ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 2 ΑΑΔ 11
22 Ιανουαρίου, 2004
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΝΙΚΟΣ ΠΟΛΥΒΙΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7394)
Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Δικαίωμα διάγνωσης ποινικής ευθύνης κατηγορουμένου μέσα σε εύλογο χρόνο ― Σύνταγμα, Άρθρο 30.2 ― Παράγοντες που προσμετρούν στον καθορισμό του μέτρου για το εύλογο του χρόνου για την ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας ― Παραβίαση του δικαιώματος που κατοχυρώνεται με το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, καθιστά τη διαδικασία άκυρη στην ολότητά της ― Επισκόπηση της σχετικής νομολογίας.
Δικηγόροι ― Ποινική δίκη ― Ο δικηγόρος υπέχει θέση αντιπροσώπου ο οποίος σε σοβαρές ποινικές υποθέσεις λειτουργεί στην παρουσία του πελάτη του ― Ο πελάτης δεν μπορεί να διαχωρίσει τη θέση του από εκείνη του δικηγόρου του.
Μαρτυρία ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Είναι κυρίως απαραίτητη σε σχέση με μάρτυρες που καταθέτουν επί των επίδικων θεμάτων.
Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της καταδίκης του εφεσείοντος, ο οποίος κρίθηκε ένοχος μετά από ακροαματική διαδικασία για τη διάπραξη των αδικημάτων της δημόσιας εξύβρισης, της ανησυχίας και της επικίνδυνης οδήγησης. Ο εφεσείων έχει προβάλει τους ακόλουθους δύο λόγους έφεσης:
1) Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά τη μαρτυρία της Μ.Υ. 2.
2) Η καταδίκη του πρέπει να ακυρωθεί γιατί έχει παραβιασθεί το δικαίωμά του για διάγνωση της ποινικής του ευθύνης μέσα σε εύλογο χρόνο κατά παράβαση του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος.
Σύμφωνα με τα πρακτικά του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η υπόθεση καταχωρήθηκε στις 29.11.99, η ακρόαση άρχισε στις 15.11.2002 και συμπληρώθηκε στις 23.12.2002. Μεταξύ της καταχώρησης της υπόθεσης και της έναρξης της ακρόασης η υπόθεση αναβλήθηκε 14 φορές, 4 φορές με πρωτοβουλία του Δικαστηρίου και 10 φορές ύστερα από έγκριση του αιτήματος του εφεσείοντος ή του δικηγόρου του για αναβολή.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η Μ.Υ. 2 δεν κατέθεσε επί των επίδικων θεμάτων γι' αυτό και η αξιολόγηση της μαρτυρίας της δεν ήταν απαραίτητη. Η καταδικαστική απόφαση βασίσθηκε επί της μαρτυρίας των Μ.Κ. η οποία έχει αναλυθεί και αξιολογηθεί δεόντως από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας ανήκει κατ' εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Επέμβαση δικαιολογείται μόνο όπου τα ευρήματα αξιοπιστίας είναι παράλογα ή αυθαίρετα.
2. Στην παρούσα υπόθεση, είναι γεγονός, ότι η ποινική ευθύνη του εφεσείοντος δεν έχει διαπιστωθεί μέσα σε εύλογο χρόνο. Τα επανειλημμένα αιτήματα του εφεσείοντος για αναβολή αντιμετωπίστηκαν από το Δικαστήριο με πολλή ελαστικότητα. Όμως ο εφεσείων δεν νομιμοποιείται να οικοδομήσει επί των δικών του ενεργειών ή εκείνων του δικηγόρου του, οι οποίες οδήγησαν στην καθυστέρηση της εκδίκασης της υπόθεσης και να επικαλείται παραβίαση των συνταγματικών του δικαιωμάτων. Ούτε και μπορεί να διαχωρίσει τη θέση του από εκείνη του δικηγόρου του.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Γαβριηλίδης ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 405,
Γιουρούκκης ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 402.
Έφεση εναντίον Καταδίκης.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Υπόθεση Αρ. 23961/99) ημερομηνίας 23/12/2002, με την οποία βρέθηκε ένοχος και καταδικάστηκε για τη διάπραξη των αδικημάτων της δημόσιας εξύβρισης, της ανησυχίας και της επικίνδυνης οδήγησης για το λόγο ότι το Δικαστήριο δεν αξιολόγησε δεόντως προσκομισθείσα μαρτυρία και διότι είχε παραβιασθεί το δικαίωμα του εφεσείοντος για διάγνωση της ποινικής του ευθύνης μέσα σε εύλογο χρόνο κατά παράβαση του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος.
Αλ. Σαουρής, για τον Εφεσείοντα.
Ολ. Σοφοκλέους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Ex-tempore
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Δεν θα καλέσουμε τη δικηγόρο της εφεσίβλητης να αγορεύσει. Έχουμε καταλήξει στην απόφαση μας η οποία θα δοθεί από τον Καλλή, Δ..
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος, ύστερα από ακροαματική διαδικασία, για τη διάπραξη των αδικημάτων της δημόσιας εξύβρισης, της ανησυχίας και της επικίνδυνης οδήγησης. Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της καταδίκης του.
Ο κ. Σαουρής, εκ μέρους του, έχει προβάλει δύο λόγους έφεσης. Με τον πρώτο λόγο της έφεσης ισχυρίστηκε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ως όφειλε τη μαρτυρία της Μ.Υ.2 - Μαρούλλας Γεωργίου. Με το δεύτερο λόγο της έφεσης υποστήριξε ότι η καταδίκη πρέπει να ακυρωθεί γιατί έχει παραβιασθεί το δικαίωμα του εφεσείοντος για διάγνωση της ποινικής του ευθύνης μέσα σε εύλογο χρόνο κατά παράβαση του αρ. 30.2 του Συντάγματος.
Αγορεύοντας πρώτα επί του δεύτερου λόγου της έφεσης ο κ. Σαουρής δέχθηκε ότι μεγάλος αριθμός αναβολών οφείλοντο στο δικηγόρο του εφεσείοντος ο οποίος απουσίαζε. Υπέβαλε ωστόσο ότι αυτό που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη είναι η στάση του ίδιου του εφεσείοντος. Ταυτόχρονα διερωτήθηκε «τί φταίει ο εφεσείων αν απουσίαζε ο δικηγόρος του;» Αναφερόμενος στις δύο αναβολές της ακρόασης για το λόγο ότι ο φάκελος της Κατηγορούσας Αρχής βρισκόταν στα γραφεία της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας στα πλαίσια εξέτασης αιτήματος της υπεράσπισης για αναστολή της ποινικής δίωξης, ο κ. Σαουρής υπέβαλε ότι και αυτές οι αναβολές δεν πρέπει να μετρούν εναντίον του εφεσείοντος.
Έχουμε εξετάσει το μέρος των πρακτικών που σχετίζεται με την πορεία της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Έχουμε διαπιστώσει ότι η υπόθεση καταχωρήθηκε στις 29.11.99. Η ακρόαση άρχισε στις 15.11.2002 και συμπληρώθηκε στις 23.12.2002. Έχουμε, επίσης, διαπιστώσει ότι μεταξύ της καταχώρισης της ποινικής υπόθεσης και της έναρξης της ακρόασης η υπόθεση αναβλήθηκε 14 φορές, 4 φορές με πρωτοβουλία του Δικαστηρίου και 10 φορές ύστερα από έγκριση αιτήματος του εφεσείοντος ή του δικηγόρου του για αναβολή.
Έχουμε σε πρόσφατη απόφαση μας (βλ. Γαβριηλίδης ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 405) προβεί σε επισκόπηση της νομολογίας που σχετίζεται με το θέμα της παραβίασης του αρ. 30.2 του Συντάγματος. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:
«Το άρθρο 30.2 του Συντάγματος ορίζει ότι 'έκαστος κατά τη διάγνωση των αστικών αυτού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή οιασδήποτε κατ' αυτού ποινικής κατηγορίας δικαιούται ανεπηρεάστου, δημόσιας ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου, ενώπιον ανεξάρτητου αμερόληπτου και αρμοδίου δικαστηρίου ιδρυομένου διά νόμου'. Η διασφάλιση του δικαιώματος που κατοχυρώνεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος αναφορικά με το χρόνο εκδίκασης των υποθέσεων αποτελεί πρωταρχική ευθύνη του Δικαστηρίου (Μιχάλης Μαγκάκης (1990) 1 Α.Α.Δ. 1068).
Στην Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203, 222 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε) υποδεικνύεται ότι στον καθορισμό του μέτρου για το εύλογο του χρόνου για την ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας, με αφετηρία την ημέρα σύλληψης του κατηγορουμένου, λαμβάνονται υπόψη τα περιστατικά και το περίπλοκο της υπόθεσης, η συμπεριφορά των ανακριτικών και δικαστικών αρχών, καθώς και εκείνη του κατηγορουμένου.
Στην Ευσταθίου ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 294 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε) υποδεικνύεται ότι παραβίαση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο άρθρο 30.2, καθιστά τη διαδικασία άκυρη στην ολότητά της (Βλ. και Paporis v. National Bank (1986) 1 C.L.R. 578, Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149, Χασσάν ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 78 και Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 84).
Το κράτος είναι υπεύθυνο για την οργάνωση του δικαστικού του συστήματος με τρόπο που να καθίσταται ικανό να συμπληρώνει την εκδίκαση πολιτικών και ποινικών υποθέσεων μέσα σε εύλογο χρόνο (Konig judgment of 28 June 1978, Series A, No. 27, p. 34).
Το άρθρο 30.2 του Συντάγματος είναι ταυτόσημο με το άρθρο 6(1) της Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών. Η επί του προκειμένου νομολογία μας είναι ταυτόσημη με εκείνη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Στην France Series A, Publication of the European Court of Human Rights, para. 58, 1989, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων παρατήρησε ότι η κατοχύρωση του ευλόγου χρόνου υπογραμμίζει τη σπουδαιότητα απονομής της δικαιοσύνης χωρίς καθυστέρηση η οποία θα έθετε σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα και αξιοπιστία της. Σκοπός της σχετικής πρόνοιας είναι η προστασία των διαδίκων από τις υπερβολικές διαδικαστικές καθυστερήσεις (Stogmullen v. Austria, Series A9 p.40 [1969]). Ωστόσο μόνο καθυστερήσεις οι οποίες οφείλονται κατά κάποιο τρόπο στο Κράτος είναι σχετικές για τους σκοπούς του άρθρου 6.1 (Buchholz judgment of 6 May, 1981, Series A, No. 42, p.15). Αν μια Δημόσια Αρχή είναι διάδικος καθυστερήσεις εκ μέρους της θα καταλογισθούν στο Κράτος το οποίο θα ευθύνεται για αυτές δυνάμει του άρθρου 6 (H. v. The United Kingdom judgment of 8 July 1987 Series A, No. 120 p.38).
Στην παρούσα υπόθεση η σημειωθείσα καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης οφείλεται στην ικανοποίηση, από το Δικαστήριο, αιτημάτων του εφεσείοντα για αναβολή της ακρόασης της υπόθεσης. Σε τέτοια περίπτωση η δική μας νομολογία, σε πλήρη ταύτιση με τη νομολογία του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είναι απρόθυμη να διαπιστώσει παραβίαση του άρθρου 30.2 του Συντάγματος και να καταλογίσει ευθύνη στο Κράτος (Διευθύντρια Τμήματος Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ν. Ντούμα κ.ά., Έφεση 140/8.2.2002, Αθανασιάδης ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 701 και Παπακόκκινου κ.ά. ν. Σμιρλή κ.ά. (2001) 2 Α.Α.Δ. 1653).
Υπό τις περιστάσεις ο εφεσείων δεν μπορεί να οικοδομήσει επί των δικών του ενεργειών και να επωφεληθεί από την καθυστέρηση την οποία έχει προκαλέσει ο ίδιος έστω και αν το Πρωτόδικο Δικαστήριο θα μπορούσε να λάβει πρόσφορα μέτρα για την εκδίκαση της υπόθεσης μέσα σε εύλογο χρόνο. Έπεται πως ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί.»
Στην παρούσα υπόθεση πράγματι η διαπίστωση της ποινικής ευθύνης του εφεσείοντος δεν έχει διαπιστωθεί μέσα σε εύλογο χρόνο. Τα επανειλημμένα αιτήματα του εφεσείοντος και του δικηγόρου του για αναβολή αντιμετωπίσθηκαν από το Δικαστήριο - το οποίο απαρτιζόταν, κατά διαστήματα, από Δικαστές άλλους από το Δικαστή που τελικά εκδίκασε την υπόθεση - με ανεπίτρεπτη ελαστικότητα και σε πλήρη περιφρόνηση προς τις αρχές που διέπουν το θέμα των αναβολών. Πλην όμως έχουμε την άποψη πως ο εφεσείων δεν νομιμοποιείται να οικοδομήσει επί των δικών του ενεργειών ή εκείνων του δικηγόρου του, οι οποίες οδήγησαν στην καθυστέρηση της εκδίκασης της υπόθεσης του, και να επικαλείται παραβίαση των συνταγματικών του δικαιωμάτων. Ούτε και μπορεί να διαχωρίζει τη θέση του από εκείνη του δικηγόρου του. Καθώς έχει νομολογηθεί η θέση του δικηγόρου στο πλαίσιο της ποινικής δίκης είναι θέση αντιπροσώπου (Γιουρούκκης ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 402, 441). Επομένως ο εφεσείων δεν μπορεί να διαχωρίζει τη θέση του από εκείνη του δικηγόρου του. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.
Αναφορικά με τον πρώτο λόγο της έφεσης, ο οποίος σχετίζεται με τη μαρτυρία της Μ.Υ.2 - Μαρούλλας Γεωργίου - παρατηρούμε ότι η Μ.Υ.2 δεν κατέθεσε ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με οποιοδήποτε από τα επίδικα θέματα της υπόθεσης. Είχε προφανώς κληθεί από την υπεράσπιση για να καταθέσει ότι δεν βρισκόταν με τους μάρτυρες κατηγορίας στο ίδιο λεωφορείο και στον τόπο των επίδικων επεισοδίων. Αυτό για να αντικρούσει τη μαρτυρία της Μ.Κ.3 - Μαρούλλας Αλεξάνδρου - η οποία, σύμφωνα με τον κ. Σαουρή, ανέφερε πως η Μ.Υ.2 βρισκόταν στο λεωφορείο. Ωστόσο το Πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε πως η Μ.Κ.3- Μαρούλλα Αλεξάνδρου - «δεν ήταν ακριβής στα ονόματα των γυναικών που ήταν στο λεωφορείο. Μίλησε για Μαρούλλα Χαραλάμπους και Κυριακού Γεωργίου». Πράγματι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έχει προβεί σε θετική διαπίστωση αναφορικά με την αξιοπιστία της Μ.Υ.2. Πρέπει ωστόσο να υποδείξουμε πως η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι κυρίως απαραίτητη σε σχέση με μάρτυρες που καταθέτουν επί των επίδικων θεμάτων. Η καταδικαστική απόφαση έχει θεμελιωθεί επί της μαρτυρίας των Μ.Κ.. Εν όψει της πιο πάνω παρατήρησης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου - που σχετίζεται με τα ονόματα των γυναικών που ήταν στο λεωφορείο - δεν βλέπουμε πως η αξιολόγηση της μαρτυρίας της Μ.Υ.2 θα βοηθούσε την υπόθεση της υπεράσπισης. Όπως έχουμε υποδείξει η καταδικαστική απόφαση βασίσθηκε επί της μαρτυρίας των Μ.Κ. η οποία έχει αναλυθεί και αξιολογηθεί δεόντως από το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Το έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας ανήκει κατ' εξοχήν στο Πρωτόδικο Δικαστήριο. Επέμβαση δικαιολογείται μόνο όπου τα ευρήματα αξιοπιστίας είναι παράλογα ή αυθαίρετα.
Δεν έχουμε πεισθεί ότι στην παρούσα υπόθεση συντρέχει λόγος επέμβασής μας. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.