ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:D432
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 94/2022)
15 Νοεμβρίου, 2022
[ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1984 (Ν.33/1964)
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ALLIED GOLD EG CORP ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΕΫΧΕΛΛΕΣ, ΓΙΑ ΤΗΝ EΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ MANDAMUS
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΑΠΑΓΟΡΕΥΤΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡ. 16.10.2020 ΚΑΙ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΚΑΤΕΣΤΗ ΑΠΟΛΥΤΟ ΣΤΙΣ 12.1.2022 ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΕΝΑΡΚΤΗΡΙΑΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΡ. 336/2020 ΤΟΥ ΕΔ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΤΟΤΕ ΕΠΙΚΕΙΜΕΝΗΣ ΑΓΓΛΙΚΗΣ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ALLIED GOLD EG CORP [ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΕΫΧΕΛΛΕΣ] ΩΣ ΑΠΑΙΤΗΤΗ ΑΦΕΝΟΣ ΚΑΙ ΤΩΝ SMWG HOLDCO [ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΤΟΝΙΑ] ΚΑΙ SMW GOLD LTD [ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ] ΩΣ ΚΑΘ ΩΝ Η ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΑΦΕΤΕΡΟΥ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΕΚΤΕΛΕΣΤΟ ΤΙΤΛΟ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΡΙΓΑΣ, ΛΕΤΟΝΙΑ, ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 3-12/0336415-2022 ΗΜΕΡ. 24/02/2022
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ ΚΑΙ/΄Η ΑΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΕΦΟΡΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΑ ΕΚΤΕΛΕΣΕΙ ΤΟ ΝΟΜΙΜΟ ΚΑΘΗΚΟΝ ΤΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΕΦΑΡΜΟΣΕΙ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΑΠΑΓΟΡΕΥΤΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡ. 16110/220
.......
Φρ. Χατζηχάννας, για Χατζηχάννας & Σία Δ.Ε.Π.Ε. και για Μιχάλης Δαμιανός & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Αιτητές.
Ι. Καραμούζης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ' ου η Αίτηση Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
Δ.Μ. Λοχίας, για Ευάγγελος Χρ. Πουργουρίδης Δ.Ε.Π.Ε., για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Raimonds Polis.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Με την υπό εκδίκαση διά κλήσεως αίτηση ημερομηνίας 10.6.22 («η Αίτηση»), η αλλοδαπή Εταιρεία Allied Gold EG Corp («οι Αιτητές»), έχοντας πρώτα εξασφαλίσει σχετική άδεια από το Ανώτατο Δικαστήριο - υπό διαφορετική ωστόσο σύνθεση από την παρούσα (Αναφορικά με την Αίτηση της Allied Gold EG Corp, Πολ. Αίτ. 80/22, ημ. 3.6.22) - ζητούν την έκδοση προνομιακού εντάλματος Mandamus, με το οποίο (η περικοπή είναι αυτούσια ως και όσες ακολουθούν):
«(α) να υποχρεώνεται το Τμήμα Εφόρου Εταιρειών να προχωρήσει στην συμμόρφωση και/ή εκτέλεση ταυ ενδιάμεσου απαγορευτικού διατάγματος ημερ. 16.10.2020, που εκδόθηκε στα πλαίσια της Εναρκτήριας Αίτησης Αρ. 336/2020 ... και το οποίο κατέστη απόλυτο στις 12.1.2022 ... και/ή
(β) να υποχρεώνεται το Τμήμα Έφορου Εταιρειών να προχωρήσει στην διόρθωση του μητρώου που τηρείται στα αρχεία του οργανισμού ώστε να συμβαδίζει με τα δεδομένα που υπήρχαν κατά την έκδοση του ενδιάμεσου απαγορευτικού διατάγματος ημερ. 16.10.2020, τo οποίο εκδόθηκε στα πλαίσια της Εναρκτήριας Αίτησης Αρ. 336/2020 ... και το οποίο κατέστη απόλυτο στις 12.1.2022 ...».
Η Αίτηση εδράζεται εξ απόψεως γεγονότων στους «. λόγους που φαίνονται στο συνημμένο αντίγραφο της Έκθεσης που συνόδευε την Αίτηση για Άδεια», ως και στην «. Ένορκη Δήλωση της Χριστίνας Χαραλαμπίδου ημερ. 25/5/2022 και τα επισυναπτόμενα σε αυτή έγγραφα» (που επίσης συνόδευε την «Αίτηση για Άδεια»), έχει δε ως νομική βάση, πολυάριθμες νομοθετικές και κανονιστικές προβλέψεις. Σε αυτή την πτυχή, θα επανέλθω.
Σε ό,τι αφορά στο πραγματικό υπόβαθρο της Αίτησης - υπό την οπτική των Αιτητών - οι τελευταίοι φέρονται να είναι εταιρεία εγγεγραμμένη στις Σεϋχέλλες και θυγατρική τής Εταιρείας Allied Gold Corp («η Allied Gold») που ασχολείται ανάμεσα σε άλλα με την ανόρυξη χρυσού και άλλες παρόμοιες αναπτύξεις στην Αφρική. Η Κυπριακή Εταιρεία SMW Gold Ltd («η SMW») επιδίδεται στην εξόρυξη χρυσού και ήταν τρόπον τινά, το όχημα διά του οποίου η Λετονική Εταιρεία SMWG HOLDCO («η HOLDCO»), μέτοχος της SMW, κατείχε δύο άδειες εξόρυξης και εκμετάλλευσης χρυσού και άλλων συναφών ορυκτών στην Αίγυπτο. Κατόπιν διαπραγματεύσεων μεταξύ HOLDCO και Allied Gold, υπογράφθηκε την 19.10.17 συμφωνία μεταξύ της Allied Gold και της SMW, η οποία συμφωνία (κατά τη θέση των Αιτητών) «... κατ' ουσίαν προετοίμαζε το έδαφος για την υπογραφή μιας πιο λεπτομερούς συμφωνίας μετόχων». Την 9.7.18, οι Αιτητές, η HOLDCO και η SMW υπέγραψαν συμφωνία μετόχων («η συμφωνία μετόχων»), που υστερότερα τροποποιήθηκε (την 7.7.19 και 19.9.19), καθώς και άλλη συμπληρωματική συμφωνία ημερομηνίας 20.10.19. Κατά τις προβλέψεις της συμφωνίας μετόχων, οι Αιτητές θα επένδυαν διάφορα ποσά στην SMW, με δικαίωμα να καταστούν ουσιαστικοί μέτοχοι (μέχρι 92,5% του μετοχικού κεφαλαίου της SMW) και ταυτοχρόνως διαχειριστές της τελευταίας, με την HOLDCO να έχει υποχρέωση να μεριμνήσει για την αύξηση του κεφαλαίου της SMW και την απόδοση των ανάλογων μετοχών στους Αιτητές. Σε κάποια στιγμή, δημιουργήθηκαν προστριβές αναμεταξύ των μερών γιατί, κατά την εκδοχή των Αιτητών, διαγνώστηκε σειρά παραβιάσεων από την HOLDCO η οποία παρέλειψε να καταχωρίσει το προβλεπόμενο διά των συμφωνηθέντων ψήφισμα για αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου και να φροντίσει για την παραχώρηση των μετοχών που θα έπρεπε να είχαν εγγραφεί στο όνομα των Αιτητών. Ένα από τα παρεπόμενα της κατάστασης αυτής ήταν ως εμφανίζεται η πρόκληση αδιέξοδου στο Διοικητικό Συμβούλιο της SMW γιατί κάποιος Marks Lisnanskis («ο Lisnanskis»), υποτιθέμενα ο ουσιαστικός μέτοχος «. και alter ego .» της HOLDCO, αρνείτο να συμμετέχει στις αποφάσεις της SMW, διαπράττοντας, πάντα κατά τους Αιτητές, διάφορες παρανομίες και παρατυπίες. Σε τελευταία ανάλυση, όλα αυτά (και κάποια άλλα), οδήγησαν τα μέρη σε δικαστικές και διαιτητικές διαδικασίες στην Κύπρο και στο εξωτερικό. Για παράδειγμα, την 16.10.20 ύστερα από αίτηση των Αιτητών στην Εναρκτήρια Αίτηση 336/20 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας («η Αίτηση 336/20») - που υποβλήθηκε προς υποστήριξη της επικείμενης τότε Αγγλικής Διαιτησίας («η Διαιτησία») η οποία καταχωρίστηκε την 6.11.20 (Allied Gold EG Corp [Seychelles] v. 1. SMWG HOLDCO [Latvia] 2. SMW Gold Limited [Cyprus]) - εκδόθηκε διάταγμα προς υποβοήθηση της Διαιτησίας, με τούτο το διάταγμα, έχοντας επιδοθεί και στο Τμήμα Εφόρου Εταιρειών την 19.10.20, να καθίσταται απόλυτο την 12.1.22 έπειτα από ακρόαση («το Διάταγμα»). Το Διάταγμα προέβλεπε και τούτα:
«...............................................................................................................................
ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΕΚΔΙΔΕΙ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΚΑΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ στην Καθ' ης η Αίτηση 2 και/ή στους υπάλληλους και/ή υπηρέτες και/ή αντιπρόσωπους και/ή εκδοχείς και/ή εντολείς και/ή συνεργάτες και/ή αξιωματούχους ή οποιονδήποτε εξ αυτών και/ή οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί για λογαριασμό αυτών, όπως:
i) Πωλήσουν, επιβαρύνουν, μεταβιβάσουν, εγγράφουν, διαφοροποιήσουν [altering], αποξενώσουν και άλλως πως διαθέσουν, εκτός αν προνοείται διαφορετικά με το παρόν διάταγμα, την ιδιοκτησία ή οποιοδήποτε συμφέρον [beneficial interest] προς οποιοδήποτε πρόσωπο και/ή συγκατατεθούν και/ή βοηθήσουν [assist] και/ή επιτρέψουν οποιαδήποτε από τις πιο πάνω αναφερόμενες πράξεις:
(α) επί του συνόλου της κινητής και ακίνητης περιουσίας ή στοιχείων [assets] της SMW GOLD LIMITED (η «Εταιρεία»)
(β) του μετοχικού κεφαλαίου της Εταιρείας.
ii) Να διεκπεραιώσουν την οποιαδήποτε μεταφορά [effecting any transfer] και/ή αλλοίωση καθ΄ οιονδήποτε τρόπο, εκτός αν προνοείται διαφορετικά με το παρόν διάταγμα, επί του:
(α) Ιδρυτικού και Καταστατικού της Εταιρείας και/ή
(β) του μετοχικού κεφαλαίου της Εταιρείας και/ή
(γ) του διοικητικού συμβουλίου της Εταιρείας.
iii) Να λάβουν και/ή εγκρίνουν και/ή υπογράψουν και/ή καταχωρήσουν με οποιαδήποτε τοπική αρχή και/ή τον Έφορο Εταιρειών οποιαδήποτε απόφαση και/ή ψήφισμα σε σχέση με τις δραστηριότητες [affairs] της Εταιρείας χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση της Αιτήτριας ή όλων των διοικητικών συμβούλων που διορίστηκαν στην Εταιρεία από την Αιτήτρια, και συγκεκριμένα τους κ.κ. David Lawrence Astill, Justin Michael Dibb και Paul Mariamo (οι οποίοι θα αναφέρονται ως οι Διοικητικοί Σύμβουλοι της Αllied»).
iv) Να καταστρέψουν [destruct] και/ή εξολοθρεύσουν [destroy] και/ή δημιουργήσουν [produce] και/ή παράγουν [generate) και/ή πλάσουν [create] και/ή αναδημιουργήσουν και/ή αναπαράξουν και/ή αναπλάσουν και/ή κακοχρονολoγήσουν [misdate] και/ή προχρονολογήσουν οποιοδήποτε έγγραφο και/ή αποδεικτικό στοιχείο σε οποιαδήποτε μορφή και/σε οποιοδήποτε τύπο [format] το οποίο σχετίζεται με οποιοδήποτε τρόπο με την Εταιρεία.
ΚΑΙ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΕΚΔΙΔΕΙ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ όπως από το παρόν διάταγμα παρ. (ii) πιο πάνω εξαιρούνται οποιεσδήποτε αλλοιώσεις προκύπτουν από το προτεινόμενο ψήφισμα που επισυνάπτεται στην ειδοποίηση του Διοικητικού Σύμβουλου της Καθ` ης η Αίτηση 2, David Lawrence Astill ημερ. 17.9.2020 και ως εγκρίθηκε στην συνάντηση του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας ημερ. 13.10.2020.
.............................................................................................................................».
Την 3.5.22, κατά την εκτύλιξη της Διαιτησίας, οι δικηγόροι της SMW και της HOLDCO ενημέρωσαν τους Άγγλους δικηγόρους των Αιτητών ότι η HOLDCO δεν ήταν πλέον η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια των μετοχών της SMW. Τούτο, ανησύχησε τους Αιτητές αφού υπήρχε σε ισχύ το Διάταγμα. Από επακόλουθη διερεύνηση του ζητήματος, διαπιστώθηκε πως το Τμήμα Εφόρου Εταιρειών δέχθηκε το Έντυπο ΗΕ57 για μεταβίβαση μετοχών με ημερομηνία 28.2.22 ως επίσης και σχετική βεβαίωση ημερομηνίας 14.3.22 της SMW, βάσει Ευρωπαϊκού Εκτελεστού Τίτλου («ΕΕΤ») που είχε εκδοθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο της Ρίγας στη Λετονία την 24.2.22 (στην Υπόθεση 3-12/03364/5-2022). Ο ΕΕΤ παρουσιάζεται να αφορά σε εκ συμφώνου διαιτητική απόφαση που εκδόθηκε την 30.11.21, επικυρούσα συμφωνία συμβιβασμού ημερομηνίας 5.11.21 μεταξύ του Ενδιαφερόμενου Μέρους Raimonds Polis («το Ενδιαφερόμενο Μέρος») και της HOLDCO («η συμφωνία συμβιβασμού»), σε αξίωση του Ενδιαφερόμενου Μέρους κατά της HOLDCO ημερομηνίας 21.10.21 - που υπεβλήθηκε στο Εμπορικό Βιομηχανικό και Κατασκευαστικό Διαιτητικό Δικαστήριο στη Λετονία - για ποσό €64,799.06 ως υπόλοιπο δυνάμει της συμφωνίας συμβιβασμού. Με τη διαιτητική απόφαση επικυρώθηκε κατ' ουσίαν ο συμβιβασμός μεταξύ Ενδιαφερόμενου Μέρους και HOLDCO με αντάλλαγμα φερόμενη οφειλή τής HOLDCO προς το Ενδιαφερόμενο Μέρος. Η HOLDCO μεταβίβασε προς το Ενδιαφερόμενο Μέρος όλο το ποσοστό των μετοχών της HOLDCO στην SMW προς εξόφληση της οφειλής. Tην 25.2.21 οι δικηγόροι του Ενδιαφερόμενου Μέρους απέστειλαν επιστολή προς την SMW προκειμένου να προωθηθεί η καταχώριση των σχετικών αιτήσεων στο Τμήμα Εφόρου Εταιρειών. Την 28.2.22 η Γραμματέας της SMW υπέγραψε δήλωση επιβεβαιώνοντας ότι της είχε επιδοθεί ο ΕΕΤ, η Λετονική διαταγή εκτέλεσης και η Λετονική απόφαση. Την ίδια μέρα το Τμήμα Εφόρου Εταιρειών παρέλαβε το Έντυπο ΗΕ57 το οποίο φέρεται να αντικατοπτρίζει τη μεταφορά των μετοχών της HOLDCO στην SMW, προς το Ενδιαφερόμενο Μέρος. Η ημερομηνία μεταβίβασης στο Έντυπο ΗΕ57 ήταν η 28.2.22 παρότι υπογράφεται την 25.2.22 από τον Lisnanskis υπό την ιδιότητα του ως Διευθυντή της SMW. Την 14.3.22 η Γραμματέας της SMW υπέγραψε βεβαίωση διά της οποία δηλωνόταν πως ήταν «... σύμφωνα με το μητρώο της εταιρείας που τηρείται στο εγγεγραμμένο μητρώο γραφείο της». Η εγγραφή της επίμαχης μεταβίβασης φέρεται να έγινε αποδεκτή από το Τμήμα Εφόρου Εταιρειών σε άγνωστη ημερομηνία. Με επιστολή των δικηγόρων της SMW ημερομηνίας 6.5.22 ζητήθηκε από το Τμήμα Εφόρου Εταιρειών όπως συμμορφωθεί προς το Διάταγμα και προχωρήσει στη διόρθωση του διατηρούμενου μητρώου. Μετά από ενημέρωση των Αιτητών, φάνηκε ότι η HOLDCO κηρύχθηκε αφερέγγυα την 17.5.22, με το δημόσιο μητρώο να επικαιροποιείται την 19.5.22, οπόταν και οι Αιτητές αποτάθηκαν προς το Τμήμα Εφόρου Εταιρειών, το οποίο μέχρι την καταχώριση της Αίτησης, δεν απάντησε.
Ο Καθ' ου η Αίτηση και το Ενδιαφερόμενο Μέρος ενίστανται στην Αίτηση.
Ο Καθ' ου η Αίτηση συμφωνεί πως το Διάταγμα επιδόθηκε στο Τμήμα Εφόρου Εταιρειών την 19.10.20. Ό,τι άπτεται τούτης της πτυχής - πέραν της θέσης του Καθ' ου η Αίτηση στην παράγραφο 5 της Ειδοποίησης για Πρόθεση Ένστασης («η Ένσταση/Καθ' ου η Αίτηση») πως η Αίτηση «. είναι θνησιγενής και/ή άκυρη καθότι η Αιτήτρια δεν την συνόδευσε με ένορκη δήλωση κατά παράβαση του Κανονισμού 8(3) του περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2018» - και όσα έτερα επακολούθησαν τής επίδοσης του Διατάγματος, εξηγούνται, υπό τη θεώρηση του Καθ' ου η Αίτηση, στην ένορκη δήλωση που επικουρεί την Ένσταση/Καθ' ου η Αίτηση, κατά τα εξής:
«.....................................
(β) Ακολούθως, στις 19/10/2020 επιδόθηκε στο Τμήμα Διάταγμα ημερομηνίας 16/10/2020, το οποίο εκδόθηκε στα πλαίσια μονομερούς αίτησης ημερομηνίας 14/10/2020, στην αγωγή 336/2020 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας το οποίο απαγόρευε συγκεκριμένα στην εκεί Καθ' ης η Αίτηση 2 όπως προβεί μεταξύ άλλων σε πώληση, επιβάρυνση, μεταβίβαση, διαφοροποίηση ή με οποιοδήποτε τρύπα αποξένωση του συνόλου της κινητής και ακίνητης περιουσίας ή στοιχείων (Assets), του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας καθώς και η διεκπεραίωση οποιασδήποτε μεταφοράς και/ή καθ' οιονδήποτε αλλοίωση επί του ιδρυτικού και καταστατικού της εταιρείας, του μετοχικού κεφαλαίου και του διοικητικού συμβουλίου εκτός αν υπήρχε διαφορετική πρόνοια στο Διάταγμα. Να λάβουν και/ή εγκρίνουν και/ή υπογράψουν και/ή καταχωρήσουν με οποιαδήποτε τοπική αρχή και/ή τον Έφορο Εταιρειών οποιαδήποτε απόφαση και/ή ψήφισμα σε σχέση με τις δραστηριότητες της εταιρείας χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση της Αιτήτριας ή όλων των διοικητικών συμβούλων που διορίστηκαν στην εταιρεία από την Αιτήτρια και συγκεκριμένα τους κ.κ. David Lawrence Astill, Justin Michael Dibb και Paul Marίamo (οι οποίοι αναφέρονται ως Διοικητικοί Σύμβουλοι της AHied). Το Διάταγμα καταχωρήθηκε στο φάκελο της εταιρείας όπως και οι σχετικές πρόνοιες αυτού [.].
(γ) Ακολούθως, στις 28/2/2022 υποβλήθηκε στο Τμήμα έντυπο μεταβίβασης μετοχών ιδιωτικής εταιρείας με το οποίο γνωστοποιήθηκε ότι η εταιρεία SMWG HOLDCO μεταβίβασε το σύνολο των μετοχών της (40,000 μετοχές) στον Raymonds Polis. Το έντυπο συνοδευόταν από τη Βεβαίωση του Γραμματέα καθώς και επιστολή/βεβαίωση του με συνημμένες τις ακόλουθες δικαστικές αποφάσεις: European Enforcement Order Certificate Judgement με αριθμό Υπ. 3-12/03364/5-2022 ημερ.24/02/2022, απόφαση ταυ Επαρχιακού Δικαστηρίου της Ρίγας ημερομηνίας 28/01/2022 στην Υπ. Αρ. Υπόθεση 3-12/03364/5-2022 μεταξύ Raymonds Polis vs Smwg Holco LLC και απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου της Ρίγας με αριθμό Υπ. 1/10/2021 ημερ.30/11/2021 [.]».
Οι εναντιώσεις του Ενδιαφερόμενου Μέρους εστιάζονται, κατά κύριο λόγο, μα χωρίς άμβλυνση των υπολοίπων αντιρρήσεων του στην δική του Ειδοποίηση περί Προθέσεως Ενστάσεως («η Ένσταση/Ενδιαφερόμενου Μέρους»), στο ότι η Αίτηση δεν συντάχθηκε κατά τις αφορώσες κανονιστικές προβλέψεις, δεν συνοδεύεται από ένορκη δήλωση, παρά μονάχα από «. την Μονομερή Αίτηση για Άδεια Καταχώρησης Αίτησης δια Κλήσεως . και τα έγγραφα που επισυνάπτονταν σε αυτή» και την «. ένορκη δήλωση ημερομηνίας 25.05/2022 προς υποστήριξη της αίτησης για άδεια, χωρίς όμως να επισυνάπτονται τα τεκμήρια στα οποία παραπέμπει η ομνύουσα», και καταχωρίστηκε εκπρόθεσμα «. αφού παρήλθε η χρονική προθεσμία των 45 ημερών από την προσβαλλόμενη πράξη του Τμήματος Εφόρου Εταιρειών, χωρίς να καταχωρηθεί αίτηση για επέκταση του χρόνου καταχώρησης δυνάμει του Άρθρου 5(2) του Διαδικαστικού Κανονισμού του 2018».
Διεξήλθα όσα μού τέθηκαν, στην πλήρη τους μορφή.
Το ίδιο, και τις επιμελείς αγορεύσεις των ευπαίδευτων δικηγόρων.
Προέχει η εξέταση των θέσεων του Καθ' ου η Αίτηση και του Ενδιαφερόμενου Μέρους περί των τρόπον τινά δικονομικών ανεπαρκειών της Αίτησης, και δη στα περί του ασυνόδευτου τής Αίτησης από ένορκη δήλωση, της μη συμπερίληψης του Καθ' ου η Αίτηση ως διάδικου μέρους στην Αίτηση 336/20 (και κατ' επέκταση στο Διάταγμα), και στο εκπρόθεσμο της Αίτησης, εκφάνσεις οι οποίες, ένεκα τής καταλυτικής επίδρασης που θα μπορούσαν να έχουν η καθεμιά ξεχωριστά στην έκβαση της Αίτησης, πρέπει, ακριβώς, να εξεταστούν κατά προτεραιότητα.
Αναμφισβήτητα, η Αίτηση δεν στηρίζεται στον Κανονισμό 8 του Περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικού Κανονισμού 2018 («ο ΔΚ 5/18»), ο οποίος διαλαμβάνει μεταξύ άλλων πως (δοθείσας της άδειας για την προώθηση διαδικασίας προνομιακού εντάλματος Mandamus), η αίτηση διά κλήσεως που προκύπτει «. συνοδεύεται από Ένορκη Δήλωση και την αίτηση για άδεια με ότι επισυναπτόταν σε αυτή». Μολαταύτα, τo ότι η Αίτηση δεν συνοδεύεται από νέα, κατ' ουσίαν, ένορκη δήλωση, και εδράζεται στα όσα περιέχονται (ανάμεσα σε άλλα) στην ένορκη δήλωση που επικουρεί την Αίτηση για Άδεια, δεν οδηγεί εν προκειμένω και απαρεγκλίτως σε απόρριψη της Αίτησης ως ανυποστήρικτης πραγματικού υποβάθρου δεδομένου πως στην υπό αναφορά ένορκη δήλωση περιέχονται αναλυτικά τα γεγονότα επί των οποίων βασίζεται η Αίτηση και τα οποία επιβεβαιώνονται εν τίνι τρόπω - και θεμιτώς - από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση για Άδεια (Αναφορικά με την Αίτηση της Ελληνικής Τράπεζας Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Π.Ε. 108/18, ημ. 16.5.19, ECLI:CY:AD:2019:A187, Αναφορικά με την Αίτηση του Ιωάννη Μεταξά (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2045, 2052-2057 [Ολομέλεια]). Το ότι οι περί ων ο λόγος αποφάσεις της Ολομέλειας αφορούν σε περίοδο πρότερη της θέσπισης του ΔΚ5/18, δεν θεωρώ, με κάθε σεβασμό, πως θα πρέπει να οδηγήσει σε δραστικώς διαφορετική προσέγγιση, μια και κατά βάσιν ο Κανονισμός 8, ΔΚ5/18 εκ του λεκτικού του, δεν δείχνει να υποδηλώνει ότι η παράλειψη συνοδείας της αίτησης διά κλήσεως με δική της ένορκη δήλωση θα πρέπει αυτομάτως να οδηγεί σε απόρριψη της αίτησης διά κλήσεως, ή σε άλλες τόσο καθοριστικές συνέπειες, ιδίως όταν στο σώμα της αίτησης διά κλήσεως υπάρχει παραπομπή σε ένορκη δήλωση που συνόδευσε την αίτηση για άδεια, και αυτό επειδή, στην κάθε περίπτωση, ζητούμενο δεν μπορεί παρά να είναι η κατά το δυνατόν ευχέρεια του Δικαστηρίου να εξετάζει αιτήματα για έκδοση προνομιακού εντάλματος με την απαιτούμενη ασφάλεια γεγονότων (βλ. κατ' αναλογία, Αναφορικά με την Αίτηση του Abbas, Πολ. Αίτ. 113/18, ημ. 20.12.18, ECLI:CY:AD:2018:D554).
Απορρίπτω τη θέση του Καθ' ου η Αίτηση και του Ενδιαφερόμενου Μέρους.
Το ίδιο, και την άποψη τους πως η Αίτηση δεν μπορεί να προχωρήσει εναντίον τους αφού το Διάταγμα στρέφεται «. μόνο εναντίον κάποιας εκεί Καθ' ης η Αίτηση εταιρείας (ήτοι, της SMW GOLD LIMITED) και όχι εναντίον του Καθ' ου η Αίτηση (Έφορος Εταιρειών) στην παρούσα». Αυτό, διότι, αναλόγως των γεγονότων της κάθε περίπτωσης, είναι πιθανόν κάποιο τρίτο νομικό ή φυσικό πρόσωπο ή όργανο να αποκτήσει γνώση για την ύπαρξη διατάγματος (στο οποίο δεν περιλαμβάνεται ως διάδικο μέρος), έχοντας πλέον υποχρέωση ως εκ της γνωστοποίησης ή και επίδοσης του διατάγματος να μην συμβάλλει στην παρακοή του (Αναφορικά με την Nicolaou Bros Tourist Enterprises Ltd (1999) 1(A) A.A.Δ. 201, 208-209)
Όμοια τύχη έχει και η τρίτη δικονομική εναντίωση (ότι η Αίτηση υποβλήθηκε αργοπορημένα). Από όσα έχουν τεθεί ενώπιον μου δεν φαίνεται να αναφύεται με την απαραίτητη καθαρότητα η ακριβής ημερομηνία κατά την οποία εξέδωσε την απόφαση του ο Καθ' ου η Αίτηση, δοσμένου μάλιστα και του ότι αυτός δεν προβάλλει παράπονο περί εκπρόθεσμης κατάθεσης της Αίτησης. Πάντως, με όσα έχουν παρουσιαστεί, δεν διαπιστώνεται επιλήψιμη αργοπορία εκ πλευράς Αιτητών σε οποιοδήποτε επίπεδο ανάλυσης (Αναφορικά με την Αίτηση των Χ. Θεοχαρίδη και Άλλου, Π.Ε. 426/19, ημ. 20.7.21, ECLI:CY:AD:2021:A354).
Καμιά από τις δικονομικές ενστάσεις δεν συνταιριάχτηκε με δυσμενή επηρεασμό των δικαιωμάτων του Καθ' ου η Αίτηση και του Ενδιαφερόμενου Μέρους ώστε τούτες να τεθούν, είτε η καθεμιά ξεχωριστά είτε με άλλο συνδυασμό, υπό διάφορη οπτική, για να απολήξουν, πιθανώς, σε απόρριψη της Αίτησης παρά σε θεραπεία των όποιων παρατυπιών χάριν εξέτασης της Αίτησης και ό,τι επιδιώκει ως πρακτικό αποτέλεσμα (Αναφορικά με την Αίτηση της Unic Media Limited, Πολ. Αίτ. 141/21, ημ. 15.11.21, ECLI:CY:AD:2021:D511, Αναφορικά με την Αίτηση του Abbas, Πολ. Αίτ. 113/18, ημ. 20.12.18, ECLI:CY:AD:2018:D554, Αναφορικά με την Αίτηση του Λοϊζίδη, Πολ. Αίτ. 32/19, ημ. 17.4.19, ECLI:CY:AD:2019:D149).
Τούτου δοθέντος, έπεται η εξέταση της θέσης του Καθ' ου η Αίτηση και του Ενδιαφερόμενου Μέρους - η οποία συγκεφαλαιώνεται στην Ένσταση/Ενδιαφερόμενου Μέρους - ότι, δηλαδή, υφίστανται «. εναλλακτικά ή/και ορθότερα δικονομικά μέτρα στη διάθεση της αιτήτριας αναφορικά με την μεταβίβαση μετοχών στον κ. Raimond Polis με αποτέλεσμα να μην παρέχεται έδαφος για έγκριση της παρούσας αίτησης.», ανάμεσα στα οποία είναι η έγερση «. διαδικασίας παρακοής διατάγματος εναντίον προσώπου ή/και προσώπων που, κατά την κρίση της αιτήτριας, πρόβηκαν σε ενέργειες κατά παράβαση του απαγορευτικού διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας».
Συγκλίνω με την πιο πάνω άποψη.
Στην ανά χείρας περίπτωση, τελική στόχευση των Αιτητών, ως εξάγεται από τη μαρτυρία και αγορεύσεις τους, είναι η συμμόρφωση του Καθ' ου η Αίτηση «. με το ενδιάμεσο απαγορευτικό διάταγμα ...», κάτι εντούτοις που δεν μπορεί να οδηγήσει σε παράκαμψη των προβλέψεων του Άρθρου 42 του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 («ο Ν.14/60»), το οποίο παρέχει δικαιοδοσία στο δικαστήριο για αντιμετώπιση πράξεων καταφρονητικών τού κύρους, της υπόστασης και της αποτελεσματικότητας των αποφάσεών του, και για τον εξαναγκασμό προς υπακοή στα διατάγματα του (Tofan v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 163/13, ημ. 2.7.20).
Το Άρθρο 42, Ν.14/60, προνοεί τα ακόλουθα:
«42. Τηρoυμέvoυ oιoυδήπoτε διαδικαστικoύ καvovισμoύ έκαστov δικαστήριov θα έχη εξoυσία vα εξαvαγκάζη εις υπακoήv πρoς oιovδήπoτε διάταγμα εκδoθέv υπ' αυτoυ, διατάττov ή απαγoρεύov τηv εκτέλεσιv oιασδήπoτε πράξεως, διά πρoστίμoυ ή φυλακίσεως ή μεσεγγυήσεως πραγμάτωv. Και τo δικαστήριov δύvαται επιπρoσθέτως vα επιδικάση εις τo πρόσωπov πρoς τo συμφέρov τoυ oπoίoυ εξεδόθη τo διάταγμα τoιoύτov πoσόv υπό μoρφήv απoζημιώσεως, ως τo δικαστήριov δύvαται vα θεωρήση πρέπov.
Νοείται ότι έκαστο δικαστήριο θα έχει εξουσία τιμωρίας για παρακοή ή και εξαναγκασμού σε υπακοή σ' οποιοδήποτε διάταγμά του στις περιπτώσεις που αφορούν διάδικο σε δικαστική διαδικασία αλλά και στις περιπτώσεις που αφορούν οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, νοουμένου ότι αυτό έλαβε γνώση του διατάγματος και εν γνώσει του και ηθελημένα παροτρύνει ή συνεργεί στη μη υπακοή διατάγματος».
Στην Αναφορικά με την Αίτηση του Tyulenev, Πολ. Αίτ. 60/20, ημ. 15.6.20, αναφέρθηκαν (από τον Αδελφό Δικαστή Οικονόμου, Δ.), και τούτα τα συναφή με όσα εδώ απασχολούν (υπό τις αναγκαίες πάντα αναπροσαρμογές ως εκ της κάποιας διαφοροποίησης μεταξύ των εκεί γεγονότων με τα ενεστώτα):
«.....................................
Ισχυρίστηκε ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή ότι η αίτηση παρακοής δεν αποτελεί εναλλακτική θεραπεία, αφού είναι οιωνεί ποινικής φύσεως και τιμωρητικού χαρακτήρα και αποβλέπει αποκλειστικά στην τιμωρία του καθ΄ ου η αίτηση για την ανυπακοή του να συμμορφωθεί, αλλά δεν τον εξαναγκάζει σε συμμόρφωση. Συνεπώς, συνέχισε, εν προκειμένω με την αίτηση παρακοής ο αιτητής δεν ζητά τη συμμόρφωση του Εφόρου, αλλά την επιβολή ποινής. Τούτο, δεν έχει σχέση με τη διαδικασία mandamus κατέληξε παραπέμποντας στην υπόθεση Παπαχριστοδούλου κ.α. (2006) 1 ΑΑΔ 1180.
Με το δέοντα σεβασμό, οι θέσεις αυτές δεν με βρίσκουν σύμφωνο. Οι αιτήσεις παρακοής, ενώπιον των κατώτερων δικαστηρίων, διέπονται από το άρθρο 42 του περί Δικαστηρίων Νόμου, το οποίο παρέχει σε κάθε δικαστήριο εξουσία εξαναγκασμού σε υπακοή προς οποιοδήποτε διάταγμα του δια της επιβολής προστίμου ή φυλάκισης ή μεσεγγύησης αγαθών. Σκοπός του άρθρου 42 και της διαδικασίας αίτησης παρακοής είναι ο εξαναγκασμός σε υπακοή στα διατάγματα των δικαστηρίων (Δημοκρατία ν. Θαλασσινού (1991) 3 ΑΑΔ 203). Η επιβολή ποινής δεν αποτελεί αυτοσκοπό. Η εξουσία αυτή πηγάζει από το Άρθρο 162 του Συντάγματος το οποίο αφορά τόσο το Ανώτατο Δικαστήριο όσο και κάθε άλλο Δικαστήριο της Δημοκρατίας.
Με τη διαδικασία mandamus ο αιτητής επιδιώκει να λάβει ένα ακόμα διάταγμα με υποχρέωση του Εφόρου να συμμορφωθεί και αντίστοιχη εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου να τον εξαναγκάσει, δια της επιβολής ποινής, σε συμμόρφωση, σε περίπτωση παράλειψης (Άρθρο 162 του Συντάγματος).
Είναι πρόδηλο ότι, όχι μόνο προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ώστε να μην δικαιολογείται καθόλου η προσφυγή στην εξαιρετική θεραπεία mandamus και στην εφεδρεία του οπλοστασίου των εξουσιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά ο αιτητής έχει ήδη ασκήσει το κατάλληλο αυτό ένδικο μέσο, ώστε η αίτηση για mandamus να συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας του δικαστηρίου.
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή εισηγήθηκε ότι υπάρχει διαφορά διότι δεν αναμένεται από ένα δημόσιο λειτουργό να μην συμμορφωθεί σε διάταγμα mandamus το οποίο θα εκδώσει το Ανώτατο Δικαστήριο, έστω και αν αρνείται να εκτελέσει διατάγματα Επαρχιακού Δικαστηρίου. Τέτοια διαφοροποίηση όμως στερείται κάθε ερείσματος. Η υποχρέωση για συμμόρφωση στα διατάγματα των Δικαστηρίων δεν διαβαθμίζεται ούτε ενισχύεται ανάλογα με την ιεράρχηση τους. Δεν είναι επιτρεπτό να καταφεύγει ο αιτητής στην εξαιρετική διαδικασία του mandamus για το λόγο και μόνο ότι έχει την πεποίθηση ότι ο Έφορος θα συμμορφωθεί σ΄ ένα διάταγμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σε αντίθεση με το διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Η υπόθεση Παπαχριστοδούλου σαφώς διαφοροποιείται. Εκεί οι αιτητές, ιδιοκτήτες γειτνιαζόντων κατοικιών, είχαν εξασφαλίσει διάταγμα mandamus που διέτασσε τον αρμόδιο Δήμο να προωθήσει την εκτέλεση διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου για επαναφορά της νόμιμης χρήσης ενός υποστατικού. Οι υπάλληλοι του Δήμου δεν ήταν σε θέση να εκτελέσουν το διάταγμα επειδή εμποδίζονταν από τους ιδιοκτήτες του υποστατικού και τους υπαλλήλους τους. Τότε ζητήθηκε η συνδρομή της Αστυνομίας, η οποία αρνήθηκε λέγοντας πως η ευθύνη εκτέλεσης του εντάλματος mandamus βάραινε το Δήμο και μόνο. Είναι υπ΄ αυτές τις περιστάσεις που οι αιτητές αποτάθηκαν για να εξασφαλίσουν ένταλμα mandamus ώστε να υποχρεωθεί η Αστυνομία να παράσχει συνδρομή. Προβλήθηκε από τους ενδιαφερόμενους ότι δεν θα έπρεπε να εκδοθεί διάταγμα mandamus επειδή υπήρχε ταυτόχρονα σε εκκρεμότητα ποινική διαδικασία εναντίον τους για παρακοή ή παράλειψη συμμόρφωσης προς το εκδοθέν διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο (μονομελής σύνθεση) έκρινε ότι η ύπαρξη της ποινικής διαδικασίας δεν αναιρούσε την τυχόν ανάγκη για έκδοση εντάλματος mandamus, που σκοπό είχε να επιβάλει στην Αστυνομία να εκτελέσει τα εκ του νόμου καθήκοντα της. Αντίθετα, εν προκειμένω, ο σκοπός τόσο της αίτησης παρακοής όσο και της σκοπούμενης αίτησης mandamus είναι ταυτόσημος, ήτοι ο εξαναγκασμός του Εφόρου σε συμμόρφωση με το διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου.
.....................................».
Υιοθετώ την πιο πάνω προσέγγιση.
Επομένως - και ως κατακλείδα - έχοντας υπόψιν καθετί που μου τέθηκε εξ απόψεως γεγονότων (και συναφών προς τούτα θέσεων και ισχυρισμών), αποφαίνομαι, με κατά νουν και τις εφαρμοζόμενες νομολογιακές αρχές, πως παρέχεται στον Αιτητή εναλλακτικό ένδικο μέσο και δυνητική θεραπεία δίχως να συντρέχουν εδώ εξαιρετικές περιστάσεις που θα μπορούσαν να κατατείνουν προς άλλους δικαστικούς χειρισμούς και συνειρμούς. Τούτο, υπό τις συνθήκες της κείμενης υπόθεσης, καθιστά την Αίτηση απορριπτέα (Αναφορικά με την Αίτηση του E.A.D., Πολ. Αίτ. 135/22, ημ. 9.9.22, ECLI:CY:AD:2022:D359, Αναφορικά με την Αίτηση της Λοΐζου, Π.Ε. 138/18, ημ. 20.7.18, Κτηματικές Επιχειρήσεις Ανδρέα Ευριπίδη Διογένους Λτδ ν. Φιλίππου (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 720, 724-726).
Η Αίτηση απορρίπτεται.
Επιδικάζω εναντίον των Αιτητών και υπέρ του Καθ' ου η Αίτηση έξοδα, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Δεν επιδικάζω έξοδα υπέρ του Ενδιαφερόμενου Μέρους αφού, βασικώς, τούτο, συμπορεύθηκε, κατά νόμο και ουσία, με τις ενστάσεις του Καθ' ου η Αίτηση.
Ν. Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/κβπ