ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Π.Πολυβίου, Γ. Μίτλεττον, Χ.Παπαχριστοδούλου, για Χρυσαφίνης amp;amp;amp; Πολυβίου ΔΕΠΕ, Παπαδόπουλος, Λυκούργος amp;amp;amp; Σία ΔΕΠΕ, για τις Αιτήτριες 1 και 2. Θ.Κορφιώτης, για Κούσιο Κορφιώτη Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ, για την Αιτήτρια 3 CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2023-01-23 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ BANK OF CYPRUS PUBLIC COMPANY LIMITED κ.α., Πολιτική Αίτηση Αρ. 1/23, 23/1/2023 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2023:D32

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 1/23)

(iJustice)

         

23 Iανουαρίου, 2023

 

[Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]

 
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964.
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018.
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ 1.  BANK OF CYPRUS PUBLIC COMPANY LIMITED, της 2.  Λ.Π. ΚΑΙ ΤΗΣ 3.  Α.Ε. ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ME THN ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡ. 12/12/2022 ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΑΡ. 4510/2019

---------------

Π.Πολυβίου, Γ. Μίτλεττον, Χ.Παπαχριστοδούλου, για Χρυσαφίνης & Πολυβίου ΔΕΠΕ, Παπαδόπουλος, Λυκούργος & Σία ΔΕΠΕ, για τις Αιτήτριες 1 και 2.

Θ.Κορφιώτης, για Κούσιο Κορφιώτη Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ, για την Αιτήτρια 3

---------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Οι αιτήτριες με την παρούσα αίτηση ζητούν:

 

(α)  ΄Αδεια του Δικαστηρίου για την καταχώρηση Αίτησης με Κλήση για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari με σκοπό την Ακύρωση της απόφασης ημερομηνίας 12.12.2022 (η «Απόφαση») που εκδόθηκε από το Επαρχιακά Δικαστήριο (Κατώτερο Δικαστήριο») στα πλαίσια της Ιδιωτικής Ποινικής υπόθεσης 4510/2019 («Ιδιωτική Ποινική Υπόθεση»).

 

(β)     Αναστολή της εκδίκασης και/ή διαδικασίας στην Ιδιωτική Ποινική Υπόθεση ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου μέχρι εκδίκασης της παρούσας Αίτησης και, σε περίπτωση παραχώρησης Άδειας από το Σεβαστό Δικαστήριο, της Αίτησης με Κλήση για την Έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari για μεταφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο για το σκοπό ακύρωσης της Απόφασης και όπως δοθούν από το Ανώτατο Δικαστήριο ύλες οι απαραίτητες συνεπακόλουθες οδηγίες.

 

(γ)     Οποιαδήποτε άλλη διαταγή ήθελε κρίνει ορθή και δίκαιη υπό τις περιστάσεις το Σεβαστό Δικαστήριο.

 

Οι Αιτήτριες  είναι κατηγορούμενες σε ιδιωτική ποινική υπόθεση η οποία καταχωρήθηκε από τον παραπονούμενο στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας.

 

Συγκεκριμένα, προσάπτονται στην Αιτήτρια 2 (κατηγορούμενη 1) κατηγορία για ψευδορκία κατά παράβαση του ΄Αρθρου 110(1) του Ποινικού Κώδικα[1] (κατηγορία 1). Η Αιτήτρια 1 (κατηγορούμενη 3) κατηγορία για συμβουλή σε ψευδορκία κατά παράβαση του ΄Αρθρου 110(2) του Ποινικού Κώδικα (κατηγορίες 3 και 6) και στην Αιτήτρια 3 (κατηγορούμενη 2) κατηγορία για ψευδορκία κατά παράβαση του ΄Αρθρου 110(Ι) του Ποινικού Κώδικα.

 

Στην ως άνω ιδιωτική ποινική υπόθεση η πλευρά των Αιτητριών έθεσε στο Επαρχιακό Δικαστήριο προδικαστικό θέμα για απόρριψη της υπόθεσης στη βάση του ότι ο Παραπονούμενος (ως ιδιώτης) δεν νομιμοποιείτο να καταχωρήσει και/ή να προωθεί την υπόθεση αφού τα κατ΄ισχυρισμόν αδικήματα στρεφόμενα κατά της απονομής της δικαιοσύνης ως θέματα δημοσίου συμφέροντος, δεν του δίδουν έρεισμα για νομιμοποίηση.  Ειδικότερα, η εισήγηση είχε ως βάση πως το έννομο αγαθό της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, στο οποίο ταξινομείται το ΄Αρθρο του 110, δεν ανήκει προσωπικά σε κανένα πολίτη και δεν νοείται οποιοσδήποτε ιδιώτης να μπορεί βάσιμα να ισχυρισθεί ότι υπάρχει «άμεσος επηρεασμός των δικαιωμάτων του».

 

Το Επαρχιακό Δικαστήριο, αφού άκουσε την επιχειρηματολογία και των δύο πλευρών έδωσε την απόφαση του στις 12.12.2022.  Μετά από εκτενή ανάλυση των αντίστοιχων θέσεων και της νομολογίας κατέληξε στα εξής:

"Υπό τις περιστάσεις που έχω εξηγήσει πιο πάνω, είναι η κρίση και κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η εισήγηση για έλλειψη νομιμοποίησης του παραπονούμενου εκ μέρους των συνηγόρων των κατηγορουμένων 1, 2 και 3, προβάλλεται σε πρώιμο στάδιο. Το Δικαστήριο θα κληθεί στο κατάλληλο στάδιο που δεν μπορεί να είναι άλλο από το στάδιο της δίκης να κρίνει κατά πόσο, υπό το φως των γεγονότων πού θα τεθούν ενώπιον του, υπάρχει άμεση επέμβαση στα δικαιώματα ταυ παραπονούμενου με τρόπο ώστε να τον νομιμοποιεί στην έγερση της υπό κρίση ιδιωτικής ποινικής δίωξης κατ' ακολουθία των λεχθέντων στην απόφαση Ttofinis (ανωτέρω). Επομένως, το ζήτημα παραμένει ανοιχτό για να αποφασισθεί στα κατάλληλο στάδιο υπό το φως των γεγονότων πού θα τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Συνακόλουθα, τα αίτημα απορρίπτεται"

 

H ως άνω απόρριψη οδήγησε στην καταχώριση της παρούσας.  Οι νομικοί λόγοι που προβάλλονται είναι:

(α)  ΄Ελλειψη και Υπέρβαση  Δικαιοδοσίας καθότι με την Απόφαση συνεχίζει η εκδίκαση μιας ιδιωτικής ποινικής διαδικασίας την οποία ο Παραπονούμενος δεν νομιμοποιείτο να καταχωρίσει και/ή δεν νομιμοποιείται να προωθεί και/ή δεν νομιμοποιείται να συνεχίζει και/ή δεν νομιμοποιείται να διώκει.

 

(β)  Νομικό Σφάλμα εμφανές από τα πρακτικά και/ή την Απόφαση, καθότι με την Απόφαση συνεχίζει η εκδίκαση μιας ιδιωτικής ποινικής διαδικασίας την οποία ο παραπονούμενος δεν νομιμοποιείτο να καταχωρίσει και/ή δεν νομιμοποιείται να προωθεί και/ή δεν νομιμοποιείται να συνεχίζει και/ή δεν νομιμοποιείται να διώκει.

 

Συγκεκριμένα, αναφέρεται πως το Επαρχιακό Δικαστήριο, δεν ακολούθησε τις νομικές αρχές που προβάλλονται σε δύο πρωτόδικες αποφάσεις Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Το ουσιαστικό ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο το Επαρχιακό Δικαστήριο με την πιο πάνω απόφαση του ενήργησε με έλλειψη και ή υπέρβαση δικαιοδοσίας ή εάν ενήργησε με τέτοιο τρόπο, ώστε η απόφαση του να μην απορρίψει την ως άνω ιδιωτική ποινική υπόθεση συνιστούσε εμφανές νομικό σφάλμα στα πρακτικά.

 

Οι λόγοι αυτοί παρουσιάζονται, όπως ήδη  έχω αναφέρει, ως οι νομικοί λόγοι που στοιχειοθετούν την παρούσα αίτηση, αφού μόνο με την επιτυχία των Αιτητριών να καταδείξουν τα ως άνω θα μπορούσε να δοθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης προνομιακού εντάλματος, μια διαδικασία που ακολουθείται κατ΄εξαίρεση ως κατάλοιπο της εξουσίας των κατωτέρων Δικαστηρίου αφού ακριβώς δεν μπορεί να αποτελέσει αφετηρία τέτοιας διαδικασίας ο έλεγχος της ορθότητας της κρίσης του Επαρχιακού Δικαστηρίου. (Βλ. Αναφορικά με την Αίτηση των Bullock κ.ά. Πολ.Εφ.155/22, 5.10.2022), ECLI:CY:AD:2022:A376

 

Με όλο το απαιτούμενο σεβασμό, στην ουσία αυτό επιχειρείται εν προκειμένω. 

 

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Αιτητριών εισηγούνται βασικά ότι έχει συντελεσθεί παραγνώριση της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατ΄επίκληση των δύο πιο πάνω αποφάσεων, οι οποίες αφορούν πρωτόδικη κρίση, αδελφών Δικαστών.

 

Το γεγονός ότι πρόκειται για μονομελείς αποφάσεις Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου ακόμη και αν η αντίληψη της πλευράς των Αιτητριών για το ratio των ως άνω αποφάσεων είναι ορθή, δεν δημιουργεί σίγουρα δεσμευτικό προηγούμενο.  Συνεπώς επ΄αυτού, το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν λειτούργησε αντιθεσμικά.

 

Περαιτέρω, ουδείς έχει αμφισβητήσει την εμβέλεια της Ttofinis v. Theocharides a.o. (1983)2 C.L.R. 3632 και των αρχών που εδραιώθησαν με βάση αυτή.

Μεταφέρω το σχετικό απόσπασμα

«There is nothing in s.21, or anywhere else in Cap. 96, taking away the right to a private prosecution. The principle in Doe and subsequent decisions is, as we comprehend it, simply this: Where a law establishes a procedure for bringing administrative authorities to reckoning unless that procedure is first exhausted, the Court will, in the exercise of its discretion, withhold the issue of a prerogative writ. We would only be justified to uphold the ruling of the trial Judge if the Streets and Buildings Law provided that no one, other than an appropriate authority under the law, had the right to prosecute offenders. Section 21 is irrelevant to the right of a private prosecution. Therefore, the decision of the trial Judge must be reversed».

 

Στη Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμου Sphere (2002) 2 Α.Α.Δ. 522 όπου επίσης λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«There is nothing in the Constitution neutralising the position at common law as regards private prosecutions. On the contrary, Article 113.2 is an empowering enactment conferring wide powers upon the Attorney-General with regard to prosecution, in addition and not in derogation of those vesting in other persons or authorities. Likewise, the power conferred upon Police authorities to prosecute under s.17(2) and s.19 of the Police Law-Cap. 285, is not exclusive but supplementary to the right of the victim of crime to prosecute the suspect.

Not every individual has the right of private prosecution. Only victims of crime have this right. Unlike the Roman Law, the common law never recognised actio popularis in any sphere.»

 

Στην Παναγιώτου ν. Ευαγγέλου (2014)2Β Α.Α.Δ. 816  η οποία παραπέμπει και στην παλαιότερη νομολογία λέχθηκαν τα εξής:

«Το δικαίωμα του πολίτη, όπως διατυπώθηκε στη Gourier και στην Ttofinis, ανωτέρω, να προβεί σε ποινική δίωξη, επιβεβαιώθηκε στη συνέχεια από την πλειοψηφία στην υπόθεση Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμος (2002) 2 Α.Α.Δ. 522, η οποία εκδικάστηκε από διευρυμένη σύνθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και δεν χωρεί παρερμηνεία. Όπως νομολογήθηκε, το δικαίωμα ενυπάρχει όπου διαπιστώνεται βλάβη στα δικαιώματα του θύματος από ποινική πράξη. Όπως εξηγήθηκε με αναφορά στη Ttofinis, «ιδιωτικό δικαίωμα δίωξης συμβολίζει το κοινό συμφέρον των παθόντων να καταφύγουν στην ποινική διαδικασία για την αυτοπροστασία τους.».

 Η χρήση των λέξεων «directly affected», η οποία έγινε σε σχέση με περιοίκους και το Κεφ. 96, φαίνεται να δημιούργησε στη συνέχεια κάποια σύγχυση. Τα νομολογηθέντα στην Ttofinis v. Theocharides a.o., ανωτέρω, επιβεβαιώθηκαν στην Αίπεια Λτδ ν. Sirocco Estates Co Ltd κ.ά., ανωτέρω. Αυτή τη φορά επαναλήφθηκε, χωρίς αναφορά στους περιοίκους και στο Κεφ. 96, ότι το δικαίωμα άσκησης ιδιωτικής υπόθεσης ενυπάρχει μόνο όταν τα δικαιώματα του θύματος επηρεάζονται «άμεσα» από την παράνομη πράξη. Το δικαστήριο δεν επεξηγεί τι εννοεί με τη λέξη «άμεσα», προφανώς, όμως, η αντίληψή του, συναρτά τον όρο προς το «directly affected». Όμως η χρήση της λέξης, φαίνεται ότι συνέτεινε στη συνέχιση της ασάφειας, ιδιαίτερα σε πρωτόδικες αποφάσεις, όπως η υπό έφεση, όπου η αναφορά μετετράπη σε «άμεσο συμφέρον»».

 

Ο άμεσος επηρεασμός, ως προϋπόθεση για νομιμοποίηση στην καταχώρηση ιδιωτικής ποινικής δίωξης, δεν ταυτίζεται με την πιθανολόγηση έννομου συμφέροντος μέσα στα πλαίσια του Άρθρου 146.2 του Συντάγματος. Θα πρέπει εννοιολογικά να αντικρισθεί υπό το φως των λόγων ύπαρξης του δικαιώματος άσκησης ιδιωτικής ποινικής δίωξης, του εντοπισμού δηλαδή βλάβης στα δικαιώματα του θύματος από ποινική πράξη. Υπό αυτές τις συνθήκες ο άμεσος επηρεασμός έχει την έννοια ότι με συγκεκριμένη παράνομη πράξη τα δικαιώματα κάποιου, του παρανομούντος, εκτείνονται εις βάρος τρίτων προσώπων κατά τρόπο που να παρατηρείται πλέον σφετερισμός και οικειοποίηση των νόμιμων δικαιωμάτων των τρίτων αυτών προσώπων.

 

 

Με βάση τα πιο πάνω, ήταν εύλογη συνεπώς η διεργασία που ακολούθησε το Επαρχιακό Δικαστήριο να θεωρήσει πως το αδίκημα της ψευδορκίας-  εξ ορισμού και μόνο δεν μπορεί να αποκλεισθεί από αντικείμενο ιδιωτικής ποινικής δίωξης αφού η έννοια της νομιμοποίησης προς έγερση ιδιωτικής ποινικής δίωξης πηγάζει από το «δυσμενή και έμμεσο επηρεασμό των δικαιωμάτων του ιδιώτη» ως εκρίθη νομολογιακά από το Ανώτατο Δικαστήριο στη δευτεροβάθμια του διαδικασία.  Περαιτέρω εύλογα στήριξε το Επαρχιακό Δικαστήριο τη θεώρηση του πως η έλλειψη νομιμοποίησης συναρτώμενη με το δυσμενή και άμεσο επηρεασμό των δικαιωμάτων του παραπονούμενου, στην προκείμενη περίπτωση έπρεπε να συντελεσθεί κατά το στάδιο της δίκης και άφησε το ζήτημα ανοικτό, ώστε να το συσχετίσει με τα γεγονότα-ευρήματα που θα δεχθεί όταν ολοκληρωθεί η ακρόαση.

 

΄Εχοντας όλα τα πιο πάνω κατά νου, θεωρώ πως οποιαδήποτε απόπειρα να παρέμβει το Ανώτατο Δικαστήριο με την παρούσα αίτηση, θα απέληγε στην ουσία σε έλεγχο ορθότητας της δικανικής κρίσης, σε θέμα το οποίο, το Επαρχιακό Δικαστήριο εμφανώς είχε δικαιοδοσία να αποφασίσει.  Συνεπώς οι Αιτήτριες δεν απέσεισαν το βάρος κατάδειξης συζητήσιμης υπόθεσης.

 

Να τονίσω ότι δεν βρίσκω σκόπιμο να αναλύσω τις τρεις υποθέσεις πρωτοβάθμιας διαδικασίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου  που αναφέρθησαν δηλαδή την Ποινική αίτηση Τρύφωνος, Αρ.15/2015, 18.4.2016, απόφαση Γιασεμή, Δ., και την Ποινική αίτηση 1/2021, 11.2.2021 απόφαση Πούγιουρου, Δ. αλλά και την Ποινική αίτηση 17/21, 7.9.2021 απόφαση Δημητριάδου, Δ. στην οποία βασίστηκε το Επαρχιακό Δικαστήριο.

 

Οι λόγοι είναι ότι πρόκειται για πρωτοβάθμιες μη δεσμευτικές αποφάσεις αλλά επίσης και γιατί δεν θεωρώ ότι οι δύο πρώτες εξομοιώνονται με τις περιστάσεις της υπόθεσης  (αποφάσεις Γιασεμή, Πούγιουρου, Δ.Δ.).  Περαιτέρω, η δε τρίτη, της (Δημητριάδου, Δ.) είναι η προσέγγιση που ακολούθησε το Επαρχιακό Δικαστήριο.  Η ενασχόληση από το παρόν Δικαστήριο, στην ουσία, θα συνιστούσε έλεγχο ορθότητας της δικανικής κρίσης, κάτι που δεν μπορεί να γίνει, όπως ήδη εξήγησα.

 

Περαιτέρω, ως εκ του περισσού θα αναφέρω πως ακόμη και εάν στοιχειοθετείτο συζητήσιμη υπόθεση, η αίτηση θα απορρίπτετο λόγω της μη κατάδειξης εξαιρετικών περιστάσεων προς παροχή της θεραπείας.  Η τελική απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου - εφόσον είναι καταδικαστική - είναι εφέσιμη.  Η συνέχιση της ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης και η εξ αυτής ταλαιπωρία, δεν έχω πεισθεί πως αποτελεί υπό τις περιστάσεις «εξαιρετικές περιστάσεις».  Η υπόθεση έχει αρχίσει με το προδικαστικό θέμα και θα συνεχισθεί σε σύντομο χρόνο, ως επιτάσσουν οι αρχές δικαίου.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

                                                                   Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

 

 

 



[1] 110.-(1) Όποιος γνωρίζει ότι προβαίνει σε ψευδή κατάθεση σε δικαστική διαδικασία ή για το σκοπό έναρξης δικαστικής διαδικασίας, που αφορά σε ο,τιδήποτε ουσιώδες για ζήτημα, το οποίο είτε εκκρεμεί είτε σκοπεύεται να εγερθεί στην πιο πάνω διαδικασία, είναι ένοχος πλημμελήματος, το οποίο καλείται ψευδορκία.

 

Είναι αδιάφορο κατά πόσο-

 

- η κατάθεση δόθηκε με όρκο ή με οποιαδήποτε άλλη νόμιμη διαβεβαίωση, ή

 

- οι τύποι και η διαδικασία που χρησιμοποιήθηκαν κατά την επαγωγή του όρκου ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο δέσμευση αυτού που καταθέτει να πει την αλήθεια, αν συναίνεσε στη χρήση τους, ή

 

- η ψευδή κατάθεση δόθηκε προφορικά ή γραπτά, ή

 

- το Δικαστήριο ήταν συγκροτημένο κανονικά ή συνήλθε στον αρμόζοντα τόπο, αν αυτό ενεργεί πράγματι ως Δικαστήριο στη διαδικασία κατά την οποία δόθηκε τέτοια κατάθεση, ή

 

- αυτός που καταθέτει ήταν ικανός μάρτυρας ή όχι, ή κατά πόσο η κατάθεση ήταν αποδεκτή σε αυτή τη διαδικασία.

 

(2) Όποιος προκαλεί άλλο να διαπράξει ψευδορκία, την οποία αυτός που έχει προκληθεί πράγματι τη διαπράττει, κατά συνέπεια τέτοιας πρόκλησης, είναι ένοχος πλημμελήματος, το οποίο καλείται πρόκληση σε ψευδορκία.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο