ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 2 ΑΑΔ 5
21 Ιανουαρίου, 2009
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
PAVLOS ZENONOS GENERAL MOTORS LTD,
Εφεσείουσα,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 51/2008)
Συνέργεια ― Κατά ποσό ήταν εσφαλμένη η καταδίκη εταιρείας μετά την αθώωση του διευθυντή της ο οποίος, (ως συνεργός), αντιμετώπιζε από κοινού με την εταιρεία αδικήματα αυστηρής ευθύνης (strict liability) για παράβαση προνοιών του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου και του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου.
Συνέργεια ― Καταδίκη προσώπου ως συνεργού ― Προϋποθέτει απόδειξη γνώσης των αναγκαίων στοιχείων τα οποία συνιστούν το αδίκημα, ακόμη και στην περίπτωση διάπραξης αδικημάτων αυστηρής ευθύνης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αθώωσε τον διευθυντή της εφεσείουσας εταιρείας και συγκατηγορούμενό της για το αδίκημα της αναληθούς δήλωσης σε σχέση με την εισαγωγή αυτοκινήτου τύπου ΒΑΝ, κάτι που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, αφού έκρινε ότι αυτός, ως συνεργός, δεν είχε το νοητικό στοιχείο (mens rea) απαραίτητο στοιχείο για καταδίκη. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το πιο πάνω αδίκημα ήταν αδίκημα αυστηρής ευθύνης (strict liability) και δεν απαιτείτο γνώση ή αμέλεια για το αναληθές της δήλωσης και καταδίκασε την εταιρεία για α) αναληθή δήλωση κατά παράβαση των Άρθρων 188(1)(α) και (4) και 192(3) του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1967 (Ν.82/67) και του Άρθρου 126(1) (α) του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου του 2004 (Ν.94(I)/2004) και β) παράνομη εισαγωγή εμπορευμάτων κατά παράβαση των Άρθρων 40(2)(β) και 192 (2), (3) του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1967 (Ν.82/67) και του Άρθρου 126 (1)(α) του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου του 2004 (Ν.94(I)/2004).
Η εφεσείουσα εταιρεία εφεσίβαλε την απόφαση υποστηρίζοντας ότι εφόσον ο διευθυντής της, που είχε υποβάλει τα σχετικά έγγραφα, είχε αθωωθεί, τότε εσφαλμένα και χωρίς νομική βάση είχε καταδικαστεί η εταιρεία. Περαιτέρω, εισηγήθηκε ότι δεν υπήρξε μαρτυρία ότι η εφεσείουσα εταιρεία είχε γνώση των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης και πρόβαλε και τον ισχυρισμό ότι το γεγονός ότι το επίδικο αυτοκίνητο δεν ήταν βαν δεν είχε αποδειχθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το εδάφιο 4 του Άρθρου 188 του Νόμου 82/67, με βάση το οποίο καταδικάστηκε η εφεσείουσα εταιρεία, περιλαμβάνει την περίπτωση διάπραξης αδικήματος αυστηρής ευθύνης, εξ ου και σε τέτοιες περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει το ένοχο νοητικό στοιχείο προνοείται και ποινή ελαφρότερη.
2. Επομένως, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα πως η εταιρεία μπορούσε να καταδικαστεί για αδίκημα αυστηρής ευθύνης, ενώ ο διευθυντής της, μέσω του οποίου ενήργησε, είχε αθωωθεί, εν όψει της απαίτησης του νόμου να υπάρχει στην περίπτωση του, ως συνεργού, τόσο πρόθεση συνέργειας όσο και γνώση των περιστάσεων του αδικήματος.
3. Από τα στοιχεία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου φαινόταν ότι, ενώ εξωτερικά ήταν τύπου ΒΑΝ το όχημα, εν τούτοις, στην ουσία, με βάση την εσωτερική του διαρρύθμιση, δεν μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως τέτοιο.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Παυλόπουλος v. Skopy Shoe Factory Ltd (2003) 2 Α.Α.Δ. 261,
Johnson v. Youden [1950] 1 K.B. 544,
Callow v. Tillstone [1900] 83 LT 411,
National Coal Board v. Camble [1959] 1 Q.B.11.
Έφεση εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Tιμοθέου, E.Δ.), (Ποινική Yπόθεση Aρ. 15765/06), ημερομηνίας 22/2/08 και 25/2/08.
Χ. Χατζηλοΐζου, για την Eφεσείουσα.
Ε. Παπαγαπίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Π..
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Η εφεσείουσα εταιρεία, που πρωτόδικα ήταν συγκατηγορούμενη με το διευθυντή της, κατηγορούμενο 2, καταδικάστηκε α) για αναληθή δήλωση κατά παράβαση των Άρθρων 188(1)(α) και (4) και 192(3) του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1967 (Ν. 82/67) και του Άρθρου 126(1) (α) του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου του 2004 (Ν. 94(I)/2004) και β) για την παράνομη εισαγωγή εμπορευμάτων κατά παράβαση των Άρθρων 40(2)(β) και 192 (2),(3) του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1967 (Ν.82/67) και του Άρθρου 126(1)(α) του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου του 2004 (Ν.94(I)/2004).
Η κατ' ισχυρισμό αναληθής δήλωση περιέχετο σε σχετική διασάφηση που υποβλήθηκε στις Τελωνειακές Αρχές εκ μέρους της εφεσείουσας εταιρείας από το διευθυντή της Marelfo Ltd, Μ.Κ.1, η οποία εταιρεία ήταν αδειούχος τελωνειακός πράκτορας που ενήργησε για λογαριασμό της εφεσείουσας. Η πιο πάνω διασάφηση ετοιμάστηκε με βάση τα στοιχεία που δόθηκαν στον τελωνειακό πράκτορα από το διευθυντή της εφεσείουσας εταιρείας, πρώην κατηγορούμενο 2, και αφορούσε τη δήλωση ότι το εισαγόμενο όχημα ήταν τύπου ΒΑΝ.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το αδίκημα της αναληθούς δήλωσης ήταν αδίκημα αυστηρής ευθύνης (strict liability) και δεν απαιτείτο γνώση ή αμέλεια για το αναληθές της δήλωσης και καταδίκασε την εταιρεία και στις δύο κατηγορίες, ενώ αντίθετα, αθώωσε το διευθυντή της, που ήταν συνεργός, κατά την κρίση του, στο πιο πάνω αδίκημα, αφού έκρινε, με αναφορά στην υπόθεση Παυλόπουλος ν. Skopy Shoe Factory Ltd (2003) 2 Α.Α.Δ. 261, ότι το νοητικό στοιχείο (mens rea) για συνεργό είναι απαραίτητο στοιχείο για καταδίκη. Είχε δεχθεί ότι δεν είχε αποδειχθεί το στοιχείο αυτό, αφού η δήλωση ότι το εισαγόμενο εμπόρευμα, δηλαδή το όχημα, ήταν τύπου ΒΑΝ, κάτι που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, δεν ήταν στη γνώση του διευθυντή, αφού απ΄όλες τις πληροφορίες που είχε στη διάθεσή του, προέκυπτε ότι το όχημα ήταν τέτοιου τύπου.
Με την παρούσα έφεση η εφεσείουσα εταιρεία αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, εισηγούμενη με τους λόγους έφεσης 1 και 2 ότι, εφόσον ο διευθυντής της εταιρείας, που είχε υποβάλει τα σχετικά έγγραφα, είχε αθωωθεί, τότε εσφαλμένα και χωρίς νομική βάση είχε καταδικαστεί η εταιρεία. Περαιτέρω, εισηγήθηκε ότι δεν υπήρξε μαρτυρία ότι η εφεσείουσα εταιρεία είχε γνώση των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης και πρόβαλε και τον ισχυρισμό ότι το γεγονός ότι το επίδικο αυτοκίνητο δεν ήταν βαν δεν είχε αποδειχθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Έχει επανειλημμένα τονιστεί, ότι προτού πρόσωπο καταδικαστεί ως συνεργός στη διάπραξη αδικήματος, πρέπει, τουλάχιστον, να αποδειχθεί ότι γνώριζε τα αναγκαία στοιχεία που συνιστούν το αδίκημα (Johnson v. Youden [1950] 1 K.B. 544). Περαιτέρω, τούτο ισχύει και όπου το αδίκημα είναι αδίκημα αυστηρής ευθύνης (Callow v. Tillstone [1900] 83 LT 411).
To Άρθρο 188 του Νόμου 82/67 προνοεί τα ακόλουθα:
«188 (1) Πας όστις -
(α) εκδίδει ή υπογράφει ή προκαλεί την έκδοσιν ή υπογραφήν ή παραδίδει ή προκαλεί την παράδοσιν εις τον Διευθυντήν ή τινα λειτουργόν, οιασδήποτε δηλώσεως, γνωστοποιήσεως, πιστοποιητικού ή ετέρου πάσης φύσεως εγγράφου· ή
(β) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
η δε δήλωσις ή έγγραφον, σχέσιν έχον προς τινα σκοπόν αφορώντα εις παραχωρηθείσαν αρμοδιότητα είναι αναληθής εις τι ουσιώδες στοιχείον αυτού, ούτος είναι ένοχος αδικήματος δυνάμει του παρόντος άρθρου.
(2) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
(3) Άνευ επηρεασμού των διατάξεων του αμέσως προηγούμενου εδαφίου, πας όστις παραβαίνει οιανδήποτε των διατάξεων του παρόντος άρθρου, πράττων ούτω είτε εν γνώσει αυτού είτε εκ βαρείας αμελείας, ούτος είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας πεντακοσίας λίρας ή εις φυλάκισιν μέχρι δύο ετών ή εις αμφοτέρας τας ποινάς της φυλακίσεως και της χρηματικής τοιαύτης· άπαντα δε τα εμπορεύματα, εις ά αφορά η γενομένη δήλωσις ή το προσκομισθέν έγγραφον υπόκεινται εις δήμευσιν.
(4) Άνευ επηρεασμού των διατάξεων του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, πας όστις παραβαίνει τας διατάξεις του παρόντος άρθρου υπό περιστάσεις, αίτινες αποκλείουσιν ένοχήν αυτού δυνάμει του αμέσως προηγουμένου εδαφίου, ούτος είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας τριακοσίας λίρας.»
(Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας.)
Προκύπτει σαφώς από τα πιο πάνω, ότι το εδάφιο 4, με βάση το οποίο καταδικάστηκε η εφεσείουσα εταιρεία, περιλαμβάνει την περίπτωση διάπραξης αδικήματος αυστηρής ευθύνης, εξ ου και σε τέτοιες περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει το ένοχο νοητικό στοιχείο προνοείται και ποινή ελαφρότερη.
Έτσι, κρίνουμε πως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα πως η εταιρεία μπορούσε να καταδικαστεί για αδίκημα αυστηρής ευθύνης, ενώ ο διευθυντής της, μέσω του οποίου ενήργησε, είχε αθωωθεί, εν όψει της απαίτησης του νόμου να υπάρχει στην περίπτωση του, ως συνεργού, τόσο πρόθεση συνέργειας όσο και γνώση των περιστάσεων του αδικήματος (National Coal Board v. Gamble [1959] 1 Q.B. 11).
Τέλος, κρίνουμε ότι ούτε ο 4ος λόγος έφεσης, που αφορά την εισήγηση ότι δεν απεδείχθη ότι το όχημα δεν ήταν τύπου ΒΑΝ, ευσταθεί. Από τα στοιχεία που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο, φαινόταν ότι, ενώ εξωτερικά ήταν τύπου ΒΑΝ το όχημα, εντούτοις, στην ουσία, με βάση την εσωτερική διαρρύθμισή του, δεν μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως τέτοιο, αφού υπήρχε στερεωμένη και δεύτερη σειρά καθισμάτων και το προστατευτικό διαχωριστικό από τους επιβάτες και το χώρο εμπορευμάτων ήταν τοποθετημένο πίσω από τη δεύτερη αυτή σειρά και όχι πίσω από τα καθίσματα οδηγού και συνοδηγού. Η περιγραφή του τι είναι «ΒΑΝ» φαίνεται στην ΚΔΠ 66/84, δηλαδή τους Κανονισμούς που έχουν εκδοθεί δυνάμει του Άρθρου 5(1) του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου.
Καταλήγοντας, κρίνουμε ότι η έφεση δεν ευσταθεί και επιβεβαιώνουμε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.