ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 2 ΑΑΔ 138
19 Μαΐου, 1997
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ (ΑΝΤΑΡΤΗΣ),
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 6240)
Ποινή — Διάρρηξη καταστήματος και κλοπή κατά παράβαση των Άρθρων 291, 294(α), 255, 20 και 29 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 — Bεβαρυμένο ποινικό μητρώο — Έξι προηγούμενες καταδίκες — Μια υπόθεση λήφθηκε υπόψη — Ο εφεσείων είχε δύσκολα παιδικά και εφηβικά χρόνια — Διετέλεσε τρόφιμος σε Παιδική Στέγη — Επιβολή ποινής φυλάκισης τεσσάρων χρόνων — Επικυρώθηκε.
Ποινή — Επιμέτρηση — Προηγούμενες καταδίκες — Λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο ως ενδεικτικές της στάσης και του σεβασμού του κατηγορουμένου προς τους Νόμους της Πολιτείας.
Ποινή — Επιμέτρηση — Αποτελεί πρωταρχική ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου — Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν η ποινή είναι εσφαλμένη σε θέματα αρχής ή έκδηλα υπερβολική.
Ποινή — Επιμέτρηση — Ελαφρυντικοί παράγοντες — Παραπομπή κατηγορουμένου για εκδίκαση από το Κακουργιοδικείο το οποίο έχει εξουσία για επιβολή ποινής ψηλότερης από ποινή που προέρχεται από συνοπτική διαδικασία — Δεν αποτελεί ελαφρυντικό παράγοντα για επέμβαση του Εφετείου προς μείωση της ποινής.
Ποινή — Επιμέτρηση — Αδικήματα τα οποία, καθ' ομολογία του, διέπραξε ο κατηγορούμενος και αιτείται να ληφθούν υπόψη προς μετριασμό της ποινής δυνάμει του Άρθρου 81 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 — Παραγνώριση του πιο πάνω αιτήματος δυνατόν να αποτελέσει λόγο για μείωση της ποινής που έχει επιβληθεί κατά τη μεταγενέστερη εκδίκασή τους — Η ίδια αρχή ισχύει και σε περίπτωση μη επίκλησης της πιο πάνω νομοθετικής διάταξης — Υιοθέτηση της προσέγγισης στην Παναγή v. Δημοκρατίας.
Eκδίκαση ποινικών υποθέσεων — Eπαφίεται στο Γενικό Eισαγγελέα αν θα γίνει συνοπτικά ή από το Kακουργιοδικείο — Άρθρο 155 του περί Ποινικής Δικονομίας Nόμου, Kεφ. 155 και Άρθρο 24(2) του περί Δικαστηρίων Nόμου, 1960 (N. 14/60).
Στην κυρίως υπόθεση, ο εφεσείων μαζί με το συγκατηγορούμενό του διέρρηξαν εργοστάσιο στη βιομηχανική περιοχή Εργατών, από όπου έκλεψαν ΛΚ30 σε μετρητά και δύο φωτογραφικές μηχανές αξίας ΛΚ40 η κάθε μια. Στην υπόθεση 3511/96, αφού εισήλθαν στο εργοστάσιο επεμβαίνοντας σε ένα από τα συρόμενα αλουμινένια παράθυρα, παραβίασαν μία μηχανή καφέ και πήραν κέρματα αξίας ΛΚ15. Οι δύο υποθέσεις εξιχνιάσθηκαν μετά από τη σύλληψη του συγκατηγορουμένου του εφεσείοντα για άλλη υπόθεση.
Η έφεση στρέφεται κατά της ποινής της φυλάκισης 4 χρόνων που επεβλήθηκε στον εφεσείοντα, ο οποίος υποστήριξε ότι η παραπομπή του σε δίκη από το Κακουργιοδικείο, έγινε λόγω της παραπομπής και του συγκατηγορουμένου του, με αποτέλεσμα να υποστεί τις συνέπειες αυστηρότερης τιμωρίας παρά αν δικαζόταν από Επαρχιακό Δικαστήριο. Επίσης ισχυρίστηκε ότι οι επίδικες υποθέσεις μπορούσαν να ληφθούν υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής για τη διάπραξη άλλου αδικήματος, αν υποβαλλόταν σχετικό αίτημα.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση εφαρμόζοντας τις νομικές αρχές που αναφέρονται στις πιο πάνω εισαγωγικές σημειώσεις.
Η έφεση απορρίπτεται.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Κυπριανίδης κ.ά. v. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 246,
Περικλέους v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 34,
Γενικός Εισαγγελέας v. Ματθαίου άλλως Μαλέγκου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1,
Stratos and Another v. Police, 17 C.L.R. 73,
Χατζηνικολάου v. Αστυνομίας (1976) 2 Α.Α.Δ. 63,
Djionis v. Police (1984) 2 C.L.R. 59,
Varnava v. Police (1984) 2 C.L.R. 349,
Παναγή v. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 47,
Γενικός Εισαγγελέας v. Ανδρέου (1994) 2 Α.Α.Δ. 194,
Dirazo v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 197,
Φιλίππου v. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 113,
Al-Awar κ.ά. v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 160,
Παναγίδης v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 104,
Χαραλάμπους v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 222,
Fields v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 316,
Κουφού και Άλλου v. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 396,
Σουπουρής v. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 58,
Φιλίππου v. Δημοκρατίας (1983) 2 Α.Α.Δ. 245,
Φιλίππου v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 245,
Λοΐζου v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 227,
Παπαδόπουλος v. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 179,
Σωκράτους v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 132,
Γεωργίου v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525,
Ψωμά v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 40,
Σάββα v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 231.
Έφεση εναντίον Ποινής.
Έφεση εναντίον της ποινής από το Σωκράτη Παναγιώτου (Aντάρτη) ο οποίος βρέθηκε ένοχος στις 31 Oκτωβρίου, 1996 από το Kακουργιοδικείο Λευκωσίας (Ποινική Yπόθεση Aρ. 8000/96) στην κατηγορία της διάρρηξης καταστήματος και κλοπής κατά παράβαση των Άρθρων 291, 294(α), 255, 20 και 29 του Ποινικού Kώδικα Kεφ. 154 και καταδικάστηκε από Hλιάδη, Π.E.Δ., Eρωτοκρίτου, A.E.Δ. και Γεωργίου, E.Δ. σε ποινή φυλάκισης 4 χρόνων.
M. Σταματάρης, για τον Eφεσείοντα.
Μ. Μαλαχτού-Παμπαλλή, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος, μετά από δική του παραδοχή, για τη διάπραξη του αδικήματος της διάρρηξης καταστήματος και κλοπής, κατά παράβαση των άρθρων 291, 294(α), 255, 20 και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Το Κακουργιοδικείο του επέβαλε ποινή φυλάκισης 4 χρόνων. Λήφθηκε υπόψη, μετά από δικό του αίτημα και συγκατάθεση της Κατηγορούσας Αρχής, ακόμη μια υπόθεση - η υπ' αρ. 3511/96 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Αφορούσε και αυτή στην ίδια κατηγορία.
Στην κυρίως υπόθεση ο εφεσείων μαζί με το συγκατηγορούμενο του διέρρηξαν εργοστάσιο στη Βιομηχανική Περιοχή Εργατών, από όπου έκλεψαν £30 σε μετρητά και δύο φωτογραφικές μηχανές αξίας £40 η κάθε μια. Στην υπόθεση 3511/96 αφού εισήλθαν στο εργοστάσιο επεμβαίνοντας σε ένα από τα συρόμενα αλουμινένια παράθυρα, παραβίασαν μια μηχανή καφέ και πήραν κέρματα που υπήρχαν σε αυτή αξίας £15. Οι δύο υποθέσεις εξιχνιάστηκαν μετά από τη σύλληψη του συγκατηγορούμενου του εφεσείοντος για άλλη υπόθεση. Με γραπτή του ομολογία παραδέχθηκε τη διάπραξη των δύο διαρρήξεων και ομολόγησε σα συνεργάτη του τον εφεσείοντα.
Ο εφεσείων βαρυνόταν με έξι προηγούμενες καταδίκες. Τρεις από αυτές αφορούσαν κλοπές την περίοδο 1988-89 και για τις οποίες του επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης 4 μηνών, 9 μηνών με αναστολή, 4 μηνών και ενεργοποίηση της ανασταλείσας ποινής των 9 μηνών φυλάκισης. Το τέταρτο προηγούμενο αφορούσε πλαστογραφία, κυκλοφορία πλαστού εγγράφου και εξασφάλιση αγαθών με ψευδείς παραστάσεις για τις οποίες του επιβλήθηκε στις 17.6.92 (αφού λήφθηκαν υπόψη και άλλες πέντε παρόμοιες υποθέσεις), ποινή φυλάκισης 3 χρόνων. Το πέμπτο προηγούμενο αφορούσε αδικήματα απόσπασης χρημάτων και εμπορευμάτων με ψευδείς παραστάσεις και κλοπής. Του επιβλήθηκε στις 19.1.96 ποινή φυλάκισης 6 μηνών αφού λήφθηκαν υπόψη άλλες 2 παρόμοιες υποθέσεις. Το τελευταίο προηγούμενο του αφορούσε αδίκημα κλοπής από θεματοφύλακα για το οποίο καταδικάστηκε στις 27.6.96 σε 5 μήνες φυλάκιση.
Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της πιο πάνω ποινής των 4 χρόνων. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος υποστήριξε ότι αυτή είναι έκδηλα υπερβολική. Επικέντρωσε σημαντικό μέρος της επιχειρηματολογίας του στο γεγονός της εκδίκασης του εφεσείοντος από Κακουργιοδικείο. Υποστήριξε ότι συνήθως υποθέσεις στις οποίες το κλαπέν ποσό είναι μικρό - όπως ήταν εδώ η περίπτωση - παραπέμπονται για συνοπτική εκδίκαση. Η παραπομπή του εφεσείοντος για εκδίκαση από το Κακουργιοδικείο οφείλεται στην περίπτωση του συγκατηγορούμενού του η οποία παρουσίαζε πολλά επιβαρυντικά στοιχεία. Αν δε συνέτρεχε η περίπτωση του συγκατηγορούμενού του ο εφεσείων θα δικαζόταν συνοπτικά, από Επαρχιακό Δικαστήριο και θα του επιβαλλόταν κατά πολύ χαμηλότερη ποινή.
Έχουμε την άποψη πως ο εφεσείων δεν μπορεί να κτίσει πάνω σε τέτοιο επιχείρημα. Το κατά πόσο μια υπόθεση θα εκδικαστεί συνοπτικά ή από το Κακουργιοδικείο είναι ζήτημα το οποίο εμπίπτει αποκλειστικά εντός της αρμοδιότητας* του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Ασφαλώς τα κριτήρια για την άσκηση της σχετικής διακριτικής ευχέρειας δεν μπορούν να περιορισθούν μόνο στο ύψος του ποσού της κλοπής. Πρόκειται για έφεση κατά της ποινής και το κατά πόσο ένας έχει εκδικασθεί συνοπτικά ή όχι και οι λόγοι για μια τέτοια πορεία δεν αποτελούν παράγοντα ο οποίος δικαιολογεί ή επιτρέπει την επέμβαση μας για μείωση της ποινής.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος υποστήριξε, επίσης, ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στις προηγούμενες καταδίκες του εφεσείοντος. Ουσιαστικά - όπως το έθεσε - με την εκκαλούμενη ποινή ο εφεσείων καταδικάστηκε για δεύτερη φορά.
Αποτελεί θέση της νομολογίας μας ότι οι προηγούμενες καταδίκες δεν πρέπει να δικαιολογούν επιβολή ποινής τέτοιας ώστε να δημιουργείται η εντύπωση ότι τιμωρείται για δεύτερη φορά ένας παραβάτης. Ωστόσο είναι δυνατό η προηγούμενη εγκληματική συμπεριφορά να επηρεάσει το βαθμό επιείκειας που το δικαστήριο θα ήταν διατεθειμένο να επιδείξει (Βλ. Κυπριανίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 246, 250, 251, Περικλέους ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 5977/22.2.96). Περαιτέρω έχει νομολογηθεί ότι οι προηγούμενες καταδίκες είναι στοιχείο το οποίο έχει σημασία και λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο στην επιμέτρηση της ποινής γιατί αποτελούν ένδειξη της στάσης και του σεβασμού του κατηγορουμένου προς τους Νόμους της Πολιτείας (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ματθαίου Άλλως Μαλέγκου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1, 8, 9, Stratos and Another v. Police 17 C.L.R. 73 και Χατζηνικολάου ν. Αστυνομίας (1976) 2 Α.Α.Δ. 63).
Εξέταση της εκκαλούμενης απόφασης δεν αποκαλύπτει ότι έχει δοθεί υπέρμετρη βαρύτητα στις προηγούμενες καταδίκες του εφεσείοντος. Αντίθετα, όπως καταφαίνεται από την απόφαση, έχουν δεόντως ζυγισθεί και ληφθεί υπόψη όλοι οι σχετικοί με την επιμέτρηση της ποινής παράγοντες. Η βαρύτητα η οποία έχει δοθεί στις προηγούμενες καταδίκες είναι αυστηρώς εντός των πιο πάνω νομολογημένων πλαισίων. Ο σχετικός λόγος εφέσεως δεν μπορεί να πετύχει.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος υποστήριξε επίσης ότι, οι επίδικες υποθέσεις μπορούσαν να ληφθούν υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής στις 19.1.96 όταν ο εφεσείων καταδικάστηκε σε φυλάκιση 6 μηνών για απόσπαση χρημάτων και εμπορευμάτων με ψευδείς παραστάσεις. Είχαν εξιχνιαστεί μέχρι τις 19.1.96 και μπορούσαν να ληφθούν υπόψη αν ο εφεσείων υπόβαλλε σχετικό αίτημα. Δεν είχε υποβληθεί τέτοιο αίτημα επειδή ο εφεσείων δεν υπερασπιζόταν από δικηγόρο.
Δυνάμει του άρθρου 81 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 "το Δικαστήριον κατά την λήψιν αποφάσεως και την επιβολήν ποινής, δύναται, τη συναινέσει του κατηγόρου και του κατηγορουμένου, να λάβει υπ' όψιν οιονδήποτε άλλο ή άλλα ποινικά αδικήματα δι' ατινα δεν ήρξατο εισέτι διώξις ή δίκη τα οποία ο κατηγορούμενος ομολογεί ότι διέπραξε". Η μη λήψη υπ' όψη των "άλλων αδικημάτων" δυνατό να αποτελέσει λόγο για μείωση της ποινής που έχει επιβληθεί κατά την μεταγενέστερη εκδίκαση τους (Βλ. Djionis v. Police (1984) 2 C.L.R. 59, 64 και Varnava v. Police (1984) 2 C.L.R. 349). Ωστόσο όπως υποδεικνύεται στην Παναγή ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 47, 50:
"Το γεγονός ότι δεν έγινε επίκληση και δεν χρησιμοποιήθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 81, δεν αποκλείει την εκδίκαση και την επιβολή ποινής σε τέτοιες εκκρεμείς υποθέσεις που θα μπορούσαν να είχαν ληφθεί υπόψη, αλλά για οποιουσδήποτε λόγους δεν λήφθησαν υπόψη κατά την επιμέτρηση ποινής σε άλλη προηγούμενη υπόθεση. Ούτε και μπορεί να λεχθεί μετά βεβαιότητας ποιά θα ήταν η ποινή στην προηγούμενη υπόθεση αν είχε ζητηθεί να ληφθούν υπόψη τότε.
Το γεγονός παραμένει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη και ζητήθηκε να ληφθούν στην περίπτωση αυτή και θα πρέπει να εξεταστεί αν η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα υπερβολική."
Υιοθετούμε την προσέγγιση στην Παναγή (πιο πάνω). Στο κατάλληλο στάδιο θα εξετάσουμε κατά πόσο η εκκαλούμενη ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή όχι.
Το τελευταίο επιχείρημα του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντος είχε σαν πραγματικό βάθρο τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του εφεσείοντος. Υποστηρίχθηκε - όπως και ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου - ότι η αντικοινωνική συμπεριφορά του κατηγορουμένου οφείλεται κυρίως στην έλλειψη σωστής ανατροφής, σε στέρηση στοργής από το οικογενειακό του περιβάλλον και στο ότι από νεαρής ηλικίας κλείστηκε στην Παιδική Στέγη. Η συμπεριφορά του στη φυλακή όπου τώρα βρίσκεται θεωρείται άριστη και για αυτό του ανατέθηκαν καθήκοντα στο Φρουραρχείο. Ο κατηγορούμενος έχει μεταμεληθεί και για το λόγο αυτό δεν πρέπει να παραταθεί η παραμονή του στη φυλακή πέραν του ότι είναι λογικά αναγκαίο.
Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις του Λειτουργού Ευημερίας ο εφεσείων πέρασε στερημένα παιδικά χρόνια. Η έλλειψη μητρικής στοργής και πατρικού προτύπου και οι συχνές μετακινήσεις του στα διάφορα ιδρύματα είχαν ως αποτέλεσμα να μην ολοκληρωθεί ως προσωπικότητα και να διαμορφώσει ένα αρνητικό χαρακτήρα. Τα περιστατικά αυτά του δημιούργησαν ψυχολογικά προβλήματα και αισθήματα κατωτερότητας και τον οδήγησαν σε έντονη αντικοινωνική συμπεριφορά την οποία συνεχίζει μέχρι σήμερα.
Φαίνεται από την εκκαλούμενη απόφαση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε με τον δέοντα τρόπο τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του εφεσείοντος. Όπως σημείωσε στην απόφασή του τα προβλήματα που αντιμετώπισε ο εφεσείων κατά την παιδική και εφηβική του ηλικία δεν το άφησαν ασυγκίνητο. Ωστόσο, επεσήμανε ότι ο εφεσείων φαίνεται να είναι αδιόρθωτος. Αφού αναφέρθηκε στη σοβαρότητα και τη φύση του αδικήματος σε συνδυασμό με τη συχνότητα του τόνισε την ανάγκη για την επιβολή αποτρεπτικών ποινών. Τα δικαστήρια - συνέχισε το πρωτόδικο δικαστήριο - έχουν καθήκον να προστατεύσουν την κοινωνία από τέτοιου είδους παράνομη συμπεριφορά.
Η ανάγκη για την αυστηρή αντιμετώπιση των πιο πάνω αδικημάτων λόγω κυρίως της συχνότητας τους έχει τονιστεί επανειλημμένα από το Ανώτατο Δικαστήριο (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ανδρέου (1994) 2 Α.Α.Δ. 194, Dirazo v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 197, Φιλίππου ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 113, Al-Awar κ.α. ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 160). Μάλιστα πολύ πρόσφατα (βλ. Παναγίδης ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 6239/18.4.97), η απόφαση του Εφετείου αρχίζει με τη θλιβερή διαπίστωση πως τα τελευταία χρόνια το έγκλημα στην Κύπρο παρουσιάζει αυξητική τάση. Καταλήγει δε με τη διακήρυξη της υποστήριξης του Εφετείου σε αυστηρές ποινές για τέτοιου είδους συμπεριφορά. Στην ίδια απόφαση επισημαίνονται τα πιο κάτω: "οι κλοπές, οι διαρρήξεις και άλλα ομοειδή αδικήματα είναι στην πρώτη γραμμή της εγκληματικότητας χωρίς να δείχνουν σημεία κάμψης. Σημειώνεται αντίθετα έξαρση. Τα δικαστήρια αντιμετώπισαν τέτοια εγκλήματα με αυστηρότητα γιατί προκαλούν ρήγματα στην έννομη τάξη και διαβίωση και διαβρώνουν συνάμα το αίσθημα ασφάλειας του πολίτη".
Επικροτούμε τη σχετική προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Είναι πλήρως ευθυγραμμισμένη και ταυτισμένη με τη νομολογία μας. Η αυστηρή αντιμετώπιση επιβάλλεται λόγω της συχνότητας με την οποία διαπράττονται τα πιο πάνω αδικήματα και για την προστασία της κοινωνίας.
Αποτελεί σταθερή θέση της νομολογίας ότι το καθήκον επιμέτρησης της ποινής βρίσκεται στους ώμους του πρωτόδικου δικαστή. Το Εφετείο επεμβαίνει όχι όταν απλώς κρίνει ότι η ποινή ενδεχομένως θα μπορούσε να είναι επιεικέστερη αλλά όταν καταφαίνεται ότι ήταν το αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή όταν είναι έκδηλα υπερβολική (Βλ. Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 222, Fields ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 316, Κουφού και Άλλου ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 396, Σουπουρής ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 58, Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (1983) 2 Α.Α.Δ. 245, Φιλίππου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 245, και Λοΐζου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 6121, 18.7.96). Δυνατότητα επέμβασης παρέχεται μόνο όπου το στοιχείο της υπερβολής στην ποινή βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα μετά από το συσχετισμό της με το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, περιλαμβανομένου του ατόμου του κατηγορουμένου (Βλ. Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 179, 182, Σωκράτους ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 132, 136, Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 222, 226, Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (1983) 2 Α.Α.Δ. 245, Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, 530, 553, Ψωμά ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 40, 43, 44, Σάββα ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 231).
Έχουμε εξετάσει το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης σε συνδυασμό με όλους τους παράγοντες οι οποίοι διέπουν την επιμέτρηση της ποινής. Διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έχει καθορίσει την ποινή μετά από στάθμιση και συνεκτίμηση όλων των σχετικών παραγόντων. Δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε στοιχείο έκδηλης υπερβολής. Η εκκαλούμενη ποινή, αν και κάπως αυστηρή, δεν είναι έκδηλα υπερβολική.
Η έφεση απορρίπτεται.
H έφεση απορρίπτεται.