ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2023:A124
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 386/2014)
20 Μαρτίου, 2023
[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΣΑΝΤΗ, Δ/στές]
1. ΠΕΤΡΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ
2. ΕΛΕΝΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΚΡΑΣΑΡΗ
Εφεσείοντες,
ν.
ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ
Εφεσίβλητων.
.....
Θ. Αναστασιάδης, για Ανδρέα Μαθηκολώνη & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.
Ρ. Καραμανή (κα) για Χριστόφορο Ιωάννου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.
.....
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τον Σάντη, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας («το Πρωτόδικο Δικαστήριο»), με αιτιολογημένη απόφαση ημερομηνίας 24.10.14 («η Πρωτόδικη Απόφαση»), επιδίκασε - στο πλαίσιο της Αγωγής 1451/10 («η Αγωγή») - υπέρ των Εφεσίβλητων/Εναγόντων («οι Εφεσίβλητοι») και εναντίον των Εφεσειόντων/Εναγόμενων («οι Εφεσείοντες») «. ομού και κεχωρισμένως . ποσό . €117.756,03 με τόκο 6,25% από 11/1/10 μέχρι τις 11/5/10 και από 11/5/10 με τόκο 7,25% επί του εν λόγω ποσού με κεφαλαιοποίηση του τόκου κάθε 30/6 και 31/12 εκάστου έτους, μέχρι εξόφλησης, μείον το ποσό των €370 τα οποία κατατέθηκαν μετά τον τερματισμό, καθώς και διάταγμα εναντίον των Εναγομένων 1 και 2 ως το Γ της αξίωσης .», πλέον έξοδα (η περικοπή είναι αυτούσια όπως και όσες ακολουθούν).
Διά της έφεσης (με τους Εφεσείοντες να δηλώνουν στο περίγραμμα αγόρευσης πως δεν προωθούν τον λόγο έφεσης 5), οι τελευταίοι αντιτίθενται στην πρωτόδικη κρίση με τους εναπομείναντες εννέα λόγους έφεσης (στους οποίους θα αναφερθούμε κατωτέρω).
Κατ' αρχάς, δυο λόγια για τα γεγονότα - ως αυτά έτυχαν απόφανσης από το Πρωτόδικο Δικαστήριο - μια και τούτο θα συνδράμει την ακόμη καλύτερη κατανόηση των επίδικων θεμάτων και όσων έπονται εξ απόψεως εφετειακής ανάλυσης.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο - αφού αξιολόγησε τις δύο μοναδικές μάρτυρες (εν τοις εφεξής οι ΜΕ1 και ΜΕ2) που κατέθεσαν για τους Εφεσίβλητους (με τους Εφεσείοντες να μην παρουσιάζουν «. καμία μαρτυρία . αφού αυτοί καταχώρησαν υπεράσπιση στην οποία προβάλλονται διάφοροι ισχυρισμοί .») -βρήκε πως:
«....................................
Η ΣΠΕ Αγροτικής Ανάπτυξης ήταν τραπεζικό ίδρυμα το οποίο ασκούσε τραπεζικές εργασίες σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμο 22/85. Η οποία στη συνέχεια έγινε ΣΠΕ Αγροτικής Ανάπτυξης Λτδ και ακολούθως μετά την αναδιοργάνωση και συγχώνευση των πιστωτικών εταιρειών, συγχωνεύτηκε με την ΣΠΕ Μακράσυκας Λάρνακας-Επαρχίας Αμμοχώστου Λτδ, Τεκμήρια 1, 2 και 3. Στα πλαίσια των εργασιών της δυνάμει γραπτής σύμβασης δανείου ημερ. 20/1/08, την οποία υπέγραψε ο Εναγόμενος 1, παρείχε δάνειο ύψους €116.000,00 προς τον Εναγόμενο 1, Τεκμήριο 4, το οποίο έλαβε ο Εναγόμενος 1, Τεκμήριο 7, για αγορά ακίνητης ιδιοκτησίας στο χωριό Αναφωτία της Επαρχίας Λάρνακας. Η Εναγόμενη 2 μαζί με τον Εναγόμενο 1, προς εξασφάλιση του εν λόγω δανείου υπέγραψαν έγγραφο υποθήκης, Τεκμήριο 5, με βάση το οποίο ενεγράφηκε η δήλωση υποθήκης Υ1041/08, Τεκμήριο 6. Επειδή ο Εναγόμενος 1 δεν κατέβαλλε τις δόσεις του, η Ενάγουσα δια μέσου των συνηγόρων της απέστειλε ταυτόσημες επιστολές ημερ. 7/9/09, Τεκμήρια 8 και 9, σε αυτούς με τις οποίες τους υποδείκνυαν ότι δεν συμμορφώθηκαν με τους όρους αποπληρωμής του δανείου και τους καλούσαν όμως εντός 21 ημερών εξοφλήσουν το χρέος τους διαφορετικά θα τερμάτιζαν τη μεταξύ τους συμφωνία δανείου και θα έκλειναν τον λογαριασμό.
Ακολούθως επειδή ο Εναγόμενος 1 δεν εξόφλησε το δάνειο του, η Ενάγουσα τερμάτισε τη λειτουργία του ως άνω δανείου και λογαριασμού με ταυτόσημες επιστολές ημερομηνίας 11/5/10, Τεκμήριο 11 και 12, προς τους Εναγόμενους 1 και 2 απαιτώντας την πληρωμή του οφειλομένου υπολοίπου πλέον τόκους, και επίσης τους ανέφερε ότι το επιτόκιο αυξάνετο σε 7,25%, πλην όμως παρέλειψαν να πράξουν τούτο μέχρι σήμερα.
Σύμφωνα με την κατάσταση λογαριασμού του δανείου, Τεκμήριο 16, και τη δήλωση που έγινε εκ μέρους της ΜΕ2 αλλά και του συνηγόρου της ότι μετά τον τερματισμό καταβλήθηκε το ποσό των €370 εκ μέρους του Εναγόμενου 1, το ποσό που διεκδικείται είναι €117.756,03 με τόκο 6,25% από 11/1/10 μέχρι τις 11/5/10 και από 11/5/10 με τόκο 7,25% επί του εν λόγω ποσού με κεφαλαιοποίηση του τόκου κάθε 30/6 και 31/12 εκάστου έτους, μέχρι εξόφλησης, μείον το ποσό των €370 τα οποία κατατέθηκαν μετά τον τερματισμό, πλέον έξοδα.
..................................».
Οι Εφεσείοντες παραπονούνται ότι «. εσφαλμένα ή και αδικαιολόγητα ή και αντινομικά ...» το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέλαβε «... ότι είχαν τεθεί ενώπιον του τέτοια δεδομένα ή και μαρτυρία .» προκειμένου να δικαιολογείτο η έκδοση της Πρωτόδικης Απόφασης, επειδή κακώς αποφάνθηκε πως οι Εφεσίβλητοι «. απέσεισαν το βάρος απόδειξης που τους βαραίνει για την έκδοση απόφασης ως η έκθεση απαιτήσεώς τους .» (λόγος έφεσης 1), λειτουργώντας εξίσου άστοχα με το να προβεί σε δικά του συμπεράσματα ή και να συμπληρώσει και διορθώσει «. την μαρτυρία της ΜΕ1 χωρίς να υπάρχει μαρτυρία ενώπιον του που να οδηγεί στην συγκεκριμένη κατάληξη .», υπολογίζοντας προσέτι αδικαιολογήτως «. με ποιο τρόπο και γιατί η μάρτυρας απάντησε σε ερώτηση στην αντεξέταση με τρόπο άκρως αντίθετο από την συνάδελφο της ΜΕ2 .» (λόγος έφεσης 2), και καταλήγοντας (βασιζόμενο κιόλας σε λανθασμένες μαθηματικές πράξεις της ΜΕ2), εσφαλμένα στο ότι «. αποδείχθηκε οφειλόμενο υπόλοιπο .» (λόγοι έφεσης 3 και 6), θεωρώντας κατά ομοίως απαράδεκτο τρόπο πως οι Εφεσίβλητοι «. είναι το ίδιο νομικό πρόσωπο με την Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Μακράσυκας-Λάρνακας-Επαρχίας Αμμοχώστου Λτδ ή και με την Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Αγροτικής Ανάπτυξης Λτδ .» (λόγος έφεσης 4), ξέχωρα και από το ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο αστόχως έλαβε υπόψιν «. τις καταστάσεις λογαριασμού τεκμήρια 13-16 ως καταστάσεις λογαριασμού που απέδιδαν το υπόλοιπο ή και την εικόνα του δανείου .» (λόγος έφεσης 7), και μάλιστα δίχως οι αφορώντες ισχυρισμοί των Εφεσίβλητων να δικογραφούνται «. αναφορικά με τα τεκμήρια 13 και 16 .», και πως τούτα «. απέδιδαν το υπόλοιπο ή και την εικόνα του δανείου .» (λόγος έφεσης 8), προβαίνοντας περιπλέον σε «. λανθασμένη αξιολόγηση .» ενεργώντας πεπλανημένα και χωρίς να υπολογίσει «. τους ισχυρισμούς της Υπεράσπισης και αντεξέτασης των Εφεσειόντων .» ή τις υποβολές των συνηγόρων των Εφεσειόντων «. αναφορικά με το ότι τα τεκμήρια 13 και 16 ήταν λανθασμένα και δεν απέδιδαν την πραγματική εικόνα του δανείου ή και ότι . δεν έχουν καμία σχέση με την επίδικη σύμβαση δανείου .» (λόγος έφεσης 9), με το Πρωτόδικο Δικαστήριο να απολήγει «. λανθασμένα ή και αντινομικά ή και άνευ στηρίγματος .» στην έκδοση απόφασης «. εναντίον της Εφεσείουσας-Εναγόμενης 2 ως οφειλέτριας ή και ως να ήταν μέρος της σύμβασης δανείου .» (λόγος έφεσης 10).
Αποτιμήσαμε καθετί που μας τέθηκε, στην πλήρη τους μορφή.
Το ίδιο, και τις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις των ευπαίδευτων δικηγόρων.
Ένεκα του περιεχομένου τους (και της επί του εφετηρίου αιτιολογίας που τους επικουρεί), θα ασχοληθούμε πρώτα, σωρευτικώς, με τους λόγους έφεσης 1, 2, 3, 6, 7, 8 και 9 (οι οποίοι άπτονται εν πολλοίς τής αξιολογικής διεργασίας τού Πρωτόδικου Δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων και την αποδεικτική αξία και βαρύτητα τής ανάλογης προφορικής και έγγραφης μαρτυρίας), ύστερα με τον λόγο έφεσης 4 (ο οποίος σχετίζεται με τα περί νομικής προσωπικότητας των Εφεσίβλητων), και τέλος με τον λόγο έφεσης 10 (που αφορά αδρομερώς στην απόδειξη της αξίωσης εναντίον των Εφεσειόντων, και πιο συγκεκριμένα (και) της Εφεσείουσας 2.
Αρχίζουμε με τους λόγους έφεσης 1, 2, 3, 6, 7, 8 και 9.
Μία λοιπόν από τις εναντιώσεις των Εφεσειόντων στη θεματική αυτή (που άπτεται του λόγου έφεσης 2), έγκειται στο ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας τη μαρτυρία της ΜΕ1, συμπέρανε πως η μάρτυς, όταν απαντούσε, τελούσε υπό σύγχυση «. ή είχε υπόψη της άλλο σύστημα .», προχωρώντας τοιουτοτρόπως (και απαραδέκτως) το Πρωτόδικο Δικαστήριο σε εξωραϊσμό ή και συμπλήρωση της μαρτυρίας της, προτιμώντας αντ' αυτής τη μαρτυρία της ΜΕ2.
Δεν συγκλίνουμε με την άποψη των Εφεσειόντων.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχοντας ακούσει και παρακολουθήσει τις δύο μάρτυρες ενώ κατέθεταν, και συνεκτιμώντας ανάμεσα σε άλλα, την ειλικρίνεια, ευθύτητα, σαφήνεια, πειστικότητα και «. εν γένει συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα .», έκρινε πως τούτες ήσαν ειλικρινείς και ευθείς, μεταφέροντας στο Δικαστήριο τα πραγματικά γεγονότα περί της υπόθεσης, προσθέτοντας ωστόσο το Πρωτόδικο Δικαστήριο (εν σχέσει προς την ΜΕ1) «. για το θέμα ότι ένεκα του τρόπου λειτουργίας του ηλεκτρονικού υπολογιστή στον οποίο καταγράφονται όλες οι συναλλαγές για ένα λογαριασμό, δεν επιβάλλοντο τόκοι επί του ποσού των δικηγορικών εξόδων και εξόδων ασφάλειας και διατήρησης λογαριασμού, για το οποίο η ΜΕ2 ανέφερε διαφορετική θέση .», πως η ΜΕ2 είχε αναφέρει διαφορετική θέση από την ΜΕ1.
Τούτου δοθέντος, το Πρωτόδικο Δικαστήριο είπε σχετικώς και τα εξής:
«[.] Κρίνω, αν και προφανώς η ΜΕ1 αναφέρετο στον τρόπο λειτουργίας του συστήματος όταν αποσπάστηκε στο Τμήμα Ανακτήσεως της Κεντρικής Συνεργατικής Τράπεζας στην Λάρνακα και η ΜΕ2 στον τρόπο λειτουργίας του συστήματος όταν ήταν στην ΣΠΕ Αγροτικής Ανάπτυξης, ένεκα και της θέσης που έλαβε πλέον η ΜΕ2 με την αφαίρεση των συγκεκριμένων ποσών για τα πιο πάνω έξοδα καθώς και τις κεφαλαιοποιήσεις τόκων για την περίοδο 31/12/08 μέχρι 31/12/09, κρίνω ότι δεν μπορώ να δεχθώ τη μαρτυρία της σε αυτό το σημείο και αποδέχομαι τη μαρτυρία της ΜΕ2».
Δεν εντοπίζουμε κάτι το αξιοκατάκριτο στην ως άνω συλλογιστική αφού το Πρωτόδικο Δικαστήριο φαίνεται να ενήργησε, ορθώς, κατά τις προβλέψεις της σχετικής νομολογίας, αξιολογώντας εν προκειμένω το σύνολο της μαρτυριακής συμπεριφοράς τής ΜΕ1 (όπως και της ΜΕ2), καταλήγοντας (έχοντας σαφώς κατατάξει αμφότερες ως κατά βάσιν αξιόπιστες), να δεχθεί τη μαρτυρία τους, εκτός ωστόσο εκείνη τής ΜΕ1 στην έκταση που η μαρτυρία της αφορούσε στην υπό ανάλυση πτυχή, δεχόμενο επί του σημείου τη μαρτυρία της ΜΕ2 (αντί εκείνη της ΜΕ1).
Πάντως, η περί ης ο λόγος προσέγγιση τού Πρωτόδικου Δικαστηρίου διόλου δεν επιμόλυνε τη διεργασία αξιολόγησης (μαρτυρίας και εκδοχών), αλλά, αντιθέτως, την πιστοποίησε, όχι μονάχα ως εκ του αποτελέσματος, αλλά, κυρίως, ως εκ της επί τούτω διάρθρωσης του σκεπτικού του, μήτε δε η αξιολογική αυτή μεθοδολογία επίδρασε δυσμενώς στα όποια δικαιώματα των Εφεσειόντων (Χρίστου ν. Γεωργίου, Π.Ε. 158/13, ημ. 26.10.22, ECLI:CY:AD:2022:A403, Στέγη Ευγηρίας «Αρχάγγελος Μιχαήλ» Καϊμακλίου ν. Αργυρίδου, Π.Ε. 32/14, ημ. 29.9.21, ECLI:CY:AD:2021:A430, Χαραλαμπίδη ν. Μιχαήλ και Άλλων, Π.Ε. 304/13, ημ. 16.7.21, ECLI:CY:AD:2021:A316, Nat Jango Fashion Ltd v. Α.Κ. Ποχτζελιάν & Υιοι (Διανομείς) Λτδ, Π.Ε. 105/14, ημ. 15.10.18, ECLI:CY:AD:2018:A443).
Συναρτώμενο προς την αξιοπιστία των μαρτύρων (και γενικότερα προς την πρωτόδικη πραγμάτευση επί της ουσίας τής αξίωσης), είναι και οι ισχυρισμοί των Εφεσειόντων για τα περί μη απόδειξης τού οφειλόμενου υπολοίπου, με τη θεματολογία αυτή να αναφύεται ιδίως από τους λόγους έφεσης 1, 3, 6, 7, 8 και 9.
Αποκλίνουμε και πάλι από τη θεώρηση των Εφεσειόντων, θυμίζοντας ότι το μεδούλι των περί ων ο λόγος εναντιώσεων τους έχει ήδη συνοψισθεί πιο πάνω.
Αρχίζουμε με τα δικονομικοαποδεικτικά, αντλώντας ερείσματα από τους λόγους έφεσης 8 και 9 και τη συνοδό αιτιολογία τους.
Είναι γεγονός ότι στην Έκθεση Απαίτησης (παράγραφος 5) δικογραφήθηκε ως ο σχετικός με τα επίδικα θέματα χρεωστικός λογαριασμός των Εφεσειόντων ο αριθμός «. 7214325-6 .» αντί ο ορθός (κατά τη θέση των Εφεσίβλητων) αριθμός λογαριασμού 7214326-4. Το λάθος, που παραδέχονται και οι Εφεσίβλητοι, δεν φαίνεται να έγινε αντιληπτό στη δίκη από τους δικηγόρους (αλλά και από το Πρωτόδικο Δικαστήριο), το οποίο προχώρησε και εξέδωσε την απόφαση έχοντας κατά νουν το (σφαλερό) αυτό στοιχείο.
Μελετώντας την Πρωτόδικη Απόφαση στην ολότητα της, ως και τη δικογραφία, τη μαρτυρία, και τις πρωτόδικες αγορεύσεις - με τους Εφεσείοντες να μην προχωρούν σε οποιαδήποτε επιχειρηματολογία πρωτοδίκως έπειτα από απόρριψη αιτήματος τους για αναβολή της υπόθεσης, μα με το ζήτημα να μην συνιστά βάση εφετειακού παραπόνου) - δεν έχουμε απολύτως καμία αμφιβολία ότι ομιλούμε εδώ περί ενός απλού τυπογραφικού λάθους και τίποτε περισσότερο.
Τούτο, γιατί, όσα τεκμήρια κατατέθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία προς απόδειξη της αξίωσης - με συνοδευτική και την προφορική μαρτυρία από μέρους των ΜΕ1 και ΜΕ2 - και προπαντός η Συμφωνία Δανείου ημερομηνίας 20.2.08 (Τεκμήριο 4), το Έγγραφον Υποθήκης εκ Μέρους Τρίτου ημερομηνίας 20.2.08 (Τεκμήριο 5), η απόδειξη πληρωμής που δόθηκε από τους Εφεσίβλητους προς τον Εφεσείοντα 1 για συναφές προς τα επίδικα ζήτημα ημερομηνίας 25.2.08 (Τεκμήριο 7), οι συστημένες επιστολές προς την Εφεσείουσα 2 ημερομηνίας 7.9.09 και 11.5.10 (Τεκμήρια 9 και 12) κατ' εντολή των Εφεσίβλητων και οι καταστάσεις λογαριασμού ημερομηνίας 3.10.14 και 15.10.14 για τον Εφεσείοντα 1 (Τεκμήρια 13 και 16), έχουν, καθαρώς ως σημείο αναφοράς (τον ορθό) αριθμό λογαριασμού 7214326-4.
Τα ως άνω τεκμήρια κατατέθηκαν στην κυρίως εξέταση της ΜΕ1, χωρίς ένσταση από τον δικηγόρο των Εφεσειόντων, ο οποίος, αντεξετάζοντας την μάρτυρα επί της Συμφωνίας Δανείου/Τεκμήριο 4, ποτέ δεν υπέβαλε οτιδήποτε με ό,τι τώρα μέλει, παρά επικεντρώθηκε σε άλλες πτυχές που θεώρησε πρόσφορες.
Το ίδιο συνέβη, τηρουμένων των αναλογιών, με την αντεξέταση της ΜΕ2.
Απορρίπτουμε τους ως άνω ισχυρισμούς των Εφεσειόντων.
Για όσα άπτονται τού οφειλόμενου υπολοίπου (με το οποίο ενασχολούνται κατά κύριο λόγο οι λόγοι έφεσης 1, 3, 6 και 7), κρίνουμε, με προηγηθείσα και την ανάλυση μας επί κάποιων παράλληλων πτυχών, πως η προς τούτο ανάπτυξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν διεξοδική, αναλυτική και αιτιολογημένη, γι' αυτό και την παραθέτουμε αυτούσια:
«..................................
Ακολουθώντας τους αριθμημένους ισχυρισμούς της Έκθεσης Υπεράσπισης και συνεχίζοντας με την παράγραφο 6(1), καταδεικνύεται από το Τεκμήριο 4, που είναι η σύμβαση δανείου, και τη μαρτυρία της ΜΕ2, η οποία ανάφερε ότι ήταν μάρτυρας των υπογραφών των συμβαλλομένων μερών, και ότι ουδέποτε της υποβλήθηκε κατά την αντεξέταση της ότι η υπογραφή που φαίνεται στο Τεκμήριο αυτό ως χρεώστης δεν είναι του Εναγομένου 1, δεν μπορεί να ευσταθήσει και απορρίπτεται. Όπως επίσης απορρίπτεται και ο ισχυρισμός της παραγράφου 6(2) ότι ουδέποτε έλαβε τέτοιο δάνειο από την Ενάγουσα με τους ισχυριζόμενους όρους του δανείου όπως αναφέρονται στην παράγραφο 4 της Έκθεσης Απαίτησης, αφού καταδεικνύεται από το Τεκμήριο 4 σε όλη την έκταση τους οι όροι του δανείου στους οποίους συμπεριλαμβάνονται μεταξύ άλλων το επιτόκιο (παράγραφος 12 της ΄Εκθεσης Απαίτησης) και ο τόκος υπερημερίας 1% (παράγραφος 13 της ΄Εκθεσης Απαίτησης). Ούτε ο ισχυρισμός της παραγράφου 6(3) της Έκθεσης Υπεράσπισης ευσταθεί, αφού καταδεικνύεται από το Τεκμήριο 7 ότι ανοίχθηκε λογαριασμός και το ποσό των €116.000,00 το έλαβε ο Εναγόμενος 1. Άλλωστε, καμία υποβολή δεν έγινε και στις δύο μάρτυρες ότι δεν έλαβε το αναφερθέν ποσό ο Εναγόμενος 1. Όσον αφορά την παράγραφο 6(4) της Έκθεσης Υπεράσπισης ουδέποτε υποβλήθηκε στις μάρτυρες ότι το δάνειο αυτό το έλαβε ο Εναγόμενος 1 από την ΣΠΕ Αγγλισίδων. Επίσης δεν θα μπορούσε να ευσταθήσει τέτοιος ισχυρισμός αφού από το Τεκμήριο 4 φαίνεται ότι συμβαλλόμενο μέρος με τον Εναγόμενο 1 ήταν η ΣΠΕ Αγροτικής Ανάπτυξης. Ούτε ακόμη ο ισχυρισμός της παραγράφου 6(5) της ΄Εκθεσης Υπεράσπισης ότι η υποθήκη δεν δόθηκε για εξασφάλιση του δανείου μπορεί να ευσταθήσει αφού μεταξύ άλλων, από την παράγραφο 11 του Τεκμηρίου 5, χωρίς καμία αμφιβολία διαπιστώνεται ότι η υποθήκη παραχωρήθηκε προς εξασφάλιση του συγκεκριμένου δανείου.
....................................
Ο ισχυρισμός που προβάλλεται στην παράγραφο 8 της Έκθεσης Υπεράσπισης, ούτε προωθήθηκε κατά την αντεξέταση των μαρτύρων, ούτε υποβλήθηκε σε αυτές με οποιονδήποτε τρόπο ότι το ποσό που καταβλήθηκε στην Ενάγουσα υπερβαίνει τις €20.000,00. Η ΜΕ1 ευθαρσώς και ξεκάθαρα ανάφερε ότι πριν τον τερματισμό καταβλήθηκε το ποσό των €12.918,88 και μετά τον τερματισμό το ποσό των €370 και ως εκ τούτου απορρίπτεται.
Εξετάζοντας τώρα την παράγραφο 9 της Έκθεσης Υπεράσπισης, αποδεικνύεται από το Τεκμήριο 16 ότι το υπόλοιπο είναι ως προβάλλεται σε αυτό, κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία, και ουδεμία αντίθεση υπάρχει μεταξύ της παραγράφου 4(ε) της Έκθεσης Υπεράσπισης με το ποσοστό του τόκου υπερημερίας που επιβλήθηκε.
Σε ότι αφορά τον ισχυρισμό της παραγράφου 10 της Έκθεσης Υπεράσπισης, καταδεικνύεται από τα Τεκμήρια 8, 9, 11 και 12 με τα επισυναπτόμενα με αυτά αντίγραφα απόδειξης αποστολής των επιστολών από το ταχυδρομείο, ότι αποστάληκαν και αφού δεν επιστράφηκαν τεκμαίρεται ότι αυτά παραλήφθηκαν. Έτσι το βάρος απόδειξης το είχαν πλέον οι Εναγόμενοι να καταδείξουν ότι αυτές δεν παραλήφθηκαν, το οποίο όμως δεν έπραξαν και το τεκμήριο ότι αποστάληκαν και παραλήφθηκαν δεν ανατράπηκε.
....................................
Σε σχέση με την παράγραφο 13 της Έκθεσης Υπεράσπισης, το Δικαστήριο αναφέρει ότι δεν μπορεί να ευσταθήσει αφού με σαφή τρόπο αναφέρεται ο τερματισμός της συμφωνίας δανείου και του λογαριασμού στην παράγραφο 10 της Έκθεσης Απαίτησης.
Ούτε βέβαια ο ισχυρισμός της παραγράφου 14 μπορεί να ευσταθήσει αφού κανένα ποσό δεν φαίνεται ούτε υπερβολικό ούτε αδικαιολόγητο, ούτε και σε αυτό περιλαμβάνεται οποιαδήποτε παράνομη ή αυθαίρετη χρέωσης με οποιονδήποτε τρόπο όπως δεν μπορεί να ευσταθήσει ούτε ο ισχυρισμός της παραγράφου 15 αφού με πολλή σαφήνεια στην Έκθεση Απαίτησης καταγράφονται οι ισχυρισμοί επί των οποίων βασίζει η Ενάγουσα τις αξιώσεις της οι οποίες καταγράφονται με λεπτομέρεια στο παρακλητικό αυτής.
Να σημειωθεί εδώ ότι για την αύξηση του επιτοκίου από 6,25% σε 7,25% με βάση τον όρο 3.β) της συμφωνίας η ΜΕ1 ανέφερε με σαφήνεια ότι αποτελεί τη ζημιά που υπέστη η Ενάγουσα από την παράβαση της συμφωνίας εκ μέρους του Εναγόμενου 1 την οποία και εξήγησε. Η υπόθεση Lordsrale Finance Plc v. Bank of Zambia (1996) 3 All ER 156 είναι σχετική.
.................................».
Εντασσόμενη στις ίδιες παραμέτρους με τα πιο πάνω είναι και η διαπίστωση μας (σε ομογνωμία με το Πρωτόδικο Δικαστήριο και τους Εφεσίβλητους, και σε αντιγνωμία με τους Εφεσείοντες), ότι η αναθεωρημένη κατάσταση λογαριασμού ημερομηνίας 15.10.14 - η οποία κατατέθηκε ως Τεκμήριο 16 κατά την κυρίως εξέταση της ΜΕ2 (μέρος της οποίας συναποτέλεσε και η κατατεθείσα στη δίκη γραπτή της κατάθεση την 17.10.14) - ικανοποιεί απολύτως (βάσει και της αναντίρρητης επί του σημείου μαρτυρίας τής μάρτυρος), τις εφαρμοζόμενες πρόνοιες του Άρθρου 22 του Περί Απόδειξης Νόμου, Κεφ.9, δοσμένου ότι η μάρτυς εναργώς ανέφερε πως είχε ελέγξει τις σχετικές καταχωρίσεις «. με την αναλυτική κατάσταση λογαριασμού που διατηρούσε η συνεργατική στο ηλεκτρονικό βιβλίο της και με όλες τις καταχωρήσεις που βρίσκονται στην αναλυτική κατάσταση λογαριασμού, όπως την έχω μελετήσει με προσοχή από το ηλεκτρονικό βιβλίο της συνεργατικής, στο οποίο έχω πρόσβαση από τον προσωπικό μου ηλεκτρονικό υπολογιστή και διαπιστώνω ότι είναι ορθές, όπως γίνονταν κατά την συνήθη πορεία των εργασιών της συνεργατικής, σύμφωνα με την τραπεζική πρακτική και την γνώση και τις οδηγίες που έδιδε και τηρούσε η συνεργατική, ως προς τον τρόπο που έπρεπε να γίνονται οι καταχωρήσεις στις καταστάσεις λογαριασμού των δανείων .», και ότι η «. αναθεωρημένη αναλυτική κατάσταση λογαριασμού του δανείου . την οποία ετοίμασα η ίδια, αφαιρώντας όλα τα ποσά που ανέφερα και επεξήγησα παραπάνω . αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του τραπεζικού βιβλίου της Συνεργατικής, το οποίο τηρείται σε ηλεκτρονική μορφή, στις κτιριακές εγκαταστάσεις της Συνεργατικής .», υπογραμμίζοντας (η ΜΕ2), πως η «. εν λόγω αναθεωρημένη αναλυτική κατάσταση λογαριασμού ετοιμάστηκε και εκτυπώθηκε από εμένα, από τον ηλεκτρονικό μου υπολογιστή ο οποίος είναι συνδεδεμένος με το ηλεκτρονικό βιβλίο της συνεργατικής στο οποίο έχω πρόσβαση, μέρος του οποίου αποτελεί και η μηχανογραφημένη αναθεωρημένη αναλυτική κατάσταση λογαριασμού .», με την μάρτυρα να τονίζει με έμφαση πως είχε ετοιμάσει και μελετήσει με προσοχή την υπό αναφορά κατάσταση λογαριασμού αντιπαραβάλλοντας και συγκρίνοντας την «. με το ηλεκτρονικό βιβλίο της συνεργατικής και τις αρχικές καταχωρήσεις που βρίσκονται σε αυτό και έχω διαπιστώσει ότι όλες οι καταχωρήσεις που βρίσκονται στην αναθεωρημένη αναλυτική κατάσταση λογαριασμού που παρουσιάζω συμφωνούν απόλυτα με τις αρχικές καταχωρήσεις όπως αναθεωρήθηκαν από εμένα και βρίσκονται στο ηλεκτρονικό βιβλίο της συνεργατικής και είναι ορθές .».
Η μαρτυρία αυτή - μαζί με όσα άλλα προσέθεσε συναφώς η ΜΕ2 δίχως στην ουσία να αμφισβητηθεί αντεξεταστικώς - ήσαν πέρα για πέρα επαρκή για να ενταχθεί η περίπτωση εντός των αναλυόμενων νομοθετικών προβλέψεων αλλά και να συναπαρτίσει, εκτός αυτού, πρόσθετο αξιολογικό βάθρο προς απόδειξη όσων στόχευαν να καταφέρουν εν τέλει οι Εφεσίβλητοι (Φρουταρία Πανέρι Λτδ και Άλλων ν. Hellenic Bank Public Company Ltd, Π.Ε. 426/11, ημ. 29.11.17, ECLI:CY:AD:2017:A432, Επίσημου Παραλήπτη ως Εκκαθαριστή της Εταιρείας Αpak Agro Industries Ltd και Άλλης ν. Μarfin Popular Bank Public Co Ltd και Άλλων (2016) 1(B) Α.Α.Δ. 1070, 1083-1092, Αττεσλή και Άλλης ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2013) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2222, 2239, Θεοδώρου ν. Hellenic Bank Limited (2012) 1(Γ) A.A.Δ. 2059, 2069-2071).
Δεν χωρεί επέμβαση μας στα παραπάνω, και τούτο, παρ' όλη την προσπάθεια του δικηγόρου των Εφεσειόντων να πείσει για το αντίθετο. Η μαρτυρία που τέθηκε στο Πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν συμπαγής, η δε εκτίμηση και στάθμιση της, η πρέπουσα και εντός των εφαρμοζόμενων νομολογιακών παραμέτρων της εποχής αλλά και πιο επίκαιρων (Παπαϊωάννου και Άλλων ν. Ευσταθίου και Άλλων, Π.Ε. 256/14, ημ. 1.3.23, Περατικού ν. Ελληνικής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ, Π.Ε. 287/13, ημ. 16.6.21, ECLI:CY:AD:2021:A254, Charalambous v Demetriou (1961) 1 CLR 14, 16-29).
Οι λόγοι έφεσης 1, 2, 3, 6 και 7, 8 και 9 απορρίπτονται.
Με τον λόγο έφεσης 4 οι Εφεσείοντες υποβάλλουν ότι δεν υπήρξε μαρτυρία που να συνδέει τους Εφεσίβλητους με την Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Αγροτικής Ανάπτυξης Λτδ και κατ' ακολουθίαν με τη Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Μακράσυκας-Λάρνακας-Επαρχίας Αμμοχώστου Λτδ, παρεπόμενο την δυνητική επιτυχία της έφεσης.
Δεν έχουν δίκιο οι Εφεσείοντες.
Οι Εφεσείοντες δεν ήγειραν σχετική ένσταση ή θέση στην Υπεράσπιση, με το ζήτημα να εγείρεται για πρώτη φορά κατ' έφεση, κάτι το (κατά κανόνα) απαράδεκτο (APL Alexander Promotions Ltd και Άλλων ν. Gerlington Ltd και Άλλων, Π.Ε. Ε40/15, ημ. 11.12.20).
Ούτε και ποτέ, σε κανένα στάδιο της δίκης, δεν αφέθηκε καν να νοηθεί η προώθηση ενός τέτοιου ισχυρισμού από τους Εφεσείοντες, έστω, ακόμη, ως απέλπιδα προσπάθεια, εκτός δικογραφίας.
Στην Lioufis and Co Ltd v. Ανδρονίκου και Άλλων (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 773, λέχθηκαν και αυτά (από τον Πική, Π.), που επαναλήφθηκαν και υστερόχρονα (Μαστρομιχάλης και Άλλου ν. Διαχειριστική Επιτροπή Μεγάρου Γαλαξίας, Π.Ε. 228/14, ημ. 25.1.22, ECLI:CY:AD:2022:A25, Βιομηχανία Χαρίλαος Αλωνεύτης Λτδ και Άλλων ν. Alpha Bank Ltd (2003) 1(Β) A.A.Δ. 990, 994-997):
«..................................
Συμφωνώ, επίσης, ότι δεν τέθηκε υπό αμφισβήτηση με την Υπεράσπιση η ύπαρξη της εταιρείας, του νομικού προσώπου που ήγειρε την αγωγή. Ό,τι θέλω να προσθέσω, είναι ότι η ύπαρξη των εναγόντων δε θα μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο αντιδικίας μέσω των δικογράφων. Οι έγγραφες προτάσεις έχουν ως λόγο τον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων μεταξύ των διαδίκων. Η αντιδικία προϋποθέτει την ύπαρξη των διαδίκων. Αν ο ενάγων δεν είναι υπαρκτό πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, δεν τίθεται, ούτε θα μπορούσε να τεθεί ζήτημα αντιδικίας με τον εναγόμενο. Αγωγή εκ μέρους ανύπαρκτου προσώπου συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας. Το μέσο για την αμφισβήτηση της οντότητας του ενάγοντα είναι αίτηση για τη διαγραφή της αγωγής. Η θέση αυτή ευρίσκει έρεισμα στην απόφαση Russian Commercial and Industrial Bank v. Comptoir D'Escompte de Mulhouse [1925] A.C. 112 (ΗL). Στην υπόθεση εκείνη κρίθηκε ότι η αμφισβήτηση εξουσίας του ενάγοντα να κινήσει αγωγή εξ ονόματος της ενάγουσας εταιρείας δεν μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο αντιδικίας, με την έγερση του θέματος στην Υπεράσπιση. Η θεραπεία έγκειτο στη λήψη μέτρων, σε αρχικό στάδιο της διαδικασίας, για τη διαγραφή του ενάγοντα και τον τερματισμό της διαδικασίας. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που αμφισβητείται η ύπαρξη του ενάγοντα - (βλ. Τhe Annual Practice 1958, σελ. 574 και 575).
Η Δ.27, θ.3, των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας παρέχει το δικονομικό πλαίσιο για την κίνηση του μηχανισμού για τη διαγραφή αγωγής εκ μέρους ανύπαρκτου διαδίκου.
...................................».
Ο λόγος έφεσης 4 απορρίπτεται.
Με τον λόγο έφεσης 10, οι Εφεσείοντες προβάλλουν την κατά τη γνώμη τους αποτυχία των Εφεσίβλητων να αποδείξουν την αξίωση στην Αγωγή εναντίον της Εφεσείουσας 2.
Διαφωνούμε και με αυτό.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο συνοψίζοντας τις ισχύουσες αρχές και τη σχετική μαρτυρία - με σημείο αναφοράς και τους δύο Εφεσείοντες - είπε και αυτά:
«..................................
Σύμφωνα με την υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ v. Βασίλης Χαραλάμπους (2010) 1 Α.Α.Δ. 829, σε περιπτώσεις όπως η υπό κρίση υπόθεση, που αφορά σε κατ' ισχυρισμό τραπεζικό χρέος, τα βασικά γεγονότα που χρήζουν απόδειξης έτσι ώστε να επιτύχει η αξίωση είναι τέσσερα:
Α) Η σύναψη της σύμβασης δανείου ή χρηματοδότησης ή παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων κλπ μαζί με τους όρους του.
Β) Η παράβαση όρου της σύμβασης.
Γ) Ο τερματισμός της σύμβασης και
Δ) Το οφειλόμενο υπόλοιπο.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση, η Ενάγουσα έχει αποδείξει τη σύναψη σύμβασης δανείου, Τεκμήριο 4, το οποίο υπογράφηκε από τον Εναγόμενο 1, και το οποίο έλαβε σύμφωνα με τη μαρτυρία της ΜΕ2. Ο Εναγόμενος 1, πάλι σύμφωνα με τη μαρτυρία που βρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου αλλά και του Τεκμηρίου 16, παρέβη όρο της σύμβασης αφού δεν κατέβαλλε τις συμφωνημένες δόσεις του ως προβλέπεται στη σύμβαση δανείου, Τεκμήριο 4. Ο τερματισμός της σύμβασης έχει αποδειχθεί από τα Τεκμήρια 11 και 12 που στάληκαν στους Εναγόμενους 1 και 2 αντίστοιχα, αφού μάλιστα προηγουμένως είχαν σταλεί οι επιστολές Τεκμήρια 8 και 9 προς αυτούς αντίστοιχα. Το οφειλόμενο ποσό, συγκεκριμενοποιήθηκε πλέον, με το Τεκμήριο 16 και τη δήλωση-κατάθεση της ΜΕ2.
Επομένως, όλα τα γεγονότα που έπρεπε να αποδείξει η Ενάγουσα για να επιτύχει στην αξίωση της, το έχει πράξει.
Μία επισήμανση, οι γενικές και αόριστες υποβολές ότι η κατάσταση λογαριασμού είναι λανθασμένη ή ότι σε αυτή υπάρχουν παράνομες ή αντισυμβατικές ή άδικες ή καταχρηστικές χρεώσεις ή ότι στη σύμβαση δανείου περιλαμβάνονται καταχρηστικοί όροι, χωρίς να τίθεται συγκεκριμένη θέση ή ισχυρισμός για τον οποίο θα δοθεί εξήγηση από την υπεράσπιση ή θα προσκομίσει μαρτυρία, για να μπορεί να εκφέρει τη δική της θέση η Ενάγουσα μέσα από την μαρτυρία των δικών της μαρτύρων, είναι καταδικασμένες σε απόρριψη.
Με όλα όσα πιο πάνω προσπάθησα να εξηγήσω και να αναλύσω, κρίνω ότι η Ενάγουσα δικαιούται σε έκδοση απόφασης υπέρ της και εναντίον των Εναγομένων 1 και 2 ομού και κεχωρισμένως, ως καταγράφεται πιο πάνω.
.................................».
Ειδικότερα (για την Εφεσείουσα 2), οι ισχυρισμοί των Εφεσειόντων φαίνεται πως αγνοούν το Έγγραφον Υποθήκης (Τεκμήριο 5) που υπέγραψε η Εφεσείουσα 2 όπου, διά των όρων 4 [1] και 15 [2] αυτού, η Εφεσείουσα 2 καθίσταται υπόλογη για την πληρωμή του χρέους του πρωτοφειλέτη (Εφεσείοντα 1).
Τίποτα δεν ακούσαμε που να δικαιολογεί ανατροπή των ευρημάτων του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, και από τούτη την άποψη, με την τελική κρίση (εναντίον και της Εφεσείουσας 2) να συμβαδίζει εντελώς και με την αφορώσα νομολογία (Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Deme-Dairy Ltd, Π.Ε. 246/13, ημ. 11.12.19, ECLI:CY:AD:2019:A523, Χριστοδούλου ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Π.Ε. 294/12, ημ. 18.6.19, ECLI:CY:AD:2019:A232, Ζερβός και Άλλης ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2192).
Κάτι ακόμη.
Απογράφουμε ως υποσημείωση με τη δική της αξία πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας τη μαρτυρία και κρίνοντας την ουσία της αξίωσης, δεν απέδωσε (μα ούτε και προκύπτει τέτοια ένδειξη), δυσμενή βαρύτητα στο ότι οι Εφεσείοντες επέλεξαν να μην παρουσιάσουν οι ίδιοι μαρτυρία προς υπεράσπιση τους (εκτός των όσων ενδεχομένως θεώρησαν πως κάλυπταν τα συμφέροντα τους από όσα παρουσιάστηκαν στη δίκη από τους Εφεσίβλητους).
Άρα, καλώς χειρίστηκε και την έκφανση τούτη το Πρωτόδικο Δικαστήριο καθότι, ως υπογραμμίστηκε και στην Γεωργιάδης και Άλλων ν. Συνεργατικής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ, Π.Ε. 376/14, ημ. 16.3.23, ECLI:CY:AD:2023:A90 (με παραπομπή και σε νομολογιακές αρχές που υπήρχαν κατά την πρωτοδίκη κρίση):
«[Δ]εν υπάρχει άτεγκτη κοινοδικαιϊκή αρχή πως ελλείψει παρουσίασης μαρτυρίας στη δίκη από αντίδικο πρέπει απαρεγκλίτως να γίνεται αποδεκτή η μαρτυρία τού διαδίκου που προσφέρει τέτοια μαρτυρία. Απεναντίας, η νομολογία προβλέπει πως όλα ανάγονται στον τρόπο με τον οποίο αξιολογείται, κατά δικαστικό καθήκον ύψιστης σπουδαιότητας, η ολότητα της μαρτυρίας, ασχέτως αν ο αντίδικος εισφέρει ή δεν εισφέρει αντίθετη μαρτυρία, ή και καθόλου (Χρίστου ν. Γεωργίου, Π.Ε. 158/13, ημ. 26.10.22, ECLI:CY:AD:2022:A403, Στέγη Ευγηρίας «Αρχάγγελος Μιχαήλ» Καϊμακλίου ν. Αργυρίδου, Π.Ε. 32/14, ημ. 29.9.21, ECLI:CY:AD:2021:A430, Λαϊκή Ασφαλιστική Λίμιτεδ ν. Ματσούκα και Άλλου (2014) 1(Β) Α.Α.Δ. 1377, ECLI:CY:AD:2014:A460, 1384-1385, Λουκαΐδης ν. Πρώτο Θέμα ΑΕ και Άλλων (2013) 1(Α) ΑΑΔ 313, 323, Demchenko και Άλλου v. Nassar (2007) 1(Β) ΑΑΔ 1342, 1345, Παναγιώτου ν. Ιωάννου (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 917, 920) ».
Ο λόγος έφεσης 10 απορρίπτεται.
Πριν από την τυπική μας απόληξη, θεωρούμε πως δικαιότερο θα ήταν -έχοντας στο μυαλό όλα όσα συζητήσαμε επί του σημείου - να ενασκήσουμε τις εξουσίες μας βάσει του Άρθρου 25(3) του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 και της Δ.35θ.8 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, και να διατάξουμε την (εντός 15 ημερών από τη σύνταξη του σχετικού διατάγματος), τροποποίηση της παραγράφου 5 της Έκθεσης Απαίτησης ώστε ο (λανθασμένος) αριθμός λογαριασμού 7214326-6 που αναφέρεται εκεί, να αντικατασταθεί με τον (σωστό) αριθμό λογαριασμού 7214326-4 (Pearlman (Veneers) S.A. (Pty), Ltd v. Bartels (1954) 3 All E.R. 659, 660-661).
Εν κατακλείδι.
Ουδείς των λόγων έφεσης ευσταθεί.
Η έφεση απορρίπτεται.
Διάταγμα τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης, ως ανωτέρω.
Επιδικάζουμε υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον των Εφεσειόντων, έξοδα ύψους €3.600,00, συν ΦΠΑ (αν υπάρχει).
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/κβπ
[1] «4. Σε πρώτη ζήτηση ή/και από τη στιγμή που κάθε ποσό που εξασφαλίζεται με την υποθήκη αυτή καταστεί πληρωτέο, ο πρωτοφειλέτης και ο ενυπόθηκος οφειλέτης και/ή οποιοσδήποτε από αυτούς χωριστά οφείλουν να πληρώσουν ολόκληρο το ποσό αυτό. Σε περίπτωση που παραλείψουν να πληρώσουν το ποσό αυτό, η Συνεργατική θα δικαιούται να πωλήσει τα ενυπόθηκα κτήματα είτε μέσω του κτηματολογίου είτε με αγωγή μέσω του Δικαστηρίου και/ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο ήθελε αποφασίσει ή όπως προβλέπεται πιο κάτω χωρίς οποιαδήποτε ειδοποίηση προς τον ενυπόθηκο οφειλέτη. Η Συνεργατική μπορεί να χρησιμοποιήσει το προϊόν της πώλησης αυτής για να εξοφληθούν μερικά ή συνολικά οι υποχρεώσεις τις οποίες εξασφαλίζει η υποθήκη αυτή ή όλες ή οποιεσδήποτε από τις υποχρεώσεις αυτές. Νοείται ότι εάν μετά την αναφερόμενη πώληση παραμένει οποιοδήποτε ποσό οφειλόμενο προς τη Συνεργατική τόσο ο πρωτοφειλέτης όσο και ο ενυπόθηκος οφειλέτης ευθύνονται για την αποπληρωμή του».
[2] «15. Μόλις η σχετική διευκόλυνση ή οποιοδήποτε μέρος της ήθελε ζητηθεί από τη Συνεργατική θα καθίσταται απαιτητή και θα εξοφλείται αμέσως και ο πρωτοφειλέτης και/ή ο ενυπόθηκος οφειλέτης οφείλουν να πληρώσουν προς τη Συνεργατική κάθε οφειλόμενο ποσό, συμπεριλαμβανομένου του κεφαλαίου, του τόκου, του περιθωρίου, του τόκου υπερημερίας, δικαιωμάτων, δαπανών και/ή άλλων εξόδων. Παράλειψη του πρωτοφειλέτη και/ή του ενυπόθηκου οφειλέτη να προβούν σε άμεση εξόφληση, θα δίδει το δικαίωμα στη Συνεργατική να εκποιήσει τα ενυπόθηκα κτήματα και/ή να απαιτήσει δικαστικώς ή άλλως πως την πληρωμή του χρέους πλέον τόκους πλέον δικαστικά και άλλα έξοδα οποιοσδήποτε φύσης μέχρι πλήρους και τελείας εξόφλησης. Νοείται ακόμη ότι σε περίπτωση εκποίησης των ενυπόθηκων κτημάτων για ποσό μικρότερο από το πιο πάνω ο ενυπόθηκος οφειλέτης θα είναι υποχρεωμένος για την καταβολή προς τη Συνεργατική οποιουδήποτε τυχόν ελλείμματος».