ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 2 ΑΑΔ 487
5 Νοεμβρίου, 2003
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΡΙΚΩΜΙΤΗΣ,
Εφεσείων,
v.
ΦΙΛΟΚΥΠΡΟY ΑΝΔΡΕΟΥ (ΑΡ. 1),
Εφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7411 )
Έφεση ― Έφεση εναντίον καταδίκης ― Κατά πόσο οι ενέργειες του εφεσείοντος μετά την καταδίκη του και η αγόρευση του συνηγόρου του προς μετριασμό της ποινής ισοδυναμούσαν με παραδοχή διάπραξης του αδικήματος από τον εφεσείοντα η οποία είχε ως αποτέλεσμα να τον στερήσει από τη δυνατότητα προώθησης της έφεσής του ― Διαφοροποίηση της παρούσας υπόθεσης από την υπόθεση Αθανασίου ν. Αστυνομίας (2003) 2 A.A.Δ. 325.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία είχε καταδικαστεί, μετά από ακρόαση, για έκδοση επιταγής άνευ αντικρύσματος, κατά παράβαση του Άρθρου 305(Α) 1 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 όπως τροποποιήθηκε. Κατά την ακρόαση της έφεσης ο εφεσίβλητος ήγειρε προδικαστική ένσταση και εισηγήθηκε ότι η έφεση δεν μπορούσε να συνεχιστεί λόγω της έμπρακτης μεταμέλειας του εφεσείοντα, όπως εκδηλώθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την πληρωμή μετά την καταδίκη του, του ποσού των £40 στον εφεσίβλητο και των δικηγορικών εξόδων, που, καθώς ισχυρίσθηκε, ήταν ουσιώδες στοιχείο πάνω στο οποίο βασίστηκε το Δικαστήριο για μετριασμό της ποινής. Προς υποστήριξη της θέσης του, ο εφεσίβλητος έκαμε αναφορά στην υπόθεση Αθανασίου ν. Αστυνομίας.
Αποφασίστηκε ότι:
Η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από την Αθανασίου, ανωτέρω. Εδώ, σε αντίθεση προς την Αθανασίου, δεν υπήρξε ρητή παραδοχή διάπραξης του αδικήματος. Σύμφωνα δε με τις αρχές της απόφασης του Ανακτοσυμβουλίου (Privy Council) στην Wu Chun-piu v. The Queen (P.C.) [1996] 1 W.L.R. 1113, ούτε εξυπακουόμενη παραδοχή υπήρξε, αφού οι ενέργειες και η αγόρευση προς μετριασμό της ποινής δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υποδηλούσαν πρόθεση παραδοχής ότι ο εφεσείων είχε πράγματι διαπράξει το αδίκημα.
Η προδικαστική ένσταση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Αθανασίου ν. Αστυνομίας (2003) 2 A.A.Δ. 325,
Wu Chun-piu v. Queen (P.C.) [1966] 1 W.L.R. 1113.
Έφεση εναντίον Kαταδίκης.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Yπόθεση Aρ. 37879/01), ημερ. 6/2/03, με την οποία καταδικάστηκε για έκδοση επιταγής άνευ αντικρίσματος, κατά παράβαση του Άρθρου 305A(1) του Ποινικού Kώδικα, Kεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε με το Nόμο 36(I)/97 και το Nόμο 166/87.
Ε. Πουργουρίδης, για τον Εφεσείοντα.
Χ. Αγαπίου, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Π. Αρτέμης, Δ.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, μετά από ακρόαση, καταδικάστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο για έκδοση επιταγής άνευ αντικρίσματος, κατά παράβαση του άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 36(Ι)/97 και το Νόμο 166/87.
Κατά την ακρόαση της έφεσής του, ακούστηκαν προδικαστικά οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων επί της εισήγησης του εφεσίβλητου ότι δεν μπορούσε να επιτραπεί η συνέχιση της έφεσης, λόγω της έμπρακτης μεταμέλειας του εφεσείοντα, όπως εκδηλώθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την πληρωμή, μετά την καταδίκη του, του ποσού των £40.000 στον εφεσίβλητο, καθώς και των δικηγορικών εξόδων, που ήταν ουσιώδες στοιχείο, όπως προβλήθηκε, πάνω στο οποίο βασίστηκε το Δικαστήριο για μετριασμό της ποινής.
Προς υποστήριξη της θέσης της, η συνήγορος του εφεσίβλητου αναφέρθηκε στην υπόθεση Αθανασίου ν. Αστυνομίας (2003) 2 A.A.Δ. 325, κάνοντας ειδική αναφορά στη σελίδα 330 της απόφασης, όπου λέχθηκε ότι, «θα συνιστούσε μάλιστα και κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου εφόσο θα επέτρεπε στον εφεσείοντα, αφού πρώτα εξασφαλίσει έκπτωση στην ποινή, με την έκφραση μεταμέλειας, η οποία εξυπακούει την παραδοχή της κατηγορίας, να προχωρήσει και αμφισβητήσει, εκ του ασφαλούς πλέον, την ορθότητα της καταδίκης του».
Από την πλευρά του, ο συνήγορος του εφεσείοντα ισχυρίστηκε πως ήταν υποχρέωση του να δεχθεί την καταδικαστική απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και δικαίωμα του να πληρώσει το ποσό της επιταγής πριν την επιβολή ποινής, ούτως ώστε ο παράγοντας αυτός να ληφθεί θεμιτά υπόψη ως μετριαστικός παράγοντας κατά την επιβολή της ποινής. Τούτο δε, εισηγήθηκε, δεν μπορεί να επηρεάσει το δικαίωμά του για έφεση εναντίον της καταδίκης, αφού ουδέποτε έγινε παραδεκτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο εφεσείων αναγνώρισε ως ορθή την καταδίκη του και η υπόθεση, ως εκ τούτου, θα έπρεπε να διαφοροποιηθεί από την Αθανασίου (πιο πάνω), της οποίας τα γεγονότα και οι συνθήκες ήταν διαφορετικά.
Στην υπόθεση Αθανασίου, ο εφεσείων είχε δικαστεί σε μία κατηγορία για κλοπή από υπηρέτη και δύο κατηγορίες για κοινή κλοπή. Μετά την καταδίκη του στις δύο κατηγορίες κοινής κλοπής και την αθώωσή του στην πρώτη, και πριν την επιβολή ποινής, ο δικηγόρος του άφησε σαφώς να νοηθεί ότι ο λόγος που δεν παραδέχθηκε τις δύο κατηγορίες, στις οποίες τελικά βρέθηκε ένοχος, ήταν η ύπαρξη της πρώτης πιο πάνω κατηγορίας. Κάλεσε ακολούθως το Δικαστήριο, όπως επισημαίνεται στην απόφαση, να προχωρήσει στην επιμέτρηση της ποινής ωσάν ο εφεσείων να είχε ουσιαστικά παραδεχθεί εξ αρχής τις εν λόγω δύο κατηγορίες, εκφράζοντας με αυτή τούτη την παραδοχή και τη μεταμέλειά του.
Επισημαίνουμε πως τέτοια παραδοχή ενοχής δεν έγινε στην παρούσα υπόθεση.
Η έρευνά μας μας οδήγησε στην απόφαση του Ανακτοσυμβουλίου (Privy Council) στην Wu Chun-piu v. Τhe Queen (P.C.) [1996] 1 W.L.R. 1113. Στην υπόθεση εκείνη ο κατηγορούμενος είχε βρεθεί ένοχος για ληστεία και κατοχή πυροβόλου όπλου. Μετά την καταδίκη του, ο συνήγορός του αναφέρθηκε σε έκθεση του κοινωνικού λειτουργού για τον κατηγορούμενο, στην οποία περιέχονταν παραδοχές του, και επίσης βασίστηκε στην έκφραση μεταμέλειας του κατηγορούμενου και στην εξήγηση για το αδίκημα και το γεγονός ότι δεν υπήρχε πρόθεση να χρησιμοποιηθεί υπέρμετρη βία.
Θεωρήθηκε ότι, οι αναφορές του συνηγόρου του κατηγορουμένου για μετριασμό της ποινής δεν σκοπούσαν στο να εξουδετερώσουν την αρχική άρνηση της κατηγορίας από τον κατηγορούμενο, αλλά απλώς έδειχναν ότι δεχόταν την ετυμηγορία των ενόρκων και προσπάθησε να μετριάσει τις συνέπειές της και έτσι θα ήταν άδικο να θεωρηθεί ότι η εισήγηση προς μετριασμό ισοδυναμούσε με παραδοχή ότι είχε πράγματι διαπράξει το αδίκημα. Ως εκ τούτου, κρίθηκε ότι ήταν λάθος εκ μέρους του Εφετείου να απορρίψει την αίτησή του για άδεια να καταχωρήσει έφεση εκπρόθεσμα.
Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα από την σελ. 1121 της απόφασης:
"In their Lordships' view, at least in the present case, one must ask how one should realistically interpret counsel's remarks in mitigation. Was he intending to gainsay and set at naught his client's original plea? Or was he bound in the circumstances to accept the jury's verdict and do what he could from that starting point to mitigate the consequences. In their Lordships' view, in this case at least, the latter is the realistic approach and it would be unjust to attribute to the defendant from counsel's mitigation an admission that he had in fact committed the offence which he had only very recently been contending against."
Σε μετάφραση:
«Κατά την άποψή μας, τουλάχιστο στην παρούσα υπόθεση, ένας πρέπει να ερωτήσει πώς ρεαλιστικά ερμηνεύονται τα σχόλια του συνηγόρου προς μετριασμό. Είχε πρόθεση να διαψεύσει και να εκμηδενίσει την αρχική απάντηση του πελάτη του στην κατηγορία; ή ήταν υποχρεωμένος υπό τις περιστάσεις να δεχθεί την ετυμηγορία των ενόρκων και να κάνει ότι μπορούσε, με αφετηρία αυτό το σημείο, για να μετριάσει τις συνέπειες. Κατά την άποψή μας, τουλάχιστο σε αυτήν την περίπτωση, η δεύτερη είναι η ρεαλιστική αντιμετώπιση και θα ήταν άδικο να αποδοθεί στον κατηγορούμενο, από την αγόρευση του συνηγόρου προς μετριασμό, παραδοχή ότι είχε πράγματι διαπράξει το αδίκημα, κάτι που μόλις πολύ πρόσφατα αντιμαχόταν».
Περαιτέρω, στην ίδια υπόθεση παρατηρήθηκε επί του προκειμένου πως δεν θα ήταν ρεαλιστικό για το συνήγορο, όταν αγορεύει προς μετριασμό της ποινής, να τονίζει με έμφαση την αθωότητα του πελάτη του και συνάμα κατά τον ίδιο χρόνο να ζητά επιείκεια. Γι' αυτό, κατά την άποψή μας, η αγόρευση και οι ενέργειες προς μετριασμό της ποινής δεν πρέπει να θεωρείται ότι εξυπακούουν παραδοχή της κατηγορίας, έστω και αν δεν προβάλλεται η αθωότητα του κατηγορουμένου, εκτός αν πρόθεση παραδοχής προκύπτει σαφώς από τα λεγόμενα.
Στην παρούσα υπόθεση δεν υπήρξε ρητή παραδοχή διάπραξης του αδικήματος. Εφαρμόζοντας δε τις πιο πάνω αρχές, κρίνουμε πως ούτε εξυπακουόμενη παροδοχή υπήρξε, αφού οι ενέργειες και η αγόρευση προς μετριασμό της ποινής δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υποδηλούσαν πρόθεση παραδοχής. Επί του προκειμένου η υπόθεση αυτή προφανώς διαφοροποιείται από την Αθανασίου.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, βρίσκουμε πως στην υπό εκδίκαση υπόθεση ο εφεσείων και ο συνήγορός του ενήργησαν εντός θεμιτών πλαισίων για μετριασμό της ποινής και ο εφεσείων δεν εμποδίζεται από του να προωθήσει τη συνέχιση της έφεσής του. Κατά συνέπεια απορρίπτουμε την ένσταση του εφεσίβλητου επί του προκειμένου.
H προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.