ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 2 ΑΑΔ 327
27 Ιουνίου, 2007
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΗΡΑΚΛΗΣ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 57/2007)
Ποινή — Διαδοχικές ποινές — Ενεργοποίηση ανασταλείσας ποινής — Επιβολή ποινής φυλάκισης σε πρόσωπο που έχει ήδη καταδικαστεί σε προηγούμενη ποινή φυλάκισης η οποία είχε ανασταλεί με προεδρική χάρη και ενεργοποιήθηκε με την καταδίκη του σε φυλάκιση για τη διάπραξη νέου αδικήματος — Το σύνολο των διαδοχικών ποινών κρίθηκε έκδηλα υπερβολικό και η επιβληθείσα νέα ποινή μειώθηκε κατ' έφεση στη βάση της αρχής ότι η ποινή πρέπει να είναι ανάλογη προς το αδίκημα.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης 15 μηνών σε κατηγορία απόπειρας ληστείας. Με την καταδίκη του αυτή ενεργοποιήθηκε αυτόματα το υπόλοιπο της ποινής, σε προηγούμενη καταδίκη του, που είχε ανασταλεί με προεδρική χάρη, ανερχόμενο σε 9 μήνες και 23 μέρες, κι' έτσι ο εφεσείων θα έπρεπε να εκτίσει διαδοχικά και τις δύο πιο πάνω ποινές.
Ούτε ο εφεσείων, αλλά ούτε και η Κατηγορούσα Αρχή έθεσαν τα πιο πάνω γεγονότα υπόψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Ο εφεσείων, ο οποίος δεν εκπροσωπείτο από δικηγόρο ενώπιον του Εφετείου, εφεσίβαλε την επιβληθείσα ποινή χαρακτηρίζοντας την ως υπερβολική, υπό τις περιστάσεις.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στις αρχές της νομολογίας οι οποίες διέπουν την επιβολή ποινής σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, έκρινε ότι η επιβληθείσα ποινή υπό τις περιστάσεις ήταν υπερβολική ένεκα του γεγονότος της αυτόματης ενεργοποίησης της ανασταλείσας ποινής και μείωσε την επιβληθείσα από το πρωτόδικο Δικαστήριο ποινή από 15 σε 9 μήνες φυλάκιση.
Η έφεση επιτράπηκε. Η ποινή μειώθηκε ως ανωτέρω.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Παπαχρίστου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 62.
Έφεση εναντίον Ποινής.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Υπόθ. Αρ. 9932/05), ημερομηνίας 12/2/07.
Ο Εφεσείων παρουσιάζεται προσωπικά.
Μ. Πασιαρδή, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ..
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου σε ποινή φυλάκισης 15 μηνών από την ημέρα καταδίκης του, δηλαδή την 12.2.07, μετά από παραδοχή του σε κατηγορία απόπειρας ληστείας.
Με την παρούσα του έφεση, την οποία χειρίστηκε μόνος του, προσβάλλει την εγκυρότητα της ποινής, χαρακτηρίζοντάς την ως υπερβολική υπό τις περιστάσεις. Από την αγόρευσή του ενώπιόν μας προέκυψαν τα πιο κάτω γεγονότα.
Αυτός αρχικά βρισκόταν στις φυλακές λόγω προηγούμενης καταδίκης του, αλλά η ποινή φυλάκισης του είχε μειωθεί προφανώς κατά το 1/4 μετά από χάρη από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με την ευκαιρία της εγκατάστασής του και ενασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει το άρθρο 53.4 του Συντάγματος.
Προκύπτει από τη θέση του εφεσείοντα πως η αποφυλάκιση με βάση τη χάρη έγινε με αναστολή του υπόλοιπου της ποινής, με την προϋπόθεση ότι δεν θα διαπραττόταν άλλο αδίκημα για το οποίο ο αποφυλακισθείς θα καταδικαζόταν σε φυλάκιση. Αν τούτο συνέβαινε, τότε προφανώς θα ενεργοποιόταν αυτόματα και το υπόλοιπο της ποινής. Παρόλο ότι τούτο δεν τέθηκε ευθέως ενώπιόν μας, εντούτοις προκύπτει και από την «Ταυτότητα Κατάδικου» που μας παρουσίασε ο εφεσείων, ότι ενεργοποιήθηκε το υπόλοιπο ποινής φυλάκισης ανερχόμενο σε 9 μήνες και 23 ημέρες, πέρα από τους 15 μήνες που επιβλήθηκαν στην παρούσα υπόθεση.
Η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας, παρόλο ότι δεν μπορούσε να το επιβεβαιώσει θετικά, εντούτοις δεν το αμφισβήτησε.
Επισημαίνουμε πως ούτε ο ίδιος ο εφεσείων, αλλά ούτε και η Κατηγορούσα Αρχή έθεσαν τα πιο πάνω γεγονότα υπόψη του πρωτόδικου Δικαστή, γεγονότα που ήταν ουσιώδη και απαραίτητο να γνωρίζει κατά την επιμέτρηση της ποινής.
Ο εφεσείων μας παρέπεμψε και σε δική μας απόφαση στην Παπαχρίστου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 62, η οποία αφορούσε παρόμοια γεγονότα και την οποία εισηγήθηκε ότι θα έπρεπε να ακολουθήσουμε. Στην υπόθεση εκείνη 14 περίπου μήνες ανασταλείσας ποινής φυλάκισης ενεργοποιήθηκαν και ο εφεσείων θα υποχρεωνόταν να υπηρετήσει την περίοδο αυτή μετά τη νέα φυλάκιση 2 μηνών που του είχε επιβληθεί. Το Εφετείο έκρινε ότι τόσο η Κατηγορούσα Αρχή όσο και η υπεράσπιση είχαν καθήκον να θέσουν τα γεγονότα αυτά ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου καθόσον αυτά ήταν γεγονότα ουσιαστικά, που δυνατόν να επηρέαζαν την κρίση του Δικαστηρίου στη φύση και την έκταση της επιβληθησόμενης ποινής.
Στην πιο πάνω υπόθεση λέχθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με τις αρχές επιβολής ποινών σε τέτοιες περιπτώσεις:
«Είναι θεμελιωμένη αρχή της επιβολής ποινών ότι όταν επιβάλλονται διαφορετικές ποινές σε ένα κατηγορούμενο ή όταν επιβάλλεται μια ποινή και ταυτόχρονα ενεργοποιείται άλλη ανασταλείσα ποινή, διαδοχικά προς την δεύτερη ποινή που επιβάλλεται, το καθήκον του Δικαστηρίου που επιβάλλει τέτοια ποινή είναι να βεβαιωθεί πως το σύνολο των διαδοχικών ποινών δεν είναι υπερβολικό (Δέστε: Bocskei [1970] 54 Cr. App. R. 519). Το επιβάλλον ποινή Δικαστήριο, υπό συνθήκες όπως της παρούσας υπόθεσης, θα πρέπει να λάβει υπόψη του και την αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του αδικήματος και της ποινής. Σε κάθε περίπτωση η συνολική ποινή που επιβάλλεται σε ένα κατηγορούμενο πρέπει να είναι ανάλογη προς το αδίκημα που διέπραξε. Οι ίδιες αρχές ισχύουν και στην περίπτωση ενεργοποίησης ποινής φυλάκισης διαδοχικά προς την επιβαλλόμενη ποινή. Και πάλιν σε τέτοια περίπτωση το τελικό καθήκον του Δικαστηρίου είναι να εξετάσει κατά πόσο το σύνολο των ποινών είναι υπερβολικό και αν είναι υπερβολικό να το μειώσει έτσι ώστε να είναι δίκαιο για τον κατηγορούμενο (Δέστε: Rafferty, 23.11.71, 2800/B/71, η οποία αναφέρεται στο σύγγραμμα D.A. Thomas, Principles of Sentencing, 2nd Ed., p.255).»
Εφαρμόζοντας τις αρχές αυτές, κρίνουμε ότι η επιβληθείσα ποινή υπό τις περιστάσεις ήταν υπερβολική ένεκα του γεγονότος της αυτόματης ενεργοποίησης της ανασταλείσας ποινής.
Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις ενώπιον μας συνθήκες, εν όψει του γεγονότος ότι ενεργοποιείται περίοδος 9 μηνών και 23 ημερών φυλάκισης, μειώνουμε την επιβληθείσα από το πρωτόδικο Δικαστήριο ποινή από 15 σε 9 μήνες φυλάκιση.
Η έφεση επιτρέπεται. Η ποινή μειώνεται ως ανωτέρω.