ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 2 ΑΑΔ 45
5 Μαρτίου, 1997
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]
ΦΩΤΟΣ Χ"ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 6285)
Διάταγμα προσωποκράτησης κατηγορουμένου μέχρι τη δίκη τον — Διακριτική ευχέρεια — Συμμόρφωση υπόδικου με όρους που είχαν τεθεί προηγουμένως για εξασφάλιση της προσέλευσής τον — Αποτελεί σημαντικό παράγοντα στην πρόβλεψη ως προς τη μελλοντική του προσέλευση και συνεκτιμάται με τους άλλους παράγοντες κατά τη νέα εξέταση, η οποία γίνεται εξ υπαρχής.
Έφεση — Εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου — Σ' αυτές περιλαμβάνεται και η εξουσία για έκδοση οιουδήποτε διατάγματος (απόλυση υπόδικου υπό όρους) το οποίο δικαιολογείται από τις περιστάσεις της υπόθεσης — Ο περί Δικαστηρίων Νόμος του 1960 (Ν. 14/60), Άρθρο 25(3).
Ο Εφεσείων, που αντιμετώπιζε κατηγορίες απλής κλοπής, κλοπής επιταγής, πλαστογραφίας επιταγής και κυκλοφορίας της, πλαστοπροσωπείας και απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, παραπέμφθηκε στο Κακουργιοδικείο για δίκη.
Η παρούσα έφεση έχει σαν αντικείμενο το σχετικό διάταγμα προσωποκράτησης του εφεσείοντα.
Το Εφετείο, αφού αναφέρθηκε στη σχετική νομολογία, αποδέκτη-κε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:
Το Δικαστήριο κατά την εξέταση του ενδεχόμενου κράτησης υπόδικου πρέπει να λαμβάνει υπόψη:
α) την πρόβλεψη για μη προσέλευση του στο Δικαστήριο
β) τη διάπραξη στο μεταξύ άλλων αδικημάτων
γ) τον επηρεασμό μαρτύρων
δ) την πιθανότητα καταδίκης.
Άλλοι παράγοντες που προσμετρούν είναι η πιθανότητα παρακώλυσης στην ετοιμασία της υπεράσπισης εξ αιτίας της κράτησης, οι προσωπικές περιστάσεις σε βαθμό που να μην υπερφαλαγγίζουν το γενικό δημόσιο συμφέρον για απονομή της ποινικής δικαιοσύνης και επίσης ο χρόνος κράτησης. Ο τελευταίος παράγων δεν απασχόλησε μέχρι τώρα το Δικαστήριο και ως εκ τούτου δεν απαντάται στην νομολογία.
Το Κακουργιοδικείο διέπραξε δύο σφάλματα στην παρούσα περίπτωση:
α) Δε συνεκτίμησε το γεγονός ότι ο εφεσείων, εμφανίστηκε στο Κακουργιοδικείο για να δικαστεί και
β) Δεν έδωσε τη δέουσα προσοχή στη χρονική έκταση της κράτησης ώστε να τη σταθμίσει έναντι του βαθμού της πρόβλεψης (α) περί κινδύνου μη προσέλευσης και (β) περί διάπραξης στο ενδιάμεσο άλλων αδικημάτων.
Η έφεση επιτρέπεται. Εκδίδεται διαταγή όπως ο εφεσείων αφεθεί ελεύθερος μέχρι τη δίκη του εφόσον συμμορφωθεί με τους πιο κάτω όρους:
α) Να υπογράψει εγγύηση για ποσό ΛΚ 10.000 με αξιόχρεο εγγυητή ή εγγυητές.
β) Να παραδώσει το διαβατήριό του στην Αστυνομία.
γ) Να παρουσιάζεται μια φορά την ημέρα στον πλησιέστερο στην κατοικία του αστυνομικό σταθμό.
Η έφεση επιτρέπεται.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
R. v. Solomonides XIV C.L.R. 127,
Λαζαρίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 105,
Rodosthenous and Another v. Police 1961 C.L.R. 50,
Loukaides and Others v. Police (1988) 2 C.L.R. 119,
Καραγιώργης και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 92,
Χαραλάμπους (Φορής) ν. Δημοκρατίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 15,
Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7,
Savva and Another v. Police (No.2), (1977) 2 C.L.R. 292,
Papakleovoulou v. Police (1978) 2 C.L.R. 446.
Έφεση.
Έφεση κατά της ενδιάμεσης απόφασης του Κακουργιοδικείου Λάρνακας (Ποινική Υπόθεση Αρ. 8947/96) ημερομηνίας 11 Φεβρουαρίου,. 1997 με την οποία αποφασίσθηκε όπως ο κατηγορούμενος παραμείνει υπό κράτηση μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης του, που ορίστηκε για τις 30 Ιουνίου 1997.
Μ. Κυπριανού, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Μαλακτού-Παμπαλλή, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων παραπέμφθηκε σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου για κατηγορίες απλής κλοπής, κλοπής επιταγής, πλαστογραφίας επιταγής και κυκλοφορίας της, πλαστοπροσωπείας και απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις. Παρά την ένσταση της Κατηγορούσας Αρχής, αφέθηκε στο μεταξύ ελεύθερος με όρους. Τους οποίους τήρησε. Και, συμμορφούμενος, εμφανίστηκε κατά την ορισθείσα ημερομηνία, που ήταν η 11 Φεβρουαρίου 1997, ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Κατηγορήθηκε στη βάση του νέου καταχωρηθέντος κατηγορητηρίου το οποίο εξέφραζε τα όσα εξ αρχής του καταλογίζονταν και δεν παραδέχθηκε ενοχή. Το Κακουργιοδικείο, λόγω φόρτου εργασίας, ανέβαλε τη δίκη για τις 30 Ιουνίου 1997. Με αυτή την εξέλιξη, η Κατηγορούσα Αρχή υπέβαλε και πάλι αίτημα για κράτηση του Εφεσείοντα, επικαλούμενη τα όσα είχαν και προηγουμένως τεθεί ενώπιον του πα-ραπέμποντος δικαστηρίου, ήτοι, τον κίνδυνο μη προσέλευσης και τον κίνδυνο διάπραξης στο μεταξύ νέων παρόμοιων αδικημάτων. Η προταθείσα πιθανολόγηση περί μη προσέλευσης λάμβανε υπόψη τη σοβαρότητα των αδικημάτων, την πιθανότητα καταδίκης και την επιβληθησόμενη ποινή. Η άποψη δε περί κινδύνου διάπραξης νέων αδικημάτων είχε ως αιτία μια προηγούμενη καταδίκη του εφεσείοντα. Είχε καταδικαστεί στις 3 Φεβρουαρίου 1993 σε φυλάκιση 15 μηνών με τριετή αναστολή για διάπραξη παρόμοιων αδικημάτων.
Ο εφεσείων, που εμφανίστηκε εκεί χωρίς συνήγορο, υποστήριξε ότι η προσέλευσή του στο Κακουργιοδικείο κατόπιν της προηγούμενης απόλυσής του, καθιστούσε άτοπη την πιθανολόγηση περί μη προσέλευσής του στο μέλλον, υπογράμμισε τη μη παραδοχή του στις κατηγορίες σε σχέση με τις οποίες αμφισβήτησε την ισχύ της μαρτυρίας την οποία επικαλείτο η Κατηγορούσα Αρχή και απέδωσε αλλότρια κίνητρα στη δίωξή του. Το Κακουργιοδικείο κατέληξε, στη βάση των όσων πρότεινε η Κατηγορούσα Αρχή, ότι εδικαιολογείτο η κράτηση μέχρι τη νέα ορισθείσα ημερομηνία.
Καθίσταται εδώ πρώτα αναγκαία η αναδρομή στα όσα καθοδηγητικά εκτίθενται στη νομολογία σχετικά με την άσκηση της υπό αναφορά διακριτικής εξουσίας. Οι σημαντικότερες από αυτές είναι οι R. v. Solomonides XIV C.L.R. 127, Λαζαρίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 105, Rodosthenous and another v. The Police (1961) C.L.R. 50, Loukaides and Others v. The Police (1988) 2 C.L.R. 119, Καραγιώργης και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 92, Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 6092, ημερ. 26 Ιανουαρίου 1996, Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 6248, ημερ. 10 Ιανουαρίου 1997, Savva and Another (No. 2) v. The Police (1977) 2 C.L.R. 292 και Papakleovoulou v. The Police (1978) 2 C.L.R. 446. Έπειτα, αφού τα συνοψίσουμε σε συστηματοποιημένη μορφή, θα προσθέσουμε και μία πτυχή που δεν φαίνεται να απασχόλησε κατ' έφεση προηγουμένως. Πρόκειται για τη δυνατότητα επενέργειας της χρονικής διάστασης της εκκρεμοδικίας με ροπή αντίθετη προς την κράτηση.
Ως ζήτημα γενικής αρχής, συνταγματικά κατοχυρωμένης, ο υπόδικος δικαιούται να παραμείνει ελεύθερος εφόσον, όπου τίθενται όροι προορισμένοι να συμβάλουν στην προσέλευσή του, προβαίνει σε συμμόρφωση. Το ενδεχόμενο κράτησης εξετάζεται με αναφορά προς την ύπαρξη οποιουδήποτε από τους εξής κινδύνους:
α) τη μη προσέλευση στο δικαστήριο.
β) τη διάπραξη στο μεταξύ άλλων αδικημάτων, και
γ) τον επηρεασμό μαρτύρων.
Η πρόβλεψη αναφορικά με την ύπαρξη και την αποτίμηση τέτοιων κινδύνων δεν μπορεί παρά να στηρίζεται είτε σε στοιχεία που προέρχονται από το ιστορικό του υπόδικου ή της υπόθεσης είτε σε εγγενείς ενδείξεις που χαρακτηρίζουν την ιδιαίτερη υφή της.
Τα στοιχεία που είναι σχετικά συμπεριλαμβάνουν την προηγούμενη προσέλευση ή μη προσέλευση όπως και την εκδήλωση προθέσεων για το μέλλον, την ύπαρξη προηγούμενων καταδικών για παρόμοια αδικήματα σε συνάρτηση με τη φύση τους, την πιθα-νολόγηση περί της ήδη διάπραξης στο μεταξύ και άλλων αδικημάτων, και την προσπάθεια ή την εκδήλωση διάθεσης επηρεασμού μαρτύρων.
Έπειτα, οι εγγενείς ενδείξεις είναι τρεις. Τις μνημονεύσαμε ήδη με αναφορά προς τα ερείσματα της εκκαλούμενης απόφασης. Πρόκειται για (α) τη σοβαρότητα των αδικημάτων στα οποία αναφέρονται οι κατηγορίες· (β) την εκτίμηση ότι το διαθέσιμο αποδεικτικό υλικό καθιστά πιθανή την καταδίκη· και (γ) την αυστηρότητα της επιβληθησόμενης ποινής: Η εικόνα που προκύπτει κατόπιν αποτίμησης και συσχετισμού αυτών των ενδείξεων, θεμελιώνει -υπό την αίρεση πάντοτε του συνυπολογισμού και κάποιου άλλου συγκεκριμένου στοιχείου - την πρόβλεψη για προσέλευση ή μη του υπόδικου. Ιδιαίτερο σχόλιο χρειάζεται μόνο για το πώς αντικρύ-ζεταί η δεύτερη ένδειξη. Η πιθανολόγηση περί καταδίκης αποτελεί κατ' αρχήν εγχείρημα που δεν περιορίζεται σε μόνο ό,τι εκφράζεται από το γεγονός της παραπομπής στο Κακουργιοδικείο το οποίο υποδηλώνει την ύπαρξη μαρτυρίας η οποία ανάλογα με τη δεκτότητα και την αξιολόγησή της, θα μπορούσε να κατατείνει προς ενοχή. Έτσι, το δικαστήριο που εξετάζει ζήτημα κράτησης υπόδικου λαμβάνει υπόψη και την ισχύ της μαρτυρίας όπου προσφέρεται στην όψη της αυτή η δυνατότητα. Ωστόσο ό,τι εκφράζεται και από μόνο το γεγονός της παραπομπής δεν είναι εντελώς χωρίς συμπερασματική αξία και συνυπολογίζεται: βλ. την υπόθεση Papakleovoulou (ανωτέρω). Εξ άλλου, το ίδιο συνεκτιμάται, στο πλέγμα του συνόλου των ενδείξεων και το ότι η διαθέσιμη μαρτυρία δεν αποκλείει κάθε λογική προσδοκία για αθώωση: βλ. την υπόθεση Savva and another (No. 2) (ανωτέρω).
Η πρόβλεψη περί του ενδεχόμενου κινδύνου που παρέχει έδαφος για την κράτηση δεν εξαντλεί κατ' ανάγκη τα όρια εξέτασης του ζητήματος. Μπορεί κατά περίπτωση να συντρέχουν και άλλοι σχετικοί παράγοντες που θα πρέπει να προσμετρηθούν. Ένας από αυτούς είναι η πιθανότητα παρακώλησης στην ετοιμασία της υπεράσπισης εξ αιτίας της κράτησης: βλ. τις υποθέσεις Savva and another (No. 2) και Καραγιώργης και Άλλος (ανωτέρω). Οι προσωπικές περιστάσεις επίσης μπορεί να ληφθούν υπόψη παρόλον που, καθώς υπογραμμίστηκε στην υπόθεση Βασιλείου (ανωτέρω), "δεν υπερφαλαγγίζουν το γενικό δημόσιο συμφέρον για την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης". Αυτό όμως επέρχεται κατά τη στάθμιση. Άλλος παράγοντας - που δεν απασχόλησε μέχρι τώρα και δεν απαντάται στη νομολογία - είναι ο χρόνος κράτησης. Το μήκος του πρέπει να σταθμίζεται έναντι του βαθμού της πρόβλεψης του ενδεχομένου που προορίζεται να αποτελέσει το έρεισμα για κράτηση.
Στην προκείμενη περίπτωση διακρίνουμε στην προσέγγιση του Κακουργιοδικείου δύο καίρια σφάλματα. Πρώτο, δε συνεκτίμησε το ότι ο εφεσείων, έχοντας αφεθεί από το παραπέμπον δικαστήριο ελεύθερος με όρους, εμφανίστηκε στο Κακουργιοδικείο για να δικαστεί. Στη Χαραλάμπους (ανωτέρω) το Εφετείο δέχθηκε την άποψη ότι η συμμόρφωση υπόδικου με τους όρους που είχαν τεθεί προηγουμένως για εξασφάλιση της προσέλευσής του, αποτελεί σημαντικό παράγοντα στην πρόβλεψη ως προς μελλοντική προσέλευση και συνεκτιμάται στο πλαίσιο των όσων είναι διαθέσιμα κατά τη νέα εξέταση η οποία βέβαια γίνεται εξ υπαρχής. Αυτή η άποψη βρήκε απήχηση και στη Βασιλείου (ανωτέρω).
Δεύτερο, το Κακουργιοδικείο δε φαίνεται να κατηύθυνε την προσοχή του στην χρονική έκταση της κράτησης ώστε να τη σταθμίσει έναντι του βαθμού της πρόβλεψης (α) περί κινδύνου μη προσέλευσης ακόμα και αν η πρόβλεψη δεν έπασχε από την παράλειψη συνεκτίμησης σχετικού παράγοντα στον οποίο αναφερθήκαμε και (β) περί διάπραξης, στο ενδιάμεσο, άλλων αδικημάτων. Αυτά τα σφάλματα αποτελούν λόγο για παρέμβαση του Εφετείου. Γιατί είναι, ως θέμα αρχής, ασυμβίβαστα με τη δυνατότητα ορθής άσκησης της διακριτικής εξουσίας για την κράτηση υπόδικου.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η εκκαλούμενη απόφαση παραμερίζεται.
Κατόπιν τούτου, επειδή, κατά τη γνώμη μας, με τα όσα επιδρούν στο ζήτημα, το ισοζύγιο χωρίς αμφιβολία επιβάλλει την απόλυση του εφεσείοντα με όρους - παρόμοιους με εκείνους που είχε θέσει το παραπέμπον δικαστήριο - θα ασκήσουμε την εξουσία που μας παρέχεται από το άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60) για την έκδοση του αναγκαίου διατάγματος αντί να παραπέμψουμε το ζήτημα στο Κακουργιοδικείο για επανεξέταση.
Διατάσσουμε όπως ο εφεσείων αφεθεί ελεύθερος μέχρι την ορισθείσα ημερομηνία δίκης εφόσον συμμορφωθεί με τους κάτωθι όρους:
α) Να υπογράψει εγγύηση για ποσό £10.000 με αξιόχρεο εγγυητή ή εγγυητές που θα εγκρίνει ο Πρωτοκολλητής.
β) Να παραδώσει στην Αστυνομία το διαβατήριό του και οποιαδήποτε τυχόν άλλα ταξιδιωτικά έγγραφα έχει.
γ) Να παρουσιάζεται μια φορά την ημέρα στον πλησιέστερο στην κατοικία του αστυνομικό σταθμό.
Η έφεση επιτρέπεται.