ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 2 ΑΑΔ 279
10 Απριλίου, 2008
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ABED ALKAADIR TYPYE,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 92/2007)
(Σχετική με την 116/2007)
Ποινή ― Βιασμός με πρωκτική συνουσία ― Πατριός ασέλγησε επί της θετής του κόρης εκμεταλλευόμενος την ιδιότητά του αυτή ― Επιβολή ποινής φυλάκισης 10 ετών ― Επικυρώθηκε κατ' έφεση.
Απόδειξη ― Ενισχυτική μαρτυρία ― Σεξουαλικά αδικήματα ― Πρώτο παράπονο ― Αποτέλεσε αποδεκτή μαρτυρία η οποία συνδυαζόμενη και με επιστημονική μαρτυρία για ανεύρεση DNA του κατηγορουμένου στα εσώρουχα και το παντελόνι της παραπονουμένης, οδήγησε σε στοιχειοθέτηση των αδικημάτων.
Ποινή ― Επιμέτρηση ― Ελαφρυντικοί παράγοντες ― Παραδοχή και μεταμέλεια ― Πότε αποκτούν σημασία και επιδρούν στη μείωση της ποινής.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας σε υπόθεση σεξουαλικών αδικημάτων εναντίον ανήλικης ― Ήταν ορθή και δεν παρεχόταν πεδίο για επέμβαση του Εφετείου για παραγκωνισμό της ετυμηγορίας του Κακουργιοδικείου ότι ο κατηγορούμενος ήταν ένοχος.
Ποινική Δικονομία ― Κατηγορητήριο ― Χρόνος διάπραξης αδικημάτων ― Τα γεγονότα στα οποία βασίζονται οι κατηγορίες αναφορικά με τη διάπραξη συγκεκριμένου αδικήματος, πρέπει να εμπίπτουν στη χρονική περίοδο του κατηγορητηρίου.
Προκατάληψη ― Προκατάληψη Δικαστή ― Κατά πόσο ο αντικειμενικός παρατηρητής μπορούσε να αποδώσει ενδεχόμενη προκατάληψη του Δικαστή έναντι του κατηγορουμένου μέσω του δικηγόρου του, λόγω καταγγελίας του Δικαστή από το δικηγόρο σε προηγούμενη υπόθεση για θέματα που άπτοντο της διεξαγωγής της δίκης.
Η έφεση αυτή στρέφεται εναντίον της καταδίκης του εφεσείοντος σε δέκα κατηγορίες οι οποίες αφορούσαν σεξουαλικά αδικήματα. Η καταδίκη βασίστηκε ουσιαστικά στη μαρτυρία της παραπονούμενης, ηλικίας σήμερα 18 ετών. Τα αδικήματα ανάγοντο σε μεγάλη χρονική περίοδο από το 1997 μέχρι το 2005, όταν δηλαδή η παραπονούμενη ήταν ηλικίας 7 έως 15 ετών. Η υπόθεση αποκαλύφθηκε την 21.6.2005. Ο εφεσείων πατριός της παραπονούμενης είναι Συριακής καταγωγής. Ο γάμος του με τη μητέρα της παραπονούμενης τελέσθηκε το 1998 και από το γάμο αυτό η μητέρα της, απέκτησε άλλα δύο παιδιά.
Η υπεράσπιση του εφεσείοντος ήταν ότι τα όσα του καταλόγισε η παραπονούμενη δεν ήσαν αλήθεια και ότι αυτή είχε κίνητρο να τον αποξενώσει από τη μητέρα της για να φύγει από τη μέση.
Η έφεση αυτή στρέφεται επίσης και εναντίον της ποινής φυλάκισης 10 ετών που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα στην κατηγορία 12. Η εν λόγω κατηγορία αφορούσε βιασμό με πρωκτική συνουσία «την 21η Ιουνίου 2005».
Έφεση κατά της καταδίκης.
Προβλήθηκαν οι ακόλουθοι λόγοι έφεσης:
1. Ο ένας από τους Δικαστές οι οποίοι συμμετείχαν στη σύνθεση του Κακουργιοδικείου ήταν προκατειλημμένος εναντίον του εφεσείοντος ως εκ του γεγονότος της καταγγελίας του από το δικηγόρο του εφεσείοντος στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο για διάφορα πειθαρχικά παραπτώματα σε προηγούμενη υπόθεση.
2. Δεν ήταν αρκετό για την απόδειξη των κατηγοριών 1 (βιασμός), 3 (άσεμνη επίθεση με στοματικό έρωτα), 6 (άσεμνη επίθεση), 7 (σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκου με χάδια στα γεννητικά όργανα και στο στήθος), 8 (βιασμός) και 9 (διαφθορά ανήλικης 13 - 17 ετών με πρωκτική συνουσία) ότι εδόθη μαρτυρία που καταδείκνυε αδιακρίτως τη διάπραξη πολύ μεγαλύτερου αριθμού τέτοιων περιστατικών αφού τα συγκεκριμένα περιστατικά που αφορούσαν οι κατηγορίες δεν ήταν επαρκώς διακριτά ώστε να μπορούσε να διαφανεί κατά πόσο εστοιχειοθετείτο το απαιτούμενο mens rea, και ιδιαίτερα, εκεί όπου απαιτείται, η απουσία συγκατάθεσης ως ουσιαστικό στοιχείο του αδικήματος. Περαιτέρω δε ήταν αμφίβολο κατά πόσο τα αδικήματα των κατηγοριών 3, 6, 7 και 9 εντάσοντο χρονικά στα πλαίσια των νόμων δυνάμει των οποίων προσήφθησαν οι κατηγορίες, δεδομένου ότι η κατηγορία 3 ήταν δυνάμει του Ν.47 (Ι)/1994 ο οποίος έπαυσε να ισχύει από 21.7.2000, οι κατηγορίες 6 και 9 δυνάμει του Ν.119(Ι)/2000 ο οποίος ετέθη σε ισχύ την 21.7.2000, η δε κατηγορία 7 δυνάμει του Ν. 3(Ι)/2000 ο οποίος ετέθη σε ισχύ την 21.1.2000.
3. Κυρίως η μαρτυρία της παραπονούμενης αλλά και η άλλη μαρτυρία στην οποία εβασίσθη η καταδίκη δεν ήταν αξιόπιστη ως προς τα γεγονότα που έλαβαν χώρα.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Οι ισχυρισμοί περί προκατάληψης και/ή μεροληψίας του Δικαστή, δεν έχουν έρεισμα ενόψει του ότι η υπόθεση ως προς την οποία έγινε η καταγγελία είναι εντελώς άσχετη προς την εξεταζόμενη τόσο ως προς τους διαδίκους όσο και ως προς τα γεγονότα. Έπειτα, η καταγγελία του Δικαστή στην υπόθεση εκείνη δεν έγινε από το δικηγόρο ενεργούντα εξ ιδίων του αλλά εκ μέρους και κατόπιν οδηγιών των πελατών του. Με αυτά τα δεδομένα, ο αντικειμενικός παρατηρητής, ουδόλως θα μπορούσε να θεωρήσει ότι ο Δικαστής, μετέχοντας στη σύνθεση του Κακουργιοδικείου, θα μπορούσε να ήταν προκατειλημμένος κατά του εφεσείοντος ή του δικηγόρου του στην προκειμένη υπόθεση.
2. Η καταδίκη στην 1η κατηγορία που αφορούσε βιασμό «περί το 2002» είναι ανασφαλής. Η γενική αναφορά της παραπονούμενης στην οποία εβασίσθη το Κακουργιοδικείο δεν ήταν αρκούντως σαφής για να τεκμηριώσει βεβαιότητα απόδειξης των στοιχείων, που ο κατήγορος περιέλαβε στο κατηγορητήριο, και μάλιστα μετά από ευνοϊκή για τον ίδιο τροποποίηση μετά τη συμπλήρωση της υπόθεσής του, όπως απαιτείται σε ποινική δίκη.
Η καταδίκη στην 3η κατηγορία, που αφορά άσεμνη επίθεση με υποβολή της παραπονούμενης από τον εφεσείοντα σε στοματικό έρωτα όταν αυτή ήταν 7 - 8 ετών, ενέπιπτε στη χρονική περίοδο του κατηγορητηρίου, που το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε ότι διαπράχθηκε το συγκεκριμένο αδίκημα που αναφέρετο στο κατηγορητήριο. Είναι δε άσχετο το ότι στην όλη περίοδο που αφορά το κατηγορητήριο έγινε πολλές φορές, σύμφωνα με τη μαρτυρία, στοματικός έρωτας, καθόσον το θέμα της συγκατάθεσης δεν επηρεάζετο. Επ' αυτού είναι ορθή η θέση του Κακουργιοδικείου ότι, στην ηλικία εκείνη και υπό τις συνθήκες που εξήγησε η παραπονούμενη, δεν θα μπορούσε να γίνεται λόγος για ελεύθερη συγκατάθεσή της.
Η καταδίκη στην 6η κατηγορία που αφορά άσεμνη επίθεση με χάδια στα γεννητικά όργανα και στο στήθος της παραπονούμενης «μεταξύ 21ης Ιουλίου 2000 και 2002» είναι ανασφαλής ενόψει του ότι η ενέργεια για την οποία υπήρξε καταδίκη δεν ενέπιπτε εντός των χρονικών πλαισίων του κατηγορητηρίου. Και μάλιστα αφού ο Ν.119 (Ι)/2000 δυνάμει του οποίου προσήφθη η κατηγορία ετέθη σε ισχύ την 21.7.2000.
Τα ίδια ισχύουν για την 7η κατηγορία της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκου η οποία προσήφθη βάσει του Νόμου 3 (I)/2000 και ανεφέρετο στα ίδια γεγονότα και στην ίδια χρονική περίοδο όπως η 6η κατηγορία.
Στην 8η κατηγορία η οποία αφορά βιασμό «μεταξύ της 5ης Απριλίου 2003 και της 19ης Ιουνίου 2005», η συνουσία του εφεσείοντος με την παραπονούμενη, ήταν εντός των χρονικών πλαισίων του κατηγορητηρίου. Εν τούτοις, η καταδίκη κρίνεται ανασφαλής ως προς το θέμα της συγκατάθεσης, η έλλειψη της οποίας δεν μπορούσε πλέον να εκληφθεί ως δεδομένη με αναφορά στην ηλικία της παραπονούμενης η οποία, την περίοδο που αφορούσε το κατηγορητήριο, ήταν μεταξύ 13 και 15 ετών. Ο μη προσδιορισμός της συγκεκριμένης περίπτωσης στην οποία εβασίσθη η καταδίκη δεν επέτρεπε ασφαλές συμπέρασμα ως προς το θέμα αυτό.
Τα ίδια ισχύουν και για την 9η κατηγορία της διαφθοράς η οποία προσήφθη δυνάμει του Νόμου 119 (I)/2000 και ανεφέρετο στα ίδια γεγονότα και στην ίδια χρονική περίοδο όπως η 8η κατηγορία.
3. Υπήρχαν στοιχεία στην όλη μαρτυρία της παραπονούμενης τα οποία δεν επέτρεπαν με τη δέουσα ασφάλεια την κατάληξη του Κακουργιοδικείου ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης ήταν τέτοιας ποιότητας και πειστικότητας ώστε η καταδίκη να μπορούσε να βασιστεί σε αυτή και μόνη ελλείψει ενισχυτικής μαρτυρίας, έστω και αν δεν αναιρούσαν την όλη αξιοπιστία της μαρτυρίας της παραπονούμενης.
Παρά ταύτα η καταδικαστική απόφαση δεν επηρεάζεται. Το Κακουργιοδικείο εντόπισε δύο στοιχεία ενισχυτικής μαρτυρίας τα οποία, προστιθέμενα στη μαρτυρία της παραπονούμενης, την οποία το Κακουργιοδικείο απεδέχθη ως αξιόπιστη, τη βεβαίωναν και επέτρεπαν με ασφάλεια την καταδίκη. Αυτά ήσαν το άμεσο παράπονο το οποίο η παραπονούμενη έκανε στη φίλη της μετά από τα όσα έγιναν την 21 Ιουνίου και η επιστημονική μαρτυρία για την ανεύρεση του DNA του εφεσείοντος στο εσώρουχο και το παντελονάκι της παραπονούμενης τα οποία αυτή ξαναφόρεσε μετά από τα γεγονότα της 21ης Ιουνίου. Η έφεση δεν προσβάλλει ούτε τη μια ούτε την άλλη διαπίστωση, ήσαν όμως και οι δύο έντονα ενοχοποιητικές και ασφαλώς συνιστούσαν κλασσικές μορφές ενισχυτικής μαρτυρίας.
Έφεση κατά της ποινής.
Η ποινή φυλάκισης 10 ετών στην κατηγορία του βιασμού με πρωκτική συνουσία δεν είναι έκδηλα υπερβολική αν ληφθεί υπόψη πως η προβλεπόμενη από το νόμο ποινή είναι η ποινή της δια βίου φυλάκισης, ότι η παραπονούμενη ήταν ανήλικη και ότι ο εφεσείων, την εκμεταλλεύθηκε υπό την ιδιότητά του ως πατριός της. Επιπροσθέτως, δεδομένης της απόρριψης και στα δύο επίπεδα της γραμμής της υπεράσπισης του εφεσείοντος ότι δεν είχε διαπράξει οτιδήποτε του κατελογίζετο, τα περιθώρια επιείκειας λόγω έμπρακτης μεταμέλειας και απολογίας, κατέστησαν ανύπαρκτα.
Η έφεση κατά της καταδίκης επιτράπηκε ως προς τις κατηγορίες 1, 6, 7, 8 και 9, οι επιβληθείσες ποινές στις οποίες και παραμερίσθηκαν. Η έφεση κατά της καταδίκης απορρίφθηκε ως προς τις κατηγορίες 3, 10, 11, 12 και 13, οι επιβληθείσες και συντρέχουσες ποινές στις οποίες και επικυρώθηκαν.
Έφεση εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Kακουργιοδικείου Λεμεσού (Kολατσή, Π.E.Δ., Παπαμιχαήλ, A.E.Δ., Στυλιανίδης, E.Δ.), (Ποινική Yπόθεση Aρ. 11150/05), ημερομηνίας 19/4/07.
Ε. Πουργουργίδης, για τον Εφεσείοντα.
A. Κανναουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Χατζηχαμπής.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων καταδικάσθηκε, μετά από μακρά ακροαματική διαδικασία, σε δέκα κατηγορίες οι οποίες αφορούσαν σεξουαλικά αδικήματα. Η καταδίκη του βασίσθηκε ουσιαστικά στη μαρτυρία της παραπονούμενης, ηλικίας σήμερα 18 ετών (εγεννήθη την 5.4.1990). Τα αδικήματα ανάγοντο σε μεγάλη χρονική περίοδο από το 1997 μέχρι και το 2005, όταν δηλαδή η παραπονούμενη ήταν μεταξύ της ηλικίας των 7 και 15 ετών, η υπόθεση όμως αποκαλύφθηκε μόλις την 21.6.2005 όταν η παραπονούμενη ανέφερε τα πάντα σε φίλη της και ακολούθως στη μητέρα της και στην Αστυνομία δίδοντας πλήρη κατάθεση. Ο εφεσείων, ο οποίος είναι Σύριος, είναι ο άντρας της μητέρας της παραπονούμενης, ο γάμος των οποίων τελέσθηκε το 1998 και από τον οποίο έχουν δύο παιδιά. Η παραπονούμενη εγεννήθη από προηγούμενο δεσμό της μητέρας της χωρίς γάμο, ο οποίος διαλύθηκε το 1995, έκτοτε δε διέμενε με τη μητέρα της και, μετά από το γάμο της μητέρας της με τον εφεσείοντα, με τη νέα οικογένεια της.
Η ουσία της μαρτυρίας της παραπονούμενης ήταν ότι, λίγο μετά το γάμο του εφεσείοντα με τη μητέρα της και τη συγκατοίκηση τους, αυτός άρχισε να ερωτοτροπεί μαζί της όταν ήσαν μόνοι στο σπίτι και να την καλοπιάνει αγοράζοντας της ότι ήθελε. Ύστερα, όταν η παραπονούμενη ήταν 7-8 ετών και πήγαινε στην 3η τάξη του Δημοτικού, της ζητούσε να του κάνει στοματικό έρωτα, το οποίο και η παραπονούμενη έκανε. Αυτό συνεχίσθηκε μέχρι που η παραπονούμενη ήταν στην 4η τάξη του Δημοτικού. Αργότερα, όταν η παραπονούμενη ήταν στην 5η-6η τάξη του Δημοτικού, ο εφεσείων της έβγαζε τα ρούχα από κάτω και ασελγούσε στα γεννητικά της όργανα, σπάνια δε της έβγαζε και τη φανέλα και της χαΐδευε το στήθος. Λίγο καιρό μετά που η παραπονούμενη πήγε στην 1η τάξη του Γυμνασίου, ο εφεσείων άρχισε να συνουσιάζεται με την παραπονούμενη, κάποτε και πρωκτικά. Για δύο μήνες πριν από την καταγγελία της υπόθεσης, ο εφεσείων δεν ενόχλησε καθόλου την παραπονούμενη. Δύο μέρες πριν όμως η μητέρα της πήγε ταξίδι στη Συρία παίρνοντας μαζί της τα άλλα δύο παιδιά. Το βράδυ ο εφεσείων επιχείρησε να την ενοχλήσει, δεν προχώρησε όμως όταν του είπε ότι είναι κουρασμένη, επιφυλασσσόμενος να επανέλθει την επομένη. Την επομένη της έβαλε να δει ταινία πορνό ενώ ασελγούσε πάνω της. Και την επομένη πάλι της έβαλε να δει ταινία πορνό και της έκανε πρωκτικό έρωτα παρά την αντίστασή της, προσπάθησε στη συνέχεια ανεπιτυχώς να συνουσιασθεί μαζί της καθ' όσον εκείνη αντιστέκετο.
Δεκατρείς κατηγορίες προσήφθησαν αρχικώς εναντίον του εφεσείοντα, καλύπτοντας όλο το φάσμα των ενεργειών που του αποδίδοντο. Σε κάποιο στάδιο απεσύρθη μία κατηγορία (κατηγορία 2) η οποία αφορούσε διαφθορά γυναίκας κάτω των 13 ετών δια παράνομης συνουσίας περί το 2002. Με την προσβαλλόμενη απόφαση εκρίθη ότι δεν απεδείχθησαν οι κατηγορίες 4, η οποία αφορούσε άσεμνη επίθεση δια στοματικού έρωτα, και 5, η οποία αφορούσε σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκου δια στοματικού έρωτα, και αναφέροντο χρονικά στην περίοδο 21.1.2000 και 2002 εφ' όσον εκρίθη ότι τα γεγονότα στα οποία εβασίζοντο (και ήσαν κοινά) δεν ενέπιπταν στη χρονική περίοδο που καθορίζετο στο κατηγορητήριο αλλά προηγουμένως. Ο εφεσείων εκρίθη ένοχος στις υπόλοιπες δέκα κατηγορίες.
Η έφεση κατά της καταδίκης έχει τρεις βασικές κατευθύνσεις. Η πρώτη δεν αφορά την ουσία. Στηρίζεται στη θέση ότι το Κακουργιοδικείο δεν ήταν αμερόληπτο καθ' όσον ο ένας από τους Δικαστές οι οποίοι συμμετείχαν στη σύνθεση του είχε προσωπική αντιδικία με το δικηγόρο του εφεσείοντα, ως εκ του ότι αυτός τον είχε καταγγείλει στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Όπως προκύπτει, το θέμα αυτό δεν ηγέρθη ενώπιον του Κακουργιοδικείου παρά μόνο στο πέρας της υπόθεσης της υπεράσπισης και ενώ υπολείποντο οι τελικές αγορεύσεις την 2.3.2007. Την ημέρα εκείνη ο δικηγόρος του εφεσείοντα ζήτησε την εξαίρεση του εν λόγω Δικαστή καθ' όσον λίγες μέρες πριν το Ανώτατο Δικαστήριο είχε ανατρέψει, λόγω έλλειψης αντικειμενικής αμεροληψίας ως εκ της επαφής του με μάρτυρες, καταδικαστική απόφασή του εν λόγω Δικαστή σε άλλη, εντελώς άσχετη με την προκειμένη, υπόθεση στην οποία επίσης εμφανίζετο για τους καταδικασθέντες ο δικηγόρος του εφεσείοντα, οι δε πελάτες του δικηγόρου στην υπόθεση εκείνη του ζήτησαν, κατόπιν τούτου, να καταγγείλει τον εν λόγω Δικαστή για διάφορα πειθαρχικά παραπτώματα που αφορούσαν τη διεξαγωγή της δίκης, όπως και έπραξε. Καθιστάμενος έτσι κατήγορος του εν λόγω Δικαστή στην πειθαρχική καταγγελία, υπέβαλε ο δικηγόρος, εξέλειπε πλέον εκ των πραγμάτων η αντικειμενική αμεροληψία του Δικαστή έναντι του στην προκειμένη υπόθεση αλλά και η υποκειμενική του αμεροληψία καθ΄όσον στην αναφερθείσα απόφαση του ο Δικαστής είχε μεμφθεί το δικηγόρο για το χειρισμό της υπόθεσης αποδίδοντας του προσπάθεια εκτροπής της δίκης. Ο Δικαστής απέρριψε το αίτημα για εξαίρεση του και η διαδικασία συμπληρώθηκε με τις αγορεύσεις.
Κατά την ακρόαση της έφεσης, όπως διεφάνη και από την τελική διατύπωση των παραπόνων του εφεσείοντα στο περίγραμμα, το ουσιαστικό παράπονο του δεν στηρίζεται στην ύπαρξη έχθρας μεταξύ του Δικαστή και του δικηγόρου αλλά στην ίδια την καταγγελία του Δικαστή από το δικηγόρο. Ο ίδιος ο κ. Πουργουρίδης δήλωσε ενώπιον μας ότι ούτε ο ίδιος έχει τέτοια αισθήματα έναντι του Δικαστή ούτε ισχυρίζεται ότι ο Δικαστής έχει τέτοια αισθήματα έναντι του. Και δεν θα φανταζόμεθα να ήταν άλλως πως, αφού, αν τέτοια ήταν η περίπτωση, ο κ. Πουργουρίδης θα αναμένετο και δεοντολογικά να είχε θέσει το θέμα της εξαίρεσης του Δικαστή ευθύς εξ αρχής και όχι όταν η υπόθεση έφθασε στο τέλος της, καθ' όσον η χαρακτηρισθείσα ως υποκειμενική αμεροληψία του Δικαστή εδράζετο στα ίδια τα σχόλια του Δικαστή για το δικηγόρο στην απόφαση του στην άλλη υπόθεση και όχι στις διαπιστώσεις του Εφετείου ως προς την αντικειμενική αμεροληψία του Δικαστή λόγω της επαφής του με μάρτυρες.
Εξετάζοντας τώρα την ουσιαστική θέση του κ. Πουργουρίδη ότι το γεγονός της καταγγελίας του Δικαστή από τον ίδιο κατέστησε έκτοτε το Δικαστή εξ αντικειμένου αμερόληπτο, να πούμε ευθέως ότι ουδόλως διαπιστώνουμε έρεισμα σε αυτή. Κατ' αρχάς, η υπόθεση ως προς την οποία έγινε η καταγγελία είναι εντελώς άσχετη προς την προκειμένη ως προς διαδίκους και γεγονότα. Έπειτα, η καταγγελία του Δικαστή στην υπόθεση εκείνη δεν έγινε από το δικηγόρο ενεργούντα εξ ιδίων του αλλά εκ μέρους και κατόπιν οδηγιών των πελατών του. Με αυτά τα δεδομένα, ο αντικειμενικός παρατηρητής, περιβεβλημένος με πλήρη γνώση τους, ουδόλως θα μπορούσε να θεωρήσει ότι ο Δικαστής, μετέχοντας στη σύνθεση του Κακουργιοδικείου, θα μπορούσε να ήταν προκατειλημμένος κατά του εφεσείοντα ή του δικηγόρου του στην προκειμένη υπόθεση. Ο αντικειμενικός παρατηρητής δεν είναι ασφαλώς ο τυχαίος απληροφόρητος άνθρωπος που θα μπορούσε να σχηματίσει μια βεβιασμένη εντύπωση παρασυρόμενος από την υποκειμενική του μονομερή και αποσπασματική αντίληψη, αλλά εκείνος ο οποίος, με ολοκληρωμένη πληροφόρηση και κατανόηση του τρόπου λειτουργίας των διαδικασιών στα πλαίσιά τους, μπορεί έτσι να καταλήξει σε μια αντάξια της αντικειμενικότητας του άποψη ως προς το ζητούμενο. Εδώ, η καταγγελία του Δικαστή για θέματα απτόμενα της διεξαγωγής της δίκης στην άλλη υπόθεση περιορίζετο και αφορούσε αποκλειστικά την υπόθεση εκείνη και θα έπαιρνε, όπως και επήρε, την πορεία της ενώπιον του αρμόδιου Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου το οποίο και δεν έδωσε συνέχεια στο θέμα. Δεν μπορεί να λέγεται τώρα στην προκειμένη υπόθεση ότι, επειδή η καταγγελία εκείνη έγινε από το δικηγόρο που ενεργεί και για τον εφεσείοντα, και μάλιστα όχι με δική του πρωτοβουλία ή για δικούς του σκοπούς αλλά με οδηγίες και για σκοπούς των πελατών του στην υπόθεση εκείνη, ο αντικειμενικός παρατηρητής μπορεί να αποδώσει ενδεχόμενη προκατάληψη στο Δικαστή έναντι του εφεσείοντα μέσω του δικηγόρου του. Να μη λησμονείται εξ άλλου ότι δικαστές και δικηγόροι είναι πεπαιδευμένοι και έμπειροι επαγγελματίες, πράγμα που πρέπει να θεωρείται στη γνώση του αντικειμενικού παρατηρητή, και μπορούν εύλογα να αναμένονται να ανταποκριθούν στο καθήκον τους σε κάθε δεδομένη υπόθεση.
Η δεύτερη εισήγηση του εφεσείοντα χρειάζεται επεξήγηση. Οι δεκατρείς κατηγορίες που αντιμετώπιζε, παρατηρεί, αφορούσαν, όπως προκύπτει από τις λεπτομέρειές τους, επτά περιστατικά. Η πρώτη και η δεύτερη αφορούσαν βιασμό (1η) και διαφθορά (2η) «περί το 2002». Η τρίτη αφορούσε άσεμνη επίθεση με στοματικό έρωτα μεταξύ «1997 και 21ης Ιουλίου 2000». Η τέταρτη και η πέμπτη αφορούσαν άσεμνη επίθεση (4η) και σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκου (5η) με στοματικό έρωτα μεταξύ «21ης Ιουλίου του 2000 και του 2002». Η έκτη και η έβδομη αφορούσαν άσεμνη επίθεση (6η) και σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκου (7η) με χάδια στα γεννητικά όργανα και στο στήθος μεταξύ «21ης Ιουλίου του 2000 και του 2002». Η όγδοη και η ένατη αφορούσαν βιασμό (8η) και διαφθορά ανήλικης 13 μέχρι 17 ετών (9η) με πρωκτική συνουσία μεταξύ «της 5ης Απριλίου 2003 και της 19ης Ιουνίου 2005». Η δέκατη και η ενδέκατη αφορούσαν άσεμνη επίθεση (10η) και σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκου (11η) δια τριβής του πέους στα γεννητικά όργανα και αφής του στήθους «την 20ην Ιουλίου 2005». Η δωδέκατη και η δέκατη τρίτη αφορούσαν βιασμό (12η) και διαφθορά ανήλικης 13 μέχρι 17 ετών (13) με πρωκτική συνουσία «την 21η Ιουνίου 2005». Να υπενθυμίσουμε ότι η δεύτερη κατηγορία απεσύρθη, ενώ ο εφεσείων αθωώθηκε στην τέταρτη και στην πέμπτη κατηγορία, να παρατηρήσουμε δε ότι στο πέρας της υπόθεσης του κατηγόρου εδόθη άδεια τροποποίησης της πρώτης κατηγορίας ώστε το έτος να διαβάζει 2003 αντί 2002 (κατόπιν τούτου ήταν που απεσύρθη και η δεύτερη κατηγορία).
Οι εισηγήσεις του εφεσείοντα επικεντρώνονται στις κατηγορίες 1-9 (και, βεβαίως, με την απόσυρση της κατηγορίας 2 και την απόρριψη των κατηγοριών 4 και 5, περιορίζονται στις κατηγορίες 1, 3, 6, 7, 8 και 9). Ο κατήγορος, λέγει, επέλεξε έτσι να διατυπώσει το κατηγορητήριο ώστε να αναφέρεται σε πέντε περιστατικά τις χρονικές περιόδους που καταγράφοντο. Δεν ήταν αρκετό για την απόδειξη των συγκεκριμένων κατηγοριών ότι εδόθη μαρτυρία που καταδείκνυε αδιακρίτως τη διάπραξη πολύ μεγαλύτερου αριθμού τέτοιων περιστατικών αφού τα συγκεκριμένα περιστατικά που αφορούσαν οι κατηγορίες δεν ήταν επαρκώς διακριτά ώστε να μπορούσε να διαφανεί κατά πόσο εστοιχειοθετείο το απαιτούμενο mens rea, και ιδιαίτερα, εκεί όπου απαιτείται, η απουσία συγκατάθεσης ως ουσιαστικό στοιχείο του αδικήματος. Και περαιτέρω, κατά πόσο τα αδικήματα των κατηγοριών 3, 6, 7 και 9 εντάσσοντο χρονικά στα πλαίσια των νόμων δυνάμει των οποίων προσήφθησαν οι κατηγορίες, δεδομένου ότι η κατηγορία 3 ήταν δυνάμει του Ν. 47(Ι)/1994 ο οποίος έπαυσε να ισχύει από 21.7.2000, οι κατηγορίες 6 και 9 δυνάμει του Ν. 119(Ι)/2000 ο οποίος ετέθη σε ισχύ την 21.7.2000, η δε κατηγορία 7 δυνάμει του Ν. 3(Ι)/2000 ο οποίος ετέθη σε ισχύ την 21.1.2000.
Θα εξετάσουμε τις εισηγήσεις του εφεσείοντα αναφορικά με κάθε μια από τις κατηγορίες που αφορούν. Η πρώτη κατηγορία του βιασμού «περί το 2003» είναι δυνάμει του Ποινικού Κώδικα. Δεν επηρεάζεται λοιπόν από τις εισηγήσεις ως προς την ημερομηνία ισχύος των άλλων νόμων. Εισηγείται όμως ο εφεσείων ότι κακώς απερρίφθη ένσταση του στην τροποποίηση του κατηγορητηρίου ώστε να διαβάζει «2003» αντί «2002», αφού με το πέρας της υπόθεσης του κατηγόρου ήταν σαφές ότι η μαρτυρία δεν μπορούσε να στηρίξει καταδίκη για βιασμό το 2002. Εκτός τούτου, συνεχίζει, παραμένει η ασάφεια ως προς το χρόνο διάπραξης του αδικήματος.
Το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε ότι ο εφεσείων άρχισε να συνουσιάζεται με την παραπονούμενη λίγο καιρό μετά τη γέννηση της αδελφής της παραπονούμενης (που ήταν 9.9.2003) και αφού η οικογένεια είχε μετακομίσει σε νέο σπίτι, όπως ήταν και η μαρτυρία της παραπονούμενης. Θεώρησε δε ότι ο χρόνος αυτός ενέπιπτε στα πλαίσια του καθοριζόμενου στο κατηγορητήριο χρόνου ως το 2003. Έχουμε την άποψη ότι με αυτά τα δεδομένα η καταδίκη για βιασμό το 2003 ήταν ανασφαλής. Όχι μόνο η μαρτυρία του κατηγόρου εδόθη στη βάση του αρχικού κατηγορητηρίου που ανεφέρετο σε βιασμό το 2002, και ο οποίος ασφαλώς δεν καταδεικνύετο, η δε υπόθεση του κατηγόρου διεξήχθη και έφθασε στο πέρας της σε εκείνη τη βάση. Πέραν τούτου, δεν υπήρξε ούτε σαφές εύρημα για βιασμό το 2003. Η γενική αναφορά της παραπονούμενης, στην οποία εβασίσθη το Κακουργιοδικείο, ήταν ότι ο εφεσείων άρχισε να συνουσιάζεται μαζί της «Μετά που λίον τζιαιρό που μετακομίσαμε ο Γιώργος όποτε έλειπεν η μάμα μου μαζί με τα μωρά γιατί εγέννησε τζιαι το δεύτερο μωρό, άρκεψε να βάλει το πράμα του με το πουλί μου.» Η αναφορά αυτή δεν είναι αρκούντως σαφής για να εντάξει την αποδιδόμενη ενέργεια στα πλαίσια του κατηγορητηρίου που αναφέρετο στο 2003, αφού το «μετά . που λίον τζιαιρό .» μπορούσε να ήταν και το 2004. Δεν υπήρχε λοιπόν η βεβαιότητα απόδειξης των στοιχείων, που ο κατήγορος περιέλαβε στο κατηγορητήριο, και μάλιστα μετά από ευνοϊκή για τον ίδιο τροποποίηση αφού συμπλήρωσε την υπόθεσή του, όπως απαιτείται σε ποινική δίκη.
Σε σχέση με την τρίτη κατηγορία, ο χρόνος διάπραξης του αδικήματος περιγράφεται στο κατηγορητήριο ως μεταξύ 1997 και 21ης Ιουλίου 2000, που ήταν, όπως είπαμε, και η ημερομηνία κατάργησης του Ν. 47(Ι)/1994 δυνάμει του οποίου προσήφθη η κατηγορία. Το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε ότι, εφ' όσον η μαρτυρία αναφέρετο σε στοματικό έρωτα από τότε που η παραπονούμενη ήταν 7-8 ετών και στην 3η τάξη του Δημοτικού, δηλαδή το 1997-1998, απεδεικνύετο η διάπραξη του αδικήματος σύμφωνα με το κατηγορητήριο. Ο εφεσείων λέγει ότι το εύρημα αυτό είναι ασαφές αφού δεν διαπιστώνει το συγκεκριμένο αδίκημα που αναφέρεται στο κατηγορητήριο και κατά πόσο η παραπονούμενη είχε συναινέσει στη συγκεκριμένη ενέργεια, δοθείσας μάλιστα της μαρτυρίας της που δεν περιλάμβανε αναφορά σε αρνητική αντίδρασή της.
Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η εισήγηση. Η μαρτυρία της παραπονούμενης ήταν ότι ο εφεσείων την έβαζε να του κάνει στοματικό έρωτα όταν αυτή ήταν 7-8 ετών, στην τρίτη τάξη του Δημοτικού. Είναι σε αυτή την περίοδο, η οποία σαφώς ενέπιπτε στη χρονική περίοδο του κατηγορητηρίου, που το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε ότι διαπράχθηκε το συγκεκριμένο αδίκημα που αναφέρετο στο κατηγορητήριο. Είναι δε άσχετο το ότι στην όλη περίοδο που αφορά το κατηγορητήριο έγινε πολλές φορές, σύμφωνα με τη μαρτυρία, στοματικός έρωτας, καθόσον το θέμα της συγκατάθεσης δεν επηρεάζετο. Συμφωνούμε επ' αυτού με το κακουργιοδικείο ότι, στην ηλικία εκείνη και υπό τις συνθήκες που εξήγησε η παραπονούμενη, δεν θα μπορούσε να γίνεται λόγος για ελεύθερη συγκατάθεση της.
Προχωρούμε στην κατηγορία 6 η οποία αφορά άσεμνη επίθεση με χάδια στα γεννητικά όργανα και στο στήθος. Τα γεγονότα στα οποία βασίσθηκε το Κακουργιοδικείο για να διαπιστώσει ενοχή ήσαν ότι ο εφεσείων προέβαινε στις ενέργειες αυτές όταν η παραπονούμενη ήταν στην 5η τάξη του Δημοτικού. Συμπέρανε από αυτό το Κακουργιοδικείο ότι η παραπονούμενη θα ήταν τότε στην ηλικία των 10-11 ετών και ότι οι εν λόγω ενέργειες έγιναν στα χρονικά πλαίσια της κατηγορίας που ήσαν 21.7.2000 μέχρι 2002. Θεωρούμε ότι η καταδίκη ήταν ανασφαλής. Η σχετική αναφορά της παραπονούμενης ήταν ότι οι εν λόγω ενέργειες άρχισαν όταν αυτή ήταν «περίπου Πέμπτη με έκτη τάξη του Δημοτικού». Εν όψει της αβεβαιότητας της χρονικής αναφοράς της παραπονούμενης, και έλλειψης συσχετισμού της ηλικίας της προς τη σχολική πορεία της, αλλά και του μη προσδιορισμού του συγκεκριμένου περιστατικού στο οποίο ανεφέρετο το κατηγορητήριο, δεν μπορούσε αναμφιβόλως να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η ενέργεια για την οποία υπήρξε καταδίκη ενέπιπτε στα χρονικά πλαίσια του κατηγορητηρίου. Και μάλιστα αφού ο Ν. 119(Ι)/2000 δυνάμει του οποίου προσήφθη η κατηγορία ετέθη σε ισχύ την 21.7.2000.
Τα ίδια ισχύουν βεβαίως για την 7η κατηγορία της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκου η οποία προσήφθη του Νόμου 3(I)/2000 και ανεφέρετο στα ίδια γεγονότα και στην ίδια χρονική περίοδο όπως η 6η κατηγορία.
Η 8η κατηγορία αφορά βιασμό «μεταξύ της 5ης Απριλίου 2003 και της 19ης Ιουνίου 2005». Το κακουργιοδικείο αντελήφθη το βιασμό να αφορούσε πρωκτική συνουσία χωρίς όμως να την προσδιορίσει περαιτέρω ή χρονικά. Διαπίστωσε επίσης, στη βάση των αναφορών της παραπονούμενης, ότι η συνουσία ήταν χωρίς τη συγκατάθεση της. Προκύπτει από το σύνολο των αναφορών της παραπονούμενης ότι εν πάση περιπτώσει μετά από τη γέννηση της αδελφής της (9.9.2003) και πριν από τα τελευταία γεγονότα των 19-21.6.2005, ο εφεσείων ερχόταν μαζί της σε συνουσία, περιλαμβανομένης πρωκτικής, μέσα δηλαδή στα χρονικά πλαίσια του κατηγορητηρίου. Εντούτοις, η καταδίκη κρίνεται ανασφαλής ως προς το θέμα της συγκατάθεσης, η έλλειψη της οποίας δεν μπορούσε πλέον να εκληφθεί ως δεδομένη με αναφορά στην ηλικία της παραπονούμενης η οποία, την περίοδο που αφορούσε το κατηγορητήριο, ήταν μεταξύ 13 και 15 ετών. Ο μη προσδιορισμός της συγκεκριμένης περίπτωσης στην οποία εβασίσθη η καταδίκη δεν επέτρεπε ασφαλές συμπέρασμα ως προς το θέμα τούτο. Οι αναφορές της παραπονούμενης στις οποίες εβασίσθη το κακουργιοδικείο για να διαπιστώσει έλλειψη συγκατάθεσης ήσαν γενικές, αλλά και περαιτέρω το κακουργιοδικείο εξέτασε το θέμα της συγκατάθεσης ενιαία ως προς όλες τις κατηγορίες του βιασμού (1, 8 και 12) αντί ως προς κάθε μία ξεχωριστά. Λαμβανομένου υπόψη ότι υπήρχαν, σύμφωνα με τη μαρτυρία της παραπονούμενης, περιπτώσεις που ο εφεσείων δεν προχωρούσε όταν η παραπονούμενη εξέφραζε αντίδραση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η καταδίκη για μη προσδιοριζόμενο στο κατηγορητήριο και μη προσδιορισθέντα στην καταδίκη βιασμό ήταν ασφαλής.
Τα ίδια ισχύουν βεβαίως για την 9η κατηγορία της διαφθοράς η οποία προσήφθη δυνάμει του Νόμου 119(I)/2000 και ανεφέρετο στα ίδια γεγονότα και στην ίδια χρονική περίοδο όπως η 8η κατηγορία.
Απομένει να εξετασθεί η τρίτη εισήγηση του εφεσείοντα. Αυτή αφορά ουσιαστικά την όλη αξιοπιστία της μαρτυρίας στην οποία εβασίσθη η καταδίκη, και δη εκείνη της παραπονούμενης ως προς τα γεγονότα που έλαβαν χώραν. Η εισήγηση αυτή επηρεάζει βεβαίως όλες τις κατηγορίες αφού η υπεράσπιση του εφεσείοντα ήταν ότι τίποτε από όσα του καταλόγιζε η παραπονούμενη ήσαν αλήθεια και ότι κίνητρο της ήταν να τον αποξενώσει από τη μητέρα της για να φύγει από τη μέση. Υπήρχαν λοιπόν, εισηγείται ο εφεσείων, στοιχεία τα οποία ευλόγως αναιρούσαν την αξιοπιστία της παραπονούμενης. Ήταν η έμφυτη αντίδραση και ανταγωνιστικότητα της προς τη νέα οικογένεια της μητέρας της η οποία την απορροφούσε εις βάρος της αποκλειστικής προσοχής της προς την παραπονούμενη, με κύριο «ένοχο» τον εφεσείοντα σύζυγο της. Ήταν η καταπίεση που ένιωθε ως εκ της αυστηρότητας που της επιβάλλετο από τη μητέρα της και τον εφεσείοντα στην εκτός του σπιτιού διακίνηση, ένδυση, σχέσεις και συμπεριφορά της. Ήταν η μαρτυρία της ίδιας της μητέρας της, ως μάρτυρα υπεράσπισης, η οποία απέδιδε στην παραπονούμενη προσφυγή σε ψεύδη και ουσιαστικά υποστήριζε την εκδοχή του εφεσείοντα στα σημεία που την αφορούσαν. Ήσαν οι σημειώσεις που βρέθηκαν στα βιβλία της παραπονούμενης και περιλάμβαναν τέτοιες αναφορές όπως «μισώ την οικογένεια της μάνας μου», «θα τους πεθάνω», «ήλθε η ώρα για εκδίκηση», «ύστερα να μείνουμε 5 λεπτά να δούμε τι θα πούμε για τη τσόντα», και «πιάνω του την πάνω που τρεις φορές την ημέρα τζιαι πελλανίσκω τον». Ήταν, ειδικά ως προς τα γεγονότα τις 19-21 Ιουνίου 2005, το ότι η παραπονούμενη, ενώ εγνώριζε ότι η μητέρα της θα έφευγε για τη Συρία και φοβόταν μήπως ο εφεσείων εκμεταλλευθεί την απουσία της για να επαναλάβει τη συμπεριφορά που του απέδιδε, προτίμησε να μείνει μόνη στο σπίτι μαζί του αντί να πάει να μείνει με τον πατέρα της, και μάλιστα την 21η Ιουνίου ντύθηκε προκλητικά φορώντας ένα πολύ μικρό, στενό παντελονάκι. Και, τέλος, ήταν το ψέμα που είπε σε σχέση με το μηχάνημα που πρόβαλλε τις ταινίες πορνό, αφού το ίδιο το μηχάνημα που αυτή είχε υποδείξει δεν μπορούσε να προβάλει ταινίες παρά μόνο να αποδίδει μουσική, ενώ ταινίες πορνό δεν ανευρέθησαν στο σπίτι.
Συμφωνούμε με τον εφεσείοντα ότι υπήρχαν στοιχεία στην όλη μαρτυρία της παραπονούμενης τα οποία δεν επέτρεπαν με τη δέουσα ασφάλεια την κατάληξη του Κακουργιοδικείου ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης ήταν τέτοιας ποιότητας και πειστικότητας ώστε η καταδίκη να μπορούσε να βασισθεί σε αυτή και μόνη ελλείψει ενισχυτικής μαρτυρίας, έστω και αν δεν αναιρούσαν την όλη αξιοπιστία της μαρτυρίας της παραπονούμενης. Το Κακουργιοδικείο εξουδετέρωσε ιδιαίτερα τη σημασία της μαρτυρίας που αφορούσε το μηχάνημα μουσικής, η οποία σχετίζετο άμεσα με τα γεγονότα που αφορούσαν τις κατηγορίες, καθώς και των σημειώσεων τις οποίες ουσιαστικά αγνόησε εντελώς. Η προσέγγιση και το σκεπτικό του στα στοιχεία αυτά δεν αποκαλύπτουν τη βάσανο και τον προβληματισμό που πρέπει να διέπουν τη διαδικασία εξέτασης του συνόλου της μαρτυρίας.
Παρά ταύτα, δεν επηρεάζεται η καταδικαστική απόφαση. Το Κακουργιοδικείο εντόπισε δύο στοιχεία ενισχυτικής μαρτυρίας τα οποία, προστιθέμενα στη μαρτυρία της παραπονούμενης, την οποία το Κακουργιοδικείο απεδέχθη ως αξιόπιστη, τη βεβαίωναν και επέτρεπαν με ασφάλεια την καταδίκη. Αυτά ήσαν το άμεσο παράπονο το οποίο η παραπονούμενη έκανε στη φίλη της μετά από τα όσα έγιναν την 21 Ιουνίου και η επιστημονική μαρτυρία για την ανεύρεση του DNA του εφεσείοντα στο εσώρουχο και το παντελονάκι της παραπονούμενης τα οποία αυτή ξαναφόρεσε μετά από τα γεγονότα της 21ης Ιουνίου. Η έφεση δεν προσβάλλει ούτε τη μια ούτε την άλλη διαπίστωση, ήσαν όμως και οι δύο έντονα ενοχοποιητικές και ασφαλώς συνιστούσαν κλασσικές μορφές ενισχυτικής μαρτυρίας. Το παράπονο δεν μπορούσε να ήταν πιο άμεσο και ευθύ. Η δε μαρτυρία για το DNA ήταν ότι το DNA του εφεσείοντα, που περιλάμβανε και σπερματικό, εντοπίσθηκε στο εσωτερικό μέρος του εσωρούχου και στο εσωτερικό μέρος του παντελονιού της παραπονούμενης (όπως και στη φανέλα της). Η απόρριψη από το Κακουργιοδικείο της εκδοχής που έδωσε ο εφεσείων για την ανεύρεση του DNA του στα ρούχα της παραπονούμενης ουδόλως πάσχει, η ανεύρεση του δε στα σημεία που ανεφέρθησαν καθιστούσε ακόμα πιο εξωπραγματική την εκδοχή εκείνη.
Με την απόρριψη των εισηγήσεων του Εφεσείοντα ως προς την αξιοπιστία της μαρτυρίας της παραπονούμενης, δεν απομένει άλλο έρεισμα για αμφισβήτηση της καταδίκης επί των τεσσάρων κατηγοριών που απέμειναν να εξετασθούν και αφορούν τα τελευταία γεγονότα της 20ης και 21ης Ιουνίου, όπως και της καταδίκης στην τρίτη κατηγορία η οποία κατά τα λοιπά εκρίθη μη πάσχουσα.
Υπάρχει και έφεση κατά της ποινής, ως υπερβολικής, που, ως εκ της διατύπωσης της έφεσης κατά της ποινής και της κατάληξης της έφεσης κατά της καταδίκης, αφορά πλέον μόνο την κατηγορία 12 στην οποία επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 10 ετών. Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης κατά της ποινής δεν θα μας απασχολήσουν, κρινόμενοι εξ αρχής ανυπόστατοι. Ως προς το υπερβολικό της ποινής φυλάκισης, αναδρομή στην απόφαση του Κακουργιοδικείου δεν αποκαλύπτει σφάλμα στην προσέγγισή του. Η προβλεπόμενη ποινή διά βίου φυλάκισης, την οποία το Κακουργιοδικείο εξέλαβε ορθώς ως αφετηρία όσο και ενδεικτική της σοβαρότητας του αδικήματος, δεν καθιστά τη δεκαετή ποινή δυσανάλογη ως προς τούτο. Έπειτα, επρόκειτο για ανήλικη, γεγονός στο οποίο ορθώς απέδωσε σημασία το Κακουργιοδικείο, όπως και στο γεγονός της εκμετάλλευσης από τον εφεσείοντα της ιδιότητας του ως πατριός της παραπονούμενης. Από την άλλη, το Κακουργιοδικείο πίστωσε τον εφεσείοντα με όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία που θα μπορούσαν νομίμως να πιστωθούν. Να προσθέσουμε όμως και μια άλλη παρατήρηση. Δικαίωμα ήταν του εφεσείοντα και να μην παραδεχθεί ενοχή, οδηγώντας την υπόθεση σε ακρόαση και να προωθήσει την έφεση του κατά της καταδίκης. Με δεδομένη όμως την απόρριψη και στα δύο επίπεδα της γραμμής της υπεράσπισης του ότι δεν είχε διαπράξει οτιδήποτε του κατελογίζετο, τα περιθώρια επιείκειας λόγω έμπρακτης μεταμέλειας και απολογίας κατέστησαν ανύπαρκτα.
Καταλήγοντας, η έφεση κατά της καταδίκης επιτυγχάνει ως προς τις κατηγορίες 1, 6, 7 8 και 9, οι επιβληθείσες ποινές στις οποίες και παραμερίζονται, και αποτυγχάνει ως προς τις κατηγορίες 3, 10, 11, 12 και 13, οι επιβληθείσες και συντρέχουσες ποινές στις οποίες και επικυρώνονται.
Η έφεση κατά της καταδίκης επιτρέπεται ως προς τις κατηγορίες 1, 6, 7, 8 και 9, οι επιβληθείσες ποινές στις οποίες και παραμερίζονται. Η έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται ως προς τις κατηγορίες 3, 10, 11, 12 και 13, οι επιβληθείσες και συντρέχουσες ποινές στις οποίες και επικυρώνονται.