ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 2 ΑΑΔ 689
4 Οκτωβρίου, 2001
[ΚΑΛΛΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥΔΙΑ,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7183)
Διάταγμα προσωποκράτησης ― Έφεση εναντίον διατάγματος προσωποκράτησης το οποίο εκδόθηκε λόγω κινδύνου επηρεασμού μαρτύρων και διάπραξης άλλων αδικημάτων ― Δεν τεκμηριώθηκε λόγος για επέμβαση του Εφετείου στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Διάταγμα προσωποκράτησης ― Καταστροφή τεκμηρίων ― Συνιστά επέμβαση στην πορεία της δίκης και ανήκει στην ίδια κατηγορία με το κεφάλαιο επηρεασμού μαρτύρων.
Διάταγμα προσωποκράτησης ― Χρόνος κράτησης ― Συνιστά μετρήσιμο παράγοντα στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Ο εφεσείων ο οποίος είχε παραπεμφθεί σε δίκη στο Κακουργιοδικείο για συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, πλαστοπροσωπεία, πλαστογραφία, κυκλοφορία πλαστών εγγράφων, απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, εξασφάλιση βιβλιαρίου επιταγής με ψευδείς παραστάσεις και απόπειρα απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, διατάχθηκε να παραμείνει υπό κράτηση μέχρι τη δίκη του λόγω του κινδύνου επηρεασμού μαρτύρων και διάπραξης άλλων αδικημάτων.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση υποστηρίζοντας ότι:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε σωστά τη μαρτυρία της Αστυνομίας περί δήθεν ύπαρξης απειλητικού τηλεφωνήματος στον κύριο μάρτυρα κατηγορίας.
2. Η διαπίστωση περί ύπαρξης κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων είναι εσφαλμένη και αδικαιολόγητη.
3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε υπερβολική σημασία στη διάρκεια κράτησης του εφεσείοντος (περίπου 19 ημέρες) και παρέλειψε να συνεκτιμήσει σωστά ότι η στέρηση της ελευθερίας του εφεσείοντος παραβιάζεται οσοδήποτε μικρό και αν είναι το χρονικό διάστημα κράτησής του.
4. Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν συνεργάστηκε με την Αστυνομία είναι αυθαίρετο.
5. Ο εφεσείων θα παρεμποδιστεί στην ετοιμασία της υπεράσπισής του.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Οι φόβοι των Διωκτικών Αρχών για επηρεασμό μαρτύρων, ήταν, ενόψει της προσαχθείσας μαρτυρίας, εύλογα δικαιολογημένοι.
2. Η ισχυριζόμενη εγκληματική δραστηριότητα του εφεσείοντος και ο μεγάλος αριθμός των ισχυριζομένων αδικημάτων, καταδεικνύουν την ευχέρεια που είχε να διαπράξει τα ισχυριζόμενα αδικήματα και την πείρα και δεξιότητά του να χρησιμοποιεί αποτελεσματικές μεθόδους για να μην ανιχνευθούν.
3. Η λήψη υπόψη του παράγοντα της διάρκειας της κράτησης είναι επιτρεπτή από τη νομολογία και δεν εντοπίζεται οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
4. Το εύρημα περί μη συνεργασίας του εφεσείοντος με την Αστυνομία βρίσκει έρεισμα στη μαρτυρία του εξεταστή της υπόθεσης. Η μη ανεύρεση σημαντικών εγγράφων της υπόθεσης εναντίον του εφεσείοντος μπορεί εύλογα να οδηγήσει στο συμπέρασμα καταστροφής τους από τον κατηγορούμενο στην κατάλληλη ευκαιρία. Η καταστροφή τεκμηρίων θεωρείται επέμβαση στην πορεία της δίκης και ανήκει στην ίδια κατηγορία με το κεφάλαιο επηρεασμού μαρτύρων.
5. Το θέμα παρεμβολής κωλυμάτων στην ετοιμασία της υπεράσπισης δεν είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130,
Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7,
Κακούρη κ.ά. ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 391,
Κάλλης κ.ά. ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 677,
Σιημητρά κ.ά. ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 397,
Λοίζου ν. Δημοκρατία (1999) 2 Α.Α.Δ. 304,
Πέτρου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 679,
Κωνσταντινίδη ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109,
Χ"Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45,
Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 596,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Μανουσαρίδη κ.ά. (2001) 2 Α.Α.Δ. 639.
Έφεση εναντίον διατάγματος κράτησης.
Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, Υπόθεση Αρ. 18287/01, ημερομηνίας 21/9/01, με την οποία διέταξε την κράτησή του μέχρι τη δίκη του η οποία θα άρχιζε στις 8/10/01.
Μ. Κυπριανού, για τον Εφεσείοντα.
Ν. Ταλαρίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Στις 20.9.2001 Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (το πρωτόδικο δικαστήριο) παρέπεμψε τον εφεσείοντα για δίκη από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας. Το κατηγορητήριο περιείχε 48 κατηγορίες: 1 κατηγορία για συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, 5 κατηγορίες για πλαστοπροσωπεία, 16 κατηγορίες για πλαστογραφία, 17 κατηγορίες για κυκλοφορία πλαστών εγγράφων, 6 κατηγορίες για απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, 1 κατηγορία για εξασφάλιση βιβλιαρίου επιταγών με ψευδείς παραστάσεις, 1 κατηγορία για εξασφάλιση επιταγής με ψευδείς παραστάσεις και 1 κατηγορία για απόπειρα απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις. Τα ισχυριζόμενα αδικήματα έλαβαν χώραν μεταξύ 4.7.2001 και 29.8.2001.
Μετά την παραπομπή του εφεσείοντα για δίκη από το Κακουργιοδικείο ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής ζήτησε όπως ο εφεσείων παραμείνει υπό κράτηση. Αναφέρθηκε στη σοβαρότητα των αδικημάτων, την πιθανότητα καταδίκης, την ποινή που θα επιβληθεί και στην πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων. Τόνισε ότι από τον αριθμό των κατηγοριών που αντιμετωπίζει ο εφεσείων «υπάρχει μια ροπή προς τη διάπραξη άλλων αδικημάτων». Τέλος ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής αναφέρθηκε στην πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων. Σε σχέση με αυτή την πτυχή της υπόθεσης παρουσίασε τη μαρτυρία του εξεταστή της υπόθεσης. Την συνοψίζουμε:
Ένας από τους μάρτυρες της υπόθεσης - ο Κώστας Κυριακίδης - τον πληροφόρησε - τον εξεταστή - ότι στις 20.9.2001 γύρω στις 5.30 π.μ. κάποιος του τηλεφώνησε στο σπίτι του και «τον απείλησε για να αλλάξει την κατάθεσή του διαφορετικά αλοίμονό του». Συμβούλευσε το μάρτυρα να αποταθεί στην Αστυνομία Λεμεσού γιατί είναι κάτοικος Λεμεσού. Ο μάρτυρας Κυριακίδης έδωσε σχετική κατάθεση η οποία λήφθηκε από Λοχία του Τμήματος Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων Λεμεσού στις 20.9.2001 μεταξύ των ωρών 0730 και 0755 (βλ. Τεκ. 1). Ο Κυριακίδης κατέθεσε ότι είναι κύριος μάρτυρας της Αστυνομίας στην ποινική υπόθεση που εκκρεμεί εναντίον του εφεσείοντα. Δεν είναι μάρτυρας σε άλλη υπόθεση, ούτε ποινική ή πολιτική. Η κατάθεση καταλήγει ως εξής:
«Σήμερα 20.9.01 περί ώρα 0530 ενώ κοιμόμουν κτύπησε η προσωπική μου γραμμή σταθερού τηλεφώνου με αρ. 05-348573 και άγνωστη ανδρική φωνή με Κυπριακή προφορά μου είπε τα εξής: 'Φίλε μου άλλαξε την κατάθεσή σου γιατί αλοίμονό σου'. Στη συνέχεια πριν προλάβω να πω οτιδήποτε μου έκλεισε το τηλέφωνο. Αξιοπρόσεκτο είναι το γεγονός ότι ενώ στο σπίτι έχουμε για κοινή χρήση τον αρ. Τηλεφώνου 362592 ο άγνωστος άνδρας τηλεφώνησε στην προσωπική μου γραμμή. Το τηλεφώνημα μάλλον θα έγινε από τηλεφωνικό θάλαμο επειδή άκουγα θόρυβο και πιστεύω ότι θα προέρχεται από το οικογενειακό ή στενό φιλικό περιβάλλον του Χριστούδια. Ενημέρωσα τηλεφωνικά τον Υπ/μο Βρόντο.»
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ενέκρινε το αίτημα της Αστυνομίας. Διέταξε την κράτηση του εφεσείοντα μέχρι τη δίκη του η οποία θα αρχίσει την 8.10.2001. Διαπίστωσε κίνδυνο επηρεασμού μαρτύρων και κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων. Έκαμε αναφορά στη Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130 σύμφωνα με την οποία «δεν είναι απαραίτητο να συνυπάρχουν όλοι οι παράγοντες αλλά ένας ή περισσότεροι από αυτούς μπορεί να αποτελέσουν τον αποφασιστικό παράγοντα για την απόφαση του Δικαστηρίου».
Η έφεση.
Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Έχουν διατυπωθεί 13 λόγοι έφεσης. Έξι από αυτούς αναφέρονται στην αξιολόγηση της μαρτυρίας από το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Υποστηρίχθηκε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει σωστά τον ισχυρισμό της Αστυνομίας περί δήθεν ύπαρξης απειλητικού τηλεφωνήματος και εσφαλμένα και αδικαιολόγητα συνέδεσε τον εφεσείοντα με το ισχυριζόμενο απειλητικό τηλεφώνημα. Επίσης το πρωτόδικο δικαστήριο παραγνώρισε το γεγονός ότι ο μάρτυρας Κυριακίδης είχε προβεί σε κατάθεση από τις 24.8.2001 και ότι έδωσε άλλες συμπληρωματικές καταθέσεις μεταξύ 3.9.2001 και 7.9.2001 χωρίς καμιά παρενόχληση. Τέλος υποστηρίχθηκε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να απορρίψει τη μαρτυρία του εξεταστή της υπόθεσης δεδομένης της αντίκρουσης του ισχυρισμού του από την κατάθεση του μάρτυρα Κυριακίδη (Τεκ. 1).
Αρχίζουμε με την τελευταία εισήγηση. Ο εξεταστής της υπόθεσης αναφέρθηκε στα όσα του είπε ο μάρτυρας Κυριακίδης. Αυτά επιβεβαιώνονται από το περιεχόμενο της κατάθεσης του τελευταίου (Τεκ. 1). Η ισχυριζόμενη αντίκρουση των θέσεων του εξεταστή σχετίζεται με την ώρα που έλαβε το παράπονο του μάρτυρα Κυριακίδη και την ώρα που ο μάρτυρας έδωσε κατάθεση στην Αστυνομία Λεμεσού. Η σχετική εισήγηση δεν ευσταθεί γιατί ο εξεταστής της υπόθεσης δεν έδωσε την ακριβή ώρα. Είπε ότι δεν «ήταν σίγουρος ακριβώς για την ώρα».
Οι υπόλοιπες εισηγήσεις του κ. Κυπριανού καθιστούν απαραίτητη την παράθεση της σχετικής προσέγγισης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου:
«Στην παρούσα περίπτωση είναι αρκετό για το Δικαστήριο ότι υπήρξε ισχυρισμός υπό μορφή μαρτυρίας ότι απειλήθηκε μάρτυρας της παρούσας υπόθεσης. Μάρτυρας που σύμφωνα με την κατάθεση, Τεκμήριο 1, δεν εμπλέκεται σε άλλη υπόθεση. Δεν αγνοώ ότι την ώρα του απειλητικού τηλεφωνήματος ο κατηγορούμενος ήταν στο κελί του υπό κράτηση. Όμως το ισχυριζόμενο απειλητικό τηλεφώνημα αποσκοπούσε στην αλλαγή κατάθεσης η οποία δόθηκε εναντίον του κατηγορουμένου. Αν λοιπόν η μαρτυρία τείνει να δείξει ότι ο κατηγορούμενος ενδεχόμενα κατόρθωσε να τροχιοδρομήσει ένα απειλητικό τηλεφώνημα μέσω ίσως κάποιου τρίτου (χωρίς τούτο να αποτελεί εύρημα), τότε ο κίνδυνος αν αφεθεί ελεύθερος θα είναι μεγαλύτερος. Εδώ το Δικαστήριο δεν αναμένει απόδειξη της προσπάθειας επηρεασμού μαρτύρων. Αναμένει παράθεση μαρτυρίας η οποία 'αξιολογείται' με μια διαφορετική αξιολόγηση από εκείνη που γίνεται σε κυρίως υποθέσεις. Θα έλεγα η κατάλληλη φρασεολογία για το έργο του Δικαστηρίου στην συγκεκριμένη διαδικασία είναι 'εκτίμηση της μαρτυρίας' σε σχέση με τους κινδύνους που επιχειρεί να δείξει κάποιος με την μαρτυρία.
Ταυτόχρονα βέβαια αν ακούγεται παράξενα ο ισχυρισμός της απειλής την ημέρα που ήταν ορισμένη η διαδικασία παραπομπής, ενδεχόμενα να υπάρχουν διαδικασίες καταγγελίας και διερεύνησης τέτοιων ανησυχιών, κάτι βέβαια που εμπίπτει εκτός της αρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου.»
Ενόψει του περιεχομένου της τελευταίας παραγράφου της πρωτόδικης προσέγγισης ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα υπέβαλε ότι αυτή αποκαλύπτει την ύπαρξη αμφιβολίας και το Πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε σε περίπτωση αμφιβολίας να αγνοήσει παντελώς το ισχυριζόμενο απειλητικό τηλεφώνημα.
Το ενδεχόμενο επηρεασμού μαρτύρων αποτελεί από μόνο του παράγοντα ο οποίος μπορεί να δικαιολογήσει την κράτηση (Βλ. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7, 11, Κακούρη κ.ά. ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 391, 396 και Κάλλης κ.ά. ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 677. Αυτό που πρέπει να εξετάζει το Δικαστήριο είναι κατά πόσο οι φόβοι της Αστυνομίας για επηρεασμό μαρτύρων ήσαν εύλογα δικαιολογημένοι με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα (Βλ. Σιημητρά κ.ά. ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 397). Κριτήριο είναι οι πιθανοί κίνδυνοι να επηρεασθούν μάρτυρες (Βλ. Κακούρη, πιο πάνω, σελ. 396, Λοϊζου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 304 και Πέτρου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 679. Βλ. και Κωνσταντινίδη ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, 120, 121 στην οποία έγινε αναφορά σε νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σύμφωνα με την οποία αυτό που εξετάζεται είναι η ύπαρξη ευλόγως δικαιολογημένου φόβου επηρεασμού μαρτύρων. Βλ., επίσης, Κάλλης, πιο πάνω).
Λαμβάνουμε υπόψη ότι ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου υπήρχε μαρτυρία σύμφωνα με την οποία ο κύριος μάρτυρας κατηγορίας είχε απειληθεί από ανώνυμο πρόσωπο. Το περιεχόμενο της απειλής είχε τεθεί ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου μέσα από την κατάθεση του ίδιου του απειληθέντος μάρτυρα. Θεωρούμε ότι αυτή η μαρτυρία είναι τέτοιας φύσεως και υφής που καθιστά τους φόβους των Διωκτικών Αρχών εύλογα δικαιολογημένους. Ορθά λοιπόν το Πρωτόδικο Δικαστήριο εντόπισε κίνδυνο επηρεασμού μαρτύρων. Οι σχετικοί λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν.
Η διαπίστωση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου για ύπαρξη κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων έχει αμφισβητηθεί με άλλο - ξεχωριστό - λόγο έφεσης. Υποστηρίχθηκε ότι η σχετική διαπίστωση είναι εσφαλμένη και αδικαιολόγητη. Για την επίμαχη κατάληξή του το Πρωτόδικο Δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση από τα λεχθέντα στην Κωνσταντινίδη (πιο πάνω), στις σελ. 121-122:
«Άτρωτο έχει παραμείνει και το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου για την πιθανή διάπραξη άλλου αδικήματος, το οποίο αποτέλεσε το αντικείμενο ξεχωριστού λόγου εφέσεως.
Υποστηρίχθηκε, συναφώς, ότι το σχετικό συμπέρασμα ήταν εσφαλμένο επειδή από το ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου υλικό δεν στοιχειοθετείται τέτοια θέση.
Ο τρόπος προσέγγισης της πιθανότητας διάπραξης άλλου αδικήματος διαγράφεται στην υπόθεση Matznetter v. Austria A 10, p.33 (1969) στην οποία τα Αυστριακά δικαστήρια έλαβαν υπόψη την 'πολύ παρατεταμένη συνέχιση των αξιόμεμπτων πράξεων του κατηγορουμένου, την πελώρια έκταση της ζημιάς που είχαν υποστεί τα θύματα, την πονηριά του κατηγορουμένου και το γεγονός ότι η πείρα και μεγάλη δεξιότητα του κατηγορουμένου το καθιστούσαν εύκολο για τον ίδιο να επαναλάβει τις παράνομες δραστηριότητές του'. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο θεώρησε ότι όλα τα πιο πάνω αποτελούσαν περιστάσεις οι οποίες δικαιολογούσαν την άρνηση απόλυσης με εγγύηση για λόγο που σχετίζεται με την αποτροπή διάπραξης άλλου αδικήματος.
Λαμβάνουμε υπόψη το υλικό που βρίσκετο ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου που σχετίζεται με τη φύση, σοβαρότητα και την ισχυριζόμενη μέθοδο διάπραξης των αδικημάτων - διακίνηση κεφαλαίων μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών. Επίσης λαμβάνουμε υπόψη το ύψος του ισχυριζόμενου ποσού που αποτελεί το αντικείμενο της κλοπής - υπερβαίνει το ½ εκατομμύριο - σε συνάρτηση με τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές. Κρίνουμε πως το σχετικό συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου δικαιολογείται με βάση το ενώπιόν του υλικό.»
Στην παρούσα υπόθεση η μαρτυρία η οποία έχει αποτελέσει το βάθρο του κατηγορητηρίου και της παραπομπής του εφεσείοντα στο Κακουργιοδικείο φέρει τον τελευταίο να έχει διαπράξει επανειλημμένα τα αδικήματα της πλαστοπροσωπείας, της πλαστογραφίας και της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου. Επίσης με πλαστογραφία και κυκλοφορία πλαστών εγγράφων έχει αποσπάσει από διάφορα πρόσωπα ποσό πέραν των £40.000.
Τα αδικήματα φέρονται να έχουν διαπραχθεί μεταξύ 4.7.2001 και 29.8.2001. Αυτό καταδεικνύει ότι ο εφεσείων είχε τον τρόπο και την ικανότητα να αποκρύψει την ισχυριζόμενη εγκληματική δραστηριότητά του. Πρόσθετα ο μεγάλος αριθμός των ισχυριζόμενων αδικημάτων καταδεικνύει ότι ο εφεσείων μπορούσε με ευχέρεια να διαπράξει τα ισχυριζόμενα αδικήματα κάτι που επίσης δείχνει ότι έχει την πείρα και τη δεξιότητα να χρησιμοποιεί αποτελεσματικές μεθόδους για τις ισχυριζόμενες παράνομες δραστηριότητες του χωρίς να υπάρχει κίνδυνος άμεσης ανίχνευσής τους.
Λαμβάνουμε υπόψη τις αρχές που έχουν διατυπωθεί στην Κωνσταντινίδης (πιο πάνω). Θεωρούμε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει προσεγγίσει ορθά το θέμα του ενδεχόμενου διάπραξης και άλλων αδικημάτων και δεν υπάρχει πεδίο επέμβασής μας. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.
Στην αρχή της απόφασής του το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι θα λάβει υπόψη «το χρόνο για τον οποίο ζητείται η κράτηση περίπου 19 ημέρες έχοντας κατά νου το δικαίωμα ελευθερίας κάθε ανθρώπου».
Το πιο πάνω απόσπασμα αποτέλεσε το αντικείμενο ξεχωριστού λόγου έφεσης. Υποστηρίχθηκε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε υπερβολική σημασία στη διάρκεια της κράτησης και παρέλειψε να συνεκτιμήσει σωστά ότι η στέρηση της ελευθερίας του εφεσείοντα παραβιάζεται οσοδήποτε μικρό και αν είναι το χρονικό διάστημα της κράτησής του.
Έχει νομολογηθεί ότι ο χρόνος κράτησης αποτελεί μετρήσιμο παράγοντα στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ. Χ'' Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45, Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130, Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 596 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Μανουσαρίδη κ.ά. (2001) 2 Α.Α.Δ. 639).
Στην παρούσα υπόθεση το Πρωτόδικο Δικαστήριο απλώς έλαβε υπόψη τον παράγοντα της διάρκειας της κράτησης. Αυτό είναι επιτρεπτό από τη νομολογία και δεν μπορεί να εντοπισθεί οποιοδήποτε σφάλμα στην επίδικη προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Ο σχετικός λόγος της έφεσης απορρίπτεται.
Στη διάρκεια της αντεξέτασης του εξεταστή της υπόθεσης ο τελευταίος ερωτήθηκε κατά πόσο υπάρχει πιθανότητα ο εφεσείων να καταστρέψει τεκμήρια. Απάντησε ότι ο εφεσείων «δεν συνεργάστηκε και έτσι δεν κατέστη δυνατό να εντοπιστεί το βιβλιάριο επιταγών με τις υπόλοιπες επιταγές, ως επίσης και κάποια 'contract notes'".
Με αφορμή την πιο πάνω μαρτυρία το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε: «Ανεξαρτήτως των πιο πάνω έχω ακούσει τον μάρτυρα να ισχυρίζεται ότι ο κατηγορούμενος δεν συνεργάστηκε και ότι δεν κατέστη δυνατό να εντοπίσει σχετικό βιβλιάριο επιταγών και 'contract notes'. Κατά συνέπεια τούτο καθοδηγά το Δικαστήριο στον εντοπισμό κινδύνου ενδεχόμενης ύπαρξης πρόθεσης απόκρυψης κάποιας μαρτυρίας κάτι που μπορώ να το εντάξω στο κεφάλαιο επηρεασμού μαρτύρων με τις ανάλογες διαφοροποιήσεις.»
Η πιο πάνω παρατήρηση του Δικαστηρίου αποτέλεσε το αντικείμενο άλλου λόγου έφεσης. Υποστηρίχθηκε ότι το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν συνεργάστηκε με την Αστυνομία είναι αυθαίρετο και δεν μπορεί τούτο να καθοδηγήσει το Δικαστήριο «στο εντοπισμό κινδύνου ενδεχόμενης ύπαρξης πρόθεσης απόκρυψης κάποιας μαρτυρίας».
Το εύρημα περί μη συνεργασίας με την αστυνομία δεν είναι αυθαίρετο. Βρίσκει έρεισμα στη μαρτυρία του εξεταστή της υπόθεσης. Αυτό που πρέπει να εξεταστεί είναι κατά πόσο η μη συνεργασία του εφεσείοντα με την αστυνομία μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα στο οποίο έχει αχθεί το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο εφεσείων «έχει πρόθεση απόκρυψης κάποιας μαρτυρίας». Έχοντας υπόψη ότι τα μη ανευρεθέντα έγγραφα συνιστούν σημαντικά έγγραφα για τους σκοπούς απόδειξης της εναντίον του εφεσείοντα υπόθεσης εύλογα μπορεί να αναμένεται από ένα κατηγορούμενο πρόσωπο να τα καταστρέψει αν του δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία. Το γεγονός ότι οι ανακρίσεις είχαν συμπληρωθεί και ο εφεσείων είχε παραπεμφθεί για να δικαστεί από το Κακουργιοδικείο είναι χωρίς σημασία. Οι ανακρίσεις μπορούν να συνεχίζονται και μετά την καταχώριση του κατηγορητηρίου. Κατά τα άλλα η καταστροφή τεκμηρίων θεωρείται ως επέμβαση στην πορεία της δικαιοσύνης και ανήκει στην ίδια κατηγορία με το κεφάλαιο επηρεασμού μαρτύρων - Βλ. Κωνσταντινίδης, πιο πάνω, σελ. 120-121 στην οποία έγινε αναφορά με επιδοκιμασία στο πιο κάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα "Law of the European Convention on Human Rights", των D.J. Harris, M.D. Boyle και C. Warbrick, σελ. 140:
"A justifiable fear that the accused will interfere with the course of justice is another permissible ground for detention. This includes destroying documents, warning or collusion with other possible suspects and bringing pressure to bear upon witnesses. A general statement that the accused will interfere with the course of justice is not sufficient; supporting evidence must be provided."*
Έπεται πως η επίδικη προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν ήταν εσφαλμένη. Προσθέτουμε ότι η κράτηση του εφεσείοντα διατάχθηκε για τους δύο πιο πάνω λόγους - κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων και κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων. Επομένως ακόμη και αν η σχετική προσέγγιση ήθελε κριθεί εσφαλμένη αυτή δεν επέδρασε με οποιοδήποτε τρόπο στη διαμόρφωση της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου για κράτηση του εφεσείοντα. Κατά συνέπεια δεν θα μπορούσε να αποτελέσει λόγο επέμβασης μας (βλ. Κάλλης, πιο πάνω και Σιακαλλή ν. Αστυνομίας, (2000) 2 Α.Α.Δ. 583).
Ο εφεσείων έχει επίσης παραπονεθεί ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να συνεκτιμήσει την πιθανότητα παρεμβολής κωλυμάτων στην ετοιμασία «υπεράπισης του εφεσείοντα ενόσο αυτός βρίσκεται υπό κράτηση».
Η θέση της νομολογίας επί του θέματος βρίσκεται στο πιο κάτω απόσπασμα της απόφασης στην Κωνσταντινίδης (πιο πάνω), σελ. 120:
"Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων οι 'διευκολύνσεις' που πρέπει να δοθούν στην υπεράσπιση περιλαμβάνουν κατάλληλες διευκολύνσεις για την εξέταση της μαρτυρίας, περιλαμβανομένης και της επιθεώρησης εγγράφων. Εναπόκειται στον κατηγορούμενο ο οποίος ισχυρίζεται παραβίαση του άρθρου 6(3)(β) της Σύμβασης να καταδείξει ότι κάτω από όλες τις περιστάσεις μια συγκεκριμένη διευκόλυνση ήταν απαραίτητη για να μπορέσει να προετοιμάσει επαρκώς την υπεράσπισή του (European Court H.R. Brichmont Judgment of 7 July 1989, Series A, No. 158, pp. 31-32, paras. 90-93).
Το άρθρο 6(3)(β) της Σύμβασης ομιλεί για 'ευκολίας'. Αναμένουμε πως οι αρμόδιες αρχές, εφαρμόζοντας αυτό το άρθρο, θα διαθέσουν τον χρόνο και τις αναγκαίες ευκολίες προς προετοιμασία της υπεράσπισης του εφεσείοντος. Στο στάδιο της εξέτασης του ζητήματος της κράτησης ή μη του κατηγορουμένου και χωρίς να είχε προηγηθεί άρνηση των αρμοδίων αρχών για παραχώρηση των διευκολύνσεων που είχε ζητήσει η υπεράπιση, από μόνες τους οι ιδιάζουσες συνθήκες προετοιμασίας της υπεράσπισης δεν μπορούσαν να διαδραματίσουν τον αποφασιστικό ρόλο που εισηγείται η υπεράσπιση. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος εφέσεως δεν ευσταθεί.»
Στην παρούσα υπόθεση ο εφεσείων δεν έχει θέσει ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου θέμα παρεμβολής κωλυμάτων στην ετοιμασία της υπεράσπισής του. Απλώς ζήτησε όπως ο εφεσείων αφεθεί ελεύθερος με εγγύηση «για να συνεχίσει την εργασία του, να συνεχίσει τις οικογενειακές του υποχρεώσεις, να συνεχίσει να ετοιμάζεται για την υπεράσπισή του».
Στην απουσία αναφοράς σε οποιαδήποτε κωλύματα στην ετοιμασία της υπεράσπισης δεν μπορεί να γίνεται λόγος για παράλειψη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να συνεκτιμήσει αυτό τον παράγοντα. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Έχει, επίσης, υποστηριχθεί ότι η εκκαλούμενη απόφαση είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα και παραβιάζει το δικαίωμα ελευθερίας και δίκαιης δίκης του κατηγορουμένου όπως προβλέπεται από τα άρθρα 11, 12 και 30.2 του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης δια την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Υπενθυμίζουμε ότι είναι συνταγματικά θεμιτή η κράτηση προσώπου εκκρεμούσης της δικής του όπου - όπως είναι εδώ η περίπτωση - υπάρχει κίνδυνος να επηρεάσει μάρτυρες (Βλ. Βασιλείου, πιο πάνω, σελ. 11). Ο σχετικός λόγος της έφεσης απορρίπτεται.
Τέλος ο κ. Κυπριανού σχολίασε την άρνηση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να εγκρίνει αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής για αναβολή της διαδικασίας με σκοπό να καλέσει τον πιο πάνω μάρτυρα - Κυριακίδη - να δώσει μαρτυρία.
Το πιο πάνω θέμα δεν έχει θιγεί με τους λόγους έφεσης και δεν μπορεί να εξεταστεί. Ανεξάρτητα από αυτή την πτυχή θεωρούμε ότι η ορθότητα της εκκαλούμενης απόφασης θα πρέπει να εξεταστεί με βάση το υλικό που είχε τεθεί ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου και όχι με βάση τους χειρισμούς της Κατηγορούσας Αρχής.
Καθώς έχει νομολογηθεί «η απόφαση για την κράτηση ή μη υποδίκου μέχρι την ημέρα της δίκης ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του δικάζοντος δικαστηρίου, του Κακουργιοδικείου στην προκείμενη υπόθεση. Εφόσον η διακριτική ευχέρεια ασκείται σύμμετρα, βάσει των σχετικών γεγονότων και των αρχών του δικαίου που άπτονται του θέματος, δεν παρέχεται δυνατότητα επέμβασης στην απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου» (Βλ. Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 596).
Για τους λόγους που έχουμε παραθέσει πιο πάνω δεν παρέχεται και δεν δικαιολογείται επέμβασή μας στην παρούσα υπόθεση.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.