ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 2 ΑΑΔ 98
6 Μαΐου, 1998
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
ΟΜΗΡΟΣ ΣΑΒΒΑ ΟΜΗΡΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 6483)
Ποινικός Κώδικας — Πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης, κατά παράβαση του Άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 — Αμφισβήτηση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης για ενοχή του κατηγορουμένου λόγω αντιφάσεων στη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής — Οι ισχυρισμοί περί αντιφάσεων δεν τεκμηριώθηκαν — Απόρριψη της έφεσης και επικύρωση της καταδίκης.
Απόδειξη — Αντιφατική μαρτυρία — Η αντίφαση πρέπει να είναι ουσιαστικής μορφής, δηλαδή να πλήττει καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή να φανερώνει τη διάθεσή του να ψευσθεί.
Δικαστική απόφαση — Συγγραφή δικαστικής απόφασης — Ο τρόπος συγγραφής της επαφίεται στην κρίση του Δικαστή — Δεδομένου ότι περιέχονται σ' αυτή τα βασικά χαρακτηριστικά στοιχεία της αιτιολογημένης απόφασης — Ο τρόπος έκφρασης δεν είναι τυποποιημένος.
Έφεση — Ποινή — Εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου να διατάξει το χρόνο έναρξης της ποινής — Άρθρο 147(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.
Ο εφεσείων, ύστερα από ακροαματική διαδικασία, καταδικάστηκε σε κατηγορία για πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης, κατά παράβαση του Άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα και του επιβλήθηκε δίμηνη φυλάκιση. Ο εφεσείων που διατηρεί καμπαρέ, είχε επιτεθεί και κτυπήσει βάναυσα Ρωσσίδα που εργαζόταν στο καμπαρέ του, για το λόγο ότι αυτή αρνήθηκε να πάει με πελάτη του κέντρου, όταν της το ζήτησε ο εφεσείων. Η εκδοχή του εφεσείοντα ήταν ότι υπήρξε θύμα εκβιασμού από τις Μ.Κ.1 και 2, οι οποίες ζητούσαν διπλάσιο ημερομίσθιο από αυτό που είχε συμφωνηθεί. Για να επιτύχουν το σκοπό τους, κατέφυγαν σε ψευδή καταγγελία στην Αστυνομία.
Η έφεση στρέφεται κατά της καταδίκης και οι λόγοι αφορούν την ποιότητα της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής.
Τα Ανώτατο Δικαστήριο, αφού εξέτασε με προσοχή όλες τις περιπτώσεις που επεσήμανε ο δικηγόρος του εφεσείοντα, κατέληξε ότι δεν πρόκειται περί αντιφάσεων και απέρριψε την έφεση ως παντελώς αβάσιμη. Ασκώντας τις εξουσίες του, δυνάμει του Άρθρου 147 (1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, διέταξε η ποινή ν' αρχίζει από σήμερα.
Η έφεση απορρίπτεται.
Έφεση εναντίον Kαταδίκης.
Έφεση εναντίον της καταδίκης από τον Όμηρο Σάββα Oμήρου, ο οποίος βρέθηκε ένοχος στις 10 Mαρτίου, 1998, από το Eπαρχιακό Δικαστήριο Πάφου (Ποινική Yπόθεση Aρ. 4367/97) στις κατηγορίες επίθεσης και πρόκλησης πραγματικής σωματικής βλάβης και απειλής βιαιοπραγίας, κατά παράβαση του Άρθρου 243 του Ποινικού Kώδικα και καταδικάστηκε από Παπαμιχαήλ, Ε.Δ., σε ποινή φυλάκισης 2 μηνών.
Α. Αλεξάνδρου, για τον Εφεσείοντα.
Α. Μαππουρίδης, για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Η απόφαση δόθηκε αυθημερόν από το Δικαστή Σ. Νικήτα.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Ο εφεσείων, ύστερα από ακροαματική διαδικασία, καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, σε κατηγορία για πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης, κατά παράβαση του άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα. Του επιβλήθηκε δίμηνη φυλάκιση. Δεν αμφισβητεί το μέγεθος της ποινής, αλλά την καταδίκη του.
Η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής, με δύο λόγια, είναι ότι κατά την ημερομηνία που αναφέρεται στο κατηγορητήριο, γύρω στις 2.30 το πρωί, ο εφεσείων επιτέθηκε και κτύπησε βάναυσα την παραπονούμενη, που είναι Ρωσσίδα, η οποία εργαζόταν σε καμπαρέ που διατηρεί ο εφεσείων στην Πάφο. Ο λόγος της επίθεσης, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της Κατηγορούσας Αρχής, ήταν ότι αυτή αρνήθηκε να πάει με πελάτη του κέντρου του εφεσείοντα, όπως της ζήτησε.
Εκτός από την παραπονούμενη, η εκδοχή αυτή υποστηρίχθηκε και από άλλη συνάδελφό της, επίσης αλλοδαπή. Η παραπονούμενη κατάγγειλε την υπόθεση στην Αστυνομία και εξετάστηκε την επομένη το πρωί από γιατρό, ο οποίος ήταν μάρτυρας στην υπόθεση και ο οποίος διαπίστωσε πως είχε εκδορές στο δεξιό βλέφαρο και στο δεξιό βραχίονα καθώς και μώλωπες στον αριστερό μηρό.
Το εφετήριο περιέχει 6 λόγους έφεσης. Ο πρώτος λόγος εγκαταλείφθηκε. Πρόσβαλλε την ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου για κλήση του εφεσείοντα σε υπεράσπιση. Οι υπόλοιποι λόγοι, όπως επεσήμανε και ο δικηγόρος του εφεσείοντα, στρέφονται γύρω από την ποιότητα της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής. Ο κ. Αλεξάνδρου υπέβαλε ότι η μαρτυρία αυτή είναι αναξιόπιστη λόγω των σοβαρών αντιφάσεών της, κυρίως, μεταξύ της μαρτυρίας των Μ.Κ. 1 και 2, δηλαδή, των δύο αλλοδαπών υπαλλήλων του εφεσείοντα.
Έχουμε ακούσει με υπομονή τον κ. Αλεξάνδρου να μας εκθέτει ποιές, κατά την αντίληψή του, ήταν οι αντιφάσεις αυτές. Θα δώσουμε ένα δύο παραδείγματα μόνο. Γίνεται αναφορά στη μαρτυρία της παραπονούμενης ότι πήγε στο Νοσοκομείο με ταξί, ενώ φαίνεται, όπως ισχυρίστηκε ο κ. Αλεξάνδρου, από τη μαρτυρία του διερμηνέα, ότι πήγε με αστυνομικό αυτοκίνητο. Όπως είχαμε υποδείξει στο συνήγορο κατά τη συζήτηση, είναι ορθό ότι σε κάποιο στάδιο η παραπονούμενη έφυγε από το Αστυνομικό Τμήμα με αυτοκίνητο της Αστυνομίας, αλλά δεν μπορούσε να γίνει δεκτό το δεύτερο σκέλος της μαρτυρίας του ότι πήγαν στο Νοσοκομείο. Εν πάση περιπτώσει και έτσι να είχε το πράγμα ήταν εντελώς επουσιώδες.
Κάτι άλλο, το οποίο έχει υποδειχθεί σαν σοβαρή αντίφαση, είναι πώς εξελίχθηκε το επεισόδιο αυτό. Η υπόθεση της κατηγορίας είναι ότι ο εφεσείων άρχισε να ξυλοκοπεί την παραπονούμενη από το μπάρ, συνέχισε στην πίστα του κέντρου και μετά στο γραφείο του εφεσείοντα. Η μαρτυρία της Μ.Κ.2 ήταν ότι άρχισε από το μέσο της αίθουσας. Διευκρινίστηκε ωστόσο ότι η απόσταση από το μπάρ ήταν μόνο 2 μέτρα. Δεν υπάρχει αντίφαση.
Επίσης μας αναφέρθηκε ένα άλλο θέμα, κατά πόσο ο εφεσείων έπιασε καρέκλα κατά τη διάρκεια του συμβάντος. Ο κ. Αλεξάνδρου κατέφυγε πάλιν στη μαρτυρία της Μ.Κ.2 για να δείξει ότι υπήρχαν αντιφατικές εκδοχές. Δεν είναι έτσι. Όπως του υποδείξαμε, στη συνέχεια της μαρτυρίας της, η μάρτυς κάμνει μνεία του περιστατικού αυτού.
Ένα άλλο περιστατικό, που σχετιζόταν με τις απειλές του εφεσείοντα, είναι αν η Μ.Κ.2 εξηγούσε στην παραπονούμενη τί σχετικό έλεγε ο πρώτος, όπως ήταν η εκδοχή της παραπονούμενης. Επισύραμε την προσοχή του συνηγόρου, όταν μας έθιξε το ζήτημα, στο μέρος της μαρτυρίας της Μ.Κ.2, που συνάδει με τα λεχθέντα από την παραπονούμενη.
Αυτή η διαπίστωση ισχύει για όλες τις περιπτώσεις στις οποίες αναφέρθηκε ο συνήγορος, πλήν ενός θέματος, ποιοί παρεβρίσκονταν κατά το χρόνο του επεισοδίου στην αίθουσα. Η μεν παραπονούμενη είπε ότι ήταν και τρεις Ρώσσοι, η δε Μ.Κ.2 ανέφερε ότι εκτός από τους ίδιους και τον μπάρμαν δεν υπήρχε άλλο πρόσωπο. Αν είναι δυνατόν η μικρή αυτή διαφορά να έχει ανατρεπτικό αποτέλεσμα πάνω στη συντριπτική άλλη μαρτυρία, η οποία υπήρχε εναντίον του εφεσείοντα.
Έχουμε εξετάσει με προσοχή όλες τις περιπτώσεις που μας επεσήμανε ο κ. Αλεξάνδρου, αλλά δεν μας έπεισε ότι πρόκειται περί αντιφάσεων. Σύμφωνα με τη νομολογία, η αντίφαση πρέπει να είναι ουσιαστικής μορφής, δηλαδή να πλήττει καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή να φανερώνει τη διάθεσή του να ψευσθεί. Εδώ η μαρτυρία των καλλιτέχνιδων ενισχύεται άμεσα από ιατρική μαρτυρία. Επίσης από τον ανακριτή της υπόθεσης ο οποίος, όταν είχε δει ενωρίτερα την παραπονούμενη, διαπίστωσε πως ήταν τραυματισμένη.
Έγινε και ένα άλλο σχόλιο για θέμα που εντοπίστηκε στη μαρτυρία του μεταφραστή, ότι η παραπονούμενη δεν ήταν καλά καλά σε θέση να δώσει κατάθεση. Παραγνωρίζεται όμως η διαπίστωση του μάρτυρα πόσο αναστατωμένη ήταν η παραπονούμενη από το τί προηγήθηκε.
Η απόφαση επικρίθηκε διότι ο πρωτόδικος Δικαστής δεν καταπιάστηκε με ολόκληρη τη μαρτυρία, αλλά η αξιολόγησή του είχε αποσπασματικό χαρακτήρα. Δε θα συμφωνήσουμε. Ο τρόπος συγγραφής απόφασης είναι ζήτημα το οποίο επαφίεται στην κρίση του Δικαστή. Δεδομένου ότι υπάρχουν, όπως στην κρινόμενη περίπτωση, τα βασικά χαρακτηριστικά στοιχεία της αιτιολογημένης απόφασης. Ο τρόπος έκφρασης δεν είναι τυποποιημένος. Εκδίδοντας την απόφαση, ο πρωτόδικος Δικαστής αναφέρθηκε στα ουσιαστικά στοιχεία της μαρτυρίας και των δύο πλευρών. Ασφαλώς δε χρειάζεται η επανάληψη όλης της μαρτυρίας. Δεν υπήρχε αποσπασματικότητα στην παράθεση της μαρτυρίας, έτσι που να διαστρεβλώνεται η εικόνα. Οι εκδοχές των δύο πλευρών, όπως απεικονίζονται στην απόφαση, αντανακλούν πιστά τη δοθείσα μαρτυρία.
Επικρίθηκε επίσης η αναφορά στη διαπίστωση του Δικαστή ότι, εκτός άλλων, η παραπονούμενη είχε δεχθεί λάκτισμα από τον εφεσείοντα. Το παράπονο είναι ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε μαρτυρία για να στηρίξει το εύρημα. Όμως θα υπενθυμίσουμε ότι έγινε παράπονο, όπως προκύπτει από τη σχετική αντεξέταση του αστυνομικού από τον κ. Αλεξάνδρου, στον αστυνομικό μάρτυρα από την παραπονούμενη ότι την κλώτσησε στο μηρό.
Μια τελευταία επίκριση της απόφασης αφορά την αναφορά του πρωτόδικου Δικαστή ότι θα δεχόταν τη μαρτυρία των δύο αυτών κύριων μαρτύρων της κατηγορίας και για ένα πρόσθετο λόγο. Ότι η μαρτυρία του κατηγορούμενου ήταν εντελώς αναξιόπιστη. Η φράση αυτή είναι ατυχής. Πρέπει ωστόσο να ενδιαφέρει η ουσία. Είχε προηγηθεί η πλήρης ανάλυση της μαρτυρίας της κατηγορούσας αρχής και η αποδοχή της από το δικαστήριο. Η παρατήρηση αυτή, η οποία θα μπορούσε να αποφευχθεί, φαίνεται πως έγινε στο πλαίσιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας του εφεσείοντα, που απορρίφθηκε. Τούτο φαίνεται από τα σχόλια τα οποία ακολούθησαν αμέσως μετά την παρατήρηση αυτή.
Πρέπει να πούμε, ότι ο Δικαστής έδωσε σαφείς και πειστικούς λόγους γιατί δεν είχε δεχθεί τη μαρτυρία του εφεσείοντα. Η βασική θέση του είναι ότι υπήρξε θύμα εκβιασμού. Οι Μ.Κ.1 και 2 του ζητούσαν διπλάσιο από το ημερομίσθιο που είχε συμφωνηθεί. Για να επιτύχουν το σκοπό τους κατέφυγαν σε ψευδή καταγγελία στην Αστυνομία. Μπορούμε εδώ να μεταφέρουμε την παρατήρηση του Δικαστηρίου για το θέμα:
"Παρά τη θέση του δικηγόρου του, που εκφράστηκε επανειλημμένα μέσα από την αντεξέταση στην οποία υπέβαλε τους μάρτυρες κατηγορίας, ότι η διαφορά ήταν για τη μισθοδοσία των καλλιτέχνιδων, όταν του υπεβλήθη στην κυρίως εξέτασή του από τον κ. Αλεξάνδρου η ερώτηση 'η διαφορά σας ήταν στη μισθοδοσία;' Η απάντηση που πήρε ήταν η εξής: 'μπορεί, μάλλον, το πιο σίγουρο', διαψεύδοντας ουσιαστικά τη θέση που πήρε ο δικηγόρος του ότι η διαφορά ήταν πράγματι στη μισθοδοσία και ότι το παράπονο αποτελούσε μέσο εκβιασμού του για την πληρωμή κάποιων ποσών."
Ένα άλλο σοβαρό σημείο, που κλονίζει επίσης ανεπανόρθωτα την αξιοπιστία του εφεσείοντα και συνάμα ανατρέπει το βασικό στοιχείο της εκδοχής του για εκβιασμό, επισημάνθηκε επίσης από το δικαστήριο "... το γεγονός ότι επικαλέστηκε ότι και αν είχαν κάποιες οικονομικές διαφορές αυτές ήταν οικονομικές διαφορές προς όφελός του γιατί, σύμφωνα με τον ίδιο, δε θυμόταν βέβαια, αλλά μετά από πίεση, θυμήθηκε ότι μπορεί να του χρωστούσαν £120 που τους δάνεισε, όπως μας είπε στο Δικαστήριο, ισχυρισμοί που επροβάλλοντο βέβαια, για πρώτη φορά και χωρίς να γίνει καμιά τέτοια εισήγηση κατά την αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας."
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει, πρέπει να απορρίψουμε και απορρίπτουμε την έφεση ως παντελώς αβάσιμη.
Ασκώντας τις εξουσίες που μας παρέχει το Άρθρο 147(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, διατάσσουμε η ποινή να αρχίζει από σήμερα.
H έφεση απορρίπτεται.