ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 2 ΑΑΔ 540
19 Οκτωβρίου, 2005
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ANDREW PORTER,
Εφεσείων,
v.
1. AEGIS INSURANCE CO. LTD,
2. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,
3. ΠΑΝΤΕΛΑΚΗ ΣΟΥΛΛΙΔΗ,
Εφεσιβλήτων.
(Ποινική Έφεση Αρ. 60/2005)
Ποινική Δικονομία ― Επανεκδίκαση υπόθεσης κατά διαταγή Εφετείου ― Πότε διατάσσεται επανεκδίκαση και ποίοι παράγοντες λαμβάνονται υπόψη ― Η απόφαση για επανεκδίκαση έχει ως γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης.
Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία οι εφεσίβλητοι αθωώθηκαν και απαλλάγησαν λόγω έλλειψης επαρκούς μαρτυρίας με την οποία να αποδεικνύονται εκ πρώτης όψεως οι κατηγορίες που αντιμετώπιζαν και που αφορούσαν στη συνωμοσία για διάπραξη των αδικημάτων της απόσπασης χρημάτων με απάτη και ψευδείς παραστάσεις εις βάρος του εφεσείοντος και στα ουσιαστικά αδικήματα της απάτης και της εξασφάλισης πιστώσεως δια ψευδών παραστάσεων.
Σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα, ο δεύτερος εφεσίβλητος ήταν γραμματέας και διευθυντής της πρώην πρώτης κατηγορούμενης εταιρείας και ο εφεσίβλητος 3 ήταν ο εκτελεστικός διευθυντής τους. Οι εφεσίβλητοι είχαν πει στον εφεσείοντα ότι η εταιρεία θα εισαγόταν στο Χ.Α.Κ το καλοκαίρι / φθινόπωρο του 2000. Η εταιρεία όμως ουδέποτε εισήχθη στο Χ.Α.Κ και ουδέποτε είχε υποβάλει σχετική αίτηση. Τον Ιανουάριο του 2000 ο εφεσίβλητος 2 ζήτησε από τον εφεσείοντα να εμβάσει λεφτά στο λογαριασμό μετοχών της εταιρείας. Στις 24/1/2000 ο εφεσείων έμβασε ποσό £60.000.- και στις 3/2/2000 επιπλέον ποσό £15.000.-. Στις 2/3/2000 ο λογαριασμός έκλεισε και τα ποσά που περιείχε είτε αποσύρθησαν είτε μεταφέρθηκαν σε τρεχούμενο λογαριασμό της εταιρείας. Παρ' όλα αυτά οι εφεσίβλητοι διαβεβαίωναν τον εφεσείοντα ότι όλα πήγαιναν καλά αναφορικά με την εισαγωγή στο Χ.Α.Κ της εταιρείας.
Τα ισχυριζόμενα αδικήματα διαπράχθηκαν μεταξύ Οκτωβρίου 1999 και Ιανουαρίου 2000. Το κατηγορητήριο καταχωρήθηκε μετά πάροδο πέραν των 3½ χρόνων από τη διάπραξή τους και παρήλθαν περίπου 6 χρόνια από τη διάπραξη τους μέχρι σήμερα.
Αποφασίστηκε ότι:
Α. Υπό Νικολάου, Δ., συμφωνούντος και του Νικολάτου, Δ:
Η απόφαση για επανεκδίκαση λαμβάνεται με γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης όπως αυτό προσδιορίζεται από την εξισορρόπηση της ανάγκης για ορθή εφαρμογή του Νόμου και των επιπτώσεων πάνω στον κατηγορούμενο. Οι δύο παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη κατά την απόφαση για επανεκδίκαση και να αντισταθμίζονται είναι αφενός το δικαίωμα κάθε διαδίκου να έχει ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο και αφετέρου το δικαίωμα κάθε διαδίκου για διάγνωση των νομικών του δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (και σ' αυτό περιλαμβάνεται και η ποινική ευθύνη) εντός ευλόγου χρόνου. Δεν υπάρχει προκαθορισμένος χρόνος καθυστέρησης ή άκαμπτος κανόνας σύμφωνα με τον οποίο υπέρβαση κάποιου συγκεκριμένου χρονικού ορίου οδηγεί απαρέγκλιτα μια ποινική υπόθεση εκτός του πλαισίου του ευλόγου χρόνου για την ολοκλήρωσή της. Για τη διαπίστωση αν υπάρχει ή όχι υπέρμετρη καθυστέρηση στην ολοκλήρωση μιας υπόθεσης σταθμίζονται όλοι οι συναφείς παράγοντες όπως είναι τα περιστατικά της, η περιπλοκότητα και η δυσκολία της, η συμπεριφορά και η στάση του κατηγόρου και του κατηγορουμένου και ακόμα η δαπάνη και η ταλαιπωρία στην οποία θα υποβληθεί ο κατηγορούμενος συνολικά.
Επιβάλλεται όπως εκδοθεί διαταγή για επανεκδίκαση της υπόθεσης ενόψει των πιο κάτω δεδομένων:
(α) της σοβαρότητας των κατηγοριών εναντίον των εφεσιβλήτων και του συμφέροντος της ορθής απονομής της δικαιοσύνης το οποίο απαιτεί όπως οι εν λόγω κατηγορίες εξιχνιαστούν,
(β) της απουσίας οποιασδήποτε ιδιαίτερης ταλαιπωρίας στους εφεσίβλητους, εκτός από την καθυστέρηση στη διεκπεραίωση της υπόθεσης, νοουμένου ότι η δίκη δεν θα είναι χρονοβόρα, λαμβανομένου υπόψη του χρόνου που διάρκεσε η προηγούμενη ακροαματική διαδικασία,
(γ) της δυνατότητας λήψεως υπόψη της ταλαιπωρίας την οποία ενδεχομένως θα υποστούν οι εφεσίβλητοι εξαιτίας της επανεκδίκασης, προς μετριασμό της ποινής τους σε περίπτωση καταδίκης τους και σε περίπτωση αθώωσής τους της δυνατότητας έκδοσης διαταγής ως προς τα έξοδα.
Οι ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης είναι ένας επιπλέον παράγων που συνηγορεί υπέρ της έκδοσης διαταγής για επανεκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον άλλου Δικαστή. Η ανάγκη εκδίκασης των σοβαρών κατηγοριών που αντιμετωπίζουν οι εφεσίβλητοι υπερακοντίζει την οποιαδήποτε ταλαιπωρία που αυτοί θα υποστούν εξαιτίας της επανεκδίκασης.
Β. Υπό Χατζηχαμπή, Δ.:
Λαμβανομένων υπόψη όλων των δεδομένων της υπόθεσης, το συμφέρον της δικαιοσύνης δικαιολογεί τη μη συνέχιση της διαδικασίας, αφού η ανάγκη διάγνωσης της ενδεχόμενης ποινικής ευθύνης δεν υπερτερεί, υπό τις συνθήκες, της ανάγκης διάγνωσης αυτής της ευθύνης εντός ευλόγου χρόνου.
Η έφεση επιτράπηκε κατά πλειοψηφία. Διατάχθηκε επανεκδίκαση ενώπιον άλλου Δικαστή. Εκδόθηκε διαταγή για έξοδα της έφεσης υπέρ του εφεσείοντος.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Assadourian v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 279,
Χριστοπούλου ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 100,
Γιάγκου «Λεμόνας» ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 421,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Κουρέα (2004) 2 Α.Α.Δ. 378,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Μάρκου (2005) 2 Α.Α.Δ. 36.
Έφεση εναντίον Αθωωτικής απόφασης.
Έφεση από τον εφεσείοντα - κατήγορο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου (Υπόθεση Αρ. 280/03) ημερομηνίας 31/1/05, με την οποία οι κατηγορούμενοι 2 και 3, οι οποίοι αντιμετώπιζαν, σύμφωνα με το κατηγορητήριο 12 κατηγορίες για συνωμοσία για διάπραξη των αδικημάτων της απόσπασης χρημάτων με απάτη και ψευδείς παραστάσεις εις βάρος του εφεσείοντα αναφορικά με δύο ποσά των £60.000,- και των £15.000, το ουσιαστικό αδίκημα της απάτης και το ουσιαστικό αδίκημα της εξασφάλισης πιστώσεως δια ψευδών παραστάσεων, αθωώθηκαν και απαλλάχθηκαν, ενώ οι ίδιες κατηγορίες τις οποίες αντιμετώπιζε η κατηγορούμενη 1, αποσύρθηκαν.
Γ. Α. Γεωργίου, για τον Εφεσείοντα.
Φ. Αποστολίδης, για τους Εφεσίβλητους Aρ. 2 και 3.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Δεν είμαστε ομόφωνοι. Την απόφαση της πλειοψηφίας, που αποτελείται από εμένα και τον Νικολάτο, Δ., θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος. Ο Δικαστής Χατζηχαμπής θα δώσει ξεχωριστή διϊστάμενη απόφαση.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Στις 23.7.2003 ο εφεσείων καταχώρησε κατηγορητήριο εναντίον των εφεσιβλήτων. Το κατηγορητήριο περιλάμβανε 12 κατηγορίες. Οι κατηγορίες 1, 2, 3, 7, 8 και 9 αφορούσαν σε συνωμοσία για διάπραξη των αδικημάτων της απόσπασης χρημάτων με απάτη και ψευδείς παραστάσεις εις βάρος του εφεσείοντα αναφορικά με δύο ποσά των £60.000.- και των £15.000.- Οι κατηγορίες 4, 6, 10 και 12 αφορούσαν το ουσιαστικό αδίκημα της απάτης και οι κατηγορίες 5 και 11 αφορούσαν το ουσιαστικό αδίκημα της εξασφάλισης πιστώσεως δια ψευδών παραστάσεων.
Στις 7.1.2005 οι κατηγορίες εναντίον της κατηγορούμενης εταιρείας 1 απεσύρθησαν.
Αναφορικά με τους εφεσίβλητους η ακροαματική διαδικασία άρχισε στις 13.12.2004 με παραδεκτά γεγονότα και μαρτυρία. Η υπόθεση για τον εφεσείοντα συμπληρώθηκε στις 7.1.2005 και το πρωτόδικο δικαστήριο με απόφαση του, που δόθηκε την 31.1.2005, αθώωσε και απάλλαξε τους εφεσίβλητους από όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον τους αναφορικά με οποιαδήποτε κατηγορία.
Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της προαναφερόμενης απόφασης του πρωτοδίκου δικαστηρίου. Οι λόγοι εφέσεως είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και έκρινε ότι δεν στοιχειοθετήθηκε εναντίον των εφεσιβλήτων εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα υπήρχε επαρκής μαρτυρία με την οποία αποδεικνύονταν εκ πρώτης όψεως όλες οι κατηγορίες και ο πρωτόδικος Δικαστής θα έπρεπε να είχε καλέσει τους εφεσίβλητους σε απολογία.
Ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου έγιναν παραδεκτά γεγονότα και δόθηκε μαρτυρία από τον εφεσείοντα υπό μορφή καταθέσεως. Ο εφεσείων αντεξετάστηκε.
Η μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου υπό μορφή παραδεκτών γεγονότων και ισχυρισμών του εφεσείοντα ήταν η εξής: Ο δεύτερος εφεσίβλητος ήταν γραμματέας και διευθυντής της πρώην πρώτης κατηγορούμενης εταιρείας και ο εφεσίβλητος 3 ήταν ο εκτελεστικός διευθυντής της. Η προαναφερόμενη εταιρεία ουδέποτε υπέβαλε αίτηση ένταξης της στο Χ.Α.Κ. όμως οι εφεσίβλητοι 2 και 3 είχαν πει στον εφεσείοντα πως θα εισαγόταν στο Χ.Α.Κ. το καλοκαίρι/φθινόπωρο του 2000. Στις 22.1.1999 οι εφεσίβλητοι 2 και 3 μαζί με κάποιο τρίτο πρόσωπο άνοιξαν λογαριασμό μετοχών στο όνομα της προαναφερόμενης εταιρείας και τα εξουσιοδοτημένα πρόσωπα για την κίνηση του λογαριασμού εκείνου ήταν ο εφεσίβλητος 3 μαζί με τον εφεσίβλητο 2 ή το προαναφερόμενο τρίτο πρόσωπο. Τον Ιανουάριο του 2000 ο εφεσίβλητος 2 ζήτησε από τον εφεσείοντα να στείλει γρήγορα λεφτά επειδή τα πράγματα είχαν προχωρήσει και η προαναφερόμενη εταιρεία επρόκειτο να εισέλθει στο Χ.Α.Κ. μέχρι το καλοκαίρι. Του ζήτησε να εμβάσει τα λεφτά στον λογαριασμό μετοχών της προαναφερόμενης εταιρείας. Ο εφεσείων πράγματι έμβασε στις 24.1.2000 ποσό £60.000.- και στις 3.2.2000 επιπλέον ποσό £15.000.- στον προαναφερόμενο λογαριασμό. Στις 2.3.2000 με επιστολή που γράφηκε εκ μέρους της προαναφερόμενης εταιρείας από τον εφεσίβλητο 3 και το τρίτο πρόσωπο ο προαναφερόμενος λογαριασμός μετοχών έκλεισε και τα ποσά που περιείχε είτε απεσύρθησαν είτε μεταφέρθηκαν σε τρεχούμενο λογαριασμό της προαναφερόμενης εταιρείας. Ο εφεσίβλητος 2 τον Απρίλιο του 2000, δηλαδή μετά το κλείσιμο του προαναφερόμενου λογαριασμού και χωρίς να έχει υποβληθεί οποιαδήποτε αίτηση για εισαγωγή της προαναφερόμενης εταιρείας στο Χ.Α.Κ. διαβεβαίωνε τον εφεσείοντα ότι όλα πήγαιναν καλά σε σχέση με την εισαγωγή της προαναφερόμενης εταιρείας στο Χ.Α.Κ.. Τον Ιούλιο του 2000 οι εφεσίβλητοι 2 και 3 πάλι διαβεβαίωναν τον εφεσείοντα πως όλα πήγαιναν καλά.
Το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συνωμοσίας καθώς επίσης και τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων της απάτης και των ψευδών παραστάσεων. Χωρίς να επιθυμούμε να υπεισέλθουμε σε λεπτομέρειες κρίνουμε πως η μαρτυρία που πρόσφερε ο εφεσείων και τα παραδεκτά γεγονότα φανέρωναν εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των εφεσιβλήτων σε σχέση με όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν. Κατά την κρίση μας υπήρχε μαρτυρία ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου αναφορικά με τα απαραίτητα συστατικά στοιχεία όλων των κατηγοριών που αντιμετώπιζαν οι εφεσίβλητοι και το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε να είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον και των δυο εφεσιβλήτων αναφορικά με όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν. Εκτιμούμε πως το ότι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα και τα παραδεκτά γεγονότα, οι εφεσίβλητοι 2 και 3 ενεργούσαν ως αξιωματούχοι της πρώην πρώτης κατηγορούμενης εταιρείας, τα λεφτά του εφεσείοντα εμβάστηκαν σε λογαριασμό της εταιρείας και στη συνέχεια μεγάλο μέρος των λεφτών του λογαριασμού εκείνου μεταφέρθηκαν επίσης σε λογαριασμό της εταιρείας, δεν επηρεάζει καθοριστικά την ενδεχόμενη ποινική ευθύνη των εφεσιβλήτων 2 και 3.
Αφού καταλήξαμε στο προαναφερόμενο συμπέρασμα, ότι δηλαδή με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των εφεσιβλήτων σε σχέση με τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν, μας απασχόλησε σοβαρά το κατά πόσο υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης αυτής είναι ορθό και δίκαιο να διατάξουμε επανεκδίκαση ενώπιον άλλου Δικαστή ή όχι. Δεν παραγνωρίζουμε ότι τα ισχυριζόμενα αδικήματα διαπράχθηκαν μεταξύ Οκτωβρίου 1999 και 24.1.2000, δηλαδή πέραν των 3½ χρόνων πριν την καταχώρηση του κατηγορητηρίου. Επίσης δεν παραγνωρίζουμε ότι σήμερα έχουν περάσει περίπου 6 χρόνια από τη διάπραξη των ισχυριζομένων αδικημάτων.
Από την καταχώρηση του κατηγορητηρίου μέχρι την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας στις 13.12.2004 ανταλλάγησαν επιστολές μεταξύ των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων και δόθησαν περισσότερες και καλύτερες λεπτομέρειες στο δικηγόρο των εφεσιβλήτων από το δικηγόρο του εφεσείοντα. Η ακροαματική διαδικασία άρχισε στις 13.12.2004 και συμπληρώθηκε την 31.1.2005 με την απαλλακτική απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης.
Είναι θεμελιωμένο πως η άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου, σε σχέση με την απόφαση κατά πόσο δικαιολογείται επανεκδίκαση μιας υπόθεσης ή όχι, έχει γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης (Δέστε: Assadourian v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 279).
Οι δύο παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη κατά την απόφαση για επανεκδίκαση και να αντισταθμίζονται είναι αφενός το δικαίωμα κάθε διάδικου να έχει ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο και αφετέρου το δικαίωμα κάθε διαδίκου για διάγνωση των νομικών του δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (και σ΄ αυτό περιλαμβάνεται και η ποινική ευθύνη) εντός ευλόγου χρόνου. Δεν υπάρχει προκαθορισμένος χρόνος καθυστέρησης ή άκαμπτος κανόνας σύμφωνα με τον οποίο υπέρβαση κάποιου συγκεκριμένου χρονικού ορίου οδηγεί απαρέγκλιτα μια ποινική υπόθεση εκτός του πλαισίου του ευλόγου χρόνου για την ολοκλήρωση της. Για τη διαπίστωση αν υπάρχει ή όχι υπέρμετρη καθυστέρηση στην ολοκλήρωση μιας υπόθεσης σταθμίζονται όλοι οι συναφείς παράγοντες όπως είναι τα περιστατικά της, η περιπλοκότητα και η δυσκολία της, η συμπεριφορά και η στάση του κατηγόρου και του κατηγορουμένου και ακόμα η δαπάνη και η ταλαιπωρία στην οποία θα υποβληθεί ο κατηγορούμενος συνολικά.
Στην υπόθεση Χριστόπουλου ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 100 παρατηρήθηκε ότι ο χρόνος προσμετρούσε από την ημερομηνία που καταγγέλθηκε η υπόθεση στις Αστυνομικές Αρχές και ότι, για την ολοκλήρωση της δίκης, παρήλθαν περισσότερα από 6 χρόνια αφότου έγινε η καταγγελία και 5 χρόνια αφότου η υπόθεση άχθηκε ενώπιον του δικαστηρίου. Αποφασίστηκε πως υπήρξε εκτροπή από τα θέσμια της δίκαιης δίκης η οποία συνεπαγόταν την ακυρότητα της διαδικασίας. Σε εκείνη την υπόθεση ακυρώθηκε η δίκη και παραμερίστηκε η καταδίκη του εφεσείοντα χωρίς να διαταχθεί αναδίκαση της ποινικής υπόθεσης. Το ίδιο περίπου ήταν και το σκεπτικό στην υπόθεση Γιάγκου «Λεμόνας» ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 421 στην οποία, όμως, ο εφεσείων είχε καταδικαστεί και παρέμεινε στη φυλακή για περίοδο 1 έτους περίπου. Κρίθηκε ότι η επανεκδίκαση της υπόθεσης θα συνιστούσε καταπιεστικό μέτρο για τον εφεσείοντα με αποτέλεσμα να εγείρεται σοβαρό ερώτημα κατά πόσο θα ήταν δυνατή η ολοκλήρωση της δίκης μέσα σε εύλογο χρόνο αν διατασσόταν αναδίκαση. Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Κουρέα (2004) 2 Α.Α.Δ. 378, στην απόφαση της πλειοψηφίας, δόθηκε σημασία στη σοβαρότητα των αδικημάτων και το συμφέρον της δικαιοσύνης που απαιτεί σε κάθε περίπτωση την εξιχνίαση των σοβαρών αδικημάτων και την τιμωρία των ενόχων. Τα αδικήματα στην περίπτωση εκείνη ήταν παράνομη κατοχή εκρηκτικών υλών και απόπειρα καταστροφής περιουσίας με εκρηκτικές ύλες. Παρατηρήθηκε πως η επανεκδίκαση της υπόθεσης δεν θα προκαλούσε σοβαρές επιπτώσεις στον εφεσίβλητο, δεν είχε παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από τον ισχυριζόμενο χρόνο διάπραξης των αδικημάτων και δεν υπήρξε και οποιαδήποτε καθυστέρηση στην προώθηση της διαδικασίας από πλευράς Κατηγορούσας Αρχής. Η πρόβλεψη ήταν πως η διαδικασία της επανεκδίκασης δεν θα ήταν χρονοβόρα και το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η πλειοψηφία ήταν πως η οποιαδήποτε ταλαιπωρία που ενδεχομένως να υφίστατο ο εφεσίβλητος λόγω της επανεκδίκασης δεν μπορούσε να εξουδετερώσει την απαίτηση για απονομή της δικαιοσύνης. Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Μάρκου (2005) 2 Α.Α.Δ. 36, ο εφεσίβλητος αντιμετώπιζε κατηγορίες αμελούς πράξης, δηλαδή ότι με την εκτόξευση βέλους με τόξο προκάλεσε σωματική βλάβη σε κάποιο πρόσωπο και για κατοχή αντικειμένου διασκευασμένου για εκτόξευση άλλου αντικειμένου, δηλαδή τόξου τύπου βαλλίστρα. Ο χρόνος που παρήλθε από την κατ' ισχυρισμό διάπραξη των αδικημάτων ήταν 3½ χρόνια και δεν θεωρήθηκε υπό τις περιστάσεις ότι ήταν έξω από τα αποδεκτά όρια. Η πρόβλεψη του δικαστηρίου ήταν πως η επανεκδίκαση μπορούσε να γίνει σε σύντομο χρόνο και η κατάληξη του ήταν πως η απονομή της δικαιοσύνης εξυπηρετείτο καλύτερα με διαταγή για επανεκδίκαση.
Στην προκείμενη περίπτωση εκτιμούμε πως οι κατηγορίες που αφορούν τους εφεσίβλητους είναι σοβαρές εφόσον πρόκειται για αδικήματα απάτης και αδικήματα συναφή με την απάτη που προέκυψαν από την περίοδο εξάρσεως των τιμών στο Χ.Α.Κ. μεταξύ Οκτωβρίου του 1999 και Ιανουαρίου του 2001. Δεν παραγνωρίζουμε βέβαια τη μεγάλη καθυστέρηση του εφεσείοντα να καταχωρήσει το κατηγορητήριο. Καθυστέρησε πέραν των 3½ χρόνων από την ισχυριζόμενη διάπραξη των αδικημάτων. Όμως εν όψει του ότι ο εφεσείων είναι αλλοδαπός που κατοικεί εκτός Κύπρου, δεν ήταν παράλογο να περίμενε κάποιο χρόνο για να διαπιστώσει τα αποτελέσματα των ερευνών που διεξάγονταν σε σχέση με αδικήματα σχετιζόμενα με το Χρηματιστήριο, πριν καταχωρήσει ο ίδιος ιδιωτική ποινική υπόθεση εναντίον των εφεσιβλήτων, επιβαρυνόμενος και με τα σχετικά έξοδα. Συναφώς σημειώνουμε ότι, όπως ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα ανέφερε στο Δικαστήριο, πριν την καταχώριση της ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης στην οποία αφορά η παρούσα έφεση, ο εφεσείων είχε καταχωρήσει άλλη ιδιωτική ποινική υπόθεση εναντίον των εφεσιβλήτων, την οποία όμως στη συνέχεια απέσυρε αφού ο νόμος στον οποίο βασιζόταν κρίθηκε αντισυνταγματικός.
Με δεδομένο ότι: (α) οι κατηγορίες εναντίον των εφεσιβλήτων είναι σοβαρές και το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης απαιτεί όπως οι κατηγορίες εναντίον τους εξιχνιαστούν, (β) ότι οι εφεσίβλητοι δεν υπέστησαν οποιαδήποτε ιδιαίτερη ταλαιπωρία εκτός από την καθυστέρηση στη διεκπεραίωση της υπόθεσης και δεν προβλέπεται να υποστούν μεγάλη ταλαιπωρία αν διαταχθεί επανεκδίκαση, νοουμένου ότι η δίκη δεν θα είναι χρονοβόρα, λαμβανομένου υπόψη του χρόνου που διάρκεσε η προηγούμενη ακροαματική διαδικασία και (γ) ότι οποιανδήποτε ταλαιπωρία υποστούν οι εφεσίβλητοι εξαιτίας της επανεκδίκασης είναι θεμιτό να τη λάβει υπόψη ο πρωτόδικος Δικαστής προς μετριασμό της ποινής τους σε περίπτωση καταδίκης τους και σε περίπτωση αθώωσης τους είναι δυνατό να δοθεί κατάλληλη διαταγή ως προς τα έξοδα, και αφού λάβαμε υπόψη μας τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, κρίνουμε ότι είναι ορθό και δίκαιο να διατάξουμε την επανεκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον άλλου Δικαστή. Εκτιμούμε πως η ανάγκη εκδίκασης των σοβαρών κατηγοριών που αντιμετωπίζουν οι εφεσίβλητοι υπερακοντίζει την οποιαδήποτε ταλαιπωρία που θα υποστούν οι εφεσίβλητοι εξαιτίας της επανεκδίκασης.
Για τους λόγους που αναφέρονται διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον άλλου Δικαστή. Έξοδα της έφεσης υπέρ του εφεσείοντος.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Με δεδομένα τα γεγονότα όπως αυτά εκτίθενται στην απόφαση των αδελφών μου Δικαστών, η κατάληξη μου σε διαφορετικό αποτέλεσμα ανάγεται σε διαφορετική εκτίμηση τους σε συνάρτηση με τη νομολογία. Στη δική μου κρίση, βαρύνουσα είναι η σημασία του χρόνου με αναφορά στη θεμελιακή συνταγματική επιταγή για εκδίκαση εντός ευλόγου χρόνου, προκειμένου μάλιστα για ποινική υπόθεση στην οποία περίπτωση η ανάγκη εκδίκασης εντός ευλόγου χρόνου είναι ιδιαίτερα ισχυρή. Η προσέγγιση του θέματος στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Καψού (2004) 2 Α.Α.Δ. 127 συνεχίζει να αντανακλά τη δική μου αντίληψη του πράγματος. Αναφερόμενος στο Άρθρο 30.1 του Συντάγματος, που αντιστοιχεί προς το Άρθρο 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, και τη σχετική νομολογία, ο Κρονίδης, Δ., ο οποίος έδωσε την απόφαση του Εφετείου, παρατήρησε (σελίδες 136-137):
"Η διάγνωση της ποινικής ευθύνης ενός κατηγορουμένου εντός ευλόγου χρόνου αποτελεί ανεξάρτητο και αυτοτελές δικαίωμα .................................................................................................
........................................................................................................
Είναι προφανής ο σκοπός της συνταγματικής πρόνοιας. Είναι η προστασία του κατηγορουμένου από τις υπερβολικές καθυστερήσεις. Δεν είναι δυνατό ένας κατηγορούμενος να τελεί σε μακροχρόνια κατάσταση αβεβαιότητας για τη διάγνωση της ποινικής του ευθύνης. Στην αγγλική υπόθεση Mills v. Her Majesty's Advocate [2002] 3 W.L.R. 1597, στη σελίδα 1604, ο Δικαστής Λόρδος Steyn αναφέρει τα ακόλουθα ανασκοπώντας την Ευρωπαϊκή νομολογία:-
«First, "in criminal matters, especially, it is designed to avoid that a person charged could remain too long in a state of uncertainty about his fate" .... Secondly it is recognized that lapse of time may result in the loss of exculpatory evidence or in a deterioration in the quality of evidence generally. Thirdly, it has been said that "the safety of a verdict reached a considerable time after the offence often become(s) the subject of controversy (and) undermine(s) public confidence in the criminal justice system."»
Τόσο η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων όσο και η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου θεωρεί το δικαίωμα για δίκη εντός ευλόγου χρόνου ως εξαιρετικής σημασίας για την ορθή, αποτελεσματική και αξιόπιστη απονομή της Δικαιοσύνης."
Αναφερόμενος περαιτέρω στη νομολογία, ο Κρονίδης, Δ., υπέδειξε ότι (σ. 137):
"Η καθόλου νομολογία δεν καθορίζει χρονική περίοδο καθυστέρησης, υπέρβαση της οποίας θα θεωρείται ότι θα έβγαινε έξω από τα όρια του ευλόγου χρόνου. Και δεν ήταν δυνατό να γίνει διαφορετικά. Στον καθορισμό του μέτρου κρίσης για το εύλογο του χρόνου πρέπει να ληφθούν υπόψη τόσο τα περιστατικά κάθε υπόθεσης, το περίπλοκο και οι εγγενείς δυσκολίες της υπόθεσης, η καθόλου στάση των ανακριτικών και δικαστικών αρχών καθώς και εκείνη του κατηγορουμένου."
Στην προκειμένη υπόθεση, τα αδικήματα στα οποία αναφέρεται το κατηγορητήριο ανάγονται στο διάστημα Οκτωβρίου 1999 μέχρι Ιανουαρίου 2000, δηλαδή πριν έξι χρόνια. Το κατηγορητήριο καταχωρήθηκε τριάμισι χρόνια μετά και αφού μεσολάβησαν, όπως μας ελέχθη, άλλες και μη τελέσφορες διαδικασίες εφ΄όσον αυτές τελικά διεκόπησαν. Ενδεχόμενη διαταγή για επανεκδίκαση σήμερα θα εξυπακούει περαιτέρω χρόνο, όσο και αν αυτή θα επισπευθεί εκ των πραγμάτων και δεν θα είναι ιδιαίτερα μακρά, αν και βεβαίως αυτό δεν μπορεί να προβλεφθεί με βεβαιότητα, ιδιαιτέρως στην περίπτωση έφεσης. Εξ άλλου, οι κατηγορίες αφορούν σε μέτριας σοβαρότητας αδικήματα και, λαμβανομένου υπ΄όψη του παράγοντα χρόνου, οι ποινές που θα αναμένετο να επιβληθούν σε περίπτωση καταδίκης δεν θα μπορούσαν να αντανακλούν πλέον την ακόμα και μέτρια αυτή σοβαρότητα. Τα αδικήματα είναι δε τέτοιας φύσεως ώστε κυρίαρχο στοιχείο τους να είναι η οικονομική ζημιά στον Εφεσείοντα, ως προς την οποία ασφαλώς προσφέρονται όλα τα ανάλογα αστικά μέτρα.
Λαμβανομένων υπ΄όψη όλων των δεδομένων της υπόθεσης, φρονώ ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης δικαιολογεί τη μη συνέχιση της διαδικασίας αφού η ανάγκη διάγνωσης της ενδεχόμενης ποινικής ευθύνης δεν υπερτερεί, υπό τις συνθήκες, της ανάγκης διάγνωσης αυτής της ευθύνης εντός ευλόγου χρόνου. Για το λόγο αυτό δεν θεωρώ σκόπιμο να εξετάσω την ουσία της έφεσης. Επιτυχία της επί της ουσίας θα εξυπάκουε διαταγή για επανεκδίκαση η οποία εν πάση περιπτώσει δεν ενδείκνυται.
Θα απέρριπτα λοιπόν την έφεση.
Η�έφεση επιτρέπεται κατά πλειοψηφία. Διατάσσεται επανεκδίκαση ενώπιον άλλου Δικαστή. Εκδίδεται διαταγή για έξοδα της έφεσης υπέρ του εφεσείοντος.