ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 2 ΑΑΔ 90
29 Μαρτίου, 2002
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΚΑΡΙΤΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7230)
Ποινική Δικονομία ― Διαταγή για κράτηση υποδίκου μέχρι τη εκδίκαση της υπόθεσης του από το Κακουργιοδικείο ― Ύπαρξη πιθανότητας επηρεασμού μαρτύρων ― Αποδείχθηκε με συγκεκριμένη μαρτυρία ― Δεν τεκμηριώθηκε λόγος για επέμβαση του Εφετείου στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Κακουργιοδικείου.
Ποινική Δικονομία ― Διαταγή για κράτηση υποδίκου ― Προσωπικές περιστάσεις ― Είναι ήσσονος σημασίας σε πολύ σοβαρές υποθέσεις.
Ο εφεσείων ο οποίος αντιμετωπίζει 13 συνολικά κατηγορίες δεκασμού, διαφθοράς, απόσπασης χρημάτων, κατάχρησης εξουσίας και απόκτησης περιουσίας υπό δημοσίου υπαλλήλου, διατάχθηκε όπως παραμείνει υπό κράτηση για περίοδο 5 περίπου μηνών, από τις 12.12.2001 μέχρι τις 9.4.2002, μετά την παραπομπή της υπόθεσης του προς εκδίκαση από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο. Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης αυτής του Μόνιμου Κακουργιοδικείου, στην οποία κατέληξε αφού βασίσθηκε βασικά:
α) Στην πιθανότητα μη εμφάνισής του κατά τη δίκη· και
β) Στην πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων.
Η αμφισβήτηση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης επικεντρώθηκε:
α) Στο συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου περί ύπαρξης πιθανότητας επηρεασμού μαρτύρων· και
β) Στην παράλειψη του Κακουργιοδικείου να ασχοληθεί με τα σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε ο εφεσείων.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου ότι υπήρχε πιθανότητα επηρεασμού μάρτυρος είναι απόλυτα ορθό. Η Κατηγορούσα Αρχή δεν έχει την υποχρέωση να αποδείξει ότι θα υπάρξει επηρεασμός μαρτύρων κατηγορίας αν ο κατηγορούμενος αφεθεί ελεύθερος. Το Δικαστήριο θα διατάξει την κράτηση ενός κατηγορουμένου αν ικανοποιηθεί ότι υπάρχουν ουσιαστικοί λόγοι που μπορούν να οδηγήσουν σε συμπέρασμα ότι υπάρχει κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων. Στην παρούσα περίπτωση υπήρχε συγκεκριμένη μαρτυρία ότι είχε ήδη εκδηλωθεί προς τούτο προσπάθεια από τη σύζυγο του εφεσείοντος, όχι μία αλλά περισσότερες φορές, για να επηρεάσει την βασική μάρτυρα κατηγορίας.
2. Η εισήγηση ότι θα έπρεπε να δοθεί προφορική μαρτυρία εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής για να στοιχειοθετήσει τον κίνδυνο επηρεασμού μαρτύρων είναι ανεδαφική. Η Κατηγορούσα Αρχή μπορεί να βασισθεί πάνω στο περιεχόμενο του φακέλου του Δικαστηρίου και από το σύνολο των στοιχείων να επικαλεσθεί τα στοιχεία εκείνα που μπορούν να υποστηρίζουν την εισήγηση της για τον κίνδυνο επηρεασμού, όπως έγινε και στην παρούσα περίπτωση.
3. Η εισήγηση του εφεσείοντος ότι το Κακουργιοδικείο δεν ασχολήθηκε με τα θέματα υγείας του είναι λανθασμένη. Στη σχετική απόφαση του το Κακουργιοδικείο αναφέρει ρητά ότι οι επιπτώσεις της κράτησης στην προσωπική, οικογενειακή και επαγγελματική ζωή του κατηγορουμένου, ακόμα και αυτές που αφορούν την υγεία του, δεν υπερφαλαγγίζουν το γενικό δημόσιο συμφέρον στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7,
Τυμπιώτης ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 736.
Έφεση εναντίον Διατάγματος Κράτησης.
Έφεση από τον κατηγορούμενο, ο οποίος αντιμετωπίζει 13 συνολικά κατηγορίες δεκασμού, διαφθοράς, απόσπασης χρημάτων, κατάχρησης εξουσίας και απόκτησης περιουσίας υπό δημοσίου υπαλλήλου, εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 18730/2001) ημερομηνίας 11/12/2001, με την οποία διατάχθηκε όπως παραμείνει υπό κράτηση για περίοδο 5 μηνών περίπου μέχρι τη δίκη του από το Κακουργιοδικείο, στις 9/4/2002.
Μιχ. Σταματάρης, για τον Εφεσείοντα.
Ε. Γεωργιάδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη.
Ο Εφεσείων είναι παρών.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση αμφισβητεί την ορθότητα απόφασης του Μόνιμου Κακουργιοδικείου με την οποία διατάχθηκε όπως ο εφεσείων παραμείνει υπό κράτηση μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης του.
(α) Τα γεγονότα
Ο εφεσείων, που αντιμετωπίζει 13 συνολικά κατηγορίες δεκασμού, διαφθοράς, απόσπασης χρημάτων, κατάχρησης εξουσίας και απόκτησης περιουσίας υπό δημοσίου υπαλλήλου, διατάχθηκε όπως παραμείνει υπό κράτηση για μια περίοδο 5 περίπου μηνών, από τις 12/12/2001 μέχρι τις 9/4/2002, μετά την παραπομπή της υπόθεσης του προς εκδίκαση από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο.
Ο εφεσείων, που κατά τον ουσιώδη χρόνο υπηρετούσε στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λευκωσίας, αντιμετωπίζει δύο κατηγορίες δεκασμού κατά παράβαση του άρθρου 100(Α) του Κεφ. 154 (αδίκημα για το οποίο προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι 3 χρόνια), δύο κατηγορίες διαφθοράς κατά παράβαση του άρθρου 3(α) του περί Προλήψεως της Διαφθοράς Νόμου, Κεφ. 161 (αδίκημα για το οποίο προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι 2 χρόνια), δύο κατηγορίες για απόσπαση χρημάτων κατά παράβαση του άρθρου 101 του Κεφ. 154 (αδίκημα για το οποίο προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι 3 χρόνια), μία κατηγορία για κατάχρηση εξουσίας κατά παράβαση του άρθρου 105 του Κεφ. 154 (αδίκημα για το οποίο προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι 3 χρόνια) και έξι κατηγορίες για απόκτηση περιουσίας κατά παράβαση των άρθρων 4(1)(α)(ΙΙΙ), 4(2) και 5 του περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμου αρ. 61(Ι)/96 (αδίκημα για το οποίο προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι 14 χρόνια).
Το Κακουργιοδικείο διέταξε την κράτηση του εφεσείοντος μέχρι την ημέρα της δίκης του αφού βασίσθηκε βασικά
(α) Στην πιθανότητα μη εμφάνισης του κατά τη δικάσιμο και
(β) Στην πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων.
Αναφορικά με την πιθανότητα μη εμφάνισης του εφεσείοντος κατά τη δικάσιμο το Κακουργιοδικείο αποφάνθηκε ότι η σοβαρότητα του αδικήματος, η πιθανολόγηση της καταδίκης του εφεσείοντος και το ύψος της ποινής που πρόβαλλε σαν ενδεχόμενο, ήταν στοιχεία που υποδείκνυαν ότι υπήρχε μεγάλος κίνδυνος μη προσέλευσης του εφεσείοντος την ημέρα της δίκης του, αν αφηνόταν ελεύθερος.
Ο εφεσείων δεν αμφισβήτησε με τους λόγους έφεσης που έχει προβάλει το πιο πάνω εύρημα. Η μη αμφισβήτηση της ορθότητας του πιο πάνω ευρήματος μπορεί να λεχθεί ότι καθορίζει την τύχη της παρούσας έφεσης.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος με την παρούσα έφεση επικέντρωσε την αμφισβήτηση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης
(i) στο συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου ότι υπήρχε πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων και
(ii) στην παράλειψη του Κακουργιοδικείου να ασχοληθεί με τα σοβαρά θέματα υγείας που αντιμετώπιζε ο εφεσείων.
Ανεξάρτητα από την πιο πάνω επισήμανση μας αναφορικά με τη μη αμφισβήτηση του ευρήματος της μη προσέλευσης του εφεσείοντος κατά την ημέρα της δίκης του, θα εξετάσουμε τους δύο λόγους που έχουν προβληθεί ως προς το λανθασμένο της πρωτόδικης απόφασης.
(β) Επηρεασμός μαρτύρων
Η βασική μάρτυς της Κατηγορούσας Αρχής είναι η παραπονούμενη Μάρω Δημητριάδου η οποία έδωσε πέντε καταθέσεις στην Αστυνομία αναφορικά με τα γεγονότα που οδήγησαν στη διάπραξη των αδικημάτων. Από το περιεχόμενο των καταθέσεων της προκύπτει ότι σε τρεις τουλάχιστον περιπτώσεις η σύζυγος του εφεσείοντος Χρύσω Μακαρίτη (που γνώριζε τη μάρτυρα) αποπειράθηκε να πείσει τη μάρτυρα να καταθέσει στην Αστυνομία ότι ο εφεσείων δεν πήρε χρήματα από την παραπονουμένη και ότι ο εφεσείων είχε πληρώσει την παραπονούμενη για τη μεταβίβαση ενός τετάρτου μεριδίου του κτήματος που είχε εγγραφεί στο όνομα της παραπονουμένης, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς της Κατηγορούσας Αρχής ότι η δωρεάν μεταβίβαση του 1/4 μεριδίου και η πληρωμή προς αυτόν από την παραπονουμένη του ποσού των £200 είχε ζητηθεί από τον εφεσείοντα ως δώρο για την εξέταση και έγκριση αίτησης για την εγγραφή ακίνητης περιουσίας στο όνομα της μητέρας της παραπονουμένης.
Η Κατηγορούσα Αρχή δεν κάλεσε μάρτυρες για να καταθέσουν αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι υπήρχε πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων και βασίσθηκε στο περιεχόμενο των πιο πάνω καταθέσεων της μάρτυρος Μάρως Δημητριάδου. Αντίθετα η Υπεράσπιση κάλεσε τον Ψυχίατρο Γιάγκο Μικελλίδη (που κατέθεσε ότι ο εφεσείων υπέφερε από κατάθλιψη και αϋπνία) και τη σύζυγο του εφεσείοντος (που κατέθεσε ότι δεν κλήθηκε από την Αστυνομία να καταθέσει για τους ισχυρισμούς της παραπονουμένης, παραδέχθηκε όμως ότι καταχωρήθηκε και εκκρεμεί εναντίον της ποινική υπόθεση για επηρεασμό μάρτυρος).
Το Κακουργιοδικείο με βάση το περιεχόμενο των καταθέσεων της μάρτυρος κατέληξε σε συμπέρασμα ότι υπήρχε κίνδυνος επηρεασμού μάρτυρος. Έχει υποβληθεί εκ μέρους του εφεσείοντος ότι το Κακουργιοδικείο δεν έπρεπε να δεχθεί τις καταθέσεις της παραπονουμένης χωρίς ερωτηματικά, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι η παραπονουμένη διαφοροποίησε τη θέση που αρχικά είχε προβάλει και με την τρίτη κατάθεση της αρχίζει να ενοχοποιεί τον εφεσείοντα. Το Κακουργιοδικείο έπρεπε να είχε προβληματιστεί γιατί η παραπονουμένη έδωσε πέντε καταθέσεις και τι υποσχέσεις και ποιές συμβουλές πήρε για να διαφοροποιήσει την προσέγγιση της σχετικά με τα γεγονότα.
Η εισήγηση του εφεσείοντος δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή γιατί δεν συνάδει με τα στοιχεία που υπάρχουν. Η παραπονουμένη έδωσε πέντε συνολικά καταθέσεις στην Αστυνομία, στις 5/11/2001, 9/11/2001, 11/11/2001, 12/11/2001 και 14/11/2001 και από τη δεύτερη κατάθεση της της 9/11/2001 ενοχοποιεί τον εφεσείοντα. Αναφορικά με τον ισχυρισμό για τον επηρεασμό της, η μάρτυς αναφέρει ότι η πρώτη προσπάθεια από τη σύζυγο του εφεσείοντος έγινε στις 4/11/2001, προτού ακόμα η μάρτυς δώσει την πρώτη κατάθεση της στην Αστυνομία.
Το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου ότι υπήρχε πιθανότητα επηρεασμού μάρτυρος είναι απόλυτα ορθό. Η Κατηγορούσα Αρχή δεν έχει την υποχρέωση να αποδείξει ότι θα υπάρξει επηρεασμός μαρτύρων κατηγορίας αν ο κατηγορούμενος αφεθεί ελεύθερος. Το Δικαστήριο θα διατάξει την κράτηση ενός κατηγορουμένου αν ικανοποιηθεί ότι υπάρχουν ουσιαστικοί λόγοι που μπορούν να οδηγήσουν σε συμπέρασμα ότι υπάρχει κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων. Στην παρούσα περίπτωση υπήρχε συγκεκριμένη μαρτυρία ότι είχε ήδη εκδηλωθεί προς τούτο προσπάθεια από τη σύζυγο του εφεσείοντος, όχι μία αλλά περισσότερες φορές, για να επηρεάσει την παραπονουμένη.
Η εισήγηση ότι θα έπρεπε να δοθεί προφορική μαρτυρία εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής για να στοιχειοθετήσει τον κίνδυνο επηρεασμού μαρτύρων είναι ανεδαφική. Η Κατηγορούσα Αρχή μπορεί να βασισθεί πάνω στο περιεχόμενο του φακέλου του Δικαστηρίου και από το σύνολο των στοιχείων να επικαλεσθεί τα στοιχεία εκείνα που μπορούν να υποστηρίζουν την εισήγηση της για τον κίνδυνο επηρεασμού, όπως έγινε και στην παρούσα περίπτωση.
(γ) Θέματα υγείας του εφεσείοντος
Έχει υποβληθεί εκ μέρους του εφεσείοντος ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα απέφυγε να ασχοληθεί με τα σοβαρά θέματα υγείας που αντιμετώπιζε ο εφεσείων προτού προβεί στην έκδοση διατάγματος κράτησης. Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί ότι ο ψυχίατρος Γιάγκος Μικελλίδης, που κατέθεσε εκ μέρους του εφεσείοντος, ανέφερε ότι τον εξέτασε για πρώτη φορά για 45 λεπτά στις 8/12/2001 και διαπίστωσε ότι ο εφεσείων ήταν φοβερά συγχυσμένος και υστερικός. Ο εφεσείων του παραπονέθηκε ότι υπέφερε από κατάθλιψη και αϋπνία και ο μάρτυς διαπίστωσε ότι παρουσίαζε συμπτώματα καταθλιπτικού και συγχυσμένου ατόμου και έχρηζε περαιτέρω εξετάσεων.
Η εισήγηση του εφεσείοντος ότι το Κακουργιοδικείο δεν ασχολήθηκε με τα θέματα υγείας του είναι λανθασμένη. Στη σχετική απόφαση του το Κακουργιοδικείο αναφέρει ρητά ότι οι επιπτώσεις της κράτησης στην προσωπική, οικογενειακή και επαγγελματική ζωή του κατηγορουμένου, ακόμα και αυτές που αφορούν την υγεία του, δεν υπερφαλαγγίζουν το γενικό δημόσιο συμφέρον στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης. Τούτο εξυπακούει ότι το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη τη μαρτυρία που είχε δοθεί αναφορικά με την υγεία του εφεσείοντος και ορθά κατέληξε σε συμπέρασμα ότι τα προβλήματα υγείας του εφεσείοντος δεν μπορούσαν να υπερισχύσουν του γενικού δημόσιου συμφέροντος, σε βαθμό που θα επέτρεπαν την απόλυση του με ή χωρίς όρους. (Ίδε Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7 και Τυμπιώτης ν. Δημοκρατίας (2001) 2 A.A.Δ. 736).
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.