ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 2 ΑΑΔ 10
12 Ιανουαρίου, 2005
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
ν.
1. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ,
2. ΑΝΔΡΕΑ ΙΩΑΝΝΙΔΗ,
3. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7691)
Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Διάγνωση ποινικής ευθύνης κατηγορουμένου εντός ευλόγου χρόνου ― Διασφαλίζεται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος ― Αρχές που διέπουν το εύλογο του χρόνου ― Ποίο ρόλο διαδραματίζει η συμπεριφορά των διαδίκων ― Κατά πόσο το διάστημα που μεσολάβησε από τη σύλληψη κατηγορουμένων και την έναρξη της δίκης δεν ήταν εύλογο, ώστε να παραβιάζονται τα δικαιώματά τους για δίκαιη δίκη και να δικαιολογείται για τον λόγο αυτό η διακοπή της δίκης.
Δικαστήρια ― Κακουργιοδικείο ― Άρθρο 5(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60) ― Πρόνοια για διετή θητεία των Δικαστών που το απαρτίζουν ― Κατά πόσο λειτουργεί προς όφελος της ορθής απονομής της δικαιοσύνης.
Μετά την έναρξη της ενώπιόν του διαδικασίας, το Κακουργιοδικείο απάλλαξε τους εφεσίβλητους, οι οποίοι αντιμετώπιζαν σοβαρές κατηγορίες για πλαστογραφία, κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και συνωμοσία για τη διάπραξη κακουργήματος, αφού είχε αποδεχθεί την εισήγηση του δικηγόρου τους πως με την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην εκδίκαση της υπόθεσης παραβιάστηκαν οι πρόνοιες του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος, που διασφαλίζουν την εκδίκαση των υποθέσεων μέσα σε εύλογο χρόνο. Η εκδίκαση της υπόθεσης είχε αρχίσει ενώπιον άλλου Κακουργιοδικείου και δεν περατώθηκε η ακρόασή της γιατί στο μεταξύ είχε λήξει η διετής υπηρεσία των δικαστών που είχαν οριστεί για το Κακουργιοδικείο εκείνο.
Το Κακουργιοδικείο στην απόφασή του αναφέρει πως, μολονότι άρχισε η δίκη υπολόγισε πως αυτή θα συνεχιζόταν για αρκετό χρονικό διάστημα, το οποίο και υπολόγισε στο χρόνο που μεσολάβησε από τη σύλληψη των εφεσιβλήτων.
Ο Γενικός Εισαγγελέας καταχώρησε έφεση. Η προδικαστική ένσταση των δικηγόρων των εφεσιβλήτων ότι δεν χωρούσε έφεση από τον Γενικό Εισαγγελέα εναντίον της απόφασης, που κατά την εισήγησή τους δεν ήταν αθωωτική, απορρίφθηκε.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχθηκε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:
1. Το διάστημα που μεσολάβησε από τη σύλληψη των εφεσιβλήτων και την προσαγωγή τους ενώπιον του Δικαστηρίου, από μόνο του, δεν εκφεύγει της έννοιας του εύλογου χρόνου. Η απόφαση για διακοπή δίκης είναι εξαιρετικά δραστικό μέτρο που χρησιμοποιείται μόνο όπου τα γεγονότα της υπόθεσης το επιβάλλουν ως θέμα ορθής λειτουργίας της δικαιοσύνης. Οι νομολογιακές αρχές που εφαρμόζονται στο θέμα που εξετάζεται στην υπόθεση αυτή έχουν τεθεί από το Εφετείο στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Κώστα Μέλιου Μενελάου (2004) 2 Α.Α.Δ. 223.
2. Το σοβαρότερο όμως στην υπόθεση είναι ότι η δίκη διακόπηκε μετά την κατάθεση βασικού μάρτυρα κατηγορίας και την παρουσίαση εγγράφου με παραδεκτά γεγονότα. Αν η θέση του Κακουργιοδικείου είναι ορθή, τότε σημαίνει πως όποτε το Δικαστήριο κρίνει πως η δίκη θα διαρκέσει για μεγάλο χρονικό διάστημα, τότε θα πρέπει να διακόπτεται γιατί ο κατηγορούμενος, ή οι διάδικοι σε πολιτική δίκη, δεν θα έχουν εκδίκαση της υπόθεσής τους σε εύλογο χρονικό διάστημα. Τέτοια σκέψη είναι νομικά εσφαλμένη.
3. Η υπόδειξη που προβλήθηκε εκ μέρους των εφεσιβλήτων πως δεν ευθύνονται γιατί έληξε η διετής θητεία των δικαστών στο πρώτο Κακουργιοδικείο, ενώπιον του οποίου μόλις είχε αρχίσει η δικαστική διαδικασία, και θα έπρεπε η δίκη να επαναληφθεί, είναι ορθή. Το Άρθρο 5(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60) που προβλέπει πως οι δικαστές που απαρτίζουν το Κακουργιοδικείο υπηρετούν σε αυτό για περίοδο τουλάχιστο δύο χρόνων, λειτουργεί - όπως η εμπειρία έχει αποδείξει - εις βάρος της ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Το Άρθρο 163.2(α) του Συντάγματος προβλέπει πως το Ανώτατο Δικαστήριο με διαδικαστικό κανονισμό που εκδίδει ρυθμίζει τα των συνεδριάσεων των δικαστηρίων και την δι' οιονδήποτε σκοπό επιλογή δικαστών.
4. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στην υπόθεση Hartman v. The Czech Republic (Application no. 53341/99 Second Section Judgment of 10 July 2003), παρατήρησε πως «.... Εφέσεις σε ιεραρχικά ανώτερη εξουσία δεν παρέχει στους διάδικους προσωπικό δικαίωμα να αναγκάσουν το Κράτος να ασκήσει τις εξουσίες επιτήρησης που έχει, αναφορικά με τα δικαστήρια και δικαστές».
5. Ο διάδικος ή κατηγορούμενος σε ποινική υπόθεση δεν έχει ανεξάντλητο δικαίωμα χρήσης της διαδικαστικής διαδικασίας. Τα διαδικαστικά μέτρα υιοθετήθηκαν για να διευκολύνουν τη διαδικασία, όχι για να την παρακωλύουν. Η συμπεριφορά των διαδίκων στη δίκη λαμβάνεται υπόψη στην τελική κρίση, κατά πόσο υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος για δίκη εντός ευλόγου χρόνου.
Η έφεση επιτράπηκε. Η δίκη των εφεσιβλήτων διατάχθηκε όπως διεξαχθεί το συντομότερο δυνατό, ενώπιον Κακουργιοδικείου με άλλη σύνθεση.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Γενικός Εισαγγελέας ν. Μενελάου (2004) 2 Α.Α.Δ. 223,
Hartman v. The Czech Republic (Application no. 53341/99) Second Section, Judgment of 10 July 2003.
Έφεση εναντίον Αθωωτικής Απόφασης.
Έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Πάφου (Υπόθεση Αρ. 2987/03) ημερ. 6/4/04, με την οποία, ενώ είχε ήδη αρχίσει η εκδίκαση της υπόθεσης εναντίον των τριών κατηγορουμένων, οι οποίοι αντιμετώπιζαν κατηγορίες για πλαστογραφία, κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και συνωμοσία για τη διάπραξη κακουργήματος, αυτοί απαλλάχθηκαν, επειδή κρίθηκε ότι με την καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης παραβιάστηκαν οι πρόνοιες του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος.
Σ. Μάτσας, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Φλωρίδης για Μ. Μιλτιάδους, για τον Εφεσίβλητο 1.
Στ. Παύλου, για τον Εφεσίβλητο 2.
Μ. Παυλίδης, για τον Εφεσίβλητο 3.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο Αρτεμίδης, Π..
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Στις 6 Απριλίου 2004, το μόνιμο Κακουργιοδικείο Πάφου, ενώπιον του οποίου είχε ήδη αρχίσει η εκδίκαση της υπόθεσης εναντίον των τριών κατηγορουμένων, εφεσιβλήτων, έκρινε πως η διαδικασία ήταν άκυρη και δεν μπορούσε να προχωρήσει. Η δίκη ανεκόπη, και το Κακουργιοδικείο απάλλαξε τους εφεσίβλητους από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν.
Η πιο πάνω απόφαση του Κακουργιοδικείου ήταν αποτέλεσμα της αποδοχής εισήγησης του δικηγόρου των εφεσιβλήτων πως, με την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην εκδίκαση της υπόθεσης παραβιάστηκαν οι πρόνοιες του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος, που διασφαλίζουν με την πιο κάτω ρητή διάταξη την εκδίκαση των υποθέσεων μέσα σε εύλογο χρόνο:
«έκαστος, κατά την διάγνωσιν των αστικών αυτού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή οιασδήποτε κατ΄ αυτού ποινικής κατηγορίας, δικαιούται ανεπηρεάστου, δημοσίας ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου, ενώπιον ανεξαρτήτου, αμερολήπτου και αρμοδίου δικαστηρίου ιδρυομένου διά νόμου.»
Ο Γενικός Εισαγγελέας καταχώρησε έφεση σύμφωνα με τις εξουσίες που έχει βάσει του άρθρου 137.1(III) και (IV) της Ποινικής Δικονομίας Κεφ. 155, με την εισήγηση ότι η απόφαση του Κακουργιοδικείου είναι εσφαλμένη. Προδικαστική ένσταση των δικηγόρων των εφεσιβλήτων πως ο Γενικός Εισαγγελέας δεν είχε, εκ των πιο πάνω διατάξεων του Νόμου, δικαίωμα να εφεσιβάλει την πιο πάνω απόφαση, που κατά την εισήγησή τους δεν ήταν αθωωτική, απορρίφθηκε με απόφαση μας στις 22 Νοεμβρίου , 2004.
Οι εφεσίβλητοι αντιμετώπιζαν στο κατηγορητήριο πληθώρα σοβαρών κατηγοριών για πλαστογραφία, κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και συνωμοσία για τη διάπραξη κακουργήματος. Στις λεπτομέρειες των κατηγοριών αναφέρεται, συνοπτικά, πως οι εφεσίβλητοι πλαστογράφησαν αριθμό εγγράφων μεταβίβασης εισηγμένων αξιών στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, με σκοπό να πωληθούν μετοχές και να καρπωθούν το τίμημα των πωλήσεων. Τα αδικήματα τοποθετούνται να διαπράχθηκαν μεταξύ Οκτωβρίου 1999 και Απριλίου 2000. Η αστυνομική διερεύνηση της υπόθεσης δεν διήρκεσε πολύ. Οι εφεσίβλητοι παραπέμφθηκαν σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Στο Κακουργιοδικείο, που εξέδωκε την απόφαση που συζητούμε, εμφανίστηκαν στις 12 Σεπτεμβρίου 2003. Ο εφεσίβλητος 1, ζήτησε νομική αρωγή και το δικαστήριο του υπέδειξε την ορθή διαδικασία για να υποβάλει σχετική αίτηση. Ο κ. Παύλου, δικηγόρος του εφεσίβλητου 2, ανέφερε στο δικαστήριο, εκ μέρους όμως και των τριών εφεσιβλήτων πως, ανεξάρτητα από την απάντηση τους στις κατηγορίες, που ήταν αρνητική, θα υπέβαλλε πως η δίκη θα έπρεπε να διακοπεί και οι εφεσίβλητοι να απαλλαγούν, γιατί παραβιάστηκε το συνταγματικό τους δικαίωμα στην εκδίκαση της υπόθεσης τους μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα. Ταυτόχρονα, ζήτησε λεπτομέρειες των κατηγοριών, που ο δικηγόρος της Δημοκρατίας κ. Μάτσας ανέλαβε να δώσει. Μετά το διάλειμμα, το δικαστήριο δέχθηκε σχετικό αίτημα και τροποποιήθηκε μια από τις κατηγορίες. Οι εφεσίβλητοι κατηγορήθηκαν και αρνήθηκαν ενοχή. Ο κ. Μάτσας ζήτησε τότε από το Κακουργιοδικείο να δώσει προτεραιότητα στην εκδίκαση της υπόθεσης, η οποία είχε αρχίσει ενώπιον άλλου Κακουργιοδικείου και δεν περατώθηκε η ακρόαση της γιατί στο μεταξύ είχε λήξει η διετής υπηρεσία των δικαστών που είχαν οριστεί για το Κακουργιοδικείο εκείνο.
Το Κακουργιοδικείο όρισε την υπόθεση για ακρόαση στις 26 Ιανουαρίου 2004. Την πιο πάνω ημερομηνία ο κ. Μάτσας ανέφερε στο δικαστήριο πως στο προηγούμενο Κακουργιοδικείο είχαν κατατεθεί ορισμένα παραδεχτά γεγονότα, τα οποία θα μπορούσαν να παρουσιαστούν ενώπιον του δικάζοντος Κακουργιοδικείου. Μετά από πολλή συζήτηση επί της εισηγήσεως του κ. Μάτσα, το ζήτημα της παρουσίασης παραδεχτών γεγονότων παρέμεινε να εξεταστεί σε μελλοντικό στάδιο της δίκης. Το Κακουργιοδικείο, ως εκ τούτου, προχώρησε να ακούσει τον πρώτο μάρτυρα, αστυφύλακα Σοφοκλή Χρυσοστόμου, ο οποίος θα παρουσίαζε κατά τη διάρκεια της μαρτυρίας του τις καταθέσεις του πρώτου και τρίτου εφεσίβλητου. Η μαρτυρία του μάρτυρα αυτού καταγράφεται από τη σελ. 17 των πρακτικών μέχρι και τη σελ. 76. Στην τελευταία αυτή σελίδα, διαβάζουμε τα εξής:
«Δικαστήριο: Αφού έχουν εξεταστεί γίνονται παραδεχτά γεγονότα ενώπιον του Κακουργιοδικείου και το έγγραφο το οποίο μας έχει δοθεί κατατίθεται και σημειώνεται ως Τεκμήριο ΑΑ.»
Αμέσως μετά, ο δικηγόρος κ. Παύλου απευθύνεται στο Δικαστήριο και αναφέρει πως σε εκείνο το στάδιο, και στη βάση της μαρτυρίας του Χρυσοστόμου, είχε δημιουργηθεί το υπόβαθρο γεγονότων για να προωθήσει την αρχική του εισήγηση για τη διακοπή της δίκης και απαλλαγή των κατηγορουμένων γιατί η δίκη τους δεν θα γινόταν μέσα σε εύλογο χρόνο. Όπως είπαμε στην αρχή το δικαστήριο αποδέχθηκε αυτή την εισήγηση και απάλλαξε τους εφεσίβλητους. Το υπόβαθρο γεγονότων, που δημιουργήθηκε με τη μαρτυρία του αστυφύλακα Χρυσοστόμου, αναφερόταν στις ημερομηνίες καταγγελίας, σύλληψης των εφεσιβλήτων και ολοκλήρωσης της έρευνας.
Μας έχει απασχολήσει σοβαρά η υπόθεση. Έχουμε τη γνώμη πως η τελική κρίση του Κακουργιοδικείου είναι εσφαλμένη. Βεβαίως όταν δόθηκε η απόφαση του δεν υπήρχε η δική μας, που εκδόθηκε πολύ αργότερα, στις 14 Απριλίου, 2004, Γενικός Εισαγγελέας ν. Κώστα Μέλιου Μενελάου (2004) 2 Α.Α.Δ. 223. Στην πιο πάνω απόφαση το Εφετείο θέτει τις ορθές νομολογιακές αρχές, που εφαρμόζονται σε τέτοιο ζήτημα όπως αυτό που εξετάζουμε. Στην υπόθεση που εξετάζουμε, όπως και σ' αυτήν που αναφερθήκαμε πιο πάνω, η κρίση του Κακουργιοδικείου πήγε ολωσδιόλου προς εσφαλμένη κατεύθυνση.
Η πρώτη μας παρατήρηση είναι πως, και από μόνο το χρονικό διάστημα, που μεσολάβησε από τη σύλληψη των εφεσιβλήτων και την προσαγωγή τους ενώπιον του Δικαστηρίου, αυτό δεν εκφεύγει της έννοιας του ευλόγου χρόνου, όπως αυτός ορθά πρέπει να εννοείται και υπολογίζεται σύμφωνα με τη νομολογία μας και τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η απόφαση για διακοπή δίκης είναι εξαιρετικά δραστικό μέτρο που χρησιμοποιείται μόνο και όπου τα γεγονότα της υπόθεσης το επιβάλλουν ως θέμα ορθής λειτουργίας της δικαιοσύνης.
Το σοβαρότερο όμως στην υπόθεση, η οποία δεν εκτιμήθηκε ορθά από τους τρεις δικαστές του Κακουργιοδικείου, είναι ότι είχε αρχίσει η ακρόαση της με την κατάθεση ενός βασικού μάρτυρα κατηγορίας, ενώ παρουσιάστηκε και έγγραφο με παραδεχτά γεγονότα. Πώς ήταν δυνατό, με αυτό το δεδομένο, να ανακοπεί η δίκη και να απαλλαγούν οι εφεσίβλητοι; Είναι κάτι που δεν αντιλαμβανόμαστε. Το ίδιο το Κακουργιοδικείο αναφέρει στην απόφαση του πως, μολονότι άρχισε η δίκη υπολόγισε πως αυτή θα συνεχιζόταν για αρκετό χρονικό διάστημα, το οποίο και υπολόγισε στο χρόνο που μεσολάβησε από τη σύλληψη των εφεσιβλήτων. Μα αν αυτή η θέση είναι ορθή τότε σημαίνει πως, όποτε το δικαστήριο κρίνει πως η δίκη θα διαρκέσει για μεγάλο χρονικό διάστημα, τότε θα πρέπει να διακόπτεται γιατί ο κατηγορούμενος, ή οι διάδικοι σε πολιτική δίκη, δεν θα έχουν εκδίκαση της υπόθεσης τους μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα. Τέτοια σκέψη είναι νομικά εσφαλμένη.
Η δίκη στο προηγούμενο Κακουργιοδικείο είχε αρχίσει με ενστάσεις εκ μέρους των εφεσιβλήτων. Ενστάσεις που οι δικηγόροι τους μας είπαν πως ήταν δικαίωμα τους να υποβάλουν. Υπέδειξαν επίσης πως δεν ευθύνονται γιατί έληξε η διετής υπηρεσία των δικαστών στο πρώτο Κακουργιοδικείο, ενώπιον του οποίου μόλις είχε αρχίσει η δικαστική διαδικασία, και θα έπρεπε να επαναληφθεί η δίκη.
Ασφαλώς και δεν ευθύνονται οι δικηγόροι, και οι άλλοι εμπλεκόμενοι στη δίκη, επειδή στο άρθρο 5(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60), προβλέπεται πως οι δικαστές που απαρτίζουν το Κακουργιοδικείο υπηρετούν σε αυτό για περίοδο τουλάχιστο δύο χρόνων. Η πρόνοια αυτή εισήχθη στο Νόμο, προφανώς με εισήγηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Δεν γνωρίζουμε γιατί δεν παρατάθηκε η υπηρεσία των μελών του προηγούμενου Κακουργιοδικείου, για να περατώσει την υπόθεση, ενόψει της πιο πάνω πρόνοιας του Νόμου που αναφέρεται σε «τουλάχιστο» δύο ετών υπηρεσία. Η εμπειρία όμως που αποκτήθηκε από τον καιρό που θεσπίστηκε η πιο πάνω διάταξη αποδεικνύει πως το σύστημα λειτουργεί εις βάρος της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, όπως τα γεγονότα αυτής της υπόθεσης αλλά και άλλων πολλών αποδεικνύουν. Εδώ, να υποδείξουμε πως το Άρθρο 163.2(α) του Συντάγματος προβλέπει πως το Ανώτατο Δικαστήριο με διαδικαστικό κανονισμό που εκδίδει ρυθμίζει τα των συνεδριάσεων των δικαστηρίων και την δι' οιονδήποτε σκοπό επιλογή δικαστών.
Το Κράτος λειτουργώντας με τις τρεις ανεξάρτητες εξουσίες του, και όλους τους αρμόδιους φορείς, είναι υπεύθυνο για την επιτήρηση και εφαρμογή των προνοιών της Σύμβασης, όπως παρατήρησε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Hartman v. The Czech Republic (Application no. 53341/99) Second Section, Judgment of 10 July 2003. Παραθέτουμε μόνο λίγες γραμμές από τη σύνοψη της απόφασης, που έχουν άμεση σχέση με το ζήτημα που εξετάζουμε: (σ. 319)
«.... Appeals to a higher authority did not give litigants a personal right to compel the State to exercise its supervisory powers with regard to courts and judges;»
(Σε μετάφραση)
«... Εφέσεις σε ιεραρχικά ανώτερη εξουσία δεν παρέχει στους διάδικους προσωπικό δικαίωμα να αναγκάσουν το Κράτος να ασκήσει τις εξουσίες επιτήρησης που έχει, αναφορικά με τα δικαστήρια και δικαστές.»
Θα πρέπει επίσης να πούμε πως ο διάδικος, ή κατηγορούμενος σε ποινική υπόθεση, δεν έχει ανεξάντλητο δικαίωμα χρήσης της δικαστικής διαδικασίας ή για απεριόριστο χρονικό διάστημα. Τα διαδικαστικά μέτρα υιοθετήθηκαν για να διευκολύνουν τη διαδικασία, όχι για να την παρακωλύουν. Η συμπεριφορά των διαδίκων στη δίκη λαμβάνεται υπόψη στην τελική κρίση, κατά πόσο υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος για δίκη μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα.
Στην υπόθεση που εξετάζουμε, εκτός από αυτά που συζητήσαμε πιο πάνω, ισχύει, κατά κύριο λόγο, η πρώτη μας διαπίστωση, ότι δηλαδή κρινόμενο ως αντικειμενικό γεγονός το διάστημα που πέρασε για να αρχίσει η ακρόαση της υπόθεσης είναι μέσα στα πλαίσια του εύλογου χρόνου.
Η έφεση του Γενικού Εισαγγελέα επιτυγχάνει. Η απόφαση του Κακουργιοδικείου ακυρώνεται. Η δίκη των εφεσιβλήτων διατάσσεται να διεξαχθεί το συντομότερο δυνατό, ενώπιον βεβαίως Κακουργιοδικείου με διαφορετική σύνθεση.
Η�έφεση επιτυγχάνει. Η�δίκη των εφεσιβλήτων διατάσσεται όπως διεξαχθεί το συντομότερο δυνατό, ενώπιον Κακουργιοδικείου με άλλη σύνθεση.