ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Σάντης, Νικόλας Θ. Παπαθεοδώρου, για Αλεξάνδρου amp;amp;amp; Παπαθεοδώρου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Αιτητή. Λ. Κάρνος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2022-12-16 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Κ.Κ., ΚΑΤΟΧΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΕΛΤΙΟΥ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ [ ], ΑΠΟ TΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI , Πολιτική Αίτηση Αρ. 158/2022, 16/12/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2022:D484

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 158/2022)

 

 

16 Δεκεμβρίου, 2022

 

[ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣYΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝTΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Κ.Κ., ΚΑΤΟΧΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΕΛΤΙΟΥ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ [ ], ΑΠΟ TΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 04/08/2022 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΕΚΖΗΤΟΥΜΕΝΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ Ν. 133(Ι)12004

...........

 

Θ. Παπαθεοδώρου, για Αλεξάνδρου & Παπαθεοδώρου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Αιτητή.

Λ. Κάρνος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

        ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Ο Αιτητής, έπειτα από άδεια τού Ανώτατου Δικαστηρίου, υπό την υφιστάμενη σύνθεση (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Κ.Κ., Πολ. Αίτ. 147/22, ημ. 26.9.22, ECLI:CY:AD:2022:D365), επιδιώκει με την υπό εκδίκαση διά κλήσεως αίτηση ημερομηνίας 29.9.22 («η Αίτηση»), την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για μεταφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο «. για το σκοπό ακύρωσης του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης ημερ. 04/08/2022 που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας .» (η περικοπή είναι αυτούσια όπως και όσες έπονται).

        Ο Αιτητής προτάσσει βασικώς τέσσερεις λόγους προς επιτυχία της Αίτησης.

        Πρώτον, ότι το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης ημερομηνίας 4.8.22 («το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης») - που αφορά σε κατ' ισχυρισμό αξιόποινες πράξεις σχετιζόμενες, αδρομερώς, προς αδικήματα ψευδών παραστάσεων, εξασφάλισης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις, απάτη κατά την πώληση ή υποθήκευση περιουσίας, δόλιες συναλλαγές σε ακίνητη περιουσία ανήκουσα σε άλλον, πλαστογραφία, καταρτισμό πλαστού εγγράφου, κυκλοφορία πλαστού εγγράφου και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες - εκδόθηκε καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας, αφού απέρρευσε «. κατά παράβαση του περί Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας σε Ποινικές Υποθέσεις Ν.181(Ι)/2017, της Οδηγίας 2014/41/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3ης Απριλίου 2014, περί της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας σε ποινικές υποθέσεις, του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμος 133(Ι)/2004, και της Απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ χωρών της ΕΕ και/ή του επιδιωκόμενου σκοπού αυτών .» και στηρίχθηκε σε Εθνικό Ένταλμα Σύλληψης ημερομηνίας 4.2.22 («το Εθνικό Ένταλμα Σύλληψης») το οποίο, φερόμενα, εκδόθηκε κατά παράβαση «. των Άρθρων 3Α, 5, 17-21, και 44, του Κεφ. 155 και αντίθετα στις επιταγές των Άρθρων 11, 12, 35 του Συντάγματος και του αντίστοιχου Άρθρου 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου . και του Άρθρου 6 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

        Δεύτερον, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας («το Κατώτερο Δικαστήριο») υπέπεσε σε έκδηλη πλάνη ως προς τον σκοπό έκδοσης του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης «.που δεν είναι άλλος από την προσαγωγή προσώπου με σκοπό την ποινική δίωξη του ως ορίζεται στο άρθρο 4 του Νόμου και του άρθρου 1 της Απόφασης-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου αλλά και στο άρθρο 3 του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμος 133(Ι)/2004 .» αφού σύμφωνα «. με το Άρθρο 37 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 η ποινική δίωξη προσώπου αρχίζει με την καταχώριση εναντίον του Κατηγορητηρίου .», ενώ από «. την ένορκη δήλωση του Αστυφύλακα 3278 Μιχαήλ-Άγγελου Αρναούτη προκύπτει ξεκάθαρα ότι σκοπός των Αστυνομικών Αρχών είναι η διευκόλυνση των Αστυνομικών εξετάσεων .», δίχως να γίνεται μνεία σε ποινική δίωξη του Αιτητή «. [σ]το περιεχόμενο . του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης». Μάλιστα, προσθέτει ο Αιτητής, απόδειξη και αυτό της πλάνης υπό την οποία ενήργησε το Κατώτερο Δικαστήριο ήταν και το ότι ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, ως το Τεκμήριο 1 στην Ένορκη Δήλωση που συνοδεύει την Ένσταση του Καθ΄ου η Αίτηση, παρέσχε τη συγκατάθεση του ημερομηνίας 2.8.22 «. για έκδοση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης εναντίον του [Αιτητή] . κατηγορούμενου προς το σκοπό άσκησης ποινικής δίωξης του .» η Συγκατάθεση»), ενώ στον αστυνομικό όρκο ημερομηνίας 4.8.22, που επικουρούσε το αίτημα για έκδοση του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψηςο αστυνομικό όρκος»), γράφτηκε πως το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης ζητείτο «. για διευκόλυνση των Αστυνομικών εξετάσεων .».

        Τρίτον, το Κατώτερο Δικαστήριο απέτυχε να εκτελέσει σωστά το νομικό του καθήκον και να εξετάσει αν τηρήθηκε η αρχή της αναλογικότητας, μια που - ανάμεσα σε άλλα - δεν εντοπίζεται στο Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, με την αναμενόμενη και απαραίτητη σαφήνεια, το επί τούτω δικαστικό αιτιολογικό.

        Τέταρτον, το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης συνιστά εν προκειμένω προϊόν «. απόκρυψης, ανυπαρξίας και μη συμπερίληψης από μέρους των Αστυνομικών Αρχών, ουσιωδών στοιχείων και γεγονότων που ήταν γνωστά ή ευλόγως γνωστά στον Ενόρκως Δηλούντα με αποτέλεσμα την παραπλάνηση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και την αθέμιτη επίδραση στην ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, δεδομένου ότι ο Αστυνομικός που ορκίσθηκε μονομερώς για την έκδοσή του δεν πήγε με καθαρά τα χέρια ενώπιον του Δικαστηρίου .», και τούτο διότι δεν αποκαλύφθηκε, ή αποκρύφθηκε, από το Κατώτερο Δικαστήριο πως «. κατά την ημερομηνία 01/12/2021 που ενημερώθηκε ο Αστυφύλακας 3278 Μιχαήλ-Άγγελος Αρναούτη από το δικηγορικό γραφείο Αλεξάνδρου & Παπαθεοδώρου για το κώλυμα του Αιτητή να παραστεί στην Κύπρο, οι δικηγόροι του Αιτητή τον ενημέρωσαν ότι ο Αιτητής είναι στη διάθεση των Κυπριακών Αστυνομικών Αρχών να συνεργαστεί εφόσον χρησιμοποιηθούν οι πρόνοιες του περί Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας σε Ποινικές Υποθέσεις Ν. 181(Ι)/2017 και αποσταλεί σχετικό αίτημα στις Ελληνικές Αστυνομικές Αρχές. Επίσης, έχει αποκρύβει το γεγονός ότι λόγω των προβλημάτων υγείας του Αιτητή, των μέτρων που είχαν ληφθεί για τον περιορισμό της πανδημίας και τους ταξιδιωτικούς περιορισμούς, ήταν εξαιρετικά δυσχερής η μετάβαση του στην Κύπρο και συνεπώς η διάθεση του Αιτητή να καταθέσει μέσω τηλεδιάσκεψης θα εξοικονομούσε χρόνο και χρήμα στην αποπεράτωση της διαδικασίας και σαφώς ήταν προς το συμφέρον της δικαιοσύνης .», αλλά και γιατί «. αποκρύφθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας σε ποιες ενέργειες προέβησαν οι Αστυνομικές Αρχές από τις 04/02/2022, οπότε και εκδόθηκε το Εθνικό Ένταλμα Σύλληψης, μέχρι και τις 05/07/2022, οπότε ο φάκελος της υπόθεσης τέθηκε ενώπιον της Νομικής Υπηρεσίας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Είχαν δηλαδή παρέλθει 5 μήνες και οι Αστυνομικές Αρχές είχαν παραμείνει άπραγες ενώ μπορούσαν να λάβουν τα μέτρα που αναλύονται ανωτέρω ...».

        Παρεμβάλλω, πως ύστερα από την καταχώριση της Αίτησης, το Ανώτατο Δικαστήριο, υπό πρωτοβάθμια δικαιοδοσία (και με άλλη σύνθεση), εξέδωσε ένταλμα Certiorari με το οποίο ακύρωσε το Εθνικό Ένταλμα Σύλληψης «. στην έκταση που αυτό αναφέρεται σε αδικήματα συνωμοσίας», κρίνοντας ωστόσο ότι η έκδοση του (ως προς τα άλλα αφορώντα αδικήματα) ήταν αναγκαία, και πως το Κατώτερο Δικαστήριο «. δεν υπερέβηκε την εξουσία του .» (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Κ.Κ., Πολ. Αίτ. 152/22, ημ. 23.11.22).

        Τούτο το γεγονός, και το αποτυπώνω από τώρα ως απόφανση, διόλου δεν θα μπορούσε, εκτιμώντας επιτρεπτώς τις περιστάσεις της υπόθεσης, να ανατρέψει, ως εξ αυτού και μόνον, τη νομιμότητα του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης. Αυτό, γιατί, έχει ήδη κριθεί στην Αναφορικά με την Αίτηση του Κ.Κ., Πολ. Αίτ. 152/22, ημ. 23.11.22 - και συγκλίνω προς το σκεπτικό της ασχέτως τού μη δεσμευτικού του - πως η μερική ακύρωση του Εθνικού Εντάλματος Σύλληψης (η οποία αφορούσε στα υποτιθέμενα αδικήματα συνωμοσίας), ποσώς κατέρριψε, ως εξάγεται από τον δικαστικό λόγο της απόφασης, τη νομιμότητα του Εθνικού Εντάλματος Σύλληψης (βλ. κατ' αναλογίαν, Δημοκρατία ν. Ζολώτας και Άλλου, Ποιν. Έφ. 144/19, ημ. 11.12.19).

        Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή - με σημείο αναφοράς τους τέσσερεις λόγους που δομούν την Αίτηση στην ουσία της (τους οποίους συνόψισα ανωτέρω) - αναφέρθηκε επιμελώς (με εκτενή παραπομπή σε νομοθεσίες, νομολογία και συγγράμματα), στα όσα κατά τη γνώμη του συντρέχουν για αποδοχή της Αίτησης.

        Με όμοια επάρκεια, ο ευπαίδευτος δικηγόρος του Καθ' ου η Αίτηση αντέτεινε πως η Αίτηση χρήζει απόρριψης αφού, πέραν τού ότι με απόφαση τής Προέδρου Εφετών Θεσσαλονίκης με Αριθμό 13/22 και ημερομηνία 12.10.22  (Τεκμήριο 2/Ένσταση), αποφασίστηκε η εκτέλεση του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης - με τον Αιτητή, έχοντας κατά τα φαινόμενα ενημερωθεί δεόντως για τα δικαιώματα του εκπροσωπούμενος από δικηγόρο, να εκφράζει οικειοθελώς το αμετάκλητο της συγκατάθεσης του στην εκτέλεση τού Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης χωρίς αντίρρηση ως προς τη νομιμότητα και εγκυρότητα του μέτρου (κάτι που είχε δικαίωμα να πράξει) και ειδικότερα ως προς τον σκοπό και λόγους έκδοσης τού Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης [1] - το Κατώτερο Δικαστήριο (εκδίδοντας το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης) ενήργησε νομίμως και εντός των ορίων της δικαιοδοσίας του, με την Αίτηση να κατατάσσεται ως «. νομικά και πραγματικά αβάσιμη καθότι το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης ημερ. 4/8/2022 εκδόθηκε νομότυπα .».

        Εξέτασα στην πλήρη τους μορφή την Αίτηση και την Ένσταση και μελέτησα με προσοχή τις γραπτές (και προφορικές) αγορεύσεις των μερών.

        Σε ό,τι αφορά στις αρχές που ενεστώτως εφαρμόζονται, υπενθυμίζεται πως προνομιακό ένταλμα Certiorari εκδίδεται κατά βάσιν εκεί όπου αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και διαφαίνεται υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας, νομικό σφάλμα εμφανές στο πρακτικό, προκατάληψη ή συμφέρον από τα πρόσωπα που λαμβάνουν την απόφαση, δόλος ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης, ή παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης, σε περίπτωση δε όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία - κάτι που δεν ισχύει στην προκειμένη ως εκ των προνοιών του Άρθρου 24, Ν.133(Ι)/04 (ένεκα της προειρημένης συγκατάθεσης του Αιτητή) - τότε το προνομιακό ένταλμα δεν εκδίδεται, εκτός και αν καταδειχθούν εξαιρετικές περιστάσεις (Αναφορικά με την Αίτηση των Bullock και Άλλων, Π.Ε. 155/22, ημ. 5.10.22, ECLI:CY:AD:2022:A376, Αναφορικά με την Αίτηση της Siyu, Π.Ε. 49/21, ημ. 12.10.21, Αναφορικά με την Αίτηση του Σιακόλα και Άλλων, Π.Ε 7/20, ημ. 7.6.21, ECLI:CY:AD:2021:A239, Αναφορικά με την Αίτηση της Πετρίδου, Π.Ε. 133/19, ημ. 12.2.20, ECLI:CY:AD:2020:A56).

        Των ως άνω δοθέντων, θα προχωρήσω σε εξέταση των λόγων που θέτει ο Αιτητής για έγκριση της Αίτησης, εισφέροντας στην πορεία, ανάλυση και επί αντίστοιχων εισηγήσεων του Καθ' ου η Αίτηση.

        Ως εκ του περιεχομένου της, κρίνω πως προέχει η ενασχόληση με τα περί συναίνεσης του Καθ' ου η Αίτηση στην εκτέλεση του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης ενώπιον της Προέδρου Εφετών Θεσσαλονίκης, όπως και με το ότι η εξέλιξη θέτει, κατ' ουσίαν, αξεπέραστο εμπόδιο στη δυνατότητα του Αιτητή να αντιτεθεί στη νομιμότητα τού Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης κατά τις συνδυασμένες πρόνοιες των Άρθρων 13(1), (2) και (4) της Απόφασης/Πλαίσιο του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2002 για το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης και τις Διαδικασίες Παράδοσης Μεταξύ των Κρατών Μελών 2002/584/ΔΕΥΑπόφαση/Πλαίσιο»). [2]

        Δεν συμφωνώ με την ανάγνωση του Καθ' ου η Αίτηση.

        Μολονότι ο Αιτητής παρουσιάζεται να συγκατάνευσε στην εκτέλεση του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης εκουσίως, έχοντας πλήρη επίγνωση των συνεπειών, το δικαίωμα του να προσβάλει όσα φέρεται να απορρέουν από τη συγκατάθεση του, τη νομιμότητα του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, δεν φαίνεται να αμβλύνεται ως εκ του καθαρώς εκφρασμένου περιεχομένου τού Άρθρου 13(4) της Απόφασης/Πλαίσιο, μα ούτε και να καταργεί το (ύψιστο) δικαστικό χρέος διασφάλισης τού δικαιώματος του Αιτητή για αποτελεσματική προστασία και εξέταση όλων των αφορώντων παραμέτρων για εφαρμογή των συναρτώμενων προνοιών του Περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου 133(Ι)/04Ν.133(Ι)/04»), αλλά και της Απόφασης/Πλαίσιο.

        Παρόμοια, διέπουν και την εσωτερική έννομη τάξη, υπό την έννοια ότι ο έλεγχος (και) της νομιμότητας δικαστικών ενταλμάτων, όπως, λόγου χάριν, των ενταλμάτων σύλληψης και έρευνας (και των ΕΕΣ), υπόκειται, υπό καθορισμένες προϋποθέσεις, στον αποκλειστικό (εφετειακό και προνομιακό) έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Dydi v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Έφεση ΕΕΣ 1/22, ημ. 31.1.22, Liao v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Π.Ε. 45/19, ημ. 21.2.20, Αναφορικά με την Αίτηση του Αλεξανδρή, Π.Ε. 213/21, ημ. 1.3.21, ECLI:CY:AD:2021:D509, Αναφορικά με την Αίτηση των Γιατρού και Άλλων, Π.Ε. 342/19, ημ. 7.2.20, ECLI:CY:AD:2020:A50, Αναφορικά με την Αίτηση του Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207, 223-224).

        Απορρίπτω την εισήγηση του Καθ' ου η Αίτηση.

        Προχωρώ στα υπόλοιπα.

        Κυριότερο παράπονο του Αιτητή - χωρίς υποβιβασμό των υπολοίπων - είναι ότι το Κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε άνευ δικαιοδοσίας (ή/και καθ' υπέρβαση αυτής), αφού δεν διερεύνησε αν πληρούνταν τα προαπαιτούμενα για έκδοση τού Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και πως, αντιθέτως, έκρινε, κακώς, ότι επειδή είχε εκδοθεί το Εθνικό Ένταλμα Σύλληψης για σκοπούς ανάκρισης τού Αιτητή και υπήρχε η Συγκατάθεση «. για έκδοση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης εναντίον του [Αιτητή] . κατηγορούμενου προς το σκοπό άσκησης ποινικής δίωξης του .», αυτομάτως δικαιολογείτο και η έκδοση του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης.

        Αποκλίνω από αυτή την ερμηνευτική για δύο λόγους.

        Πρώτον, δεν ανιχνεύεται στον Ν.133(Ι)/04 ή στην Απόφαση/Πλαίσιο κάτι που να συμπορεύεται με την ερμηνεία που υποδεικνύει ο Αιτητής εν σχέσει προς το επιτακτικό αναφοράς, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, στη μαρτυρία που συνοδεύει το αίτημα για έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης («ΕΕΣ»), την άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον του εκάστοτε εκζητούμενου.

        Επισημαίνω, πως στην αιτιολογική σκέψη 5 τής Απόφασης/Πλαίσιο, καταγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι στόχος του ΕΕΣ είναι η «. εισαγωγή ενός νέου απλουστευμένου συστήματος παράδοσης προσώπων που έχουν καταδικαστεί ή είναι ύποπτα, προς το σκοπό της εκτέλεσης καταδικαστικών ποινικών αποφάσεων ή ποινικής δίωξης .» (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου).

        Περαιτέρω, προκύπτει ως απαύγασμα της αφορώσας εθνικής και ενωσιακής νομολογίας πως το ΕΕΣ συνθέτει τη μετεξέλιξη των προσπαθειών των Κρατών- Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΕΕ») να επιταχύνουν και συν τω χρόνω να απλοποιήσουν τους μηχανισμούς παράδοσης προσώπων από ένα Κράτος-Μέλος σε άλλο για σκοπούς ποινικής δίωξης (ή προς έκτιση ήδη επιβληθέντος ποινικού μέτρου), με τη στόχευση αυτή να επεκτείνεται ώστε να περιλαμβάνει και ύποπτα πρόσωπα. Έτσι, ο σκοπός του Ν.133(Ι)/04, κατ' ακολουθίαν της εναρμονιστικής πολιτικής της ΕΕ στον χώρο της δημιουργίας συνθηκών ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, είναι η παροχή συνδρομής μεταξύ των Κρατών-Μελών στην έκδοση προσώπων που ευρισκόμενα σε άλλο Κράτος-Μέλος αναζητούνται για σκοπούς δίωξης. Τελική βλέψη του Ν.133(Ι)/04 είναι, εν γένει, η παράδοση των υπόπτων χωρίς ιδιαίτερες και περίπλοκες διαδικασίες, ή περιττές καθυστερήσεις, με αδιάλειπτη πάντοτε (και αυτονόητη θα έλεγα) την προσήλωση στη σύμμετρη διαφύλαξη των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων τού κάθε εκζητούμενου (DNX ν. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Π.Ε. 6/22, ημ. 7.6.22, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Πρόϊος, Π.Ε. 230/19, ημ. 3.3.20, Μπόμπολας ν. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Π.Ε. 239/18, ημ. 26.9.19, ECLI:CY:AD:2019:A393, Μεσαρίτη ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Π.Ε. 256/17, ημ. 24.10.17, Γεωργίου ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Π.Ε. 154/17, ημ. 6.7.17, ECLI:CY:AD:2017:A245, Said v. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (2015) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2404, ECLI:CY:AD:2015:A753, 2411-2412, Μιχαηλίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2013) 1(Β) Α.Α.Δ. 1764, 1774-1776).

        Στην Bob-Dogi [2016] EUECJ C-241/15 (1 June 2016), το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είπε και τα εξής (οι εμφάσεις είναι δικές μου):

«.....................................

31. Εισαγωγικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η απόφαση-πλαίσιο, όπως προκύπτει ειδικότερα από το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, αυτής, καθώς και από τις αιτιολογικές της σκέψεις 5 και 7, έχει ως αντικείμενο την αντικατάσταση του πολυμερούς συστήματος έκδοσης, το οποίο είχε δημιουργηθεί επί τη βάσει της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Έκδοσης, της 13ης Δεκεμβρίου 1957, με σύστημα παράδοσης, εφαρμοζόμενο μεταξύ δικαστικών αρχών, των ατόμων εκείνων τα οποία έχουν καταδικασθεί ή τα οποία φέρονται ως ύποπτα, προκειμένου να εκτελεσθεί εκδοθείσα απόφαση ή να ασκηθούν διώξεις, δοθέντος ότι το σύστημα αυτό στηρίζεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως (απόφαση της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru, C-404/15 και C-659/15 PPU, EU:C:2016:198, σκέψη 75 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

32. Επομένως, η εν λόγω απόφαση-πλαίσιο αποβλέπει, μέσω της δημιουργίας ενός απλουστευμένου και αποτελεσματικότερου συστήματος παραδόσεως των ατόμων τα οποία έχουν καταδικασθεί ή είναι ύποπτα για παραβάσεις της ποινικής νομοθεσίας, στη διευκόλυνση και επιτάχυνση της δικαστικής συνεργασίας, συμβάλλοντας στην επίτευξη του σκοπού τον οποίο έχει θέσει η Ένωση, να καταστεί, δηλαδή, ένας χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης στηριζόμενος στον υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης που πρέπει να υφίσταται μεταξύ των κρατών μελών (απόφαση της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru, C-404/15 και C-659/15 PPU, EU:C:2016:198, σκέψη 76 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

....................................».

       

        Συμπεραίνεται από τα παραπάνω - για ό,τι επιτρέπεται να διατυπωθεί στην εκτυλισσόμενη διαδικασία (ένεκεν της φύσης της) - ότι δεν εμφανίζεται να απαρτίζει απαιτούμενο για την υποβολή αιτήματος έκδοσης ΕΕΣ, η πρότερη καταχώριση κατηγορητηρίου κατά του εκζητούμενου προσώπου.

        Δεύτερον - και ανεξαρτήτως τού πιο πάνω (πρώτου λόγου) - διαπιστώνω πως, παρότι στον αστυνομικό όρκο δεν γίνεται ρητή αναφορά στην άσκηση ποινικής δίωξης κατά του Αιτητή, η ένορκη τούτη μαρτυρία δεν μπορεί παρά να αποτιμηθεί συνολικώς (και με επικέντρωση σε ό,τι τούτη εκφράζει). Κρίνω πως, από όσα αναφέρονται στον αστυνομικό όρκο (και εκείνα που τον επικούρησαν), αναφύεται ότι τα περί άσκησης ποινικής δίωξης τού Αιτητή προκύπτουν από τη Συγκατάθεση η οποία συνόδευσε τον αστυνομικό όρκο - ως αναπόσπαστο μέρος του (Αναφορικά με την Αίτηση του Κυριάκου, Π.Ε. 45/20, ημ. 1.7.21) - και τέθηκε στο Κατώτερο Δικαστήριο προς συνεκτίμηση, κατά το Άρθρο 7(2), Ν.133(Ι)/04, που καθορίζει πως αίτηση «... για έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης προς το σκοπό άσκησης ποινικής δίωξης πρέπει να συνοδεύεται από γραπτή συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας».

        Επομένως - ως κατακλείδα επί των δύο προειρημένων λόγων - το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης καλώς εκδόθηκε κατά το νομικό και πραγματικό πλαίσιο που το περιστοιχίζει, για όσα ενδιαφέρουν και απασχολούν εδώ δικαιοδοτικώς.

        Αναφορικώς προς τη θέση του Αιτητή ότι θα έπρεπε να είχε επιδιωχθεί από τις Αστυνομικές Αρχές («η Αστυνομία»), έκδοση Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας («ΕΕΕ») με βάση τον Περί της Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας σε Ποινικές Υποθέσεις Νόμο 181(Ι)/17 Ν.181(Ι)/17») - αντί του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης - ως ενός λιγότερο επαχθούς και αναλογικού μέτρου, παρατηρώ πως μήτε και τούτη η οπτική δείχνει να βρίσκει νομικά και πραγματικά ερείσματα στην παρούσα υπόθεση.

        Δεν ανευρίσκεται στον Περί της Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας σε Ποινικές Υποθέσεις Νόμο 181(Ι)/17 Ν.181(Ι)/17») οτιδήποτε που να καθιστά (τεκμηριωμένα εδώ), υιοθέτηση (ως απόλυτης δικονομικής επιλογής), της θέσης του Αιτητή για έκδοση ΕΕΕ (αντί του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης).

        Παρενθέτεται πάντως - και τούτο για σκοπούς ολοκληρωμένης θεώρησης - ότι η Αστυνομία, κατά το περιεχόμενο του αστυνομικού όρκου, είχε ήδη αποταθεί σε προγενέστερο στάδιο για έκδοση ΕΕΕ κατά του Αιτητή, με αυτή εντούτοις την εντολή, αν και οδήγησε στην εξασφάλιση κάποιας σχετικής μαρτυρίας (ως υποστηρίζεται στον αστυνομικό όρκο), να μην έχει ακόμη εκτελεστεί εντελώς, αφού «... οι Αρχές της Ελλάδας, αποπεράτωσαν μερικώς το αίτημα της Κυπριακής Δημοκρατίας και αναμένεται η απάντηση τους για πλήρη συμμόρφωση στην ολότητα του αιτήματος».

        Συνεπώς, ούτε και αυτές οι εναντιώσεις του Αιτητή αποσταθεροποιούν τη νομιμότητα του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης.

        Αθεμελίωτα κρίνονται και τα όσα υποβάλλει ο Αιτητής περί απόκρυψης ουσιωδών στοιχείων στον αστυνομικό όρκο.

        Λέγει ο Αιτητής πως ο ομνύων απέκρυψε στον αστυνομικό όρκο το ότι την 1.12.21 είχε πληροφορηθεί από τους δικηγόρους του Αιτητή πως ο τελευταίος κωλυόταν να έρθει στην Κύπρο για σκοπούς ανάκρισης εξαιτίας προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε αλλά και των μέτρων για περιορισμό της πανδημίας του κορωνοϊού και των συνακόλουθων ταξιδιωτικών περιορισμών, καταστάσεις που καθιστούσαν εξαιρετικά δυσχερή τη μετάβαση του στην Κύπρο.

        Αυτό, δεν είναι ακριβές.

        Ο ομνύων προβαίνει σε καθαρή αναφορά στον αστυνομικό όρκο πως την 1.12.21 «. ο Αστ. 3278, μέσω του Δικηγορικού Γραφείου Αλεξάνδρου και Παπαθεοδώρου ΔΕΠΕ, πληροφορήθηκε ότι ο ύποπτος ανέφερε ότι λόγο οικονομικής δυσχέρειας στην οποίαν βρίσκεται καθώς επίσης οικογενειακών προβλημάτων που αντιμετωπίζει και γενικότερα με τα μέτρα της πανδημίας COVID-19 που υπάρχουν στην Ελλάδα, αδυνατεί να επισκεφθεί την Κύπρο για να ανακριθεί από τις Αστυνομικές Αρχές .».

        Δεν χρειάζεται να προστεθεί κάτι περισσότερο επί της πτυχής αυτής αφού η εισήγηση του Αιτητή καταρρίπτεται από τον αστυνομικό όρκο που ο ίδιος επικαλέστηκε για να καταδείξει το αντίστροφο.

        Περιπλέον - και παραμένω στη θεματική περί απόκρυψης - σε σχέση προς τα περί αδιαπραγμάτευτης πρότασης του Αιτητή από τους δικηγόρους του προς την Αστυνομία για συνεργασία προς λήψη ανακριτικής κατάθεσης, μονάχα σε περίπτωση έκδοσης και αποστολής ΕΕΕ στις Ελληνικές Αρχές σύμφωνα με τον Ν.181(Ι)/17 (κάτι που πράγματι δεν αναφέρεται και κατά παραδοχή του Καθ' ου η Αίτηση στον αστυνομικό όρκο), τονίζω ότι τούτα, ιδωμένα εν όλω αλλά και ξεχωριστώς, δεν καταδείχθηκε πως αφορούν σε ουσιώδες γεγονός το οποίο - κατά παράφραση ανάλογου σκεπτικού της Ολομέλειας στην Αναφορικά με την Αίτηση των Αντώνη Ανδρέου & Σία ΔΕΠΕ, Π.Ε. 348/15, ημ. 9.6.17, ECLI:CY:AD:2017:A216 - θα μπορούσε δυνητικώς να επηρεάσει την κρίση του Κατώτερου Δικαστηρίου στην έκδοση του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης.

        Τέλος, δεν κατορθώθηκε να υποδειχθεί επαρκώς από τον Αιτητή το πώς η μη αναφορά στον αστυνομικό όρκο, πιθανών ενεργειών της Αστυνομίας - από την έκδοση τού Εθνικού Εντάλματος Σύλληψης (4.2.22), μέχρι να τεθεί ο φάκελος της υπόθεσης στον Καθ' ου η Αίτηση (5.7.22) - εγείρει θέμα απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων και παραπλάνησης του Κατώτερου Δικαστηρίου. Απεναντίας, ο Αιτητής, αντί να επιρρώσει καταλλήλως τον ισχυρισμό του, τον άφησε τελικώς αίολο υποβάθρου, αποτυγχάνοντας να δείξει προς κάποια ενδιάμεσα γεγονότα ή συμβάντα που έπρεπε να είχαν δηλωθεί στον αστυνομικό όρκο, για να τύχουν, στην ομαλή πορεία των πραγμάτων, αρμόζουσας αποτίμησης, και τα οποία, κατά συνέπεια, θα μπορούσαν να επιδράσουν στην κρίση του Κατώτερου Δικαστηρίου για έκδοση του Ευρωπαϊκού Εντάλματος.

        Απορρίπτονται και αυτές λοιπόν οι αιτιάσεις του Αιτητή.

        Ο Αιτητής δεν έδειξε ικανοποιητικώς όσα υποχρεούτο για να πετύχει στην Αίτηση, ήτοι (κατά σύνοψη), έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη νόμου, προκατάληψη ή συμφέρον, δόλο ή ψευδορκία, παράβαση κανόνων φυσικής δικαιοσύνης (πόσω δε μάλλον εξαιρετικές περιστάσεις).

        Το Κατώτερο Δικαστήριο εξέτασε και συνεκτίμησε πρεπόντως όσα όφειλε κατά τις εφαρμοζόμενες αρχές και νομοθετικές πρόνοιες, εντός της παρεχόμενης προς τούτο δικαιοδοσίας του.

        Κάτι τελευταίο, ως παρέκβαση.

        Ο Αιτητής επέλεξε, άγνωστο γιατί, να μην συμπεριλάβει στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση (και ιδιαίτερα στην παράγραφο 10 αυτής), την κατά τα άλλα αυτούσια αναφορά στην παράγραφο 3 της Έκθεσης Γεγονότων και παράγραφο 5 της Ένορκης Δήλωσης που επικούρησε την αίτηση του για άδεια - και τα οποία παρέπεμπαν βασικώς στην ύπαρξη αστυνομικού/ανακριτικού δόλου ή και παραπλάνησης του Κατώτερου Δικαστηρίου - και δη πως η εκ πλευράς του Αιτητή προτασσόμενη απόκρυψη, ανυπαρξία και μη συμπερίληψη «. από μέρους των Αστυνομικών Αρχών, ουσιωδών στοιχείων και γεγονότων που ήταν γνωστά ή ευλόγως γνωστά στον Ενόρκως Δηλούντα ...», είχε ως αποτέλεσμα «... τη συνειδητή παραπλάνηση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας .» (η υπογράμμιση είναι δική μου).

        Η αναφορά αυτή μεταφέρθηκε ανέπαφη στη δικαστική απόφαση διά της οποίας χορηγήθηκε η άδεια για την καταχώριση της Αίτησης, στη σελίδα 5 αυτής (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Κ.Κ., Πολ. Αίτ. 147/22, ημ. 26.9.22, ECLI:CY:AD:2022:D365).

        Ο δικηγόρος του Αιτητή, από παραδρομή πιστεύω, δεν έστρεψε ευθέως την προσοχή του παρόντος Δικαστηρίου σε αυτή την έκφανση, η οποία θα μπορούσε να αποκτήσει, αντικειμενικώς, σημασία και στα της Αίτησης, ιδίως στη βάση των λόγων (αλλά και του βάθρου γεγονότων) που περιστοίχισε τη χορήγηση τής άδειας για καταχώριση της. Αναμενόταν, για να μην πω επιβαλλόταν, δοθείσης της άδειας επί συγκεκριμένων γεγονότων και θέσεων, ο Αιτητής να μην προέβαινε σε τέτοια εκτροπή, δίχως τουλάχιστον - και για ό,τι τούτο θα μπορούσε να αξίζει - να την υποδείξει απεριφράστως προς το Δικαστήριο (και τον Καθ' ου η Αίτηση).

        Ως εκ της απόληξης της Αίτησης - και γιατί οι ανάγκες της διαδικασίας ως εκτυλίχθηκαν και συζητήθηκαν δεν θα μπορούσαν να επηρεαστούν ουσιωδώς από το συμβάν, όπως και γιατί, προφανώς, ούτε και ο Καθ' ου η Αίτηση το διεπίστωσε για να το προτάξει και αναπτύξει ενώπιον μου - δεν θα δώσω άλλη διάσταση στο πράγμα.

        Καλόν όμως είναι να υπενθυμιστεί ότι κατά κανόνα η δικαιοδοσία έκδοσης προνομιακών ενταλμάτων (εδώ Certiorari), δεν μπορεί να ασκείται για λόγους (ή υποστηρικτικούς αυτών ισχυρισμούς), άλλους από εκείνους για τους οποίους (ή επί των οποίων) δόθηκε η άδεια, ειδάλλως η ανάγκη για παραχώρηση άδειας θα εξουδετερωνόταν, όπως ασφαλώς και η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να την αρνείται (Αναφορικά με την Αίτηση του Θεοδούλου (Αρ.2) (1990) 1 Α.Α.Δ. 756, 758-759, Αναφορικά με την Αίτηση του Ευθυμίου (1990) 1 Α.Α.Δ. 1, 5-7).

        Η Αίτηση απορρίπτεται.

        Τα έξοδα της Αίτησης επιδικάζονται υπέρ του Καθ' ου η Αίτηση και εναντίον του Αιτητή, ως θα υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

                                                                             Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

/κβπ



[1] Στη σελίδα 4 της Απόφασης της Προέδρου Εφετών Θεσσαλονίκης/Τεκμήριο 2/Ένσταση, αποτυπώνεται πως ο εκζητούμενος (Αιτητής) «. αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, επιβεβαίωσε τη συγκατάθεσή του, και επανέλαβε την επιθυμία του να εκδοθεί στις Κυπριακές Αρχές, δηλώνοντας τα εξής: «Είμαι το εκζητούμενο πρόσωπο. Έχω συναινέσει για την προσαγωγή μου στις αρχές της Κύπρου. Γνωρίζω το λόγο που έχουν ζητήσει από τη Κύπρο την έκδοσή μου. Είχα δηλώσει ενώπιον της Εισαγγελέως ότι επιθυμώ να μεταβώ στη Κύπρο»».

[2] «1. Εάν ο συλληφθείς δηλώσει ότι συγκατατίθεται να παραδοθεί, η συγκατάθεση αυτή και, ενδεχομένως, η ρητή παραίτηση από το ευεργέτημα του "κανόνα της ειδικότητας" που αναφέρεται στο άρθρο 27 παράγραφος 2 δίνονται ενώπιον της δικαστικής αρχής εκτέλεσης, σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης.

2. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα ούτως ώστε οι συνθήκες υπό τις οποίες δίνονται η συγκατάθεση και, ενδεχομένως, η παραίτηση που αναφέρονται στην παράγραφο 1 να δείχνουν ότι το πρόσωπο το πράττει εκουσίως και έχοντας πλήρη επίγνωση των σχετικών συνεπειών. Προς τούτο, ο καταζητούμενος έχει το δικαίωμα να επικουρείται από νομικό παραστάτη.

3. [...].

4. Η συγκατάθεση είναι κατ' αρχήν αμετάκλητη. Κάθε κράτος μέλος μπορεί να προβλέψει ότι η συγκατάθεση και, ενδεχομένως, η παραίτηση είναι δυνατόν να ανακαλούνται, σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν στο εσωτερικό δίκαιο. Στην περίπτωση αυτή, η χρονική περίοδος μεταξύ της ημερομηνίας της συγκατάθεσης και της ημερομηνίας της ανάκλησής της δεν λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό των προθεσμιών που προβλέπονται στο άρθρο 17. Το κράτος μέλος που επιθυμεί να κάνει χρήση της δυνατότητας αυτής ενημερώνει σχετικά τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου κατά την υιοθέτηση της παρούσας απόφασης-πλαίσιο και αναφέρει τις διαδικασίες με τις οποίες είναι δυνατή η ανάκληση της συγκατάθεσης καθώς και οιαδήποτε τροποποίηση αυτών».

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο