ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 2 ΑΑΔ 345
19 Σεπτεμβρίου, 2011
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΚΩΣΤΑΚΗΣ ΜΙΧΑΗΛ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 133/2010)
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί, κατ' εξοχήν, έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Το εφετείο επεμβαίνει μόνο, όταν αυτό παραλείπει να προβεί σε συγκεκριμένο εύρημα αναφορικά με ένα ουσιώδες θέμα, ή όπου η αποδοχή της μαρτυρίας ενός μάρτυρα, υπό το φως, πάντοτε, του συνόλου της μαρτυρίας, δεν είναι εύλογα επιτρεπτή ― Μικροδιαφορές στη μαρτυρία των διαφόρων μαρτύρων που δεν αγγίζουν ουσιώδη σημεία δε δικαιολογούν επέμβαση του εφετείου ― Οι αντιφάσεις και οι αδυναμίες πρέπει να είναι τόσο σημαντικές, ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχτηκε τη συγκεκριμένη μαρτυρία ως αξιόπιστη.
Ναρκωτικά ― Ο περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμος του 1977, (Ν. 29/77), όπως τροποποιήθηκε ― Δημιουργία μαχητού τεκμηρίου κατοχής ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια ― Άρθρα 2, 3, 6(3), 7(1)(α)(2), 30, 30Α, 31, 31Α, και 6(3)Β του Πρώτου Παραρτήματος ― Τρίτος Πίνακας του Νόμου), (Κ.Δ.Π. 139/79), (Κ.Δ.Π. 4/96). Μπορεί να συμβιβαστεί με το θεμελιώδες τεκμήριο της αθωότητας, εφόσον συντρέχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις ― Η παράλειψη δικαιολόγησης της κατοχής των φυτών, σε συνδυασμό με το μεγάλο αριθμό τους, δεν άφηνε περιθώριο άλλο από την κατάληξη καλλιέργειας με σκοπό την προμήθεια.
Δικαιώματα διαδίκου ― Η Κατηγορούσα Αρχή, δεν είχε υποχρέωση να καλέσει ως μάρτυρα και το δεύτερο αστυφύλακα που ήταν παρών στα γεγονότα ― Αναμένεται από την Αστυνομία, στα πλαίσια ορθής αστυνομικής διερεύνησης της υπόθεσης, να λαμβάνει από όλους κατάθεση, ώστε να γνωρίζει η Υπεράσπιση εκ των προτέρων, έστω και αν αυτοί δεν κληθούν στο δικαστήριο, πώς έχουν περιγραφεί τα γεγονότα από τους παρόντες στη σκηνή.
Ο εφεσείων, κρίθηκε ένοχος ύστερα από ακροαματική διαδικασία, σε αδικήματα κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977, (Ν. 29/77), (όπως τροποποιήθηκε), ήτοι στις κατηγορίες της καλλιέργειας φυτών του γένους κάνναβης και της καλλιέργειας φυτών του γένους κάνναβης με σκοπό την προμήθεια σε τρίτο πρόσωπο. Του επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης πέντε και οκτώ μηνών.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση του εφεσείοντα ότι τα συγκεκριμένα αδικήματα προσχεδιάστηκαν από την Αστυνομία, η οποία όπως υπέβαλε, τον καταδίωκε για τις πολιτικές του πεποιθήσεις.
Κατέληξε ότι ο χρόνος που ο εφεσείων μετέβη στη σκηνή, ο χώρος που ήταν τοποθετημένα τα 16 φυτά, η κατοχή και η λειτουργία από αυτόν φαναριού για να μεταβεί στο χώρο κάτω από τη συκιά, το πότισμα των φυτών με πλαστικό μπουκάλι που βρισκόταν στο μέρος, αποτελούσαν στοιχεία που καταδείκνυαν ότι ο εφεσείων είχε γνώση της φύσης των 16 φυτών και ότι αυτά κατέχονταν και καλλιεργούνταν από τον ίδιο. Αναφορικά με το κατά πόσο κατέχονταν και καλλιεργούνταν με σκοπό την προμήθεια σε τρίτο πρόσωπο, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού καθοδηγήθηκε από τη νομολογία, έκρινε ότι σύμφωνα με τις επιμέρους διαπιστώσεις του και τον αριθμό των φυτών, δικαιολογείτο η εφαρμογή του τεκμηρίου.
Ασκήθηκε έφεση εναντίον της καταδίκης.
Υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων από τον εφεσείοντα ότι:
α) οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την αξιοπιστία των μαρτύρων ήταν εσφαλμένες.
β) η μαρτυρία του απερρίφθη επειδή αυτός άσκησε το δικαίωμά του να μην απαντήσει στις ερωτήσεις που του τέθηκαν από την Αστυνομία.
γ) βασικός μάρτυρας, δεν έδωσε κατάθεση στην Αστυνομία, ούτε κλήθηκε ως μάρτυρας κατηγορίας, με αποτέλεσμα να παραβιαστεί η αρχή της ισότητας των όπλων.
δ) υπήρχαν ρωγμές στον κρίκο της αλυσίδας διακίνησης των τεκμηρίων, λόγω ουσιωδών αντιφάσεων στις οποίες περιέπεσαν οι μάρτυρες κατηγορίας.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δεν δικαιολογείτο επέμβασή του Εφετείου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεξήγησε με μεγάλη λεπτομέρεια με λόγους απόλυτα δικαιολογημένους, γιατί η μαρτυρία του εφεσείοντα δεν έγινε αποδεκτή.
2. Ορθά απερρίφθη η θέση του εφεσείοντα ότι τα συγκεκριμένα αδικήματα προσχεδιάστηκαν από την Αστυνομία, η οποία τον καταδίωκε για τις πολιτικές του πεποιθήσεις, γιατί, όπως εκρίθη, αυτή ήταν εξωπραγματική. Επί μέρους, ισχυρισμοί του, όπως ότι κτυπήθηκε από το Μ.Κ.5, δεν τέθηκαν στο μάρτυρα, κατά την αντεξέταση.
3. Ήταν αδύνατο για τους Μ.Κ.5 και Μ.Υ1 να γνώριζαν εκ των προτέρων ότι τη συγκεκριμένη ημέρα και ώρα ο εφεσείων θα βρισκόταν στο συγκεκριμένο δρόμο, θα χρειαζόταν να ουρήσει και, για να τον παγιδεύσουν, θα τοποθετούσαν τα φυτά.
4. Οι διαφορές στη μαρτυρία των Μ.Κ.5 και Μ.Υ.1 σε σχέση με τις συνθήκες που επικρατούσαν στη σκηνή δεν ήταν τέτοιες, που να δικαιολογούσαν τα όσα αυτός εισηγείτο ότι δηλαδή η μαρτυρία τους ήταν, σε ουσιώδη σημεία, αντιφατική.
5. Το γεγονός ότι η κοπέλα που τον συνόδευε δε συνελήφθη δεν επηρέαζε, καθ' οιονδήποτε τρόπο, το αξιόπιστο της μαρτυρίας του Μ.Κ.5.
6. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στα πλαίσια της αξιολόγησης της μαρτυρίας του εφεσείοντα, δεν κάκισε, καθ' οιονδήποτε τρόπο, τη στάση του να μην απαντήσει σε ερωτήσεις της Αστυνομίας. Εκείνο το οποίο επηρέασε και επέδρασε στην απόρριψη της μαρτυρίας του ήταν η άρνησή του, όταν κατέθετε στο Δικαστήριο, να απαντήσει σε συγκεκριμένες ερωτήσεις όπως και το ότι, ενώ ισχυρίστηκε ότι κτυπήθηκε από την Αστυνομία, δεν υπέβαλε οποιοδήποτε παράπονο όταν αφέθηκε ελεύθερος.
7. Η Κατηγορούσα Αρχή, θεωρώντας ότι η μαρτυρία του Μ.Κ.5, ο οποίος είχε διενεργήσει και τη σύλληψη του εφεσείοντα, ήταν ικανοποιητική, δεν είχε υποχρέωση να καλέσει ως μάρτυρα και το δεύτερο αστυφύλακα. Από τη στιγμή που επέλεξε η ίδια η υπεράσπιση να τον καλέσει, δεν μπορούσε να καλεί το Δικαστήριο να μη λάβει υπόψη του τη μαρτυρία του, προβάλλοντας ότι στερήθηκε του δικαιώματος της αντεξέτασης.
8. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με την αποδοχή της μαρτυρίας της Μ.Κ.4 και του Μ.Κ.1 ως αξιόπιστης, εξέτασε, στα πλαίσια ελέγχου της νομιμότητας της διακίνησης των τεκμηρίων, τις εξηγήσεις που αυτοί έδωσαν για κάποιες παραλείψεις τους, οι οποίες, όπως ορθά κατέληξε, εξεταζόμενες στα πλαίσια των υπολοίπων στοιχείων που αφορούσαν στη διακίνηση των τεκμηρίων, ήταν καλόπιστα λάθη.
9. Η θεωρητική τοποθέτηση του εμπειρογνώμονα Μ.Υ.2, ο οποίος δεν εξέτασε τα διάφορα τεκμήρια, δεν μπορούσε να ανατρέψει όσα ο εμπειρογνώμονας Μ.Κ.3 εντόπισε σ' αυτά, δηλαδή το γενετικό υλικό του εφεσείοντα.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 211,
Youssef v. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 289,
Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 388,
Eminiyet κ.ά. ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 216,
Σκούλλου v. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 87,
Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41,
Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220,
Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 326,
Πέγκερος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143.
Έφεση εναντίον Καταδίκης.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παντελή, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 14767/08), ημερομηνίας 2/8/10.
Μ. Παρασκευάς, για τον Εφεσείοντα.
Δ. Παπαστεφάνου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων, μετά από ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην Ποινική Υπόθεση Αρ. 14767/08, κρίθηκε ένοχος σε αδικήματα κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977, (Ν. 29/77), (όπως τροποποιήθηκε), (ο «Νόμος»). Συγκεκριμένα, κρίθηκε ένοχος στις κατηγορίες: της καλλιέργειας φυτών του γένους κάνναβης - (Άρθρα 2, 3 και 7(1)(α)(2), 30, 31, 31Α, 7(2)Β του Πρώτου Παραρτήματος - Τρίτος Πίνακας του Νόμου), (Κ.Δ.Π. 139/79), (Κ.Δ.Π. 4/96) - της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου - (Άρθρα 2, 3, (Πρώτος Πίνακας Μέρος ΙΙ), 6(1)(2), 30(1)(2)(3), 31, 31Α και 6(2)Β του Πρώτου Παραρτήματος - Τρίτος Πίνακας του Νόμου), (Κ.Δ.Π. 139/79), (Κ.Δ.Π. 4/96) - και της καλλιέργειας φυτών του γένους κάνναβης με σκοπό την προμήθεια σε τρίτο πρόσωπο - (Άρθρα 2, 3, 6(3), 7(1)(α)(2), 30, 30Α, 31, 31Α, και 6(3)Β του Πρώτου Παραρτήματος - Τρίτος Πίνακας του Νόμου), (Κ.Δ.Π. 139/79), (Κ.Δ.Π. 4/96). Του επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης πέντε και οκτώ μηνών, οι οποίες, όμως, δε θα μας απασχολήσουν, αφού η παρούσα έφεση αφορά μόνο στην καταδίκη.
Η Κατηγορούσα Αρχή, για να αποδείξει την υπόθεσή της, παρουσίασε πέντε μάρτυρες: δύο αστυνομικούς - Μ.Κ.1 και Μ.Κ.5 - δύο εμπειρογνώμονες - Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3 και τη Μ.Κ.4, υπάλληλο στο Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου.
Από πλευράς Υπεράσπισης, κατέθεσαν, εκτός από τον εφεσείοντα, ένας αστυνομικός - Μ.Υ.1 - ο οποίος, όπως θα εξηγηθεί αργότερα, κατά την ώρα της σύλληψης του εφεσείοντα, ήταν σε υπηρεσία μαζί με τον Μ.Κ.5, και ένας εμπειρογνώμονας - Μ.Υ.2.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, για λόγους που εξηγεί στην απόφασή του, στους οποίους θα αναφερθούμε κατά την εξέταση των λόγων έφεσης, αφού άκουσε τη μαρτυρία, αποδέχτηκε ως αξιόπιστους τους μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής, όπως και τους μάρτυρες της Υπεράσπισης, όχι, όμως, τον εφεσείοντα, τη μαρτυρία του οποίου χαρακτήρισε αναξιόπιστη και υστερόβουλη, που στόχο είχε όχι την αποκάλυψη της αλήθειας αλλά την αποενοχοποίηση της παρουσίας του στη σκηνή. Κατέληξε ότι η εκδοχή του πως η όλη υπόθεση αποτελεί σκευωρία της Αστυνομίας, η οποία τοποθέτησε τα φυτά για να τον παγιδεύσει, δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια.
Τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο, έχουν, σε συντομία, ως εξής:-
Στις 5/4/2007, οι Μ.Κ.5 και Μ.Υ.1, έθεσαν υπό παρακολούθηση φυτεία κάνναβης, που είχε εντοπιστεί ενωρίτερα από την Αστυνομία σε ανοικτό χώρο στάθμευσης, στην οδό Τρικούπη, στη Λευκωσία. Επρόκειτο για δύο γλάστρες με 16 φυτά κάνναβης, τοποθετημένες κάτω από συκιά, μέσα σε κασόνι. Οι Μ.Κ.5 και Μ.Υ.1, οι οποίοι, από τις 18:00, παρακολουθούσαν το μέρος από τον πρώτο όροφο εγκαταλελειμμένης οικίας απέναντι από τον ανοικτό χώρο που βρίσκονταν τα φυτά, στις 22:10, αντιλήφθηκαν, τον εφεσείοντα και μια άγνωστη κοπέλα να περπατούν στην περιοχή και να προσεγγίζουν το μέρος όπου ήταν τοποθετημένες οι γλάστρες. Ο εφεσείων προχώρησε προς τη συκιά, ενώ η κοπέλα έμεινε στο δρόμο. Άφησαν, τότε, το σημείο όπου κρύβονταν και κατευθύνθηκαν προς το μέρος του εφεσείοντα, ο οποίος, στο μεταξύ, κρατώντας ένα φαναράκι, προχώρησε κάτω από τη συκιά. Αφού πλησίασε τη φυτεία, άρχισε να ποτίζει τα φυτά με ένα μπουκάλι που βρισκόταν εκεί. Αμέσως, προχώρησαν προς το μέρος του και τον συνέλαβαν, ενώ η άγνωστη κοπέλα έφυγε τρέχοντας. Με τη σύλληψη του εφεσείοντα, ομάδα νεαρών τους πλησίασε και άρχισαν να φωνάζουν και να τους απειλούν. Ανέσυραν, τότε, τα υπηρεσιακά τους πιστόλια, συνέλαβαν έναν από αυτούς και μετέβηκαν στα γραφεία της Υπηρεσίας Καταπολέμησης Ναρκωτικών, (Υ.ΚΑ.Ν.).
Από τη σκηνή, παραλήφθηκαν τα 16 φυτά που αποτελούσαν τη φυτεία κάνναβης - Τεκμήριο 2, οι γλάστρες και το κασόνι μέσα στο οποίο αυτές ήταν τοποθετημένες - Τεκμήριο 5, μικρό φαναράκι - Τεκμήριο 4 και ένα άδειο πλαστικό μπουκάλι - Τεκμήριο 3. Τα αντικείμενα που παραλήφθηκαν από τη σκηνή μεταφέρθηκαν στα γραφεία της Υ.ΚΑ.Ν. και παραδόθηκαν από τον Αστυφύλακα 1795 Μ. Μιλτιάδους - Μ.Κ.5 - στον Αστυφύλακα 3461 Μ. Χαραλάμπους - Μ.Κ.1, ο οποίος ανέλαβε τη διερεύνηση της υπόθεσης. Ο μάρτυρας αυτός έλαβε από τον εφεσείοντα παρειακό επίχρισμα - Τεκμήριο 6, το οποίο παρέδωσε, μαζί με τις δύο γλάστρες και το κασόνι, το μικρό φαναράκι και το άδειο πλαστικό μπουκάλι στη Μ. Χατζηβασιλείου - Μ.Κ.4, για να εξεταστούν επιστημονικά από το Μ. Καριόλου - Μ.Κ.3. Η Μ.Κ.4 τα παρέδωσε στο Μ.Κ.3, Ειδικό Γενετιστή, ο οποίος, αφού τα εξέτασε, εντόπισε στο φαναράκι και στο άδειο πλαστικό μπουκάλι γενετικό υλικό, το οποίο ταυτίζεται με εκείνο του εφεσείοντα. Η Κ. Κονάρη - Μ.Κ.2, εμπειρογνώμονας, ειδική σε θέματα δικανικής χημείας και τοξικολογίας, μετά από επιστημονική εξέταση στα 16 φυτά, τα οποία της παραδόθηκαν από το Μ.Κ.1, κατέληξε ότι αυτά είναι φυτά κάνναβης, από τα οποία δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη. Όλα τα τεκμήρια, μαζί και το παρειακό επίχρισμα που λήφθηκε από τον εφεσείοντα, σύμφωνα με τη μαρτυρία που το Δικαστήριο αποδέχτηκε, διακινήθηκαν νόμιμα. Ο εφεσείων δεν κτυπήθηκε από τους αστυφύλακες, ούτε καταδιώκεται για τις ιδεολογικές του πεποιθήσεις, όπως αυτός υποστήριξε.
Η εκδοχή του εφεσείοντα, η οποία δεν έγινε αποδεκτή, ήταν ότι το συγκεκριμένο βράδυ, αυτός και κάποια φίλη του, μετά που έφυγαν από εστιατόριο της περιοχής, αποφάσισαν να περπατήσουν στην οδό Τρικούπη. Σε κάποια στιγμή, ο ίδιος θέλησε να ουρήσει και προχώρησε σε παρακείμενο χώρο στάθμευσης, σε σημείο δίπλα από ένα σταθμευμένο όχημα, χωρίς, όμως, να μπει μέσα στην περίμετρο που κάλυπταν τα φύλλα συκιάς που βρισκόταν στο μέρος. Ενώ ουρούσε, άκουσε φωνές από τον απέναντι χώρο στάθμευσης, που τον καλούσαν να μείνει ακίνητος. Γύρισε και τότε είδε δύο πρόσωπα με κουκούλες, που κρατούσαν πιστόλια, να κατευθύνονται προς το μέρος του, καλώντας τους να μείνουν ακίνητοι. Η φίλη του τράπηκε σε φυγή, όταν οι δύο αστυφύλακες άρχισαν να τον κτυπούν - ο ένας με τη χειρολαβή του πιστολιού στο κεφάλι και ο άλλος με κλοτσιά στο στομάχι. Στη συνέχεια, αυτοί του πέρασαν χειροπέδες και τον ρώτησαν τι ήταν τα φυτά που βρίσκονταν κάτω από τη συκιά. Τους απάντησε ότι δεν ήξερε, γιατί, πραγματικά, δεν ήξερε τι υπήρχε εκεί. Ακολούθως, έφτασαν στο μέρος κάποιοι φίλοι του, οι οποίοι ήταν με την εντύπωση ότι οι άντρες που τον κτυπούσαν δεν ήταν αστυνομικοί και ο Μ.Κ.5 ανέσυρε εκ νέου το υπηρεσιακό του πιστόλι. Χωρίς να αναφέρουν ότι ήταν αστυνομικοί, άρχισαν να βρίζουν τους φίλους του, μάλιστα ο Μ.Κ.5 όπλισε το υπηρεσιακό του πιστόλι και μία σφαίρα έφυγε και κτύπησε στο κούτελο ενός των παρευρισκομένων. Καταδιώκεται, ανέφερε, από την Αστυνομία και, ειδικά, από το Μ. Οδυσσέως - Μ.Υ.1, επειδή ανήκει στον αντιεξουσιαστικό χώρο. Μάλιστα, όταν έλαβε μέρος σε εκδήλωση εναντίον του πολέμου στο Ιράκ, ο Μ.Υ.1 πρωτοστάτησε στη σύλληψή του. Για δε τη συμμετοχή του στην εκδήλωση εκείνη, διώχθηκε ποινικά - (Υπόθεση Αρ. 841/2004).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη συνέχεια, αφού καθοδηγήθηκε από νομολογία* σε σχέση με τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων, κατέληξε ότι ο χρόνος που ο εφεσείων μετέβη στη σκηνή, ο χώρος που ήταν τοποθετημένα τα 16 φυτά, η κατοχή και η λειτουργία από αυτόν φαναριού για να μεταβεί στο χώρο κάτω από τη συκιά, το πότισμα των φυτών με πλαστικό μπουκάλι που βρισκόταν στο μέρος, αποτελούσαν στοιχεία που καταδείκνυαν ότι ο εφεσείων είχε γνώση της φύσης των 16 φυτών και ότι αυτά κατέχονταν και καλλιεργούνταν από τον ίδιο. Ως προς το κατά πόσο τα 16 φυτά κατέχονταν και καλλιεργούνταν από τον εφεσείοντα με σκοπό την προμήθεια σε τρίτο πρόσωπο, το πρωτόδικο Δικαστήριο, άντλησε καθοδήγηση από τη Σκούλλου ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 87, όπου αναφέρθηκε ότι η δημιουργία μαχητού τεκμηρίου μπορεί να συμβιβαστεί με το θεμελιώδες τεκμήριο της αθωότητας, εφόσον συντρέχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Κατέληξε ότι οι επί μέρους διαπιστώσεις του, όπως τις έχουμε παραθέσει πιο πάνω, και ο αριθμός των φυτών δικαιολογούσαν την εφαρμογή του τεκμηρίου. Η παράλειψη του εφεσείοντα να δικαιολογήσει την κατοχή των φυτών, σε συνδυασμό με το μεγάλο αριθμό τους, δεν άφηνε περιθώριο άλλο από την κατάληξη ότι αυτός τα καλλιεργούσε και τα κατείχε με σκοπό την προμήθεια.
Ο εφεσείων αμφισβήτησε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με επτά λόγους έφεσης, τους οποίους, όμως, κατά την ενώπιόν μας συζήτηση της υπόθεσης, περιόρισε σε πέντε. Θα τους εξετάσουμε με τη σειρά που αναπτύσσονται στο διάγραμμα αγόρευσης του συνηγόρου του.
Λόγοι έφεσης 1 και 2:
Παραπονείται ο εφεσείων ότι οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την αξιοπιστία των μαρτύρων είναι εσφαλμένες. Ο συνήγορός του, τόσο με το διάγραμμά του όσο και ενώπιόν μας, υποστήριξε ότι η μαρτυρία του, η οποία ήταν απαλλαγμένη αντιφάσεων και σύμφωνη με όσα παραδέχτηκαν ο Μ.Κ.5 και ο Μ.Υ.1, ότι, δηλαδή, αυτοί γνώριζαν για τις ιδεολογικές πεποιθήσεις του και τη συμπερίληψή του στα αναρχικά πρόσωπα, που ήταν ακριβώς και ο λόγος της καταδίωξής του από την Αστυνομία, απορρίφθηκε ως αναξιόπιστη, σε αντίθεση με τη μαρτυρία των εν λόγω μαρτύρων, η οποία έγινε αποδεκτή. Η παραδοχή τους για τα πιο πάνω, υπέβαλε, καθιστούσε απόλυτα ορθή τη θέση του ότι η υπόθεση εναντίον του ήταν αποτέλεσμα των πολιτικών του πεποιθήσεων. Προς υποστήριξη αυτής της θέσης, ο συνήγορος μας παρέπεμψε σε συγκεκριμένα σημεία της μαρτυρίας των Μ.Κ.5 και Μ.Υ.1, τονίζοντας, ταυτόχρονα, την παράλειψη της Αστυνομίας να συλλάβει την άγνωστη κοπέλα που συνόδευε τον εφεσείοντα τη συγκεκριμένη ώρα, όπως και την παράλειψη της εφεσίβλητης, καίτοι ο Μ.Υ.1 ήταν παρών και έλαβε μέρος στην όλη επιχείρηση, να λάβει από αυτόν κατάθεση και να τον παρουσιάσει στο Δικαστήριο.
Αποτελεί θεμελιωμένη αρχή δικαίου, συνυφασμένη με το ρόλο του πρωτόδικου δικαστηρίου ως κριτή των γεγονότων, ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί, κατ' εξοχήν, έργο δικό του. Το εφετείο επεμβαίνει μόνο, όταν αυτό παραλείπει να προβεί σε συγκεκριμένο εύρημα αναφορικά με ένα ουσιώδες θέμα, ή όπου η αποδοχή της μαρτυρίας ενός μάρτυρα, υπό το φως, πάντοτε, του συνόλου της μαρτυρίας, δεν είναι εύλογα επιτρεπτή. Μικροδιαφορές στη μαρτυρία των διαφόρων μαρτύρων που δεν αγγίζουν ουσιώδη σημεία δε δικαιολογούν επέμβαση του εφετείου. Οι αντιφάσεις και οι αδυναμίες πρέπει να είναι τόσο σημαντικές, ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχτηκε τη συγκεκριμένη μαρτυρία ως αξιόπιστη - (βλ. Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41· Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220· Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 326).
Μελετήσαμε και εμείς τα σημεία της μαρτυρίας στα οποία ο συνήγορος του εφεσείοντα μας παρέπεμψε, με σκοπό να πλήξει την αξιολόγησή της αλλά και τη μαρτυρία στο σύνολό της. Δε διαπιστώνουμε ότι δικαιολογείται επέμβασή μας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεξηγεί με μεγάλη λεπτομέρεια και, κατά την άποψή μας, με λόγους απόλυτα δικαιολογημένους γιατί η μαρτυρία του εφεσείοντα δεν έγινε αποδεκτή. Για να απορρίψει τη θέση του, δεν περιορίστηκε σε όσα αυτός κατέθεσε. Συνυπολόγισε τους ισχυρισμούς του με το σύνολο της μαρτυρίας που είχε ενώπιόν του. Απέρριψε τη θέση του ότι τα συγκεκριμένα αδικήματα προσχεδιάστηκαν από την Αστυνομία, η οποία τον καταδίωκε για τις πολιτικές του πεποιθήσεις, γιατί, όπως ορθά έκρινε, αυτή ήταν εξωπραγματική και δεν υποστηριζόταν ούτε από όσα ο Μ.Κ.5 κατέθεσε. Το γεγονός ότι ο Μ.Κ.5 πληροφορήθηκε ότι ο εφεσείων ανήκε στους αντεξουσιαστές, όπως ο ίδιος δήλωσε, δεν οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι αυτός καταδιωκόταν από την Αστυνομία. Επί μέρους, επίσης, ισχυρισμοί του, όπως ότι κτυπήθηκε από το Μ.Κ.5, δεν τέθηκαν στο μάρτυρα, κατά την αντεξέταση, ούτε ο Μ.Υ.1 κατέθεσε όσα ο εφεσείων ισχυρίστηκε, ότι, δηλαδή, αυτός του είπε ότι ο ίδιος δε θα τον έπαιρνε στο δικαστήριο αλλά θα του έριχνε μια σφαίρα. Όπως ορθά το έθεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν αδύνατο για τους Μ.Κ.5 και Μ.Υ1 αυτοί να γνώριζαν εκ των προτέρων ότι τη συγκεκριμένη ημέρα και ώρα ο εφεσείων θα βρισκόταν στο συγκεκριμένο δρόμο, θα χρειαζόταν να ουρήσει και, για να τον παγιδεύσουν, τοποθέτησαν τα φυτά.
Το παράπονο του εφεσείοντα ότι ο Μ.Υ.1 έγινε πιστευτός από το πρωτόδικο Δικαστήριο, καίτοι δεν έδωσε κατάθεση στην Αστυνομία ούτε κλήθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή, παρόλο ότι παρακολουθούσε τη σκηνή και βοήθησε στη σύλληψή του, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν μπορεί να προβάλλεται τώρα από αυτόν, όπως θα εξηγήσουμε στα πλαίσια του λόγου έφεσης 6, εφόσον ο ίδιος επέλεξε και τον κάλεσε ως μάρτυρα υπεράσπισης, ούτε στη βάση του ευσταθεί. Οι διαφορές στη μαρτυρία των Μ.Κ.5 και Μ.Υ.1 σε σχέση με τις συνθήκες που επικρατούσαν στη σκηνή δεν είναι τέτοιες, που να δικαιολογούν τα όσα αυτός εισηγείται, δηλαδή ότι η μαρτυρία τους είναι, σε ουσιώδη σημεία, αντιφατική. Το γεγονός ότι η κοπέλα που τον συνόδευε δε συνελήφθη δεν επηρεάζει, καθ' οιονδήποτε τρόπο, το αξιόπιστο της μαρτυρίας του Μ.Κ.5. Ήταν απόλυτα φυσικό, τη συγκεκριμένη στιγμή, ο Μ.Κ.5 να έχει στραμμένη την προσοχή του στον εφεσείοντα, τον οποίο είδε να πλησιάζει τη φυτεία και να την ποτίζει, παρά στην κοπέλα, η οποία βρισκόταν έξω στο δρόμο. Η θέση του ότι η εκδοχή του για σκευωρία της Αστυνομίας και καταδίωξή του, λόγω των πεποιθήσεών του, βεβαιώνεται από το γεγονός ότι ο Μ.Κ.5 άφησε την άγνωστη κοπέλα, ενώ αυτή, ως συνεργός του εφεσείοντα, προέβαινε σε παράνομες πράξεις, να φύγει και συνέλαβε μόνο τον ίδιο δεν ευσταθεί. Δεν υπάρχει μαρτυρία ότι η κοπέλα που τον συνόδευε, η ταυτότητα της οποίας δεν αποκαλύφθηκε, γνώριζε το λόγο που αυτός κινήθηκε προς τη σκηνή και τι υπήρχε εκεί.
Αβάσιμο βρίσκουμε και το παράπονο του εφεσείοντα για απόρριψη της μαρτυρίας του, επειδή αυτός άσκησε το δικαίωμά του να μην απαντήσει στις ερωτήσεις που του τέθηκαν από την Αστυνομία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στα πλαίσια της αξιολόγησης της μαρτυρίας του, δεν κάκισε, καθ' οιονδήποτε τρόπο, τη στάση του να μην απαντήσει σε ερωτήσεις της Αστυνομίας. Εκείνο το οποίο επηρέασε και επέδρασε στην απόρριψη της μαρτυρίας του ήταν η άρνησή του, όταν κατέθετε στο Δικαστήριο, να απαντήσει σε συγκεκριμένες ερωτήσεις, όπως και το ότι, ενώ ισχυρίστηκε ότι κτυπήθηκε από την Αστυνομία, όταν αφέθηκε ελεύθερος, δεν υπέβαλε οποιοδήποτε παράπονο.
Οι λόγοι έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται.
Λόγος έφεσης 6:
Παραπονείται ο εφεσείων ότι βασικός μάρτυρας, ο Μ.Υ.1, δεν έδωσε κατάθεση στην Αστυνομία, ούτε κλήθηκε ως μάρτυρας κατηγορίας, με αποτέλεσμα να παραβιαστεί η αρχή της ισότητας των όπλων. Είναι η θέση του ότι η παράλειψη αυτή του στέρησε το δικαίωμα να τον αντεξετάσει. Παρά τη σαφή θέση του ότι αυτός παγιδεύτηκε από την Αστυνομία και, συγκεκριμένα, από το Μ.Κ.5 και το Μ.Υ.1, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε οποιοδήποτε σχόλιο.
Η Κατηγορούσα Αρχή έχει υποχρέωση να καλεί στο δικαστήριο κάθε μάρτυρα, από τον οποίο έχει πάρει κατάθεση και ο οποίος έχει κάτι σημαντικό να καταθέσει - (βλ. Πέγκερος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143).
Είναι γεγονός ότι ο Μ.Υ.1, κατά το χρόνο σύλληψης του εφεσείοντα, ήταν σε υπηρεσία μαζί με το Μ.Κ.5 και δεν έδωσε κατάθεση στην Αστυνομία. Αυτό, όμως, ήταν γνωστό στον εφεσείοντα, αφού, στην κατάθεση του Μ.Κ.5, ρητά αναφερόταν ότι τη συγκεκριμένη ημέρα και ώρα ο μάρτυρας παρακολουθούσε τη φυτεία μαζί με τον Αστυφύλακα 4795 - Μ. Οδυσσέως - (Μ.Υ.1). Η Υπεράσπιση, μετά που η Κατηγορούσα Αρχή έκλεισε την υπόθεσή της, επέλεξε να καλέσει το συγκεκριμένο αστυφύλακα η ίδια ως μάρτυρά της. Από τη στιγμή που επέλεξε η ίδια να τον καλέσει, δεν μπορεί να καλεί το Δικαστήριο να μη λάβει υπόψη του τη μαρτυρία του, προβάλλοντας ότι στερήθηκε του δικαιώματος της αντεξέτασης. Τα δικαιώματα της Υπεράσπισης δεν έχουν επηρεαστεί. Η Κατηγορούσα Αρχή, θεωρώντας ότι η μαρτυρία του Μ.Κ.5, ο οποίος είχε διενεργήσει και τη σύλληψη του εφεσείοντα, ήταν ικανοποιητική, δεν είχε υποχρέωση να καλέσει ως μάρτυρα και το δεύτερο αστυφύλακα, παρόλο ότι, σε περιπτώσεις που ο αριθμός αυτών που εμπλέκονται σε μια επιχείρηση είναι πολύ μικρός - (εδώ ήταν μόνο δύο), αναμένεται η Αστυνομία, στα πλαίσια ορθής αστυνομικής διερεύνησης της υπόθεσης, να λαμβάνει από όλους κατάθεση, ώστε να γνωρίζει η Υπεράσπιση εκ των προτέρων, έστω και αν αυτοί δεν κληθούν στο δικαστήριο, πώς έχουν περιγραφεί τα γεγονότα από τους παρόντες στη σκηνή. Στην παρούσα περίπτωση, από τη στιγμή που η παρουσία στη σκηνή του Μ.Υ.1 δεν απεκρύβη και αυτός κλήθηκε ως μάρτυρας από την Υπεράσπιση, τα δικαιώματα του εφεσείοντα δε βρίσκουμε να έχουν επηρεαστεί. Η επιλογή του να τον καλέσει ως μάρτυρα τον εμποδίζει, εκ των υστέρων, όταν διαπίστωσε ότι η μαρτυρία του ήταν στην ίδια γραμμή με τη μαρτυρία του Μ.Κ.5, να παραπονείται ότι στερήθηκε του δικαιώματος αντεξέτασης. Συνεπώς ο λόγος αυτός, επίσης, δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Λόγος έφεσης 7:
Με το λόγο αυτό, παραπονείται ο εφεσείων ότι, καίτοι υπήρχαν ρωγμές στον κρίκο της αλυσίδας διακίνησης των τεκμηρίων, λόγω ουσιωδών αντιφάσεων στις οποίες περιέπεσαν οι μάρτυρες κατηγορίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε τη σχετική μαρτυρία ως νόμιμη. Ενώ, υπέβαλε ο συνήγορός του, αποδέχεται ότι η Μ.Κ.4 υπέγραψε έναν από τους δύο φακέλους στους οποίους τοποθετήθηκαν τα φυτά, οπόταν δημιουργείται εύλογη αμφιβολία αν τα παρέλαβε, χαρακτηρίζει αυτό καλόπιστο λάθος. Επίσης, θεώρησε ως καλόπιστο λάθος την παράλειψη της Κατηγορούσας Αρχής να καταθέσει το Τεκμήριο 11 - πρόκειται για το Έντυπο 161, όπου η Μ.Κ.4 παραδέχτηκε ότι έκαμε λάθος σε σχέση με τη διακίνηση των Τεκμηρίων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με την αποδοχή της μαρτυρίας της Μ.Κ.4 και του Μ.Κ.1 ως αξιόπιστης, εξέτασε, στα πλαίσια ελέγχου της νομιμότητας της διακίνησης των τεκμηρίων, τις εξηγήσεις που αυτοί έδωσαν για κάποιες παραλείψεις τους, οι οποίες, όπως ορθά κατέληξε, εξεταζόμενες στα πλαίσια των υπολοίπων στοιχείων που αφορούσαν στη διακίνηση των τεκμηρίων, ήταν καλόπιστα λάθη. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, με το οποίο και συμφωνούμε:-
«Ο Μ.Κ.1 αμφισβητήθηκε για τη θέση του ότι παράλαβε, μετέφερε και παρέδωσε το τεκμήριο 6 - το παρειακό επίχρισμα - επειδή αυτό δεν καταγράφεται στο τεκμήριο 1, δηλαδή στη γραπτή κατάθεση του μάρτυρα. Η επεξήγηση του μάρτυρα, δηλαδή ότι εκ λάθους δεν κατεγράφη στο τεκμήριο 1, ορώμενη υπό το φως του περιεχομένου του τεκμηρίου 7, δηλαδή της έκθεσης του Μ.Κ.3 στην οποία επισυνάπτεται έντυπο τιτλοφορούμενο Έντυπο Διακίνησης Τεκμηρίων Εντός Του Εργαστηρίου Δικανικής Γενετικής, όπου αναφέρεται ότι την 11.04.07 η Μ.Κ.4 παρέλαβε από το Μ.Κ.1 συγκεκριμένα τεκμήρια, αποδεικνύει ότι τα τεκμήρια Δικαστηρίου με αριθμό 3, 4, 5 και 6 ήτο στην κατοχή του Μ.Κ.1 και παραδόθηκαν από τον ίδιο στη Μ.Κ.4. Περαιτέρω, ανάλογα συμπεράσματα εξάγονται και από το τεκμήριο 8, δηλαδή δελτίο επιστροφής τεκμηρίων, ημερομηνίας 02.10.07, όπου ο Μ.Κ.3 παρουσιάζεται να παραδίδει στο Μ.Κ.1 τα τεκμήρια αστυνομίας 3, 4, 5 και 6 που αντιστοιχούν στα τεκμήρια Δικαστηρίου 3, 4, 5 και 6.
Η υπεράσπιση προσπάθησε περαιτέρω να πλήξει τη μαρτυρία της Μ.Κ.4 επειδή υπέγραψε το τεκμήριο 2, δηλαδή ένα από τους δύο φακέλους στον οποίο τοποθετήθηκαν τα δεκαέξι φυτά, και εν τούτοις, σύμφωνα με την ίδια, δεν τον παρέλαβε. Η σχετική επεξήγηση της μάρτυρος ικανοποιεί ότι ουδεμία σκευωρία προκύπτει και ότι επρόκειτο για καλόπιστο λάθος. Επεξήγησε συναφώς τη διαδικασία παραλαβής τεκμηρίων από το ινστιτούτο νευρολογίας και γενετικής. Ανέφερε ότι τα τεκμήρια παραλαμβάνονται δυνάμει εντύπου (έντυπο Αστ. 161) στο οποίο καταγράφονται. Αντίγραφο του σχετικού εντύπου της παρουσιάστηκε από την υπεράσπιση και κατατέθηκε ως τεκμήριο 11. Στην προκείμενη περίπτωση, ανέφερε η μάρτυρας, λανθασμένα ανεγράφετο στο έντυπο Αστ. 161 (τεκμήριο 11) ότι θα παραλαμβάνοντο από την υπηρεσία της και τα τεκμήρια αστυνομίας 1 και 2, δηλαδή οι δύο χάρτινοι φάκελοι με τα δεκαέξι φυτά. Είναι γι' αυτό το λόγο που παραπλανήθηκε και υπέγραψε ένα εκ των δύο φακέλων. Μόλις όμως αντελήφθηκε το λάθος της διέγραψε την αρίθμηση που έθεσε στο σχετικό τεκμήριο, ενώ και ο αστυφύλακας διόρθωσε τη σχετική αναφορά στο έντυπο Αστ. 161 (βλ. τεκμήριο 11 στην πρώτη σελίδα) τροποποιώντας τον αριθμό ένα μέχρι έξι σε τρία μέχρι έξι. Περαιτέρω, στη δεύτερη σελίδα του τεκμηρίου 11 φαίνεται ξεκάθαρα ότι η Μ.Κ.4 παρέλαβε από το Μ.Κ.1 τα τεκμήρια αστυνομίας 3, 4, 5 και 6 - τα οποία αντιστοιχούν στα τεκμήρια Δικαστηρίου 3, 4, 5 και 6 - και γι' αυτό άλλωστε έθεσε δίπλα από αυτά τα τεκμήρια την υπογραφή της.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η μαρτυρία των Μ.Κ.1 και Μ.Κ.4 υποστηρίζεται και από τη μαρτυρία άλλων μαρτύρων. Ανέφερα πιο πάνω ότι η μαρτυρία της Μ.Κ.2 περί παράδοσης των δεκαέξι φυτών από την ίδια στο Μ.Κ.1 συνάδει με τη σχετική μαρτυρία του τελευταίου. Από την άλλη, η μαρτυρία της Μ.Κ.4 για παραλαβή συγκεκριμένων τεκμηρίων υποστηρίζεται από τη μαρτυρία του Μ.Κ.3 (βλ. τεκμήριο 7 δεύτερη σελίδα), δηλαδή ότι ο Μ.Κ.3 παρέλαβε τα συγκεκριμένα τεκμήρια και μετά που τα εξέτασε τα παρέδωσε στο Μ.Κ.1 (βλ. τεκμήριο 8).
... Η αόριστη και χωρίς πραγματικό υπόβαθρο εισήγηση της υπεράσπισης ότι αυτές οι θέσεις συνιστούν σκευωρία και υστεροκατασκευασμένη σκέψη των μαρτύρων κατηγορίας που στόχο έχει την καταδίκη του κατηγορουμένου, δεν ανταποκρίνεται στην κοινή λογική. Οι ημερομηνίες που φέρουν τα τεκμήρια που πιο πάνω αναφέρονται και το περιεχόμενο τούτων ομιλούν αφ' εαυτών.»
Λόγος έφεσης 4:
Ο πιο πάνω λόγος αφορά στο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι θέσεις των δύο εμπειρογνωμόνων - Μ.Κ.3 και Μ.Υ.2 (Μ. Ματσάκης) - δε διέφεραν μεταξύ τους. Ισχυρίζεται ο εφεσείων ότι αυτό είναι λανθασμένο, αφού, σε αντίθεση με το Μ.Κ.3, ο Μ.Υ.2 ανέφερε ότι οι πιθανότητες άφεσης γενετικού υλικού σε μεγάλη επιφάνεια, όπως είναι το μπουκάλι του νερού, είναι πάρα πολύ μεγάλες, περισσότερες παρά να μην αφεθεί και ότι το γενετικό υλικό που εντοπίστηκε στο πώμα του μπουκαλιού ήταν μεικτό. Υπήρχε, δηλαδή, συνεισφορά από δύο άτομα, γεγονός που συνάδει με τη θέση του εφεσείοντα ότι αυτό τοποθετήθηκε από τους αστυνομικούς.
Ο συνήγορος του εφεσείοντα, προς υποστήριξη της θέσης του, μας παρέπεμψε σε αποσπάσματα της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων. Τα έχουμε εξετάσει, όπως έχουμε εξετάσει και τη μαρτυρία τους στο σύνολό της. Συνάγεται από αυτήν ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή. Ήταν κοινή η θέση και των δύο εμπειρογνωμόνων ότι η εναπόθεση γενετικού υλικού σε ένα αντικείμενο εξαρτάται από το πρόσωπο που έρχεται σε επαφή με το αντικείμενο, από το υλικό που αυτό είναι κατασκευασμένο, καθώς και από τις περιβάλλουσες περιστάσεις εναπόθεσης του γενετικού υλικού - καιρικές συνθήκες, φύλαξη του γενετικού υλικού. Κοινή ήταν, επίσης, η θέση τους ότι, όταν πρόσωπο αγγίζει ένα αντικείμενο, δε σημαίνει ότι θα εντοπισθεί σε αυτό και το γενετικό του υλικό. Στην περίπτωση του εφεσείοντα, η θεωρητική τοποθέτηση του Μ.Υ.2, ο οποίος δεν εξέτασε τα διάφορα τεκμήρια, δεν μπορεί να ανατρέψει όσα ο Μ.Κ.3 εντόπισε σ' αυτά, δηλαδή το γενετικό υλικό του εφεσείοντα. Και αυτός ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.