ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 2 ΑΑΔ 384
11 Ιουλίου, 2000
[[ΠΙΚΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
v.
ΑΝΤΩΝΗ ΣΑΒΒΑ ΠΑΝΤΕΛΗ,
Εφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 6864)
Ποινή ― Πλαστογραφία ― Κυκλοφορία πλαστού εγγράφου ― Απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις ― Εφεσίβλητος τελούσε υπό κράτηση για δώδεκα μήνες πριν την έναρξη της δίκης ― Εβαρύνετο με μία προηγούμενη καταδίκη για παρόμοιο αδίκημα ― Λήφθηκε υπόψη μεγάλος αριθμός παρόμοιων αδικημάτων ― Συνολικό ποσό απόσπασης περίπου £33.000 ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης δώδεκα μηνών στις κατηγορίες πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και έξι μηνών στην κατηγορία για απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις ― Επικυρώθηκαν κατ' έφεση.
Ποινή ― Ανεπάρκεια ― Το στοιχείο της ανεπάρκειας πρέπει να βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα τηρουμένης της αρχής ότι πρωταρχικός κριτής της ποινής είναι το δικάζον δικαστήριο.
Ποινή ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Κράτηση κατηγορουμένου πριν την έναρξη της δίκης ― Προσμετρά στον προσδιορισμό της ποινής.
Ποινή ― Έναρξη έκτισης της ποινής φυλάκισης ― Άρθρο 117(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 ― Εφαρμοστέες αρχές.
Ο εφεσίβλητος κρίθηκε ένοχος στη διάπραξη των αδικημάτων πλαστογραφίας, κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και του επιβλήθηκαν οι πιο πάνω ποινές φυλάκισης.
Ο Γενικός Εισαγγελέας πρόσβαλε τις ποινές ως ανεπαρκείς. Υποστήριξε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο:
(1) Υποτίμησε τη σοβαρότητα των αδικημάτων.
(2) Υπερτίμησε τη σημασία των προσωπικών συνθηκών του εφεσίβλητου ως ελαφρυντικών στοιχείων.
(3) Απέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην κράτηση του εφεσίβλητου για δώδεκα μήνες πριν την έναρξη της δίκης λόγω της αδυναμίας του να συμμορφωθεί με τους χρηματικούς όρους απόλυσης επί εγγυήσει, ως παράγοντα μετριαστικού της ποινής.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δεν αποκαλύπτεται οποιοδήποτε σφάλμα αρχής στην προσέγγιση του Δικαστηρίου αναφορικά με τη σοβαρότητα των αδικημάτων τα οποία διέπραξε ο εφεσίβλητος και δεν παραγνωρίσθηκε η εγκληματική του δράση.
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς έλαβε υπόψη την κράτηση του εφεσίβλητου για ένα χρόνο πριν από τη δίκη - ως αποτέλεσμα της οποίας στερήθηκε της ελευθερίας του - ως παράγοντα μετριασμού της ποινής.
3. Δεν διαπιστώθηκε αντικειμενικό έρεισμα για επέμβαση του Εφετείου στην επιβληθείσα ποινή.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Rock v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 251,
Chikh v. Police (1984) 2 C.L.R. 311,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Ματθαίου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1,
Τσιακουρής ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 439,
Ιωάννου άλλως Μουσικός ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 286,
Ιωάννου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 200,
Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 285,
Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525,
Κουφού ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 95,
Antoniou v. Police (1983) 2 C.L.R. 319,
Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245.
Έφεση εναντίον Ποινής.
Έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα εναντίον της ποινής η οποία επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού (Σολομωνίδης, Α.Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 8439/99), ημερομηνίας 22/11/99, ο οποίος βρέθηκε ένοχος σε τέσσερις κατηγορίες, δύο για το αδίκημα της πλαστογραφίας, μία για το αδίκημα κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και μία για το αδίκημα της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δώδεκα μηνών για τις πρώτες τρεις κατηγορίες και έξι μηνών φυλάκισης για την τέταρτη κατηγορία.
Χ. Χαραλάμπους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.
Δ. Παυλίδης, για τον Εφεσίβλητο.
Εφεσίβλητος παρών.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Ο εφεσίβλητος καταδικάστηκε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δώδεκα μηνών σε τρεις κατηγορίες (δύο κατηγορίες πλαστογραφίας και τρίτη κατηγορία κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου), καθώς και σε συντρέχουσα ποινή φυλάκισης έξι μηνών σε τέταρτη κατηγορία για την απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις.
Στην επιμέτρηση της ποινής λήφθηκε υπόψη, μετά από αίτημα του κατηγορουμένου, μεγάλος αριθμός όμοιων αδικημάτων. Συνολικά ο εφεσίβλητος απόσπασε ποσό περίπου £33,000, προκαλώντας ανάλογη ζημία σε αριθμό προσώπων τα οποία εξαπάτησε.
Ο εφεσίβλητος βαρυνόταν με μία προηγούμενη καταδίκη για την απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, στην οποία καταδικάστηκε σε εννεάμηνη ποινή φυλάκισης με αναστολή και πρόστιμο.
Η υπόθεση υποβιβάστηκε από το Γενικό Εισαγγελέα προς συνοπτική εκδίκαση από το Επαρχιακό Δικαστήριο η εξουσία του οποίου περιοριζόταν, κατά τον κρίσιμο χρόνο, στην επιβολή ποινής φυλάκισης μέχρις τριών ετών.
Ο Γενικός Εισαγγελέας προσβάλλει την ποινή ως ανεπαρκή. Το σφάλμα του πρωτοδίκου Δικαστηρίου στον καθορισμό της ποινής συνίσταται στο ότι:
(1) Υποτίμησε τη σοβαρότητα των αδικημάτων.
(2) Υπερτίμησε τη σημασία των προσωπικών συνθηκών του εφεσίβλητου ως ελαφρυντικών στοιχείων.
(3) Απέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην κράτηση του εφεσίβλητου για δώδεκα μήνες πριν την έναρξη της δίκης λόγω της αδυναμίας του να συμμορφωθεί με τους χρηματικούς όρους απόλυσής του επί εγγυήσει, ως παράγοντα μετριαστικού της ποινής. Προς διασφάλιση της προσέλευσής του στη δίκη ο εφεσίβλητος παρέμεινε υπό κράτηση για περίοδο δώδεκα μηνών.
Στην απόφαση του Δικαστηρίου υπογραμμίζεται η σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε ο εφεσίβλητος, όπως αυτή διαγράφεται σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου·* συνάμα υπογραμμίζεται ότι το έγκλημα της πλαστογραφίας, ιδιαίτερα επιταγών, ευρίσκεται σε έξαρση, γεγονός που επιτείνει την ανάγκη για την επιβολή αποτρεπτικών ποινών. Υποδεικνύεται συγχρόνως ότι η συνοπτική εκδίκαση των αδικημάτων από το Επαρχιακό Δικαστήριο περιορίζει την τιμωρητική εξουσία του Δικαστηρίου μέχρι την επιβολή φυλάκισης τριών ετών.* Σχετικά με τις συνέπειες του περιορισμού της εξουσίας του Δικαστηρίου προς επιβολή ποινών, ως αποτέλεσμα της συνοπτικής εκδίκασης υποθέσεων αναγόμενων στην αρμοδιότητα του Κακουργιοδικείου, το Δικαστήριο παραπέμπει στη Rock ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 251. Δεν γίνεται αναφορά στην προηγούμενη απόφαση Chikh v. Police (1984) 2 C.L.R. 311, και στις διϊστάμενες απόψεις που διατυπώθηκαν μεταξύ δύο μελών του Δικαστηρίου, του ενός της πλειοψηφίας και του ενός της μειοψηφίας, ως προς τις συνέπειες υποβιβασμού υπόθεσης προς συνοπτική εκδίκαση στη θεώρηση του ανωτάτου ορίου της ποινής. Ως προς το πότε δικαιολογείται η επιβολή του ανωτάτου ορίου της ποινής χρήσιμη παραπομπή μπορεί να γίνει στην Αntoniou ν. Police (1983) 2 C.L.R. 319.
Πρόδηλο είναι ότι η καθοδήγηση του Δικαστηρίου ως προς τη σοβαρότητα των αδικημάτων τα οποία διέπραξε ο εφεσίβλητος υπήρξε άρτια. Δεν αποκαλύπτεται οποιοδήποτε σφάλμα αρχής στην προσέγγιση (του Δικαστηρίου) της σοβαρότητας των αδικημάτων τα οποία διέπραξε ο εφεσίβλητος και δεν παραγνωρίζεται η έκταση της εγκληματικής του δράσης. Σφάλμα εμπεριέχεται, κατά την εισήγησή του κ. Χαραλάμπους στην αποτίμηση της δωδεκάμηνης κράτησης του εφεσίβλητου ως παράγοντα μετριαστικού της ποινής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει στην απόφασή του ότι το γεγονός αυτό επιμέτρησε ως ελαφρυντικό στοιχείο. Ο κ. Χαραλάμπους επιχειρηματολόγησε ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στον παράγοντα αυτό. Δεν διαφώνησε με τη συμπερίληψη της κράτησης του εφεσίβλητου μεταξύ των μετριαστικών παραγόντων, πλην η βαρύτητα που αποδόθηκε σ' αυτή υπήρξε, όπως εισηγήθηκε, μεγαλύτερη απ' ότι εδικαιολογείτο, γεγονός που αντανακλάται στην επιβληθείσα ποινή.
Το άρθρο 117 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, προβλέπει ότι εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά, η ποινή που επιβάλλεται αρχίζει από την ημέρα που ο καταδικασθείς προφυλακίζεται. Και στην προκείμενη περίπτωση το δικαστήριο διέταξε όπως η ποινή των δώδεκα μηνών φυλάκισης προσμετρήσει από την ημέρα που ο υπόδικος (ο εφεσίβλητος), προφυλακίστηκε, εκκρεμούσης της δίκης. Παρόλον που η κράτηση κατηγορουμένου λόγω μή συμμόρφωσης με τους όρους απόλυσής του επί εγγυήσει, δεν εξισούται για τους σκοπούς του νόμου με προφυλάκιση, δικαίως λαμβάνεται υπόψη ως επακόλουθο της κατηγορίας και παρεπόμενα ως παράγοντας ο οποίος δικαιολογεί τον μετριασμό της τιμωρίας· οι συνέπειες είναι όμοιες. Ο κρατούμενος στερείται της ελευθερίας του. Διαπίστωσή μας είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε οποιοδήποτε σφάλμα αντιμετωπίζοντας τις συνέπειες της προγενέστερης κράτησης του εφεσίβλητου, ως άμεσο επακόλουθο των κατηγοριών, απολήγουσας σε μορφή τιμωρίας που προσμετρά στον καθορισμό της ποινής.
Ο δικηγόρος του εφεσίβλητου υποστήριξε την ποινή ως καθόλα παραδεκτή, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του γεγονότος ότι ο εφεσίβλητος τελούσε υπό κράτηση για δώδεκα μήνες πριν την έναρξη της δίκης και ότι συνολικά θα στερηθεί της ελευθερίας του για περίοδο δύο ετών.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα αδικήματα τα οποία διέπραξε ο εφεσείων είναι σοβαρά όπως άλλωστε αναγνωρίζει η νομολογία. Η σοβαρότητα τους αποτιμήθηκε μέσα στο σωστό πλαίσιο, όπως σωστή υπήρξε η σημασία που δόθηκε στους μετριαστικούς παράγοντες.
Στην απουσία σφάλματος, αρχής ή παρείσφρησης εξωγενούς παράγοντος στον καθορισμό της ποινής, πεδίο για επέμβαση παρέχεται μόνο όταν η ποινή καταφαίνεται ως έκδηλα ανεπαρκής. Το στοιχείο της ανεπάρκειας, όπως και εκείνο της υπερβολής, πρέπει να ευρίσκει αντικειμενικό έρεισμα, τηρουμένης της αρχής ότι πρωταρχικός κριτής της ποινής είναι το δικάζον δικαστήριο. (Βλ. μεταξύ άλλων Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245· Γεωργίου ν. Αστυνομίας (ανωτέρω).) Λαμβανομένης υπόψη και της κράτησης του εφεσίβλητου για περίοδο δώδεκα μηνών, δεν διαπιστώνουμε αντικειμενικό έρεισμα για επέμβαση στην επιβληθείσα ποινή.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.