ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 2 ΑΑΔ 231
31 Mαΐου, 2002
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. KAROULLAS & MARKOULLIS ESTATES LTD,
2. EΥΦΡΟΣΥΝΗ ΛΕΩΝΙΔΑ ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΥ,
Εφεσείοντες,
v.
1. ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΕΝΕΛΑΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗ,
2. Ε.Μ.ΚΑΤΕΚΟΣ ΛΤΔ,
3. ΕΥΘΥΜΙΟΥ Μ. ΚΑΤΕΚΟΥ,
Eφεσιβλήτων.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7120)
Ποινικός Κώδικας ― Ποινικό αδίκημα εναντίον της περιουσίας δεν καταλογίζεται σε εκείνο που το έπραξε αν η πράξη ή παράλειψη που συνιστούσε αυτό διαπράχθηκε κατά την άσκηση ειλικρινούς αξίωσης δικαιώματος και χωρίς πρόθεση καταδολίευσης ― Άρθρο 8 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Οι διάδικοι είναι ιδιοκτήτες όμορων τεμαχίων στο Παραλίμνι. Οι εφεσείοντες καταχώρησαν ιδιωτική ποινική υπόθεση εναντίον των εφεσιβλήτων. Και οι πέντε κατηγορίες αφορούσαν την ανέγερση, ανοχή και κατοχή οικοδομής χωρίς άδεια της αρμόδιας αρχής, κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου Κεφ. 96, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα. Στις λεπτομέρειες των κατηγοριών αναφερόταν πως οι παρανομίες σχετίζονταν με την τοποθέτηση από το 1980, περίφραξης και προκατασκευασμένης οικοδομής στην ακίνητη ιδιοκτησία των εφεσειόντων.
Το Δικαστήριο αθώωσε και απάλλαξε τους εφεσίβλητους και στις 5 κατηγορίες για διάφορους λόγους. Έκρινε, μεταξύ άλλων, πως δεν είχε αποδειχθεί η ταυτότητα του προσώπου που ανήγειρε την περίφραξη, αντικείμενο των σχετικών κατηγοριών. Οι εφεσείοντες καταχώρησαν την παρούσα έφεση, στην οποία υποστηρίζουν πως η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι νομικά εσφαλμένη, και ότι, σύμφωνα με την αδιαμφισβήτητη μαρτυρία που είχε προσαχθεί ενώπιον του, οι εφεσίβλητοι θάπρεπε να κριθούν ένοχοι των κατηγοριών.
Αποφασίστηκε ότι:
Στη βάση της αδιαμφισβήτητης διαπίστωσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ποινική υπόθεση θεμελιωνόταν σε γεγονότα που αποδείκνυαν συνοριακή διαφορά, εφαρμόζεται το Άρθρο 8 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 στο οποίο οι δικηγόροι των μερών δεν έστρεψαν την προσοχή τους, με αποτέλεσμα να διαλάθει της προσοχής του Δικαστηρίου.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Έφεση εναντίον Aθωωτικής Aπόφασης.
Έφεση από τους κατήγορους, σε ιδιωτική ποινική υπόθεση, κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Aμμοχώστου (Yπόθεση Aρ. 160/99), ημερομηνίας 24/5/2001, με την οποία αθωώθηκαν στις 5 κατηγορίες οι οποίες αφορούσαν στην ανέγερση, ανοχή και κατοχή οικοδομής χωρίς άδεια της αρμόδιας αρχής, κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του περί Pυθμίσεως Oδών και Oικοδομών Nόμου, Kεφ. 96, όπως τροποποιήθηκε.
Α. Ποιητής, για τους Εφεσείοντες.
Λ. Κληρίδης, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Χρ. Αρτεμίδης.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι ήσαν κατηγορούμενοι ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου, που συνεδριάζει στο Παραλίμνι, σε ιδιωτική ποινική υπόθεση που καταχώρισαν εναντίον τους οι εφεσείοντες. Το Δικαστήριο αθώωσε και απάλλαξε τους εφεσίβλητους και στις 5 κατηγορίες που αντιμετώπιζαν. Οι εφεσείοντες καταχώρισαν την υπό συζήτηση έφεση, στην οποία υποστηρίζουν πως η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι νομικά εσφαλμένη, και ότι, σύμφωνα με την αδιαμφισβήτητη μαρτυρία που είχε προσαχθεί ενώπιον του, οι εφεσίβλητοι θάπρεπε να κριθούν ένοχοι των κατηγοριών.
Και οι 5 κατηγορίες αφορούσαν στην ανέγερση, ανοχή και κατοχή οικοδομής χωρίς άδεια της αρμόδιας αρχής, κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου Κεφ.96, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα. Στις λεπτομέρειες των κατηγοριών αναφερόταν πως οι παρανομίες σχετίζονταν με την τοποθέτηση από το 1980, περίφραξης και προκατασκευασμένης οικοδομής στην ακίνητη ιδιοκτησία των εφεσειόντων.
Για να παρουσιαστούν καθαρά τα γεγονότα της υπόθεσης θα συνοψίσουμε τη μαρτυρία που δόθηκε εκ μέρους των εφεσειόντων στη δίκη. Οι εφεσίβλητοι δεν πρόσφεραν καμιά μαρτυρία. Οι εφεσείοντες είναι ιδιοκτήτες του τεμαχίου 208, Φ/Σχ.33/47, στο Παραλίμνι, ενώ οι εφεσίβλητοι του όμορου τεμαχίου 209. Όταν καταχωρίστηκε το κατηγορητήριο κατήγορος σ' αυτό ήταν μόνο η εφεσείουσα εταιρεία αρ.1. Αργότερα προστέθηκε και η 2η εφεσείουσα, η οποία αγόρασε στις 16.8.99 από την 1η το τεμάχιο 208. Το αρχικό κατηγορητήριο στρεφόταν κατά 6 κατηγορουμένων. Στις 15.3.00 αποσύρθηκε η υπόθεση εναντίον τριών από αυτούς.
Από τη μαρτυρία που προσκόμισαν οι εφεσείοντες αποδείκτηκε πως η ποινική υπόθεση, αντικείμενο της συζήτησης μας, εδραζόταν στην ύπαρξη συνοριακής διαφοράς μεταξύ των ιδιοκτητών των δυο τεμαχίων. Το γεγονός τούτο αναδύεται από τη μαρτυρία του ΜΚ2 κ. Α. Ζεμπύλα, λειτουργού στο κτηματολογικό γραφείο Αμμοχώστου, τμήμα χωρομετρίας, ο οποίος είπε πως, μετά από αίτηση της εφεσείουσας 1 επισκέφθηκε επιτόπου τα τεμάχια για επίλυση συνοριακής διαφοράς. Παρόντες ήσαν και οι εφεσίβλητοι. Ο ίδιος διαπίστωσε πως το διαφιλονικούμενο τμήμα κατέχεται μεν από τους ιδιοκτήτες του τεμαχίου 209, τους εφεσίβλητους, αλλά ανήκει στο τεμάχιο 208, τους εφεσείοντες. Οι κατ' ισχυριμόν παράνομες οικοδομές, αντικείμενο των κατηγοριών, ήσαν μεν οικοδομημένες στο τεμάχιο 209, επενέβαιναν όμως και στο 208. Από την παράνομη, κατά τους εφεσείοντες, αυτή επέμβαση προέκυπταν και τα γεγονότα του κατηγορητηρίου ότι δηλαδή οι οικοδομές, αντικείμενο των κατηγοριών, είχαν ανεγερθεί, στο τεμάχιο τους 208, χωρίς άδεια από την αρμόδια αρχή. Οι εφεσίβλητοι δεν αποδέκτηκαν τη σχετική απόφαση του διευθυντή κτηματολογίου, που προφανώς βασίστηκε στην έκθεση του κ. Ζεμπύλα, με αποτέλεσμα να την εφεσιβάλουν στο Δικαστήριο με την αίτηση (έφεση 26/96), η εκδίκαση της οποίας εκκρεμεί. Τόσο ο κ. Ζεμπύλας όσο και ο κ.Μαρκουλλής - διευθυντής της κατηγόρου εφεσείουσας εταιρείας, αναφέρθηκε στην υπόθεση ως συνοριακή διαφορά. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά κάνει την ίδια διαπίστωση στην απόφαση του, από την οποία παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα.
«Από τη μαρτυρία δε αυτή προκύπτει αβίαστα ότι μεταξύ των δύο όμορων τεμαχίων 208 και 209 υφίσταται συνοριακή διαφορά. Αυτή ήρθε στο φως όταν ο κ.Ζεμπύλας, λειτουργός του Τμήματος Χωρομετρίας, διαπίστωσε στο πλαίσιο επιτόπιας έρευνας την οποία διενήργησε στις 27.11.1995 ότι ένα τμήμα του τεμαχίου 208 κατείχετο από τους ιδιοκτήτες του τεμαχίου 209 ως αναπόσπαστο τμήμα του τεμαχίου αυτού. Την εν λόγω έρευνα για επίλυση συνοριακής διαφοράς προκάλεσε με σχετική αίτηση της η κατήγορος εταιρεία η οποία είχε αποκτήσει την ιδιοκτησία του τεμαχίου 208 κατά το 1993 ή 1994.»
Ο δικαστής, αφού ανέλυσε την προσαχθείσα μαρτυρία, αθώωσε και απάλλαξε τους εφεσίβλητους για διάφορους λόγους. Έκρινε πως δεν αποδείχθηκε η ταυτότητα του προσώπου που ανήγειρε την περίφραξη, αντικείμενο των σχετικών κατηγοριών. Κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα πως δεν απεδείχθη η 3η κατηγορία εναντίον του 1ου εφεσίβλητου, γιατί η μαρτυρία δεν καταδείκνυε οποιαδήποτε εμπλοκή του σ' αυτή. Στα ίδια ευρήματα κατέληξε και αναφορικά με τις κατηγορίες 4 και 5. Απέρριψε όμως τις κατηγορίες και για δυο άλλους, καθαρά νομικούς λόγους. Εξέφρασε την άποψη πως, εφόσον η ισχυριζόμενη επέμβαση στο τεμάχιο 208 διαπιστώθηκε το 1995, η καταχώριση της υπόθεσης στις 28.1.99 δεν έγινε μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, παραβιάζοντας έτσι τα συνταγματικά δικαιώματα των κατηγορουμένων, όπως αυτά διασφαλίζονται στο άρθρο 30 του Συντάγματος. Τέλος, ανέφερε πως, εφόσον εκκρεμεί η αίτηση 26/96 ενώπιον του αρμόδιου πολιτικού Δικαστηρίου, για την επίλυση της συνοριακής διαφοράς μεταξύ των ίδιων μερών στην παρούσα έφεση, η έναρξη της ποινικής διαδικασίας αποτελούσε κατάχρηση της δικαστικής λειτουργίας, που έγινε με μοναδικό σκοπό η ποινική δίκη να αποτελέσει μοχλό πίεσης, εναντίον των εφεσιβλήτων, ενόψει του χρόνου που χρειάζεται η διεκπεραίωση της πολιτικής διαδικασίας.
Δεν θα μας απασχολήσουν τα ζητήματα, στα οποία βασίστηκε η πρωτόδικη απόφαση. Και τούτο χωρίς να υποτιμούμε βέβαια την επιμέλεια που ο δικαστής επέδειξε κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, τη συζήτηση και ανάλυση της μαρτυρίας αλλά και της καθαρής διατύπωσης των απόψεων του. Έχουμε τη γνώμη πως στη βάση της αδιαμφισβήτητης διαπίστωσης του πρωτόδικου δικαστή, πως η ποινική υπόθεση θεμελιωνόταν σε γεγονότα που αποδείκνυαν συνοριακή διαφορά, εφαρμόζεται το άρθρο 8 του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154, στο οποίο οι δικηγόροι των μερών δεν έστρεψαν την προσοχή τους, με αποτέλεσμα να διαλάθει και της προσοχής του Δικαστηρίου. Το πιο πάνω άρθρο έχει ως εξής:
«8 A person is not criminally responsible in respect of an offence relating to property, if the act done or omitted to be done by him with respect to the property was done in the exercise of an honest claim of right and without intention to defraud.»
Σύμφωνα με τις διατάξεις του πιο πάνω άρθρου αλλά και την καθαρή διαπίστωση πως υπήρχε συνοριακή διαφορά μεταξύ εφεσειόντων και εφεσιβλήτων, η οποία ήταν καλόπιστη εκ μέρους των εφεσιβλήτων, οι τελευταίοι δεν υπείχαν οποιαδήποτε ποινική ευθύνη στις κατηγορίες που τους προσάφθηκαν από τους εφεσείοντες.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.