ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2023:D98
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 28/2023)
22 Μαρτίου, 2023
[Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Γ.Τ. ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Ή PROHIBITION
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡ. 9.3.2023 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΜΕ ΑΡ. 2537/2019 ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 83(1) ΤΟΥ ΚΕΦ. 155
Μ. Παναγίδης με Ο. Κκαϊλή, για Χαβιαράς & Φιλίππου ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή.
________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(EX TEMPORE)
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου καταχωρήθηκε στις 14/11/2019 η Ποινική Υπόθεση με αρ. 2537/2019. Οι κατηγορίες οι οποίες προσάπτοντο στο αρχικό Κατηγορητήριο ήταν στη βάση άρθρων του περί Ταχύπλοων Σκαφών Νόμου και του περί της Συμβάσεως περί Διεθνών Κανονισμών προς αποφυγήν συγκρούσεων εν θαλάσση του 1972 (Κυρωτικός) και του περί Συναφών Θεμάτων Νόμου του 1980, Ν. 18/1980. Η εν λόγω ποινική υπόθεση αφορά θαλάσσιο ατύχημα το οποίο επεσυνέβη στις 13/8/2017 στην ελεύθερη περιοχή Αμμοχώστου και προκάλεσε τον τραυματισμό ενός προσώπου. Κατηγορούμενοι 1 και 2 στην υπόθεση ήταν οι χειριστές δύο σκαφών και Κατηγορούμενη 3 η εταιρεία του ταχύπλοου σκάφους, του οποίου χειριστής ήταν ο Κατηγορούμενος 2.
Στις 10/2/2023 η Κατηγορούσα Αρχή προχώρησε σε αναστολή της ποινικής δίωξης εναντίον των Κατηγορουμένων 2 και 3. Κατά την ίδια ημερομηνία υπέβαλε αίτημα για τροποποίηση του Κατηγορητηρίου και προσθήκη νέων Κατηγοριών. Στο αίτημα αυτό υπήρξε ένσταση από πλευράς του Αιτητή/Κατηγορούμενου 1 στην υπόθεση και το Δικαστήριο, αφού άκουσε και τις δύο πλευρές, εξέδωσε στις 9/3/2023 την Ενδιάμεση Απόφαση του, με την οποία απέρριψε την προσθήκη των προτεινόμενων Κατηγοριών 17 και 18 και επέτρεψε την προσθήκη της Κατηγορίας με αρ. 16 που αφορούσε στο αδίκημα της βαριάς σωματικής βλάβης κατά παράβαση του Άρθρου 231 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (εφεξής «η προσβαλλόμενη Απόφαση»).
Με την παρούσα Αίτηση ο Αιτητής ζητά να του δοθεί άδεια για την καταχώρηση αίτησης με κλήση για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari, για ακύρωση της προσβαλλόμενης Απόφασης.
Επιπλέον ο Αιτητής επιζητεί την έκδοση Διατάγματος με το οποίο να αναστέλλεται η διαδικασία που εκκρεμεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου αναφορικά με την πιο πάνω ποινική υπόθεση, μέχρι αποπεράτωσης της εκδίκασης της αίτησης δια κλήσεως ή μέχρι άλλης διαταγής του Δικαστηρίου.
Πέραν των πιο πάνω, επιζητά την άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώρηση αίτησης με κλήση για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Prohibition, με το οποίο να απαγορεύεται και/ή εμποδίζεται το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου στη συνέχιση της εκδίκασης της εν λόγω ποινικής υπόθεσης μέχρι αποπεράτωσης της εκδίκασης της αίτησης δια κλήσεως ή μέχρι άλλης διαταγής του Δικαστηρίου.
Η Αίτηση συνοδεύεται από Έκθεση και από Ένορκη Δήλωση της Κλαίρης Παπαγεωργίου, δικηγόρου στη δικηγορική εταιρεία που ενεργεί στην παρούσα Αίτηση για λογαριασμό του Αιτητή.
Ως λόγος επί του οποίου βασίζεται το αίτημα για θεραπεία είναι η ύπαρξη προφανούς νομικού σφάλματος και/ή ελαττώματος στο φάκελο της διαδικασίας (on the face of the proceedings) κατά τη διαδικασία έκδοσης της προσβαλλόμενης Απόφασης, καθότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο τελούσε υπό πλάνη περί το Νόμο.
Ειδικότερα προβάλλεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και τελώντας υπό πλάνη περί το Νόμο θεώρησε ότι η ανώτατη προβλεπόμενη ποινή της Κατηγορίας με αρ. 14, που αφορά εγκατάλειψη σκηνής ατυχήματος χωρίς παροχή βοήθειας, κατά παράβαση του Άρθρου 235Α (1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, το οποίο εφαρμόζεται στην υπόθεση, είναι 5 χρόνια και όχι 2.
Περαιτέρω, προβάλλεται ότι, παρά το γεγονός ότι η Κατηγορία με αρ. 16, που η Κατηγορούσα Αρχή επιχείρησε την προσθήκη της στο Κατηγορητήριο, προβλέπει ανώτατη ποινή φυλάκισης 7 έτη και, επομένως, είναι κακουργηματικού χαρακτήρα, ενώ το αδίκημα της Κατηγορίας με αρ. 14 που προβλέπει ανώτατη ποινή 2 χρόνια φυλάκισης και είναι πλημμεληματικού χαρακτήρα, το Πρωτόδικο Δικαστήριο προφανώς λανθασμένα το χαρακτήρισε ως μη «ουσιωδώς σοβαρότερο αδίκημα».
Έχω διεξέλθει με προσοχή την προσβαλλόμενη Απόφαση του Κατώτερου Δικαστηρίου, καθώς επίσης και ό,τι οι Αιτητές μέσω των ευπαίδευτων συνηγόρων τους έχουν θέσει ενώπιον μου μέσω γραπτής αγόρευσης.
Να υπενθυμίσω καταρχάς ότι σύμφωνα με πάγια και διαχρονική νομολογία τα Προνομιακά Εντάλματα χορηγούνται κατ' εξαίρεση εφόσον αποτελούν προνόμιο και αντλούν την υπόσταση τους από το κατάλοιπο της εξουσίας για έλεγχο των Κατώτερων Δικαστηρίων.
Άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση Προνομιακού Εντάλματος παρέχεται όπου αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και διαφαίνεται από το πρακτικό του Κατώτερου Δικαστηρίου έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη και μη τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (Αίτηση του Κωνσταντινίδη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298 και Perrella (Αρ.2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692).
Περαιτέρω, ακόμη και αν υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, άδεια δεν δίδεται όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, εκτός και αν καταδειχθούν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον κανόνα (Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552 και Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535).
Η εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου να εκδίδει Προνομιακά Εντάλματα δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας των αποφάσεων Κατώτερων Δικαστηρίων, η οποία ελέγχεται από το Ανώτατο Δικαστήριο στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του ως Εφετείου (Αναφορικά με την αίτηση των Junport International Limited κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 321/2017, ημερ. 2/4/2018, ECLI:CY:AD:2018:A145), αλλά στη νομιμότητα της απόφασης (Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 42, Global Consolidation Public Ltd (2006) 1 A.A.Δ. 464 και Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 116).
Εφόσον, δηλαδή, στοιχειοθετούνται οι προϋποθέσεις για την ανάληψη και άσκηση δικαιοδοσίας από το Επαρχιακό Δικαστήριο, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην αναθεώρηση του τρόπου άσκησης των δικαιοδοσιών του, εκτός αν αποκαλύπτεται νομικό σφάλμα καταφανές στο πρακτικό του Δικαστηρίου ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. Σε καμιά, όμως, περίπτωση το ένταλμα τύπου Certiorari δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο έφεσης, ούτε και ως όργανο εποπτείας του τρόπου διεξαγωγής της διαδικασίας ή ακόμα και της πρακτικής η οποία ακολουθείται από το Επαρχιακό Δικαστήριο (Αναφορικά με την Αίτηση του Μάριου Νεοφύτου (2012) 1 Α.Α.Δ. 1). Όπως αναφέρεται στο Σύγγραμμα του Π. Αρτέμη, Προνομιακά Εντάλματα, στη σελίδα 121, «Το ένταλμα Certiorari δεν αποτελεί μέσο για την εποπτεία της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου ή της πορείας που ακολουθείται.»
Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1997) 1Β Α.Α.Δ. 925, 935:-
«Αντικείμενο της διαδικασίας δεν είναι ο έλεγχος της ορθότητας μιας απόφασης αλλά της νομιμότητας της. Δεν τίθεται ζήτημα αντικατάστασης της άποψης που διαμόρφωσε το κατώτερο Δικαστήριο, αναφορικά με ζήτημα που αποφάσισε στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, με εκείνη του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Δεν εκδίδεται ένταλμα Certiorari ως μανδύας μεταμφιεσμένης έφεσης. Ούτε και μπορεί να χρησιμοποιείται η διαδικασία για την έκδοση τέτοιου διατάγματος προκειμένου να γίνει επανακρόαση του ζητήματος που εγέρθηκε. Και δεν είναι επιτρεπτό να εκδίδεται ένταλμα Certiorari προκειμένου να υπαγορευθεί σε Δικαστήριο ο τρόπος με τον οποίο θα πρέπει να αποφασιστεί ζήτημα που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του ή ακόμα ο τρόπος που θα ασκήσει τη διακριτική του εξουσία. (Βλέπε Re Mareware Shipping, Αίτηση 6/92 / 24.1.92 και Τζεννάρο Περέλλα, Πολιτική 'Εφεση 9169/18.7.95).»
Ενόψει των πιο πάνω ήταν η θέση των ευπαίδευτων συνηγόρων για τον Εφεσείοντα ότι το Κατώτερο Δικαστήριο αποδέχτηκε την προσθήκη της Κατηγορίας με αρ. 16 καθότι θεώρησε ότι το ποινικό αδίκημα που προβλέπεται στην Κατηγορία αυτή δεν είναι ουσιωδώς σοβαρότερο αδίκημα από το σοβαρότερο αδίκημα που αντιμετώπιζε μέχρι και εκείνη τη στιγμή ο Αιτητής, ήτοι το αδίκημα της Κατηγορίας με αρ. 14, αφού εσφαλμένα, όπως υποστηρίχθηκε, είχε την εντύπωση ότι το αδίκημα της Κατηγορίας με αρ. 14 κατά το χρόνο της κατ' ισχυρισμό διάπραξης του επίδικου αδικήματος προέβλεπε ως ανώτατη ποινή φυλάκισης τα 5 έτη και όχι τα 2 έτη. Επιπλέον εισηγήθηκαν ότι, αν το Κατώτερο Δικαστήριο είχε αντιληφθεί ότι η Κατηγορία 14 προβλέπει ως ανώτατη ποινή τα 2 χρόνια, τότε, αναπόφευκτα, θα οδηγείτο σε διαφορετικό συμπέρασμα και θα απέρριπτε την αίτηση της Κατηγορούσας Αρχής για την προσθήκη της Κατηγορίας 16.
Είναι γεγονός ότι το Κατώτερο Δικαστήριο, επιλαμβανόμενο του αιτήματος της Κατηγορούσας Αρχής για τροποποίηση του Κατηγορητηρίου και στο πλαίσιο εξέτασης του ενδεχομένου πρόκλησης δυσμενούς επηρεασμού στον Αιτητή από την προσθήκη της Κατηγορίας 16, θεώρησε ότι η ανώτατη προβλεπόμενη ποινή φυλάκισης για την υφιστάμενη Κατηγορία 14 ήταν 5 αντί 2 χρόνια φυλάκισης με αποτέλεσμα, όπως υποστηρίχθηκε, να κρίνει ότι το αδίκημα της Κατηγορίας 16 δεν ήταν ουσιωδώς σοβαρότερο από την υφιστάμενη Κατηγορία που αντιμετώπιζε. Βεβαίως το ενδεχόμενο επηρεασμού της Υπεράσπισης, που ήταν το βασικό κριτήριο που το Κατώτερο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του αναφορικά με τον τρόπο που θα ασκούσε τη διακριτική του ευχέρεια για τροποποίηση του Κατηγορητηρίου, εξετάσθηκε υπό το φως και άλλων παραμέτρων της υπόθεσης πέραν, δηλαδή, του κατά πόσο η προτεινόμενη νέα κατηγορία ήταν ουσιωδώς σοβαρότερη από την υφιστάμενη ή υφιστάμενες κατηγορίες. Μεταξύ αυτών ήταν και το κατά πόσο η προτεινόμενη νέα κατηγορία ήτο συναφής με υφιστάμενες κατηγορίες που αφορούσαν σε πράξεις ή παραλείψεις που είχαν ως αποτέλεσμα να τεθεί σε κίνδυνο η ζωή τρίτου προσώπου ή να προκληθεί τραυματισμός, όπως και το ότι αυτή εντάσσετο στην ίδια κατηγορία αδικημάτων με την υφιστάμενη Κατηγορία 14 - η οποία αναφέρετο σε παράβαση του Άρθρου 235Α του Κεφ. 154 και αφορούσε αδικήματα που θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή και υγεία - με αποτέλεσμα να μην δημιουργείται, όπως κρίθηκε, εξαρχής μια άλλη νέα υπόθεση για τον Αιτητή. Λήφθηκε, επίσης, υπόψη και το ότι το αίτημα τροποποίησης είχε υποβληθεί στα αρχικά στάδια της δίκης κατά την πορεία εξέτασης της Μ.Κ.1, καθώς και το ότι δεν προσκομίζετο εκ πλευράς Κατηγορούσας Αρχής οποιοδήποτε νέο μαρτυρικό υλικό σε σχέση με την προτεινόμενη Κατηγορία 16. Εν ολίγοις, το αν το ποινικό αδίκημα που προβλέπεται στην προτεινόμενη νέα Κατηγορία ήταν ή όχι ουσιωδώς σοβαρότερο αδίκημα από το σοβαρότερο αδίκημα που αντιμετώπιζε μέχρι και εκείνη τη στιγμή ο Αιτητής, δεν αποτέλεσε τη μοναδική παράμετρο που το Κατώτερο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του για να καταλήξει ότι δεν προέκυπτε δυσμενής επηρεασμός της Υπεράσπισης από την έγκριση του αιτήματος τροποποίησης.
Εν προκειμένω, τα όσα ο Αιτητής επικαλείται, με κάθε σεβασμό, δεν στοιχειοθετούν ούτε για σκοπούς παροχής άδειας ότι το Κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε κατά νομική πλάνη τέτοιας φύσεως ή κατά άλλο τρόπο που να καθιστά την απόφαση του ελεγχόμενη ως προς τη νομιμότητα της. Όσα αποδίδονται στην υπό κρίση Απόφαση, ακόμα και αν αξιολογούνταν ως σφάλματα, θα αποτελούσαν νομικά σφάλματα που θα καθιστούσαν την απόφαση του μη ορθή, ελεγχόμενη στο τέλος με έφεση. Δεν θα συνιστούσε, όμως, ακόμη και αν το Κατώτερο Δικαστήριο είχε ασκήσει εσφαλμένα την κρίση του, απόφαση η οποία στερείτο νομιμότητας. Όπως εύστοχα επισημάνθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Λειβαδιώτου, Πολιτική Αίτηση Αρ. 163/2019, ημερ. 17/9/2019, και ισχύει και εν προκειμένω, στην πραγματικότητα ό,τι επιδιώκεται, υπό το μανδύα της προνομιακής θεραπείας, είναι ο μεταμφιεσμένος εφετειακού τύπου έλεγχος της απόφασης και αντικατάσταση της κρίσης που είτε ορθά, είτε λανθασμένα διαμόρφωσε το Κατώτερο Δικαστήριο για να κρίνει ως κατάλληλη, υπό τα περιστατικά της υπόθεσης, την τροποποίηση του Κατηγορητηρίου με βάση τη διακριτική ευχέρεια που κέκτητο δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 83(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155. Αυτό που επιδιώκεται θα ισοδυναμούσε, κατ' ουσίαν, με παρέμβαση προς ανατροπή του τρόπου με τον οποίο το Κατώτερο Δικαστήριο στάθμισε τα δεδομένα ενώπιον του κατά την άσκηση της εξουσίας που έχει.
Η έννοια του «προδήλου νομικού σφάλματος» δεν περιλαμβάνει νομικά εσφαλμένες αποφάσεις, είτε σε σχέση με το πραγματικό είτε το νομικό τους βάθρο, αλλά περιπτώσεις όπου υπάρχει κατάδηλα εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου ή εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου σε συγκεκριμένη περίπτωση, και αποκλείει πλάνη σε σχέση με την εφαρμογή μιας καθιερωμένης νομικής αρχής (Watford Petroleum Ukraine Holdings Ltd (2003) 1 Α.Α.Δ 620).
Για τους πιο πάνω λόγους η Αίτηση απορρίπτεται.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,
Δ.