ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2023:A108
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης Αρ. 1/2023)
(i-justice)
27 Μαρτίου, 2023
(ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 1/2023, ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΕΚΖΗΤΟΥΜΕΝΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2004, Ν. 133(Ι)/2004.
K.A.,
Εφεσείων
ΚΑΙ
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητος
_________________________
Ηλ. Στεφάνου με Ε. Καπαρδή (κα) για Ηλίας Α. Στεφάνου ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Μασούρα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας με Ειρ. Χριστοφορίδου (κα), Ασκούμενη Δικηγόρο, για τον Εφεσίβλητο.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ι. Ιωαννίδη, Δ.
_______________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.: Η αρμόδια Δικαστική Αρχή της Γαλλικής Δημοκρατίας εξέδωσε στις 20.1.2023 εναντίον του Εφεσείοντα, Ρώσου υπηκόου, Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, στο εξής ΕΕΣ. Με αυτό αξίωνε τη σύλληψη και παράδοση του για σκοπούς ποινικής δίωξης («. for the purposes of conducting a criminal prosecution»). Δέκα τον αριθμό τα ποινικά αδικήματα για τα οποία εξεδόθη, τα οποία φέρονται να έχουν διαπραχθεί μεταξύ της περιόδου 1.12.2017 - 20.1.2023. Ανάμεσα σ΄ αυτά περιλαμβάνονται πράξεις και/ή συμπεριφορά που συνιστούν απάτη, εκβιασμό, συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, ηλεκτρονικό έγκλημα, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες κλπ.. Στο εκδοθέν ΕΕΣ παρατίθενται λεπτομέρειες κάτω από τις οποίες φέρονται να έχουν διαπραχθεί τα ποινικά αδικήματα. Τις παραθέτουμε αυτολεξεί από την πρωτόδικη απόφαση:
«Με βάση όσα καταγράφονται στο ΕΕΣ, τα αδικήματα φέρονται να έχουν διαπραχθεί μεταξύ 1.12.2017 και 20.1.2023. Ειδικότερα, αναφέρεται ότι έγινε έρευνα σε ρωσική πλατφόρμα ανταλλαγής κρυπτονομισμάτων με το όνομα Bitzlato, η οποία επιτρέπει την γρήγορη ανταλλαγή κρυπτονομισμάτων, όπως bitcoin, ethereum κ.α. με ρούβλια. Η πλατφόρμα έχει ιστοσελίδα, που είναι προσβάσιμη από όλους τους χρήστες του διαδικτύου. Οι ιδρυτές της εν λόγω πλατφόρμας είναι Ρώσοι υπήκοοι και έχουν συστήσει εταιρεία στην Κίνα. Η πλατφόρμα προβάλλεται σε διάφορα μέσα ως κανάλι για ξέπλυμα κεφαλαίων από εγκληματικές δραστηριότητες. Η εξέταση servers που κατασχέθηκαν στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης, επιβεβαίωσε την συμμετοχή της πλατφόρμας σε εγκληματικές δραστηριότητες. Οι έρευνες επιβεβαίωσαν ότι τα κεφάλαια που διακινούνταν ήταν προϊόν εγκληματικών υπηρεσιών. O Εκζητούμενος είναι, σύμφωνα πάντα με τις αναφορές στο ΕΕΣ, DevOps engineer στην Bizlato και η έρευνα, που έγινε στην οικία του στην Κύπρο στις 18.1.2023 ήταν επιτυχής.»
Το ΕΕΣ διαβιβάστηκε στην αρμόδια Αρχή Εκτέλεσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπου ο Εφεσείων διέμενε. Αυτός συνελήφθη στις 22.1.2023. Του εξηγήθηκαν οι λόγοι της σύλληψης του και ενημερώθηκε γραπτώς για τα δικαιώματα του. Την επόμενη ημέρα οδηγήθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού εκπροσωπούμενος από συνήγορο της επιλογής του. Δεν συγκατατέθηκε στην παράδοση του στις Γαλλικές Αρχές και έτσι η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση. Η εκπρόσωπος της Κεντρικής Αρχής κάλεσε ένα μάρτυρα, τον Αστυφύλακα Π. Χίντικο, ο οποίος υπηρετεί στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης και επιλαμβάνεται θεμάτων που αφορούν σε Ευρωπαϊκά Εντάλματα Σύλληψης, ενώ δηλώθηκαν και παραδεκτά γεγονότα. Ο Εφεσείων δεν κάλεσε μάρτυρες.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, πριν από την ολοκλήρωση της υπόθεσης της Κεντρικής Αρχής, ασκώντας τις εξουσίες που έχει από το Άρθρο 21(2) του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου του 2004, Ν. 133(Ι)/2004, στο εξής Νόμος, ζήτησε, με έξι ερωτήματα, συμπληρωματικά στοιχεία σε σχέση κυρίως με τον δικονομικό και ουσιαστικό ρόλο της ανάκρισης από ερευνώντα Δικαστή στη Γαλλική Δημοκρατία. Το έγγραφο με τα ερωτήματα και τις απαντήσεις κατατέθηκε, εκ συμφώνου, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, και σημειώθηκε ως τεκμήριο.
Στις 28.2.2023, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση του με την οποία αποφάσισε πως είχαν ικανοποιηθεί όλες οι προϋποθέσεις για εκτέλεση του ΕΕΣ που εξεδόθη εναντίον του Εφεσείοντα. Κατ΄ επέκταση διέταξε την εκτέλεση του. Διέταξε επίσης όπως ο Εφεσείων παραμείνει υπό κράτηση και παραδοθεί στις Γαλλικές Αρχές εντός της προβλεπομένης υπό του Νόμου προθεσμίας.
Ο Εφεσείων δεν έμεινε ικανοποιημένος από την πρωτόδικη απόφαση, εξού και η καταχώριση της υπό εκδίκαση έφεσης. Δύο είναι οι λόγοι έφεσης, το περιεχόμενο των οποίων παραθέτουμε αυτολεξεί:
«Πρώτος Λόγος Έφεσης.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν απέρριψε το αίτημα για παράδοση του Εφεσείοντα, στη βάση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης (ΕΕΣ), ορθά εφαρμόζοντας την αρχή της αναλογικότητας στη βάση της ήδη παρεχόμενης δυνατότητας για εκτέλεση Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας (ΕΕΕ), στη βάση της Οδηγίας 2014/41/ΕΕ.
Δεύτερος Λόγος Έφεσης.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβηκε σε ορθή εκτίμηση των ενώπιον του στοιχείων ή/και αξιολόγησε εσφαλμένα την ενώπιον του μαρτυρία και προέβη σε εσφαλμένο εύρημα/συμπέρασμα ότι ο Εφεσείοντας, ζητείται όπως μεταφερθεί στη Γαλλία ως κατηγορούμενος, και όχι ως ύποπτος.»
Αναφέρουμε από τώρα πως έχουμε θέσει ενώπιον μας την αιτιολογία εκάστου λόγου έφεσης, το περιεχόμενο των κατατεθέντων περιγραμμάτων και τα όσα ανέπτυξαν ενώπιον μας οι ευπαίδευτοι δικηγόροι με τις ικανές αγορεύσεις τους. Θα κάνουμε ειδική αναφορά σ΄ αυτά όπου ήθελε κριθεί αναγκαίο.
Δεν χρειάζεται να πούμε οτιδήποτε για τους λόγους που οδήγησαν στη θέσπιση του ΕΕΣ και για τη φιλοσοφία του Νόμου που το διέπει. Αυτά τα λέγει η απόφαση του Εφετείου στην Hadjiametovic v. Γενικού Εισαγγελέα (2009) 1 (Α) ΑΑΔ 473 και έχουν επαναληφθεί σε πάρα πολλές αποφάσεις, ανάμεσα σ΄ αυτές και στην Said v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2015) 1(Γ) ΑΑΔ 2404, ECLI:CY:AD:2015:A753.
Ξεκινούμε από τον δεύτερο λόγο έφεσης, στην αιτιολογία του οποίου καταγράφονται και τα ακόλουθα:
«Τέθηκε από την Υπεράσπιση ότι από την ως άνω μαρτυρία προκύπτει ότι ο Εφεσείοντας ζητείται από τις Γαλλικές Αρχές ώστε να εμφανιστεί ενώπιον ερευνώντα Δικαστή σε διαδικασία η οποία δύναται (ενδεχόμενα σε αυτό το στάδιο) να οδηγήσει στην ποινική του δίωξη. Η απόφαση για ενδεχόμενη δίωξη θα ληφθεί από τον ερευνώντα Δικαστή μετά που θα δώσει κατάθεση ο Εφεσείοντας. Αντίθετα, το Πρωτόδικο Δικαστήριο συμπέρανε ότι η ανάκριση από Ερευνώντα Δικαστή του επιτρέπει να τοποθετήσει τον Εφεσείοντα 'in examen' 'κάτι που σημαίνει ότι κατηγορείται' (σελ. 12, Απόφασης). Ευσεβάστως αναφέρουμε ότι, δεν υπήρχε μαρτυρία ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αυτή είναι η ερμηνεία της Γαλλικής έκφρασης 'in examen'.
Αντίθετα, στην απάντηση 1 των Γαλλικών Αρχών (σελ. 4, Απόφαση) η αρχή του 'in examen', που καταγράφεται, είναι διαδικασία στην οποία 'ύποπτος' (suspect) τίθεται ενώπιον ερευνώντα Δικαστή. Μετά από αυτή την ανάκριση από τον ερευνώντα Δικαστή, τότε, και μόνο τότε, το Δικαστήριο θα κρίνει ότι η διερεύνηση του ολοκληρώθηκε και ο ύποπτος δύναται να δικαστεί.
Επίσης, το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείοντας είναι κατηγορούμενος έρχεται σε αντίθεση με την τοποθέτηση του ιδίου του Δικαστηρίου ότι οι 'γαλλικές αρχές έχουν εντοπίσει τον Εκζητούμενο και επιθυμούν όπως παραστεί στην προδικασία, η οποία δύναται να οδηγήσει στην δίκη του . η δίκη που ενδέχεται να επακολουθήσει.' (σελ. 13, Απόφασης, τονισμός δικός μας). Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο, κατέληξε σε αντιφατικά ευρήματα ή συμπεράσματα ως προς την διαβάθμιση του Εφεσείοντα ως κατηγορούμενου, αφού αποδέχεται ότι η απόφαση διώξης, είναι δυνητική, και εξαρτάται από την κατάθεση που θα δώσει ο Εφεσείοντας, ως ύποπτος, ενώπιον του ερευνώντα Δικαστή.»
Κατ΄ αρχάς θα πρέπει να σημειώσουμε πως δεν συμφωνούμε, με κάθε σεβασμό, με τη θέση του Εφεσείοντα ότι δεν υπήρχε μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την ερμηνεία της γαλλικής φράσης «in examen». Ως ελέχθη, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου είχαν κατατεθεί ως τεκμήριο, οι απαντήσεις που δόθηκαν από τις Γαλλικές Αρχές σε σχέση με ερωτήματα που το Δικαστήριο είχε υποβάλει. Ό,τι εδώ ενδιαφέρει είναι το πρώτο ερώτημα και η απάντηση σ΄ αυτό:
«Ερώτημα 1: Ποιος είναι, σύμφωνα με το γαλλικό δίκαιο, ο ουσιαστικός και δικονομικός σκοπός της ανάκρισης από ερευνώντα Δικαστή;
Απάντηση 1: Η ανάκριση από ερευνώντα Δικαστή είναι απολύτως αναγκαία σε ποινικές υποθέσεις, καθότι κανένας άλλος δεν μπορεί να ακούσει τον ύποπτο, λόγω του Γαλλικού Δικαίου. Η ανάκριση επιτρέπει στον ερευνώντα Δικαστή να τοποθετήσει τον ύποπτο «in examen», κάτι που σημαίνει ότι κατηγορείται, ώστε να του δοθούν διάφορα δικαιώματα (να έχει δικηγόρο, να αμφισβητήσει την διερέυνηση, κτλ). Έπειτα, όταν ο Δικαστής κρίνει ότι η διερεύνηση του ολοκληρώθηκε, ο ύποπτος μπορεί να δικαστεί.»
(Η υπογράμμιση γίνεται από το Εφετείο)
Από την πιο πάνω καθαρή απάντηση, προκύπτει πως ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπήρχε υλικό σε σχέση με την ερμηνεία της γαλλικής φράσης «in examen», και ως εκ τούτου δεν ευσταθούν τα όσα καταγράφονται στην αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου έφεσης σε σχέση με την εν λόγω φράση.
Ούτε συμφωνούμε με τις θέσεις του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε σχέση με το εν λόγω θέμα, σε αντιφατικά ευρήματα και/ή συμπεράσματα, θέσεις οι οποίες προβλήθηκαν παραπέμποντας σε συγκεκριμένα αποσπάσματα της πρωτόδικης απόφασης. Όπως λέχθηκε στην Charitonos and Others v. Republic (1971) 2 CLR 40 και επαναλήφθηκε στην Parris v. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 186 και σε πολλές άλλες μεταγενέστερες αποφάσεις, το Εφετείο δεν εξετάζει τις πρωτόδικες αποφάσεις μικροσκοπικά και δεν μπορεί να διαφωνεί με μια λέξη ή φράση. Το Εφετείο οφείλει να μελετά τις αποφάσεις στο σύνολο τους. Μελετώντας προσεκτικά την πρωτόδικη απόφαση, στο σύνολο της, διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε δεόντως όλες τις εισηγήσεις του Εφεσείοντα υπό το φως του μαρτυρικού υλικού και των στοιχείων που είχαν τεθεί ενώπιον του. Αφού παρέπεμψε σε σχετική νομολογία και στο Άρθρο 23(1) του περί της Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας σε Ποινικές Υποθέσεις Νόμο του 2017, Ν. 181(Ι)/2017, κατέληξε πως το επίδικο ΕΕΣ σκοπό έχει την ποινική δίωξη του Εφεσείοντα, και ότι με αυτό αξιώνεται η παράδοση του για τον συγκεκριμένο αυτό σκοπό, και όχι απλώς για «διεξαγωγή ερευνητικού μέτρου».
Παρόμοιες εισηγήσεις και επιχειρήματα είχαν προβληθεί, και απορρίφθηκαν από το Εφετείο, στην Ghebali, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 51/20, ημερ. 11.5.2020. Τα πιο κάτω αποφασισθέντα στην εν λόγω έφεση, ισχύουν και εδώ:
«Όπως παρατηρεί δε και το πρωτόδικο δικαστήριο, η υπόθεση δεν αφορά πλέον το στάδιο που θα πρέπει να υποβληθούν ερωτήσεις στον εκζητούμενο για να διαφανεί αν αυτός θα καταταχθεί ως ύποπτος, αλλά είναι το στάδιο όπου καθηκόντως πρέπει να ανακριθεί και ακολούθως να διαταχθεί η ποινική του δίωξη, εάν τούτο κριθεί αναγκαίο στη βάση των αποτελεσμάτων της ανάκρισης, όπως συνέβη στην υπόθεση Balzaz Aztastos v. The Szellsord Court, Hungary (2010) EWHC237.
...............................
Πρόκειται για μια διαδικασία προερχόμενη από δικαστική αρχή που οδηγεί σε ποινική δίωξη. Θα ήταν μικροσκοπικό και εκτός της έννοιας της αρχής της αλληλεγγύης που διέπει την ευρωπαϊκή ενότητα να σταθούμε σε επιμέρους έννοιες και λεπτομέρειες που αφορούν τη διαδικασία στη Γαλλία (βλ. Reinwald v. Γεν. Εισαγγελέας, Πολ. Έφ. Αρ. 42/19, 23.4.2020)
...............................
Το ότι εντέλει μπορεί η δίωξη να μη συντελεστεί δεν αλλάζει τη βασική αρχή ότι ο σκοπός του εντάλματος είναι η ποινική δίωξη. .»
Εν κατακλείδι, βρίσκουμε πως το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων ζητείται για σκοπούς ποινικής δίωξης για συγκεκριμένα εγκλήματα, όχι μόνο δεν αντιφάσκει με οποιοδήποτε άλλο εύρημα του, αλλά δικαιολογείται πλήρως από το μαρτυρικό υλικό και τα στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιον του. Συνεπώς δεν υπάρχει πεδίο παρέμβασης μας. Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.
Προχωρούμε με τον πρώτο λόγο έφεσης, στην αιτιολογία του οποίου καταγράφεται, ανάμεσα σ΄ άλλα, πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά την βαρύτητα που έδωσαν οι Γαλλικές Αρχές στην καταγωγή του Εφεσείοντα ως κριτήριο για την έκδοση του. Ούτε και λήφθηκε υπόψη, συνεχίζει ο λόγος έφεσης, ότι υπήρχε «. πιο αναλογικό μέτρο, για παράδειγμα είτε την εικονοτηλεδιάσκεψη είτε την μεταγωγή του Εφεσείοντα με ΕΕΕ, με το οποίο θα μπορούσαν οι Γαλλικές Αρχές να είχαν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα .. Η εφαρμοσμένη αρχή της αναλογικότητας την οποίαν οφείλουν βάσει της Ευρωπαϊκής Νομολογίας να εφαρμόσουν και τα δικαστήρια εκτέλεσης ενός ΕΕΣ, έπρεπε να οδηγήσει σε απόρριψη του αιτήματος έκδοσης των Γαλλικών Αρχών».
Κατ΄ αρχάς δεν συμφωνούμε ότι οι Γαλλικές Αρχές εξέδωσαν το επίδικο ΕΕΣ λόγω της Ρωσικής καταγωγής του Εφεσείοντα. Στο ΕΕΣ ρητά καταγράφεται, και δικαιολογείται από το μαρτυρικό υλικό, πως:
«. moreover, an arrest warrant is perfectly proportionate in this case, as it concerns acts of criminal conspiracy, acts of a criminal nature committed as part of an organized gang and generating astronomical profit».
Σε ελεύθερη δική μας μετάφραση στην Ελληνική γλώσσα:
«. περαιτέρω η έκδοση εντάλματος σύλληψης είναι απολύτως κατάλληλη και αναγκαία στην παρούσα υπόθεση, η οποία αφορά σε συνωμοσία και σε άλλες αξιόποινες πράξεις που έλαβαν χώρα στο πλαίσιο δράσης εγκληματικής οργάνωσης, με αποτέλεσμα να αποσπαστούν αστρονομικά ποσά».
Όπως πολύ ορθά σημείωσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο «. Η αναφορά των Γάλλων στην εθνικότητα του, έγινε προς ενίσχυση της θέσης τους ότι η έκδοση του εντάλματος σύλληψης ήταν αναγκαία λόγω κινδύνου διαφυγής, σε συνάρτηση με την σοβαρότητα των αδικημάτων που αντιμετωπίζει». Ούτε βεβαίως δόθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου που να υποστηρίζει την θέση του Εφεσείοντα ότι ο λόγος έκδοσης του ΕΕΣ ήταν η καταγωγή του.
Να επαναλάβουμε το αυτονόητο, πως κάθε Κράτος έχει τη δική του διαδικασία σε σχέση με τη δίωξη προσώπων για ποινικά αδικήματα, η οποία είναι δυνατόν να διαφέρει από την αντίστοιχη διαδικασία της χώρας από την οποία ζητείται η παράδοση του Εκζητούμενου. Αυτό είναι επιτρεπτό. Έχει ήδη αποφασιστεί πως οι Γαλλικές Αρχές εξέδωσαν το ΕΕΣ όχι για σκοπούς αστυνομικών ανακρίσεων/συλλογής αποδεικτικών στοιχείων αλλά για σκοπούς ποινικής δίωξης του Εφεσείοντα. Συνεπώς, δεν μπορεί να εγείρεται θέμα παράβασης της αρχής της αναλογικότητας επειδή οι πιο πάνω Αρχές δεν προσέφυγαν εκ νέου σε Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας, ΕΕΕ, ως η θέση του Εφεσείοντα. Όπως ορθά κατέγραψε και το πρωτόδικο Δικαστήριο «. είχε εκδοθεί ΕΕΕ στα πλαίσια της οποίας ο Εκζητούμενος ανακρίθηκε από τις αστυνομικές αρχές της Γαλλίας. Είναι εμφανές ότι με το επίδικο ΕΕΣ επιδιώκεται κάτι επιπρόσθετο και πέρα από την απλή ανάκριση στα πλαίσια αστυνομικής έρευνας». Κατ΄ επέκταση το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να είχε απορρίψει το αίτημα καταλήγοντας ότι υπήρχαν άλλα εναλλακτικά μέτρα όπως «. Η προσωρινή μεταγωγή κρατουμένου για την εκτέλεση ερευνητικού μέτρου με το οποίο επιδιώκεται η συλλογή αποδεικτικών στοιχείων για την οποία απαιτείται η παρουσία του στο έδαφος του κράτους έκδοσης, αλλά και το ηπιότερο ανακριτικό μέτρο της εικονοτηλεδιάσκεψης» (αιτιολογία 1.2. του πρώτου λόγου έφεσης). Η συλλογή των αποδεικτικών στοιχείων είχε ήδη λάβει χώρα με την ΕΕΕ.
Ορθά η κα Μασούρα ανέφερε πως με δεδομένο ότι «. το επίδικο ΕΕΣ έχει σκοπό τη δίωξη του Εφεσείοντα, δεν τίθεται οποιοδήποτε ζήτημα εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας ώστε ο Εφεσείοντας να ανακριθεί με ΕΕΕ ή με άλλο λιγότερο επαχθές μέτρο. Σε κάθε περίπτωση, και όπως προκύπτει από τη μαρτυρία, ο Εφεσείοντας είχε ανακριθεί βάσει ΕΕΕ στις 18.1.2023, και στη συνέχεια εκδόθηκε το ΕΕΣ».
Και ο πρώτος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.
Η πρωτόδικη απόφαση για εκτέλεση του ΕΕΣ είναι ορθή, δεόντως αιτιολογημένη και επικυρώνεται. Η Έφεση απορρίπτεται.
Δίδονται οδηγίες όπως τηρηθούν οι πρόνοιες του Άρθρου 29(1) του Νόμου. Ο Εφεσείων στο μεταξύ θα συνεχίσει να τελεί υπό κράτηση. Ο αρμόδιος Πρωτοκολλητής να κοινοποιήσει αμελλητί, δυνάμει του Άρθρου 28 του Νόμου, την παρούσα απόφαση στις αρμόδιες Αρχές της Γαλλικής Δημοκρατίας.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
/ΕΑΠ.