ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 2 ΑΑΔ 382
7 Νοεμβρίου, 1997
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ ΓΙΑΓΚΟΥ ΑΛΛΩΣ, ΛΕΜΟΝΑ,
Eφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 6402)
Δικαιώματα κατηγορουμένου — Διενεργείν δημόσια άσεμνη πράξη, κατά παράβαση του Άρθρου 176 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 — Επιβολή ποινής φυλάκισης ενός μηνός — Ακύρωση της καταδίκης λόγω παράλειψης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εξηγήσει στον κατηγορούμενο τα δικαιώματά του — Άρθρο 74(1)(γ) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 — Οι πρόνοιές του είναι επιτακτικές.
Η άσεμνη πράξη συνίστατο σε χειρονομία του εφεσείοντα προς μέλος τηλεοπτικού συνεργείου, το οποίο κινηματογραφούσε την άφιξή του στο Δικαστήριο με αστυνομική συνοδεία, σε σχέση με αίτημα για την κράτησή του.
Ο εφεσείων προσβάλλει την καταδίκη του ως ανυπόστατη και την ποινή του ως υπερβολική.
Το Εφετείο αποδέκτηκε την έφεση λόγω παράλειψης του Δικαστηρίου να εξηγήσει στον κατηγορούμενο ποια είναι τα δικαιώματά του βάσει του Άρθρου 74(1)(γ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155. Παρέκκλιση από τις πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου δεν αποτελεί λόγο έφεσης. Αυτό όμως δεν αποτελεί κώλυμα εξέτασής του από το Εφετείο, ως λόγου ακύρωσης της καταδίκης, ενόψει της επιφύλαξης του Άρθρου 144 του Κεφ. 155 και της δυνατότητας που παρέχεται στο Εφετείο, κατά πάντα χρόνο να εξετάζει ζήτημα το οποίο οδηγεί σε κακοδικία (substantial miscarriage of justice).
H έφεση κατά της καταδίκης επιτυγχάνει. Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου παραμερίζεται. Ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάττεται.
Per Curiam:
Η δυνατότητα που παρέχεται στο Δικαστήριο στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, να εξετάσει κατά πόσο η προσαχθείσα μαρτυρία, εξ όψεως κρινόμενη στοιχειοθετεί τα συστατικά στοιχεία του εγκλήματος, διακρίνεται από την αξιοπιστία των μαρτύρων και τη βαρύτητα της μαρτυρίας τους.
Ο διάλογος μεταξύ του Δικαστηρίου και του δικηγόρου υπεράσπισης δεν πρέπει ποτέ να εκτρέπεται σε διαλογική συζήτηση προς τον σκοπό εξεύρεσης κοινής συνισταμένης για την οριοθέτηση του νόμου.
Η έφεση επιτρέπεται.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Rex v. Toffi, 14 C.L.R. 256,
Πέτρου v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 275.
Έφεση εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.
Έφεση εναντίον της καταδίκης και της ποινής από τον Aνδρέα Σωτηρίου Γιάγκου άλλως Λεμόνα, ο οποίος βρέθηκε ένοχος στις 24 Σεπτεμβρίου, 1997 από το Eπαρχιακό Δικαστήριο Πάφου (Ποινική Yπόθεση Aρ. 7724/97) στην κατηγορία της άσεμνης πράξης κατά παράβαση του Άρθρου 176 του Ποινικού Kώδικα Kεφ. 154 και καταδικάστηκε από Παπαμιχαήλ, E.Δ. σε ποινή φυλάκισης ενός μηνός.
Ε. Ερωτοκρίτου με Ε. Κορακίδη, για τον Eφεσείοντα.
Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.
ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος, από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, για άσεμνη πράξη κατά παράβαση του άρθρου 176 του Ποινικού Κώδικα και καταδικάστηκε σε φυλάκιση ενός μηνός. Η άσεμνη πράξη συνίστατο σε χειρονομία, γνωστή στην καθομιλουμένη ως "κάβλιασμα", στην οποία ο εφεσείων προέβη στην αίθουσα υποδοχής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου απευθυνόμενος προς μέλος τηλεοπτικού συνεργείου, το οποίο κινηματογραφούσε την άφιξή του στο Δικαστήριο με αστυνομική συνοδεία, σε σχέση με αίτημα για την κράτησή του.
Ο εφεσείων προσβάλλει την καταδίκη του ως ανυπόστατη και την ποινή του ως υπερβολική.
Οι λόγοι για τους οποίους προσβάλλει την καταδίκη του είναι σε συντομία οι ακόλουθοι:
(α) Παράλειψη της κατηγορούσας αρχής να του επιδώσει ή να τον εφοδιάσει με το κατηγορητήριο, η οποία πλήττει το δικαίωμα της υπεράσπισης για δέουσα πληροφόρηση ως προς τη φύση του αδικήματος για το οποίο εκατηγορείτο. (Άρθρο 12.5 του Συντάγματος). Η παρέκκλιση της κατηγορούσας αρχής δε θεραπεύτηκε, κατά την εισήγησή του, με την απαγγελία της κατηγορίας στο Δικαστήριο και την παροχή στο δικηγόρο του των καταθέσεων των μαρτύρων, στις οποίες βασίστηκε η κατηγορία.
(β) Εσφαλμένη διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι στοιχειοθετήθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του.
(γ) Σπουδή του Δικαστηρίου για την εκδίκαση της υπόθεσης, η οποία τον έθεσε σε δυσμενή μοίρα έναντι άλλων κατηγορουμένων, των οποίων οι υποθέσεις ακολουθούν τη συνήθη πορεία.
Το πρακτικό του Δικαστηρίου αποκαλύπτει ότι το Δικαστήριο παρέλειψε, μετά τη διαπίστωση ότι είχε θεμελιωθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του, να εξηγήσει στον κατηγορούμενο τα δικαιώματά του προς υπεράσπιση. Το Δικαστήριο, αφού εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους κατά την κρίση του είχε στοιχειοθετηθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση ανέφερε: "Γι' αυτούς τους λόγους ο κατηγορούμενος καλείται να προβάλει την υπεράσπισή του". Ακολούθως, ο δικηγόρος του εφεσείοντα προέβη στην ακόλουθη δήλωση: "Η υπεράσπιση δεν προτίθεται να προσφέρει οποιαδήποτε μαρτυρία, ούτε ο κατηγορούμενος θα καταθέσει ενόρκως ή να προβεί σε οποιαδήποτε δήλωση."
Η εξήγηση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου αποτελεί, βάσει του λεκτικού του άρθρου 74(1)(γ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, επιτακτική υποχρέωση του Δικαστηρίου απόκλιση από την οποία εκτρέπει τη δίκη από τα θέσμια. Όπως ορίζει η νομολογία η μη τήρηση των σχετικών προνοιών του άρθρου 74(1)(γ), (βλ. Rex v. Toffi 14 C.L.R. 256 και Πέτρου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 275), εκθεμελιώνει την καταδίκη.
Οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου τέθηκαν υπόψη και των δύο πλευρών. Η παρέκκλιση από τις πρόνοιες του άρθρου 74(1)(γ) δεν αποτελεί λόγο έφεσης. Σύμφωνα με το δικηγόρο του εφεσείοντα το γεγονός αυτό δεν αποκλείει την εξέτασή του, από το Εφετείο, ως λόγου ακύρωσης της καταδίκης ενόψει της επιφύλαξης του άρθρου 144 του Κεφ. 155, και της δυνατότητας που παρέχεται στο Εφετείο, κατά πάντα χρόνο, να εξετάζει κάθε ζήτημα το οποίο άπτεται της καλής διεξαγωγής της δίκης.
Η επιφύλαξη του άρθρου 144 ορίζει ότι παρέχεται η ευχέρεια εξέτασης, κατά την ακρόαση ποινικής έφεσης, κάθε ζητήματος που απολήγει σε κακοδικία, (substantial miscarriage of justice). Kαι ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων αναγνωρίζει την ίδια ευχέρεια εφόσον η τήρηση των θεσμοθετημένων κανόνων για τη διεξαγωγή της δίκης ανάγεται σε θέμα, όπως το χαρακτήρισε, δημόσιας τάξης. Συμφώνησε επίσης ότι οι πρόνοιες του άρθρου 74(1)(γ) έχουν επιτακτικό χαρακτήρα. Άφησε όμως ανοιχτό κατά πόσο, στην προκείμενη περίπτωση, η μή τήρηση των σχετικών διατάξεων του νόμου εκπορθεί την καταδίκη ενόψει του γεγονότος ότι ο εφεσείων εκπροσωπείτο από δικηγόρο, ο οποίος βάσιμα μπορεί να υποτεθεί ότι είχε υπόψη του τα δικαιώματα υπεράσπισης του εφεσείοντα υπό το φως των οποίων έκαμε την εκλογή του.
Οι πρόνοιες του άρθρου 74(1)(γ) είναι, όπως έχουμε επισημάνει, επιτακτικές· οριοθετούν το πλαίσιο της δίκης. Παρέκκλιση οδηγεί σε εκτροχιασμό της δίκης με αποτέλεσμα την ακύρωση της καταδίκης. Η διαπίστωση αυτή καθιστά μη αναγκαία την εξέταση οποιουδήποτε άλλου λόγου έφεσης κατά της καταδίκης και βέβαια παρέλκει η εξέταση της έφεσης κατά της ποινής. Θεωρούμε όμως σκόπιμο να διευκρινίσουμε ένα θέμα το οποίο πολύ απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο και να προβούμε σε ορισμένες παρατηρήσεις για μια πτυχή της διαδικασίας η οποία μας αφήνει ασύμφωνους.
Ως προς το πρώτο, θέλουμε να διευκρινίσουμε ότι στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, παρέχεται πάντα η δυνατότητα στο Δικαστήριο να εξετάσει κατά πόσο η προσαχθείσα μαρτυρία, εξ όψεως κρινόμενη (on the face of it), στοιχειοθετεί τα συστατικά στοιχεία του εγκλήματος. Το θέμα αυτό διακρίνεται από την αξιοπιστία των μαρτύρων και τη βαρύτητα που μπορεί να αποδοθεί στη μαρτυρία τους. Έτσι, στην προκείμενη περίπτωση, θα μπορούσε το Δικαστήριο στο στάδιο εκείνο να αποφασίσει κατά πόσο η συγκεκριμένη χειρονομία στην οποία ο εφεσείων προέβη, σύμφωνα με τους μάρτυρες κατηγορίας, συνιστούσε άσεμνη πράξη βάσει του άρθρου 176 του Ποινικού Κώδικα.
Το δεύτερο ζήτημα αφορά το μακρύ διάλογο μεταξύ του δικηγόρου της υπεράσπισης και του Δικαστηρίου ως προς το τί συνθέτει εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Παρόλο που είναι πάντοτε παραδεχτό για το Δικαστήριο να αναζητεί διευκρινίσεις, ως προς τις νομικές θέσεις των διαδίκων, ο διάλογος δεν πρέπει ποτέ να εκτρέπεται σε διαλογική συζήτηση προς τον σκοπό εξεύρεσης κοινής συνισταμένης για την οριοθέτηση του νόμου. Το Δικαστήριο ακούει και αποφασίζει. Το σκεπτικό περιέχεται στο κείμενο της απόφασης. Δεν είναι έργο του να πείσει, εκ των προτέρων, για την ορθότητα των θέσεων του.
Η έφεση κατά της καταδίκης επιτυγχάνει. Η απόφαση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου παραμερίζεται. Ο εφεσείων (κατηγορούμενος) αθωώνεται και απαλλάττεται.
H έφεση επιτρέπεται.