ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Λιάτσος, Αντώνης Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Μαλαχτός, Χάρης Σωκράτους, Δώρα Δημητριάδου-Ανδρέου, Λένα CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2023-02-28 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΔΡ Η.Π. ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ THN ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 256/2021, 28/2/2023 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2023:A69

AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 256/2021

 

28 Φεβρουαρίου 2023

 

[Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.,  Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.  ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,  Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,  Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

 ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4, 15, 17 ΚΑΙ 30 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΔΡ Η.Π. ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ THN ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΗΜ. 12/08/2021 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΣΤΗΝ ΜΟΝΟΜΕΡΗ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕ ΑΡ. 48/21 ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 21, 22 ΚΑΙ 23 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ (ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΣΥΝΔΙΑΛΕΞΕΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΕ ΚΑΤΑΓΕΓΡΑΜΜΕΝΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ) ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ 1996 ΚΑΙ 2015

 

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΣΤΙΣ 13/8/2021

Α. Μυλωνάς, για Εφεσείοντα

------------------------

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ.Ν. Γιασεμή.

----------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.  Από πληροφορίες που δόθηκαν στην Αστυνομία στις αρχές Αυγούστου του 2021, σοβαρά ασθενούντα πρόσωπα με τη νόσο Covid-19, φέρονταν, ψευδώς, να είχαν εμβολιαστεί κατά της  εν λόγω νόσου.  Οι πιο πάνω πληροφορίες ήρθαν στο φως, επειδή την περίοδο εκείνη, τα συγκεκριμένα πρόσωπα τύγχαναν νοσηλείας σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (Μ.Ε.Θ.), συνεπεία της επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας τους.  Επιπρόσθετα, οι ίδιες  πληροφορίες έφεραν τον εφεσείοντα, στην παρούσα έφεση,  προσωπικό ιατρό στο Γενικό Σύστημα Υγείας (ΓΕ.Σ.Υ), να είχε υπό την ιδιότητα του αυτή εκδώσει πιστοποιητικό εμβολιασμού για τον καθένα από τους εν λόγω ασθενείς, δηλώνοντας, σε αυτό, ψευδώς, ότι του είχε χορηγήσει το εμβόλιο, κατά της νόσου Covid-19.

 

Υπό το φως των πιο πάνω πληροφοριών, ενεργοποιήθηκε ομάδα αστυνομικών ανακριτών, μέλη της οποίας έλαβαν καταθέσεις από πρόσωπα που εργάζονταν στα νοσοκομεία όπου νοσηλεύονταν οι νοσούντες καθώς, επίσης, από πρόσωπα του στενού οικογενειακού περιβάλλοντός τους. Από το περιεχόμενο των ληφθέντων, ως ανωτέρω, καταθέσεων, οι αστυνομικοί ανακριτές σχημάτισαν την πεποίθηση ότι ο εφεσείων πιθανόν να ενέχετο στη διάπραξη συγκεκριμένων ποινικών αδικημάτων.   Προς το σκοπό διερεύνησης τους, εκδόθηκε στις 6.8.2021 ένταλμα σύλληψης του και στις 7.8.2021 αυτός τέθηκε υπό κράτηση για περίοδο επτά ημερών.  Ο εφεσείων, κατά τη σύλληψή του, συγκατατέθηκε  να ερευνηθεί η κατοικία του από όπου παραλήφθηκαν, μεταξύ άλλων, ένα κινητό τηλέφωνο και ένας φορητός ηλεκτρονικός υπολογιστής.  Σε σχέση με τα πιο πάνω αντικείμενα, εκδόθηκε στις 12.8.2021, διάταγμα κατακράτησης τεκμήριων, δυνάμει του άρθρου 32 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

 

Όσον αφορά τον εφεσείοντα, ενώ αυτός τελούσε υπό αστυνομική κράτηση, στις 13.8.2021, εκδόθηκε εναντίον του νέο ένταλμα σύλληψης και στις 14.8.2021, ανανεώθηκε η κράτηση του, για ακόμα πέντε ημέρες.  Κατά τη διεξαγωγή της τελευταίας πιο πάνω διαδικασίας, αστυνομικός ανακριτής, πληροφόρησε το δικαστήριο ότι στις 12.8.2021, κατόπιν μονομερούς αίτησης υπό του Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας, εκδόθηκε δικαστικό ένταλμα, το οποίο επέτρεπε την πρόσβαση  σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας, σε σχέση με τις προαναφερθείσες δύο συσκευές του εφεσείοντος.  Όπως αναφερόταν στην πιο πάνω αίτηση, υπό διερεύνηση ήταν το ποινικό αδίκημα του άρθρου 3(γ)  του περί Πρόληψης της Διαφθοράς Νόμου, Κεφ. 161,  ήτοι, συναλλαγή με αντιπρόσωπο η οποία υποδηλώνει διαφθορά.  Το εν λόγω δικαστικό ένταλμα, εκδόθηκε δυνάμει των άρθρων 21, 22 και 23 του περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμου του 1996 (Ν.92(Ι)/1996), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, (ο Ν.92(Ι)/1996).

 

Στις 18.8.2021, ο εφεσείων αφέθηκε ελεύθερος. Τρεις ημέρες αργότερα του επιστράφηκαν το κινητό τηλέφωνο και ο φορητός ηλεκτρονικός υπολογιστής.  Στη συνέχεια, στις 23.8.2021, ενεργώντας διά του δικηγόρου του, καταχώρησε στο Ανώτατο Δικαστήριο, μονομερή αίτηση, με την οποία ζητούσε άδεια για την προώθηση διαδικασίας έκδοσης εντάλματος certiorari.  Σκοπός της θα ήταν η ακύρωση του δικαστικού εντάλματος, ημερομηνίας 12.8.2021 και του εντάλματος σύλληψης, ημερομηνίας 13.8.2021.  O ευπαίδευτος Δικαστής του Δικαστηρίου τούτου, ο οποίος επιλήφθηκε της μονομερούς αίτησης, αποφάσισε τη μη παραχώρηση άδειας, στη βάση ότι ο εφεσείων απέτυχε να καταδείξει την ύπαρξη συζητήσιμης υπόθεσης, σε σχέση με τα όσα, άλλως πως, θα επεδιώκονταν, αν αυτή παραχωρείτο. Το πιο πάνω κριτήριο, είναι ό,τι γενικώς, απαιτείται να καταδειχθεί σε μονομερή αίτηση, όπως η προαναφερθείσα, προκειμένου να καταστεί δυνατή η παραχώρηση της αιτούμενης άδειας, ως θέμα δικαστικής διακριτικής εξουσίας, (βλ. In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250).

 

Οι λόγοι ακύρωσης, τους οποίους ο εφεσείων θα προωθούσε στο πλαίσιο της διαδικασίας για την έκδοση εντάλματος certiorari, αν παραχωρείτο η ως άνω αιτηθείσα άδεια, ουσιαστικά, αποτελούν τους λόγους έφεσης για τους οποίους επιδιώκεται η ακύρωση της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, (το Δικαστήριο).  Ειδικά, με τους λόγους 1 έως 4 προσβάλλεται η ορθότητα της απόφασης του, σε σχέση με την νομιμότητα του δικαστικού εντάλματος, το οποίο εξουσιοδοτούσε την πρόσβαση σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας.  Με τους υπόλοιπους λόγους, 5 έως 7, προσβάλλεται η ορθότητα της ίδιας πιο πάνω απόφασης, αναφορικά με τη νομιμότητα του εντάλματος σύλληψης του εφεσείοντος, ημερομηνίας 13.8.2021.  Στο επίκεντρο, ειδικά, της πρώτης ενότητας είναι, κατά κύριο λόγο, η εφαρμογή των βασικών προνοιών των άρθρων 21, 22 και 23 του Ν.92(Ι)/1996, υπό το πρίσμα του Άρθρου 17.1 του Συντάγματος.  Υπενθυμίζεται πως, σύμφωνα με την τελευταία πιο πάνω συνταγματική διάταξη,  «Έκαστος έχει το δικαίωμα σεβασμού και διασφαλίσεως του απορρήτου της αλληλογραφίας ως και πάσης άλλης επικοινωνίας αυτού,  εφ' όσον η τοιαύτη επικοινωνία διεξάγεται διά μέσων μη απαγορευομένων υπό του νόμου.».

 

Μέχρι το 2010 το δικαίωμα του απορρήτου της επικοινωνίας ήταν απαραβίαστο.  Επιτρεπόταν η άρση του, μόνο, στις περιπτώσεις της παραγράφου 2 του Άρθρου 17, ήτοι, σε σχέση με φυλακισμένους και πτωχεύσαντες.  Το έτος εκείνο, με την Έκτη Τροποποίηση του Συντάγματος[1], οι περιπτώσεις όπου τούτο μπορεί να επιτραπεί, διευρύνθηκαν με τη συμπερίληψη συγκεκριμένων «σοβαρών ποινικών αδικημάτων». Αυτά προβλέπονται στη νέα παράγραφο 2.Β. του Άρθρου 17. Ο Ν.92(Ι)/1996, όπως έχει τροποποιηθεί από το Ν.216(Ι)/1915, διά της προσθήκης σε αυτό του Μέρους IVA - Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας, καθορίζει τον τρόπο επίκλησης των εν λόγω περιπτώσεων.  Τούτο μπορεί να επιδιωχθεί με μονομερή αίτηση του Γενικού Εισαγγελέως, για την έκδοση δικαστικού εντάλματος, (το δικαστικό ένταλμα), το οποίο να εξουσιοδοτεί την πρόσβαση σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας,  (άρθρο 21(1) του Ν.92(Ι)/1996).    Βέβαια, ακόμα και τότε, σύμφωνα με το άρθρο 21(4) του ίδιου νόμου, το δικαστήριο δεν εκδίδει δικαστικό ένταλμα, «παρά μόνο στις περιπτώσεις που αυτό είναι αναγκαίο».  Στην παράγραφο (β) του εδάφιο (4) του πιο πάνω άρθρου, αναφέρεται, ως  τέτοια περίπτωση, η «αποτροπή, διερεύνηση ή δίωξη σε σχέση με αδικήματα, τα οποία περιλαμβάνονται στην υποπαράγραφο Β της παραγράφου 2 του Άρθρου 17 του Συντάγματος.».  Στην υποπαράγραφο (ε) της πιο πάνω συνταγματικής διάταξης αναφέρονται, συγκεκριμένα, τα «αδικήματα διαφθοράς για τα οποία προβλέπεται, σε περίπτωση καταδίκης, ποινή φυλάκισης πέντε ετών και άνω.».  Η εφαρμογή, ειδικά των άρθρων 21, 22 και 23 του Ν.92(Ι)/1996 αποτέλεσε αντικείμενο εξέτασης στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Α.Α. κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 272/2021, 13 Οκτωβρίου 2022, ECLI:CY:AD:2022:D383.  

 

Με αυτά τα βασικά κατά νου, εξετάζονται στη συνέχεια οι λόγοι έφεσης. Με τον πρώτο λόγο, γίνεται εισήγηση πως το Δικαστήριο, έσφαλε στην κρίση του ότι «η παράλειψη καθορισμού της ταυτότητας του προσώπου για το οποίο ζητείτο η άρση του απορρήτου του περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας στην επίδικη αίτηση. δεν επηρέαζε την νομιμότητα» του δικαστικού εντάλματος.   Σχετικά με το θέμα αυτό, είναι τα άρθρα 21(2) και 22 του Ν.92(Ι)/1996.  Ειδικά, το άρθρο 21(2) προβλέπει ότι:

 

«(2) H προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) αίτηση δύναται να υποβληθεί αναφορικά με περιεχόμενο επικοινωνίας, που βρίσκεται καταγεγραμμένο σε έγγραφα ή σε συσκευές ή σε αντικείμενα που έχουν περιέλθει ή πρόκειται να περιέλθουν στην κατοχή της Αστυνομίας ή οποιουδήποτε ανακριτή, κατόπιν εκτέλεσης δικαστικού εντάλματος έρευνας, το οποίο εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 27, 28, 29 και 30 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου. .»

 

Από την πιο πάνω πρόνοια, προκύπτει ότι η αίτηση που υποβάλλεται για την έκδοση δικαστικού εντάλματος στοχεύει, αποκλειστικά στο περιεχόμενο επικοινωνίας που βρίσκεται καταγεγραμμένο, σε έγγραφα, συσκευές ή αντικείμενα που έχουν περιέλθει ή τυχόν να περιέλθουν στην κατοχή της Αστυνομίας, στο πλαίσιο διερεύνησης συγκεκριμένου αδικήματος. Οπωσδήποτε, δεν στοχεύει κάποιο πρόσωπο, για το οποίο  υπάρχει υποψία ότι έχει σχέση με αυτό ή ότι ενέχεται στη διάπραξη του. Το θέμα της αποκάλυψης, όμως, της ταυτότητας ύποπτου προσώπου, δεν είναι χωρίς ρύθμιση. 

 

Συγκεκριμένα, στο άρθρο 22 αναφέρεται, ότι η αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση, περιέχουσα διάφορα στοιχεία. Στην παράγραφο (β),  προβλέπεται, συναφώς, ότι σε αυτή πρέπει να υπάρχει πλήρης και εμπεριστατωμένη έκθεση, η οποία να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, «(iv) την ταυτότητα αν είναι γνωστή του προσώπου που εύλογα πιστεύεται ότι διέπραξε . το αδίκημα .». Προφανώς, τότε,  μόνο, πρέπει να γίνεται αναφορά στην ταυτότητα ύποπτου προσώπου και τούτο στην ένορκη δήλωση, προς συμμόρφωση με την πιο πάνω πρόνοια.  Επομένως, δεν υπάρχει η παράλειψη, την οποία εισηγήθηκε ο εφεσείων. Μάλιστα, στην υπό διερεύνηση υπόθεση, όπου υπήρχαν υποψίες για την εμπλοκή του εφεσείοντα, γίνεται ονομαστική αναφορά σε αυτόν, στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε την υπό αναφορά αίτηση, ως και η διαπίστωση, σχετικά, του Δικαστηρίου.  Καταλήγοντας, η εισήγηση στον πρώτο λόγο έφεσης δεν ευσταθεί, ώστε αυτός να μην μπορεί να επιτύχει.

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης, εμπλέκει, κατά κάποιο τρόπο, το άρθρο 21(2), που εξετάστηκε και προηγουμένως, με την προσοχή να εστιάζει σε διαφορετική πρόνοια του. Με τον πιο πάνω λόγο, προβάλλεται ότι το Δικαστήριο, λανθασμένα αποφάσισε πως δεν επηρεάζετο η νομιμότητα του δικαστικού εντάλματος, «από το γεγονός ότι ο αιτητής (ο εφεσείων) είχε συλληφθεί για αδικήματα που δεν καλύπτονται από το άρθρο 17(2)(Β) του Συντάγματος και ότι το κινητό τηλέφωνο και ο φορητός υπολογιστής του αιτητή (εφεσείοντος) κατασχέθηκαν δυνάμει δικαστικού εντάλματος έρευνας που εκδόθηκε για αδικήματα που δεν καλύπτονται από το άρθρο 17(2)(Β) του Συντάγματος.». Σημειώνεται, πως στη συγκεκριμένη υπόθεση δεν είχε εκδοθεί ένταλμα έρευνας της κατοικίας του εφεσείοντος.  Αυτή ερευνήθηκε με τη συγκατάθεση του,  κατά την εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης που είχε εκδοθεί εναντίον του, στις 6.8.2021.  Ήταν στο στάδιο εκείνο που κατασχέθηκαν οι προαναφερθείσες δύο συσκευές, και δεν τέθηκε θέμα όσον αφορά τη νομιμότητα της κατάσχεσης τους, υπό τις πιο πάνω συνθήκες.

 

Βέβαια, είναι γεγονός ότι η έκδοση του εν λόγω εντάλματος σύλληψης, συσχετίστηκε με τη διερεύνηση συγκεκριμένων αδικημάτων, στα οποία δεν περιλαμβανόταν το αδίκημα σε σχέση με το οποίο εκδόθηκε το δικαστικό ένταλμα. Ωστόσο, δεν αναφέρεται στον υπό εξέταση λόγο έφεσης, να είχε παραβιαστεί οποιαδήποτε συγκεκριμένη αρχή δικαίου, ως εκ της έκδοσης σε κατοπινό στάδιο του δικαστικού εντάλματος, δυνάμει του άρθρου 21(1) του Ν.92(Ι)/1996, με προοπτική τη διερεύνηση της διάπραξης του αδικήματος που προβλέπεται στο άρθρο 3(γ) του Νόμου, Κεφ. 161Εικασίες, όπως τέθηκε για «σοβαρά ερωτηματικά για τα πραγματικά κίνητρα. των ανακριτικών αρχών», δεν αποκάλυπταν συζητήσιμη υπόθεση, προκειμένου να δικαιολογείτο η παραχώρηση άδειας για προώθηση διαδικασίας ακύρωσης του δικαστικού εντάλματος. Επιπρόσθετα, η πιο πάνω θέση παραγνωρίζει την πρόνοια στο άρθρο 21(2), που παρατίθεται πιο πάνω, και  πασιφανώς, καλύπτει και το θέμα που, εδώ, απασχολεί. Σύμφωνα με αυτή, έγγραφα, συσκευές ή αντικείμενα, σε σχέση με τα οποία δυνατό να υποβληθεί αίτηση για την έκδοση δικαστικού εντάλματος, στη βάση του άρθρου 21(1),  μπορεί να είχαν περιέλθει στην κατοχή της Αστυνομίας, κατά την εκτέλεση εντάλματος έρευνας, δυνάμει των σχετικών άρθρων του Νόμου, Κεφ. 155. Δεν μπορεί, βέβαια, να διαφέρει η περίπτωση, όταν αυτά έχουν περιέλθει, οικειοθελώς, στην κατοχή της Αστυνομίας.

 

Εν πάση περιπτώσει, δεν απαιτείται από το Ν.92(Ι)/1996, η έκδοση δικαστικού εντάλματος να σχετίζεται με τη διερεύνηση του ίδιου αδικήματος, με αυτό στο οποίο αφορούσε η έκδοση, προηγουμένως, εντάλματος έρευνας της κατοικίας του υπόπτου ή αναλόγως της περίπτωσης, εντάλματος σύλληψης του.  Δεν αναφέρεται κάτι τέτοιο, ειδικά, στο άρθρο 21(2),  όπου γίνεται συγκεκριμένη αναφορά στην περίπτωση που έγγραφα, συσκευές ή αντικείμενα περιέρχονται στην κατοχή της Αστυνομίας, κατόπιν εκτέλεσης εντάλματος έρευνας.  Είναι, μάλλον, αυτονόητο. Έπειτα, στο προηγηθέν εκείνο στάδιο, δεν ήταν γνωστή η ύπαρξη των κατασχεθέντων πραγμάτων, για το περιεχόμενο των οποίων οι αστυνομικοί ανακριτές θεώρησαν, στη συνέχεια, ότι έπρεπε να λάβουν γνώση. Υπενθυμίζεται, ότι στην προκειμένη περίπτωση, ήταν μετά την κατάσχεση τους που υποβλήθηκε η αίτηση για έκδοση δικαστικού εντάλματος. Επομένως, είναι προφανές ότι κάθε αίτηση για δικαστικό ένταλμα, εξετάζεται με βάση τους δικούς της όρους, υπό το πρίσμα, πάντοτε, των σχετικών προνοιών του Ν.92(Ι)/1996 και ιδιαιτέρως, αυτών στο άρθρο 21(4).  Συνεπώς, ούτε ο τρίτος λόγος έφεσης μπορεί να επιτύχει.  

 

Στην προκειμένη περίπτωση, προς διερεύνηση ήταν το αδίκημα στο άρθρο 3(γ) του Νόμου, Κεφ. 161, που αφορά αδίκημα διαφθοράς, και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι επτά έτη. Σε αυτό, αναφερόταν η αίτηση του Γενικού Εισαγγελέως. Το κατώτερο Δικαστήριο, έπρεπε να ικανοποιηθεί ότι η έκδοση του δικαστικού εντάλματος συνδεόταν με το εν λόγω αδίκημα όπως προνοείται στο Ν.92(Ι)/1996. Με το δεύτερο λόγο έφεσης, προβάλλεται, συγκεκριμένα, ότι το Δικαστήριο έσφαλε στην διαπίστωση του πως το κατώτερο Δικαστήριο, όταν έκδωσε το δικαστικό ένταλμα, «είχε ικανοποιητική μαρτυρία ενώπιον του για να προχωρήσει σε ευρήματα ότι υπήρχε εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι ο αιτητής διέπραξε το αδίκημα» του άρθρου 3(γ) του Νόμου, Κεφ. 161, «και ότι η υπό εξέταση ιδιωτική επικοινωνία συνδέεται ή είναι συναφής με το πιο πάνω ποινικό αδίκημα». Με την αιτιολογία αναφέρεται, ειδικά, ότι το κατώτερο Δικαστήριο δεν είχε ενώπιον του μαρτυρία ότι ο εφεσείων «κατά τον ουσιώδη χρόνο ενεργούσε ως αντιπρόσωπος», συστατικό στοιχείο του πιο πάνω αδικήματος. 

 

Κατ΄ αρχάς σημειώνεται ότι από την περιγραφή του εν λόγω αδικήματος, ήτοι, συναλλαγή με αντιπρόσωπο η οποία υποδηλώνει διαφθορά, αυτό εμπίπτει στην κατηγορία των αδικημάτων που αφορούν την καταπολέμηση της διαφθοράς. Σύμφωνα, λοιπόν, με το άρθρο 3(γ) του Νόμου, Κεφ. 161:

 

«3.  Αν-

 

(γ) οποιοδήποτε πρόσωπο εν γνώσει του δίνει σε οποιοδήποτε  αντιπρόσωπο, ή αν οποιοσδήποτε αντιπρόσωπος εν γνώσει του χρησιμοποιεί, με πρόθεση να εξαπατήσει τον προϊστάμενο του, οποιαδήποτε απόδειξη, λογαριασμό, ή άλλο έγγραφο σε σχέση με το οποίο ο προϊστάμενος έχει συμφέρον, και το οποίο περιέχει οποιαδήποτε δήλωση η οποία είναι ψευδής ή παραπλανητική ή ελλιπής σε οποιαδήποτε ουσιαστική λεπτομέρεια, και το οποίο γνωρίζει ότι προορίζεται για να παραπλανήσει τον προϊστάμενο,

 

είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα επτά έτη,.».

 

Το ερμηνευτικό άρθρο 2 του πιο πάνω Νόμου ορίζει την έννοια του όρου «αντιπρόσωπος» να «περιλαμβάνει οποιοδήποτε πρόσωπο που εργοδοτείται ή ενεργεί για άλλο και οποιοδήποτε πρόσωπο που υπηρετεί τη Δημοκρατία ή οποιοδήποτε δημόσιο οργανισμό.». Όπως ορθώς, διαπίστωσε το Δικαστήριο, ο πιο πάνω ορισμός του όρου «αντιπρόσωπος» είναι ευρύτερης εφαρμογής. Θα μπορούσε να λεχθεί πως δεν περιορίζεται στα όρια του Δικαίου των Συμβάσεων.

 

Σημαντικό για τον υπό εξέταση λόγο, είναι το άρθρο 23(1) του Ν.92(Ι)/1996Δικαστής, ο οποίος επιλαμβάνεται αίτησης, δυνάμει του άρθρου 21(1), του προαναφερθέντος νόμου, δύναται να εκδώσει δικαστικό ένταλμα, «εάν ικανοποιηθεί ότι, με βάση τα γεγονότα τα οποία υποβλήθηκαν από τον αιτητή - (α) υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι πρόσωπο διέπραξε, . αδίκημα.», και πως, «(β) υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία συνδέεται ή είναι συναφής με το αδίκημα.» (άρθρο 23(1)(α) και (β)). Δεν τέθηκε θέμα σε σχέση με την τρίτη προϋπόθεση της πιο πάνω διάταξης, που απαιτεί όπως «(γ) η έκδοση του δικαστικού εντάλματος είναι προς το συμφέρον της Δικαιοσύνης.». Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να συντρέχουν και οι τρεις, εν λόγω, προϋποθέσεις. 

 

Στην προκειμένη περίπτωση, τα γεγονότα που οδήγησαν το κατώτερο Δικαστήριο να προβεί στην έγκριση της μονομερούς αίτησης του Γενικού Εισαγγελέως είναι αυτά που παρατίθενται προηγουμένως.  Αναφέρονταν στην ένορκη δήλωση που την υποστήριζε.  Προέκυψαν, από πληροφορίες που συνέλεξε η Αστυνομία από διάφορα πρόσωπα, και έφεραν τον εφεσείοντα, να εργοδοτείτο ως προσωπικός ιατρός στο ΓΕ.ΣΥ., θέση από την οποία πιθανολογείτο αυτός να ενεργούσε ως αντιπρόσωπος, εντός της έννοιας του άρθρου 2 του Νόμου, Κεφ. 161. Δεδομένου του περιεχομένου των εν λόγω πληροφοριών,  δικαιολογημένα δημιουργήθηκε εύλογη υποψία ότι ο εφεσείων ενέχετο στη διάπραξη του υπό διερεύνηση αδικήματος, όπως και ότι, οι κατασχεθείσες συγκεκριμένες ηλεκτρονικές συσκευές, πιθανόν να περιείχαν ιδιωτική επικοινωνία συναφή με αυτό.  Η αντιμετώπιση της υπό εξέταση πτυχής, από τον ευπαίδευτο Δικαστή που έκδωσε την υπό κρίση απόφαση, σε σχέση με το χειρισμό του κατώτερου Δικαστηρίου, είναι απόλυτα ορθή.  Ανέφερε, σχετικά, τα εξής:

 

«Δεν ήταν αναγκαίο να παρατεθεί στον αστυνομικό όρκο το λεκτικό του άρθρου 3(γ), Κεφ.161ή άλλη παρόμοια διατύπωση. Εκείνο που έπρεπε να παρατεθεί - και έτσι έγινε - ήσαν στοιχεία ή και μαρτυρία που να ενέτασσαν αντικειμενικώς την περίπτωση στις κρίσιμες παραμέτρους του εν λόγω άρθρου, γνωρίζοντας και το ότι η νομολογία δέχεται πως δεν απαιτείται, στο στάδιο που βρισκόμαστε, η στοιχειοθέτηση κάθε συστατικού στοιχείου των υπό εξέτασιν αδικημάτων, αλλά η παράθεση, τουλάχιστον, εκείνων των στοιχείων μαρτυρίας που να είναι ικανά να δημιουργήσουν στο Κατώτερο Δικαστήριο εύλογη υπόνοια ή υποψία ως προς τη διάπραξη των αδικημάτων (βλ. CPS Freight Services Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Π.Ε. 219/14, ημερ. 29.2.16), ECLI:CY:AD:2016:A126

 

Εστιάζοντας την προσοχή, ειδικά, στον όρο «υποψία», δεν παραπέμπει σε μαρτυρία ικανή προς απόδειξη του αδικήματος· πόρρω απέχει από αυτή.  Δεν είναι τέτοια μαρτυρία που αναζητείται, στο πλαίσιο εξέτασης αίτησης για την έκδοση δικαστικού εντάλματος, δυνάμει του άρθρου 21(1) του Ν.92(Ι)/1996.  Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Chong Fook Kam [1970] A.C. 942 (P.C.), στη σελίδα 948, «Suspicion in its ordinary meaning is a state of conjecture or surmise where proof is lacking:  'I suspect but I cannot prove.'.  Suspicion arises at or near the starting-point of an investigation of which the obtaining of prima facie proof is the end.".  Βέβαια, η διαθέσιμη μαρτυρία πρέπει να είναι, ευλόγως, ικανή για τον πιο πάνω σκοπό. Οι προαναφερθείσες πληροφορίες που είχε στην κατοχή της η Αστυνομία, ήγειραν τέτοια εύλογη υποψία, το δε κατώτερο Δικαστήριο, ορθώς, βασίστηκε σε αυτή.  Κατά συνέπεια, ούτε ο δεύτερος λόγος έφεσης  μπορεί να επιτύχει.

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, που είναι συναφής με τα προηγηθέντα, ψέγεται ο χειρισμός του εκδώσαντος το δικαστικό ένταλμα κατώτερου Δικαστηρίου, ως προς την αιτιολόγηση της σχετικής διαταγής του. Του αποδίδεται ότι «λειτούργησε μηχανιστικά κατά την εξέταση της αίτησης του Γενικού Εισαγγελέα εγκρίνοντας το αιτούμενο διάταγμα χωρίς να θέσει αναγκαίους όρους . για αποφυγή μη αναγκαίας επέμβασης στα δικαιώματα του αιτητή και των άλλων προσώπων που επηρεάζονται από την έκδοση του διατάγματος».  Η ευπαίδευτη Δικαστής του, εν λόγω, Δικαστηρίου, όπως αναφέρει στο αιτιολογικό που την οδήγησε στην έκδοση του δικαστικού εντάλματος, μελέτησε την αίτηση του Γενικού Εισαγγελέως και την ένορκη δήλωση που τη συνόδευε και ικανοποιήθηκε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις του Ν.92(Ι)/1996.  Στο διατακτικό μέρος του δε, αναφέρεται ρητώς ότι τούτο εκδόθηκε δυνάμει των άρθρων 21, 22 και 23 του προαναφερθέντος νόμου.  Επομένως, το κατώτερο Δικαστήριο, με τα προηγηθέντα, δείχνει ξεκάθαρα ότι έλαβε υπόψη τη μαρτυρία η οποία είχε τεθεί ενώπιον του, προς υποστήριξη της αίτησης για έκδοση του δικαστικού εντάλματος, όπως και τις απαιτήσεις του Ν.92(Ι)1996.  Το  Δικαστήριο, επικροτώντας τον πιο πάνω χειρισμό, ανέφερε, συναφώς, τα εξής:

 

«Με άλλα λόγια, το τι κατέγραψε το Κατώτερο Δικαστήριο ως αιτιολογία για έκδοση του Διατάγματος, δεν ήταν τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από το ότι στη βάση όσων τέθηκαν ενώπιον του ικανοποιήθηκε, διά δικού του αυτόνομου και ανεξάρτητου λογισμού, πως υπήρχε εύλογη υποψία ή πιθανότητα ο ύποπτος να διέπραξε το υπό διερεύνησιν αδίκημα και ότι οι αναφερόμενες ιδιωτικές τηλεπικοινωνίες συνδέονταν ή και ήσαν αρκούντως συναφείς με το διερευνώμενο ποινικό αδίκημα, αλλά και για το ότι η έκδοση του Διατάγματος ήταν προς το συμφέρον της δικαιοσύνης (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση της Εταιρείας ΟΠΑΠ Κύπρου Λτδ, ΠΕ 133/18, ημ. 17.12.18).»

 

Ορθώς, λοιπόν, η πιο πάνω προσέγγιση του κατώτερου Δικαστηρίου, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «μηχανιστική». Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε παραβλέποντας τον, πραγματικά, ορθό τρόπο προσέγγισης της αμφισβήτησης της νομιμότητας εντάλματος, όπως το υπό εξέταση, ήτοι με αναφορά στο, κατ'  ισχυρισμό, νομικό σφάλμα του κατώτερου δικαστηρίου, υπό το φως των σχετικών διατάξεων του εφαρμοζόμενου νόμου.  Στο πλαίσιο αυτό, ελλιπής και αν ήταν, η πιο πάνω προσέγγιση, από μέρους του εφεσείοντος, στον υπό εξέταση λόγο έφεσης.  Συγκεκριμένα, ως εκ της εισήγησης ότι το κατώτερο Δικαστήριο δεν έθεσε όρους κατά την έκδοση του δικαστικού εντάλματος, για την προστασία των δικαιωμάτων του εφεσείοντος, καθώς, επίσης, τρίτων προσώπων. Δεν δίδονται, όμως, οποιεσδήποτε πληροφορίες όσον αφορά το νομικό πλαίσιο της και τι ακριβώς, αναμενόταν από το εκδώσαν Δικαστήριο, προκειμένου να ήταν δυνατή η εξέταση της.  Πρόκειται για παράλειψη που, βασικά, καθιστά τη συγκεκριμένη εισήγηση, αλυσιτελή, το δε τέταρτο λόγο έφεσης, υποκείμενο σε απόρριψη.

 

Εξετάζοντας στη συνέχεια τους λόγους έφεσης 5 έως 7, σε σχέση με τη νομιμότητα του εντάλματος σύλληψης, του εφεσείοντος, ημερομηνίας 13.8.2021, παρατηρούνται τα εξής, με σχολιασμό κατά προτεραιότητα, του έκτου λόγου έφεσης.  Με αυτόν προβάλλεται ότι το Δικαστήριο «λανθασμένα αποφάσισε ότι το κατώτερο Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να εκδώσει το επίδικο ένταλμα σύλληψης ημ. 13.8.21 εναντίον του αιτητή (εφεσείοντος) θεωρώντας ότι υπήρχε ικανοποιητική μαρτυρία ενώπιον του για τη δημιουργία εύλογης υπόνοιας διάπραξης του αδικήματος» του άρθρου 3(γ), του Κεφ. 161.  Το θέμα τούτο,  απαντάται με την εξέταση που έγινε του δεύτερου λόγου έφεσης, δεδομένου ότι η μαρτυρία ήταν η ίδια για την έκδοση και των δύο ενταλμάτων,  του δικαστικού εντάλματος ημερομηνίας 12.8.2021 και του εντάλματος σύλληψης του εφεσείοντος την επομένη 13.8.2021.  Ανάλογη ήταν η θέση και του Δικαστηρίου. Τούτο, βέβαια, στη βάση ότι τα κριτήρια των εφαρμοζομένων, σχετικά, νόμων, είναι ίδια. Ένταλμα σύλληψης εκδίδεται με βάση το άρθρο 18(1) [2]. του Νόμου Κεφ. 155 εφόσον «υπάρχει εύλογη υπόνοια να πιστεύεται ότι ένα πρόσωπο διέπραξε αδίκημα». Σχετικά, προς την πτυχή αυτή, σημειώνεται πως οι όροι «υποψία» και «υπόνοια», ουσιαστικά, έχουν την ίδια σημασία, (βλ. Αγαθοκλέους ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 7).  Ως εκ της κατάληξης, ανωτέρω, δεν τίθεται και θέμα εξέτασης του πέμπτου λόγου έφεσης, δεδομένου ότι το Δικαστήριο, εν τέλει, εξέτασε το θέμα της νομιμότητας του εντάλματος σύλληψης, στο οποίο ο συγκεκριμένος λόγος αφορά. Βέβαια, σημειώνεται πως, ορθώς, απέρριψε την αίτηση και στη βάση ότι αυτή δεν συνοδευόταν από πιστό αντίγραφο του υπό εξέταση εντάλματος σύλληψης. Επομένως, απορρίπτονται και οι δύο πιο πάνω λόγοι έφεσης.

 

Με τον έβδομο και τελευταίο λόγο, ο εφεσείων προβάλλει πως το Δικαστήριο «λανθασμένα αποφάσισε ότι η μη αναφορά του ονόματος του Δικαστή που εξέδωσε το επίδικο ένταλμα σύλληψης και η μη μονογραφή της χειρόγραφης προσθήκης» σε αυτό δεν επηρέαζε τη νομιμότητα του εντάλματος.  Κατ'  αρχάς, επισημαίνεται πως δεν αμφισβητήθηκε ότι το ένταλμα σύλληψης του εφεσείοντος εκδόθηκε από Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακος, με αρμοδιότητα να εξετάσει τη σχετική αίτηση. Επίσης, δεν αμφισβητήθηκε ότι η Δικαστής που εξέδωσε το ένταλμα σύλληψης έθεσε την υπογραφή της σε αυτό.  Τούτο, είναι ό,τι απαιτείται από το άρθρο 19(1) του Νόμου, Κεφ. 155, ως προς την πτυχή αυτή, δηλαδή, ότι «Κάθε ένταλμα συλλήψεως φέρει την υπογραφή του δικαστή που το εκδίδει, .».  Δεν απαιτείτο η αναγραφή του πλήρους ονόματος της σε αυτό, και η μονογράφηση της χειρόγραφης, επουσιώδους, προσθήκης της λέξης «αφετέρου», στη σχετική διαταγή.  Οπωσδήποτε, δεν καταδείχθηκε να  πλήγηκε, συνεπεία των πιο πάνω, δήθεν, παραλείψεων, οποιοδήποτε θεμελιακό δικαίωμα του εφεσείοντος, ειδικά, το δικαίωμα του της ελευθερίας και προσωπικής ασφάλειας, όπως τούτο διασφαλίζεται από το Άρθρο 11 του Συντάγματος.  Επομένως, ούτε ο έβδομος λόγος έφεσης μπορεί να επιτύχει.

 

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.

 

 

 

Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.,

 

 

 Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

                                               Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

 

  Δ.  ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,  Δ.

 

 

                          Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥΔ.

 

 

 

 

 

 

/γκ

 



[1] Τούτο συνέβηκε με τον περί της Έκτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμο του 2010 (Ν.51(Ι)/2010))

[2] 18.-(1) Όταν δικαστής ικανοποιείται με γραπτή ένορκη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια να πιστεύεται ότι ένα πρόσωπο διέπραξε αδίκημα ή όταν η σύλληψη ή η κράτηση θεωρηθεί ευλόγως αναγκαία για παρεμπόδιση διαπράξεως αδικήματος ή αποδράσεως μετά τη διάπραξη αυτού, ο δικαστής δύναται να εκδώσει ένταλμα (που θα αναφέρεται στον παρόντα Νόμο ως ένταλμα συλλήψεως) το οποίο να εξουσιοδοτεί τη σύλληψη του ατόμου εναντίον του οποίου στρέφεται το ένταλμα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο