ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:A239
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 231/2020)
14 Ιουνίου, 2022
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν. 33/1964)
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ N. K., ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΜΕΣΟ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΗΣ ΣΤΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΗΜΕΡ. 18/06/2020, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ Ν.95/70 ΚΑΙ Ν.97/70 ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ, Η ΟΠΟΙΑ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΝΑ ΕΧΕΙ ΥΠΟ ΚΡΑΤΗΣΗ ΤΗΝ ΑΙΤΗΤΡΙΑ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 11 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 5 ΤΗΣ Ε.Σ.Δ.Α.
_________________________________________________
Ρ. Βραχίμης με Ι. Χατζηνικολάου, για την Εφεσείουσα.
Ι. Τσιντίδου (κα) με Μ. Οικονόμου, Δικηγόροι της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσιβλήτους.
_______________________________________________________________________________________
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η Aπόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Την Απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει η Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ. και με αυτή συμφωνούν οι Λιάτσος, Δ., Σωκράτους, Δ. και Σάντης Δ. Ο Γιασεμή, Δ. θα δώσει τη δική του Απόφαση.
_______________________________________________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑΣ)
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εξέδωσε στις 18/6/2020 Διάταγμα για την κράτηση της Εφεσείουσας, με σκοπό την έκδοση της στην Ουκρανία προς έναρξη ποινικής δίωξης της για το αδίκημα της απάτης σε ευρεία κλίμακα με κατάχρηση εμπιστοσύνης, κατά παράβαση του Άρθρου 190, παράγραφος 4 του Ουκρανικού Ποινικού Κώδικα, το οποίο φέρεται να διαπράχθηκε κατά την περίοδο Ιανουαρίου 2013 - Σεπτεμβρίου 2013.
Η Εφεσείουσα, ενεργώντας δυνάμει του Άρθρου 10(1) του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970, Ν. 97/1970, καταχώρησε την Αίτηση 71/2020 στο Ανώτατο Δικαστήριο για την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus προσβάλλοντας τη νομιμότητα της κράτησής της.
Με την Αίτηση προέβαλε τρία ζητήματα που είχαν εγερθεί ενώπιον και του Επαρχιακού Δικαστηρίου και άπτοντο της νομιμότητας του Διατάγματος που εξέδωσε.
Επιπλέον, η Εφεσείουσα κάλεσε όπως το Ανώτατο Δικαστήριο ασκήσει την πρωτογενή αποκλειστική εξουσία που έχει δυνάμει των παρ. (β) και (γ) του Άρθρου 10(3) του Ν. 97/1970 και διατάξει την απελευθέρωση της λόγω της μεγάλης καθυστέρησης από τη διάπραξη των ισχυριζόμενων αδικημάτων και γιατί η εναντίον της καταγγελία έγινε κακόπιστα και της απεκρύβησαν ουσιώδη γεγονότα που, κατά τη θέση της, απολήγουν στο ότι η έκδοση της θα αποτελεί, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων, άδικο και καταπιεστικό μέτρο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήτοι το Ανώτατο Δικαστήριο, στην άσκηση της πρωτογενούς δικαιοδοσίας του δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος, αφού εξέτασε τα παράπονα της Εφεσείουσας έκρινε κατά πρώτον, ανεδαφικά τα τρία ζητήματα που άπτονταν της νομιμότητας του εκδοθέντος Διατάγματος και κατά δεύτερο, κατέληξε ότι υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης δεν δικαιολογείτο ούτε η άσκηση της εξουσίας που προνοείται στο Άρθρο 10(3), παρα. (β) και (γ) του Ν. 97/1970 προς όφελος της.
Σύμφωνα με γεγονότα, όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο τα συνόψισε στην αρχή της Απόφασης του, η υπόθεση εναντίον της Εφεσείουσας για την οποία επιζητείτο η έκδοση της ώστε αυτή να δικαστεί, ήταν ότι, κατά την περίοδο Ιανουαρίου 2013 - Σεπτεμβρίου 2013, προφασιζόμενη ότι ενεργεί προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων κάποιου ονόματι Dashkevych, σήμερα αποβιώσαντα, εξασφάλισε πρόσβαση στη διαχείριση τραπεζικών λογαριασμών που ανοίχθηκαν επ' ονόματι του και απέσπασε το ποσό των 17.617.212,50 Ουκρανικών γριβνών. Στα σχετικά έγγραφα που παρουσιάστηκαν διδόταν αναλυτική περιγραφή των ισχυριζόμενων πράξεων της Εφεσείουσας και της φερόμενης ως συνεργού της, ενώ γινόταν αναφορά και στους αριθμούς των τραπεζικών λογαριασμών και στις επωνυμίες των τραπεζικών ιδρυμάτων που χρησιμοποιήθηκαν για τις καταθέσεις των χρημάτων που προέκυψαν από την πώληση της ακίνητης περιουσίας του Dashkevych. Επίσης, καταγράφονταν οι λογαριασμοί στους οποίους μεταφέρθηκαν τα εν λόγω ποσά και γινόταν αναφορά σε άνοιγμα νέων τραπεζικών λογαριασμών επ' ονόματι του Dashkevych, χωρίς ο ίδιος ή οποιοδήποτε μέλος της οικογένειας του να ενημερωθεί προς τούτο. Σύμφωνα δε με τα γεγονότα, όπως αυτά τέθηκαν από τις Ουκρανικές αρχές, μέρος των χρημάτων που εισπράχθηκαν από την πώληση της ακίνητης περιουσίας του Dashkevych φέρεται να κατέληξε σε λογαριασμούς της Εφεσείουσας, της συνεργού της και άλλων φυσικών και νομικών προσώπων. Το ποσό αυτό, σύμφωνα με τις Ουκρανικές αρχές, ανέρχεται σε 17.617.212,50 Ουκρανικές γρίβνες και είναι για αυτό το ποσό που η Εφεσείουσα κατηγορείται ότι διενήργησε απάτη σε ευρεία κλίμακα με κατάχρηση εμπιστοσύνης και με συνωμοσία κατά παράβαση του άρθρου 190 παράγραφος 4 του Ουκρανικού Ποινικού Κώδικα, αδικήματα τα οποία, με βάση το Ουκρανικό Δίκαιο, θεωρούνται ιδιαίτερα σοβαρά και προβλέπουν αυστηρές ποινές φυλάκισης.
Εναντίον της Εφεσείουσας είχε εκδοθεί προσωρινό ένταλμα σύλληψης δυνάμει του Άρθρου 16 του περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως Φυγοδίκων (Κυρωτικού) Νόμου, Ν. 95/1970. Το Άρθρο 16(2) του εν λόγω Νόμου προνοεί ότι η αίτηση για προσωρινό ένταλμα σύλληψης «θα διαλαμβάνη την ύπαρξιν» ενός από τα δικαιολογητικά που αναφέρονται στο Άρθρο 12(2)(α) του Ν. 95/1970[1]. Στην προκείμενη περίπτωση η έκδοση του προσωρινού εντάλματος σύλληψης είχε γίνει στη βάση ερυθράς αγγελίας της Interpol, στην οποία γινόταν αναφορά σε «ένταλμα σύλληψης ή δικαστική απόφαση που έχει το ίδιο αποτέλεσμα», ημερ. 18/10/2016. Το έγγραφο ημερ. 18/10/2016 δεν περιλαμβάνετο στα δικαιολογητικά έγγραφα της αίτησης για έκδοση της Εφεσείουσας και, αντ' αυτού, περιλαμβάνετο άλλο έγγραφο ημερ. 8/2/2017.
Η Εφεσείουσα άσκησε έφεση με την οποία προσβάλλεται η εγκυρότητα της πρωτόδικης Απόφασης ημερ. 31/7/2020, προωθώντας έξι συνολικά Λόγους Έφεσης.
Οι Λόγοι Έφεσης 1, 2 και 3 περιστρέφονται γύρω από το κατά πόσο στην προκείμενη περίπτωση ικανοποιούνταν οι πρόνοιες του Άρθρου 12(2)(α) του Ν. 95/1970 σε ό,τι αφορά το δικαιολογητικό στοιχείο που παρουσιάστηκε προς υποστήριξη της αίτησης έκδοσης.
Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι ο μεν Ν. 97/1970 ρυθμίζει γενικά τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία για την έκδοση φυγοδίκων, ενώ ο περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως Φυγοδίκων (Κυρωτικός) Νόμος του 1970 (Ν. 95/1970) καθορίζει τις προϋποθέσεις για έκδοση φυγοδίκων μεταξύ των χωρών που προσχώρησαν στην κυρωθείσα Σύμβαση, όπως στην προκείμενη περίπτωση η Ουκρανία (Επί τοις αφορώσι τον χχχ Bustani (1991) 1 Α.Α.Δ. 336). Ο περί εκδόσεως Φυγοδίκων (Τροποποιητικός) Νόμος του 1990, Ν. 97/1990, βεβαιώνει ότι το απαιτούμενο για τους σκοπούς έκδοσης αποδεικτικό υλικό σε χώρες όπου ισχύει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση είναι εκείνο που προβλέπεται στη Σύμβαση.
Με τον 4ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε επί του ζητήματος της καθυστέρησης και της μεταβολής των συνθηκών της Εφεσείουσας. Μέσω του 5ου Λόγου Έφεσης η Εφεσείουσα διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο «κατέληξε στη στέρεα διαπίστωση ότι το κριτήριο της αμφίπλευρης εγκληματικότητας ικανοποιείτο». Με τον 6ο Λόγο Έφεσης υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι «υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, δεν δικαιολογείται ούτε η άσκηση της εξουσίας που προνοείται στο άρθρο 10(3) παρ.(β) ή (γ) του Ν.97/1970 προς όφελος της Αιτήτριας».
Mέσω του Λόγου Έφεσης 1 πλήττεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει τη θέση της Εφεσείουσας ότι η αίτηση για έκδοση της ήταν ελλιπής και αντιβαίνουσα των προνοιών του Άρθρου 12(2)(α) του Ν. 95/1970.
Το επιχείρημα της Εφεσείουσας ήταν διττό. Αφενός, ότι το έγγραφο ημερ. 18/10/2016 που μνημονεύετο στην ερυθρά αγγελία της Interpol ημερ. 26/12/2016 και που αποτέλεσε τη βάση για την έκδοση του προσωρινού εντάλματος σύλληψης δεν περιλαμβάνετο στα δικαιολογητικά έγγραφα της αίτησης για έκδοση και, αφετέρου, ότι σε αυτά περιλαμβάνετο το έγγραφο ημερ. 8/2/2017 που, στην όψη του, είναι απόφαση δικαστηρίου για κράτηση και όχι ένταλμα σύλληψης, μεταγενέστερη της ερυθράς αγγελίας της Interpol.
Επειδή, κατά την Εφεσείουσα, η διαδικασία έκδοσης και η διαδικασία σύλληψης είναι δύο διαδικασίες άρρηκτα συνδεδεμένες επί τη βάσει της σύνδεσης των προνοιών του Άρθρου 16 του Ν. 95/70 [Προσωρινή Σύλληψις] το οποίο παραπέμπει στο Άρθρο 12(2)(α) [Αίτησις και Δικαιολογητικά Στοιχεία] του ιδίου Νόμου, δεν νοείτο τα δικαιολογητικά τα οποία συνόδευαν την αίτηση έκδοσης να είναι διαφορετικά από εκείνα σ τα οποία βασίστηκε το αίτημα για έκδοση εντάλματος σύλληψης. Και τούτο, όπως επεσήμανε, ανεξάρτητα από το κατά πόσο η διαδικασία έκδοσης ξεκινά με την καταχώρηση της εξουσιοδότησης του Υπουργού ή με την προσωρινή σύλληψη μέχρι την καταχώρηση της εξουσιοδότησης. Στη βάση αυτή υποστήριξε ότι η διαδικασία έκδοσης κατέστη αντικρουόμενη και αντινομική.
Το Άρθρο 16 του Ν. 95/70 προνοεί ότι η αίτηση για προσωρινό ένταλμα σύλληψης «θα διαλαμβάνη την ύπαρξιν» ενός από τα δικαιολογητικά που αναφέρονται στο Άρθρο 12(2)(α).
Όπως ορθά επισημαίνεται από την ευπαίδευτη συνήγορο για το Γενικό Εισαγγελέα, η επιχειρηματολογία της πλευράς της Εφεσείουσας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου βασίστηκε στη θέση ότι η διαδικασία έκδοσης ξεκινά με την προσωρινή σύλληψη, επικαλούμενη προς τούτο την υπόθεση Kotlyarenko v. Γενικού Εισαγγελέα (2009) 2 Α.Α.Δ. 269, στην οποία το Εφετείο έκανε την ακόλουθη αναφορά:
«Επειδή δεν είχε ακόμη εκδοθεί η εξουσιοδότηση του Υπουργού, το προσωρινό ένταλμα σύλληψης εκδόθηκε δυνάμει του Άρθρου 8(1)(β) του Νόμου, δηλαδή από Πρόεδρο Επαρχιακού Δικαστηρίου, αντί από Επαρχιακό Δικαστή, δυνάμει του Άρθρου 8(1)(α). Με την έκδοση του προσωρινού εντάλματος σύλληψης, ξεκίνησε και η διαδικασία για την έκδοση του φυγοδίκου. Η διαδικασία που ακολουθείται σε τέτοιες περιπτώσεις, γίνεται δυνάμει του Άρθρου 9 του Νόμου, το οποίο καθορίζει τις εξουσίες του Δικαστηρίου ενώπιον του οποίου θα προσαχθεί ο συλληφθείς για να αποφασίσει για την κράτηση του ή όχι. Το συγκεκριμένο άρθρο, προβλέπει, τόσο για την περίπτωση μη προσκόμισης σε εκείνο το στάδιο της εξουσιοδότησης, όσο και για την αντίθετη περίπτωση. Όμως, και στη μια και στην άλλη περίπτωση, η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου για έκδοση του φυγοδίκου, έχει ήδη αρχίσει από της εκδόσεως του προσωρινού εντάλματος σύλληψης.
Είναι φανερό από τις πρόνοιες του Νόμου, ότι δεν μπορεί το θέμα της προσωρινής σύλληψης και κράτησης, να διαχωριστεί από την υπόλοιπη διαδικασία για έκδοση φυγοδίκου.»
Όπως ορθά σχολιάστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η αναφορά στην Kotlyarenko, ότι η διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου για έκδοση του φυγοδίκου είχε ήδη αρχίσει από της εκδόσεως του προσωρινού εντάλματος σύλληψης ήταν εκτός του λόγου της απόφασης (obiter dictum), εφόσον προσβαλλόμενο στο πλαίσιο της αίτησης έκδοσης ήταν το διάταγμα κράτησης και όχι το προσωρινό ένταλμα σύλληψης που προηγήθηκε. Περαιτέρω, όπως ορθώς επισημάνθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, «ό,τι η απόφαση ήθελε να υποδείξει ήταν ότι τόσο το προσωρινό ένταλμα σύλληψης όταν χρειάζεται, όσο και το μεταγενέστερο διάταγμα κράτησης εκδίδονται δυνάμει του Ν.97/90 και εντάσσονται στην πολιτική δικαιοδοσία εφόσον εκδίδονται στο πλαίσιο της ευρύτερης διαδικασίας για έκδοση.»
Η έναρξη της διαδικασίας έκδοσης προϋποθέτει την αναφερόμενη στο Νόμο εξουσιοδότηση του Υπουργού, η οποία εκδίδεται κατόπιν αιτήματος των αρμοδίων κρατικών αρχών και το προσωρινό ένταλμα σύλληψης δεν είναι μέρος της καθαυτό διαδικασίας έκδοσης.
Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με τον Altieri (Αρ.2) (1993) 1 Α.Α.Δ. 576 στην οποία παρέπεμψε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το προσωρινό ένταλμα σύλληψης καμιά επιρροή δεν ασκεί στη μετέπειτα διαδικασία εκδόσεως η οποία αρχίζει με την εξουσιοδότηση του Υπουργού. Σκοπός του προσωρινού εντάλματος σύλληψης είναι η σύλληψη του φυγόδικου για την περαιτέρω υλοποίηση των σκοπών του Νόμου και της Σύμβασης.
Το ότι η διαδικασία έκδοσης σηματοδοτείται με την έκδοση της εξουσιοδότησης του Υπουργού κατ' ακολουθίαν της αίτησης της αιτήτριας χώρας, σαφώς προκύπτει από την υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Paliei, Πολιτική Έφεση Αρ. 221/2019, ημερ. 26/11/2019, ECLI:CY:AD:2019:A485 και το πιο κάτω απόσπασμα που το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε από την εν λόγω υπόθεση:
«Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η θέση του συνηγόρου του αιτητή ότι η επίδικη διαδικασία ενεργοποιήθηκε με την έκδοση από την Interpol της ερυθράς αγγελίας και της κατ΄ ακολουθία αυτής έκδοσης και εκτέλεσης εναντίον του αιτητή του προσωρινού εντάλματος σύλληψης. Η έναρξη της διαδικασίας έκδοσης προϋποθέτει την αναφερόμενη στο Νόμο εξουσιοδότηση του Υπουργού, η οποία εκδίδεται «κατόπιν αιτήσεως εκδόσεως, υποβαλλόμενης υπό τίνος Κράτους συνάψαντος συνθήκη εκδόσεως μετά της Δημοκρατίας» (άρθρο 7 του Νόμου). Επομένως η ερυθρά αγγελία της Interpol και το προσωρινό ένταλμα σύλληψης που εκδόθηκε ως αποτέλεσμά της, δεν σηματοδότησε και έναρξη της διαδικασίας έκδοσης εφόσον η Interpol δεν είναι Κράτος, η δε εξουσιοδότηση του Υπουργού εκδόθηκε ως αποτέλεσμα της αίτησης των ουκρανικών αρχών και όχι κατόπιν αιτήσεως της Interpol η οποία έχει ως αποστολή τη συνεργασία των αστυνομικών αρχών των διαφόρων Κρατών για πάταξη του εγκλήματος διεθνώς.»
Ο ισχυρισμός που προβάλλεται ενώπιον μας και ο οποίος δεν φαίνεται να προβλήθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως το «λάθος» που έγινε κατά τη διαδικασία σύλληψης - που προηγήθηκε - επηρεάζει τη διαδικασία έκδοσης που ακολούθησε, στη βάση του ότι οι δύο διαδικασίες είναι «άρρηκτα συνδεδεμένες» και δεν μπορούν να διαχωριστούν, δεν βοηθά την Εφεσείουσα, ούτε διαφοροποιεί την ουσία του ζητήματος εφόσον το προσωρινό ένταλμα σύλληψης δεν μπορεί να επηρεάσει τη μετέπειτα διαδικασία εκδόσεως.
Με βάση τα πιο πάνω ο Λόγος Έφεσης 1 απορρίπτεται.
Mέσω του Λόγου Έφεσης 2 πλήττεται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να κρίνει ως εύλογη την κατάληξη του Επαρχιακού Δικαστηρίου ότι η απόφαση ημερ. 8/2/2017 - που ήταν το δικαιολογητικό που παρουσιάστηκε - ικανοποιούσε την προϋπόθεση του Άρθρου 12(2)(α) του Ν. 95/1970, θεωρώντας ότι υπήρχε βεβαίωση προερχόμενη από την αρμόδια αρχή της αιτήτριας χώρας ότι η εν λόγω απόφαση είχε την ίδια ισχύ με ένταλμα σύλληψης και ότι είχε εκδοθεί στη βάση της διαδικασίας που καθορίζεται στην Ουκρανική νομοθεσία.
Κατ' αρχάς δεν αμφισβητείται από την Εφεσείουσα ότι ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου είχε κατατεθεί (στο πλαίσιο της δέσμης του Τεκμηρίου 9) βεβαίωση προερχόμενη από αρμόδια αρχή της αιτούσας χώρας, ήτοι το γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα της Ουκρανίας, σύμφωνα με την οποία η απόφαση ημερ. 8/2/2017 είχε την ίδια ισχύ με ένταλμα σύλληψης και ότι είχε εκδοθεί στη βάση της διαδικασίας που καθορίζεται στην Ουκρανική νομοθεσία ("In addition, I hereby repeatedly send you a copy of the mentioned court decision having the same force and effect as Warrant of Arrest, which was rendered according to the procedure stipulated in the Ukranian legislation".)
Όπως ορθά επισημάνθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, άλλη αντίθετη μαρτυρία δεν είχε τεθεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Το Άρθρο 12(2)(α) του Ν. 95/1970 κάνει ρητή αναφορά σε ένταλμα σύλληψης ή άλλης πράξης που να έχει την ίδια ισχύ.
Διατείνεται η πλευρά της Εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα παραγνώρισε ότι το ίδιο το έγγραφο, στην όψη του, αποτελεί διαταγή για να τεθεί η Εφεσείουσα υπό κράτηση και όχι ένταλμα σύλληψης αφού, κατά τις ίδιες τις Ουκρανικές Αρχές, επρόκειτο για απόφαση κράτησης σύμφωνα με το Άρθρο 25 του Ν. 95/1970[2] το οποίο αναφέρεται σε μέτρα που επιβάλλονται μετά την καταδίκη ενός προσώπου.
Η πιο πάνω θέση βασίστηκε στο γεγονός ότι υπήρχε αναφορά στη δέσμη του Τεκμηρίου 9 ότι η εν λόγω απόφαση ημερ. 8/2/2017 ανταποκρινόταν στην έννοια των «μέτρων ασφαλείας» του πιο πάνω Άρθρου. Όπως ορθά εντόπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η εν λόγω αναφορά δεν είχε διαλάθει της προσοχής του Επαρχιακού Δικαστηρίου το οποίο και έκρινε ότι επρόκειτο για λανθασμένη αναφορά, αφού το Άρθρο 25 αναφέρεται ξεκάθαρα σε μέτρα που επιβάλλονται μετά την καταδίκη ενός προσώπου. Με δεδομένο ότι δεν ήταν τέτοια η περίπτωση της Εφεσείουσας εφόσον αυτή δεν είχε καταδικαστεί αλλά η έκδοση της ζητείτο για να ασκηθεί εναντίον της ποινική δίωξη, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε εύλογη την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί λανθασμένης αναφοράς.
Ως εκ τούτου ο Λόγος Έφεσης 2 απορρίπτεται.
Με τον τρίτο Λόγο Έφεσης η Εφεσείουσα παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι το έγγραφο ημερ. 8/2/2017 έφερε τη σφραγίδα και υπογραφή του Δικαστή που επιλήφθηκε της υπόθεσης, καθώς και τη σφραγίδα του εκδικάσαντος Δικαστηρίου και ότι, συνεπακόλουθα, πληρείτο η προϋπόθεση του Άρθρου 12(2)(α) του Ν. 95/1970.
Όπως προκύπτει, η Εφεσείουσα δεν αμφισβητεί ότι στο υπό αναφορά έγγραφο το οποίο είναι στην Ουκρανική γλώσσα υπήρχε σφραγίδα και υπογραφή. Εκείνο που αμφισβητεί είναι κατά πόσο η σφραγίδα και η υπογραφή ανήκουν στο Δικαστή που επιλήφθηκε της υπόθεσης ή του εκδικάζοντος Δικαστηρίου.
Επισημαίνεται, εν πρώτοις, ότι εκείνο που είχε εγερθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και αποφασίστηκε ήταν το παράπονο της Εφεσείουσας ότι η απόφαση ημερ. 8/2/2017 δεν συνιστούσε κεκυρωμένο αντίγραφο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στις διαπιστώσεις του Επαρχιακού Δικαστηρίου ότι το εν λόγω έγγραφο έφερε σφραγίδα και υπογραφή του Δικαστή που είχε επιληφθεί της υπόθεσης, καθώς και σφραγίδα του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, στοιχεία που καθιστούσαν το ένταλμα «πέρα από πιστό αντίγραφο», έκρινε εύλογη την κατάληξη του Επαρχιακού Δικαστηρίου ότι πληρείτο η προϋπόθεση του Άρθρου 12(2)(α) του Ν. 95/1970.
Με βάση την ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου μαρτυρία, ότι το έγγραφο ημερ. 8/2/2017 συνιστούσε απόφαση Ουκρανικού Δικαστηρίου με την οποία διατάχθηκε η κράτηση της Εφεσείουσας, όπως αυτή προέκυπτε ειδικότερα από τα όσα κατέθεσε ο Μ.Α.2, και δεδομένου ότι ουδεμία περί του αντιθέτου μαρτυρία είχε προσκομισθεί, το εύρημα του Επαρχιακού Δικαστηρίου ότι η απόφαση ημερ. 8/2/2017 έφερε την επίσημη σφραγίδα και υπογραφή του Δικαστή που επιλήφθηκε της υπόθεσης και η συνεπακόλουθη κατάληξη του ότι, υπό αυτά τα δεδομένα και με αναφορά στην υπόθεση Shylenko (2005) 1 Α.Α.Δ. 1111[3], πληρείτο η προϋπόθεση του Άρθρου 12(2)(α), ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως εύλογη.
Ενόψει των πιο πάνω ο τρίτος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.
Με το Λόγο Έφεσης 4 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε επί του ζητήματος της καθυστέρησης και της μεταβολής των συνθηκών της Εφεσείουσας.
Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου τέθηκε ότι, ενώ η καταγγελία εναντίον της Εφεσείουσας από τους συγγενείς του αποβιώσαντα είχε γίνει το 2013, η ίδια ουδέποτε οχλήθηκε παρά το ότι μέχρι και το καλοκαίρι του 2015 διέμενε στην Ουκρανία. Έκτοτε διαμένει στην Κύπρο με την θυγατέρα της ηλικίας σήμερα 16 ετών και έχει την 23/6/2017 παντρευτεί Κύπριο πολίτη. Υποστηρίχθηκε συναφώς ότι η Εφεσείουσα δεν είχε οποιαδήποτε ευθύνη για την καθυστέρηση. Κατά την παραμονή της στην Κύπρο είχε επαφή με το προξενείο της Ουκρανίας χωρίς να της αναφερθεί ότι εκκρεμούσε οτιδήποτε εναντίον της και ότι, αντιθέτως, σε αίτημα της για πιστοποιητικό λευκού ποινικού μητρώου της δόθηκε επιστολή της Αστυνομίας της Ουκρανίας ημερ. 26/1/2018, η οποία αναφέρει ότι αυτή δεν είναι ποινικά υπόλογη, δεν της έχει επιβληθεί ποινή και δεν καταζητείται. Επιπλέον, σύμφωνα με έγγραφο της Κρατικής Συνοριακής Υπηρεσίας της Ουκρανίας από τον Οκτώβριο του 2013 που έγινε η καταγγελία μέχρι τον Ιούνιο του 2015, η Εφεσείουσα εισήλθε στην Ουκρανία οκτώ φορές και εξήλθε άλλες εννέα, με τελευταία την 8/6/2015, χωρίς να την οχλήσει κανένας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε εκτενή αναφορά στη νομολογία που αφορά το θέμα του χρόνου από την οποία προκύπτει ότι ενώ η πάροδος χρόνου, ακόμα και μακρού, δεν είναι αφ' εαυτής λόγος για μη έκδοση φυγοδίκου, καθυστέρηση η οποία απολήγει σε καταπίεση μπορεί να καταστήσει την έκδοση άδικο ή καταπιεστικό μέτρο, με βάση τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 10(3), ενώ πρωταρχικής σημασίας αποτελεί και το ερώτημα ποιος ευθύνεται για την καθυστέρηση.
Στην υπόθεση Sergeevna (Αρ. 2) (2012) 1 Α.Α.Δ. 1574, την οποία επικαλέστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έθεσε το θέμα του χρόνου στις σωστές του διαστάσεις αναφέροντας τα ακόλουθα:
«Ούτε ενδιαφέρει εδώ το θέμα του χρόνου από την άποψη της δυνατότητας δίκαιης δίκης, αφού το ζητούμενο είναι μάλλον το κατά πόσο η πάροδος μακρού χρόνου απολήγει να επιφέρει αδικία και καταπίεση σε συνάρτηση με τις περιστάσεις όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί στο διάστημα εκείνο. Εδώ μας απασχολεί λοιπόν το ευρύτερο θέμα της σημασίας του χρόνου, αφού, όπως υπεδείχθη και στην υπόθεση Kakis v. Government of the Republic of Cyprus [1978] 3 All E.R. 634, HL, το κριτήριο δεν είναι τόσο το μήκος του χρόνου, όσο η ποιότητά του, με την έννοια πρωτίστως ότι η πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος ενδέχεται να έχει επιφέρει τέτοιες διαφοροποιήσεις στις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του ζητουμένου προς έκδοση, που θα ήταν άδικο και καταπιεστικό να εκδοθεί, με επακόλουθο την πλήρη ανατροπή των δεδομένων της ζωής του και των ευλόγων προσδοκιών του. Σχετική προς τούτο είναι και η σοβαρότητα του αδικήματος για το οποίο ζητείται η έκδοση, έστω και αν το αδίκημα δεν είναι «ασήμαντης» φύσης με αναφορά στο Άρθρο 10(3)(α), αφού η μειωμένη σοβαρότητα του αδικήματος συνσταθμίζεται με τις συνέπειες της έκδοσης.»
Στην υπόθεση Badar (2004) 1 Α.Α.Δ. 1625 την οποία, επίσης, επικαλέστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού επισημάνθηκε ότι η εμβέλεια του Άρθρου 10(3)(β) λοιπόν δεν μπορεί να περιορισθεί ώστε να αποκλείει οποιοδήποτε παράγοντα μπορεί να είναι σχετικός στη δεδομένη περίπτωση ως προς τις συνέπειες της καθυστέρησης αφού οι όροι "άδικον ή καταπιεστικόν μέτρον", που είναι το ζητούμενο, είναι ευρείς, αναφέρθηκαν και τα εξής σχετικά με το υπό συζήτηση θέμα:
«Πρωταρχικής σημασίας λοιπόν είναι το ερώτημα ποίος ευθύνεται για την καθυστέρηση. Αν ευθύνεται ο Αιτητής, δεν μπορεί κατά κανόνα να την επικαλείται. Αυτή ήταν η περίπτωση στην In Re Νικολαΐδη στην οποία εκρίθη ότι, καθ΄όσον η καθυστέρηση, αν και μεγάλη, οφείλετο αποκλειστικά σε υπαιτιότητα του Αιτητή, αυτή δεν μπορούσε να επενεργήσει προς όφελος του. Ομοίως και στην In Re Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 814, όπου εκρίθη ότι, όχι μόνο η περίοδος για την οποία εγίνετο λόγος δεν ήταν μακρά ώστε να δικαιολογούσε εφαρμογή του άρθρου 10(3)(β), αλλά και ότι αυτή οφείλετο και στην προσπάθεια του ίδιου του Αιτητή να αποφύγει την έκδοση. Αν η καθυστέρηση δεν οφείλεται στον Αιτητή θα πρέπει να εξετασθούν η έκταση και οι συνέπειες της για τον Αιτητή, περιλαμβανομένων των εν των μεταξύ διαμορφωθεισών καταστάσεων του και των εύλογων προσδοκιών του, θα ήταν δε ασφαλώς επιβαρυντικό για τη χώρα η οποία αιτείται την έκδοση αν η καθυστέρηση οφείλετο στην ίδια. Ο χρόνος αυτός καθ΄αυτός βεβαίως δεν είναι αποφασιστικό κριτήριο. Όπως το έθεσε ο Νικολάου, Δ., στην υπόθεση In Re Καρπένκο (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 989, σελίδες 995-996:
"Η πάροδος χρόνου, ακόμα και μακρού, δεν είναι αφ΄εαυτής λόγος για μη έκδοση φυγοδίκου. Θα συνιστούσε λόγο μόνο εφόσον, καθώς αναφέρεται στο άρθρο 10(3)(β) του Ν. 97/1970, "θα απετέλει, λαμβανομένων υπ΄όψιν απασών των περιστάσεων, άδικον ή καταπιεστικόν μέτρον.". Κατά την κρίση μου δεν συντρέχουν εδώ περιστάσεις με τέτοια επενέργεια."
Στην υπόθεση εκείνη τα αδικήματα διαπράχθησαν το 1993 και το ένταλμα σύλληψης του Αιτητή εξεδόθη ένα χρόνο μετά. Εκρίθη ότι δεν υπήρξε τέτοια καθυστέρηση στη διερεύνηση και τροχιοδρόμηση της σύλληψης και έκδοσης του Αιτητή, που ήταν το χρονικό διάστημα ως προς το οποίο είχε υποβληθεί εισήγηση για εφαρμογή του άρθρου 10(3)(β) (η εισήγηση δεν επεκτείνετο στο χρόνο που ακολούθησε μέχρι την εν λόγω απόφαση), που να δικαιολογούσε εφαρμογή του άρθρου 10(3)(β).
Ούτε και στην In Re Wehbe, ανωτέρω, εκρίθη ότι το διάστημα του ενός και πλέον έτους που διέρρευσε μεταξύ της διάπραξης των αδικημάτων και της έναρξης της διαδικασίας έκδοσης ήταν αδικαιολόγητα μακρύ για να είχε εφαρμογή το άρθρο 10(3)(β)».
Απόλυτα σχετικό με τα υπό συζήτηση θέμα είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Χαρατσίδη, Πολιτική Έφεση Αρ. 394/2014, ημερ. 28/3/2016, ECLI:CY:AD:2016:A176, το οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε στην Απόφαση του:
«Η νομολογία, όπως ιδιαιτέρως την έχουν αναπτύξει και οι δύο συνήγοροι κατά τη διάρκεια της συζήτησης της έφεσης, θεωρεί τον χρόνο που έχει διαρρεύσει μεταξύ της διάπραξης ενός αδικήματος και της έκδοσης του ατόμου που εμπλέκεται στο αδίκημα ή έχει καταδικαστεί γι΄ αυτό, ως ιδιάζουσας σημασίας μόνο στις περιπτώσεις όπου ο ίδιος ο κατηγορούμενος ή καταδικασθείς δεν ευθύνεται καθόλου για την καθυστέρηση, ενώ από την άλλη το αιτόν κράτος είναι το ίδιο υπεύθυνο για υπαίτια καθυστέρηση στην αναζήτηση της έκδοσης του ατόμου. Μόνο όπου το κράτος είναι υπαίτιο για τέτοια καθυστέρηση, αλλά και στην περίπτωση όπου το αιτόν κράτος είχε κοινοποιήσει την πρόθεση του στο κατηγορηθέν ή καταδικασθέν άτομο ότι δεν θα προωθούσε την υπόθεση εναντίον του, ο παράγων της διέλευσης του χρόνου αποκτά σημασία. Όπου η καθυστέρηση που έχει σημειωθεί οφείλεται στον ίδιο τον φυγόδικο, τότε αυτός δεν μπορεί να επωφεληθεί από την εκ προθέσεως φυγοδικία του, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ως άδικη ή καταπιεστική η εκ των υστέρων έκδοση του. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Gomes v. Government of Trinidad and Tobago (2009) 3 All E.R. 549, και Krzyzowski (2007) EWHC 2754).
Η πάροδος του χρόνου δεν αποτελεί παράγοντα παραβίασης του δικαιώματος δίκαιης δίκης, (Γενικός Εισαγγελέας ν. Mrwkwa Πολ. Έφ. αρ. 41/14 ημερ. 5.3.2014), στην ίδια την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για Έκδοση Φυγοδίκων, που καταρτίστηκε στο Παρίσι στις 13.12.1957, όπως κυρώθηκε από τη Δημοκρατία με το Νόμο αρ. 95/70, προνοείται όμως στο άρθρο 10(3)(β) στον ημεδαπό Νόμο αρ. 97/1970, η περίπτωση όπου η πάροδος μακρού χρόνου θα αποτελούσε, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων, «άδικο ή καταπιεστικό μέτρο». Εξυπακούεται από το λεκτικό της νομοθεσίας ότι εάν ευθύνεται ο ίδιος ο φυγόδικος για τη σημειωθείσα καθυστέρηση, το σχετικό άρθρο δεν έχει εφαρμογή. Η θέση αυτή σημειώθηκε νωρίς στη νομολογία όταν η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση Kakis v. Government of the Republic of Cyprus - ανωτέρω - με αναφορά στο αντίστοιχο άρθρο 8(3) του Fugitive Offenders Act, 1967, αποφάσισε ότι η έννοια του «άδικου» σχετίζεται πρωτίστως με τον κίνδυνο δυσμενούς επηρεασμού του κατηγορουμένου κατά τη διεξαγωγή της δίκης του, το δε «καταπιεστικό» σχετίζεται με την αλλαγή στις προσωπικές περιστάσεις κατά την περίοδο του χρόνου που έχει διαρρεύσει. Αν η καθυστέρηση οφείλεται στον ίδιο τον φυγόδικο με το να εγκαταλείψει τη χώρα ή να αποκρύπτει τις κινήσεις του ώστε να αποφεύγει τη σύλληψη, τότε η έκδοση δεν μπορεί να θεωρείται ως άδικη και καταπιεστική. Ο λόγος αυτός της Kakis, ασχέτως του αποτελέσματος της ίδιας της υπόθεσης, υιοθετήθηκε στη Νικολαΐδη (1999) 1 Α.Α.Δ. 1964, την Ahmed Yousef Wehbe (1985) 1 C.L.R. 56 και στις In Re Tarling (1979) 1 All E.R. 981 και Ali Secretary of State (1984) 1 All E.R. 1009.
Σημειώνεται ότι στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Εφετείου της Σκωτίας στην Slawomir Lagunionek v The Lord Advodate (2015) HCJAC 53, λέχθηκε ότι από την ώρα που ο εφεσείων διαπιστώθηκε ως φυγόδικος, αυτό έθετε σχεδόν κατ' αυτόματο τρόπο εμπόδιο σε εισήγηση μη έκδοσης λόγω παρόδου χρόνου, εκτός και αν ο φυγόδικος μπορούσε να τεκμηριώσει "serious injustice or oppression".»
Δεν πρέπει να λησμονείται ότι η καθυστέρηση και η εξ αυτής μεταβολή των προσωπικών περιστάσεων ενός φυγοδίκου αφ' εαυτών δεν είναι αρκετό να δικαιολογήσουν άδικη και καταπιεστική μεταχείριση. Το Δικαστήριο έχει την ευθύνη να σταθμίσει τα δικαιώματα του φυγοδίκου σε συνάρτηση με το δημόσιο συμφέρον που επιβάλει ότι κάθε παραβάτης πρέπει να οδηγείται ενώπιον της δικαιοσύνης. Τα Δικαστήρια της χώρας έκδοσης οφείλουν να επιδεικνύουν σεβασμό στις υποχρεώσεις της χώρας τους έναντι της αιτήτριας χώρας και να συνεκτιμούν και την ανάγκη αποτροπής άλλων επίδοξων φυγοδίκων από του να βρουν καταφύγιο στη χώρα μας (Γενικός Εισαγγελέας v. Mrukwa (2014) 1 Α.Α.Δ. 495, ECLI:CY:AD:2014:A160). Και τούτο μέσα στο πλαίσιο της αρχής της αβροφροσύνης που, όπως υπογραμμίσθηκε στην υπόθεση Mechanov (Αρ. 2) (2001) 1 Α.Α.Δ. 1218:
«. διέπει τις διακρατικές σχέσεις και που στην περίπτωση της έκδοσης φυγοδίκων σκοπό έχει την καταπολέμηση του εγκλήματος σε πλανητικό επίπεδο. Με τα εχέγγυα που φυσικά παρέχουν οι διμερείς και πολυμερείς συνθήκες, καθώς και η εσωτερική νομοθεσία.»
Στην προκείμενη περίπτωση το αδιαμφισβήτητο πλαίσιο των γεγονότων που καλύπτει το ζήτημα αποτυπώνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Από αυτό προκύπτει ότι η κατ' ισχυρισμό παράνομη συμπεριφορά της Εφεσείουσας αφορά στην περίοδο Ιανουαρίου 2013 - Σεπτεμβρίου 2013, ενώ η διενέργεια προδικαστικής έρευνας ξεκίνησε από τις Ουκρανικές αρχές εναντίον της Εφεσείουσας στις 2/10/2013. Στις 25/6/2015 εκδόθηκε το "Notice of Suspicion" και την επομένη (26/6/2015) η Εφεσείουσα καταχωρήθηκε στον κατάλογο των καταζητούμενων προσώπων, ενώ αργότερα, στις 26/12/2016, στον κατάλογο των διεθνώς καταζητούμενων προσώπων. Από το έγγραφο της Κρατικής Συνοριακής Υπηρεσίας της Ουκρανίας που παρουσιάστηκε και το οποίο είχε χορηγηθεί κατόπιν αιτήματος δικηγόρου το Σεπτέμβριο του 2018, προκύπτει ότι τουλάχιστον για τρία και πλέον χρόνια μετά την 8/6/2015 η Εφεσείουσα δεν είχε επισκεφθεί την Ουκρανία. Χωρίς να της αποδίδεται οποιαδήποτε γνώση της ότι καταζητείτο, καταγράφεται ως γεγονός ότι αυτή έφυγε από την Ουκρανία μόλις λίγες μέρες πριν το όνομα της καταχωρηθεί στον κατάλογο καταζητούμενων προσώπων χωρίς ποτέ να επιστρέψει πίσω.
Όπως προέκυψε, η προδικαστική έρευνα εναντίον της είχε αρχίσει τον Οκτώβριο του 2013 και 20 μήνες αργότερα, ήτοι στις 26/6/2015, ήταν καταζητούμενη έχοντας στο μεταξύ εγκαταλείψει τη χώρα της.
Υπό αυτά τα δεδομένα, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν μπορούσε «να αποδοθεί βαρύνουσα ευθύνη για την καθυστέρηση στις αρχές της Ουκρανίας, έστω και αν θα μπορούσε η διερεύνηση των καταγγελιών, για τα όντως σοβαρά οικονομικά αδικήματα που εξετάζονταν, να είχε διεκπεραιωθεί σε πιο σύντομο χρόνο», ήταν εύλογη. Επρόκειτο πράγματι για σοβαρά αδικήματα, των οποίων η προβλεπόμενη ποινή φυλάκισης κυμαίνεται από 5 έως 12 έτη.
Σε ό,τι αφορά τη μεταβολή των προσωπικών της συνθηκών, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε όλα τα στοιχεία που προσκομίστηκαν κατά την ενώπιον του διαδικασία από μέρους της Εφεσείουσας, επισημαίνοντας πως αυτές διαμορφώθηκαν μετά που η Εφεσείουσα εγκατέλειψε τη χώρα της και ήλθε στην Κύπρο, όπου και παντρεύτηκε. Λαμβάνοντας δε υπόψη τα όσα ανέφερε στην ένορκη δήλωση του ο σύζυγος της, από την οποία προέκυπτε ότι αυτός έχει σήμερα τη φροντίδα της θυγατέρας της Εφεσείουσας, ότι η ίδια τον αποκαλεί πατέρα και αυτός επιθυμεί να την υιοθετήσει, κατέληξε στο εύλογο συμπέρασμα ότι οι επιπτώσεις στην ανήλικη από την κράτηση και έκδοση της Εφεσείουσας, παρουσιάζονταν σήμερα λιγότερο οδυνηρές.
Σε ό,τι αφορά την υπόθεση Serguevich, Πολιτική Έφεση Αρ. 55/2020, ημερ. 26/7/2021, στην οποία παρέπεμψε ο κ. Βραχίμης για σκοπούς ενεργοποίησης των προνοιών του Άρθρου 10(3)(β), αρκεί να επισημάνουμε ότι τα γεγονότα της διακρίνονται ουσιωδώς από την υπό κρίση περίπτωση εφόσον οι προσωπικές συνθήκες της Εφεσείουσας δεν έχουν μεταβληθεί στο βαθμό που αυτό έλαβε χώρα στην πιο πάνω υπόθεση, αλλά και στην υπόθεση Sergeenva (ανωτέρω), στην οποία παραπέμπει η Serguevich (ανωτέρω).
Στο πλαίσιο του Λόγου Έφεσης 4 ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσείουσας υποστήριξε ότι θα πρέπει να εξεταστούν οι προβλεπόμενες συνέπειες της έκδοσης της στην Ουκρανία, όπου σήμερα υφίστανται εχθροπραξίες, σε συνάρτηση με τις προσωπικές της περιστάσεις.
Αποτελεί πασίδηλο γεγονός και/ή γεγονός που εμπίπτει στη δικαστική γνώση, ότι στο διάστημα που έχει παρεμβληθεί από της καταχώρησης της ΄Εφεσης μέχρι σήμερα έχουν ξεσπάσει εχθροπραξίες στο έδαφος της Ουκρανίας ως αποτέλεσμα της εισβολής της Ρωσίας στις 24/2/2022 στην Ουκρανία.
Εν πρώτοις, είναι σωστή η επισήμανση του κ. Βραχίμη, ότι ο ουσιώδης χρόνος εκτίμησης κατά πόσο υπάρχει κίνδυνος για το φυγόδικο, αν εκδοθεί, είναι ο χρόνος κατά τον οποίο το Δικαστήριο εξετάζει το αίτημα (Shahal v. U.K. (1996) 23 EHRR 413 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Solinova, Πολιτική Έφεση Αρ. 31/2020, ημερ. 23/12/2020).
Ήταν η θέση του συνηγόρου της Εφεσείουσας ότι η έκδοση της στην Ουκρανία θα οδηγήσει στην καταστροφή της οικογένειας και σε μη αναστρέψιμες συνέπειες, αν απειληθεί πραγματικά η υγεία και η σωματική ακεραιότητα της. Όπως το έθεσε, αν η Εφεσείουσα αποσταλεί σε εμπόλεμη ζώνη υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποβληθεί σε απειλή βλάβης μόνο και μόνο λόγω της παρουσίας της στην Ουκρανία. Ήταν η εισήγηση της πλευράς της Εφεσείουσας ότι στην προκείμενη περίπτωση ο πόλεμος αποτελεί εμπόδιο στην έκδοση της και ότι δεν υπάρχουν εύλογες και νόμιμες προοπτικές έκδοσης της, δεδομένου ότι η έκδοση πρέπει να γίνεται με τρόπο που να μην θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια του ατόμου και που να σέβεται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την ασφάλεια της οικογένειας.
Όπως υποστηρίχθηκε, η έκδοση της Εφεσείουσας παραβιάζει, μεταξύ άλλων, το Άρθρο 2 της ΕΣΔΑ που προστατεύει τη ζωή και το Άρθρο 3 που απαγορεύει τα βασανιστήρια.
Το Άρθρο 3 της ΕΣΔΑ απαγορεύει, ουσιαστικά, τη διαμεταγωγή προσώπου σε χώρα στην οποία υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται ότι θα υποστεί βασανιστήρια ή κακομεταχείριση. Το βάρος απόδειξης του κινδύνου αυτού φέρει το εκζητούμενο πρόσωπο (Saadi v. Italy [2009] 49 EHRR 30 και R v. Special Adjudicator ex p Ullah [2004] UKHL 26). Ο προβλεπτός κίνδυνος καταδεικνύεται με μαρτυρία από την οποία προκύπτουν συγκεκριμένα στοιχεία, στη βάση των οποίων μπορεί εύλογα να καταλήξει κάποιος ότι ο κίνδυνος είναι ορατός και πραγματικός και όχι απλώς μια απλή δυνατότητα, η έλευση της οποίας δεν μπορεί να προεξοφληθεί.
Όπως εξηγείται στην υπόθεση AS & DD (Libya) v. Secretary of State for the Home Department & Anor [2008] EWCA Civ 289:
« .. the requirement that there must be substantial grounds for believing that there would be a real risk of ill-treatment contrary to art 3 on return, means no more than that there must be a proper evidential basis for concluding that there was such a real risk. This is made clear in Saadi v Italy, which is a decision of the Grand Chamber of the ECtHR, application 37201/06 .».
Δεδομένης της σοβαρότητας των συνεπειών έκδοσης ενός προσώπου, είναι αρκετό να ικανοποιηθεί το Δικαστήριο ότι υπάρχει εύλογη πιθανότητα ή ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ή σοβαρή πιθανότητα να υφίστανται αυτές οι επιπτώσεις (Fernandez v. Government of Singapore (1971) 2 All E.R. 691, Essa (2007) 1 Α.Α.Δ. 1127 και Mikhailovich, Πολιτική Αίτηση Αρ. 65/2020, ημερ. 28/4/2021, ECLI:CY:AD:2021:D179).
Στην υπό κρίση υπόθεση το γεγονός και μόνο ότι υφίστανται σε έδαφος της Ουκρανίας εχθροπραξίες, ως συνέπεια της εισβολής της Ρωσίας, δεν συνηγορεί στην ικανοποίηση ύπαρξης εύλογης πιθανότητας παραβίασης είτε του Άρθρου 2, είτε του Άρθρου 3 της ΕΣΔΑ. Όλα όσα ο συνήγορος ανέφερε «περί αδιάκριτης βίας και απειλών στην ένοπλη σύγκρουση στην Ουκρανία, συνεπεία της Ρωσικής εισβολής», η οποία μάλιστα «έχει φτάσει σε τόσο ψηλό επίπεδο» που βάσιμα προκαλεί πραγματικό κίνδυνο η Εφεσείουσα «να υποβληθεί σε απειλή βλάβης μόνο και μόνο λόγω της παρουσίας της στην Ουκρανία, όπου γίνεται μαζική εκκένωση απλών πολιτών», ουδόλως έχει τεκμηριωθεί. Κατά τον ίδιο τρόπο αστήρικτος και απογυμνωμένος από μαρτυρικό υπόβαθρο είναι και ο ισχυρισμός που προέβαλε ότι υπάρχει αδυναμία των Ουκρανικών αρχών να δεχθούν πτήσεις και φυγόδικους επειδή η χώρα βρίσκεται σε εμπόλεμο κατάσταση, θεωρώντας μάλιστα ως δεδομένο ότι, λόγω του πολέμου, δεν είναι δυνατή πλέον η παροχή από την Ουκρανία των διπλωματικών εγγυήσεων που είναι υποχρεωμένη να παράσχει και που περιλαμβάνονταν σε σχετικό κατάλογο που συνόδευε το αίτημα έκδοσης ημερ. 4/4/2017.
Εν ολίγοις, δεν προσφέρθηκαν οποιαδήποτε στοιχεία προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου ότι, σε περίπτωση έκδοσης της, η Εφεσείουσα ενδέχεται να έχει αυτές τις συνέπειες και αυτή τη μεταχείριση.
Δεν πρέπει να λησμονείται ότι σε δικαστική διαδικασία αυτής της μορφής, ήτοι έκδοσης, επιβάλλεται η κατάθεση μαρτυρίας και η υποχρέωση βαρύνει τον αιτητή, την Εφεσείουσα εν προκειμένω, να αποδείξει ότι υφίστανται βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται πως, σε περίπτωση έκδοσης της, θα εκτεθεί σε πραγματικό κίνδυνο παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της.
Όπως είναι φανερό, οι όποιες γενικές αναφορές του κ. Βραχίμη οι οποίες εξαντλούνται στο ότι κατά το παρόν στάδιο υφίστανται εχθροπραξίες σε έδαφος της Ουκρανίας, χωρίς οτιδήποτε άλλο, δεν θα μπορούσαν να έχουν τη δυναμική την οποία προώθησε ο ίδιος, αφού δεν κατατέθηκε οποιαδήποτε συγκεκριμένη μαρτυρία που να αποδεικνύει πραγματικούς κινδύνους σε ό,τι αφορά την Εφεσείουσα.
Αντιθέτως, από πρόσφατη αλληλογραφία που αντηλλάγη μεταξύ του Γενικού Εισαγγελέα της Ουκρανίας και του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, σύμφωνα με την οποία ο Γενικός Εισαγγελέας της Ουκρανίας ενημέρωνε το Υπουργείο ότι δεν υπήρχαν λόγοι για τον τερματισμό της ποινικής διαδικασίας σε σχέση με την Εφεσείουσα, εύκολα μπορεί να συναχθεί ότι οι διαδικασίες στην Ουκρανία συνεχίζονται κανονικά.
Υπό το φως των πιο πάνω ο 4ος Λόγος Έφεσης επίσης απορρίπτεται.
Μέσω του 5ου Λόγου Έφεσης η Εφεσείουσα προσβάλλει ως εσφαλμένη την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο «κατέληξε στη στέρεα διαπίστωση ότι το κριτήριο της αμφίπλευρης εγκληματικότητας ικανοποιείτο».
Προς υποστήριξη του πιο πάνω Λόγου Έφεσης προβάλλεται από μέρους της Εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε κατά πόσο τα γεγονότα, όπως αυτά παρουσιάστηκαν από τις Ουκρανικές Αρχές, μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν αδίκημα βάσει του Άρθρου 300 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Όπως ορθά υπογράμμισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, βασικό καθήκον του Επαρχιακού Δικαστηρίου ήταν να διαπιστώσει κατά πόσο η συμπεριφορά της Εφεσείουσας συνιστούσε αδίκημα σύμφωνα με το ημεδαπό δίκαιο.
Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Konovalova (2015) 1 Α.Α.Δ. 2052, ECLI:CY:AD:2015:D639, το ζήτημα της αμφίπλευρης εγκληματικότητας τέθηκε ως εξής:
«Το στοιχείο της διπλής εγκληματικότητας, το οποίο αποτελεί προϋπόθεση για έκδοση φυγόδικου, ικανοποιείται όταν η καταλογιζόμενη στο εκζητούμενο πρόσωπο συμπεριφορά συνιστά αδίκημα και σύμφωνα με το ημεδαπό δίκαιο. Ή όπως τέθηκε στην Kotlyarenko v. Διευθυντή Φυλακών (2011) 1 Α.Α.Δ. 505, «Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επιβεβαιώνει την αρχή ότι το κριτήριο, κατά την απόφαση έκδοσης φυγοδίκου, δεν είναι το κατά πόσο το αδίκημα που αναφέρεται στο αλλοδαπό ένταλμα Σύλληψης είναι ουσιαστικά παρόμοιο με αδίκημα του ημεδαπού δικαίου δυνάμει του ημεδαπού νόμου, αλλά ότι η συμπεριφορά του φυγόδικου θα συνιστούσε αδίκημα σύμφωνα με το ημεδαπό δίκαιο». Το μόνο ερώτημα επομένως που εγείρεται, σ' ότι αφορά το στοιχείο της διπλής εγκληματικότητας, είναι κατά πόσο η καταλογιζόμενη στην εφεσίβλητη συμπεριφορά είναι ποινικώς κολάσιμη και κατά το ημεδαπό δίκαιο. Ερώτημα που θα πρέπει να αποφασίζεται από τα Δικαστήρια της αιτούμενης χώρας με βάση το κριτήριο που έχει τεθεί στη Hachem (ανωτέρω). Κατά πόσο, δηλαδή, η προσαχθείσα μαρτυρία, απαλλαγμένη από τα μη αποδεκτά μέρη της και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη οποιαδήποτε αντιφατική μαρτυρία, τεκμηριώνει πιθανή υπόθεση ενοχής ώστε η μαρτυρία αυτή να στοιχειοθετεί υπόθεση για παραπομπή του φυγόδικου σε δίκη βάσει του Άρθρου 94 της Ποινικής Δικονομίας. Και αυτό, όπως παρατηρήθηκε per curiam στην εν λόγω απόφαση, στη βάση φιλελεύθερης ερμηνείας του ημεδαπού (ποινικού) δικαίου προς ευόδωση του στόχου της καταπολέμησης του εγκλήματος σε διεθνή κλίμακα.»
Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Ρωσικής Ομοσπονδίας (Αρ.2) για την έκδοση του Victor Nicolaevich Makushin (2012) 1 Α.Α.Δ. 567 επισημάνθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με τον κανόνα της διπλής εγκληματικότητας και τον τρόπο εφαρμογής του:
«Το Άρθρο 2 της Σύμβασης, καθιερώνει τον κανόνα της διπλής ή αμφιτερόπλευρης εγκληματικότητας (double criminality rule). Σύμφωνα με αυτό τον κανόνα, η έκδοση διατάσσεται για πράξεις οι οποίες ορίζονται και τιμωρούνται ως ποινικά αδικήματα τόσο από τους νόμους της αιτούσας χώρας όσο και από τους νόμους της χώρας από την οποία ζητείται η έκδοση. Το κριτήριο για την έκδοση φυγοδίκου είναι κατά πόσο η συμπεριφορά του φυγόδικου, όπως περιγράφεται στην ΄Εκθεση Γεγονότων καθώς και στα όποια άλλα δικαιολογητικά έγγραφα κλπ, αναλόγως συνιστά παρόμοιο ποινικό αδίκημα με βάση τους νόμους της χώρας από την οποία ζητείται η έκδοση. Ο απλός χαρακτηρισμός των αδικημάτων στα έγγραφα της αιτούσας χώρας δεν έχει καθοριστική σημασία. Αυτό που απαιτείται είναι η πραγματική περιγραφή των πράξεων, των γεγονότων και γενικά της επιλήψιμης συμπεριφοράς ώστε να παρέχεται η δυνατότητα αναγνωρίσεως τους ως ουσιωδώς παρόμοιων και στις δύο χώρες. Βλ. Διευθυντής Κεντρικών Φυλακών ν. Golov (2001) 1 Α.Α.Δ. 1109, Mechanov (Αρ. 2) (2001) 1 Α.Α.Δ. 1228 και Δημοκρατία ν. Kolesnikov (2008) 1 Α.Α.Δ. 594.»
Mε βάση τα στοιχεία που βρίσκονταν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου και ειδικότερα της έκθεσης γεγονότων από τις Ουκρανικές αρχές η οποία είχε τεθεί ενώπιον του, σε συνάρτηση με τις σχετικές διατάξεις του Ουκρανικού Ποινικού Κώδικα, ορθά, κατά την κρίση μας, το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο αφού τα εξέτασε με κάθε προσοχή και επιμέλεια, στα ορθά δικονομικά πλαίσια, «κατέληξε στη στέρεα διαπίστωση ότι το κριτήριο της αμφίπλευρης εγκληματικότητας ικανοποιείτο». Όπως παρατηρήθηκε και στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Shimkevich, Πολιτική Έφεση Αρ. 235/2012, ημερ. 30/3/2017, από την οποία το Επαρχιακό Δικαστήριο καθοδηγήθηκε:
«Τα γεγονότα, όπως αυτά εκτίθενται στην Έκθεση Γεγονότων, στα δικαιολογητικά έγγραφα που τη συνοδεύουν αλλά και ο αλλοδαπός Νόμος της χώρας από την οποία ζητείται η έκδοση, είναι δεσμευτικά για το Δικαστήριο που εξετάζει αίτηση της φύσης αυτής και δεν παρέχεται η ευχέρεια σ΄ αυτό να τα αμφισβητήσει. Η απόδειξη τους όπως και οποιαδήποτε υπεράσπιση του εκζητούμενου, είναι θέματα που αφορούν το Δικαστήριο της χώρας που αιτείται την έκδοση του (βλ. Re Victor Nicolaevich Makushin (2012) 1 Α.Α.Δ. 567 και Re Evans (1994) 1 W.L.R. 1006, Mechavor (Αρ.2) (2001) 1 Α.Α.Δ. 1228).»
Το Επαρχιακό Δικαστήριο, αφού εξέτασε με προσοχή αυτά που καταλογίζονταν στην Εφεσείουσα και αφορούσαν σε δόλια χρησιμοποίηση των εξουσιών που της παρέχονταν από πληρεξούσιο έγγραφο και την απόσπαση του ποσού των 17.617.212,50 Ουκρανικών γριβνών που αποτελούσε περιουσία του Dashkevych, εύλογα κατέληξε ότι η κατ' ισχυρισμό παραβατική συμπεριφορά της Εφεσείουσας συνιστούσε αδικήματα τόσο σύμφωνα με το Ουκρανικό δίκαιο όσο και με το ημεδαπό Ποινικό δίκαιο.
Ως εκ τούτου ο Λόγος Έφεσης 5 απορρίπτεται.
Μέσω του 6ου Λόγου Έφεσης υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι «υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, δεν δικαιολογείται ούτε η άσκηση της εξουσίας που προνοείται στο άρθρο 10(3) παρ.(β) ή (γ) του Ν.97/1970 προς όφελος της Αιτήτριας». Ως αιτιολογία προβάλλεται ότι ήταν λανθασμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν δικαιολογείτο η απόλυση της Εφεσείουσας για τους λόγους που αναφέρονται στους υπόλοιπους Λόγους Έφεσης.
Είναι η κρίση μας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε εν εκτάσει τους προβληθέντες ισχυρισμούς και όλα τα εγερθέντα ζητήματα σε συνάρτηση με τα ενώπιον του στοιχεία, εφάρμοσε ορθά τη νομολογία στις περιστάσεις της υπόθεσης. Η κατάληξη του ότι δεν δικαιολογείτο η άσκηση της εξουσίας που προνοείται από τις πρόνοιες του Άρθρου 10(3) παρ. (β) ή (γ) του Ν. 97/1970 προς όφελος της Εφεσείουσας παρέμεινε άτρωτη.
Ο Λόγος Έφεσης 6 επίσης απορρίπτεται.
Η Έφεση απορρίπτεται.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. 231/2020
14 IOYNIOY 2022
(ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ)
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, (Ν.33/1965)
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ N. K., ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΜΕΣΟ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΗΣ ΣΤΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΗΜΕΡ. 18.6.2020, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ Ν. 95/70 ΚΑΙ Ν. 97/70 ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ
Η ΟΠΟΙΑ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΝΑ ΕΧΕΙ ΥΠΟ ΚΡΑΤΗΣΗ ΤΗΝ ΑΙΤΗΤΡΙΑ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 11 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 5 ΤΗΣ Ε.Σ.Δ.Α.
---------------------
Ρ. Βραχίμης με Ι. Χ'Νικολάου, για την Αιτήτρια
Ι. Τσιντίδου (κα) με Μ. Οικονόμου, Δικηγόροι της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους
-----------------------------
ΑΠΟΦΑΣΗ ΜΕΙΟΨΗΦΙΑΣ
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ. Η εφεσείουσα κατάγεται από την Ουκρανία. Τελεί δε, υπό κράτηση, ως φυγόδικος, με βάση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, προς το σκοπό να εκδοθεί στη χώρα καταγωγής της. Τούτο, προς ικανοποίηση αιτήματος της εν λόγω χώρας, δυνάμει των σχετικών προνοιών της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως Φυγοδίκων του 1957, (η Σύμβαση), κυρωθείσας με τον ομώνυμο Νόμο του 1970 (Ν.95/1970). Η εφεσείουσα, θεωρώντας πως ο πιο πάνω σκοπός δεν πρέπει, στην περίπτωση της, να υλοποιηθεί, καταχώρησε αίτηση, δυνάμει του άρθρου 10(1)[4] του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970 (Ν.97/1970), (ο Ν.97/1970), για την έκδοση εντάλματος habeas corpus, αιτούμενη, έτσι, την απελευθέρωση της. Τούτο είναι ένα από τα μέτρα που προβλέπει ο Ν.97/1970 εν σχέσει με την εφαρμογή της Σύμβασης, για την προστασία των δικαιωμάτων φυγοδίκου, σύμφωνα με το Άρθρο 11.2.(στ) του Συντάγματος. Ο Δικαστής του Δικαστηρίου τούτου (το Δικαστήριο) ο οποίος εξέτασε την αίτηση, με απόφαση του ημερομηνίας 31.7.2020 (η απόφαση) την απέρριψε.
Η εφεσείουσα προσέβαλε την απόφαση με αριθμό λόγων έφεσης. Εν προκειμένω, ενδιαφέρει, ο λόγος 4. Με τον λόγο αυτό, ουσιαστικά, αμφισβητείται η κρίση του Δικαστηρίου αναφορικά με τη μεταβολή των προσωπικών συνθηκών στη ζωή της, αφότου διαπράχθηκε το, κατ' ισχυρισμό, αδίκημα, για το οποίο ζητήθηκε η έκδοση της, ως ανωτέρω. Ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης, φέρνει στο προσκήνιο, όπως και η προηγηθείσα, σχετικά, αίτηση, το άρθρου 10(3)(β) του Ν.97/1970, υπό το πρίσμα των προνοιών του οποίου διενεργείται, βασικά, η εξέτασή του. Σύμφωνα με αυτές:
«Τo Αvώτατov Δικαστήριov, επιλαμβαvόμεvov της τoιαύτης αιτήσεως, δύvαται, μη επηρεαζoμέvης oιασδήπoτε ετέρας δικαιoδoσίας αυτoύ, vα διατάξη τηv απoφυλάκισιv τoυ υπό έκδoσιv πρoσώπoυ, εφ' όσov ήθελε κρίvει ότι-
(α) ............................ ή
(β) λόγω της παρόδoυ μακρoύ χρόvoυ, αφ' oυ εγέvετo η διάπραξις τoυ αδικήματoς, ή, αvαλόγως της περιπτώσεως, αφ' oυ καταζητείται πρoς έκτισιv πoιvής μετά καταδίκηv αυτoύ· ή
(γ) ............................
η απόδoσις αυτoύ θα απoτελεί, λαμβαvoμέvωv υπ' όψιv απασώv τωv περιστάσεωv, άδικov ή καταπιεστικόv μέτρov.»
Οι πιο πάνω πρόνοιες έχουν ερμηνευθεί, αυθεντικά, στην υπόθεση Sergeenva (Αρ.2) (2012) 1 Α.Α.Δ. 1574, όπου αναφέρθηκαν, στη σελίδα 1579, σχετικά, τα εξής:
«Δεν θα υπεισέλθουμε στο δικαιολογημένο ή όχι της καθυστέρησης στη σύλληψη της εφεσείουσας, αρκούμενοι να παρατηρήσουμε ότι τα στοιχεία που ετέθησαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου δεν ήταν μονοσήμαντα ώστε η ευθύνη να μπορούσε να αποδοθεί αποκλειστικά στην εφεσείουσα. Ούτε ενδιαφέρει εδώ το θέμα του χρόνου από την άποψη της δυνατότητας δίκαιης δίκης, αφού το ζητούμενο είναι μάλλον το κατά πόσο η πάροδος μακρού χρόνου απολήγει να επιφέρει αδικία και καταπίεση σε συνάρτηση με τις περιστάσεις όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί στο διάστημα εκείνο. Εδώ μας απασχολεί λοιπόν το ευρύτερο θέμα της σημασίας του χρόνου, αφού, όπως υπεδείχθη και στην υπόθεση Kakis v Government of the Republic of Cyprus [1978] 3 All E.R. 634, HL, το κριτήριο δεν είναι τόσο το μήκος του χρόνου, όσο η ποιότητά του, με την έννοια πρωτίστως ότι η πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος ενδέχεται να έχει επιφέρει τέτοιες διαφοροποιήσεις στις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του ζητουμένου προς έκδοση, που θα ήταν άδικο και καταπιεστικό να εκδοθεί, με επακόλουθο την πλήρη ανατροπή των δεδομένων της ζωής του και των ευλόγων προσδοκιών του. Σχετική προς τούτο είναι και η σοβαρότητα του αδικήματος για το οποίο ζητείται η έκδοση, έστω και αν το αδίκημα δεν είναι «ασήμαντης» φύσης με αναφορά στο Άρθρο 10(3)(α), αφού η μειωμένη σοβαρότητα του αδικήματος συνσταθμίζεται με τις συνέπειες της έκδοσης.»
Την πιο πάνω απόφαση ακολούθησε η υπόθεση Sergueyevich, Πολιτική Έφεση Αρ. 55/2020, 26.7.2021, με παρόμοιας φύσεως γεγονότα. Το Εφετείο, στην πιο πάνω υπόθεση διατυπώνοντας την εκτίμηση του, ως προς την εφαρμογή των προαναφερθεισών προνοιών, παρατήρησε πως:
«Η εξουσία δυνάμει του άρθρου 10(3) ανήκει στο Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτοβάθμια διαδικασία Habeas Corpus ή στη δευτεροβάθμια διαδικασία επί του Habeas Corpus. Εν πάση περιπτώσει, ο Νόμος θέλησε - και ορθά - να δώσει αυτόνομη αξία και σημασία στον παράγοντα χρόνο ως σχετικό της έκδοσης. Εκείνο που περαιτέρω έχει σημασία βάσει του ίδιου του περιεχομένου του εδαφίου (3) είναι πως ο χρόνος υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης θα καθιστούσε την έκδοση άδικο ή καταπιεστικό μέτρο. ... Θα κριθεί ο χρόνος αντικειμενικά σε συνάρτηση μόνο με το αν υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, όπως είχαν ή έχουν διαμορφωθεί, θα κρινόταν άδικο ή καταπιεστικό μέτρο.»
Στην πιο πάνω υπόθεση ο χρόνος που παρήλθε από τη διάπραξη του αδικήματος για το οποίο καταζητείτο η εφεσείουσα, ήταν εννέα χρόνια, ενώ με δεδομένη τη διαφοροποίηση των συνθηκών στη ζωή της το Εφετείο έλαβε, επίσης, υπόψη και το γεγονός ότι το, ως άνω, αδίκημα ήταν οικονομικής φύσεως.
Σύμφωνα με τα γεγονότα τα οποία, εν προκειμένω ενδιαφέρουν, τον Οκτώβριο του 2013, οι Αστυνομικές Αρχές της Ουκρανίας έλαβαν πληροφόρηση ότι η εφεσείουσα ενέχετο στη διάπραξη συγκεκριμένου ποινικού αδικήματος, οικονομικής φύσεως. Αυτή διέμενε, τότε, στην Ουκρανία. Έφυγε από τη χώρα της το καλοκαίρι του 2015 και ήλθε μαζί με τη θυγατέρα της, δεκαέξι χρονών σήμερα, στην Κύπρο. Στις 23.6.2017, παντρεύτηκε με Κύπριο πολίτη και η οικογένεια της διαμένει, πλέον, μόνιμα στη Λεμεσό. Κατά τη χρονική περίοδο μεταξύ Οκτωβρίου 2013 και Ιουνίου 2015, η εφεσείουσα διέβη τα σύνορα της χώρας της ανενόχλητη εννέα φορές, η τελευταία φορά ήταν όταν αυτή ήλθε για μόνιμη εγκατάσταση στην Κύπρο. Το καλοκαίρι του 2017, είχε επαφές με το Προξενείο της Ουκρανίας, προς εξασφάλιση των αναγκαίων εγγράφων για το γάμο της. Επίσης, στις 26.1.2018, κατόπιν αιτήματός της, έλαβε από την Αστυνομία της Ουκρανίας, πιστοποιητικό λευκού ποινικού μητρώου, στο οποίο αναφέρεται ότι αυτή δεν ήταν ποινικά υπόλογη και ότι δεν τής είχε επιβληθεί οποιαδήποτε ποινή, ούτε καταζητείτο για οποιοδήποτε αδίκημα. Τούτο, παρά το γεγονός ότι οι αρμόδιες αρχές της Ουκρανίας άρχισαν από το 2017 να λαμβάνουν μέτρα για τον εντοπισμό της. Τελικά, η αίτηση έκδοσης στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού καταχωρίστηκε το 2019. Αφού εκδικάστηκε, εγκρίθηκε με απόφαση ημερομηνίας 18.6.2020. Δεν αναφέρεται στα γεγονότα, η εφεσείουσα να γνώριζε, πριν από την καταχώριση της αίτησης έκδοσης, ότι καταζητείτο στη χώρα της ή ότι προσπάθησε να φυγοδικήσει σε σχέση με τη διερευνώμενη υπόθεση εναντίον της, στην Ουκρανία. Από το 2013 δε, που έγινε η καταγγελία εναντίον της, μέχρι την έκδοση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου στις 18.6.2020, πέρασαν επτά χρόνια. Σημειώνεται, τέλος, πως η εφεσείουσα, τελεί υπό κράτηση από την καταχώριση της αίτησης έκδοσης μέχρι σήμερα, ήτοι για περίοδο τριών και πλέον χρόνων.
Στην υπόθεση Sergeenva (Αρ.2,) ανωτέρω, η εφεσείουσα βρισκόταν στην Κύπρο για επτά χρόνια, διαμένοντας νόμιμα, όπου είχε κάνει την οικογένεια της, νυμφευόμενη ευρωπαίο πολίτη και έχοντας παιδί με αυτόν. Το Εφετείο, υπό το φως των πιο πάνω γεγονότων, έκρινε ότι: «Υπό αυτές τις συνθήκες, οι εύλογες προσδοκίες της εφεσείουσας, όπως και ολόκληρη η διαμορφωθείσα ζωή της θα ανατρέποντο αν εκδίδετο στη Λευκωρωσία για να δικαστεί για αδίκημα που κατ' ισχυρισμό διεπράχθη πριν από επτά χρόνια και το οποίο, εν πάση περιπτώσει, δεν φαίνεται να είναι τέτοιας σοβαρότητας που να εξουδετερώνει, στην κλίμακα των αξιών, την άλλη και ανθρωπιστική πτυχή που ενδιαφέρει πρωτίστως.». Όσον αφορά την τελευταία παρατήρηση αναφορικά με τη φύση του αδικήματος για το οποίο η εφεσείουσα ζητείο να εκδοθεί, ήταν οικονομικής φύσεως.
Η παρούσα υπόθεση ουδόλως διακρίνεται από τις προαναφερθείσες υποθέσεις, ως προς το εφαρμοστέο δίκαιο, αλλά ούτε και ως προς τα γεγονότα της, τα οποία εκτίθενται πιο πάνω, ιδιαίτερα με αυτά στην υπόθεση Sergeenva (Αρ.2). Σε κατάληξη διαπιστώνεται ότι στην περίπτωση της εφεσείουσας, το Δικαστήριο άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του εξουσία, δυνάμει του άρθρου 10(3)(β) του Ν.97/1970. Κατά συνέπεια, η αρμόζουσα διαταγή, έπρεπε να είναι όπως η εφεσείουσα αφεθεί ελεύθερη, στη βάση της αίτησης της.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
/γκ
[1] 2. Πρός υποστήριξιν της αιτήσεως θέλουσι προσαχθή:
(α) το πρωτόκολλον ή επίσημον αντίγραφον, είτε εκτελεστής καταδικαστικής αποφάσεως, είτε εντάλματος συλλήψεως ή ετέρας τινός πράξεως, εχούσης την αυτήν ισχύν, και εκδιδομένης κατά τους τύπους τους καθοριζομένους υπό της Νομοθεσίας του αιτούντος Μέρους•
[2] Εν τη εννοία της παρούσης Συμβάσεως, ή φράσις «μέτρα ασφαλείας» δηλοί
παν μέτρον στερητικόν της ελευθερίας, όπερ ήθελε ληφθή διά δικαστικής
αποφάσεως υπό ποινικού δικαστηρίου επιπροσθέτως ή αντί ποινής φυλακίσεως.
[3] Όπου λέχθηκε ότι «η υπογραφή του φυσικού δικαστή και η σφραγίδα της Δημοκρατίας της Ουκρανίας καθιστούν το ένταλμα πέρα από πιστό αντίγραφο».
[4] «Τo Δικαστήριov, εv πάση περιπτώσει, καθ' ηv ήθελε διατάξει τηv κράτησιv τoυ υπό έκδoσιv πρoσώπoυ δυvάμει τoυ άρθρoυ 9, θέλει πληρoφoρήσει άμα τov εvδιαφερόμεvov, εις κoιvήv γλώσσαv, περί τoυ δικαιώματoς αυτoύ όπως υπoβάλη αίτησιv διά habeas corpus...........»