ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 2 ΑΑΔ 562
17 Ιουλίου, 2008
[ΗΛΙΑΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
v.
ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 33/2008)
________________________
Ποινή ― Ανεπαρκής ποινή ― Σεξουαλικά αδικήματα ― Άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας, κατά παράβαση του Άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 ― Εφεσείων ηλικίας 53 ετών επιτέθηκε άσεμνα σε δύο ανήλικες κατά τη διάρκεια παράδοσης προς αυτές μαθημάτων βιολιού ― Παραδοχή ― Μεταμέλεια ― Λευκό ποινικό μητρώο ― Δυσμενείς επαγγελματικές επιπτώσεις ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης έξι μηνών για τις κατηγορίες που αφορούσαν τη μικρότερη ανήλικη και τεσσάρων μηνών για την κατηγορία που αφορούσε τη μεγαλύτερη ανήλικη ― Οι εξάμηνες ποινές φυλάκισης κρίθηκαν έκδηλα ανεπαρκείς, κατά πλειοψηφία, και αυξήθηκαν σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης οκτώ μηνών ― Η ποινή φυλάκισης των τεσσάρων μηνών διατάχθηκε όπως εκτιθεί διαδοχικά με τις ποινές φυλάκισης των οκτώ μηνών.
Ποινή ― Αποτρεπτική ποινή ― Ενδείκνυται η επιβολή αποτρεπτικής ποινής σε σεξουαλικά αδικήματα για τον λόγο ότι αφενός στρέφονται κατά των ηθών και αφετέρου, προσβάλλουν την προσωπικότητα του θύματος.
Ποινή ― Έφεση εναντίον ποινής ως έκδηλα υπερβολικής ή ανεπαρκούς ― Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου.
Ποινή ― Σεξουαλικά αδικήματα ― Εξατομίκευση ― Δεν πρέπει να οδηγεί στην εξουδετέρωση είτε της προβλεπόμενης ποινής είτε του αποτρεπτικού χαρακτήρα της.
Ποινή ― Διαδοχικές ποινές ― Οι βασικές αρχές είναι ότι δεν πρέπει να επιβάλλονται διαδοχικές ποινές φυλάκισης για κατηγορίες που ουσιαστικά συνιστούν μια ενιαία συμπεριφορά και ότι εν πάση περιπτώσει το σύνολο των διαδοχικών ποινών που ενδεχομένως να επιβληθούν πρέπει να είναι ανάλογο προς τη σοβαρότητα των επί μέρους κατηγοριών.
Ο εφεσίβλητος, ηλικίας 53 ετών, οικογενειάρχης, ασκούσε το επάγγελμα του ασφαλιστή. Ταυτόχρονα παρέδιδε μαθήματα βιολιού στο σπίτι του. Την περίοδο 2002 - 2006, σε 12 περιπτώσεις επιτέθηκε άσεμνα στην ανήλικη μαθήτριά του Γ.Μ. ηλικίας 10 ετών κατά την ώρα του μαθήματος. Το ίδιο έπραξε και σε σχέση με τη μαθήτριά του Σ.Μ. τον Δεκέμβριο του 2002. Η τελευταία ήταν ηλικίας 14 ετών. Συγκεκριμένα, ανάγκαζε τη δεκάχρονη να κάθεται στα γόνατά του, την χάιδευε με τα χέρια και το σώμα του στο στήθος, στα γεννητικά της όργανα και σε άλλα μέρη του σώματός της, πάντοτε πάνω από τα εσώρουχα και την φιλούσε στο στόμα και στα μάγουλα. Οι κατηγορίες προέκυψαν μετά που η μητέρα της βρήκε φυλαγμένο σε μικρό κουτάκι στο συρτάρι του γραφείου της ανήλικης χειρόγραφη σημείωσή της, στην οποία αυτή κατέγραφε τα όσα υφίστατο από τον εφεσίβλητο. Σε σχέση με τη δεκατετράχρονη, η επίθεση συνίστατο στο ότι ο εφεσίβλητος την κάθισε στα γόνατά του και τη φίλησε στα μάγουλα και στο στόμα.
Ο εφεσίβλητος, με δική του παραδοχή, κρίθηκε ένοχος σε 13 κατηγορίες άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας, κατά παράβαση του Άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154.
Επιβλήθηκαν στον εφεσίβλητο, για κάθε μια από τις 12 κατηγορίες που αφορούσαν τη Γ.Μ. ποινή φυλάκισης έξι μηνών και στη μία κατηγορία που αφορούσε την Σ.Μ. φυλάκιση τεσσάρων μηνών και διατάχθηκε όπως οι ποινές συντρέχουν.
Ο Γενικός Εισαγγελέας, με την παρούσα έφεση, εφεσιβάλλει την ποινή ως έκδηλα ανεπαρκή. Υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την επιμέτρηση της ποινής, δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στη σοβαρότητα των αδικημάτων και στην ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής. Έδωσε στην παραδοχή και τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου τέτοια βαρύτητα, που, ουσιαστικά, εξασθένησε την αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου. Τέλος, υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, αντί διαδοχικές.
Κατά το στάδιο ακρόασης της έφεσης, ο εφεσίβλητος είχε ήδη εκτίσει την ποινή του και αποφυλακίστηκε.
Ο συνήγορος του εφεσίβλητου υποστήριξε την ορθότητα της απόφασης. Τόνισε, μεταξύ άλλων, την ήπια μορφή των άσεμνων επιθέσεων και το περιορισμένο των περιπτώσεων για μια μεγάλη διάρκεια χρόνου, την άμεση παραδοχή του και την επιστημονική μαρτυρία ότι οι ενέργειές του ήταν αποτέλεσμα του ψυχολογικού πλέγματος του παλιμπαιδισμού.
Αποφασίστηκε ότι:
Α. Υπό Παπαδοπούλου, Δ. συμφωνούντος και του Ηλιάδη, Δ.:
1. Η εξατομίκευση της ποινής είναι μια διεργασία απαραίτητη, που σκοπό έχει να προσαρμόσει την ποινή όχι μόνο στο αδίκημα αλλά και στο δράστη. Ιδιαίτερα σε περιπτώσεις σεξουαλικών αδικημάτων, αυτή δεν μπορεί να αφήνεται να οδηγεί στην εξουδετέρωση, είτε της προβλεπόμενης από το νόμο ποινής είτε του αποτρεπτικού χαρακτήρα της.
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προτού διατάξει οι ποινές να συντρέχουν, δεν κατηύθυνε την προσοχή του στις αρχές που ισχύουν σε σχέση με την επιβολή διαδοχικών ποινών, με αποτέλεσμα η εκτίμησή του να μην είναι ορθή. Η διάπραξη των αδικημάτων εναντίον δύο ανήλικων μαθητριών, σε χωριστές ημερομηνίες, θα ήταν λάθος να ενταχθεί στο πλαίσιο ενιαίας ενέργειας του εφεσίβλητου.
3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να σταθμίσει ορθά όλους τους παράγοντες που επιδρούν και επηρεάζουν την έκταση της ποινής όπως απέτυχε να ασκήσει ορθά τη διακριτική του εξουσία, όταν διέτασσε οι ποινές των κατηγοριών που αφορούσαν την ανήλικη Γ.Μ. να συντρέχουν με την ποινή της κατηγορίας που αφορούσε την ανήλικη Σ.Μ. με αποτέλεσμα η ποινή που επέβαλε να είναι έκδηλα ανεπαρκής.
Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και αντικαθίσταται με συντρέχουσες ποινές φυλάκισης οκτώ μηνών σε κάθε μια από τις 12 κατηγορίες που αφορούν την ανήλικη Γ.Μ.
Η ποινή φυλάκισης των τεσσάρων μηνών στην κατηγορία αναφορικά με την ανήλικη Σ.Μ. θα είναι διαδοχική με τις ποινές που επιβλήθηκαν στις κατηγορίες αναφορικά με την ανήλικη Γ.Μ. έτσι ώστε σωρευτικά η ποινή να ανέρχεται σε ένα χρόνο.
Οι ποινές αρχίζουν από 7/2/2008, ημερομηνία που άρχισε η κράτηση του εφεσίβλητου.
Β. Υπό Ερωτοκρίτου, Δ.:
1. Οι ποινές των 6 και 4 μηνών που επέβαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην προκειμένη περίπτωση, μπορεί να είναι επιεικείς, όμως δεν είναι έκδηλα ανεπαρκείς για να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου για αύξησή τους.
2. Ως θέμα αρχής, συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για να διαταχθεί όπως η ποινή στην κατηγορία που αφορούσε την ανήλικη Σ.Μ. ήταν διαδοχική των υπολοίπων που επιβλήθηκαν στις κατηγορίες που αφορούσαν στη Γ.Μ. Το αθροιστικό αποτέλεσμα των ποινών δεν θα ήταν υπερβολικό, λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα των κατηγοριών.
3. Ενόψει της σύντομης διάρκειας της ποινής των 4 μηνών στην κατηγορία που αφορά την ανήλικη Σ.Μ., των ανατρεπτικών συνεπειών που η καταδίκη του εφεσείοντος είχε στον επαγγελματικό και οικογενειακό του τομέα καθώς επίσης και του χρόνου που διέρρευσε από τη διάπραξη των αδικημάτων, δε θα εξυπηρετούσε κανένα σκοπό ο επανεγκλεισμός του εφεσίβλητου στις φυλακές για ένα σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα.
Η έφεση επιτράπηκε κατά πλειοψηφία.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Rana κ.ά. v. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ.489,
Β.Ε.Κ. v. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 228,
Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245,
Γεωργίου v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525,
Πισκόπου v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342,
Γενικός Εισαγγελέας v. A.B.(2002) 2 Α.Α.Δ. 382,
Μιχαήλ v. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123,
Χριστοφόρου v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 443.
Έφεση εναντίον Ποινής.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Σταύρου, E.Δ.), (Ποινική Yπόθεση Aρ. 689/07), ημερομηνίας 12/2/08.
Έλενα Ζαχαριάδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.
Ε. Ευσταθίου με Κ. Καμένο, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση της πλειοψηφίας, με την οποία συμφωνώ, θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου. Ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου, που διαφωνεί, θα δώσει δική του απόφαση.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο εφεσίβλητος, με δική του παραδοχή, κρίθηκε ένοχος σε 13 κατηγορίες άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας, κατά παράβαση του Άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Οι κατηγορίες αφορούσαν σε δύο ανήλικες - τις Γ.Μ. και Σ.Μ., ηλικίας, η πρώτη μόλις 10 χρονών και η δεύτερη 14 χρονών. Επιβλήθηκαν στον εφεσίβλητο, για κάθε μια από τις 12 κατηγορίες που αφορούσαν τη Γ.Μ., ποινή φυλάκισης έξι μηνών και, στη μία κατηγορία που αφορούσε την ανήλικη Σ.Μ., φυλάκιση τεσσάρων μηνών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο διέταξε οι ποινές να συντρέχουν. Να σημειώσουμε εδώ ότι, όταν ακούστηκε η έφεση, ο εφεσίβλητος είχε ήδη εκτίσει την ποινή του και αποφυλακίστηκε.
Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, με την παρούσα έφεση, αμφισβητεί την ορθότητα της ποινής. Την θεωρεί έκδηλα ανεπαρκή, για τους λόγους που θα παραθέσουμε, αφού πρώτα αναφερθούμε σε συντομία στα γεγονότα.
Ο εφεσίβλητος, ηλικίας 53 χρονών, οικογενειάρχης, ασφαλιστής το επάγγελμα, ασχολείτο, επίσης, και παρέδιδε μαθήματα βιολιού στο σπίτι και στο γραφείο του. Μεταξύ των μαθητών του ήταν και οι πιο πάνω ανήλικες. Την περίοδο 2002 - 2006, σε 12 περιπτώσεις, όσες, δηλαδή, και οι κατηγορίες που αφορούν στην ανήλικη Γ.Μ., ο εφεσίβλητος, κατά την ώρα του μαθήματος, της επιτέθηκε άσεμνα. Συγκεκριμένα, ανάγκαζε τη δεκάχρονη να κάθεται στα γόνατά του, την χάιδευε με τα χέρια και το σώμα του στο στήθος, στα γεννητικά της όργανα και σε άλλα μέρη του σώματός της, πάντοτε πάνω από τα εσώρουχα και την φιλούσε στο στόμα και στα μάγουλα. Οι κατηγορίες προέκυψαν μετά που η μητέρα της βρήκε φυλαγμένο σε μικρό κουτάκι στο συρτάρι του γραφείου της ανήλικης χειρόγραφη σημείωσή της, στην οποία αυτή κατέγραφε τα όσα υφίστατο από τον εφεσίβλητο. Τη σημείωση η ανήλικη την ετοίμασε, με σκοπό να πληροφορήσει τη μεγαλύτερη αδελφή της για ό,τι κατά τη διάρκεια των μαθημάτων βίωνε, αλλά δε βρήκε τη δύναμη να της την δώσει και την έκρυψε στο σημείο που την βρήκε η μητέρα της. Ταυτόχρονα, με την καταγγελία στην Αστυνομία των πιο πάνω, καταγγέλθηκε και από τη δεκατετράχρονη Σ.Μ. ότι ο εφεσίβλητος, το Δεκέμβριο του 2002, επιτέθηκε και σ' αυτή. Την κάθισε στα γόνατά του και την φίλησε στα μάγουλα και στο στόμα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθοδηγούμενο από τη νομολογία, στην οποία παραπέμπει, και επαναλαμβάνοντας την ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικής ποινής για αδικήματα σεξουαλικής φύσης, επέβαλε στον εφεσίβλητο τις ποινές που έχουμε αναφέρει.
Ο Γενικός Εισαγγελέας υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την επιμέτρηση της ποινής, δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στη σοβαρότητα των αδικημάτων και στην ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής. Έδωσε στην παραδοχή και τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου τέτοια βαρύτητα, που, ουσιαστικά, εξασθένησε την αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου. Τέλος, υποστηρίζει ότι εσφαλμένα επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, αντί διαδοχικές. Αγορεύοντας, ενώπιόν μας, η κ. Ζαχαριάδου υποστήριξε ότι, καίτοι το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ορθά από τη νομολογία και διαπίστωσε τη σοβαρότητα των σεξουαλικών αδικημάτων, ιδιαίτερα όταν αυτά στρέφονται εναντίον ανηλίκων, ο ψυχικός κόσμος των οποίων τραυματίζεται και δύσκολα επουλώνεται, δεν εφάρμοσε ορθά τις αρχές της νομολογίας στα γεγονότα. Έδωσε στις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του εφεσίβλητου μεγαλύτερη βαρύτητα από όση η φύση των αδικημάτων και οι περιστάσεις, κάτω από τις οποίες αυτά διαπράχθηκαν, δικαιολογούσαν. Τα αδικήματα, κατέληξε, καίτοι όμοια, δε σχετίζονται μεταξύ τους, ούτε είναι μέρος ενιαίας ενέργειας, για να δικαιολογείται η διαταγή του πρωτόδικου Δικαστηρίου η ποινή της κατηγορίας σε σχέση με την ανήλικη Σ.Μ. να συντρέχει με τις υπόλοιπες ποινές.
Ο κ. Ευσταθίου, για τον εφεσίβλητο, υποστήριξε την ορθότητα της απόφασης. Τόνισε, μεταξύ άλλων, την ήπια μορφή των άσεμνων επιθέσεων και το περιορισμένο των περιπτώσεων για μια μεγάλη διάρκεια χρόνου, την άμεση παραδοχή του και την επιστημονική μαρτυρία ότι οι ενέργειές του ήταν αποτέλεσμα του ψυχολογικού πλέγματος του παλιμπαιδισμού. Η επιβληθείσα ποινή, κατέληξε, λαμβάνοντας υπόψη τα γεγονότα που συνθέτουν τα αδικήματα, θα μπορούσε ακόμη να θεωρηθεί και αυστηρή. Σε σχέση με την εισήγηση για το εσφαλμένο της απόφασης η ποινή της κατηγορίας που αφορά στην ανήλικη Σ.Μ. να συντρέχει με τις υπόλοιπες ποινές, υποστήριξε ότι αυτό δικαιολογείται. Πρόκειται, υπέβαλε, για μεμονωμένο περιστατικό, η καταγγελία του οποίου έγινε με μεγάλη καθυστέρηση - πέντε χρόνια από το επεισόδιο.
Τα αδικήματα της φύσης που διέπραξε ο εφεσίβλητος δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι σοβαρά. Η σοβαρότητά τους προκύπτει μέσα από την προβλεπόμενη ποινή - ποινή φυλάκισης μέχρι δύο έτη - αλλά και από τον τρόπο που αυτά σταθερά αντικρίζονται από τη νομολογία. Αδικήματα σεξουαλικής φύσης τιμωρούνται από τα δικαστήρια με αποτρεπτικές ποινές, σε μια προσπάθεια καταστολής τους, τόσο γιατί στρέφονται και προσβάλλουν τα ήθη γενικά, όσο και γιατί προσβάλλουν και συνθλίβουν την προσωπικότητα των θυμάτων - (βλ. Rana κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 489 και Β.Ε.Κ. ν. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 228). Καθίστανται δε ιδιαίτερα σοβαρά, όταν στρέφονται εναντίον νεαρών προσώπων, τα οποία δεν έχουν ακόμη ολοκληρωμένη και ορθή εικόνα για τη σεξουαλική πτυχή της ζωής ούτε σταθερές δυνάμεις αντίστασης. Με τη διαπίστωση, βέβαια, της σοβαρότητας των αδικημάτων, το έργο του δικαστηρίου δεν εξαντλείται. Η εξατομίκευση της ποινής είναι μια διεργασία απαραίτητη, που σκοπό έχει να προσαρμόσει την ποινή όχι μόνο στο αδίκημα αλλά και στο συγκεκριμένο δράστη. Ιδιαίτερα σε περιπτώσεις σεξουαλικών αδικημάτων, αυτή δεν μπορεί να αφήνεται να οδηγεί στην εξουδετέρωση, είτε της προβλεπόμενης από το νόμο ποινής είτε του αποτρεπτικού χαρακτήρα της.
Ο καθορισμός της ποινής είναι έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου. Το εφετείο επεμβαίνει μόνο, όταν διαπιστώνει ότι η ποινή είναι αποτέλεσμα σφάλματος αρχής, ή έκδηλα υπερβολική, ή ανεπαρκής και δεν ικανοποιεί τους σκοπούς του νόμου - (βλ. Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245· Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525· Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342).
Συμφωνούμε με το συνήγορο του εφεσίβλητου ότι η παραδοχή του, μορφή και αυτή μεταμέλειας, το λευκό ποινικό μητρώο του και οι συνέπειες στην οικογενειακή και επαγγελματική ζωή του αποτελούν ελαφρυντικούς παράγοντες και δικαιολογούν επιεικέστερη μεταχείριση, δε συμφωνούμε, όμως, ότι «η βαρύτητα των γεγονότων που συνθέτουν τα αδικήματα είναι άκρως εξασθενημένη». Το γεγονός ότι όλες οι πράξεις του εφεσίβλητου λάμβαναν χώρα πάνω από τα εσώρουχα της ανήλικης Γ.Μ. δεν εξουδετερώνει τη σοβαρότητα των άσεμνων επιθέσεων, η οποία προκύπτει από τη συστηματική διάπραξή τους για ένα μεγάλο σχετικά διάστημα - 2002-2006 - από το δάσκαλο απέναντι στη μαθήτριά του, ηλικίας μόλις 10 χρονών. Ο εφεσίβλητος, εκμεταλλευόμενος τη θέση του, την αδυναμία αντίδρασης και τη σιωπή της ανήλικης μετά τις πρώτες επιθέσεις, προφανώς λόγω φόβου και ντροπής να καταγγείλει το δάσκαλό της, χωρίς αναστολές και ενδοιασμούς, ανάλογα με τις δικές του ορέξεις, την υπέβαλλε στην απαράδεκτη μεταχείριση που έχουμε ήδη περιγράψει. Ταυτόχρονα με τη διδασκαλία, τραυμάτιζε και τον ψυχικό της κόσμο, ο οποίος δύσκολα επουλώνεται - (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Α.Β. (2002) 2 Α.Α.Δ. 382). Το ότι η ανήλικη αποστρεφόταν τα όσα κατά τη διάρκεια του μαθήματος υφίστατο, φαίνεται και από την ενέργειά της να τα καταγράψει, με σκοπό να τα αποκαλύψει στην αδελφή της, έστω και αν τελικά δε βρήκε το θάρρος να το κάμει. Την ίδια περίοδο επιτίθεται άσεμνα και στη δεκατετράχρονη, επίσης, μαθήτριά του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, καίτοι στην απόφασή του διαπίστωσε και αναφέρθηκε με λεπτομέρεια σε όλους τους παράγοντες που επιδρούν και επηρεάζουν την έκταση της ποινής, απέτυχε να τους σταθμίσει ορθά, όπως απέτυχε να ασκήσει ορθά τη διακριτική του εξουσία, όταν διέτασσε οι ποινές των κατηγοριών που αφορούσαν την ανήλικη Γ.Μ. να συντρέχουν με την ποινή της κατηγορίας που αφορούσε την ανήλικη Σ.Μ. Βρίσκουμε την ποινή που επέβαλε έκδηλα ανεπαρκή.
Το θέμα της επιβολής διαδοχικών ποινών εξετάστηκε σε έκταση και με αναφορά σε αγγλική νομολογία στη Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123. Βασική αρχή είναι ότι δεν πρέπει να επιβάλλονται διαδοχικές ποινές για κατηγορίες που, ουσιαστικά, αποτελούν μέρος μιας ενιαίας συμπεριφοράς και τούτο, για να μην οδηγηθεί η συνολική ποινή που θα επιβληθεί σε υπερβολή. Ταυτόχρονα, το σύνολο των διαδοχικών ποινών, που, ενδεχόμενα, να επιβληθούν, πρέπει να είναι ανάλογο με τη σοβαρότητα των επί μέρους κατηγοριών. Με άλλα λόγια, η συνολική ποινή δεν πρέπει να είναι υπερβολική - (βλ. Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 443).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην απόφασή του, προτού διατάξει οι ποινές να συντρέχουν, δεν κατηύθυνε την προσοχή του στα πιο πάνω, με αποτέλεσμα η εκτίμησή του να μην είναι ορθή. Η διάπραξη των αδικημάτων εναντίον δύο ανήλικων μαθητριών, σε χωριστές ημερομηνίες, θα ήταν λάθος να ενταχθεί στο πλαίσιο ενιαίας ενέργειας του εφεσίβλητου.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και αντικαθίσταται με συντρέχουσες ποινές φυλάκισης οκτώ μηνών σε κάθε μια από τις κατηγορίες 2, 4, 6, 8, 10, 12, 14, 16, 18, 20, 22 και 24.
Η ποινή φυλάκισης των τεσσάρων μηνών στην 26η κατηγορία θα είναι διαδοχική με τις ποινές που επιβλήθηκαν στις πιο πάνω κατηγορίες, έτσι ώστε σωρευτικά η ποινή να ανέρχεται σε ένα χρόνο.
Οι ποινές αρχίζουν από 7/2/2008, ημερομηνία που άρχισε η κράτηση του εφεσίβλητου.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Είχα την ευκαιρία να διεξέλθω της απόφασης της πλειοψηφίας με την οποία διαφωνώ ως προς το αποτέλεσμα. Με κάθε σεβασμό προς τους αδελφούς μου Δικαστές, θα παραθέσω το δικό μου σκεπτικό με διαφορετική κατάληξη.
Ο Εφεσίβλητος παραδέχθηκε ενοχή σε 13 συνολικά κατηγορίες άσεμνης επίθεσης κατά παράβαση του Άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Θύμα στις 12 κατηγορίες ήταν η ανήλικη μαθήτρια Γ.Μ. η οποία κατά το χρόνο τέλεσης της πρώτης άσεμνης επίθεσης ήταν ηλικίας μόλις 10 ετών. Επίσης, ο Εφεσίβλητος παραδέχτηκε ενοχή και σε μια άλλη κατηγορία για άσεμνη επίθεση (κατηγορία 26), η οποία αφορούσε δεύτερη μαθήτριά του, τη Σ.Μ., η οποία κατά τον ουσιώδη χρόνο (2002) ήταν 14 χρονών.
Τα γεγονότα της υπόθεσης, αναφέρονται λεπτομερώς στην απόφαση της πλειοψηφίας και είναι αχρείαστο να τα επαναλάβω.
Η έφεση αφορά στην ποινή φυλάκισης 6 μηνών στην κάθε μια από τις 12 κατηγορίες που αφορούσαν στην ανήλικη Γ.Μ. και ποινή φυλάκισης 4 μηνών στην κατηγορία 26, η οποία αφορούσε στην ανήλικη Σ.Μ. Το Δικαστήριο διέταξε όπως όλες οι ποινές συντρέχουν.
Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, θεώρησε την ποινή έκδηλα ανεπαρκή, με αποτέλεσμα να καταχωρήσει την παρούσα έφεση. Η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Εφεσείοντα, υποστηρίζοντας τους λόγους έφεσης, εξήγησε ότι τα αδικήματα στρέφονται κατά των ηθών και προσβάλλουν την προσωπικότητα των θυμάτων. Δημιουργούν αρνητικές συνέπειες και ψυχικά τραύματα, ιδιαίτερα σε νεαρά άτομα, γι' αυτό και ενδείκνυται η επιβολή αποτρεπτικών ποινών. Ήταν η εισήγηση της ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έπρεπε να επιδείξει κανένα βαθμό επιείκειας στον Εφεσίβλητο, ως αποτέλεσμα των συνεπειών που είχε υποστεί στον προσωπικό, οικογενειακό και επαγγελματικό τομέα. Οι συνέπειες αυτές, είπε, ήταν το αποτέλεσμα αποκλειστικά των δικών του πράξεων. Για τέτοιου είδους αδικήματα, οι προσωπικές περιστάσεις είναι ήσσονος σημασίας. Το μόνο ελαφρυντικό που αναγνωρίστηκε από την κα Ζαχαριάδου ήταν η παραδοχή του, αλλά και αυτό παρουσιάζεται εξασθενημένο, εφόσον η παραδοχή του δεν ήταν άμεση, αλλά «σχεδόν άμεση». Τέλος, με αναφορά τόσο σε Αγγλική όσο και Κυπριακή νομολογία, υποστήριξε ότι εφόσον οι κατηγορίες αφορούσαν σε δύο θύματα, η ποινή στην 26η κατηγορία θα έπρεπε να ήταν διαδοχική.
Από την άλλη, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσίβλητο, διαφώνησε με τα γεγονότα όπως τα παράθεσε στο διάγραμμα της η δικηγόρος για τον Εφεσείοντα, εφόσον δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, όπως είπε. Ο Εφεσίβλητος παραδέχθηκε μεν την κατηγορία, αλλά επεξήγησε τα γεγονότα τα οποία έδειχναν όπως ισχυρίστηκε ο δικηγόρος του, «ήπια μορφή άσεμνων επιθέσεων». Συγκεκριμένα, προσκόμισε επιστημονική μαρτυρία με την οποία επεξήγησε ότι οι πράξεις του δεν αποσκοπούσαν στη σεξουαλική του ικανοποίηση (δεν πέτυχε στύση του πέους), αλλά σε συναισθηματική εκδήλωση και στο σύνδρομο του «παλιμπαιδισμού». Με αναφορά στο σχετικά μικρό αριθμό επεισοδίων σε διάρκεια 4 χρόνων, το ότι τα όσα καταλογίζονται στον Εφεσίβλητο δεν λάμβαναν χώρα σωρευτικά σε κάθε επεισόδιο, ότι τα χαϊδέματα ήταν πάντοτε πάνω από τα ρούχα του θύματος. Με αυτά τα δεδομένα, εισηγήθηκε ο κ. Ευσταθίου, «η βαρύτητα των γεγονότων που συνθέτουν τα αδικήματα, είναι άκρως εξασθενημένη» με αποτέλεσμα να θεωρεί την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης άκρως αυστηρή.
Αναφορικά με την εισήγηση ότι για την 26η κατηγορία, η ποινή θα έπρεπε να ήταν διαδοχική, ανέφερε ότι η συγκεκριμένη κατηγορία αφορούσε ένα εντελώς μεμονωμένο περιστατικό, με θύμα 14χρονη παραπονούμενη, η κατηγορία της οποίας διατυπώθηκε 5 χρόνια μετά το επεισόδιο. Γι' αυτό και η απόφαση του Δικαστηρίου, για να συντρέχουν οι ποινές, ήταν άκρως δικαιολογημένη, ιδιαίτερα αν ληφθούν υπόψη πολλοί ελαφρυντικοί παράγοντες και οι σοβαρότατες συνέπειες στον Εφεσίβλητο, ο οποίος απώλεσε την άδεια του να εργάζεται ως ασφαλιστής. Τέλος, ο κ. Ευσταθίου ανέφερε ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να αγνοήσει όλες τις αυθεντίες στις οποίες έκαμε αναφορά η συνήγορος για τον Εφεσείοντα, αφού αυτές αφορούν σε πολύ πιο σοβαρά αδικήματα, όπως βιασμούς και αιμομιξίες, για τα οποία η ανώτατη προβλεπόμενη ποινή είναι διά βίου φυλάκιση, ενώ οι υπόλοιπες υποθέσεις αφορούν σε άλλα αδικήματα, πολύ πιο σοβαρά από τα υπό εκδίκαση.
Το κριτήριο για τη διαπίστωση ανεπάρκειας στην ποινή, είναι κατ' αναλογία το ίδιο με το κριτήριο στην περίπτωση υπερβολής στην ποινή. (Βλ. Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240). Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, στη σελ. 531, το στοιχείο της υπερβολής μπορεί να τεκμηριωθεί από τους δύο πιο κάτω παράγοντες ή/και σε συνδυασμό των δύο:-
«(1) Πασιφανή έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της ποινής που επιβάλλεται, και
(2) Ουσιώδη απόκλιση της ποινής που επιβάλλεται από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, νοουμένου ότι οι δικαστικές αποφάσεις παρέχουν σταθερές ενδείξεις για την ύπαρξη τέτοιου πλαισίου.».
Όπως υποδείχθηκε στην Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 179, η δυνατότητα επέμβασης στην ποινή «παρέχεται μόνο όπου το στοιχείο της υπερβολής στην ποινή βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα μετά από το συσχετισμό της με το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, περιλαμβανομένου του ατόμου του κατηγορουμένου.».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχοντας επίγνωση της σοβαρότητας των αδικημάτων, επέβαλε στον Εφεσίβλητο 6 μήνες φυλάκιση στην κάθε κατηγορία που αφορά στο πρώτο θύμα και 4 μήνες φυλάκιση στην κατηγορία που αφορά το δεύτερο θύμα. Έχοντας υπόψη το σύνολο των περιστάσεων, κατά την άποψή μου η ποινή δεν ξεφεύγει του μέτρου που ορίζει η νομολογία και ούτε διαπιστώνεται πασιφανής παραγνώριση της σοβαρότητας των αδικημάτων, ώστε να μπορώ να καταλήξω σε εύρημα έκδηλης ανεπάρκειας. Όπως ορθά υπέδειξε ο συνήγορος του Εφεσίβλητου, για το κάθε αδίκημα, όσο σοβαρό και να είναι, υπάρχει κλίμακα έντασης στη διάπραξη του. Συμφωνώ ότι στην προκειμένη περίπτωση οι περιστάσεις όσο σοβαρές και αν είναι, ιδιαίτερα λόγω της διάπραξης τους εις βάρος δύο ανήλικων κοριτσιών, δεν μπορεί να ενταχθεί στις πλέον σοβαρές περιπτώσεις άσεμνης επίθεσης, όπως αυτές καταγράφονται στους τόμους της νομολογίας μας. Εξετάζοντας τη νομολογία, φαίνεται ότι οι ποινές για άσεμνες επιθέσεις πολύ σπάνια αγγίζουν το ανώτατο όριο των 2 χρόνων που προβλέπεται από το νόμο. Όπως φαίνεται στις υποθέσεις στις οποίες έκαμε αναφορά το πρωτόδικο Δικαστήριο, και οι οποίες είναι ενδεικτικές, η ποινή φυλάκισης κυμαίνεται για μερικούς μήνες. (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Βαρνάβα (1999) 2 Α.Α.Δ. 638, Γενικός Εισαγγελέας ν. Παύλου (1997) 2 Α.Α.Δ. 170). Το Δικαστήριο στην προσπάθεια του να οριοθετήσει το νομολογιακό μέτρο για το συγκεκριμένο αδίκημα, σημείωσε και την υπόθεση Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 390, όπου επιβλήθηκε δεκαοκτάμηνη ποινή φυλάκισης για άσεμνη επίθεση εναντίον δεκατριάχρονης. Όμως, όπως ορθά τόνισε, τα γεγονότα εκείνης της υπόθεσης ήταν πολύ πιο σοβαρά από ό,τι της παρούσας υπόθεσης. Αντίθετα οι πλείστες των αποφάσεων στις οποίες μας παρέπεμψε η κα Ζαχαριάδου, όπως ορθά υπέδειξε ο κ. Ευσταθίου, αφορούν μεν σε σεξουαλικά αδικήματα, αλλά για πολύ πιο σοβαρά αδικήματα, όπως βιασμούς, αιμομιξίες, βία στην οικογένεια και γι' αυτό εξ' άλλου και τα Κακουργιοδικεία που εκδίκασαν τις υποθέσεις, επέβαλαν πολυετείς ποινές φυλάκισης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει επανειλημμένα τονίσει ότι εξετάζοντας την ορθότητα της ποινής, δεν πρέπει να υποκαθιστά την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με τη δική του. Γι' αυτό και δεν υπεισέρχεται η υποκειμενική του κρίση στη θεώρηση της επάρκειας. Επεμβαίνει μόνο όπου αντικειμενικά η ποινή κρίνεται έκδηλα ανεπαρκής. (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Φανιέρου (1996) 2 Α.Α.Δ. 303).
Στην προκειμένη περίπτωση οι ποινές των 6 και 4 μηνών που επέβαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο, μπορεί να είναι επιεικείς, δεν συμφωνώ όμως ότι είναι έκδηλα ανεπαρκείς. Ανάλογη ήταν και η προσέγγιση σε δύο πρόσφατες υποθέσεις μας, όπου παρά τη διαπίστωση ότι οι ποινές ήταν αυστηρές, εντούτοις κρίναμε με βάση την ίδια αρχή, ότι δεν δικαιολογείται η επέμβαση μας*. Σίγουρα, υπάρχουν επιβαρυντικοί παράγοντες. Όμως υπάρχουν και αρκετοί ελαφρυντικοί, με προεξάρχουσες την παραδοχή και μεταμέλεια του Εφεσίβλητου, οι οποίες δεν ανάγκασαν τα θύματα να καταθέσουν στην ακροαματική διαδικασία.
Έρχομαι τώρα στον τέταρτο λόγο έφεσης, ο οποίος αναφέρεται στη διαταγή του Δικαστηρίου όπως η τετράμηνη ποινή φυλάκισης, στην κατηγορία η οποία αφορά στην ανήλικη ΣΜ, συντρέχει με την εξάμηνη ποινή φυλάκισης που επέβαλε το Δικαστήριο σε σχέση με την ανήλικη ΓΜ.
Σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν το θέμα της επιβολής διαδοχικών ποινών, δεν πρέπει να επιβάλλονται διαδοχικές ποινές όπου οι κατηγορίες στην ουσία συνιστούν μια ενιαία συμπεριφορά. Αυτό θα οδηγούσε σε υπερβολή αφού οι ποινές για τις επί μέρους μικρότερης σοβαρότητας κατηγορίες, στην ουσία θα αύξαναν, χωρίς επαρκή λόγο, την ποινή για το σοβαρότερο αδίκημα. Γι' αυτό και η επιβολή διαδοχικής ποινής, υπόκειται στην παράλληλη αρχή ότι το σύνολο των διαδοχικών ποινών θα πρέπει να είναι ανάλογο προς τη σοβαρότητα των επί μέρους κατηγοριών και η αθροιστική ποινή γενικά δε θα καταντούσε υπερβολική υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης. Τα πιο πάνω προκύπτουν από τις υποθέσεις Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ 123 και Τραλαλάς ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 323.
Στην προκειμένη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια διέταξε όπως οι ποινές που επέβαλε συντρέχουν, χωρίς όμως να επεξηγεί την απόφαση του. Κατά την άποψη μου, ως θέμα αρχής συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για να διαταχθεί όπως η ποινή στην κατηγορία 26 που αφορούσε στην άλλη ανήλικη, ήταν διαδοχική των υπολοίπων που επιβλήθηκαν στις κατηγορίες που αφορούσαν στη ΓΜ. Το αθροιστικό αποτέλεσμα των ποινών δεν θα ήταν υπερβολικό, λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα των κατηγοριών.
Όμως ο Εφεσίβλητος έχει εκτίσει την ποινή του και έχει αποφυλακιστεί. Έχοντας υπόψη τη σύντομη διάρκεια της ποινής των 4 μηνών στην κατηγορία 26, τις ανατρεπτικές συνέπειες που η καταδίκη του είχε στον επαγγελματικό και οικογενειακό του τομέα καθώς επίσης και το χρόνο που διέρρευσε από τη διάπραξη των αδικημάτων, θεωρώ ότι δε θα εξυπηρετούσε κανένα σκοπό ο επανεγκλεισμός του Εφεσίβλητου στις φυλακές για ένα σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (2001) 2 Α.Α.Δ. 272, 278). Η απόφαση μου όσον οριακή και αν είναι, δεν θεωρώ ότι μειώνει καθ' οιονδήποτε τρόπο τη σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε ο Εφεσίβλητος.
Με κάθε σεβασμό, δεν μπορώ να συμφωνήσω με την απόφαση της πλειοψηφίας και προσωπικά θα απέρριπτα την έφεση για τους λόγους που έχω εξηγήσει.
H έφεση επιτρέπεται κατά πλειοψηφία.
* Nικολάου v. Δημοκρατίας (2000) 2 A.A.Δ. 390.
* Άρθρο 9 του περί Aποδείξεως Nόμου, KEΦ. 9.
* "9. No person shall be convicted of an offence upon the unsworn evidence of a child of tender years unless such unsworn evidence is corroborated by material evidence implicating the accused."
«9. Κανένας δεν καταδικάζεται για ποινικό αδίκημα με την ανώμοτη μαρτυρία παιδιού νεαρής ηλικίας, εκτός αν η ανώμοτη αυτή μαρτυρία ενισχύεται από ουσιώδη απόδειξη που εμπλέκει τον κατηγορούμενο.»
* Παρατίθεται ό,τι εδώ ενδιαφέρει:-
«55.-(1) Κάθε μάρτυρας σε ποινική διαδικασία εξετάζεται ενόρκως και το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εμφανίζεται μάρτυρας έχει πλήρη εξουσία να επάγει σε αυτό τέτοιο όρκο όπως συνηθίζεται να επάγεται σε πρόσωπα που πρεσβεύουν το ίδιο με το μάρτυρα θρήσκευμα ή θρησκεία:
..............................................................................................................................
Νοείται περαιτέρω ότι το Δικαστήριο δύναται να εξετάσει χωρίς όρκο οποιοδήποτε παιδί νεαρής ηλικίας το οποίο, κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου δεν αντιλαμβάνεται τη φύση του όρκου (το γεγονός καταχωρείται στα πρακτικά της διαδικασίας).»
* Βλ. Tomatari v. Δημοκρατίας (2008) 2 A.A.Δ. 169 και Saliba v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2008) 2 A.A.Δ. 388.