ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 2 ΑΑΔ 708
19 Οκτωβρίου, 2001
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΠΑΝΤΕΛΗ,
Εφεσείων,
ν.
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
Εφεσιβλήτου,
(Ποινική Έφεση Αρ. 7095)
Συμμετοχή ― Ποινική ευθύνη συμμετόχου ― Ποινικός Κώδικας Κεφ. 154, Άρθρο 20 ― Καταδίκη εταιρείας και διευθυντή της για συγκεκριμένο αδίκημα ― Η ιδιότητα του διευθυντή εταιρείας δεν μπορεί από μόνη της να στηρίξει την καταδίκη δυνάμει του Άρθρου 20, στην απουσία μαρτυρίας για συμμετοχή του.
Εταιρείες ― Ποινική ευθύνη διευθυντή εταιρείας ― Η ιδιότητα του διευθυντή κατηγορούμενης εταιρείας δεν αρκεί από μόνη της να στηρίξει καταδίκη του για διάπραξη συγκεκριμένου αδικήματος.
Απόδειξη ― Περιστατική μαρτυρία ― Ποια η έννοια και λειτουργία τέτοιας φύσεως μαρτυρίας.
Έφεση ― Πρακτικά ― Δεν παρέχεται δικαιοδοσία στο Εφετείο για διόρθωση των πρακτικών της πρωτόδικης απόφασης.
Ο εφεσίβλητος, διευθυντής εταιρείας, αντιμετώπιζε μαζί με εταιρεία και τρίτο πρόσωπο μια κατηγορία για έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρυσμα κατά παράβαση του Άρθρου 305(Α) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε, και του Άρθρου 20 του ίδιου κώδικα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι λόγω απουσίας αποδεικτικού υλικού που να συνδέει τον εφεσίβλητο με οποιονδήποτε τρόπο με την τέλεση του αδικήματος, δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του και τον απάλλαξε. Η υπόθεση εναντίον της εταιρείας προχώρησε αφού κλήθηκε σε απολογία.
Αντικείμενο της έφεσης είναι η απαλλακτική απόφαση στο στάδιο εκείνο της δίκης.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Τα στοιχεία τα οποία επικαλέσθηκε ο συνήγορος του εφεσείοντος δεν έχουν τον ειρμό, τη συνοχή και την αποδεικτική δυνατότητα της περιστατικής μαρτυρίας, που μπορεί να οδηγήσουν σε συμπέρασμα ενοχής είτε, όπως στην παρούσα περίπτωση, σε τεκμήρια ενοχής.
2. Είναι παραδεκτό πως δεν υπάρχει μαρτυρία ως προς την ταυτότητα του προσώπου που υπέγραψε την επιταγή.
3. Η ιδιότητα του εφεσίβλητου ως διευθυντή της εταιρείας δεν αρκεί από μόνη της να οδηγήσει σε συμπέρασμα ενοχής του. Ούτε το στοιχείο αυτό είχε θεμελιωθεί με επάρκεια.
4. Κανένα από τα στοιχεία της μαρτυρίας που παρασχέθηκε θα μπορούσε να έχει θεμελιώσει εκ πρώτης όψεως υπόθεση με τους τρόπους συμμετοχής των παραγρ. (β) και (γ) του Άρθρου 20, δηλαδή παροχής συνδρομής και υποκίνησης στη διάπραξη του αδικήματος.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα £100 εναντίον του εφεσείοντος.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133,
Αδελφοί Αναστασίου Λτδ ν. Μυλωνά (1997) 1 Α.Α.Δ. 1280,
Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73,
Ευρυβιάδης ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 600,
Ταμείο Προνοίας Προσωπικού Βιομηχανιών Συνομοσπονδίας Εργατοϋπαλλήλων Κύπρου (ΣΕΚ) ν. Samoa Clothing Industry Ltd κ.ά. (2000) 2 Α.Α.Δ. 619,
Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού ν. Χαραλάμπους (Αρ. 2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 603.
Έφεση εναντίον αθωωτικής απόφασης.
Έφεση από τον κατήγορο κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, Υπόθεση Αρ. 22004/00, ημερομηνίας 9/4/01, με την οποία απάλλαξε τον κατηγορούμενο από την κατηγορία της έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρυσμα, κατά παράβαση του Άρθρου 305(Α), του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.
Σωτ. Δράκος, για τον Εφεσείοντα.
Δ. Παπαχρυσοστόμου, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Ο κατηγορούμενος-εφεσίβλητος αντιμετώπισε, με την εταιρεία Latemil Ltd. (η εταιρεία), που εδρεύει στη Λευκωσία, και τρίτο πρόσωπο, μια κατηγορία για την έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρυσμα. Το αδίκημα αυτό εμφανίστηκε στον εγκληματολογικό χάρτη με την προσθήκη του άρθρ. 305(Α) στον ποινικό κώδικα και έτυχε μέχρι σήμερα μιας τροποποίησης με το νόμο 36(1)/97. Η διάταξη αποτελεί τη μία νομική βάση της κατηγορίας. Η άλλη είναι το άρθρ. 20 του κώδικα, που παρέχει ορισμό της συναυτουργίας και προσδιορίζει τους τρόπους σύμπραξης των αυτουργών στη διάπραξη ενός εγκλήματος. Η επίδικη επιταγή, για ποσό £10.000, εκδόθηκε στο όνομα και προς όφελος του κατηγόρου- εφεσείοντα (Μ.Κ.1). Η επιταγή παρουσιάστηκε για πληρωμή σε Τράπεζα, αλλά δεν εξαργυρώθηκε, προφανώς λόγω έλλειψης κεφαλαίων στο λογαριασμό του εκδότη της.
Η υπόθεση κατά του τρίτου προσώπου δεν προωθήθηκε. Είχε αποσυρθεί κατά την πρώτη δικάσιμο με αποτέλεσμα την αθώωση και απαλλαγή του. Ο πρωτόδικος δικαστής, μετά την περάτωση της υπόθεσης του κατηγόρου, αποδέχθηκε εισήγηση ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Ο λόγος ήταν ότι δεν υπήρχε αποδεικτικό υλικό που να συνδέει, με οποιοδήποτε τρόπο, τον εφεσίβλητο με την τέλεση του αδικήματος. Η απαλλακτική απόφαση στο στάδιο εκείνο της δίκης είναι τώρα το αντικείμενο της έφεσης. Ας σημειωθεί ότι η υπόθεση εναντίον της εταιρείας προχώρησε, αφού κλήθηκε σε απολογία.
Η ουσία της εκκαλούμενης απόφασης βρίσκεται στα παρακάτω δύο αποσπάσματα, που συνάμα αξιολογούν και το μαρτυρικό υλικό που προσκομίστηκε και παρέχουν ανάγλυφη απεικόνιση των βασικών ζητημάτων που εξετάζει το δικαστήριο όταν κρίνει εισήγηση πως δεν υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση:
"Στην προκείμενη περίπτωση καμία μαρτυρία δεν υπάρχει ότι ο κατηγορούμενος 2 υπέγραψε ή με οποιοδήποτε τρόπο συμμετείχε στην έκδοση της επίδικης επιταγής. Δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας που να συνδέει τον Κατηγορούμενο 2 με οποιαδήποτε πράξη που θα μπορούσε να τον καταστήσει υπόλογο.
Παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου μια συμφωνία την οποία φέρεται ο κατηγορούμενος 2 να υπογράφει ως διευθυντής (director) της εταιρείας. Και αν ακόμα η μαρτυρία αυτή θεωρηθεί ως ικανοποιητική για την ιδιότητα του Κατηγορουμένου 2, όπως ήδη εξήγησα, η ιδιότητα του διευθυντή από μόνη της δεν είναι αρκετή. Πέραν τούτου δεν υπάρχει μαρτυρία ότι ο κατηγορούμενος 2 ήταν το πρόσωπο που είτε με την υπογραφή του ή άλλο τρόπο συνέδραμε στην έκδοση της επιταγής."
Η υπόθεση εξετάστηκε υπό το πρίσμα των κανόνων που διέπουν την απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, που επιτρέπει την προώθηση της δίκης στο τελικό της στάδιο. Έγινε επίκληση στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Στέφανου Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133, από την οποία καθοδηγήθηκε ο πρωτόδικος δικαστής, αφού συνόψισε το περιεχόμενό της.
Εκτός από την επιταγή, ο Μ.Κ.1 κατέθεσε και τη συμφωνία τεκμ. 1 ημερ. 9/12/99. Αυτή είναι συμφωνία μεταξύ της εταιρείας του μάρτυρα, P.P. Fashion Art Presentation Ltd. και της εταιρείας Latemil Ltd., με την οποία η πρώτη πώλησε στη δεύτερη την επιχείρησή της αντί ποσού £70.000. Στο τεκμ. 1 αναφέρεται το όνομα του εφεσιβλήτου ως διευθυντή της αγοράστριας εταιρείας. Επισημαίνεται και εδώ η έλλειψη οποιασδήποτε μαρτυρίας αναφορικά με την υπογραφή της συμφωνίας από τον εφεσίβλητο υπό την ιδιότητα του διευθυντή. Το τίμημα πώλησης συμφωνήθηκε να πληρωθεί με δόσεις. Σύμφωνα με την παράγρ. 2(1)(β) της συμφωνίας, ποσό £10.000 ήταν πληρωτέο στις 20/12/99, ημερομηνία που ήταν πληρωτέα η επίδικη επιταγή. Ο δικηγόρος του εφεσείοντα προσπάθηκε να μας πείσει, αναπτύσσοντας σχετικούς λόγους έφεσης, ότι τα στοιχεία αυτά αποτελούσαν περιστατική μαρτυρία ικανή για να κληθεί ο εφεσείων να απαντήσει στην κατηγορία.
Ο συνήγορος έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στη σύμπτωση μεταξύ του ποσού της δόσης, που αναφέρει η συμφωνία, και του χρόνου πληρωμής της και των αντίστοιχων στοιχείων της επιταγής. Επίσης ότι ο ίδιος ο εφεσίβλητος παρέδωσε, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, την επιταγή στον τελευταίο. Όταν ζητήσαμε από το συνήγορο να μας υποδείξει τη σχετική μαρτυρία, είπε ότι αυτή δεν καταγράφτηκε στο πρακτικό. Εντούτοις, αν αυτό που είπε είναι σωστό, δεν προέβη σε καμιά ενέργεια για αποκατάσταση του πρακτικού, όπως υπαγορεύει η νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων, Αδελφοί Αναστασίου Λτδ. ν. Μυλωνά (1997) 1 Α.Α.Δ. 1280). Επομένως το Εφετείο, που κρίνει τις υποθέσεις στη βάση μόνο του πρακτικού της δίκης, θα αγνοήσει το σχετικό ισχυρισμό του κ. Δράκου. Δεν είναι άσχετο να αναφέρουμε εδώ ότι ο κατήγορος δεν ρωτήθηκε ποτέ απευθείας από το δικηγόρο του για το γεγονός, όπως προκύπτει από το εξής απόσπασμα (και μοναδικό σχετικά με το θέμα):
"Ε. Την επιταγή αυτή πού την παραλάβατε;
Α. Έξω από την επιχείρηση που πώλησα, που είναι στη Λεωφ. Μακαρίου Γ΄στη Λευκωσία.
Ε. Λάβατε οποιοδήποτε ποσό έναντι αυτής της επιταγής;
Α. Έναντι απόδειξης, πήρα £500. Την απόδειξη την έχει ο κατηγορούμενος αρ. 2."
Η πληρωμή έναντι είναι ένας άλλος ισχυρισμός που επικαλείται ο εφεσείων.
Τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν δεν έχουν τον ειρμό, τη συνοχή και την αποδεικτική δυνατότητα της περιστατικής μαρτυρίας, που μπορεί να οδηγήσουν είτε σε συμπεράσματα ενοχής είτε, όπως στην περίπτωσή μας, σε τεκμήρια ενοχής. Η έννοια και λειτουργία τέτοιας φύσεως μαρτυρίας εξηγείται από τον Wills στο Circumstantial Evidence, σελ. 19 (Indian Notes).
"While the concurrence of several separate facts, all of which point to the same conclusion, may, though the probative force of each be slight, be quite sufficient in their cumulative effect to produce conviction, a mere aggregation of separate facts, all of which are inconclusive in the sense that they are quite as consistent with the innocence as with the guilt of an accused person, cannot have any probative force."
(βλ. επίσης Fournides ν. Republic (1986) 2 C.L.R. 73).
Eίναι παραδεκτό (έτσι είναι εν πάση περιπτώσει) πως δεν υπάρχει μαρτυρία ως προς την ταυτότητα του προσώπου που υπέγραψε την επιταγή. Το ίδιο, όπως προελέχθη, ισχύει και για τη συμφωνία αναφορικά με το πρόσωπο που υπογράφει ως διευθυντής της Latemil. Όταν μάλιστα ο εφεσείων ρωτήθηκε, στην κύρια εξέτασή του, να αναφέρει πώς συνδεόταν ο εφεσίβλητος με την κατηγορούμενη εταιρεία έδωσε εντελώς ασαφή απάντηση:
"Έχω την εντύπωση ότι ήταν διευθυντής της εταιρείας."
Ο συνήγορος εισηγήθηκε ότι η ομοιότης των υπογραφών στο έγγραφο και την επιταγή θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη. Πέρα από το ότι και ομοιότητα να υπήρχε δε θα προωθούσε, ελλείψει άλλης μαρτυρίας, την υπόθεση του κατηγόρου, τέτοια ενέργεια από πρωτόδικο δικαστήριο θα ήταν μοιραίο λάθος. Θα κατερχόταν το ίδιο το δικαστήριο στην αρένα, δίκην εμπορογνώμονα - γραφολόγου, που είναι ασφαλώς ανεπίτρεπτο. Αδύνατη είναι και δεν οδηγεί πουθενά η μαρτυρία για πληρωμή ποσού £500, που, εν πάση περιπτώσει, παρέμεινε χωρίς άλλη υποστήριξη.
Ο κ. Δράκος παρέπεμψε στην απόφαση στη Γιάννος Ευρυβιάδης ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 600, για να τη διακρίνει από την παρούσα. Παρά την προσπάθεια, η ομοιότητα είναι περισσότερη από εμφανής. Παραμερίστηκε καταδίκη του εφεσείοντα που είχε ως μοναδικό έρεισμα την ιδιότητά του ως διευθυντή της κατηγορούμενης εταιρείας. Κρίθηκε ότι η ιδιότητα από μόνη της δεν αρκεί. Θα υπενθυμίσουμε ότι εδώ ούτε το στοιχείο αυτό θεμελιώθηκε καλά καλά.
Λέχθηκε ότι ο συνδυασμός των παραπάνω στοιχείων δημιούργησε εκ πρώτης όψεως υπόθεση με βάση το άρθρ. 20 (β) και (γ) του ποινικού κώδικα. Κανένα από τα στοιχεία της μαρτυρίας που παρασχέθηκε λαμβανόμενο είτε μεμονωμένα είτε σωρευτικά θα μπορούσε να έχει θεμελιώσει εκ πρώτης όψεως υπόθεση με τους τρόπους συμμετοχής των παραγρ. (β) και (γ), δηλαδή παροχής συνδρομής και υποκίνησης στη διάπραξη του αδικήματος. Η απόφαση στην Π.Ε. 6649 Ταμείο Προνοίας Προσωπικού Βιομηχανιών Συνομοσπονδίας Εργατουπαλλήλων Κύπρου (ΣΕΚ) ν. Samoa Clothing Industry Ltd. κ.ά. (2000) 2 Α.Α.Δ. 619, που παρέπεμψε ο συνήγορος, δεν έχει καμιά σχέση με την παρούσα, εκτός από το γεγονός ότι κατηγορήθηκε και ο διευθυντής και κηρύχθηκε ένοχος από το Εφετείο, υπό εντελώς όμως διαφορετικές περιστάσεις.
Η έφεση απορρίπτεται για τους παραπάνω λόγους ως αβάσιμη. Ο εφεσείων θα πληρώσει τα έξοδα της έφεσης που καθορίζουμε σε £100, αφού λάβαμε υπόψη τα κριτήρια που έθεσε η απόφαση στην Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού ν. Πάμπου Χαραλάμπους (Αρ. 2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 603.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα £100 εναντίον του εφεσείοντος.