ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:A400
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 17/2014)
25 Οκτωβρίου, 2022
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]
HAKAM QASEM HUSSEIN BADAR
Εφεσείοντα,
ν.
ΙΑΚΩΒΟΥ ΗΛΙΑ
Εφεσίβλητου.
......
Μ. Μικελλίδου (κα), για τον Εφεσείοντα.
Χρ. Πουτζιουρής, για τον Εφεσίβλητο.
......
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τον Σάντη, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Την 7.10.13 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας («το Πρωτόδικο Δικαστήριο») - στο πλαίσιο της Αγωγής 1265/08 («η Αγωγή») - απέρριψε την αξίωση του Ενάγοντα («ο Εφεσείων») εναντίον του Εναγόμενου («ο Εφεσίβλητος»), επιδικάζοντας συνάμα σε Ανταπαίτηση του Εφεσίβλητου και υπέρ του τελευταίου («η Ανταπαίτηση») ποσό €3.588,06 κατά του Εφεσείοντα ως οφειλόμενο διαχειριστικό τέλος, ποσό €1.737,10 για απλήρωτους λογαριασμούς του Εφεσείοντα (που είχαν πληρωθεί από τον Εφεσίβλητο) και €3.588,06 ως απολεσθέν διαχειριστικό τέλος τριών μηνών («η Πρωτόδικη Απόφαση»).
Αδρομερώς, η Αγωγή αφορούσε σε απαίτηση του Εφεσείοντα εναντίον του Εφεσίβλητου για €15.000,00 που ο Εφεσείων είχε φερόμενα πληρώσει προς όφελος και για λογαριασμό του Εφεσίβλητου, κατά παράβαση μεταξύ τους συμφωνίας ενοικίασης υποστατικού/εστιατορίου ημερομηνίας 10.8.06 - ως το κατατεθέν στη δίκη Τεκμήριο 1 («η Συμφωνία») - στην οδό [ ] (στην Λάρνακα), με την επωνυμία « [ ] » - που κατοπινά μετονομάστηκε από τον Εφεσείοντα σε [ ] («το υποστατικό/εστιατόριο») - ή/και ως αξία των αντικειμένων που ο Εφεσείων «. οικειοποιήθηκε ή/και ως αποζημιώσεις». Αφορούσε προσέτι η Αγωγή και σε αξίωση €18.425,00 «. ως ποσό το οποίο είχε καταβληθεί για ενοίκια, ρεύμα και νερό χωρίς νόμιμο αντάλλαγμα και χωρίς νόμιμη αιτία .», και τέλος ποσό «. €50.000.- ως απολεσθέντα ή/και αναμενόμενα εισοδήματα ή/και ως κέρδη ή/και ως αποζημιώσεις» (οι περικοπές είναι αυτούσιες όπως και οι υπόλοιπες που ακολουθούν).
Η Ανταπαίτηση στόχευε στην επιδίκαση ποσού €4.785,00 ως δεδουλευμένα τέλη για τη διαχείριση «. του υπό αναφορά εστιατορίου για τους μήνες Ιούνιο με Σεπτέμβριο του 2007, το ποσό των €2.390- ως αποζημιώσεις σε σχέση με χρέη ή/και απλήρωτους λογαριασμούς του εστιατορίου που ο Εναγόμενος αναγκάστηκε να καταβάλει και €14.352,25- ως αποζημιώσεις για το υπόλοιπο του συμβολαίου λόγω της παραβίασης των ουσιωδών όρων από τον Ενάγοντα».
Πρώτα, δυο λόγια για την πρωτόδικη εκδοχή των διαδίκων.
Αυτό, θα συνδράμει την καλύτερη κατανόηση όσων έπονται.
Κατά τη θέση του Εφεσείοντα, τούτος ήταν ο διαχειριστής ή και ο νόμιμος χρήσης ή κάτοχος του υποστατικού/εστιατορίου, ενώ ο Εφεσίβλητος ο νόμιμος δικαιούχος του, έχοντας παραχωρήσει προς τον Εφεσείοντα με τη Συμφωνία το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης, διαχείρισης του υποστατικού/εστιατορίου για την περίοδο 1.9.06-1.9.08, με το υποστατικό/εστιατόριο, κατά την παραλαβή του από τον Εφεσίβλητο, να τελεί σε πολύ κακή κατάσταση δίχως να μπορεί να λειτουργεί «. σύμφωνα με τους σχετικούς Νόμους, χωρίς να γίνουν οι αναγκαίες εργασίες για την επιδιόρθωση και την επαναφορά του σε καλή και λειτουργήσιμη κατάσταση». Κατά ρητούς ή και εξυπακουόμενους όρους της Συμφωνίας, ο Εφεσίβλητος είχε υποχρέωση να παραδώσει στον Εφεσείοντα το υποστατικό/εστιατόριο με τις προβλεπόμενες και απαραίτητες άδειες ενώ ο Εφεσείων θα εξασφάλιζε με δικά του έξοδα και ευθύνη την ανανέωση ή και έκδοση αδειών ώστε να υπάρχει συμμόρφωση προς τις εκάστοτε νομοθετικές και κανονιστικές προβλέψεις. Ο Εφεσείων είχε και υποχρέωση να καταβάλλει προς τον Εφεσίβλητο €1.196,02 μηνιαίως το οποίο θα ήταν πληρωτέο από την 1.9.06 και ακολούθως την πρώτη ημέρα κάθε επόμενου μήνα, ως νόμιμο αντάλλαγμα, ή και ως διαχειριστικό τέλος για την εκμετάλλευση του υποστατικού/εστιατορίου, και ως εγγύηση το ποσό των €3.588,06, για την πιστή τήρηση της Συμφωνίας, με δε την καταβολή του νόμιμου ανταλλάγματος ή και του διαχειριστικού τέλους, ο Εφεσίβλητος είχε δικαίωμα ανάκτησης ελεύθερης κατοχής του υποστατικού/εστιατορίου χωρίς ειδοποίηση.
Κατά την εκδοχή του Εφεσίβλητου, ο Εφεσείων έπρεπε να του καταβάλει Λ.Κ.2.100,00 (€3.588,06) ως εγγύηση(deposit) για την πιστή τήρηση των όρων της Συμφωνίας, η οποία (εγγύηση) κατασχέθηκε εξαιτίας της συμπεριφοράς του Εφεσείοντα και της παραβίασης από μέρους του των όρων της Συμφωνίας. Περαιτέρω, οι άδειες για το υποστατικό/εστιατόριο υπήρχαν, με τον Εφεσείοντα να ξέρει καλώς τα γεγονότα εν σχέσει προς αυτές, χωρίς ποτέ να παραπονεθεί. Νόμιμος κάτοχος του υποστατικού/εστιατορίου ήταν ο Εφεσίβλητος, με τον Εφεσείοντα να το λειτουργεί κανονικά και καθημερινά χωρίς να ενοχλήσει ή να ενημερώσει τον Εφεσίβλητο ότι μεταξύ Σεπτεμβρίου 2006-Ιουνίου 2007 αυτό δεν λειτουργούσε ή δεν μπορούσε να λειτουργήσει. Τα έξοδα λειτουργίας και έκδοσης των αδειών, αλλά και η καταβολή των αφορώντων τελών και φόρων βάραιναν τον Εφεσείοντα. Ο Εφεσείων είχε παραβιάσει ουσιώδεις όρους της Συμφωνίας αφού παρέλειψε να πληρώσει το διαχειριστικό τέλος Ιουνίου 2007-Σεπτεμβρίου 2007. Στα πολλά, και μετά από εμπλοκή δικηγόρων, η Συμφωνία τερματίστηκε από τον Εφεσίβλητο, με τον Εφεσείοντα να του οφείλει το καθυστερημένο ποσό πλέον €2.390,00 για χρέη και λογαριασμούς.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο - απορρίπτοντας τη μαρτυρία και εκδοχή του Εφεσείοντα και των μαρτύρων του και αποδεχόμενο εκείνη του Εφεσίβλητου - έκρινε πως τα γεγονότα είχαν εκτυλιχθεί ως εξής :
«.....................................
[.]Ο Ενάγοντας έχοντας πλήρη επίγνωση της κατάστασης του εστιατορίου «ΜΙΝΟΣ», του οποίου νόμιμος κάτοχος ήταν ο Εναγόμενος, αποφάσισε να το ενοικιάσει για να δημιουργήσει ένα εστιατόριο όπως ο ίδιος το είχε οραματιστεί. Κατά την υπογραφή του συμβολαίου είχαν καταβληθεί μια εγγύηση ύψους Λ.Κ.2100- για τυχόν ζημιές ή παραλήψεις, όρος 17 της σύμβασης. Πριν καν αρχίσει την ανακaίνηση ο Ενάγοντας, προφανώς λόγω του ενθουσιασμού του, είχε εργοδοτήσει δυο κοπέλες και είχε εξοπλίσει πλήρως το εστιατόριο με ποτά και φαγητά. Ξεκίνησε να λειτουργεί όμως κατά την επίσκεψη του επιθεωρητή του Δήμου, κ. Κόκκινου, του τέθηκαν κάποιοι νέοι όροι για σκοπούς της έκδοσης άδειας λειτουργίας του εστιατορίου επ ονόματι του. Αυτά τα έξοδα ήταν επιπρόσθετα και έχοντας ήδη ξεφύγει από τον προϋπολογισμό του ο Ενάγοντας δεν μπορούσε να τα αντιμετωπίσει με αποτέλεσμα να μην μπορεί να πληρώσει τα τρέχοντα έξοδα του ενοικίου, του ρεύματος και του νερού. Αποτέλεσμα της ανικανότητάς του να αντιμετωπίσει τις οικονομικές του υποχρεώσεις ήταν η αποκοπή του ρεύματος στις 12/07/07, η αναστολή της λειτουργίας του εστιατορίου και η ανάκτηση κατοχής του εστιατορίου από τον Εναγόμενο, σύμφωνα με τον όρο 18 της σύμβασης.
....................................».
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η μαρτυρία που προσφέρθηκε από και εκ μέρους του Εφεσείοντα ήταν αδύνατον να οδηγήσει σε ασφαλή ετυμηγορία ως προς το ύψος της επιζητούμενης αποζημίωσης, λόγω ασάφειας και αοριστίας, καταλήγοντας συνεπακολούθως σε απόρριψη της Αγωγής.
Ο Εφεσείων αντιτίθεται στην Πρωτόδικη Απόφαση διά 26 λόγων έφεσης, με τους οποίους προσβάλλει τα έμμεσα και άμεσα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου περί αξιοπιστίας της μαρτυρίας και των μαρτύρων (λόγοι έφεσης 1, 2, 5-12, 14, 16, 21, 24-26), για το περιεχόμενο, ερμηνεία, εκτέλεση και τερματισμό της συμφωνίας ενοικίασης (λόγοι έφεσης 3, 4, 13, 15, 18, 20), και (σε επίπεδο δικονομίας και ουσίας), την πρωτόδικη απόληξη για απόρριψη της Αγωγής και αποδοχή της Ανταπαίτησης (λόγοι έφεσης 17, 19, 22, 23).
Αξιολογήσαμε καθετί που μας τέθηκε.
Το ίδιο και το περίγραμμα αγόρευσης του Εφεσείοντα (με τον δικηγόρο του Εφεσίβλητου να μην καταχωρίζει περίγραμμα και να περιορίζεται σε υιοθέτηση της Πρωτόδικης Απόφασης).
Αρχίζουμε με τους περί μαρτυριακής αξιοπιστίας λόγους έφεσης 1, 2, 5-12, 14, 16, 21, 24-26.
Αποτελεί κύριο παράπονο του Εφεσείοντα ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο συμπέρανε τα περί αναξιοπιστίας του παρερμηνεύοντας είτε θέσεις και λεχθέντα του (όπως και κάποιων εκ των μαρτύρων που κάλεσε) είτε συμπεριφορές στο εδώλιο, κατά τρόπο αδικαιολόγητο, ιδίως, δοσμένου και του γεγονότος πως ο ίδιος (και οι μάρτυρες του) έδωσαν μαρτυρία «. πέντε (5) χρόνια μετά περίπου από όταν εξεδιώχθη από το εστιατόριο του .», εκτός του ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε και άλλη μαρτυρία που προσέφερε ο Εφεσείων, ως για παράδειγμα, εκείνη του Πανίκου Εγγλέζου (ΜΕ1), τονίζοντας το Πρωτόδικο Δικαστήριο πως ο μάρτυς «. ήταν ηλίου φαεινότερο ότι είχε έρθει να βοηθήσει το φίλο του».
Δεν μας βρίσκουν συγκλίνοντες οι απόψεις του Εφεσείοντα.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο με ιδιαίτερη προσοχή και με παραπομπή στη γραπτή και προφορική μαρτυρία, εξέτασε όλα όσα, ορθώς, θεώρησε σημαίνοντα για την αξιολογική του αποτίμηση, με αυτά που κατέγραψε να υποστηρίζονται καθολικώς από τη μαρτυρία, καθοδηγούμενο κιόλας, σωστά, από την επί του θέματος νομολογία (στις σελίδες 27-29 της Πρωτόδικης Απόφασης).
Επιλέγουμε να επικεντρωθούμε σε δύο πτυχές των εναντιώσεων του Εφεσείοντα προκειμένου να καταδείξουμε, με κάθε σεβασμό, τη μικροσκοπική θεώρηση με την οποία τούτος επέλεξε να προσεγγίσει την Πρωτόδικη Απόφαση, οπτική που αντίκειται πάντως στην αρχή πως οι δικαστικές αποφάσεις πρέπει, κανονικώς εχόντων των πραγμάτων - και έτσι πράξαμε - να αντικρίζονται στο σύνολο τους και όχι αποσπασματικώς (Κωνσταντινίδου και Χριστόπουλος ν. M.A.C. Boutique Hotels Ltd, Π.Ε. 150/14, ημ. 30.11.21).
Η πρώτη πτυχή, αφορά στο παράπονο του Εφεσείοντα - έναυσμα του οποίου φαίνεται να αποτέλεσε η δικαστική αναφορά στην Πρωτόδικη Απόφαση ότι ο Εφεσείων ως μάρτυς είχε επιλεκτική μνήμη - περί άμβλυνσης, ως την εκλαμβάνουμε, του θυμητικού του, αλλά και των μαρτύρων του, ένεκα της παρέλευσης αρκετών ετών από τα επισυμβάντα.
Σε πρώτο στάδιο, κρίνουμε πρόσφορο να τονίσουμε πως είναι, συνήθως, ανθρωπίνως αδύνατο οι μάρτυρες - χωρίς αυτό να υπονοεί ότι δεν υπάρχουν άτομα με εξαιρετικό μνημονικό ή και με εξαιρετική ικανότητα στη ψευδολογία - να θυμούνται κάθε λεπτομέρεια ενός περιστατικού (Αθηνάκη και Άλλου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 218/17, ημ. 28.7.20, ECLI:CY:AD:2020:B269, Κλεοβούλου ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 17, 28).
Μάλιστα, ως υπεδείχθη στην Σκορδέλλη και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 101/13, ημ. 6.6.16, ECLI:CY:AD:2016:B267 - και ομοίως, αργότερα, στην Λεμονάρη ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 212/17, ημ. 17.4.19, ECLI:CY:AD:2019:B150 - η ανθρώπινη μνήμη «. δεν λειτουργεί μηχανιστικά και σίγουρα ο ανθρώπινος νους δεν εργάζεται ως ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής ώστε να καταγράφει εξομοιωτικά και να αναπαράγει με τον ίδιο τρόπο λεπτομέρειες περιγράφοντας μια σκηνή ή ένα επεισόδιο. Στο κάθε άτομο, ενδεχομένως να εντυπώνονται διαφορετικές λεπτομέρειες με βάση τα προκρίματα και τα ενδιαφέροντα του ...».
Αυτά ως προς το γενικότερο τού πράγματος.
Επί το ειδικότερο, εκείνο που παρατηρούμε στην προκειμένη είναι πως πουθενά στη μαρτυρία του δεν ανέφερε ο Εφεσείων - ή οι μάρτυρες του - ότι υπήρξε δυσχερής η ακριβής ανάκληση γεγονότων ή περιστατικών ώστε να τίθεντο οι όποιες ανάλογες εκφάνσεις της μαρτυρίας τους υπό τον συγκεκριμένο φακό αξιολόγησης που ενεστώτως ενδιαφέρει, με παρεπόμενο τα όσα εκ των υστέρων και οψίμως υπεβλήθηκαν ενώπιον μας, να παραμένουν αίολα σχετικής μαρτυρίας, καθότι, ως προείπαμε, η παρέλευση, ακόμη και μεγάλου χρονικού διαστήματος από ένα συμβάν, δεν οδηγεί απαρεγκλίτως - ή ακόμη και κατά (μαχητό ή και αμάχητο) τεκμήριο - στο ότι το περί ου ο λόγος γεγονός θα πρέπει να έχει έκβαση όπως αυτή που πρότεινε εδώ ο Εφεσείων.
Η δεύτερη πτυχή, σχετίζεται με την πρωτόδικη αξιολόγηση του Πανίκου Εγγλέζου (ΜΕ1), με τον Εφεσείοντα να διερωτάται (στον λόγο έφεσης 7), πώς και το Πρωτόδικο Δικαστήριο «. προέβη στο συμπέρασμα ότι ήτο ηλίου φαεινότερο ότι ο ΜΕ1 είχε έρθει να μαρτυρήσει για τον εδώ και χρόνια φίλο του .» και ότι εάν όντως ο μάρτυς ήθελε να βοηθήσει τον Εφεσείοντα «. δεν θα το έλεγε αλλά και με την πάροδο των τόσων χρόνων έκανε λάθος .» και πως δεν σημαίνει ότι «. όταν κάποιος είναι φίλος και συμμετέχει από την αρχή στην ενοικίαση του εστιατορίου δεν μπορεί να πει την αλήθεια .».
Στο μόνο που συμφωνούμε με τον Εφεσείοντα στο υπό εξέταση ζήτημα, είναι στο ότι, πράγματι, από μόνη της, η στενή σχέση και φιλία μεταξύ μαρτύρων και διαδίκων (αλλά ακόμη και η συγγένεια), δεν απαρτίζει (στη συνήθη πορεία των πραγμάτων) αυτόνομο και άνευ ετέρου αίτιο αμφισβήτησης της αξιοπιστίας τους, αλλά συγκροτεί κατά κύριο λόγο (σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία), αξιολογήσιμο γνώμονα ο οποίος χρήζει ανάλογης αξιολογικής πραγμάτευσης από το εκάστοτε εκδικάζον δικαστήριο (Γεωργίου ν. Δημητριάδου (2011) 1(Α) Α.Α.Δ. 273, 278, Παπαλλής και Άλλου ν. Κυριακίδη (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 83, 93-94, Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220, 224).
Εν προκειμένω, το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κατέταξε τον υπό αναφορά μάρτυρα ως αναξιόπιστο, μόνο και μόνο επειδή ήταν φίλος με τον Εφεσείοντα.
Απεναντίας, η αξιολόγηση του υπήρξε πολύπλευρη και συνολική.
Την παραθέτουμε:
«..................................
Ο Πανικός Εγγλέζος, Μ.Ε.2, ήταν ήλιου φαεινότερο ότι είχε έρθει στο Δικαστήριο για να βοηθήσει τον από χρόνια φίλο του, τον Ενάγοντα. Το είχε παραδεχθεί ευθέως εν πάση περιπτώσει. Στο συμπέρασμα αυτό έχω αχθεί λόγω του ότι παρά το γεγονός ότι είχε πάρει το συμβόλαιο στην αδελφή του, η οποία είναι δικηγόρος να το μελετήσει οπόταν γνώριζε πλήρως τις υποχρεώσεις του Ενάγοντα οι οποίες προέκυπταν από το συμβόλαιο είχε ισχυριστεί ότι ο Εναγόμενος είχε ζητήσει ένα ποσό της τάξεως των £100- το μήνα εκτός συμβολαίου, τα οποία λεφτά του είχαν δοθεί σε μετρητά ενώ στην συνέχεια ανέφερε και επέμενε ότι είχε δει την επιταγή ξεχνώντας ότι είχε αναφερθεί σε μετρητά. Παραδέχθηκε ότι ο Ενάγοντας αυτόβουλα και με πλήρη επίγνωση της φυσικής κατάστασης του εστιατορίου είχε αναλάβει να το φτιάξει το για να το λειτουργήσει αλλά από την άλλη ισχυρίστηκε ότι δεν λειτούργησε ποτέ το εστιατόριο γιατί δεν είχε εκδοθεί το HACCAP. Δεν μπορώ να αποδεχθώ την μαρτυρία του γιατί δεν είναι αντικειμενική.
....................................».
Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά άλλα στην τρέχουσα ενότητα παρά να θυμίσουμε, μαζί και με κάποια άλλη πρόσφατη νομολογία, ό,τι είχαμε συναφώς την ευκαιρία να εκφράσουμε στην Ιωάννου ν. C.T.C. Automotive Ltd, Π.Ε. 396/14, ημ. 6.10.22, ECLI:CY:AD:2022:A437:
«..................................Έχει καταστεί πλέον τετριμμένο - με αμετάβλητη ωστόσο και εξέχουσα τη σπουδαιότητα που η αρχή αυτή εκφράζει - πως μονάχα εκεί που τα πρωτόδικα συμπεράσματα και ευρήματα περί αξιοπιστίας μαρτύρων και μαρτυρίας (κρινόμενα αντικειμενικώς) δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά ή αντιστρατεύονται την κοινή λογική και δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία (ή κρίνονται ανυπόστατα ως ουσιωδώς αντιφατικά), μπορεί αναλόγως να υπάρξει εφετειακή επέμβαση (Νεοκλέους ν. Θεοδότου, Π.Ε. 40/14, ημ. 8.6.22, ECLI:CY:AD:2022:D243, Χαραλαμπίδη ν. Μιχαήλ και Άλλων, Π.Ε. 304/13, ημ. 16.7.21, ECLI:CY:AD:2021:A316, Περατικού ν. Ελληνικής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ, Π.Ε. 287/13, ημ. 16.6.21), ECLI:CY:AD:2021:A254.
.................................».
Προσθέτως, στην Μιχαηλίδης ν. Οικονομίδη, Π.Ε. 94/13, ημ. 30.6.22, ECLI:CY:AD:2022:D288, το Εφετείο υπέμνησε για πολλοστή φορά, πως:
«......................................................................................................................
[...]θέματα που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων εμπίπτουν εντός της αρμοδιότητας των Πρωτόδικων Δικαστηρίων αφού αυτά είναι που βλέπουν και παρακολουθούν τους μάρτυρες την ώρα που αυτοί καταθέτουν (Ζερβού κ.α. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία (2011) 1(Γ) ΑΑΔ, 2192). Η αξιοπιστία ενός μάρτυρα κρίνεται σε ένα πολύ ευρύ πλαίσιο, περιλαμβάνει δε και την υποκειμενική αντίληψη φιλαλήθειας των μαρτύρων εκ μέρους του εκδικάζοντος Δικαστή (Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ, 407). Ισχυρισμοί ενώπιον του Εφετείου ότι η πρωτόδικη αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι εσφαλμένη ή αδικαιολόγητη θα πρέπει να τεκμηριώνονται με πειστικά επιχειρήματα. [...] Περαιτέρω τυχόν αντιφάσεις ή αδυναμίες που υπάρχουν στη μαρτυρία δεν αποτελούν λόγο επέμβασης του Εφετείου, εκτός αν είναι τόσο ουσιώδεις ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία ως αξιόπιστη».
Δεν είναι η παρούσα, περίπτωση που να καλεί σε αξιολογική ανατροπή.
Επεξηγήσαμε γιατί.
Οι λόγοι έφεσης 1, 2, 5-12, 14, 16, 21, 24-26 απορρίπτονται.
Προχωρούμε με την ανάλυση των λόγων έφεσης 3, 4, 13, 15, 18 και 20.
Λέγει ο Εφεσείων - κατά ομόλογη αναφορά προς τους λόγους έφεσης που τώρα απασχολούν - ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένως θεώρησε πως οι όροι 18 και 20 της Συμφωνίας έδιναν δικαίωμα στον Εφεσίβλητο «. να παραβιάσει και να αλλάξει τις κλειδαριές και να μην επιτρέψει . στον Εφεσείοντα να πάρει όλα τα αντικείμενα τα οποία ο ίδιος πλήρωσε ως επίσης αλκοολούχα ποτά και τρόφιμα» (επιβραβεύοντας έτσι τον Εφεσίβλητο θεωρώντας «. λανθασμένα ότι οποιοσδήποτε μπορεί να στερήσει από τον άλλο την περιουσία του») και ότι, εξίσου σφαλερώς αποφάνθηκε πως δυνάμει της Συμφωνίας «. ίσχυε ο όρος Διαχειριστής (παρόλο που υπεγράφη και από τον Εφεσείοντα και Εφεσίβλητο), καθότι στην μαρτυρία τους και οι δύο αντίδικοι ανέφεραν πλειστάκις τον όρο «ενοικίαση» και οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του Εφεσείοντα δεν είχαν να κάνουν σε τίποτε με την έννοια του όρου Διαχείριση», αλλά και διότι ο Εφεσείων όφειλε ενοίκια για τους μήνες «. Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο .», όπως και κακή ήταν και η εκτίμηση του πως με βάση τη Συμφωνία «. ήταν ευθύνη του Εφεσείοντα οι αξιώσεις για το HACCAP .» και ότι την υπαιτιότητα «. τερματισμού του Συμφωνητικού Εγγράφου την είχε ο Εφεσείοντας .».
Ούτε και με αυτές τις θέσεις του Εφεσείοντα συγκλίνουμε.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε κανένα αυθαίρετο συμπέρασμα για τα ανωτέρω, παρά διατύπωσε ευρήματα έχοντας κατά νουν την αξιοπιστία και βαρύτητα της αφορώσας γραπτής και προφορικής μαρτυρίας που εκτίμησε, όπως και το ότι πλείστα όσα αφορούσαν στη συμβατική σχέση των διαδίκων και άπτονταν των συγκεκριμένων παραπόνων του Εφεσείοντα, αποτυπώνονταν με καθαρότητα στη Συμφωνία, την οποία, παρεμπιπτόντως, ο Εφεσείων παραδέχθηκε πως υπέγραψε συμφωνώντας με το περιεχόμενο της, στις πρώτες δύο αντεξεταστικές ερωτήσεις που του τέθηκαν από τον κ. Πουτζιουρή.
Δεν δικαιολογείται ο παραμερισμός των υπό συζήτηση ευρημάτων.
Τούτα, κρίνονται λελογισμένα και σε σύμπνοια με τη Συμφωνία αλλά και την αξιόπιστη μαρτυρία χωρίς, υποσημειώνουμε, να έχει παραβιαστεί ο κανόνας που απαγορεύει την εισαγωγή εξωγενούς μαρτυρίας προς ερμηνεία εγγράφων όταν κυρίως - όπως εδώ - το κείμενο της Συμφωνίας (και στην απουσία εξαιρέσεων που δεν εφαρμόζονται κειμένως), είναι σαφές και δεν επιδέχεται εύλογης αμφισβήτησης (Θεοδούλου v. Aqua Masters Ltd, Π.Ε. 340/13, ημ. 25.2.21, ECLI:CY:AD:2021:A65, Αδαμίδη ν. Κακουρίδη και Άλλης (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 640, 647-647, Polykarpou v. Plykarpou and Others (1982) 1 C.L.R. 182, 196-197).
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ουδέποτε αποτύπωσε θέση πως οι όροι 18 και 20 της Συμφωνίας παρείχαν νόμιμο έρεισμα στον Εφεσίβλητο να εισέλθει στο υποστατικό/εστιατόριο και να αλλάξει τις κλειδαριές, αλλά ότι, με τη συμπεριφορά του αυτή, τούτος «. επέδειξε την επιλογή του να τερματίσει τη σύμβαση ενοικίασης .» με δεδομένο πως διά του όρου 18 της Συμφωνίας «. νομιμοποιείτο να αναλάβει . ελεύθερη την κατοχή του εστιατορίου χωρίς ειδοποίηση, στην περίπτωση παράλειψης καταβολής από τον διαχειριστή, Ενάγοντα, του διαχειριστικού τέλους .» ενώ κατά τις προβλέψεις του όρου 20 της Συμφωνίας, ο Εφεσίβλητος δικαιούτο να ζητήσει με τον τερματισμό της Συμφωνίας «. όλα τα ποσά τα οποία ο Ενάγοντας του όφειλε ή και θα του όφειλε δυνάμει της Συμφωνίας».
Δεν διακρίνουμε σφάλμα στον πρωτόδικο χειρισμό.
Το ότι κατά τον ισχυρισμό του Εφεσείοντα οι συμβαλλόμενοι αναφέρονταν συχνά κατά τη μαρτυρία τους στον όρο «ενοικίαση», δεν αλλοιώνει την εικόνα των όσων στην πραγματικότητα συμφώνησαν με τη Συμφωνία, ούτε δε και ποτέ κατέστη αυστηρώς επίδικο θέμα η ιδιότητα με την οποία ο Εφεσείων και ο Εφεσίβλητος προχώρησαν στην κατάρτιση της Συμφωνίας, χώρια και από το ότι ο Εφεσείων παραδέχθηκε κατά την αντεξέταση πως ενοικίαζε «. το εστιατόριο υπό τον τίτλο του διαχειριστή» (ως οι επί τούτω ρητοί όροι της Συμφωνίας).
Σωστή είναι και αυτή η πρωτόδικη απόφανση.
Ο Εφεσείων, σε αντιμαχία όσων ανέπτυξε ενώπιον μας η κ. Μικελλίδου, παραδέχθηκε στην κυρίως εξέταση ότι δεν είχε πληρώσει το ενοίκιο «. για Ιούνιο, Ιούλιο και είκοσι μέρες του Αυγούστου.». Ήταν με υπόβαθρο και αυτή την παραδοχή που το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε σε σχέση προς την Ανταπαίτηση πως η αξίωση του Εφεσίβλητου «. για τα δεδουλευμένα τέλη διαχείρισης δεν αμφισβητείται από τον Ενάγοντα υπό την έννοια ότι ο ίδιος ο Ενάγοντας είχε παραδεχθεί ότι όφειλε τα διαχειριστικά τέλη του Ιουνίου, Ιουλίου και του Αυγούστου δηλαδή £2100-, οπόταν ο Ενάγοντας δικαιούται το ποσό αυτό αφού αυτός που παραβίασε την Συμφωνία ήταν ο Ενάγοντας με την μη καταβολή των ενοικίων παραβιάζοντας τον όρο 18 του Τεκμηρίου 1».
Δεν διαφωνούμε με αυτή την κρίση.
Περί του υποτιθέμενα εσφαλμένου πρωτόδικου ευρήματος για ευθύνη του Εφεσείοντα αναφορικώς προς τις αξιώσεις για το πιστοποιητικό του (διεθνούς συστήματος ποιότητας) HACCP («HACCP»), διαπιστώνουμε ότι το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου πως οι σχετικές προς τούτο θέσεις του Εφεσείοντα ήσαν απορριπτέες «. πρώτον γιατί καμιά από τις αξιώσεις της παραγράφου 11 της Έκθεσης Απαίτησης δεν αποδείχθηκε με πραγματική μαρτυρία, δεύτερον γιατί .» ο Εφεσείων είχε δεσμευτεί «. με βάση τους όρους 7, 9 και 10 του συμφωνητικού εγγράφου, τεκμήριο 1, ότι όλα τα έξοδα για την λειτουργία του υποστατικού, περιλαμβανομένων και των αναγκαίων εξόδων για την έκδοση των απαραίτητων αδειών ήταν δική του υποχρέωση .», είναι ορθές και ταυτίζονται με αντίστοιχη αξιόπιστη (και) αναμφισβήτητη μαρτυρία.
Δεν υφίσταται λόγος για εφετειακή παρέμβαση.
Οι λόγοι έφεσης 3, 4, 13, 15, 18 και 20 απορρίπτονται.
Προχωρούμε στους λόγους έφεσης 17, 19, 22 και 23.
Με τον λόγο έφεσης 17, ο Εφεσείων διατείνεται ότι λαθεμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο είπε πως δεν είναι δικογραφημένες οι ειδικές ζημιές, παρόλο που αφορούν στα αντικείμενα που αναγράφονται στην παράγραφο 10 της Έκθεσης Απαίτησης και ότι στην πραγματικότητα οι ειδικές ζημιές για τα έξοδα του Εφεσείοντα για το HACCP δικογραφούνται και στην παράγραφο 11 της Έκθεσης Απαίτησης.
Δεν έχουν έτσι τα πράγματα.
Το τι κατέγραψε το Πρωτόδικο Δικαστήριο - και πολύ ορθά, με μνεία στην Χρυσοστόμου ν. Cyprialife Limited (2011) 1(Β) A.A.Δ. 1490, 1498-1499 - είναι πως παρόλο που η συζητούμενες αξιώσεις δικογραφήθηκαν ως ειδικές ζημιές, τούτες δεν αποδείχθηκαν με την απαιτούμενη σαφήνεια, τεκμηρίωση και αυστηρότητα (βλ. επίσης, Σπύρου ν. Παπαδόπουλου, Π.Ε. 29/12, ημ. 2.4.18, ECLI:CY:AD:2018:A144, Brenan v. Anthimos Demitriou Bonded Warehouse Limited (2014) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2844, 2846-2849, Κολάνη ν. Ταμπούρα (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1108, 1116).
Είπε σχετικώς το Πρωτόδικο Δικαστήριο και αυτά:
«.............................................Αναφορικά με την αξίωση του Ενάγοντα που αφορά τα έξοδα που ο Ενάγοντας ισχυρίστηκε ότι επωμίστηκε για έκδοση της άδειας λειτουργίας αλλά και του πιστοποιητικού HACCAP θα πρέπει επίσης να απορριφθεί πρώτον γιατί καμιά από τις αξιώσεις της παραγράφου 11 της Έκθεσης Απαίτησης δεν αποδείχθηκε με πραγματική μαρτυρία, δεύτερον γιατί είχε δεσμευτεί με βάση τους όρους 7, 9 και 10 του συμφωνητικού εγγράφου, Τεκμήριο 1, ότι όλα τα έξοδα για την λειτουργία του υποστατικού, περιλαμβανομένων και των αναγκαίων εξόδων για την έκδοση των απαραίτητων αδειών ήταν δική του υποχρέωση και τρίτον δεν καταγράφονται ως παρατηρήσεις, οι συγκεκριμένες επιδιορθώσεις στο Τεκμήριο 2, το Δελτίο Επιθεώρησης.
Ο Ενάγοντας αξίωσε απολεσθέντα κέρδη. Για να δικαιούται στην καταβολή μιας τέτοιας αξίωσης θα έπρεπε να αποδείξει ότι ο Εναγόμενος είχε παραβιάσει το συμφωνητικό έγγραφο. Από την μαρτυρία που προσκομίστηκε όμως τόσο από τον Ενάγοντα καθώς και από τον Εναγόμενο αυτός που είχε παραβιάσει τους όρους του συμφωνητικού εγγράφου ήταν Ενάγοντας και όχι ο Εναγόμενος και για αυτό θα πρέπει να απορριφθεί και αυτή του η αξίωση [.]».
Ποσώς λοιπόν ενδείκνυται παραμερισμός των ως άνω.
Ο λόγος έφεσης 17 απορρίπτεται.
Με τους λόγους έφεσης 19 και 22, ο Εφεσείων προβάλλει ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να αποδώσει θεραπεία (αποζημίωση) στον Εφεσείοντα, που έτσι κι αλλιώς «. ζητούσε . στην Αξίωση της Αγωγής του» και πως κακώς θεώρησε πως ο Εφεσείων «. απέτυχε να αποδείξει τις ζημιές που υπέστη.».
Μήτε και αυτή η θέση ισχύει.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, για λόγους που εξήγησε με επάρκεια, έκρινε ότι η αξίωση του Εφεσείοντα ήταν ούτως ή άλλως απογυμνωμένη αξιόπιστης μαρτυρίας, προχωρώντας όμως να εξετάσει και την αδυναμία των θέσεων του Εφεσείοντα για το ύψος της αποζημίωσης που θα μπορούσε να του αποδοθεί υπό άλλες συνθήκες, καταλήγοντας πως η μαρτυρία που προσφέρθηκε ήταν «. αδύνατο να οδηγήσει σε ασφαλή κατάληξη ως προς το ύψος της αποζημίωσης λόγω της ασάφειας και της αοριστίας που την καλύπτει».
Η πρωτόδικη ανάπτυξη είναι ορθή.
Ο λόγοι έφεσης 19 και 22 απορρίπτονται.
Με τον λόγο έφεσης 23, ο Εφεσείων υποβάλλει ότι αστόχως πίστεψε το Πρωτόδικο Δικαστήριο πως ο Εφεσίβλητος απέδειξε την Ανταπαίτηση αφού δεν υπήρξαν πειστήρια ή άλλη συναρτώμενη μαρτυρία.
Αποκλίνουμε.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο - και ήδη προβήκαμε σε διάφορες διαπιστώσεις επιλαμβανόμενοι άλλων λόγων έφεσης - έδωσε πειστικούς και νομικώς ορθούς λόγους για τους οποίους απέρριψε την Αγωγή και δέχθηκε την Ανταπαίτηση, λέγοντας και τούτα ως κατάληξη:
«..................................
Ο Ενάγοντας έχει αποτύχει να αποδείξει τη συγκεκριμένη ζημιά που υπέστη, την αξία των αντικειμένων που κατά τον ισχυρισμό του οικειοποιήθηκε ο Εναγόμενος καθώς και την απώλεια των οποιονδήποτε κερδών εξ υπαιτιότητας του Εναγόμενου. Αντίθετα, ο Εναγόμενος έχει αποδείξει στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων ότι ο Ενάγοντας ήταν αυτός που παραβίασε την σύμβαση αφήνοντας απλήρωτο για τρεις μήνες τόσο το διαχειριστικό τέλος καθώς επίσης το ρεύμα και το νερό. Παράλληλα λόγω της συμπεριφοράς του Ενάγοντα το εστιατόριο παρέμεινε χωρίς διαχειριστή για τρεις περίπου μήνες [.]».
Ο λόγος έφεσης 23 απορρίπτεται.
Εν κατακλείδι.
Ουδείς των λόγων έφεσης ευσταθεί.
Η έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζουμε υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον του Εφεσείοντα έξοδα ύψους €4.000,00 (συν ΦΠΑ αν υπάρχει).
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/κβπ