ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2003) 2 ΑΑΔ 343

18 Ιουλίου, 2003

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΝΕΛΛΥ ΛΟΥΤΣΙΟΥ,

Εφεσείουσα,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (ΑΡ. 2),

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7421)

 

Ποινή ― Έκδοση επιταγών χωρίς αντίκρυσμα, κατά παράβαση των Άρθρων 305Α(1) και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 36(1)/97 ― Η εφεσείουσα εξέδωσε τρεις ακάλυπτες επιταγές για την εξόφληση αξίας μετοχών που αγόρασαν για λογαριασμό της οι παραπονούμενοι ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης 12 μηνών σε κάθε μια από τις τρεις κατηγορίες ― Μειώθηκαν κατ' έφεση σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 10 μηνών, ενόψει μετριαστικού παράγοντος που τέθηκε για πρώτη φορά ενώπιον του Εφετείου.

Ποινικός Κώδικας ― Έκδοση επιταγών χωρίς αντίκρυσμα ― Κατά πόσο ήταν δυνατή η επίκληση των υπερασπίσεων που προβλέπονται στα Άρθρα 8 και 10 του Ποινικού Κώδικα, καθώς επίσης και η υπεράσπιση της έλλειψης αγώγιμου δικαιώματος.

Οι παραπονούμενοι, που λειτουργούσαν ως χρηματιστηριακό γραφείο, εκτέλεσαν στις 3.9.99 εντολή της εφεσείουσας αγοράζοντας για λογαριασμό της πακέτο μετοχών συνολικής αξίας £1.738.282 στο οποίο συμπεριλαμβανόταν και η προμήθεια των παραπονουμένων. Στις 9.9.99 η εφεσείουσα εξέδωσε τρεις επιταγές για εξόφληση της αξίας τους.  Οι εν λόγω επιταγές δεν πληρώθηκαν από την Τράπεζα λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εφεσείουσας.

Η εφεσείουσα είχε προβάλει την υπεράσπιση της έλλειψης αγώγιμου δικαιώματος η οποία στηρίζεται στο εδάφιο 6 του Άρθρου 305Α (όπως έχει αναριθμηθεί μετά την τροποποίηση που επέφερε ο Τροποποιητικός Νόμος 129(1)/99). Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την υπεράσπιση της εφεσείουσας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με βάση τις διαπιστώσεις του, έκρινε ότι «έχουν αποδειχθεί όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, εφόσον οι επίδικες επιταγές έχουν όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της επιταγής, και δεν έχουν εξοφληθεί λόγω έλλειψης κεφαλαίων της κατηγορουμένης».

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στην εφεσείουσα συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 12 μηνών σε κάθε κατηγορία.

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε τόσο την καταδίκη της όσο και τις επιβληθείσες ποινές.

Κατά την ακρόαση της έφεσης είχε τεθεί ενώπιον του Εφετείου το γεγονός του συμβιβασμού των διαφορών των διαδίκων οι οποίες είχαν προκύψει από την επίδικη συναλλαγή. Το γεγονός αυτό δεν υφίστατο κατά το χρόνο της επιβολής της ποινής.

Η έφεση κατά της καταδίκης

Ο συνήγορος της εφεσείουσας υποστήριξε ότι:

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα παρέλειψε να εξετάσει ουσιώδη μαρτυρία η οποία είχε τεθεί ενώπιον του «αναφορικά με την εγκυρότητα της σύμβασης της επιταγής». Συγκεκριμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει ότι την 3.9.99, το Χρηματιστήριο Κύπρου έκλεισε απροειδοποίητα για 6 εβδομάδες χωρίς να το γνωρίζει η εφεσείουσα με αποτέλεσμα να μη λάβει τις μετοχές της από τους παραπονούμενους και κατά συνέπεια «σύμφωνα με τα Άρθρα 8 και 10 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, το ποινικό αδίκημα κατά της περιουσίας δεν καταλογίζεται σε εκείνο που το έπραξε εάν η πράξη ή παράλειψη που συνιστούσε αυτό διαπράχθηκε κατά την άσκηση ειλικρινούς αξιώσεως δικαιώματος και χωρίς πρόθεση καταδολίευσης». Υποστηρίχθηκε περαιτέρω ότι οι παραπονούμενοι «για να έχουν αγώγιμο δικαίωμα έπρεπε να είχαν εκτελέσει την υποχρέωση τους για παράδοση των τίτλων των μετοχών» στην εφεσείουσα πράγμα που δεν έπραξαν.

Αποφασίστηκε ότι:

Οι προβληθέντες λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν.

Η έφεση κατά της ποινής

Ο συνήγορος της εφεσείουσας υποστήριξε ότι η ποινή «είναι έκδηλα υψηλή καθ' ότι δεν ελήφθηκαν υπόψη τα ειδικά περιστατικά της υπόθεσης ως και τα ελαφρυντικά».

Αποφασίστηκε ότι:

Το γεγονός του συμβιβασμού αποτελεί παράγοντα ο οποίος αν βρισκόταν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου θα του δινόταν η δέουσα βαρύτητα και θα επιδεικνυόταν περισσότερη επιείκεια.  Για μόνο το λόγο αυτό επιτρέπεται η έφεση κατά της ποινής η οποία μειώνεται σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 10 μηνών σε κάθε μια από τις τρεις κατηγορίες.

Η έφεση κατά της καταδίκης απορρίφθηκε. Η έφεση κατά της ποινής επιτράπηκε ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Νεοφύτου ν. Κυριακίδη (Αρ. 1) (1999) 2 Α.Α.Δ. 102,

Evangelou v. Police (1970) 2 C.L.R. 45,

Ioannou v. Police (1979) 2 C.L.R. 202,

Constantinou v. Police (1980) 2 C.L.R. 241.

Aίτηση.

Aίτηση από την εφεσείουσα η οποία κρίθηκε ένοχη από το Eπαρχιακό Δικαστηρίο Λευκωσίας (Yπόθεση Aρ. 12609/2000), ημερομηνίας 13/2/2003, σε τρεις κατηγορίες για την έκδοση αντίστοιχου αριθμού ακάλυπτων επιταγών και καταδικάστηκε σε συντρέχουσες ποινές δωδεκάμηνης φυλάκισης, άσκησε δε έφεση τόσο κατά της καταδίκης όσο και κατά της ποινής που της επιβλήθηκε για παροχή άδειας προσαγωγής γραπτής μαρτυρίας σχετικής με την κρίση περί της ποινικής της ευθύνης.

Δ. Κούτρας, για την Εφεσείουσα.

Ε. Ζαχαριάδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα κρίθηκε ένοχη από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) πάνω σε τρεις κατηγορίες για έκδοση ακάλυπτων επιταγών, κατά παράβαση των άρθρων 305Α(1) και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 36(Ι)/97. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των κατηγοριών η εφεσείουσα την 9.9.1999 εξέδωσε τρεις επιταγές στην εταιρεία SEVERIS & ATHIENITIS LTD (οι παραπονούμενοι) για το συνολικό ποσό των £1.738,282.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στην εφεσείουσα φυλάκιση 12 μηνών σε κάθε μια από τις τρεις κατηγορίες, οι ποινές να συντρέχουν. Η εφεσείουσα εφεσίβαλε τόσο την καταδίκη όσο και την ποινή.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα πιο κάτω γεγονότα προκύπτουν ως παραδεκτά από τη μαρτυρία:

Την 3.9.99 η εφεσείουσα έδωσε εντολή στο Διευθυντή των παραπονουμένων (ο Μ.Κ.3) για την αγορά ενός μεγάλου πακέτου μετοχών ως ακολούθως:

(α)   80,000 μετοχές της Τράπεζας Κύπρου

(β)   60,000 μετοχές της Λαϊκής Τράπεζας

(γ)   10,000 μετοχές της Ελληνικής Τράπεζας.

Οι παραπονούμενοι, που λειτουργούσαν ως χρηματιστηριακό γραφείο, εκτέλεσαν την ίδια ημέρα την εντολή της εφεσείουσας αγοράζοντας διά λογαριασμό της το ανωτέρω πακέτο μετοχών.

Η συνολική αξία των εν λόγω μετοχών ανερχόταν στο ποσό του £1,738,282 στο οποίο συμπεριλαμβανόταν και η προμήθεια των παραπονουμένων.

Το απόγευμα της ίδιας μέρας αποφασίστηκε η αναστολή λειτουργίας του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου, το οποίο παρέμεινε κλειστό για το κοινό μέχρι τις 4.10.99.

Την 9.9.99, η εφεσείουσα εξέδωσε τις τρεις επίδικες επιταγές και τις παρέδωσε στο Μ.Κ.3.

Οι επιταγές κατατέθηκαν από τους παραπονούμενους στην τράπεζα για είσπραξη αλλά επιστράφηκαν απλήρωτες λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εφεσείουσας.

Στις 14.10.99, πωλήθηκαν 10,000 μετοχές της Λαϊκής Τράπεζας, που αποτελούσαν μέρος του πακέτου το οποίο αγοράστηκε την 3.9.99. Από την πώληση αυτή, εισπράχθηκε από τους παραπονούμενους ποσό £121,729.-, το οποίο και πιστώθηκε στο λογαριασμό της εφεσείουσας.

Εκτός από το ανωτέρω, η εφεσείουσα δεν έχει πληρώσει άλλο ποσό για τις επίδικες επιταγές.

Ύστερα από αξιολόγηση της μαρτυρίας, η οποία είχε προσαχθεί από την Κατηγορούσα Αρχή και από την Υπεράπιση, το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι τρεις επίδικες επιταγές εκδόθηκαν από την εφεσείουσα την 9.9.99, για την εξόφληση της αξίας των μετοχών που αγόρασαν για λογαριασμό της οι παραπονούμενοι την 3.9.99. Ταυτόχρονα το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας ότι οι επιταγές δόθηκαν υπό όρους ή προϋποθέσεις, ή ότι προηγήθηκε άλλη συμφωνία η οποία υποκατέστησε ή μετέβαλε τις υποχρεώσεις της για την πληρωμή της αξίας των μετοχών.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε, επίσης, ότι οι τρεις επιταγές κατατέθηκαν την 9.9.99 από τους παραπονούμενους στην τράπεζα, αλλά επιστράφηκαν απλήρωτες λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εφεσείουσας. Το ίδιο συνέβηκε και σε άλλες δύο περιπτώσεις που επαναπαρουσιάστηκαν οι επιταγές στην τράπεζα (13.9.99 και 30.9.99 αντίστοιχα). Περαιτέρω το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο Μ.Κ.3 ζητούσε επίμονα από την εφεσείουσα να πληρώσει τις επιταγές. Μετά την επαναλειτουργία του Χρηματιστηρίου της πρότεινε επανειλημμένα να διαθέσει της μετοχές που αγοράστηκαν αλλά η εφεσείουσα αρνείτο, με την προσδοκία αύξησης των τιμών και την εξασφάλιση περαιτέρω κέρδους. Συγκατατέθηκε τελικά για την πώληση 10,000 μετοχών της Λαϊκής Τράπεζας από την πώληση των οποίων, οι παραπονούμενοι είσπραξαν ποσό £121,729.- με το οποίο πιστώθηκε ο λογαριασμός της εφεσείουσας. Εκτός από το εν λόγω ποσό, η εφεσείουσα δεν πλήρωσε οποιοδήποτε άλλο ποσό έναντι των επίδικων επιταγών.

Τέλος το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι παραπονούμενοι παράδωσαν στην εφεσείουσα τα συμβόλαια αγοράς των μετοχών αλλά δεν την εφοδίασαν με τους τίτλους, οι οποίοι παρέμειναν στην κατοχή τους.

Με βάση τις πιο πάνω διαπιστώσεις του το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι «έχουν αποδειχθεί όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, εφόσον οι επίδικες επιταγές έχουν όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της επιταγής και δεν έχουν εξοφληθεί λόγω έλλειψης κεφαλαίων της κατηγορουμένης».

Ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου η εφεσείουσα είχε προβάλει την υπεράσπιση της έλλειψης αγώγιμου δικαιώματος η οποία στηρίζεται στο εδάφιο 6* του πιο πάνω άρθρου 305Α (όπως έχει αναριθμηθεί μετά την τροποποίηση που επέφερε ο Τροποποιητικός Νόμος 129(Ι)/99).

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στην Νεοφύτου ν. Κυριακίδη (Αρ. 1) (1999) 2 Α.Α.Δ. 102, 107, 108** απέρριψε την πιο πάνω υπεράσπιση της εφεσείουσας. Έθεσε το θέμα ως εξής:

«Στην παρούσα υπόθεση, έχω καταλήξει ότι οι επίδικες επιταγές εκδόθηκαν προς εξόφληση της αξίας των μετοχών που αγόρασαν οι παραπονούμενοι, κατόπιν εντολής της κατηγορουμένης. Με τη διαπίστωση αυτή είναι φανερό πως η υπεράσπιση της κατηγορουμένης για ανυπαρξία 'αγώγιμου δικαιώματος' δεν θα μπορούσε να επιτύχει. Τα παράπονα της κατηγορουμένης πως οι παραπονούμενοι απότυχαν να την εφοδιάσουν με τους τίτλους μέσα στην προθεσμία των εννέα ημερών που προβλέπει ο νόμος, δεν αφορούν την παρούσα διαδικασία. Η κατηγορούμενη είχε τη δυνατότητα να διαθέσει τις μετοχές, γεγονός που επιβεβαιώθηκε με την πώληση 10,000 από αυτές, στις 14.10.99. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Λοΐζου ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 108, η σχετική πρόνοια αναφέρεται σε 'αγώγιμο δικαίωμα' και όχι σε καλή βάση ή συζητήσιμη αγωγή.»

Η έφεση κατά της καταδίκης.

Ο κ. Κούτρας, εκ μέρους της εφεσείουσας, υποστήριξε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα παρέλειψε να εξετάσει ουσιώδη μαρτυρία η οποία είχε τεθεί ενώπιον του «αναφορικά με την εγκυρότητα της σύμβασης της επιταγής». Συγκεκριμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει ότι την 3.9.99, ημερομηνία αγοράς των μετοχών, το Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου έκλεισε απροειδοποίητα για 6 εβδομάδες χωρίς να το γνωρίζει η εφεσείουσα.  Ως αποτέλεσμα - συνέχισε ο κ. Κούτρας - η εφεσείουσα δεν έλαβε τις μετοχές της από τους παραπονούμενους και κατά συνέπεια «σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 10 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, το ποινικό αδίκημα κατά της περιουσίας δεν καταλογίζεται σε εκείνο που το έπραξε εάν η πράξη ή παράλειψη που συνιστούσε αυτό διαπράχθηκε κατά την άσκηση ειλικρινούς αξιώσεως δικαιώματος και χωρίς πρόθεση καταδολίευσης».  Περαιτέρω ο κ. Κούτρας υπέβαλε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει την αποκλειστική ευθύνη των παραπονούμενων για παράδοση των τίτλων των μετοχών στην εφεσείουσα. Οι παραπονούμενοι «για να έχουν αγώγιμο δικαίωμα - συμπλήρωσε ο κ. Κούτρας - έπρεπε να είχαν εκτελέσει την υποχρέωση τους για παράδοση των τίτλων των μετοχών». Έπρεπε «να υπάρχει αντάλλαγμα για να έχουμε αγώγιμο δικαίωμα». Δεν παρέδωσαν τους τίτλους των μετοχών και επομένως δεν υπάρχει αντάλλαγμα. Κατά συνέπεια - κατέληξε - «δεν υπάρχει αγώγιμο δικαίωμα», το δε Πρωτόδικο Δικαστήριο «παρέλειψε να εξετάσει εάν η σύμβαση της επιταγής ήτο άκυρη λόγω ελλείψεως ανταλλάγματος».

Έχουμε την άποψη πως ο πιο πάνω λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί. Τα άρθρα 8 και 10 του Κεφ. 154 δεν τυγχάνουν εφαρμογής στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης. Το μεν άρθρο 8 αναφέρεται στην υπεράσπιση της «με καλή πίστη αξίωσης δικαιώματος», το δε άρθρο 10 στην υπεράσπιση της πραγματικής πλάνης. Δεν έχει υποδειχθεί οτιδήποτε το οποίο να μπορεί να καθιστά δυνατή την επίκληση των πιο πάνω δύο υπερασπίσεων.

Αναφορικά με το σκέλος της εισήγησης που αναφέρεται στην μη παράδοση των τίτλων των μετοχών αυτή σχετίζεται με την υπεράσπιση του αγώγιμου δικαιώματος.  Η επί του προκειμένου προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ. σελ. 5-6, πιο πάνω) έχει σαν έρεισμα της τα νομολογηθέντα στην Νεοφύτου (πιο πάνω) με τα οποία συμφωνούμε. Ακολουθεί πως η σχετική εισήγηση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Με τους λόγους έφεσης 2 και 3 ο κ. Κούτρας υποστήριξε ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα είχε τη «δυνατότητα να διαθέσει τις μετοχές γεγονός που επιβεβαιώθηκε με την πώληση 10,000 από αυτές στις 14.10.99».

Οι πιο πάνω λόγοι της έφεσης δεν ευσταθούν.  Η δυνατότητα πώλησης των μετοχών, στην απουσία των τίτλων, επιμαρτυρείται από αυτό τούτο το γεγονός της πώλησης των 10,000 μετοχών και από τη μαρτυρία του μάρτυρα Λούη Κλάππα (Μ.Υ.1), Προέδρου των Χρηματιστών, ο οποίος είχε κληθεί από την εφεσείουσα (βλ. σελ. 127 των πρακτικών).

Οι λόγοι έφεσης 4, 6 και 7 έχουν εγκαταλειφθεί.

Με το λόγο έφεσης 5 ο κ. Κούτρας υποστήριξε ότι το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι παραπονούμενοι δεν εφοδίασαν την εφεσείουσα με τους τίτλους, «οι οποίοι παρέμειναν στην κατοχή των και είναι άγνωστον πότε εκδόθηκαν από τις δημόσιες εταιρείες, έπρεπε να οδηγούσε το δικαστήριο στην παραχώρηση στην εφεσείουσα του ευεργετήματος της αμφιβολίας».

 

Σύμφωνα με τον κ. Κούτρα «το ανωτέρω εύρημα είναι πρόδηλο ότι αφήνει ένα κενό στη μαρτυρία της Κατηγορούσης Αρχής και ο κρίκος της αλυσίδας που λείπει έπρεπε να επενεργούσε επί ωφελεία της εφεσείουσας διά να της δοθεί το ευεργέτημα της αμφιβολίας».

Επίσης - συνέχισε - η εφεσείουσα εδικαιούτο του ευεργετήματος της αμφιβολίας καθ' ότι από την 3.9.99, ημερομηνία αγοράς των μετοχών το Χρηματιστήριο έκλεισε απροειδοποίητα δια διάστημα 6 εβδομάδων, και όλα τα δεδομένα μέχρι την 3.9.99 άλλαξαν. Κατά συνέπεια - κατέληξε - η εφεσείουσα εδικαιούτο πάλιν του ευεργετήματος της αμφιβολίας.

Το εκκαλούμενο εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν σχετίζεται με τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος.  Επομένως δεν σχετίζεται με οποιοδήποτε επίδικο θέμα της διαδικασίας.  Κατά συνέπεια δεν μπορεί να ασκήσει οποιαδήποτε επίδραση επί του κύρους της εκκαλούμενης απόφασης.

Η ορθότητα της απόρριψης της εισήγησης της εφεσείουσας ότι οι παραπονούμενοι «δεν χρησιμοποίησαν ευθείες και καθαρές προσβάσεις» γιατί ζήτησαν κακόπιστα τη δίωξη της για να αποκομίσουν αθέμιτα οφέλη έχει αμφισβητηθεί με τον 8ο - και τελευταίο - λόγο της έφεσης.

Ο κ. Κούτρας υποστήριξε ότι την 9.9.99, όταν η εφεσείουσα εξέδιδε τις επίδικες επιταγές, οι παραπονούμενοι σε αντάλλαγμα τις εξέδωσαν τα συμβόλαια αγοράς των μετοχών.  Ωστόσο - συνέχισε - τα τελευταία «δεν είχαν καμιά αξία, πράγμα που δεν απεκάλυψαν στην εφεσείουσα ενώ αυτοί αμέσως - η ώρα 2 μ.μ. - κατέθεσαν τις επιταγές». Ενώ - συμπλήρωσε ο κ. Κούτρας - οι παραπονούμενοι ήσαν επαγγελματίες χρηματιστές «δεν εγνώριζαν τις δικές τους υποχρεώσεις προς την εφεσείουσα, πότε δηλαδή θα τις περέδιδαν τους τίτλους».

Όπως και στην περίπτωση του 5ου  λόγου της έφεσης το εκκαλούμενο συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν σχετίζεται με τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί για τους ίδιους λόγους.

Η έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται.

Η έφεση κατά της ποινής.

Σε σχέση με την ποινή ο κ. Κούτρας υπέβαλε ότι η επιβληθείσα ποινή «είναι έκδηλα υψηλή καθ' ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα ειδικά περιστατικά της υπόθεσης ως και τα ελαφρυντικά».

Στη διάρκεια της ακρόασης της έφεσης έχει τεθεί ενώπιον μας ένας παράγων ο οποίος δεν ήταν ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Αυτός συνίσταται από τον συμβιβασμό των διαφορών των διαδίκων οι οποίες είχαν προκύψει από την επίδικη συναλλαγή. Το γεγονός του συμβιβασμού τέθηκε ενώπιον μας γιατί ήταν γεγονός που δεν υφίστατο κατά το χρόνο της επιβολής της ποινής. Τέτοια πορεία είναι επιτρεπτή από τη νομολογία (Βλ. Evangelou v. Police (1970) 2 C.L.R. 45, Ioannou v. Police (1979) 2 C.L.R. 202 και Constantinou v. Police (1980) 2 C.L.R. 241).

Ενώ με βάση τα γεγονότα τα οποία είχαν τεθεί ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα του αδικήματος η εκκαλούμενη ποινή δεν ήταν υπερβολική θεωρούμε ότι το γεγονός του συμβιβασμού αποτελεί παράγοντα ο οποίος αν βρισκόταν ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου θα του δινόταν η δέουσα βαρύτητα και θα επιδεικνυόταν περισσότερη επιείκεια (Βλ. Ioannou, πιο πάνω).

Για μόνο το λόγο αυτό - το συμβιβασμό των διαφορών που προέκυψαν συνεπεία της επίδικης συναλλαγής - επιτρέπουμε την έφεση κατά της ποινής και μειώνουμε την ποινή σε φυλάκιση 10 μηνών στην κάθε μια από τις τρεις κατηγορίες. Οι ποινές να συντρέχουν.

Η έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται. Η έφεση κατά της ποινής επιτρέπεται ως ανωτέρω.

Η έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται. Η έφεση κατά της ποινής επιτρέπεται ως ανωτέρω.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο