακής εργασίας για την περίοδο 7-22/4/2005, στις οποίες αντιστοιχούσε το ποσό των £410,77, ενώ γνώριζε ότι δεν εργάστηκε τις 33 ώρες των εν λόγω υπερωριών. Για τον κατηγορούμενο 3 η αναφορά ήταν σε 72½ ώρες για την περίοδο 7-22/4/2005, στις οποίες αντιστοιχούσε το ποσό των £561,15, ενώ γνώριζε ότι δεν εργάστηκε τις 33½ ώρες. Και για τον κατηγορούμενο 4 η αναφορά ήταν σε 57 ώρες υπερωριακής εργασίας για την περίοδο 7-22/4/2005, στις οποίες αντιστοιχούσε το ποσό των £417,96, ενώ γνώριζε ότι δεν εργάστηκε τις 25 ώρες των εν λόγω υπερωριών.
Υπήρξαν και άλλες δύο κατηγορίες που αφορούσαν, η κατηγορία 5 και τους τέσσερις κατηγορούμενους και η κατηγορία 6 τους κατηγορούμενους 1, 2 και 3, βάσει του ιδίου άρθρου, οι οποίες απερρίφθησαν στο εκ πρώτης όψεως στάδιο.
Στις τέσσερις κατηγορίες που αναφέραμε ο χρόνος διάπραξης των αδικημάτων ήταν η 25.4.2005 και το κατηγορητήριο κατεχωρήθη στις 28.7.2006, δεκαπέντε δηλαδή μήνες αργότερα, ενώ η ακρόαση της υπόθεσης άρχισε στις 3.3.2008, δηλαδή μετά από δεκαεννέα μήνες. Τελικά εδόθη η απόφαση στις 18.12.2009 και, με την άσκηση της, η έφεση ακούσθηκε σήμερα εφ' όσον είχε αρχικά ορισθεί για τις 12.11.2012. Υπήρξε πληθώρα πρακτικών ανερχόμενων σε πέραν των χιλίων σελίδων, εφ΄όσον η ακρόαση ήταν πάρα πολύ μακρά και αναλώθησαν εξήντα πέντε συνεδρίες για συμπλήρωσή της. Υπήρχαν αρχικά στο κατηγορητήριο ογδόντα τέσσερις μάρτυρες, από τους οποίους εκλήθησαν να δώσουν μαρτυρία οι εξήντα έξι. Η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής εβασίσθη ιδιαίτερα στη μαρτυρία της Μ.Κ.8 η οποία ήταν προϊσταμένη των Εφεσειόντων και η οποία ανεφέρθη στις υπερωρίες τις οποίες αυτοί προσέφεραν ως επιθεωρητές ελέγχου για σκοπούς του Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας, εργασία που εξυπάκουε επιτόπιες εξετάσεις, όπως και άλλους ελέγχους σε εκατόν πενήντα επτά μονάδες παγκυπρίως. Η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής διαπίστωσε ότι εκείνο το οποίο αποδεικνύετο από τη μαρτυρία της ΜΚ8 και την υπόλοιπη μαρτυρία που ήταν ενώπιον της ήταν ότι μόνο όσον αφορά τις ημερομηνίες 7 και 8/4/2005 οι υπερωρίες οι οποίες είχαν ζητηθεί δεν είχαν γίνει και επομένως ότι η δήλωση ήταν ψευδής κατά τούτο. Για τις υπόλοιπες ημερομηνίες, όπως ανέφερε, το όλο θέμα παρέμεινε ατεκμηρίωτο ως προς τους χρόνους εργασίας ελλείψει μαρτυρίας εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής και αφού η Μ.Κ.8 ήταν παρούσα μόνο κατά τους επιτόπιους ελέγχους των ημερομηνιών 7 και 8/4/2005. Σε αυτή τη βάση η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής θεώρησε ότι θα έπρεπε να συμπεράνει ότι η γνώση την οποία έκαστος των Εφεσειόντων είχε ότι η δήλωση ήταν ψευδής όπως απαιτείται στο Άρθρο 104 προκύπτει από τα ίδια τα γεγονότα, όπως ανάφερε, της υπό κρίση υπόθεσης για τους εξής λόγους:
«Επιτόπιοι έλεγχοι στις 7.4.2005 και 8.4.2005.
Οι σχετικές εγγραφές στα επίδικα έντυπα που έγιναν από τους Κατηγορουμένους είναι ψευδείς σε ό,τι αφορά τις ημερομηνίες 7.4.2005 και 8.4.2005, αφού δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα».
Τούτο, βεβαίως, με αναφορά στη μαρτυρία της Μ.Κ.8 στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί.
Αρχικά στο κατηγορητήριο ήταν ως μάρτυρας και ο Μ.Υ.3 ο οποίος είναι ο Διευθυντής του Οργανισμού αλλά δεν εκλήθη να δώσει μαρτυρία και ο οποίος εκλήθη έτσι από την υπεράσπιση εφ' όσον εθεωρήθη ότι η μαρτυρία του ήταν σχετική και σημαντική για σκοπούς της υπόθεσης για να πληρωθεί το κενό το οποίο παρέμεινε από τη μη κλήση του από την Κατηγορούσα Αρχή. Και η ουσία της μαρτυρίας του ήταν ότι ο μάρτυς είχε προεγκρίνει την πραγματοποίηση υπερωριών στις ημερομηνίες που αναφέροντο στο κατηγορητήριο και περιλάμβαναν τις 7 και 8/4/2005, και κατ' οίκον εργασία εφ' όσον αυτή ήταν απαραίτητο μέρος της όλης εργασίας. Ο μάρτυς ανεφέρθη επίσης στις γενικότερες συνθήκες που διέπουν τη διεξαγωγή της εργασίας και οι οποίες καταδείκνυαν ότι δεν μπορεί να υπάρχει μεγάλη ακρίβεια στα πράγματα αυτά όσον αφορά την ώρα εργασίας.
Μαρτυρία εδόθη από τον ίδιο τον κατηγορούμενο 1, ο οποίος ανεφέρθη ιδιαίτερα στις ημερομηνίες 7 και 8/4/2005 λέγοντας ότι λόγω των αποστάσεων που είχαν οι κτηνοτροφικές μονάδες στην Πάφο αλλά και λόγω των αντίξοων συνθηκών εργασίας χρειάστηκε να εργαστούν υπερωριακά, αλλά και στην έγκριση που είχε για την υπερωριακή εργασία αυτή τόσο από το Μ.Κ.3 όσον και από τη Μ.Κ.8. Αναφερόμενος στις εν λόγω ημερομηνίες ο μάρτυρας είπε ότι για την κάθε μέρα δικαιολογούντο οι χρόνοι τους οποίους είχε δηλώσει στη δήλωσή του. Συγκεκριμένα παραπέμπουμε στη σελίδα 11 της απόφασης όπου αναφέρονται λεπτομερειακά οι σχετικές του εξηγήσεις, περιλαμβανομένων αναφορών στη διεκπεραίωση φακέλων στην οικία του. Στη μαρτυρία του έκαμε αναφορά και στην παρουσία της Μ.Κ.8 όπως επίσης και στις δικές της οδηγίες σε σχέση με τις ώρες εργασίας και στην καθυστέρηση η οποία υπήρξε στην έναρξη της εργασίας.
Οι άλλοι κατηγορούμενοι δεν έδωσαν μαρτυρία αλλά προέβησαν σε ανώμοτες δηλώσεις που παρέπεμπαν στις καταθέσεις τους. Σε αυτές αναφέρουν για τις ώρες που είχαν εργασθεί στις 7 και 8/4/2005 όπως και σε άλλες ημερομηνίες βεβαίως, δικαιολογώντας την αναφορά τους στις ώρες υπερωριών τις οποίες είχαν δηλώσει.
Η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής απέρριψε τη μαρτυρία του 1ου κατηγορούμενου, ενώ δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στις καταθέσεις των κατηγορούμενων πέραν των αναφορών που σχετίζοντο με την απόδειξη της αυθεντικότητας των εντύπων υπερωριακής εργασίας τα οποία είχαν υποβληθεί.
Όσον αφορά το Μ.Υ.3, η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής δεν προβαίνει σε ευθεία αξιολόγηση της μαρτυρίας του, την αξιοπιστία της οποίας όμως δεν φαίνεται να αμφισβητεί αφού στη συνέχεια προβαίνει στη διαπίστωση ότι η μαρτυρία αυτή δεν προσέθετε οτιδήποτε στο ζητούμενο καθ΄ότι ο μάρτυρας απουσίαζε στο εξωτερικό από τις 8/4/2005 και το ερώτημα δεν αφορούσε τις εγκρίσεις που είχε δώσει σε σχέση με τις υπερωρίες αλλά αν τα επίδικα έντυπα περιείχαν ψευδή στοιχεία, ως προς τα οποία ο Μ.Κ.3 δεν γνώριζε οτιδήποτε αφού δεν ήταν παρών.
Πρόδηλο είναι λοιπόν ότι το Δικαστήριο εβασίσθη αποκλειστικά στη μαρτυρία της Μ.Κ.8 για σκοπούς καταδίκης και ιδιαίτερα στο γεγονός ότι αυτή ήταν παρούσα στους επιτόπιους ελέγχους στις εν λόγω ημερομηνίες και προέκυπτε από τη μαρτυρία της ότι δεν υπήρξαν οι υπερωρίες τις οποίες οι Εφεσείοντες είχαν ζητήσει.
Το κεντρικό ερώτημα βεβαίως το οποίο απασχολεί στην έφεση, παρά την έκταση την οποία έχουν πάρει οι αγορεύσεις εκ μέρους των ευπαιδεύτων συνηγόρων των Εφεσειόντων, εντοπίζεται στο ασφαλές της καταδίκης σε συνάρτηση με την εξαγωγή του συμπεράσματος ότι, εφ' όσον οι Εφεσείοντες δεν είχαν εργασθεί τις ώρες που η Μ.Κ.8 ανέφερε όντας παρούσα κατά τους επιτόπιους ελέγχους, προέκυπτε ως ουσιαστικά αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι οι δηλώσεις ήσαν και ψευδείς εν γνώσει των ιδίων των Εφεσειόντων. Η δική μας αντίληψη της βεβαιότητας με την οποία πρέπει μια καταδίκη να γίνεται είναι ότι το γεγονός του ψευδούς της δήλωσης με αναφορά στη μαρτυρία της Μ.Κ.8 δεν μπορούσε να αποτελέσει και τη μοναδική βάση στην οποία θα μπορούσε με ασφάλεια να εξαχθεί το συμπέρασμα που απαιτείται σε ποινική υπόθεση για τη γνώση την οποία ιδιαίτερα απαιτεί το Άρθρο 104 ως προς τη δήλωση περί των υπερωριών. Οι ίδιοι οι Εφεσείοντες είχαν τη δική τους εντύπωση για το τι θεωρούσαν ότι συνιστούσε υπερωρίες και η εντύπωση αυτή δεν μπορούσε να παραμερισθεί χωρίς τουλάχιστον να αφήνει στο μυαλό του Δικαστηρίου αμφιβολίες κατά πόσο οι ίδιοι πίστευαν ότι είχαν πράγματι εργασθεί εκείνες τις ώρες στην έννοια των υπερωριών. Πρόσθετα, ήταν η μαρτυρία του Μ.Υ.3 ο οποίος είχε δηλώσει ευθέως ότι είχε εξουσιοδοτήσει υπερωρίες κατά τις ημερομηνίες εκείνες, λαμβανομένης υπ' όψη και της ανάγκης έγκαιρης διεκπεραίωσης της εργασίας, και ο οποίος εξήγησε τις συνθήκες της εργασίας αυτής που οδηγούν στο ότι δεν είναι δυνατό να υπάρξει τόσο λεπτομερειακός υπολογισμός που να καθορίζει ποινική ευθύνη κατ' αυτό τον τρόπο.
Όλη λοιπόν η μαρτυρία κατευθύνετο στο ότι, ναι μεν στην παρουσία της Μ.Κ.8 δεν υπήρξαν αυτές οι υπερωρίες όσον αφορά τη δική της αναφορά στα γεγονότα, όμως οι υπερωρίες αυτές θα μπορούσαν να είχαν υπόσταση στο μυαλό των Εφεσειόντων με την έννοια ότι εκείνοι ερμήνευαν τα πράγματα διαφορετικά, ιδιαίτερα με περαιτέρω αναφορά στις καθυστερήσεις που μπορεί να υπήρχαν όσον αφορά την έκβαση της εργασίας αλλά και στις συνθήκες διεξαγωγής της εργασίας και στην κατ΄οίκον εργασία η οποία μπορεί να ήταν αναγκαία για σκοπούς ελέγχου των επιτόπιων εξετάσεων.
Η κατάληξη της ευπαιδεύτου Δικαστή ότι, με την παράδοση των δηλώσεων στη Μ.Κ.8 προέκυπτε αδιαμφισβήτητα το συμπέρασμα ότι υπήρχε και η γνώση για το ψευδές της δήλωσης του εντύπου δεν είναι τέτοιο που να μπορούσε να στηρίξει την καταδίκη με τόση ευκολία. Η περαιτέρω αναφορά την οποία η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής κάνει στις σελίδες 37 και 38 της απόφασης σε σχέση με την κατ' οίκον εργασία είναι ακριβώς για το αβέβαιο που μπορεί να υπάρξει σε τέτοιες περιπτώσεις όπου εκείνο το οποίο δηλώνεται δεν είναι συνάρτηση ενός μόνου παράγοντα αλλά πολλών παραγόντων που μπορεί να οδηγήσουν σε μια υποκειμενική στάθμιση των γεγονότων η οποία αναιρεί, ως εκ της υποκειμενικότητάς της, τη γνώση περί ψευδούς δηλώσεως ή τουλάχιστον αφήνει αμφιβολίες για το κατά πόσο η δήλωση καθίσταται ψευδής.
Υπάρχει και μια άλλη παράμετρος την οποία θέλουμε όμως να πραγματευθούμε, εκείνη του κατηγορητηρίου. Το Δικαστήριο καταδίκασε στο τέλος της ημέρας τους Εφεσείοντες επί του κατηγορητηρίου ως είχε, έχοντας εν τω μεταξύ όμως καταλήξει ότι δεν αποδεικνύετο η ολότητα των αποδιδομένων στους Εφεσείοντες παρά μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό της ολικής αναφοράς σε ώρες υπερωρίας που περιείχοντο στο κατηγορητήριο. Δεν είναι δυνατό να διατηρηθεί καταδίκη με αυτά τα δεδομένα και για το λόγο αυτό και πάλι θα ήταν τρωτή η απόφαση. Ως Εφετείο δεν είμεθα διατεθειμένοι να παρέμβουμε για να διορθώσουμε τη λανθασμένη αυτή πορεία της υπόθεσης ακόμα και αν θεωρούσαμε ότι μπορούσε να υπάρξει καταδίκη όσον αφορά τις ημερομηνίες 7 και 8/4/2005.
Η τελευταία μας απασχόληση πρέπει ασφαλώς να είναι με το χρόνο ο οποίος έχει διαρρεύσει για τη διεκπεραίωση της υπόθεσης αυτής. Η υπόθεση στην ουσία της ήταν απλή και αφορούσε το καίριο θέμα της γνώσης. Δεν έχει εξηγηθεί γιατί υπήρξε μεγάλη καθυστέρηση στην καταχώρηση της υπόθεσης, ούτε γιατί υπήρξε μεγάλη καθυστέρηση στην έναρξη της ακρόασης της υπόθεσης. Όσον αφορά τη διάρκεια της ακρόασης βεβαίως, αντιλαμβανόμεθα ότι αναλώθη πολύς χρόνος και δεν είναι σκοπός μας να καταμερίσουμε ευθύνη σε οποιαδήποτε πλευρά λέγοντας ότι η ευθύνη για την καθυστέρηση βαρύνει τον ένα ή τον άλλο ή και τους δύο. Όμως πρέπει να εκφράσουμε την ανησυχία μας ότι μια σχετικά απλή ποινική υπόθεση χρειάζεται τόσα χρόνια για να διεκπεραιωθεί πρωτοδίκως και βεβαίως χρειάστηκαν άλλα δύο χρόνια για να διεκπεραιωθεί κατ' έφεση. Τούτο πρέπει να μας προβληματίσει όσον αφορά την πορεία ποινικών υποθέσεων αφού ο σκοπός της ποινικής διαδικασίας ουσιαστικά εξευτελίζεται.
Οι εφέσεις επιτυγχάνουν. Οι πρωτόδικες καταδίκες και ποινές παραμερίζονται και οι Εφεσείοντες αθωώνονται και απαλλάσσονται. Η πρωτόδικη διαταγή για έξοδα παραμερίζεται.
Οι εφέσεις επιτυγχάνουν.
Οι εφεσείοντες αθωώνονται και απαλλάσσονται.