ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 2 ΑΑΔ 62
1 Φεβρουαρίου, 2007
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 270/2006)
Ποινή ? Ναρκωτικά ? Κατοχή πολύ μικρής ποσότητας ηρωίνης για ιδίαν χρήση ? Επιβολή ποινής φυλάκισης δύο μηνών και ενεργοποίηση προηγούμενης ανασταλείσας ποινής φυλάκισης ανεβάζοντας τη συνολική ποινή που θα εξέτιε ο εφεσείων σε ποινή φυλάκισης 16 μηνών ? Κρίθηκε έκδηλα υπερβολική και αντικαταστάθηκε κατ' έφεση με επιβολή ποινής προστίμου ΛΚ400-.
Ποινή ? Διαδοχικές ποινές ? Ενεργοποίηση ανασταλείσας ποινής ? Επιβολή ποινής φυλάκισης σε πρόσωπο που έχει ήδη καταδικαστεί σε προηγούμενη ποινή φυλάκισης η οποία είχε ανασταλεί με προεδρική χάρη και ενεργοποιήθηκε με τη διάπραξη νέου αδικήματος ? Εφαρμοστέες αρχές που διέπουν το θέμα της επιβολής διαδοχικών ποινών φυλάκισης ως μέτρο ποινικής μεταχείρισης των αδικοπραγούντων.
Εκδίκαση ποινικών υποθέσεων ? Υποχρέωση τόσο Υπεράσπισης όσο και Κατηγορούσας Αρχής να αναφέρουν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου όλα τα σχετικά με την υπόθεση γεγονότα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης δύο μηνών για το αδίκημα κατοχής 0.0999 γρ. ηρωίνης. Η δίμηνη περίοδος φυλάκισης θα άρχιζε από τις 15/11/2006. Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της ποινής ως έκδηλα υπερβολικής.
Ενώπιον του Εφετείου έγιναν παραδεκτά κάποια γεγονότα τα οποία δίδουν μια πολύ διαφορετική εικόνα από αυτή που είχε ενώπιόν του το πρωτόδικο Δικαστήριο. Μεταξύ των γεγονότων αυτών ήταν και το ότι μέσα στην περίοδο των τριών ετών που είχε ανασταλεί με προεδρική χάρη η ποινή φυλάκισης 4 ετών που εξέτιε ο εφεσείων για το προηγούμενο αδίκημα της ένοπλης ληστείας, διέπραξε το αδίκημα της κατοχής ηρωίνης για το οποίο καταδικάστηκε στην ποινή φυλάκισης των 2 μηνών, το υπόλοιπο της ανασταλείσας ποινής του (περίπου 14 μήνες) ενεργοποιήθηκε αυτόματα και επομένως μετά την έκτιση της ποινής φυλάκισης των 2 μηνών που του επιβλήθηκε στις 17/11/2006 θα πρέπει να υπηρετήσει και το προαναφερόμενο υπόλοιπο της ανασταλείσας ποινής του.
Το παράπονο του εφεσείοντος είναι ότι θα ήταν άδικο γι' αυτόν να εκτίσει ουσιαστικά ποινή φυλάκισης περίπου 16 μηνών για το αδίκημα της κατοχής πολύ μικρής ποσότητας ηρωίνης την οποία κατείχε για δική του χρήση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Τόσο η Υπεράσπιση όσο και η Κατηγορούσα Αρχή είχαν καθήκον να αναφέρουν τα προαναφερόμενα γεγονότα στο πρωτόδικο Δικαστήριο.
2. Το Δικαστήριο το οποίο επιβάλλει ποινή και ταυτόχρονα ενεργοποιείται άλλη ανασταλείσα ποινή, διαδοχικά προς την δεύτερη ποινή που επιβάλλεται, έχει καθήκον να βεβαιωθεί πως το σύνολο των ποινών δεν είναι υπερβολικό. Το Δικαστήριο, το οποίο επιβάλλει ποινή, υπό συνθήκες όπως της παρούσας υπόθεσης θα πρέπει να λάβει υπ' όψιν του την αρχή της αναλογικότητας μεταξύ αδικήματος και ποινής.
3. Εν όψει των ειδικών περιστάσεων της υπόθεσης, χωρίς να παραγνωρίζεται η σοβαρότητα του αδικήματος της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου, τάξεως Α, αλλά και λαμβάνοντας υπ' όψιν την μικρή ποσότητα της ηρωίνης που κατείχε ο εφεσείων και το ότι ο ίδιος ήταν χρήστης σε διαδικασία αποτοξίνωσης, η ποινή φυλάκισης των 2 μηνών που του επιβλήθηκε ήταν υπερβολική. Η δίκαιη ποινή θα ήταν η επιβολή χρηματικής ποινής μόνο. Κατά συνέπεια η ποινή φυλάκισης των 2 μηνών ακυρώνεται και αντικαθίσταται με ποινή προστίμου ??Θ400-. Εν όψει της απόφασης αυτής δεν τίθεται θέμα ενεργοποίησης οποιασδήποτε ανασταλείσας ποινής με την οποία εβαρύνετο ο εφεσείων.
Η έφεση επιτράπηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Bocskei [1970] 54 Cr. App. R. 519,
Rafferty, 23/11/71, 2800/B/71, η οποία αναφέρεται στο σύγγραμμα D.A. Thomas Principles of Sentencing 2nd Ed., P. 255.
Έφεση εναντίον Ποινής.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Υπόθ. Αρ. 21788/06), ημερομηνίας 15/11/06.
Ο Εφεσείων παρουσιάζεται προσωπικά.
Μ. Πασιαρδή, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Ο εφεσείων καταδικάστηκε, μετά από δική του παραδοχή, σε ποινή φυλάκισης 2 μηνών για το αδίκημα της κατοχής ελεγχομένου φαρμάκου, τάξεως Α, δηλαδή 0.0999 γρ. ηρωίνης, χωρίς την άδεια του Υπουργού Υγείας. Η παρούσα έφεση στρέφεται μόνον εναντίον της ποινής ως υπερβολικής.
Το αδίκημα διαπράχθηκε στις 23.10.2005, ο κατηγορούμενος κατηγορήθηκε και παραδέχθηκε στις 7.11.2006 και η ποινή του επιβλήθηκε στις 17.11.2006. Η δίμηνη περίοδος φυλάκισης θα άρχιζε από την ημερομηνία της κράτησης του, δηλαδή από τις 15.11.2006.
Ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου αναφέρθηκαν τα γεγονότα από την Κατηγορούσα Αρχή και την Υπεράσπιση στις 15.11.2006. Μεταξύ άλλων η Κατηγορούσα Αρχή είχε αναφέρει πως ο κατηγορούμενος βαρύνετο με μια προηγούμενη καταδίκη, για ένοπλη ληστεία και ότι στις 13.2.2002 του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 4 χρόνων, η οποία μάλιστα ήταν σε ισχύ.
Η Υπεράσπιση αναφέρθηκε στις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα και είπε, μεταξύ άλλων, ότι ο εφεσείων έκαμε πολλές προσπάθειες αποτοξίνωσης για αρκετό χρονικό διάστημα και ότι βρίσκεται σε καλό δρόμο προς την αποτοξίνωση. Αναφέρθηκε επίσης στην οικονομική του κατάσταση και είπε ότι συντηρείται από το Γραφείο Ευημερίας με περίπου £200.- μηνιαίως. Δεν ανέφερε όμως οτιδήποτε για την προηγούμενη καταδίκη του εφεσείοντα.
Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής, αφού αναφέρθηκε στις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος, τη σοβαρότητα του αδικήματος και τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα, του επέβαλε την προαναφερόμενη ποινή φυλάκισης των 2 μηνών.
Ενώπιον μας έγιναν παραδεκτά κάποια γεγονότα τα οποία δίδουν μια πολύ διαφορετική εικόνα. Βασικά τα γεγονότα αυτά είναι τα εξής:
(α) Στις 3 Μαρτίου, 2003 ο εφεσείων εξέτιε ποινή φυλάκισης 4 ετών που του είχε επιβληθεί από τις 13.2.2002 για το προηγούμενο αδίκημα που διέπραξε, της ένοπλης ληστείας. Στις 3.3.2003 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας με την ευκαιρία της εγκατάστασης του και ενασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει το άρθρο 53.4 του Συντάγματος και με τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ανέστειλε κατά το 1/4 την ποινή των κατάδικων που εξέτιαν τότε ποινή φυλάκισης στις Κεντρικές Φυλακές, μεταξύ των οποίων ήταν και ο εφεσείων.
(β) Οι κατάδικοι οι οποίοι ευεργετούνταν από την αναστολή, αποφυλακίζονταν υπό τον όρο ότι οι ποινές τους αναστέλλονταν για περίοδο 3 ετών από την ημέρα αποφυλακίσεως τους. Εάν οποτεδήποτε, πριν τη λήξη της περιόδου αναστολής οποιοσδήποτε κατάδικος διέπραττε νέο αδίκημα και καταδικαζόταν γι' αυτό σε ποινή φυλάκισης, η ανασταλείσα ποινή θα ενεργοποιόταν αυτόματα έτσι ώστε μετά την έκτιση της οποιασδήποτε νέας ποινής ο κατάδικος να εκτίσει, στη συνέχεια, το υπόλοιπο της ποινής του, που είχε ανασταλεί με το προεδρικό ένταλμα.
Ο εφεσείων, επωφελήθηκε από το προαναφερόμενο προεδρικό ένταλμα, η ποινή του ανεστάλη υπό τους προαναφερόμενους όρους και αυτός αφέθηκε ελεύθερος. Επειδή όμως στις 23.10.2005, δηλαδή μέσα στην περίοδο των τριών χρόνων από την ημέρα της αποφυλάκισης του, διέπραξε το προαναφερόμενο αδίκημα και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 2 μηνών, το υπόλοιπο της ανασταλείσας ποινής του (περίπου 14 μήνες) ενεργοποιήθηκε αυτόματα, σύμφωνα με τους όρους του προεδρικού εντάλματος, και επομένως ο εφεσείων μετά την έκτιση της ποινής φυλάκισης 2 μηνών που του επιβλήθηκε στις 17.11.2006 θα πρέπει να υπηρετήσει και το προαναφερόμενο υπόλοιπο της ανασταλείσας ποινής του.
Το παράπονο του εφεσείοντα είναι ότι είναι άδικο γι' αυτόν να υπηρετήσει ουσιαστικά ποινή φυλάκισης 16 περίπου μηνών (δύο μηνών φυλάκισης συν 14 περίπου μηνών ενεργοποιηθείσας ποινής που είχε ανασταλεί) για ένα όχι ιδιαίτερα σοβαρό αδίκημα, όπως αυτό της κατοχής ελεγχομένου φαρμάκου, τάξεως Α σε πολύ μικρή όμως ποσότητα, που ήταν για δική του χρήση.
Εκτιμούμε ότι τόσο η Υπεράσπιση όσο και η Κατηγορούσα Αρχή είχαν καθήκον να αναφέρουν τα προαναφερόμενα γεγονότα στο πρωτόδικο δικαστήριο. Ούτε όμως η μια πλευρά, ούτε και η άλλη, είπαν οτιδήποτε για την ανασταλείσα ποινή φυλάκισης του εφεσείοντα. Αντίθετα η Κατηγορούσα Αρχή ανέφερε στο πρωτόδικο δικαστήριο πως η ποινή φυλάκισης 4 χρόνων που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα στις 13.2.2002, για ένοπλη ληστεία, «ήταν σε ισχύ». Επομένως το πρωτόδικο δικαστήριο όταν έκρινε ότι η πρέπουσα ποινή για τον εφεσείοντα ήταν αυτή της φυλάκισης των 2 μηνών ήταν, κατά πάσαν πιθανότητα, με την εντύπωση ότι ο εφεσείων εξέτιε ακόμη την προηγούμενη ποινή φυλάκισης των 4 ετών και μάλιστα διέταξε ότι οι 2 μήνες φυλάκισης θα υπολογίζονταν από τις 15.11.2006. Δεν είχε προφανώς υπόψη του το πρωτόδικο δικαστήριο οτιδήποτε περί ανασταλείσας ποινής φυλάκισης η οποία θα ενεργοποιόταν αυτόματα.
Είναι θεμελιωμένη αρχή της επιβολής ποινών ότι όταν επιβάλλονται διαφορετικές ποινές σε ένα κατηγορούμενο ή όταν επιβάλλεται μια ποινή και ταυτόχρονα ενεργοποιείται άλλη ανασταλείσα ποινή, διαδοχικά προς την δεύτερη ποινή που επιβάλλεται, το καθήκον του Δικαστηρίου που επιβάλλει τέτοια ποινή είναι να βεβαιωθεί πως το σύνολο των διαδοχικών ποινών δεν είναι υπερβολικό (Δέστε: Bocskei [1970] 54 Cr. App. R. 519). Το επιβάλλον ποινή Δικαστήριο, υπό συνθήκες όπως της παρούσας υπόθεσης, θα πρέπει να λάβει υπόψη του και την αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του αδικήματος και της ποινής. Σε κάθε περίπτωση η συνολική ποινή που επιβάλλεται σε ένα κατηγορούμενο πρέπει να είναι ανάλογη προς το αδίκημα που διέπραξε. Οι ίδιες αρχές ισχύουν και στην περίπτωση ενεργοποίησης ποινής φυλάκισης διαδοχικά προς την επιβαλλόμενη ποινή. Και πάλιν σε τέτοια περίπτωση το τελικό καθήκον του Δικαστηρίου είναι να εξετάσει κατά πόσο το σύνολο των ποινών είναι υπερβολικό και αν είναι υπερβολικό να το μειώσει έτσι ώστε να είναι δίκαιο για τον κατηγορούμενο (Δέστε: Rafferty, 23.11.71, 2800/B/71, η οποία αναφέρεται στο σύγγραμμα D.A. Thomas, Principles of Sentencing, 2nd Ed., p. 255).
Εφαρμόζοντας τις προαναφερόμενες αρχές θεωρούμε ότι η ποινή φυλάκισης 2 μηνών που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα για το προαναφερόμενο αδίκημα, υπό τις ειδικές περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, ήταν υπερβολική. Και τούτο διότι υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, ουσιαστικά ένεκα του προαναφερόμενου αδικήματος, ο εφεσείων θα εκτίσει συνολική ποινή φυλάκισης περίπου 16 μηνών.
Εν όψει λοιπόν των ειδικών περιστάσεων της υπόθεσης, χωρίς να παραγνωρίζουμε καθόλου τη σοβαρότητα του αδικήματος της κατοχής ελεγχομένου φαρμάκου, τάξεως Α, όπως τονίστηκε σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά και λαμβάνοντας υπόψη την πολύ μικρή ποσότητα του 0.0999 γρ. ηρωίνης, που κατείχε ο εφεσείων, και ότι ο ίδιος ήταν χρήστης ναρκωτικών, σε διαδικασία αποτοξίνωσης, κρίνουμε ότι η ποινή φυλάκισης των 2 μηνών που του επιβλήθηκε ήταν υπερβολική και ότι θα ήταν δίκαιο να του είχε επιβληθεί μόνο χρηματική ποινή.
Κατά συνέπεια η ποινή φυλάκισης των 2 μηνών που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα στις 17.11.2006 ακυρώνεται και αντικαθίσταται με ποινή προστίμου £400.-, την οποία υπό τις περιστάσεις θεωρούμε ως ορθή και δίκαιη. Εν όψει της απόφασης μας δεν τίθεται ζήτημα ενεργοποίησης οποιασδήποτε ανασταλείσας ποινής με την οποία βαρύνετο ο εφεσείων.
Η έφεση επιτρέπεται.