ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 2 ΑΑΔ 584
22 Νοεμβρίου, 2002
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΧΡYΣΑΝΘΟΣ ΝΙΚΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΑΛΛΩΣ ΑΘΩΣ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7032Α)
Μαρτυρία ― Ενώπιον του Εφετείου ― Προϋποθέσεις παραχώρησης άδειας προσαγωγής μαρτυρίας ενώπιον του Εφετείου ― Η εξουσία του Εφετείου να ακούει μαρτυρία πηγάζει από το Άρθρο 146(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 και το Άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60.
Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος, ύστερα από ακρόαση, από Μόνιμο Κακουργιοδικείο σε 6 κατηγορίες για ένοπλη ληστεία, οπλοκατοχή και οπλοφορία, καθώς και για κατοχή εκρηκτικών υλών. Καταδικάστηκε σε 15 χρόνια φυλάκιση. Τόσο η καταδίκη του όσο και το μέγεθος της ποινής αποτελούν το αντικείμενο της έφεσης του.
Στη διάρκεια της συζήτησης της έφεσης, ο δικηγόρος του εφεσείοντος υπέβαλε γραπτή αίτηση για να επιτραπεί η προσκόμιση περαιτέρω μαρτυρίας και/ή η επανακλήτευση μάρτυρα κατηγορίας επί του περιεχομένου της μαρτυρίας του, την οποία έδωσε ενόρκως στο Δικαστήριο στο στάδιο των διαδικασιών για την έκδοση διαταγμάτων κράτησης του εφεσείοντος.
Η εφεσίβλητη έθεσε δύο προκαταρκτικές αντιρρήσεις στην αποδοχή του αιτήματος, ότι η μαρτυρία που επιδιώκει η υπεράσπιση να προσάξει είναι εξακοής μαρτυρία και επομένως απαράδεκτη από νομική σκοπιά και ότι δεν πρόκειται να προσαχθεί περαιτέρω και/ή νέα μαρτυρία, όπως προκύπτει από τη διατύπωση του αιτήματος.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η εξουσία του Εφετείου να ακούει μαρτυρία πηγάζει από το Άρθρο 146(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 και το Άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60. Το Εφετείο σπάνια ασκεί την αρμοδιότητα του υπέρ της αποδοχής αυτής της φύσης αιτήσεων. Είναι φυσιολογική συνέπεια του γεγονότος ότι η λήψη πρωτογενούς μαρτυρίας δε συνάδει με την αποστολή του Εφετείου.
2. Το Εφετείο οφείλει να δεχθεί να ακούσει την περαιτέρω μαρτυρία αν:
α) δεν ήταν δυνατό ο αιτητής, με την άσκηση εύλογης επιμέλειας, να εντοπίσει και προσάξει στη δίκη την προτεινόμενη μαρτυρία.
β) έχει οντότητα με επιπτώσεις στην υπόθεση χωρίς κατ' ανάγκη να είναι αποφασιστικής σπουδαιότητας· και
γ) είναι αξιόπιστη με την έννοια που επεξηγείται στην αγγλική υπόθεση R. v. Beresford.
3. Ο εφεσείων έχει προκαθορίσει με την αίτησή του το τι ακριβώς επιζητεί. Όμως η μαρτυρία αυτή θα προσέκρουε σαφώς στον κανόνα που απαγορεύει την εισαγωγή εξακοής μαρτυρίας.
4. Το αίτημα, όπως διατυπώνεται στο σώμα της αίτησης δεν μπορεί να πετύχει. Το Εφετείο μπορεί να συναινέσει να δεχθεί μόνο μαρτυρία που είναι a priori νομικά παραδεκτή.
5. Και σε περίπτωση όμως που δεν απορρίπτετο το αίτημα ως έχει για διαδικαστικούς λόγους πάλι θα έπρεπε να αποτύχει. Βρίσκεται ολοκληρωτικά έξω από το πλαίσιο που επιτρέπει στο Εφετείο, χάρη του συμφέροντος της δικαιοσύνης να ακούει νέα μαρτυρία.
6. Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, η ίδια θα ήταν η κατάληξη για το λόγο ότι δεν επιδείχθηκε στοιχειώδης επιμέλεια για προσαγωγή τέτοιας μαρτυρίας στον κατάλληλο χρόνο.
Η αίτηση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Felekkis v. Police (1968) 2 C.L.R. 151,
Πέγγερος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143,
Kolias v. Police (1963) 1 C.L.R. 52,
Zevedheos v. The Republic (1978) 2 C.L.R. 47,
Martin v. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 29,
R. v. Herbert Collins 34 [1951] Crim. App. Rep. 146,
Αγαπίου (άλλως Καυκαρής) ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 398,
R. v. Beresford 56 [1971] Crim. App. Rep. 143.
Αίτηση.
Αίτηση από τον κατηγορούμενο στα πλαίσια της πιο πάνω έφεσης εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λεμεσού (Υπόθεση Αρ. 4642/2000) ημερομηνίας 14/12/2000, με την οποία βρέθηκε ένοχος σε κατηγορίες για ένοπλη ληστεία, οπλοκατοχή, οπλοφορία και κατοχή εκρηκτικών υλών και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 15 χρόνων για την ένοπλη ληστεία την οποία τώρα εκτίει για διάταγμα του Δικαστηρίου ώστε να του επιτραπεί η προσκόμιση περαιτέρω μαρτυρίας στο Εφετείο με την επανακλήτευση μάρτυρα κατηγορίας.
Ε. Ευσταθίου και Δ. Θεοδώρου, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Παπαϊωάννου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Ο εφεσείων (έτσι θα τον αποκαλούμε στο εξής) στην παραπάνω έφεση κρίθηκε ένοχος, ύστερα από ακρόαση, από Μόνιμο Κακουργιοδικείο, που συνεδρίαζε στη Λεμεσό, σε κατηγορητήριο από 6 κατηγορίες. Αυτές προσάφθηκαν για ένοπλη ληστεία, οπλοκατοχή και οπλοφορία, καθώς και για κατοχή εκρηκτικών υλών. Καταδικάστηκε σε 15 χρόνια φυλάκιση, που τώρα εκτίει, για τη ληστεία, αλλά δεν του επιβλήθηκε άλλη ποινή για τις υπόλοιπες κατηγορίες. Τόσο η καταδίκη του όσο και το μέγεθος της ποινής αποτελούν το αντικείμενο της έφεσης του.
Ο πρώην συγκατηγορούμενος του εφεσείοντα - και εφεσείων στην ποινική έφεση αρ. 7043 - που συνεκδικάζεται με την παραπάνω έφεση - καταδικάστηκε, μετά από παραδοχή του, στις κατηγορίες 2 μέχρι 6, σε φυλάκιση 3 χρόνων και 1 χρόνου. Για την ακρίβεια τιμωρήθηκε στις κατηγορίες 3 και 5 (για παράνομη μεταφορά πιστολιού και κυνηγετικού όπλου αντίστοιχα), ενώ δεν υπέστη κυρώσεις για τις άλλες κατηγορίες. Η δίωξη για ληστεία αναστάληκε σε κάποιο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας με nolle prosequi με αποτέλεσμα να απαλλαγεί της κατηγορίας αυτής. Η δική του έφεση περιορίζεται στην αμφισβήτηση της ορθότητας της παραπάνω ποινής. Σημειωτέον ότι την ποινή του θα εκτίσει μετά τη λήξη άλλης πενταετούς ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε για διαφορετικά αδικήματα σε άλλη ποινική υπόθεση.
Στη διάρκεια της συζήτησης της έφεσης, ο δικηγόρος του εφεσείοντα, που ανέπτυσσε το λόγο έφεσης που αφορά την κατάληξη του δικαστηρίου ότι οι ληστές ήταν δύο και όχι τρεις, όπως εισηγείται η Υπεράσπιση, ζήτησε αναβολή (που του δόθηκε) και υπέβαλε γραπτή αίτηση για:
"Διάταγμα το οποίο να διατάσσει και/ή επιτρέπει την προσκόμιση περαιτέρω μαρτυρίας και/ή την ακρόαση περαιτέρω μαρτυρίας και/ή να επιτρέπει την επανακλήτευση του Μ.Κ.18 Ιωάννη Γεωργίου από τη Λεμεσό Αναπληρωτή Υπαστυνόμου επί του περιεχομένου της μαρτυρίας του την οποία έδωσε ενόρκως στο Δικαστήριο εις το στάδιο των διαδικασιών για την έκδοση διαταγμάτων κρατήσεως του εφεσείοντα με την υπόνοια ότι ενέχετο στο υπό εκδίκαση αδίκημα, δηλαδή κατά την 31/3/2000 και την 8/4/2000 ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Κατά τας αναφερομένας δικασίμους ο εν λόγω μάρτυρας ανέφερε σχετικά με την διαφυγή των δραστών της ληστείας τα ακόλουθα:
"Ακολούθως οι δράστες διέφυγαν με τη μοτοσικλέτα τύπου scooter χρώματος βυσινί. Κατά τη διαφυγή τους οι δράστες καταδιώχθηκαν από εν στολή αστυνομικό που βρίσκετο εντός της τράπεζας κατά την διάρκεια της ληστείας και ο οποίος μετά που τους κάλεσε να σταματήσουν και αυτοί δεν το έπραξαν, έριξε ένα πυροβολισμό εναντίον τους χωρίς ωστόσο να τους πετύχει. Αργότερα η μοτοσικλέτα της ίδιας περιγραφής εντοπίστηκε έξω από το πάρκο Α. Βασιλείου στην οδό Δημητρίου στην Λεμεσό όπου εκεί μετά από εξετάσεις, διαπιστώθη ότι τους δύο δράστες τους παρέλαβε αυτοκίνητο μάρκας Mitsubishi άσπρο στο οποίο επέβαινε ένα άλλο πρόσωπο το οποίο τους ανέμενε. (δικάσιμος 31/3/2000)."
Στη συνέχεια αναφέρεται, στο σώμα της αίτησης και δεύτερο απόσπασμα. Είναι όμως από τα πρακτικά της αίτησης της Αστυνομίας ημερ. 8/4/00 για την ανανέωση του διατάγματος προσωποκράτησης του εφεσείοντα. Ουσιαστικά είναι επανάληψη της προηγούμενης δήλωσης. Τα πρακτικά αυτά είναι ενώπιον μας, αλλά δεν παρουσιάστηκαν για να γίνουν τεκμήρια για τους σκοπούς της κρινόμενης αίτησης. Παρατηρούμε ωστόσο ότι δεν αμφισβητήθηκε η ακρίβεια τους. Μάλιστα η Δημοκρατία έκαμε αναφορά στο περιεχόμενο και βάσισε σ' αυτά κάποια επιχειρήματα της για να αντικρούσει την κρινόμενη αίτηση στην οποία και ενέστη.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα αναφέρθηκε στη διαπίστωση του Δικαστηρίου, που επικαλέστηκε και τα παραδεκτά γεγονότα, πως οι δράστες ήταν δύο, ενώ η Υπεράσπιση υποστήριξε πως ήταν τρεις. Αυτή ήταν και η μαρτυρία του άλλου εφεσείοντα, που κλήθηκε ως μάρτυς υπεράσπισης 4. Με δυο λόγια η εκδοχή του ήταν ότι στη ληστεία συμμετείχε ο ίδιος με δύο άλλους χωρίς οποιαδήποτε εμπλοκή του εφεσείοντα. Ο ένας μάλιστα από τους αυτουργούς του ζήτησε να πάει να περιμένει με αυτοκίνητο, το πρωϊ που έγινε η ληστεία, σε μικρό πάρκο της Λεμεσού κοντά στην τράπεζα που λήστεψαν. Αν η εκδοχή αυτή, κατά το συνήγορο, γινόταν δεκτή, η υπόθεση θα έπαιρνε νέες διαστάσεις και πιθανό να οδηγούσε σε αθώωση του εφεσείοντα. Πέραν τούτου, άλλος αστυνομικός μάρτυς (ο Μ.Κ.15), είχε καταχωρήσει στο ημερολόγιο του σταθμού που υπηρετούσε ότι οι ληστές ήταν τρεις. Δεν ήταν όμως σε θέση, παρά τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν κατά την αντεξέταση του, να αναφέρει ποίοι ήταν οι πληροφοριοδότες.
Με αυτό το υπόβαθρο ο κ. Ευσταθίου υπέβαλε ότι η Αστυνομία είχε καθήκον να αποκαλύψει στην Υπεράσπιση κατά την πρωτόδικη δίκη τα ονόματα των προσώπων από τα οποία πήρε τις πληροφορίες για τον αριθμό των δραστών. Και παρέπεμψε στις υποθέσεις Felekkis v. Police (1968) 2 C.L.R. 151 και Πέγγερος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143, 160. Ήταν η θέση του ότι δεν υπήρξε στην προκείμενη περίπτωση αμέλεια του εφεσείοντα να μεριμνήσει για την έγκαιρη παρουσίαση τέτοιας μαρτυρίας κατά τη δίκη. Θα υπήρχε τέτοιο ενδεχόμενο μόνο στην περίπτωση που η Αστυνομία και συγκεκριμένα ο Μ.Κ.18 ανέφερε ονομαστικά ποίοι έδωσαν τη σχετική πληροφορία και ο εφεσείων αδράνησε.
Η άλλη όψη της εισήγησης είναι ότι δεν μπορούσε να αναμένεται ότι ο εφεσείων από μόνος του θα αξιολογούσε ένα τέτοιο ζήτημα και θα εντόπιζε τη μαρτυρία που χρειαζόταν να θέσει ενώπιον του εκδικάσαντος δικαστηρίου. Για να ενισχύσει την πρόταση του παρέθεσε από την υπόθεση Kolias v. Police (1963) 1 C.L.R. 52, 56, την παρακάτω παρατήρηση που εμπεριέχει, όπως άφησε να νοηθεί ο κ. Ευσταθίου, τη σωστή προσέγγιση:
"We are unable to accept the appellant's affidavit, as sufficient in this case, because he is a layman who could not be expected to know what evidence would properly be required to be placed before the trial Court."
Επιχειρήθηκε ο παραλληλισμός με την υπόθεση Zevedheos v. The Republic (1978) 2 C.L.R. 47. Ο εφεσείων εκεί (καταδικάστηκε για σεξουαλικής φύσεως αδίκημα) ζήτησε να παρουσιάσει στο Εφετείο τα πρακτικά της μαρτυρίας της παραπονούμενης και του πατέρα της σε μεταγενέστερη δίκη από Κακουργιοδικείο με διαφορετική σύνθεση, που δίκαζε άλλο πρόσωπο, κατηγορούμενο με το ίδιο έγκλημα. Το Εφετείο απέρριψε το αίτημα να ακούσει μαρτυρία που είχε προκύψει μετά τη δίκη. Όμως λόγω της διάστασης της μαρτυρίας τους στις δύο διαδικασίες, επιτράπηκε η επανακλήτευση τους για να δώσουν περαιτέρω μαρτυρία.
Έχει τέλος λεχθεί ότι συντρέχουν και οι δύο άλλες προϋποθέσεις που έθεσε η νομολογία για να γίνει αποδεκτό το αίτημα του εφεσείοντα, δηλαδή, η προτεινόμενη μαρτυρία θα έχει σοβαρό αντίκτυπο στην υπόθεση. Η δε τρίτη προϋπόθεση, που αφορά το αξιόπιστο της μαρτυρίας, πρέπει να θεωρείται δεδομένη, αφού πρόκειται να δοθεί από αξιωματικό της Αστυνομίας.
Η δικηγόρος της Δημοκρατίας μας έθεσε δύο προκαταρκτικές αντιρρήσεις της στην αποδοχή του αιτήματος. Η πρώτη είναι ότι η μαρτυρία που επιδιώκει η Υπεράσπιση να προσάξει, δηλαδή, τις διαπιστώσεις του ανακριτή της υπόθεσης Μ.Κ.18, είναι εξακοής μαρτυρία και είναι επομένως απαράδεκτη από νομική σκοπιά. Η δεύτερη εναντίωση της είναι πως εδώ δεν πρόκειται να προσαχθεί περαιτέρω και/ή νέα μαρτυρία, όπως προκύπτει από τη διατύπωση του αιτήματος. Είναι μαρτυρία που δόθηκε ήδη στη δίκη από διάφορους μάρτυρες όπως ο Μ.Κ.12 (στην οποία αναφέρθηκε και ο κ. Ευσταθίου), ο οποίος είδε το αυτοκίνητο που χρησιμοποιήθηκε για τη διαφυγή των δραστών. Ανέφερε και τον Μ.Κ.27. Και πρόσθεσε ότι τίποτε δεν απέκρυψε η Αστυνομία.
Στηριζόμενη στην υπόθεση Μaria Martin ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 29, που επαναλαμβάνει τις προϋποθέσεις επιτυχίας τέτοιου αιτήματος, η κα Παπαϊωάννου είπε πως δεν στοιχειοθετούνται οι προϋποθέσεις αυτές. Τα πρακτικά της διαδικασίας προσωποκράτησης, στα οποία αποδίδεται τόση σημασία, ήταν διαθέσιμα και μπορούσε η Υπεράσπιση να τα ζητήσει και να κάμει οποιαδήποτε χρήση ήθελε κατά το χρόνο διεξαγωγής της δίκης. Και υπογράμμισε ότι το δικαστήριο μπορεί να απορρίψει την αίτηση αν ικανοποιηθεί ότι μπορούσε με εύλογη επιμέλεια να εξασφαλισθεί η μαρτυρία που τώρα ζητά να προσκομίσει. Και παρέπεμψε στη Martin, ανωτέρω, που παρατηρεί για το προκείμενο:
"..............σε καμιά περίπτωση δεν είναι αρκετή η απλή δήλωση πως η μαρτυρία δεν περιήλθε σε γνώση του αιτητή και των δικηγόρων του. ακόμα και όταν υπάρχουν λόγοι που δείχνουν πως η δήλωση είναι αληθινή. Εκείνο που έχει σημασία είναι το αντικειμενικά διαθέσιμο της μαρτυρίας και η δυνατότητα εντοπισμού της με την επίδειξη εύλογης επιμέλειας."
Περαίνοντας, η δικηγόρος της Δημοκρατίας υποστήριξε ότι και δεκτή να γινόταν η εισήγηση της υπεράσπισης για τρίτο συμμέτοχο δε θα άλλαζε η κατάσταση εξαιτίας της άλλης ενοχοποιητικής μαρτυρίας που υπάρχει και την παρατήρηση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι:
"Άλλωστε έστω κι αν υπήρχε τρίτο εμπλεκόμενο πρόσωπο, ούτε αυτό αφαιρεί ή προσθέτει από το μαρτυρικό υλικό που αφορά τον 1ο κατηγορούμενο."
Η εξουσία του Εφετείου να ακούει μαρτυρία πηγάζει από το άρθρ. 146(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 και του άρθρ. 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60. Η νομολογία έχει επεξεργασθεί τα κριτήρια που εφαρμόζονται προτού το Δικαστήριο ενεργοποιήσει την εξουσία που του παρέχεται. Επισημαίνεται η συνδρομή της αγγλικής νομολογίας ιδιαίτερα εκείνης που ερμήνευσε τις παρόμοιες διατάξεις του άρθρ. 9 του Criminal Appeal Act 1907. Ας σημειωθεί ότι με τη ψήφιση του Criminal Appeal Act του 1968 έπαυσε η ταύτιση ή όπου υπάρχει δεν είναι πιά τόσο έντονη. Ένα πρώτο συμπέρασμα από τη σχετική νομολογία μας είναι ότι το Εφετείο σπάνια ασκεί την αρμοδιότητα του υπέρ της αποδοχής αυτής της φύσεως αιτήσεων. Είναι φυσιολογική συνέπεια του γεγονότος ότι η λήψη πρωτογενούς μαρτυρίας δε συνάδει με την αποστολή του Εφετείου.
Ένα άλλο σημαντικό λόγο διατυπώνει ο Αρχιδικαστής Goddard στην R. v. Herbert Collins 34 [1951] Crim. App. Rep. 146 στη σελ. 148:
"Τhe danger of allowing further evidence to be called after conviction, and the reason why the Court does not allow it save in exceptional circumstances, is clear enough. It is very easy after a person has been convicted to find witnesses who are willing to come forward and say this, that, or the other thing."
Kαι σε μετάφραση:
"Ο κίνδυνος όταν επιτραπεί να ακουστεί περαιτέρω μαρτυρία, και ο λόγος που το Δικαστήριο δεν την επιτρέπει εκτός σε εξαιρετικές περιπτώσεις, είναι αρκετά ευκρινής. Είναι πολύ εύκολο μετά την καταδίκη να εύρει ένας μάρτυρες που είναι πρόθυμοι να μαρτυρήσουν και να πουν αυτό, εκείνο, ή το άλλο πράγμα."
Η πραγματική φύση της μαρτυρίας που μπορεί να ακουστεί περιγράφεται στην υπόθεση Αγαπίου (άλλως Καυκαρής) ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 398-399:
"Η εξουσία του Εφετείου να δεχθεί μαρτυρία έχει συμπληρωματικό χαρακτήρα και περιορίζεται κυρίως σε μαρτυρία η οποία έρχεται σε φως μετά την ολοκλήρωση της δίκης η ύπαρξη της οποίας δεν μπορούσε να εντοπισθεί παρά τη λήψη κάθε λογικού μέτρου από το διάδικο ο οποίος επιδιώκει την παρουσίασή της στο Εφετείο."
Το Εφετείο οφείλει να δεχθεί να ακούσει την περαιτέρω μαρτυρία αν:
(1) δεν ήταν δυνατό ο αιτητής, με την άσκηση εύλογης επιμέλειας, να εντοπίσει και προσάξει στη δίκη την προτεινόμενη μαρτυρία. ας σημειωθεί ότι η παράλειψη προσαγωγής της δεν δικαιολογείται απλώς και μόνο γιατί ο αιτητής ή ο δικηγόρος του δήλωσε, έστω και αν τούτο αληθεύει, ότι δεν είχε γνώση αυτής της μαρτυρίας ή της σχετικότητας ή της σημασίας της για τη δίκη·
(2) έχει οντότητα με επιπτώσεις στην υπόθεση χωρίς κατ' ανάγκη να είναι αποφασιστικής σπουδαιότητας· και
(3) είναι αξιόπιστη με την έννοια που επεξηγείται στην R. v. Beresford 56 [1971] Crim. App. Rep. 143.
Δε θα υπερφορτώσουμε την απόφαση μας με παραπομπές. Αρκούμαστε στην παράθεση μέρους της σύνοψης της Αγαπίου, ανωτέρω, στις σελ. 396 και 397:
"(2) Η πρώτη προϋπόθεση προσαγωγής μαρτυρίας στο Εφετείο είναι το ανέφικτο της προσαγωγής της συγκεκριμένης μαρτυρίας στη δίκη. Η προϋπόθεση αυτή δεν έχει ικανοποιηθεί στην περίπτωση αυτή. Το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι αν ήταν γνωστή στο δικηγόρο που χειρίζεται την Έφεση, αλλά αν ήταν αντικειμενικά διαθέσιμη και μπορούσε να εντοπισθεί και κατατεθεί στη δίκη.
(3) Στην υπόθεση αυτή, εξ άλλου, ούτε και οι άλλες προϋποθέσεις προσαγωγής μαρτυρίας ενώπιον του Εφετείου, δηλαδή η σχετικότητά της με τα επίδικα θέματα, η αξιοπιστία της και οι επιπτώσεις στην ετυμηγορία του πρωτόδικου Δικαστηρίου από τυχόν αποδοχή της, ικανοποιούνται."
Δεν είναι απαραίτητο οι παραπάνω τρεις προϋποθέσεις να υφίστανται σωρευτικά. Το Δικαστήριο μπορεί να απορρίψει αίτημα και μόνο διότι ο αιτούμενος την προσαγωγή νέας μαρτυρίας δεν ενήργησε με λογική επιμέλεια. Στην Martin, ανωτέρω, στη σελ. 34, το Δικαστήριο, αφού έκρινε πως η μαρτυρία μπορούσε να εξασφαλιστεί "εφόσον επιδεικνυόταν ελάχιστη επιμέλεια", παρατήρησε ότι "το αίτημα θα πρέπει να απορριφθεί χωρίς να χρειάζεται να εξετάσουμε αν συντρέχουν οι υπόλοιπες προϋποθέσεις." Βλ. επίσης για το ίδιο θέμα την απόφαση Αγαπίου:
Ο αιτητής σε κάθε περίπτωση έχει καθήκον να προσδιορίσει με ακρίβεια τη μαρτυρία που επιθυμεί να προσκομίσει. Μας βοηθά πάλιν η σχετική παρατήρηση στην Αγαπίου, στη σελ. 399:
"............ Η μαρτυρία της οποίας η προσαγωγή επιδιώκεται πρέπει να προσδιορίζεται με ακρίβεια η σύνοψη της ή όπου είναι δυνατό ολόκληρο το κείμενο της πρέπει να επισυνάπτεται στην αίτηση ώστε το Εφετείο να είναι σε θέση να εκτιμήσει προκαταρκτικά την σχετικότητα, αξιοπιστία και τις πιθανές επιπτώσεις της στο αποτέλεσμα."
Ο εφεσείων έχει προκαθορίσει με την αίτηση του τι ακριβώς επιζητεί. Παραθέσαμε στην αρχή το ουσιαστικό μέρος του αιτήματος. Όμως η μαρτυρία αυτή θα προσέκρουε σαφώς στον κανόνα που απαγορεύει την εισαγωγή εξακοής μαρτυρίας. Έτσι στη διάρκεια της συζήτησης της αίτησης και χωρίς να γίνει οποιαδήποτε κίνηση τροποποίησης ή άλλου διαβήματος, που να θέτει το ζήτημα σε διαφορετική βάση, ο δικηγόρος του εφεσείοντα ανέφερε ουσιαστικά ότι εκείνο που επιδιώκει είναι η αποκάλυψη από τον Μ.Κ.18 των ονομάτων των πληροφοριοδοτών της Αστυνομίας, που δικαιολογούσαν τη διαπίστωση του για 3 δράστες. Σε παρατήρηση μας πώς αυτό θα βοηθούσε την αίτηση του, μας είπε ευθέως πως θα υποβάλει νέα αίτηση για να ζητήσει να ακουσθούν ως μάρτυρες τα πρόσωπα αυτά.
Θα θυμίσουμε εδώ ότι επιχειρήθηκε ο συσχετισμός της αίτησης αυτής με καθήκον αποκάλυψης από την Αστυνομία στην Υπεράσπιση των ονομάτων αυτών χωρίς να εντοπισθεί επακριβώς ο σχετικός κανόνας και αν είναι νόμιμη η διαπλοκή του με το αίτημα που έχουμε να αποφασίσουμε. Το μεγάλο εύρος των καθηκόντων αποκάλυψης που έχει η Κατηγορούσα Αρχή προκύπτει από την εκτεταμένη ανάλυση του Archbold "Criminal Pleading, Evidence and Practice", έκδοση 1995, τόμος 1, σελ. 544 και επέκεινα.
Έχουμε τη γνώμη ότι το αίτημα, όπως διατυπώνεται στο σώμα της αίτησης, δεν μπορεί να πετύχει. Το Εφετείο μπορεί να συναινέσει να δεχθεί μόνο μαρτυρία που είναι a priori νομικά παραδεκτή. Γιαυτό εξάλλου έγινε η στροφή της Υπεράσπισης προς διαφορετικό αίτημα. Και σε περίπτωση όμως που δεν απορρίπταμε το αίτημα ως έχει για διαδικαστικούς λόγους και το εξετάζαμε, θα διατηρούσαμε την άποψη ότι πρέπει να αποτύχει. Βρίσκεται ολοκληρωτικά έξω από το πλαίσιο που επιτρέπει στο Εφετείο χάρη του συμφέροντος της δικαιοσύνης να ακροάται νέα μαρτυρία. Είναι για μας φανερό πως αν δίναμε σάρκα και οστά στην εισήγηση που έγινε θα ενεργούσαμε εκτός του θεσμικού πλαισίου που διέπει το ζήτημα και θα αλλοιώναμε την αποστολή μας ως Εφετείο. Παρεμπιπτόντως, ούτε η Felekkis ούτε η Zevedheos μπορούν να συσχετισθούν με το εξεταζόμενο πρόβλημα. Η διάσταση μεταξύ των περιστάσεων και των λοιπών στοιχείων εκείνων των υποθέσεων με την προκείμενη περίπτωση είναι εμφανής.
Ανεξάρτητα από την παραπάνω ανάλυση, θα αγόμεθα στην ίδια κατάληξη για το λόγο ότι δεν επιδείχθηκε στοιχειώδης επιμέλεια για προσαγωγή τέτοιας μαρτυρίας στον κατάλληλο χρόνο. Τα πορίσματα της νομολογίας σχετικά με την προϋπόθεση αυτή δεν αφήνουν άλλη εκλογή. Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι είναι αποδεκτό ότι ο εφεσείων ήταν παρών στη διαδικασία προσωποκράτησης και ότι - και στις δύο περιπτώσεις - την υπόθεση του χειρίστηκε δικηγόρος. Θα ήταν τόσο εύκολη η εξασφάλιση των πρακτικών ή άλλων στοιχείων που τέθηκαν στις διαδικασίες εκείνες. Η απόφαση Kolias, δείχνει ακριβώς πως δεν είναι αρκετή ούτε η δήλωση του εφεσείοντα για να αιτιολογήσει την παράλειψη. Στην παραγρ. 3 της ένορκης δήλωσης του ο εφεσείων απλώς αναφέρει:
"Η μαρτυρία αυτή δεν ευρισκόταν στα χέρια του δικηγόρου μου όταν διεξήγετο η δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου και για τον λόγο αυτό δεν αναφέρθη το μέρος αυτό της μαρτυρίας ενώπιον του Σεβαστού Πρωτοδίκου Δικαστηρίου."
Αξίζει να αναφερθούμε στην Beresford αναφορικά με την υποχρέωση που έχει ο κατηγορούμενος, ιδιαίτερα όταν προβάλλει, όπως εδώ, άλλοθι:
"Τhe Court of Appeal has to be satified in general that the evidence could not with reasonable diligence have been obtained for use at the trial. Reasonable diligence must include the need for the defendant himself to play a proper part in assisting the preparation of the defence. Nowhere is that more important than in the case of an alibi."
Μεταφράζουμε:
"Το Εφετείο πρέπει να ικανοποιηθεί γενικά ότι η μαρτυρία δεν μπορούσε με εύλογη επιμέλεια να εξασφαλισθεί για χρήση στη δίκη. Εύλογη επιμέλεια πρέπει να περιλαμβάνει την ανάγκη ο ίδιος ο κατηγορούμενος να διαδραματίζει κατάλληλο ρόλο στην ετοιμασία της υπεράσπισης του. Πουθενά η ανάγκη αυτή δεν είναι πιο σημαντική από την περίπτωση προβολής άλλοθι."
H αίτηση απορρίπτεται.
H αίτηση απορρίπτεται.