ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 2 ΑΑΔ 160
6 Ιουνίου, 1997
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΣΥΜΙΛΛΙΔΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (AΡ. 1),
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Aρ. 6331)
Διάταγμα προσωποκράτησης — Κριτήριο για έκδοση του διατάγματος είναι το εύλογο της υπόνοιας για ανάμειξη του υπόπτου στο έγκλημα — Κριτής του ευλόγου των υπονοιών είναι το πρωτόδικο Δικαστήριο — Τα στοιχεία στα οποία θεμελιώνονται οι υπόνοιες των αστυνομικών αρχών συσχετίζονται με το αδίκημα το οποίο διερευνάται.
Ο εφεσείων προσβάλλει το διάταγμα οκταήμερης προσωποκράτησής του από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακος, για διερεύνηση του εγκλήματος της απόπειρας φόνου κατά του Αντώνη Φανιέρου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε το εν λόγω διάταγμα, αφού συνεκτίμησε τα στοιχεία που έθεσε ενώπιόν του η Αστυνομία.
Υπεβλήθη εκ μέρους του εφεσείοντα ο ισχυρισμός ότι εφόσον κανένα στοιχείο από μόνο του, δε δημιουργούσε υπόνοιες εναντίον του εφεσείοντα, η πρόσθεση ή η συνεκτίμησή τους δε θα μπορούσε να μεταβάλει την κατ' ιδίαν αξία τους ή να την επαυξήσει.
Εκ μέρους της Αστυνομίας, προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι η συνεκτίμηση του καθενός με άλλα στοιχεία, όπως στην περίπτωση της περιστατικής μαρτυρίας, μπορεί να προσδώσει άλλες διαστάσεις στα στοιχεία, που να καθιστούν τις υπόνοιες εύλογες.
Το Εφετείο απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:
To ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου, να διατάξει την κράτηση ατόμου για σκοπούς ανακρίσεων, στοιχειοθετείται από την εξισορρόπηση της ανάγκης για προστασία της ελευθερίας του ατόμου αφενός, και την παροχή λογικής ευκαιρίας στις ανακριτικές αρχές για τη διερεύνηση του εγκλήματος αφετέρου.
Όπως καθορίζει η νομολογία κριτήριο για έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης, είναι το εύλογο της υπόνοιας για ανάμειξη του υπόπτου στο έγκλημα.
Τα στοιχεία της Αστυνομίας, στην παρούσα υπόθεση, μπορούσαν να δημιουργήσουν εύλογες υπόνοιες για ανάμειξη του εφεσείοντα στο έγκλημα. Η διαπίστωση του εύλογου ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου το οποίο διέταξε την κράτηση, εφόσον τα στοιχεία είναι σχετικά και θα μπορούσαν να θεμελιώσουν εύλογες υπόνοιες.
Η έφεση απορρίπτεται.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Stamataris and Another v. Police (1983) 2 C.L.R. 107,
Aeroporos and Another v. Police (1987) 2 C.L.R. 232,
Xούρη v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 56.
Έφεση.
Έφεση από τον Aναστάσιο Συμιλλίδη εναντίον του διατάγματος προσωποκράτησης το οποίο εκδόθηκε από το Eπαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, (Oικονόμου E.Δ.) στις 31 Mαΐου, 1997, προς διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων για διερεύνηση του εγκλήματος της απόπειρας φόνου κατά του Aντώνη Φανιέρου.
Μ. Τριανταφυλλίδης με Α. Μιλτιάδους και Λ. Στυλιανού, για τον Eφεσείοντα.
Λ. Λουκαΐδης, Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, για την Eφεσίβλητη.
ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.
ΠΙΚΗΣ, Π.: O Aναστάσιος Συμιλλίδης, προσβάλλει το διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακος, με το οποίο διατάχτηκε η οκταήμερη κράτησή του προς διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων για διερεύνηση του εγκλήματος της απόπειρας φόνου κατά του Αντώνη Φανιέρου.
Η Αστυνομία έθεσε υπόψη του Δικαστηρίου τα στοιχεία στα οποία βασίζονται οι υπόνοιές της για την ανάμειξη του εφεσείοντα στο έγκλημα. Είναι τα ακόλουθα:
(α) Μαρτυρία για την περιγραφή των δραστών και ο συσχετισμός της προς το άτομο του εφεσείοντα.
(β) Η ανεύρεση ρουχισμού και κράνους στην κατοικία του εφεσείοντα προσομοιάζοντα προς την αμφίεση των δραστών.
(γ) Εκδορές σε διάφορα μέρη του σώματος του εφεσείοντα, τις οποίες η Αστυνομία συσχετίζει με το διερευνούμενο έγκλημα ενόψει της καταδίωξης των δραστών και των συνθηκών διαφυγής τους. Οι υπόνοιες της Αστυνομίας, που προκύπτουν από αυτό το στοιχείο, επιτείνονται από το γεγονός ότι σύμφωνα με ιατρική μαρτυρία τα αίτια των εκδορών φαίνεται να είναι διάφορα από εκείνα στα οποία τις απέδωσε ο εφεσείων.
(δ) Η αντιπαλότητα μεταξύ του εφεσείοντα και του γιού του Αντώνη Φανιέρου, που κατατείνει προς την ύπαρξη ελατηρίου για τη διάπραξη του εγκλήματος.
(ε) Οι αντιφατικές αντιδράσεις της συζύγου του σε σχέση με τις κινήσεις του εφεσείοντα, κατά τον κρίσιμο χρόνο.
Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι κανένα από τα στοιχεία αυτά δεν μπορούσε αφεαυτού να δημιουργήσει εύλογες υπόνοιες για ανάμειξη του εφεσείοντα στο έγκλημα. Σωρευτικά όμως κρινόμενα καθιστούν εύλογες τις υπόνοιες της Αστυνομίας. Αυτή ήταν η κατάληξη από τη συνεκτίμησή τους.
Είναι το αθροιστικό αποτέλεσμα των στοιχείων αυτών που αμφισβητεί ο εφεσείων. Ο κ. Τριανταφυλλίδης υπέβαλε ότι η πρόσθεση ή η συνεκτίμησή τους δε θα μπορούσε να μεταβάλει την κατ' ιδίαν αξία τους ή να την επαυξήσει. Υποστήριξε ότι, εφόσον κανένα στοιχείο απομονωμένο από τα υπόλοιπα δε δημιουργούσε υπόνοιες εναντίον του εφεσείοντα, η αξία τους δεν μπορεί να είναι άλλη από μηδενική, οπόταν προστιθέμενα τα στοιχεία αυτά δεν μπορούσαν να δώσουν, κατά λογική συνέπεια, τιμή άλλη από το μηδέν.
Ο κ. Λουκαΐδης αμφισβήτησε ότι η κατ' ιδίαν αξία των στοιχείων στα οποία βασίστηκε η Αστυνομία είναι μηδενική. Το γεγονός, υπέβαλε, ότι κανένα από αυτά δε δημιουργεί αφεαυτού εύλογες υπόνοιες, δε συνεπάγεται και μηδενισμό της αξίας του ως στοιχείου σχετικού προς τη γένεση υπονοιών. Η συνεκτίμηση του καθενός με άλλα στοιχεία, όπως στην περίπτωση της περιστατικής μαρτυρίας, μπορεί να προσδώσει άλλες διαστάσεις στα στοιχεία που να καθιστούν τις υπόνοιες εύλογες. Η Κύπρος εισηγήθηκε, πλήττεται σήμερα από σοβαρά εγκλήματα που σχετίζονται με οργανωμένες ομάδες γεγονός, που δεν μπορεί να παροραθεί στον προσδιορισμό του εύλογου των υπονοιών της Αστυνομίας. Σ' αυτή την κατηγορία εγκλημάτων ανάγεται, όπως είπε, και το διερευνούμενο έγκλημα. Επικαλέστηκε την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Case of Fox, Campbell and Hartley, Series A, Vol. 182, προς υποστήριξη της θέσης ότι το επίπεδο του εύλογου των υπονοιών των ανακριτικών αρχών μπορεί να χαλαρωθεί σε υποθέσεις που σχετίζονται με εγκλήματα, τα οποία ενέχουν ιδιαίτερους κινδύνους για το δημόσιο, όπως εγκλήματα τρομοκρατίας. (Η υπόθεση αφορούσε εγκλήματα που διαπράχθηκαν στη Βόρειο Ιρλανδία.)
Οι αρχές που διέπουν την άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου να διατάξει την κράτηση ατόμου χάριν των αστυνομικών ανακρίσεων συγκεφαλαιώνονται στην Stamataris and Another v. Police (1983) 2 C.L.R. 107· και αντανακλούνται στις δύο μεταγενέστερες αποφάσεις οι οποίες μνημονεύονται στην απόφαση του Δικαστηρίου, Aeroporos and Another v. Police (1987) 2 C.L.R. 232. Χούρη ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 56.
Τα στοιχεία στα οποία θεμελιώνονται οι υπόνοιες των αστυνομικών αρχών συσχετίζονται αναμφιβόλως με το αδίκημα το οποίο διερευνάται, στην προκείμενη περίπτωση με το τολμηρό έγκλημα το οποίο διαπράχθηκε. Δεν αλλοιώνονται όμως τα κριτήρια για την κράτηση του ατόμου, τα οποία παραμένουν αμετάβλητα. Οι υπόνοιες της Αστυνομίας πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι εύλογες υπό το φως των στοιχείων στα οποία βασίζονται. Το ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου, να διατάξει την κράτηση ατόμου για σκοπούς ανακρίσεων, στοιχειοθετείται από την εξισορρόπηση της ανάγκης για προστασία της ελευθερίας του ατόμου αφενός, και την παροχή λογικής ευκαιρίας στις ανακριτικές αρχές για τη διερεύνηση του εγκλήματος, αφετέρου.
Όπως εξηγείται στην Stamataris, πρώτο, οι υποψίες της Αστυνομίας πρέπει να είναι γνήσιες. Δε γίνεται ποτέ ανεκτή η χρήση της εξουσίας για αλλότριους σκοπούς. Δεύτερο, οι υπόνοιες πρέπει να είναι εύλογες. Είναι εύλογες εφόσον πηγάζουν από τα στοιχεία στη διάθεση της Αστυνομίας και δικαιολογούνται από αυτά.
Περί υπονοιών ο λόγος. Ό,τι αποτιμάται, στο στάδιο της αίτησης για προσωποκράτηση, δεν είναι η αποδεικτική αξία των στοιχείων ή η δραστικότητά τους και αν αυτά συνθέτουν εκ πρώτης όψεως υπόθεση ενοχής. Όπως καθορίζει η νομολογία, κριτήριο είναι το εύλογο της υπόνοιας για ανάμειξη του υπόπτου στο έγκλημα.
Διαφωνούμε με την εισήγηση ότι στοιχεία, μη συμπερασματικά αφεαυτών, για τη δημιουργία εύλογης υπόνοιας ενέχουν μηδενική αξία. Εφόσον τα στοιχεία σχετίζονται με την έρευνα μπορεί να συνυπολογισθούν και να συνεκτιμηθούν με άλλα, σχετικά προς το ίδιο αντικείμενο στοιχεία, και αθροιστικά αποτιμούμενα να οδηγήσουν σε συμπεράσματα στα οποία δε θα μπορούσαν να οδηγήσουν απομονωμένα.
Τα στοιχεία τα οποία παρέθεσε η Αστυνομία και στα οποία βάσισε τις υπόνοιές της ήταν σχετικά προς το αντικείμενο της έρευνας και μπορούσαν να δημιουργήσουν εύλογες υπόνοιες για ανάμειξη του εφεσείοντα στο έγκλημα. Κριτής του εύλογου των υπονοιών της Αστυνομίας, για ανάμειξη του υπόπτου στο έγκλημα, είναι το Δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται της αίτησης για την κράτησή του. Δεν είναι έργο του Εφετείου η αποτίμηση των στοιχείων αυτών. Η διακριτική ευχέρεια για τη διαπίστωση του εύλογου ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Εφόσον τα στοιχεία είναι σχετικά και θα μπορούσαν να θεμελιώσουν εύλογες υπόνοιες το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου το οποίο διέταξε την κράτηση. Όπως δε θα επέμβουμε στην παρούσα υπόθεση.
H έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.