ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2008) 2 ΑΑΔ 816

10 Δεκεμβρίου, 2008

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

ΚΥΠΡΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 129/2007)

 

Ποινή ― Αμελής οδήγηση ― Επιβολή ποινής προστίμου £400 και 3 βαθμών ποινής σε οδηγό ημιφορτηγού αυτοκινήτου, ο οποίος οδηγώντας επί του κύριου δρόμου και επιχειρώντας να στρίψει δεξιά σε πάροδο, ανέκοψε την πορεία εξ αντιθέτου επερχόμενης μοτοσικλέτας, η οποία για να αποφύγει τη σύγκρουση με αυτό προέβη σε ελιγμό προς τα αριστερά σε σχέση με την πορεία της, έχασε τον έλεγχό της και προσέκρουσε σε σταθμευμένο φορτηγό επί του παρακείμενου χωμάτινου παγκέτου ― Οδηγός ημιφορτηγού κατείχε άδεια οδήγησης για 28 χρόνια και δεν είχε προηγούμενο ― Επικύρωση ποινής κατ' έφεση.

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας σε υπόθεση αμελούς οδήγησης, κατά παράβαση του Άρθρου 8 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κίνησης Νόμου του 1972 (Ν.86/72) ― Ήταν ορθή και δεν παρεχόταν πεδίο για επέμβαση του Εφετείου για παραγκωνισμό των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου ― Το έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου.

Απόδειξη ― Αντιφατική μαρτυρία ― Επουσιώδεις αντιφάσεις στη μαρτυρία, δεν κλονίζουν την αξιοπιστία μάρτυρα ― Η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίζεται σε αριθμητική αποτίμηση της αξιολόγησης, αλλά επεκτείνεται στο σύνολο της μαρτυρίας και των προεκτάσεών της.

Τροχαία αδικήματα ― Προσδιορισμός ταχύτητας εμπλεκομένων οχημάτων ― Δεν πρέπει να επιχειρείται χωρίς τη μαρτυρία ειδικών.

Το πρωΐ της 29.6.2004 ο εφεσείων οδηγούσε το ημιφορτηγό του αυτοκίνητο στον κύριο δρόμο Λευκωσίας - Ανθούπολης, στο εξής «ο κύριος δρόμος» με πρόθεση να στρίψει δεξιά για να εισέλθει σε πάροδο, στο εξής «η πάροδος» που οδηγεί στο χωριό Αγ. Τριμιθιάς. Την ίδια στιγμή, από την αντίθετη κατεύθυνση ερχόταν η μεγάλου κυβισμού μοτοσικλέτα του παραπονούμενου (Μ.Κ.3) αστυνομικού η οποία έκαμε ελιγμό προς τα αριστερά, με αποτέλεσμα να απωλέσει τον έλεγχο της και να προσκρούσει σε σταθμευμένο φορτηγό σε παρακείμενο χωμάτινο παγκέτο. Ο Μ.Κ.3 τραυματίστηκε και η μοτοσικλέτα του καταστράφηκε. Ο κύριος δρόμος από την κατεύθυνση που ερχόταν ο εφεσείων, χωρίζεται με συνεχή άσπρη γραμμή. Όμως, απέναντι από τη συμβολή του κύριου δρόμου με την πάροδο υπάρχει διακεκομμένη γραμμή η οποία επιτρέπει στους οδηγούς, αφού προηγουμένως εισέλθουν σε ειδική λωρίδα, να στρίψουν δεξιά για να εισέλθουν στην πάροδο. Από το σημείο της συμβολής προς την κατεύθυνση που ερχόταν ο μοτοσικλετιστής, υπάρχει ελαφρά στροφή και η ορατότητα είναι περίπου 100 μέτρα.

Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος σε κατηγορία για αμελή οδήγηση κατά παράβαση του Άρθρου 8 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κίνησης Νόμου του 1972 (Ν.86/72) και διατάχθηκε να καταβάλει £400 πρόστιμο και να καταχωρηθούν 3 βαθμοί ποινής στην άδεια οδήγησής του.

Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατέθεσαν για την Κατηγορούσα Αρχή, ο εξεταστής της υπόθεσης Μ.Κ.1, ο αυτόπτης μάρτυρας Μ.Κ.2 ο οποίος οδηγούσε από την πλευρά του δρόμου που οδηγεί στους Αγίους Τριμιθιάς με πρόθεση να εισέλθει στον κύριο δρόμο Ανθουπόλεως - Παλαιοχωρίου για να κατευθυνθεί προς Λευκωσία και ο προαναφερθείς οδηγός της μοτοσικλέτας Μ.Κ.3. Έγινε δεκτή επίσης για το αληθές του περιεχομένου της η κατάθεση του συνοδηγού του εφεσείοντος χωρίς αυτός να κληθεί ως μάρτυρας. Κατετέθησαν επίσης και διάφορα έγγραφα όπως, μεταξύ άλλων, τα σχεδιαγράμματα της σκηνής του ατυχήματος. Από πλευράς εφεσείοντος κατέθεσε μόνο ο ίδιος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε πως αν και δεν επήλθε σύγκρουση μεταξύ του φορτηγού που οδηγούσε ο εφεσείων και της μοτοσικλέτας, εντούτοις ο εφεσείων ευθύνεται για το δυστύχημα, επειδή: (α) ενώ είχε ορατότητα 100 μ. περίπου, παρέλειψε να αντιληφθεί έγκαιρα το μοτοσικλετιστή, ο οποίος ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση, (β) κινήθηκε προς τα δεξιά ενώ δεν έπρεπε, αφού η μοτοσικλέτα ήταν ήδη πολύ κοντά στο φορτηγό, και (γ) ανέκοψε την κανονική της πορεία.

Ο εφεσείων αμφισβήτησε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, προβάλλοντας λόγους ο πλείστοι των οποίων σχετίζονται με τον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία. Ένας από τους λόγους έφεσης στρέφεται εναντίον της επιβληθείσας ποινής.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στις αρχές της νομολογίας σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας απέρριψε την έφεση κατά πλειοψηφία.

Αποφασίστηκε ότι:

Α. Υπό Ερωτοκρίτου Δ., συμφωνούντος και του Νικολαΐδη, Δ.:

1.  Τα όσα ανέφερε τόσο ο συνοδηγός του εφεσείοντος όσο και ο αυτόπτης μάρτυρας δικαιολογούσαν απόλυτα την ενέργεια του ανακριτή να λάβει ανακριτική κατάθεση από τον εφεσείοντα. Η ενέργεια αυτή του ανακριτή δεν ισοδυναμεί με προσπάθεια παγίδευσης ή ενοχοποίησης του εφεσείοντος. Αλλά ούτε και οι ερωτήσεις τις οποίες υπέβαλε προς αυτόν ο ανακριτής, αποσκοπούσαν στο να τον παραπλανήσουν ή να τον παγιδεύσουν.

2.  Ο εξεταστής της υπόθεσης ορθά απέφυγε να προσδιορίσει την ταχύτητα της μοτοσικλέτας. Ο προσδιορισμός της ταχύτητας με παρεμφερή στοιχεία όπως η σφοδρότητα της σύγκρουσης ή η αλλοίωση των μετάλλων των εμπλεκομένων οχημάτων κ.α. είναι έργο δύσκολο και χωρίς μαρτυρία ειδικών, δεν πρέπει να επιχειρείται.

3.  Οι οποιεσδήποτε τυχόν αντιφάσεις σημειώθηκαν στη μαρτυρία του εξεταστή δεν είναι ουσιαστικές ώστε να καταστήσουν το σύνολο της μαρτυρίας του αναξιόπιστο. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίζεται σε αριθμητική αποτίμηση της αξιολόγησης, αλλά επεκτείνεται στο σύνολο της μαρτυρίας και των προεκτάσεών της.

4.  Η ουσία των όσων μετέφερε στο Δικαστήριο ο αυτόπτης μάρτυρας Μ.Κ.2. είναι ότι, όταν ο μοτοσικλετιστής ήταν πολύ κοντά στο αυτοκίνητό του, το οποίο ήταν σταματημένο στο ΑΛΤ της παρόδου, προέβη σε ελιγμό, ενώ την ίδια ώρα το φορτηγό του εφεσείοντος επιχειρούσε κάποια κίνηση προς τα δεξιά για να εισέλθει στην πάροδο. Το κατά πόσο αυτό ισοδυναμεί με αποκοπή της πορείας του μοτοσικλετιστή δεν είναι θέμα που άπτεται της αξιοπιστίας, αλλά συμπέρασμα στο οποίο θα καταλήξει το Δικαστήριο, έχοντας υπόψη το σύνολο της μαρτυρίας. Η αξιολόγηση από το Δικαστήριο της μαρτυρίας του Μ.Κ.2 ήταν ορθή και στηρίχθηκε επί του συνόλου της μαρτυρίας του εν λόγω μάρτυρα.

5.      Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε ορθά την κατάθεση (Τεκμήριο 9) του συνοδηγού του εφεσείοντος ο οποίος «υπέθεσε»  ότι τη στιγμή που άκουσε το θόρυβο της μοτόρας το φορτηγό «βρισκόταν ένα βήμα στην αντίθετη πορεία που ερχόταν η μοτόρα». Η χρήση της λέξης «υποθέτει» υποδηλοί καθαρά ότι δεν υπήρξε καμία παρερμηνεία της μαρτυρίας του εν λόγω μάρτυρα.

6.  Το εύρημα του Δικαστηρίου ότι το ημιφορτηγό ανέκοψε την πορεία του μοτοσικλετιστή είναι ορθό. Η ανακοπή αυτή συνίσταται στη μικρή κίνηση που έκανε το ημιφορτηγό για να στρίψει, ενώ ο μοτοσικλετιστής ήταν πολύ κοντά στο όχημα. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο εφεσείων δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι ο ίδιος δεν έχει καθόλου ευθύνη. Σε ποινικές υποθέσεις, έστω και μικρού βαθμού αμέλεια, είναι αρκετή για να οδηγήσει σε καταδίκη.

7.  Η γενεσιουργός αιτία του ατυχήματος ήταν η κίνηση του εφεσείοντος προς τα δεξιά, ενώ η μοτοσικλέτα βρισκόταν σε πολύ κοντινή απόσταση και όχι η ταχύτητα της μοτοσικλέτας. Σε ποιο βαθμό η ταχύτητα συνέβαλε στην πρόκληση του δυστυχήματος, δεν αφορά στην παρούσα ποινική έφεση, στην οποία μοναδικό επίδικο θέμα είναι η αμέλεια του εφεσείοντος.

8.  Η όποια αδυναμία ή αμφιταλάντευση  του μοτοσικλετιστή για το θέμα του ορίου ταχύτητας που ίσχυε στο επίμαχο σημείο του δρόμου δεν οδηγεί αναπόφευκτα σε συμπέρασμα ότι ο μάρτυρας ψευδόταν, υπό τις συνθήκες της παρούσας υπόθεσης.

9.  Η ποινή η οποία επιβλήθηκε στον εφεσείοντα, οδηγό για 28 χρόνια χωρίς ποτέ να προκαλέσει δυστύχημα, είναι αυστηρή. Δεν είναι όμως έκδηλα υπερβολική και αποτελεί προϊόν ορθής στάθμισης των συνθηκών του εφεσείοντος από τη μια και των περιορισμένων στοιχείων που αφορούσαν τις προσωπικές του περιστάσεις από την άλλη.

Β. Υπό Φωτίου, Δ.:

Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν επέδειξε τη δέουσα παρατηρητικότητα, που είναι η βάση για την αμέλειά του, δεν υποστηρίζεται από την μαρτυρία, όπως τέθηκε ενώπιόν του και την είχε δεχθεί. Αντίθετα η μαρτυρία δείχνει ότι ο εφεσείων έπραξε αυτό που θα έπραττε ένας συνετός και λογικός οδηγός κάτω από τις ίδιες περιστάσεις.

Η έφεση απορρίφθηκε κατά

πλειοψηφία.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Ιωακείμ v. Ιωαννίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 996,

Χατζηπαύλου v. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1 (Α) Α.Α.Δ. 236,

Αθηνής v. Δημοκρατίας (2008) 2 A.A.Δ. 256,

Στυλιανίδης v. Χατζηπιέρα (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056,

Ιωάννου v. Χ"Αναστάση (1991) 1 Α.Α.Δ. 345,

Ηλία κ.ά. v. Σταυρινίδη (2000) 1 (Β) Α.Α.Δ. 874,

Οράτη v. Παστού (2000) 1 Α.Α.Δ. 1787.

Έφεση εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λυκούργου, E.Δ.), (Ποινική Yπόθεση Aρ. 9702/05), ημερομηνίας 18/5/07 και 24/5/07.

Στ. Ερωτοκρίτου , για τον Εφεσείοντα.

Λ. Ουστά, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση της πλειοψηφίας θα δοθεί από τον Ερωτοκρίτου, Δ.. Η απόφαση της μειοψηφίας θα δοθεί από τον Φωτίου, Δ..

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων βρέθηκε ένοχος σε κατηγορία για αμελή οδήγηση κατά παράβαση του Άρθρου 8 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κίνησης Νόμου του 1972 (Ν. 86/72).

Με την παρούσα έφεση προσβάλλει τόσο την καταδίκη του, όσο και την ποινή που του επιβλήθηκε.

Το δυστύχημα έγινε το πρωί της 29.6.2004. Ο Εφεσείων οδηγούσε το ημιφορτηγό ΕΒΚ562 στον κύριο δρόμο Λευκωσίας-Ανθούπολης, στο εξής «ο κύριος δρόμος», με κατεύθυνση τη συμβολή με τη Λεωφ. Αγ. Τριμιθιάς, στο εξής «η πάροδος», στην οποία είχε πρόθεση να εισέλθει. Ο κύριος δρόμος από την κατεύθυνση που ερχόταν ο Εφεσείων, χωρίζεται με συνεχή άσπρη γραμμή. Όμως, απέναντι από τη συμβολή, υπάρχει διακεκομμένη γραμμή η οποία επιτρέπει στους οδηγούς, αφού προηγουμένως εισέλθουν σε ειδική λωρίδα, να στρίψουν δεξιά για να εισέλθουν στην πάροδο. Από το σημείο της συμβολής προς την κατεύθυνση που ερχόταν ο μοτοσικλετιστής, υπάρχει ελαφρά στροφή και η ορατότητα είναι περίπου 100 μέτρα.

Η Κατηγορούσα Αρχή, υποστήριξε πρωτοδίκως ότι ο Εφεσείων ανέκοψε την πορεία του μοτοσικλετιστή. Αντίθετα, ο Εφεσείων υποστήριξε ότι γενεσιουργός αιτία του δυστυχήματος ήταν η ιλιγγιώδης ταχύτητα του μοτοσικλετιστή. Περαιτέρω, ήταν η θέση της Υπεράσπισης, ότι η διερεύνηση του δυστυχήματος ήταν διαβλητή, επειδή ο εξεταστής ήθελε να βοηθήσει το μοτοσικλετιστή ο οποίος ήταν συνάδελφος του αστυνομικός.

Για να αποδείξει την υπόθεσή της, η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε τρεις μάρτυρες. Τον εξεταστή της υπόθεσης, Λοχία 597, Α. Ιωάννου (Μ.Κ.1), τον αυτόπτη μάρτυρα Πέτρο Πέτρου (Μ.Κ.2) ο οποίος ανέμενε στο ΑΛΤ της παρόδου και τον μοτοσικλετιστή Χαράλαμπο Περικέντη (Μ.Κ.3). Επίσης, κατατέθηκε και η γραπτή κατάθεση του Σάββα Σάββα, συνοδηγού του Εφεσείοντος.  Για την υπεράσπιση κατέθεσε ενόρκως μόνο ο Εφεσείων.

Το Δικαστήριο βρήκε ότι ο Εφεσείων επιχειρώντας να στρίψει δεξιά, για να εισέλθει στην πάροδο, οδήγησε το φορτηγό του προς τα δεξιά, με αποτέλεσμα το δεξιό μπροστινό μέρος του να εισέλθει στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας. Όπως βρήκε το Δικαστήριο, αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ανακοπεί η κανονική πορεία του μοτοσικλετιστή, ο οποίος οδηγούσε στον κύριο δρόμο από την αντίθετη κατεύθυνση, και ο οποίος αναγκάστηκε να προβεί σε ελιγμό προς τα αριστερά για να αποφύγει τη σύγκρουση με το φορτηγό του Εφεσείοντος. Η σύγκρουση με το όχημα του Εφεσείοντος αποφεύχθηκε, όμως ο μοτοσικλετιστής απώλεσε τον έλεγχο του και συγκρούστηκε με άλλο φορτηγό το οποίο ήταν ακινητοποιημένο στο αριστερό παγκέτο, σε σχέση με την πορεία του προς Λευκωσία. Το φορτηγό του Εφεσείοντος μετά που η μοτοσικλέτα πέρασε από μπροστά του, ολοκλήρωσε τη στροφή του προς τα δεξιά και σταμάτησε μέσα στην πάροδο, για να παράσχει ο Εφεσείων βοήθεια στον οδηγό της μοτοσικλέτας που είχε τραυματιστεί.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε πως αν και δεν επήλθε σύγκρουση μεταξύ του φορτηγού που οδηγούσε ο Εφεσείων και της μοτοσικλέτας, εντούτοις ο Εφεσείων ευθύνεται για το δυστύχημα, επειδή: (α) ενώ είχε ορατότητα 100 μ. περίπου, παρέλειψε να αντιληφθεί έγκαιρα το μοτοσικλετιστή, ο οποίος ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση, (β) κινήθηκε προς τα δεξιά ενώ δεν έπρεπε, αφού η μοτοσικλέτα ήταν ήδη πολύ κοντά στο φορτηγό, και (γ) ανέκοψε την κανονική της πορεία.

Με έξι λόγους έφεσης, ο Εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Οι πλείστοι σχετίζονται με τον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία. Οι πέντε πρώτοι, αφορούν στην αξιοπιστία των τριών μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής, ενώ με τον έκτο, προσβάλλεται ως λανθασμένο το εύρημα ότι ο ίδιος ο Εφεσείων ήταν αναξιόπιστος. Με τον έβδομο και τελευταίο λόγο έφεσης, προσβάλλεται ως υπερβολική η ποινή του προστίμου που του επιβλήθηκε.

Όπως είναι νομολογιακά γνωστό, η αξιολόγηση των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρακολουθεί την όλη συμπεριφορά τους, ενώ δίδουν μαρτυρία στη ζωντανή διαδικασία ενώπιον του. Ο διάδικος που αμφισβητεί ένα τέτοιο εύρημα, οφείλει με πολύ πειστικά επιχειρήματα, να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι τα ευρήματα αξιοπιστίας είναι εσφαλμένα ή αδικαιολόγητα (Ιωακείμ ν. Ιωαννίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 996, 998). Το Εφετείο, δεν επεμβαίνει στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, αν θεωρήσει ότι ήταν εύλογα επιτρεπτό για το πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα ευρήματα. Εάν δε διαπιστωθούν αντιφάσεις, αυτές θα πρέπει να είναι ουσιώδεις και να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία του μάρτυρα (Βλ. Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 236). Όπως υποδεικνύεται στην Αθηνής ν. Δημοκρατίας (2008) 2 A.A.Δ. 256, το Εφετείο μπορεί, να προβεί στις δικές του διαπιστώσεις και να καταλήξει σε διαφορετική κρίση ως προς τα πραγματικά γεγονότα, πάντοτε όμως με θεμέλιο την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων. Όμως η εξουσία του Εφετείου να επεμβαίνει στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ασκείται με μεγάλη προσοχή, ώστε να μην εξουδετερώνεται το μεγάλο πλεονέκτημα που έχει το πρωτόδικο Δικαστήριο, να έρχεται σε επαφή με τους μάρτυρες.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης, ο Εφεσείων παραπονείται ότι ο εξεταστής της υπόθεσης (Μ.Κ.1), έπρεπε να είχε κριθεί αναξιόπιστος. Κατά την άποψη της ευπαίδευτης δικηγόρου για τον Εφεσείοντα, ο μάρτυρας με τις ενέργειες του προσπάθησε να βοηθήσει το μοτοσικλετιστή, ο οποίος ήταν συνάδελφος του αστυνομικός. Για το σκοπό αυτό έλαβε από τον Εφεσείοντα δεύτερη ανακριτική κατάθεση, ενώ δεν έπρεπε αφού δεν υπήρχε ενοχοποιητική μαρτυρία για κάτι τέτοιο. Ο εξεταστής σκόπιμα παρερμήνευσε το περιεχόμενο άλλων καταθέσεων, ώστε να προβεί στη λήψη δεύτερης κατάθεσης, με απώτερο σκοπό να παραπλανήσει και παγιδεύσει τον Εφεσείοντα.  Όπως ισχυρίστηκε, ενδεικτικό της προσπάθειας του αυτής είναι ότι κατά τη λήψη ανακριτικής κατάθεσης από τον Εφεσείοντα, του «υπέβαλλε» διάφορα γεγονότα και σενάρια με σκοπό να επιβάλει τις θέσεις του, οι οποίες ήταν βλαπτικές για τον Εφεσείοντα και υποβοηθητικές για τον μοτοσικλετιστή. Συγκεκριμένα, με την ερώτηση 10, του υπέβαλε ότι είχε μαρτυρία ότι στην προσπάθεια του να στρίψει δεξιά προς Αγ. Τριμιθιάς, κινήθηκε σχεδόν μισό μέτρο μέσα στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας και μόλις είδε τον μοτοσικλετιστή, σταμάτησε εκεί. Όμως, εισηγήθηκε η δικηγόρος του Εφεσείοντος, στην πραγματικότητα ο εξεταστής δεν είχε τέτοια μαρτυρία και δεν εδικαιολογείτο να θέσει τέτοια εκδοχή στον Εφεσείοντα. Ούτε η κατάθεση (Τεκμήριο 9) του Σάββα Σάββα, ούτε η κατάθεση (Τεκμήριο 10) του αυτόπτη μάρτυρα Πέτρου Πέτρου (Μ.Κ.2) υποστηρίζει την υποβολή του εξεταστή. Τέλος, ήταν η θέση της κας Ερωτοκρίτου ότι κατά τη διάρκεια της μαρτυρίας του στο Δικαστήριο, ο εξεταστής της υπόθεσης προσπάθησε να υπεκφύγει ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν και παρασιωπούσε διάφορα γεγονότα, στην ίδια πάντα προσπάθεια να ενοχοποιήσει τον Εφεσείοντα και να βοηθήσει το συνάδελφο του.

Έχουμε εξετάσει τον τρόπο που ο εξεταστής της υπόθεσης διερεύνησε το δυστύχημα και πήρε τις σχετικές καταθέσεις. Δεν έχουμε εντοπίσει ούτε προσπάθεια παγίδευσης του Εφεσείοντος, ούτε προσπάθεια παροχής βοήθειας στον μοτοσικλετιστή για να απαλλαγεί τυχόν ευθύνης.

Δεν ευσταθεί, ούτε ο ισχυρισμός ότι ο εξεταστής δεν είχε λόγο για να λάβει ανακριτική κατάθεση από τον Εφεσείοντα. Μετά το δυστύχημα, στις 29.6.04, ο εξεταστής πήρε πρώτα ανοικτή κατάθεση από τον Εφεσείοντα ο οποίος, παρουσιαζόμενος αρχικά ως αυτόπτης μάρτυρας, ανέφερε ότι:-

«Εκεί στο στρίψιμο που είναι τα αυτοκίνητα του Τσαγγαρίδη, πρώην φώτα τροχαίας, πήρα κανονικά την πορεία που πρέπει για να στρίψω δεξιά όπως κατευθυνόμουν. Ελάττωσα και σχεδόν θα σταματούσα με ταχύτητα γύρω στα 10 χαω.  Είχα συνοδηγό τον Σάββα Σάββα που μένει Λακατάμεια, τηλ. 99-130855. Κοίταξα μπροστά μου ο δρόμος ως τα 50-60 μέτρα όπου θυμάμαι υπάρχει μία στροφή του δρόμου απέναντι μου αριστερά όπως κοίταζα εγώ, ο δρόμος ήταν καθαρός.  Κοίταξα ο δρόμος ήταν καθαρός και έκαμα κίνηση του τιμονιού μου, πολύ ελαφρά δεξιά χωρίς όμως να φύγει το αυτοκίνητο μου από την πορεία του που ήταν σχεδόν σταματημένο. Όσο χρόνο μου πήρε να κάμω μια κλίση του τιμονιού δεξιά χωρίς να κινηθώ είδα στα 30 μ. περίπου ένα μοτοσικλετιστή να έρχεται από απέναντι. Αμέσως επανέφερα το τιμόνι μου στην αρχική του θέση πατώντας στόπερ σταματώντας τελείως το αυτοκίνητο μου το οποίο σταμάτησε στην πορεία που περίμενα για να στρίψω. Πέρασε από κοντά μου, φορούσε κράνος, ήταν μόνος σαν οδηγός, κινείτο γρήγορα σίγουρα πάνω από 100 χ.α.ω. γιατί σε 2-3 δευτερόλεπτα και ακόμα είναι πολλά, πέρασε από εμένα 1 μέτρο διπλά μου σε ευθεία πορεία όπως ερχόταν από απέναντί μου ..»

Αμέσως μετά, ο εξεταστής πήρε κατάθεση και από το συνοδηγό του Εφεσείοντος, ο οποίος στη δική του κατάθεση (Τεκμήριο 9), ανέφερε τα εξής:-

«Πλησιάσαμε το στρίψιμο που πάει για Αγίους Τριμιθιάς.  Πιάσαμε τη λωρίδα μας δεξιά για να στρίψουμε. Το αυτοκίνητο μας κύλησε πολύ σιγά γιατί περιμέναμε να καθαρίσει ο δρόμος. Κοίταζα μπροστά και αντελήφθηκα ότι ο Κύπρος πήγε να αναπτύξει για να στρίψει. Τότε εγώ που είχα ανοικτό το παράθυρο μου άκουσα θόρυβο μοτόρας να πλησιάζει. Σε κλάσματα δευτερολέπτου είδα δίπλα μας μια μοτόρα κίτρινη.  Είπα του μάστρου μου «Περίμενε» και αυτός σταμάτησε αμέσως. Σταμάτησε ο Κύπρος και όπως καθόμουν συνοδηγός υποθέτω ότι το αυτοκίνητο μας σταμάτησε αμέσως και μπορεί να βρισκόταν ένα βήμα μέσα στην αντίθετη πορεία που ερχόταν η μοτόρα. Αφού σταματήσαμε η μοτόρα μας πέρασε από δίπλα περίπου ένα μέτρο.  Δεν μας άγγιξε καθόλου. Εγώ τότε γύρισα και είδα από το πίσω γυαλί του αυτοκινήτου τη μοτόρα που συνέχισε για 10 μ. περίπου σε ευθεία πορεία χωρίς να κάμνει ζικ-ζακ ή άλλη κίνηση, μετά πήγε στο παγκέττο και η μοτόρα άρχισε να παίζει δηλαδή ο πίσω τροχός ήταν πολύ ασταθής πηγαίνοντας δεξιά-αριστερά. Τον είδα ότι πήγε με τη μοτόρα και κτύπησε πάνω σε ένα φορτηγό που ήταν σταθμευμένο αριστερά όπως πήγαινε η μοτόρα. .........................

Να σου αναφέρω ξανά ότι την ώρα που σταματήσαμε για να μπούμε δεξιά, είδαμε και οι δύο ότι ο δρόμος ήταν καθαρός και έβλεπα κάπου 80 μέτρα μακριά έτσι ο Κύπρος ξεκίνησε για να μπει στην πάροδο. Ο λόγος που σταματήσαμε ήταν γιατί σε δευτερόλεπτα αφού ακούσαμε το θόρυβο της μοτόρας ώσπου να σταματήσουμε ήταν δίπλα μας και όπως σου είπα κινηθήκαμε μόνο ένα βήμα.»

Πριν πάρει την ανακριτική κατάθεση, ο εξεταστής είχε στη διάθεση του και τη γραπτή κατάθεση του αυτόπτη μάρτυρα (Τεκμήριο 10). Σ' αυτή ο μάρτυρας, μετά που ανέφερε ότι είδε το μοτοσικλετιστή, συνέχισε λέγοντας ότι:

«.. έφθασα στο ΑΛΤ εκεί που είναι τα αυτοκίνητα του Τσαγγαρίδη. Σταμάτησα στην αριστερή λωρίδα που θα με οδηγούσε στον κύριο δρόμο με κατεύθυνση την Λευκωσία και περίμενα. Κοίταξα δεξιά μου και είδα σε απόσταση πέραν από τα 150 μ. εκεί που υπάρχει μια ταπέλλα έξω από τον Αστυνομικό σταθμό ότι ερχόταν μια μοτόρα. Αμέσως η σκέψη μου ήταν να μην βγω από το ΑΛΤ γιατί μπορεί να μην προλάβαινα εφόσον είναι μοτόρα. Αρχικά όταν πλησίασα το ΑΛΤ είδα από απέναντι ότι κανένα αυτοκίνητο δεν υπήρχε στην λωρίδα που θα έστριβε προς Αγ. Τριμιθιάς. Στο ΑΛΤ κοίταζα συνεχώς την μοτόρα που ερχόταν δεξιά μου. Από την απόσταση που είδα την μοτόρα και ώσπου να έρθει κοντά μου πέρασαν 2-3 δευτερόλεπτα. Στη μοτόρα που ήταν κίτρινη καθόταν ένα άτομο που φορούσε κράνος. Μόλις η μοτόρα ήρθε μπροστά μου, τον είδα ότι έκαμε ένα ελιγμό προς εμένα και τότε είδα ένα άσπρο ημιφορτηγό με δύο άτομα μέσα να στρίβει προς Αγ. Τριμιθιάς. Όταν είδα το αυτοκίνητο, πρόσεξα όταν ήταν στην κίνηση του σε απόσταση 0,50 εκαστοστά περίπου και έστριβε προς Αγίους Τριμιθιάς.»

Κατά την άποψή μας, τα όσα ανέφερε τόσο ο συνοδηγός του Εφεσείοντος, όσο και ο αυτόπτης μάρτυρας, δικαιολογούσαν απόλυτα την ενέργεια του ανακριτή να λάβει ανακριτική κατάθεση από τον Εφεσείοντα. Δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι η ενέργεια του ανακριτή ισοδυναμεί με προσπάθεια παγίδευσης ή ενοχοποίησης του Εφεσείοντος. Ο εξεταστής είχε αρκετά στοιχεία στη διάθεση του, που δικαιολογούσαν πλήρως την ενέργεια του. 

Συμφωνούμε με την πρωτόδικο Δικαστή ότι η χρήση της λέξης «σου υποβάλλω» από τον εξεταστή της υπόθεσης κατά τη λήψη της ανακριτικής κατάθεσης του Εφεσείοντος, δεν είναι ενδεικτική υποβολιμαίας προσπάθειας για επιβολή πλαγίως της θέσης του εξεταστή προς τον Εφεσείοντα. Ο ίδιος ο εξεταστής εξήγησε ότι δεν χρησιμοποίησε τη φράση με την έννοια που την χρησιμοποιούν οι δικηγόροι στο Δικαστήριο, αλλά τη χρησιμοποίησε για να θέσει την εκδοχή του ανακριτή στον Εφεσείοντα, ώστε να μπορέσει ο τελευταίος να τη σχολιάσει. Θεωρούμε απόλυτα λογική και πειστική την εξήγηση του.

Εξετάσαμε επίσης τις σχετικές ερωτήσεις για τις οποίες έκαμε παράπονο η συνήγορος του Εφεσείοντος, αλλά δεν συμφωνούμε ότι αυτές αποσκοπούσαν στο να παραπλανήσουν ή να παγιδεύσουν τον Εφεσείοντα. Η μόνη που δεν είναι ακριβής είναι η ερώτηση 14 με την οποία ο εξεταστής εισηγήθηκε στον Εφεσείοντα ότι στην αρχική του κατάθεση ημερομηνίας 29.6.04 (Τεκμήριο 3), είπε ότι άκουσε τη μοτοσικλέτα, αλλά δεν την είδε, παρά μόνο όταν έφτασε δίπλα του. Είναι γεγονός ότι ο Εφεσείων στην πιο πάνω κατάθεσή του δεν είπε ότι άκουσε τη μοτοσικλέτα.  Αυτό αναφέρεται στην κατάθεση του συνοδηγού. Όμως η διαπίστωση αυτή δεν φαίνεται να είναι ουσιώδης και δεν επηρέασε την κρίση του Δικαστηρίου, εφόσον καμία αναφορά δεν έγινε στο σημείο αυτό.

Διεξήλθαμε επίσης τη μαρτυρία που έδωσε στο Δικαστήριο ο εξεταστής. Ούτε εκεί εντοπίσαμε οποιαδήποτε προσπάθεια υπεκφυγής ή παρασιώπησης γεγονότων, όπως ισχυρίζεται η συνήγορος του Εφεσειόντος. Διατυπώθηκε παράπονο ότι ο εξεταστής για να προστατεύσει το συνάδελφό του, προσποιήθηκε ότι παρά τα στοιχεία που υπήρχαν, δε γνώριζε ότι οδηγούσε με μεγάλη ταχύτητα. Δε συμφωνούμε ότι ο τρόπος που ο εξεταστής απέφυγε κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης του να προσδιορίσει την ταχύτητα του μοτοσικλετιστή, αποτελεί υπεκφυγή. Όπως πολλές φορές τα Δικαστήρια είχαν την ευκαιρία να επαναλάβουν, ο προσδιορισμός ταχύτητας με παρεμφερή στοιχεία όπως η σφοδρότητα της σύγκρουσης ή η αλλοίωση των μετάλλων των εμπλεκομένων οχημάτων κ.ά. είναι έργο δύσκολο και χωρίς μαρτυρία ειδικών, δεν πρέπει να επιχειρείται. Στην προκειμένη περίπτωση ο εξεταστής, ορθά κατά τη γνώμη μας, απέφυγε να προσδιορίσει την ταχύτητα της μοτοσικλέτας, εξηγώντας βέβαια, ότι δεν ήταν σε θέση να κάνει υποθέσεις.

Ούτε το γεγονός ότι, μετά την παραδοχή του μοτοσικλετιστή ότι οδηγούσε με 80 χ.α.ω., δεν τον κατηγόρησε για υπερβολική ταχύτητα, μπορεί να ερμηνευθεί ως ενέργεια που αποσκοπούσε στο να θέσει τον Εφεσείοντα σε δυσμενέστερη θέση. Όπως εξήγησε, το όριο από την κατεύθυνση του μοτοσικλετιστή, ήταν 80 χ.α.ω., το οποίο όμως, 200 μέτρα περίπου πριν την συμβολή με την πάροδο, μειώνεται στα 50 χ.α.ω.. Όμως δεν σημειώθηκε σε ποιο ακριβώς σημείο βρισκόταν η σχετική πινακίδα.

Δεν διαφωνούμε ότι στη μαρτυρία του εξεταστή υπάρχουν κάποιες μικροαντιφάσεις π.χ. ότι ο μοτοσικλετιστής δεν του είπε ότι οδηγούσε με 80 χ.α.ω., αλλά αυτές κατά την άποψή μας δεν ήταν αρκετές για να καταστήσουν την όλη μαρτυρία του αναξιόπιστη. Όπως επισημαίνεται στην υπόθεση Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρα (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056, στην οποία μας παρέπεμψε η κα Ερωτοκρίτου, η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίζεται σε αριθμητική αποτίμηση της αξιολόγησης, αλλά επεκτείνεται στο σύνολο της μαρτυρίας και των προεκτάσεών της.

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, ο Εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, αν αξιολογούσε ορθά τη μαρτυρία του αυτόπτη μάρτυρα Μ.Κ.2, θα διαπίστωνε ότι η μαρτυρία του ουδόλως ενοχοποιούσε τον Εφεσείοντα. Στην κατάθεση του ο μάρτυρας ανέφερε ότι ούτε πριν, ούτε τη στιγμή που περνούσε η μοτοσικλέτα από μπροστά του, είχε προσέξει αν το φορτηγό ήταν ή όχι σταματημένο, διότι ο μάρτυρας κοίταζε συνεχώς δεξιά προς την κατεύθυνση της μοτοσικλέτας.

Παρά το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης, όπως αρχικά διατυπώθηκε, αφορά στο κατά πόσο το όχημα του Εφεσείοντος ήταν ή όχι σταματημένο την ώρα που περνούσε η μοτοσικλέτα από μπροστά του, στην αγόρευση της, η ευπαίδευτη συνήγορος του Εφεσείοντος, επεκτάθηκε και στο πότε ακριβώς η μοτοσικλέτα έκανε ελιγμό. Θα εξετάσουμε και τα δύο ζητήματα, εφόσον αυτά είναι συνυφασμένα.

Έχουμε ήδη παραθέσει το σχετικό απόσπασμα από τη γραπτή κατάθεση (Τεκμήριο 10) του αυτόπτη μάρτυρα και δεν χρειάζεται να το επαναλάβουμε (βλ. σελ. 825, ανωτέρω). Εξετάσαμε επίσης και τη μαρτυρία του στο Δικαστήριο. Αντεξεταζόμενος σε σχέση με το πότε ο μοτοσικλετιστής έκανε ελιγμό, ανέφερε ότι, «την ώρα που αυτή πήγε και πέρασε από μπροστά μου, πριν να περάσει από μπροστά μου, την ώρα που ήταν κοντά στο αυτοκίνητο, έκανε ελιγμό, πλησίασε προς εμένα.». Στη συνέχεια ανέφερε ότι «την ώρα που τον είδα που έκανε τον ελιγμό, είδα το ημιφορτηγό που έστριβε.» Είναι γεγονός ότι ο μάρτυρας σε κάποιο στάδιο της μακράς αντεξέτασής του, ανέφερε ότι είδε το φορτηγό να στρίβει, μετά που ο μοτοσικλετιστής έκανε τον ελιγμό.  Κατά την άποψή μας στο σημείο αυτό ο μάρτυρας φαίνεται να αναφερόταν στη σειρά που ο ίδιος αντιλήφθηκε τα γεγονότα. Εν πάση περιπτώσει, ο μάρτυρας, θέλοντας να ξεκαθαρίσει κάθε αμφιβολία για το τι ακριβώς εννοούσε, ανέφερε τα εξής κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης του:-

«Να το πω με λόγια δικά μου. Κοίταζα δεξιά, όπως ερχόταν η μοτοσικλέτα. Την ώρα που με πλησίασε και έκαμε ελιγμό και μπροστά μου την ώρα που έκαμε τον ελιγμό, είδα το ημιφορτηγό που προσπαθούσε να στρίψει προς Αγίους Τριμιθιάς. Δεν παρακολουθούσα να δω από πού ερχόταν προηγουμένως. Δεν το είδα προηγουμένως το ημιφορτηγό από πού ερχόταν. Απλώς το είδα την ώρα που προσπαθούσε να στρίψει.»

Και σε άλλο σημείο της αντεξέτασης του ξεκαθάρισε εντελώς το θέμα. Η σχετική ερώτηση και απάντηση έχει ως εξής:-

«Ε. Εσύ το είδες το φορτηγό του κατηγορουμένου μετά που πέρασε η μοτοσικλέτα από μπροστά σου, δεν πέρασε πολύς χρόνος από τη στιγμή που πέρασε η μοτοσικλέτα από μπροστά σου για να δεις το φορτηγό;

Α. Την ώρα που έκαμε τον ελιγμό, σχεδόν ταυτόχρονα είδα και το αυτοκίνητο. Και κινείτο να στρίψει προς Αγίους Τριμιθιάς.

Ε. Και ήταν εκείνη τη στιγμή που είδες το φορτηγό να στρίβει και να είναι 1-2 πόδια, όπως λες μέσα στη λωρίδα την απέναντι;

Α. Ναι.»

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας την πιο πάνω μαρτυρία, ανέφερε ότι:-

«Είναι γεγονός ότι κατά την εντατική αντεξέταση στην οποία υπεβλήθηκε, ο Μ.Κ.2 έτυχε να πει και τα εξής: «Πριν φτάσει μπροστά μου η μοτοσικλέτα δεν έκανε οποιοδήποτε ελιγμό.».  Αυτό, μάλλον, οδήγησε την πλευρά του κατηγορουμένου να ισχυρισθεί ότι ο Μ.Κ.2 κατέθεσε ότι ο μοτοσικλετιστής προέβηκε σε ελιγμό στα αριστερά αφού προσπέρασε το φορτηγό και ενώ περνούσε μπροστά από τον ίδιο. Και ότι ο μοτοσικλετιστής, περνώντας μπροστά από το φορτηγό δεν αντιμετώπισε κανένα κίνδυνο.

Δεν συμμερίζομαι τις θέσεις αυτές.  Μελέτησα με προσοχή τη γραπτή κατάθεση του Μ.Κ.2 (Τεκμήριο 10) καθώς και τα όσα ανέφερε ενώπιον του Δικαστηρίου. Από τα συμφραζόμενα στην κατάθεση αυτή καθώς και από τις ρητές δηλώσεις του Μ.Κ.2 που παρατίθενται πιο πάνω, προκύπτει ότι ο μάρτυρας αυτός δηλώνει ότι ο μοτοσικλετιστής προέβηκε στον ελιγμό στα αριστερά ενώ τον πλησίαζε, πριν περάσει από μπροστά του και ενώ το φορτηγό επιχειρούσε δεξιά στροφή για να εισέλθει στη Λεωφόρο. Άλλωστε, τα όσα καταθέτει ένας μάρτυρας αξιολογούνται στην ολότητά τους και όχι κατ' απομόνωσιν ορισμένων στοιχείων. (Παπαδοπούλου ν. Αστυνομίας (2007) 2 A.A.Δ. 173). Σημειώνω ότι η εικόνα την οποίαν ο Μ.Κ.2 μετέφερε κρίνεται αξιόπιστη δεδομένης και της θετικής εντύπωσης που απεκόμισα για τον μάρτυρα αυτό και της πεποίθησης μου ότι πρόκειται για άτομο ειλικρινές και φιλαλήθες.»

Δεν βρίσκουμε οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας του αυτόπτη μάρτυρα. Όπως ορθά ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η μαρτυρία ενός μάρτυρα αξιολογείται στην ολότητά της και όχι αποσπασματικά. Διαβάζοντας τόσο την κατάθεση του μάρτυρα στην Αστυνομία όσο και τη μαρτυρία που έδωσε στο Δικαστήριο, εκείνο που προκύπτει σαφώς, είναι ότι τα πάντα συντελέστηκαν μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα. Κατά την άποψή μας, είναι άδικο να απαιτείται από ένα μάρτυρα στη θέση του Μ.Κ.2, ο οποίος επανέλαβε πολλές φορές την εκδοχή του, να είναι πιο λεπτομερής στην περιγραφή γεγονότων τα οποία διήρκεσαν μόνο μερικά δευτερόλεπτα. Συμφωνούμε ότι η ουσία των όσων μετέφερε στο Δικαστήριο είναι ότι, όταν ο μοτοσικλετιστής ήταν πολύ κοντά στο αυτοκίνητό του, το οποίο ήταν σταματημένο στο ΑΛΤ της παρόδου, προέβη σε ελιγμό, ενώ την ίδια ώρα το φορτηγό του Εφεσείοντος επιχειρούσε κάποια κίνηση προς τα δεξιά για να εισέλθει στην πάροδο.

Με αυτά τα δεδομένα, δεν συμφωνούμε ότι το Δικαστήριο «παρέφρασε» τη μαρτυρία του αυτόπτη μάρτυρα. Συμφωνούμε ότι από τα «συμφραζόμενα» στη γραπτή κατάθεση του μάρτυρα και από τα όσα εξήγησε στο Δικαστήριο, ο ελιγμός του μοτοσικλετιστή δεν ήταν ασύνδετος με τον τρόπο που κινείτο το ημιφορτηγό, το οποίο ήταν στη διαδικασία να στρίψει δεξιά. Το κατά πόσο αυτό ισοδυναμεί με αποκοπή της πορείας του μοτοσικλετιστή, δεν είναι θέμα που άπτεται της αξιοπιστίας, αλλά συμπέρασμα στο οποίο θα καταλήξει το Δικαστήριο, έχοντας υπόψη το σύνολο της μαρτυρίας. Κατά την άποψή μας, η αξιολόγηση από το Δικαστήριο της μαρτυρίας του Μ.Κ.2 ήταν ορθή και στηρίχθηκε στο σύνολο της μαρτυρίας του αυτόπτη μάρτυρα.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης, ο Εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ επικαλείται την κατάθεση (Τεκμήριο 9) του συνοδηγού του Εφεσείοντος, Σάββα Σάββα, η οποία κατατέθηκε εκ συμφώνου, παραλείπει να την αξιολογήσει στην ολότητα της. Όπως εισηγήθηκε η κα Ερωτοκρίτου, το Δικαστήριο παρέλειψε να σημειώσει ότι ο Σάββα αναφέρει στην κατάθεση του ότι άκουσε θόρυβο μοτοσικλέτας και σε κλάσματα δευτερολέπτου η μοτοσικλέτα βρέθηκε δίπλα από τον Εφεσείοντα.

Δεν ευσταθεί το επιχείρημα της δικηγόρου του Εφεσείοντος, αφού στη σελίδα 76 της απόφασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρεται σ' αυτό ακριβώς το μέρος της κατάθεσης του Σάββα.

Ανυπόστατο είναι και το παράπονο ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να σημειώσει ότι ο Σάββα δεν ισχυρίστηκε ότι το όχημα του Εφεσείοντος πέρασε στην αντίθετη λωρίδα, αλλά ότι «υπέθεσε» ότι «μπορεί» να έγινε κάτι τέτοιο. Στη σελίδα 76 της απόφασης, η πρωτόδικος Δικαστής σχολίασε ως εξής τη σχετική μαρτυρία:-

«Ο Σάββας Σάββα αναφέρει ότι, ενώ το φορτηγό βρισκόταν στο σημείο του κυρίου δρόμου από το οποίο θα έστριβε δεξιά για να εισέλθει στη Λεωφόρο αρχικώς «κυλούσε πολύ σιγά γιατί περίμεν(αν) να καθαρίσει ο δρόμος.» Μετά όμως ο κατηγορούμενος «πήγε να αναπτύξει για να στρίψει.» Τότε ο ίδιος άκουσε θόρυβο μοτοσικλέτας να πλησιάζει και σε κλάσματα δευτερολέπτου είδε τη μοτοσικλέτα δίπλα από το φορτηγό. Προέτρεψε τον κατηγορούμενο να περιμένει και αυτός σταμάτησε αμέσως. Υποθέτει ότι εκείνη τη στιγμή το φορτηγό «βρισκόταν ένα βήμα μέσα στην αντίθετη πορεία που ερχόταν η μοτόρα.» Τότε η μοτοσικλέτα πέρασε δίπλα από το φορτηγό σε απόσταση περίπου 1 μ.»

Η χρήση της λέξης «υποθέτει» υποδηλοί καθαρά ότι δεν υπήρξε καμία παρερμηνεία της μαρτυρίας του Σάββα. Κατά την άποψή μας, η αξιολόγηση της μαρτυρίας ήταν καθόλα αντικειμενική και ορθή.

Ο λόγος έφεσης 4, αφορά στο παράπονο του Εφεσείοντος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρέλειψε να ασχοληθεί με το αναντίλεκτο συμπέρασμα πως η ιλιγγιώδης ταχύτητα του μοτοσικλετιστή, ήταν η αποκλειστική αιτία εκτροπής του.

Δεν συμφωνούμε. Η ταχύτητα του μοτοσικλετιστή αναμφίβολα είναι στοιχείο που θα ληφθεί σοβαρά υπόψη στον καταμερισμό της ευθύνης, εάν και όταν η υπόθεση αχθεί ενώπιον αστικού Δικαστηρίου. Όμως στην προκειμένη περίπτωση το Δικαστήριο στηριζόμενο στο σύνολο της ενώπιον του μαρτυρίας, ορθά κατέληξε σε εύρημα ότι το ημιφορτηγό ανέκοψε την πορεία του μοτοσικλετιστή. Η ανακοπή αυτή συνίσταται στη μικρή κίνηση που έκανε το ημιφορτηγό για να στρίψει, ενώ ο μοτοσικλετιστής ήταν πολύ κοντά στο όχημα. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Εφεσείων δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι ο ίδιος δεν έχει καθόλου ευθύνη. Σε ποινικές υποθέσεις, έστω και μικρού βαθμού αμέλεια, είναι αρκετή για να οδηγήσει σε καταδίκη.

Υπήρξε πολλή συζήτηση κατά πόσον το όχημα του Εφεσείοντος πέρασε ή όχι στην αντίθετη πορεία και αν ναι, σε ποιο βαθμό. Η πρωτόδικος Δικαστής βρήκε ότι ένα μικρό μέρος είχε περάσει και αυτό συνάδει και με τη μαρτυρία. Όμως και διαφορετικό να ήταν το εύρημα, κατά την άποψή μας δεν έχει και τόση σημασία αν ένα μικρό μέρος του αυτοκινήτου εισήλθε ή όχι στην αντίθετη πλευρά του δρόμου. Το γεγονός ότι το αυτοκίνητο του Εφεσείοντος επιχείρησε κάποια κίνηση προς τα δεξιά η οποία ανάγκασε τον μοτοσικλετιστή να ελιχθεί, θα ήταν επίσης αρκετό για να βρεθεί ο Εφεσείων ένοχος αμέλειας.

Η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Εφεσείοντα αναφέρθηκε και στην υπόθεση Ιωάννου ν. Χ"Αναστάση (1991) 1 Α.Α.Δ. 345 η οποία είναι αστικής φύσεως.  Τα γεγονότα της αν και ομοιάζουν με αυτά της παρούσας, δεν είναι ακριβώς τα ίδια, όπως ισχυρίζεται η κα Ερωτοκρίτου. Στην υπόθεση Ιωάννου, πιο πάνω, το ημιφορτηγό άφησε ίχνη τροχοπέδησης τα οποία άρχιζαν μέσα στη λωρίδα πορείας του, πράγμα που όπως επισήμανε το Εφετείο, αποδεικνύει πως ο οδηγός του ημιφορτηγού είδε το μοτοσικλετιστή που κατευθυνόταν προς το αυτοκίνητο του, ενώ ακόμα βρισκόταν μέσα στη λωρίδα πορείας του. Όμως, στην υπό εκδίκαση υπόθεση τα γεγονότα είναι διαφορετικά. Το όχημα του Εφεσείοντος έκανε κίνηση προς τα δεξιά, ενώ η μοτοσικλέτα βρισκόταν σε πολύ κοντινή απόσταση από τον ίδιο. Αυτή ήταν η γενεσιουργός αιτία του δυστυχήματος και όχι η ταχύτητα της μοτοσικλέτας. Σε ποιο βαθμό η ταχύτητα συνέβαλε στην πρόκληση του δυστυχήματος, δεν αφορά στην παρούσα ποινική έφεση, στην οποία μοναδικό επίδικο θέμα είναι η αμέλεια του Εφεσείοντος.

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης, προσβάλλεται η κρίση του Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία του μοτοσικλετιστή (Μ.Κ.3) ήταν αξιόπιστη. Όπως μας εξήγησε η δικηγόρος του Εφεσείοντος: (α) ο μοτοσικλετιστής προσπάθησε ψευδόμενος να ξεφύγει από το γεγονός ότι το όριο ταχύτητας στην περιοχή ήταν 50 χ.α.ω. και επέμενε ότι ήταν 80 χ.α.ω., (β) ψευδόταν για τον τρόπο που έγινε το δυστύχημα, αφού η μαρτυρία του είναι αντίθετη με αυτήν του αυτόπτη μάρτυρα και (γ) ισχυρίστηκε στην κατάθεσή του ότι «αφού έκανε ελιγμό αριστερά», μετά «έκαμε ελιγμό δεξιά». Αυτό δεν συνάδει με την πραγματική μαρτυρία και, κατά την άποψή της, δημιουργεί ερωτηματικά για το πώς τελικά συγκρούστηκε με το σταματημένο φορτηγό στο αριστερό παγκέτο του δρόμου, εφόσον, όπως ο ίδιος ισχυρίστηκε, ο τελευταίος ελιγμός που έκαμε ήταν προς τα δεξιά.

Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Η αξιοπιστία ενός μάρτυρα δεν κρίνεται με μια τόσο στενή και μικροσκοπική εξέταση, αλλά με βάση το σύνολο της συμπεριφοράς του μάρτυρα στο εδώλιο και με βάση το περιεχόμενο και την ουσία ολόκληρης της μαρτυρίας του. Η νομολογία μας αναγνωρίζει ότι είναι φυσιολογικό να υπάρχουν κάποιες αντιφάσεις και το Εφετείο επεμβαίνει, όταν διαπιστωθούν τέτοιες, μόνο όταν είναι ουσιαστικής μορφής και πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή όταν καταδεικνύουν πρόθεση εκ μέρους του να πει ψέματα. (Βλ. Ηλία κ.ά. ν. Σταυρινίδη (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 874 και Οράτη ν. Παστού (2000) 1 Α.Α.Δ. 1787).

Στην προκειμένη περίπτωση, με βάση το σύνολο της μαρτυρίας που δόθηκε για το όριο ταχύτητας, δεν θεωρούμε ότι η όποια αδυναμία ή αμφιταλάντευση του μοτοσικλετιστή για το θέμα αυτό, αναπόφευκτα οδηγεί σε συμπέρασμα ότι ο μάρτυρας ψευδόταν. Επειδή το ακριβές σημείο του δρόμου που το όριο μειώνεται από 80 χ.α.ω. στα 50 χ.α.ω. δεν ερευνήθηκε ειδικά από τον εξεταστή της υπόθεσης, υπήρξε αρχικά κάποια αμφιβολία, για να ξεκαθαριστεί τελικά ότι λίγο πριν την πάροδο που έγινε το δυστύχημα, το όριο μειώνεται στα 50 χ.α.ω.. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν θεωρούμε ότι η επιμονή του μάρτυρα για το όριο είναι αφεαυτής αρκετή, να οδηγήσει σε απόρριψη της μαρτυρίας του.

Ούτε ο τρόπος που περιέγραψε τους ελιγμούς που έκανε η μοτοσικλέτα του, μπορεί να έχει αρνητική επίδραση. Αλίμονο, αν αναμενόταν από μάρτυρες που βρίσκονται στην ίδια θέση με τον αυτόπτη μάρτυρα ή τον μοτοσικλετιστή, ενώ εξελίσσεται μια φάση η οποία διαρκεί μερικά μόνο δευτερόλεπτα, να θυμούνται τον ακριβή αριθμό ελιγμών που κάνει μια μοτοσικλέτα λίγο πριν συγκρουστεί.

Ο Εφεσείων με τον έκτο λόγο έφεσης, παραπονείται ότι αδικαιολόγητα και αβασάνιστα το Δικαστήριο τον έκρινε αναξιόπιστο. Η συνήγορος του, ξεφεύγοντας από τον λόγο έφεσης όπως διατυπώνεται στη σχετική ειδοποίηση, επανέφερε το θέμα του τρόπου λήψης της ανακριτικής κατάθεσης του Εφεσείοντος, για να ισχυριστεί ότι το Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να στηριχτεί σ' αυτήν για να κρίνει την αξιοπιστία του. Έχουμε ήδη ασχοληθεί με τη συγκεκριμένη εισήγηση και το μόνο που θα θέλαμε να προσθέσουμε είναι ότι εφόσον η υπεράσπιση του Εφεσείοντος δέχεται ότι η κατάθεση ήταν θεληματική, δεν μπορεί ταυτόχρονα να παραπονείται ότι ο Εφεσείων καταπιέστηκε ή ότι οι ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν ήταν «πολυσύνθετες, πολύπλοκες και πολυδιάστατες», με προφανές το υπονοούμενο ότι τον σύγχυσαν.

Ερχόμαστε τώρα στον τελευταίο λόγο έφεσης ο οποίος αφορά στην ποινή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στον Εφεσείοντα £400 πρόστιμο και 3 βαθμούς ποινής στην άδεια οδήγησής του. Η συνήγορος του υποστήριξε ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική. Το μόνο στοιχείο που επικαλέστηκε στην αγόρευσή της, είναι ότι ο Εφεσείων οδηγεί για 28 χρόνια χωρίς να προξενήσει ποτέ δυστύχημα. Επίσης, ότι η ταχύτητα του μοτοσικλετιστή ήταν η κύρια αιτία για την πρόκληση του δυστυχήματος και ότι το πρόστιμο θα έπρεπε να διαμορφωθεί ανάλογα.

Η ποινή που επιβλήθηκε στον Εφεσείοντα είναι αυστηρή, αλλά δεν συμφωνούμε ότι είναι έκδηλα υπερβολική. Ο Εφεσείων μπορεί να είναι λευκού ποινικού μητρώου, όμως η εμπλοκή του στο δυστύχημα κάτω από τις συνθήκες που περιγράψαμε, ακόμη και αν ληφθεί υπόψη η ταχύτητα του μοτοσικλετιστή, όπως τουλάχιστον ο ίδιος την περιέγραψε, δεν καθιστά την ποινή υπερβολική. Κατά την άποψή μας η πρωτόδικος Δικαστής στάθμισε ορθά τις συνθήκες διάπραξης του δυστυχήματος από τη μια και τα περιορισμένα στοιχεία που αφορούσαν στις προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντος, από την άλλη με αποτέλεσμα να καταλήξει την ορθή ποινή.

Η έφεση απορρίπτεται.

ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος σε κατηγορία για αμελή οδήγηση κατά παράβαση του Άρθρου 8 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων Νόμου του 1972 (Ν. 86/72 ως έχει τροποποιηθεί) και διατάχθηκε να καταβάλει £400 πρόστιμο, να καταχωρηθούν 3 βαθμοί ποινής στην άδεια οδήγησής του και £150 έξοδα. Με την παρούσα έφεση προσβάλλει τόσο την καταδίκη όσο και την επιβληθείσα ποινή.

Η πιο πάνω κατηγορία βασίζεται σε τροχαίο δυστύχημα το οποίο συνέβηκε στις 29/6/04 περί τις 11.00 π.μ. ως ακολούθως:  Ο εφεσείων οδηγούσε το ημιφορτηγό αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής ΕΒΚ562 στον κύριο δρόμο Ανθούπολης-Παλαιχωρίου με πρόθεση να στρίψει δεξιά για να εισέλθει σε πάροδο που οδηγεί στο χωριό Αγ. Τριμιθιάς. Την ίδια στιγμή, από την αντίθετη κατεύθυνση (πλευρά Παλαιχωρίου), ο παραπονούμενος (Μ.Κ.3) Χαράλαμπος Περικέντης (αστυνομικός), οδηγούσε τη μεγάλου κυβισμού (1100cc) μοτοσικλέτα του με αρ. εγγραφής ΚΑΥ223.  Θεωρώντας ο Μ.Κ.3 ότι ο τρόπος που οδηγούσε ο εφεσείων και η θέση του οχήματος του ήσαν τέτοια που θα του απέκοβαν την πορεία, έκανε ελιγμό προς τα αριστερά, οπότε έχασε τον έλεγχο της μοτοσικλέτας και προσέκρουσε σε σταθμευμένο φορτηγό σε παρακείμενο χωμάτινο παγκέτο.  Αποτέλεσμα ήταν η καταστροφή της μοτοσικλέτας του και ο τραυματισμός του ιδίου, δηλαδή του Μ.Κ.3.

Στο πρωτόδικο δικαστήριο κατέθεσαν για την Κατηγορούσα Αρχή (εφεσίβλητη) τρεις μάρτυρες οι εξής: Μ.Κ.1 Αν. Λοχίας 597 Α. Ιωάννου, εξεταστής του δυστυχήματος, Μ.Κ.2 Πέτρος Πέτρου, ο οποίος οδηγούσε από την πλευρά του δρόμου που οδηγεί στους Αγ. Τριμιθιάς και με πρόθεση να εισέλθει στον κύριο δρόμο Ανθουπόλεως-Παλαιχωρίου για να πάει προς Λευκωσία και ο προαναφερθείς οδηγός της μοτοσικλέτας Μ.Κ.3.  Έγινε επίσης δεκτή για το αληθές του περιεχομένου της (τεκμ. 9) η κατάθεση του Σάββα Σάββα συνοδηγού του εφεσείοντα, χωρίς το πρόσωπο αυτό να κληθεί ως μάρτυρας. Κατατέθηκαν επίσης και αριθμός εγγράφων όπως, μεταξύ άλλων, τα σχεδιαγράμματα της σκηνής του δυστυχήματος. Από πλευράς του εφεσείοντα κατάθεσε μόνο ο ίδιος. Υποστήριξε ότι αφού ελάττωσε τελείως ταχύτητα, περιμένοντας να καθαρίσει ο δρόμος από απέναντι του, όταν καθάρισε ο δρόμος έστριψε το τιμόνι του δεξιά οπότε αντιλήφθηκε σε πολύ κοντινή απόσταση την μοτοσικλέτα και σταμάτησε αμέσως. Όταν σταμάτησε, ο δεξιός μπροστινός τροχός του οχήματός του πρέπει να ήταν πάνω στην άσπρη γραμμή που διαχωρίζει τη δική του πορεία από την αντίθετη πλευρά. Τότε ο μοτοσικλετιστής, που ερχόταν με μεγάλη ταχύτητα, έχασε τον έλεγχο της και πήγε και κτύπησε πάνω σε φορτηγό που ήταν σταματημένο σε χωμάτινο παγκέτο, στην αριστερή πλευρά του δρόμου σύμφωνα με την πορεία του μοτοσικλετιστή. Ο οδηγός της μοτοσικλέτας (Μ.Κ.3), είχε υποστηρίξει ότι ο εφεσείων επιχείρησε να στρίψει δεξιά απότομα και ενώ ο ίδιος βρισκόταν σε απόσταση 4-5 μέτρων από το αυτοκίνητο του εφεσείοντα, ενέργεια που τον ανάγκασε να κινηθεί προς τα αριστερά για να αποφύγει τη σύγκρουση.

Το πρωτόδικο δικαστήριο βασιζόμενο μεταξύ άλλων και σε καταθέσεις του ίδιου του εφεσείοντα που έδωσε στην αστυνομία ιδιαίτερα τη δεύτερη που δόθηκε στις 3/7/04, κατάληξε ότι ο εφεσείων ήταν αμελής με την εξής αιτιολογία:

«Έχω μελετήσει την ενώπιον μου προσκομισθείσα μαρτυρία και καταλήγω ότι η κατηγορούσα αρχή πέτυχε να αποδείξει, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ότι το πρωί της 29.6.04 και ενώ οδηγούσε το φορτηγό όχημα υπ' αριθμόν εγγραφής ΕΒΚ 562 επί του κυρίου δρόμου Ανθούπολης-Λευκωσίας με πρόθεση να στρίψει δεξιά για να εισέλθει στη Λεωφόρο Αγίων Τριμιθιάς, ο κατηγορούμενος υπήρξε αμελής. Η αμέλειά του συνίσταται στο γεγονός ότι παρέλειψε να αντιληφθεί εγκαίρως τη μοτοσικλέτα υπ' αριθμόν εγγραφής ΚΑΥ 223, η οποία πορευόταν με αντίθετη κατεύθυνση. Κατεύθυνε δε το φορτηγό προς τα δεξιά με αποτέλεσμα μέρος αυτού να εισέλθει στην δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας και επιχείρησε να διενεργήσει δεξιά στροφή όταν η μοτοσικλέτα ήταν ήδη πολύ κοντά στο φορτηγό. Αποτέλεσμα τούτου ήταν να ανακοπεί η κανονική πορεία της μοτοσιλέτας, ο οδηγός της να προβεί σε ελιγμό στα αριστερά για να αποφύγει τη σύγκρουση με το φορτηγό, και, στη συνέχεια, να απωλέσει τον έλεγχο της. Χωρίς να χρειάζεται να επανέλθω με λεπτομέρεια στην μαρτυρία, τονίζω ότι ο ανεξάρτητος και αυτόπτης Μ.Κ.2 δήλωσε ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο είδε το μοτοσικλετιστή να περνά μπροστά από το φορτηγό όταν αυτό ήταν εν κινήσει, επιχειρώντας να στρίψει δεξιά, και ευρισκόμενο 1 έως 2 πόδια εντός της αντίθετης λωρίδας κυκλοφορίας. Αυτά, κατ' ουσίαν, ανέφερε και ο ίδιος ο κατηγορούμενος στη γραπτή κατάθεσή του ημερ. 3.7.04 (Τεκμήριο 2) εκφράζοντας, μάλιστα, και την λύπη του για το ενδεχόμενο να ευθύνεται για το δυστύχημα. Και την εικόνα αυτή, όσον αφορά στη θέση του φορτηγού και τη συμπεριφορά του κατηγορουμένου, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ενισχύει το Τεκμήριο 9, το οποίο είναι αναντίλεκτο.

Η επίδικη οδική συμπεριφορά του κατηγορουμένου δεν συνάδει με την συμπεριφορά που θα επεδείκνυε, υπό τις ίδιες συνθήκες, ένας λογικός, συνετός, ικανός και έμπειρος οδηγός (Witkinson' s Road Traffic Offences, Tenth edition, σελ. 227 και Παύλου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 68). Προτού επιχειρήσει τη δεξιά στροφή, ο κατηγορούμενος όφειλε να ελέγξει τον κύριο δρόμο και να αντιληφθεί εγκαίρως το μοτοσικλετιστή. Και αυτό ήταν δυνατόν εφ' όσον ο κατηγορούμενος, όπως ο ίδιος αναφέρει στο Τεκμήριο 2, ευρισκόμενος στο σημείο απ' όπου θα επιχειρούσε τη δεξιά στροφή είχε ορατότητα στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας περίπου 100 μ.

Παρενθετικά σημειώνω ότι για την διάγνωση της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου, είναι αδιάφορη η τυχόν συντρέχουσα ευθύνη του μοτοσικλετιστή. (Νικολάου ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 248 στη σελ. 251).»

(Η υπογράμμιση είναι δική μου)

Ο εφεσείων αμφισβήτησε την ορθότητα της πιο πάνω έφεσης με 7 λόγους έφεσης που, όπως ορθά αναφέρεται και στην απόφαση της πλειοψηφίας οι πλείστοι σχετίζονται με τον τρόπο που το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία (οι 5 πρώτοι σχετικά με την μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας και ο έκτος του εφεσείοντα) και με την έβδομη η επιβληθείσα ποινή. Συμφωνώ με τις νομικές αρχές που διέπουν το θέμα αξιολόγησης μαρτυρίας όπως διατυπώνονται στην απόφαση της πλειοψηφίας και τις υιοθετώ για σκοπούς της παρούσας απόφασης χωρίς την ανάγκη να τις επαναλάβω. Προσθέτω απλώς ότι το εφετείο μπορεί επίσης να επέμβει και στην περίπτωση εκείνη που από τη μαρτυρία, όπως την έχει αποδεχθεί το πρωτόδικο δικαστήριο, προκύπτει ότι η τελική του κατάληξη είναι εσφαλμένη. (βλ. Παπαδήμας ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 251, 260-261).

Συμφωνώ επίσης με την κατάληξη της πλειοψηφίας ότι οι λόγοι έφεσης σχετικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας, μεταξύ των οποίων και το παράπονο ότι ο εξεταστής της υπόθεσης «παγίδευσε» τον εφεσείοντα κατά τη λήψη των δυο καταθέσεων, ιδιαίτερα της δεύτερης, θα πρέπει να απορριφθούν, αφού στο πρωτόδικο δικαστήριο δεν υπήρξε ένσταση κατά την παρουσίαση των εν λόγω καταθέσεων.

Η διαφωνία μου με την απόφαση της πλειοψηφίας περιορίζεται στο ότι, με βάση τη μαρτυρία όπως τη δέχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο και επιβεβαιώθηκε από το Εφετείο, δε βρίσκω να ενήργησε αμελώς ο εφεσείων.

Όπως έχει αποκρυσταλλωθεί από τη νομολογία η έννοια της αμελούς οδήγησης σύμφωνα με το Άρθρο 8 του Ν. 86/72 είναι θέμα πραγματικό και αποφασίζεται αφού ληφθούν υπόψη όλες οι περιστάσεις που περιβάλλουν την κάθε συγκεκριμένη υπόθεση.  Το κριτήριο κατά πόσο ένας κατηγορούμενος οδηγούσε αμελώς είναι αντικειμενικό με την έννοια ότι η συμπεριφορά του θα κριθεί με βάση τη συμπεριφορά ενός λογικού και συνετού οδηγού κάτω από τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις που αντιμετώπισε ο κατηγορούμενος. (Βλ. μεταξύ άλλων Panayiotou ν. The Police (1972) 2 C.L.R. 29, Charalambous v. The Police (1982) 2 C.L.R. 134, Σωκράτους ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 1, Παπαδέτης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 279 και Παύλου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 68).

Αναφορικά με το καθήκον ενός οδηγού για να τηρεί σε κάθε περίπτωση τη δέουσα παρατηρητικότητα (proper lookout) σχετικά είναι τα ακόλουθα από το σύγγραμμα Charlesworth & Percy on Negligence, 7η έκδοση σελ. 683:

"Lookout. It is the duty of the driver or rider of a vehicle to keep a good lookout. He must look out for other traffic, which is or may be expected to be on the road, whether in front of him, behind him or alongside of him, especially at crossroads, junctions and bends. Also he must look out for traffic light signals and traffic signs, including lines marked on the highway.  Disregard of traffic signals and failure to keep a proper lookout are both evidence of negligence."

Σχετική με την υπόθεση μας είναι και η υπόθεση Constantinou ν. Katsouris a.o. (1975) 1 C.L.R. 188, σελ. 192 όπου το καθήκον αυτό της δέουσας παρατηρητικότητας λέχθηκε ότι είναι ευρύτερο όταν ένας οδηγός επιχειρεί στροφή δεξιά, αποκόπτοντας έτσι την πορεία άλλου οδηγού.

Στη δική μας περίπτωση, θεωρώντας πάντοτε ότι το αυτοκίνητο του εφεσείοντα είχε περάσει κάπου 0,50 μέτρα τη διαχωριστική γραμμή ούτως ώστε να ήταν 0,50 μέτρα μέσα στην πορεία του οδηγού της μοτοσικλέτας, και λαμβάνοντας υπόψη ότι η λωρίδα στην οποία οδηγούσε ο μοτοσικλετιστής είχε πλάτος 3,70 μέτρα, που άφηνε δηλαδή χώρο 3,20 μ. στον μοτοσικλετιστή να περάσει, είμαι της άποψης, για τους λόγους που θα εξηγήσω και πιο κάτω, ότι ο όλος τρόπος συμπεριφοράς του εφεσείοντα ήταν τέτοιος που συνήδε με τον τρόπο που θα συμπεριφερόταν ένας συνετός και λογικός οδηγός κάτω από τις ίδιες περιστάσεις.   Θεωρήθηκε αμελής, όπως προέκυψε από τη μαρτυρία, η ενέργεια του να εισέλθει 0,50 μέτρα στην πορεία του οδηγού της μοτοσικλέτας. Δόθηκε προς τούτο έμφαση στη δεύτερη κατάθεσή του ημερ. 3/7/04 όπου δέχθηκε ο εφεσείων ότι εφόσον ο δεξιός μπροστινός τροχός του αυτοκινήτου του ήταν στην άσπρη διαχωριστική γραμμή και ότι η απόσταση από το εξωτερικό μέρος του τροχού μέχρι το έξω μέρος του προφυλακτήρα ήταν 0,55 μ. βρισκόταν, μερικώς στην πορεία της μοτοσικλέτας. Όμως προτού το πράξει ο εφεσείων εξήγησε και στις δύο του καταθέσεις και μαρτυρία ότι (όπως εξήγησε και ο συνοδηγός του) ήλεγξε το δρόμο απέναντι του και όταν ξεκίνησε να προβαίνει σε δεξιά στροφή, πάντοτε με πολύ χαμηλή ταχύτητα, δεν είχε οχήματα απέναντι του. Μόλις, όμως έφτασε στη διαχωριστική γραμμή φάνηκε η μοτοσικλέτα από απέναντι, που, από την όλη μαρτυρία, προκύπτει ότι  είχε μεγάλη ταχύτητα. Η ορατότητα του εφεσείοντα, λόγω της στροφής, ήταν περιορισμένη, κάπου 100 μέτρα. Είναι γεγονός ότι ο Μ.Κ.2, την αξιοπιστία του οποίου δεν αμφισβήτησε η συνήγορος του εφεσείοντα, μίλησε για 150 μέτρα ορατότητα αλλά αυτός έβλεπε δεξιά στην οδό Ανθουπόλεως-Παλαιχωρίου (κύριος δρόμος) από άλλη οπτική γωνία (βλέπε σχεδιάγραμμα). Για τη μεγάλη ταχύτητα του Μ.Κ.3 μίλησαν ο συνοδηγός του εφεσείοντα (βλ. κατάθεση τεκμ. 9) και ο Μ.Κ.2 που είπε ότι είδε στα 150 μέτρα περίπου την μοτοσικλέτα «να πλησιάζει με ταχύτητα και ότι εντός 2-3 δευτερολέπτων η μοτοσικλέτα έφτασε στο μέρος που βρισκόταν ο ίδιος». Το πρωτόδικο δικαστήριο ενώ δέχθηκε τη μαρτυρία του συνοδηγού που ήταν σαφής ότι ο εφεσείων σταμάτησε πριν περάσει από δίπλα του ο Μ.Κ.3, τελικά βασίστηκε μόνο στη μαρτυρία του Μ.Κ.2, που, στο θέμα αν το όχημα του εφεσείοντα ήταν εν κινήσει ή όχι, η μαρτυρία του, όπως την κατέγραψε το πρωτόδικο δικαστήριο, ήταν αυτοσυγκρουόμενη. Παρόλο που το πρωτόδικο δικαστήριο περιέγραψε τη μαρτυρία του συνοδηγού ως αναντίλεκτη, στην απόφασή του παραθέτει μόνο μέρος αυτής. Προτιμώ να παραθέσω αυτούσια τα όσα ο μάρτυρας αυτός ανάφερε στην κατάθεση του:

  «.. Ερχόμασταν από Ανθούπολη και μπήκαμε στον κύριο δρόμο προς Παλαιχώρι. Πλησιάσαμε το στρίψιμο που πάει για Αγ. Τριμιθιάς. Πιάσαμε τη λωρίδα μας δεξιά για να στρίψουμε. Το αυτοκίνητο μας κυλούσε πολύ σιγά γιατί περιμέναμε να καθαρίσει ο δρόμος. Κοίταξα μπροστά και αντιλήφθηκα ότι ο Κύπρος πήγαινε να αναπτύξει για να στρίψει. Τότε εγώ που είχα ανοικτό το παράθυρο μου άκουσα θόρυβο μοτόρας να πλησιάζει. Σε κλάσματα δευτερολέπτων είδα δίπλα μας μια μοτόρα κίτρινη. Είπα του μάστρου μου «περίμενε» και αυτός σταμάτησε αμέσως. Σταμάτησε ο Κύπρος και όπως καθόμουν συνοδηγός υποθέτω ότι το αυτοκίνητο μας σταμάτησε αμέσως και μπορεί να βρισκόταν 1 βήμα μέσα στην αντίθετη πορεία που ερχόταν η μοτόρα. Αφού σταματήσαμε, η μοτόρα μας πέρασε από δίπλα περίπου 1 μέτρο. Δεν μας άγγιξε καθόλου. Εγώ τότε γύρισα και είδα από το πίσω γυαλί του αυτοκινήτου την μοτόρα που συνέχισε για 10 μ περίπου σε ευθεία πορεία χωρίς να κάνει ζίκ ζακ ή άλλη κίνηση και μετά μπήκε στο παγκέτο και η μοτόρα άρχισε να παίζει δηλαδή ο πίσω τρoχός ήταν πολύ ασταθής πηγαίνοντας δεξιά-αριστερά. Τον είδα ότι πήγε με την μοτόρα και κτύπησε πάνω σε ένα φορτηγό που ήταν σταθμευμένο αριστερά όπως πήγαινε η μοτόρα. Αμέσως πετάχτηκε από την μοτόρα και έπεσε στην άσφαλτο. Κατεβήκαμε κάτω και όταν τον πλησιάσαμε ο μάστρος μου έμεινε εκεί να βοηθήσει αλλά εγώ έφυγα γιατί είχα παλιά δυστύχημα σοβαρό με μοτόρα και έτσι δεν ήθελα να βλέπω. Να σου αναφέρω ξανά ότι την ώρα που σταματήσαμε για να μπούμε δεξιά είδαμε και οι δυο ότι ο δρόμος ήταν καθαρός και έβλεπα κάπου 80 μέτρα μακρυά. Έτσι ο Κύπρος ξεκίνησε για να μπεί στην πάροδο. Ο λόγος που σταματήσαμε ήταν γιατί σε δευτερόλεπτα αφού ακούσαμε τον θόρυβο της μοτόρας, ώσπου να σταματήσουμε ήταν δίπλα μας και όπως σου είπα κινηθήκαμε μόνο ένα βήμα.»

(Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου.)

Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ο συνοδηγός του εφεσείοντα, του οποίου η μαρτυρία αποτέλεσε κοινό έδαφος, ήταν σε καλύτερη θέση να περιγράψει τον όλο τρόπο ενέργειας και προφύλαξης του εφεσείοντα, στην προσπάθεια του να στρίψει δεξιά για να εισέλθει στην πάροδο προς Αγ. Τριμιθιάς. Ο Σάββας Σάββα ήταν σαφής ότι μόλις φάνηκε η μοτοσικλέτα, ο εφεσείων σταμάτησε και μετά πέρασε από δίπλα τους ο μοτοσικλετιστής. Βέβαια όλα έγιναν σε χρόνο δευτερολέπτων.

Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι ο εξεταστής της υπόθεσης ενώ από το σχεδιάγραμμά του φαίνεται να ήταν η στροφή πολύ κοντά σε σύγκριση με την πάροδο, ο μάρτυρας αυτός δεν εξέτασε την ορατότητα από την πλευρά που οδηγούσε ο εφεσείων ή ακόμα και από την πλευρά που οδηγούσε ο Μ.Κ.3.

Στην υπόθεση Ζίκκου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 18 η εφεσείουσα κρίθηκε πρωτόδικα ένοχη για αμελή οδήγηση επειδή ενώ οδηγούσε από πάροδο για να εισέλθει στον κύριο δρόμο και παρόλο που έλεγξε το δρόμο και έβγαινε σιγά σιγά, μόλις εισήλθε στον κύριο δρόμο είδε μοτοσικλέτα να έρχεται «με μεγάλη ταχύτητα» και το καλύτερο που μπορούσε να κάνει ήταν να σταματήσει το αυτοκίνητο της. Επειδή σταμάτησε μέσα στον κύριο δρόμο και παρόλο που άφησε αρκετό χώρο στο μοτοποδήλατο να περάσει, το πρωτόδικο δικαστήριο την έκρινε αμελή. Το εφετείο, επιτρέποντας την έφεση, στη σελ. 20 ανάφερε τα ακόλουθα:

«Η «πολύ μεγάλη ταχύτητα», με την οποία ήλαυνε το μοτοποδήλατο, δεν συσχετίστηκε προς το καθήκον επιμέλειας της εφεσείουσας ούτε ο ελικοειδής τρόπος (ζίγκ-ζαγκ), με τον οποίο εδιακινείτο στο δρόμο. Σε ερώτηση που υποβάλαμε στη δικηγόρο των εφεσιβλήτων, αν η πολύ μεγάλη ταχύτητα με την οποία εκινείτο το μοτοποδήλατο θα μπορούσε να είχε ανατρέψει τα δεδομένα της λελογισμένης οδήγησης, σε συσχετισμό με το πεδίο ορατότητας της εφεσείουσας, μας δόθηκε θετική απάντηση. Τα ευρήματα του Δικαστηρίου δεν αποκαλύπτουν πράξη της εφεσείουσας αποκλίνουσα από το καθήκον επιμέλειας. Εισήλθε στο δρόμο με ταχύτητα συνάδουσα προς τους περιορισμούς της ορατότητας της, παρέχουσα στον εαυτό της τη δυνατότητα να σταματήσει, αν αυτό επέβαλλε η κίνηση τρίτων στον κύριο δρόμο. Πήρε κάθε μέτρο προς προστασία άλλων διακινούμενων στο δρόμο έναντι προβλεπτών κινδύνων. Ο αλόγιστος τρόπος οδήγησης του παραπονουμένου αποτέλεσε τη γενεσιουργό και μόνη αιτία του δυστυχήματος. Προληπτικά μέτρα έναντι αυτού του κινδύνου δεν είχε εξ αντικειμένου δυνατότητα ούτε καθήκον να πάρει η εφεσείουσα.»

(Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου)

Με βάση όλα τα πιο πάνω καταλήγω ότι το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν είχε τη δέουσα παρατηρητικότητα, που είναι και η βάση για την αμέλεια του, δεν υποστηρίζεται από την μαρτυρία, όπως τέθηκε ενώπιον του και την είχε δεχθεί. Αντίθετα η μαρτυρία δείχνει ότι ο εφεσείων έπραξε αυτό που θα έπραττε ένας συνετός και λογικός οδηγός κάτω από τις ίδιες περιστάσεις.

Ενόψει των πιο πάνω θα επέτρεπα την έφεση και θα παραμέριζα την καταδίκη και τις επιβληθείσες ποινές.

H έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο