ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Σάντης, Νικόλας Γ. Φ. Πιττάτζης μαζί με Λ. Γεωργίου (κα), για Γιώργος Φ. Πιττάτζης Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες. Π. Χατζηπέτρος μαζί με Κ. Καρσού (κα), για Δημητρίου amp;amp;amp; Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2022-05-31 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΖΑΝΝΕΤΟΥ κ.α. v. Α.Χ. NIKOLA BROS LTD κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. Ε162/2021, 31/5/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2022:A226

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                (Πολιτική Έφεση Αρ. Ε162/2021)

 

 

31 Μαΐου, 2022

 

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]

 

 

 

1. XXX ΖΑΝΝΕΤΟΥ

2. XXX ΖΑΝΕΤΤΟΥ (ΚΡΑΣΑ)

3. XXX ΖΑΝΝΕΤΤΟΥ

4. XXX ΖΑΝΝΕΤΟΥ

5. XXX ΖΑΝΝΕΤΟΥ

 

                                             Εφεσείοντες,

ν.

 

1. Α.Χ. NIKOLA BROS LTD

2. XXX ΝΙΚΟΛΑ

                                                                                                                    Εφεσίβλητοι.

 

....................

 

Γ. Φ. Πιττάτζης μαζί με Λ. Γεωργίου (κα), για Γιώργος Φ. Πιττάτζης Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.

Π. Χατζηπέτρος μαζί με Κ. Καρσού (κα), για Δημητρίου & Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.

 

......

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί

από τον Σάντη, Δ.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

        ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση αφορά σε ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου ημερομηνίας 28.7.21 με την οποία απορρίφθηκε Αίτηση ημερομηνίας 29.3.21 για την έκδοση διατάγματος απαγορεύοντος στους Εναγόμενους/Καθ' ων η αίτηση («οι Εφεσίβλητοι») να «Α. εισέρχονται ή και κατέχουν το εστιατόριο MOUZOURA RESTAURANT ή και ΑΙΓΙΑΛΟΣ (AEYIALOS RESTAURANT) στην τοποθεσία Βρυσούδια στο Παραλίμνι μέχρι να δικασθεί . η αγωγή ή και μέχρι νεοτέρας διαταγής του Δικαστηρίου», και διατάγματος επιτρέποντος στους Εφεσείοντες «Β. . να λάβουν την αποκλειστική κατοχή και χρήση [του πιο πάνω εστιατορίου] .» («τα διατάγματα»).

        Η Αίτηση παρότι καταχωρίστηκε μονομερώς - στην Αγωγή 113/21 («η Αγωγή») - μετατράπηκε σε διά κλήσεως όταν ο συνήγορος των Εναγόντων/Αιτητών («οι Εφεσείοντες») ζήτησε (ως έγραψε το Πρωτόδικο Δικαστήριο) «. ευθύς εξ' αρχής όπως επιδοθεί στους εναγόμενους» (η περικοπή είναι αυτούσια ως και οι υπόλοιπες στο ανά χείρας κείμενο).

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Αίτηση.

        Αποφάνθηκε, κατά κύριο λόγο, πως εξαιτίας τής ταυτοσημίας των διαταγμάτων στην Έκθεση Απαίτησης με εκείνα στην Αίτηση «. η υπό κρίση υπόθεση δεν εμπίπτει στη μικρή κατηγορία των υποθέσεων όπου παρά την ταυτοσημία των θεραπειών δικαιολογείται η έκδοση προσωρινού διατάγματος .».

        Ο Εφεσείων διαφωνεί με την Πρωτόδικη Απόφαση.

        Την πλήττει με τέσσερεις λόγους έφεσης.

        Προτάσσει ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε πως «. στην αγωγή δεν αποκαλύπτεται δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου στην επίδικη διαφορά» (λόγος έφεσης 1), ότι λανθασμένα θεώρησε πως οι Εφεσείοντες δεν απέδειξαν ούτε υποστήριξαν ότι «. το επίδικο δεν είναι ενοικιοστασιακό» (λόγος έφεσης 2), και πως εξίσου σφαλερώς αποφάσισε ότι οι Εφεσίβλητοι αμφισβήτησαν «. τη γενόμενη πώληση του ακινήτου» (λόγος έφεσης 3), εκτός του ότι κακώς και πάλι δεν συνεκτίμησε σειρά κριτηρίων και παραγόντων «. που μέτρησαν και έπρεπε να μετρήσουν στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας υπέρ της έκδοσης του διατάγματος στα πλαίσια του ισοζυγίου της ευχέρειας .» (λόγος έφεσης 4).

        Δυο λόγια πρώτα για τις πρωτοδίκως προταχθείσες εκδοχές.

        Έχουν τη σημασία τους.

        Ως εκ της φύσης και αντικειμένου των λόγων έφεσης.

        Αλλά και ένεκα των δικαιοδοτικών ζητημάτων που εν μέρει εγείρουν.

        Θα τις συνοψίσουμε, ως έπραξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο.

        Αυτό θα συντείνει στην καλύτερη κατανόηση του σκεπτικού μας.

        Αρχίζουμε από τους Εφεσείοντες.

        Οι Εφεσείοντες λέγουν ότι είναι συνιδιοκτήτες κατά 1/5 μερίδιο έκαστος τού ακινήτου με αριθμό εγγραφής 0/4XX1, τεμάχιο XX, τοποθεσία Βρυσούδια στο Παραλίμνι, έκτασης 12.022 τ.μ. («το ακίνητο»).

        Οι Εφεσείοντες 1, 2, 3 και 5 ανήγειραν στο ακίνητο - το οποίο είναι παραλιακό και δεσπόζει θαλάσσιου κόλπου και αμμώδους παραλίας - εστιατόριο που ονόμασαν «Μouzoura Restaurant» («το εστιατόριο»).

        Την 16.12.15 οι Εφεσείοντες με γραπτή συμφωνία, ως το Τεκμήριο 1 στην Αίτηση, εκμίσθωσαν προς τους Εφεσίβλητους 1 το εστιατόριο πλήρως εξοπλισμένο και επιπλωμένο για περίοδο ενός έτους (1.1.16-31.12.16) έναντι ετήσιου ενοικίου €35.000,00 («η συμφωνία ενοικίασης»).

        Ο Εφεσίβλητος 2, ως μέτοχος και διευθυντής τους, εγγυήθηκε τις συμβατικές υποχρεώσεις των Εφεσίβλητων 1

        Η συμφωνία ενοικίασης, περιλάμβανε όρο ανανέωσης της ενοικίασης μέχρι την 31.12.20, αλλά και όρο ότι οι Εφεσείοντες δικαιούνταν να πουλήσουν το ακίνητο και να τερματίσουν την ενοικίαση. Σε τέτοια περίπτωση, οι Εφεσίβλητοι υποχρεούνταν να παραδώσουν την κατοχή του ακινήτου στους Εφεσείοντες. Η πρόνοια τέθηκε επειδή η αξία του ακινήτου είναι πολύ μεγαλύτερη από την αξία του εστιατορίου.

        Οι Εφεσείοντες είχαν οικονομικές υποχρεώσεις και ήθελαν να πουλήσουν το ακίνητο με αντιπαροχή κάτι που γνωστοποιήσαν στους Εφεσίβλητους 1.

        Όταν οι Εφεσίβλητοι ανέλαβαν το εστιατόριο, το μετονόμασαν σε Aeyialos Restaurant (Εστιατόριο Αιγιαλός).

        Οι Εφεσίβλητοι 1 κατείχαν το ακίνητο μετά από τη λήξη της πρώτης περιόδου ενοικίασης και συνεχίζουν να το κατέχουν μέχρι σήμερα.

        Οι Εφεσείοντες 1-4, με γραπτές συμφωνίες, πώλησαν τα μερίδια τους στο ακίνητο στην Confuso Ltd έναντι €1.400.000,00 έκαστος (Τεκμήριο 2/Αίτηση).

        Το ακίνητο πουλήθηκε για €7.000.000,00 (Τεκμήριο 5/Αίτηση).

Η Confuso Ltd αγόρασε το ακίνητο έχοντας υπόψιν τις πρόνοιες της συμφωνίας ενοικίασης στις οποίες περιεχόταν όρος ότι οι Εφεσείοντες είχαν δικαίωμα τερματισμού της ενοικίασης.

        Ύστερα από τη σύναψη των πωλητηρίων εγγράφων, οι Εφεσείοντες με επιστολή ημερομηνίας 24.7.20 πληροφόρησαν τους Εφεσίβλητους 1 ότι το ακίνητο πουλήθηκε και πως η ενοικίαση τερματιζόταν, τους κάλεσαν δε να παραδώσουν κενή την κατοχή του εστιατορίου και να εξοφλήσουν τις υποχρεώσεις τους προς αυτούς (Τεκμήρια 6-7/Αίτηση).

        Οι Εφεσίβλητοι 1 κατέβαλαν τα οφειλόμενα ενοίκια μέχρι και την 31.12.20, μα παρέλειψαν να πληρώσουν τα αποχετευτικά τέλη για το 2020 τα οποία ανέρχονταν σε €7.000,00, και μέχρι σήμερα παραλείπουν ή και αρνούνται να παραδώσουν την κατοχή του εστιατορίου.

        Τούτα, αδρομερώς, ως προς την εκδοχή των Εφεσειόντων.

        Προχωρούμε με εκείνη των Εφεσίβλητων.

        Είναι θέση τους πως οι Εφεσείοντες είναι ιδιοκτήτες του ακινήτου το οποίο οι Εφεσίβλητοι 1 ενοικιάζουν από τον Δεκέμβριο 2015 διά της συμφωνίας ενοικίασης.

        Απορρίπτουν τη θέση πως οι Εφεσείοντες συνομολόγησαν συμφωνίες πώλησης του ακινήτου σε τρίτους ή ότι καταβλήθηκαν ποσά έναντι του συμφωνηθέντος τιμήματος.

        Επιπροσθέτως, αντιτάσσουν πως οι Εφεσείοντες «... προφασίζονται και παρουσιάζουν ανύπαρκτα πωλητήρια έγγραφα επιδιώκοντας παράνομα την έξωση των καθ΄ ων η αίτηση 1 από το κτίριο, παρόλο που γνωρίζουν ότι το ακίνητο κατέχεται από τους καθ΄ ων η αίτηση νόμιμα».

        Αναφέρουν προσέτι πως το ακίνητο ανεγέρθηκε περί το 1993 και ότι « . βρίσκεται εντός ελεγχόμενης περιοχής όπως αυτή ορίζεται από τον Νόμο[1] .», αλλά και πως οι Εφεσίβλητοι 1 έχουν καταστεί θέσμιοι ενοικιαστές του ακινήτου αφού η πρώτη περίοδος ενοικίασης έληξε, με αυτούς να συνεχίζουν έκτοτε να το κατέχουν, απορρίπτοντας συν τω χρόνω και τη θέση των Εφεσειόντων πως οι τελευταίοι κατείχαν το ακίνητο και το χρησιμοποιούσαν το 1999 και το 2000.

        Αυτά ως προς τις εκδοχές των διαδίκων.

        Προχωρούμε στους λόγους έφεσης.

        Θα τους επιληφθούμε σωρευτικώς, μια που αλληλεπικαλύπτονται.

        Παρατηρούμε πως η αναφορά του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Έκθεση Απαίτησης δεν περιλαμβάνει στοιχεία από τα οποία θα μπορούσε να εξαχθεί πως τούτο είχε καθ' ύλην αρμοδιότητα να εκδικάσει την υπόθεση (και πως ελλείπουν συνάμα από το δικόγραφο άλλα στοιχεία που να δείχνουν ότι αρμόδιο Δικαστήριο για εκδίκαση είναι το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων), παρέμεινε σε επίπεδο γενικόλογου και ανεπαρκώς αιτιολογημένου συμπεράσματος.

        Τούτη η αξιολογική διεργασία, ως ζήτημα αρχής, δεν είναι δόκιμη (Ελληνική Τράπεζα Λτδ ν. Κυριακίδη (2015) 1(Β) Α.Α.Δ. 1840, ECLI:CY:AD:2015:A579, 1858).

        Σίγουρα στην προκείμενη περίπτωση υπήρξε αδόκιμη.

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε σχετικώς και αυτά, θεωρώντας τα «. καθοριστικά για την έκβαση της αίτησης .»:

        «...............................

Στρεφόμενη στα γεγονότα της υπό κρίση υπόθεσης, διαπιστώνω ότι η Έκθεση Απαίτησης δεν περιλαμβάνει οποιαδήποτε στοιχεία από τα οποία μπορεί να συναχθεί ότι το παρόν Δικαστήριο έχει καθ' ύλην αρμοδιότητα να εκδικάσει την υπό κρίση υπόθεση. Παράλληλα δεν περιλαμβάνει οποιαδήποτε στοιχεία που να δεικνύουν ότι αρμόδιο Δικαστήριο να εκδικάσει την παρούσα υπόθεση είναι το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων. Όλα τα γεγονότα που οι ενάγοντες επικαλούνται προς υποστήριξη της θέσης τους καταγράφονται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση τους. Υπενθυμίζω βέβαια ότι τα συγκεκριμένα γεγονότα αμφισβητούνται από τους εναγόμενους.

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω στοιχεία και αρχές, κρίνω ότι η παρούσα διαδικασία δεν προσφέρεται για επίλυση του θέματος της καθ' ύλην δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, έχοντας υπόψη ότι υπάρχει κάποιο κενό για το θέμα αυτό στην Έκθεση Απαίτησης, ενώ τα γεγονότα που επικαλούνται οι ενάγοντες για εδραίωση της θέσης τους αμφισβητούνται έντονα από τους εναγόμενους.

 

Το θέμα της καθ' ύλην δικαιοδοσίας είναι άμεσα συνυφασμένο με την ουσία της αγωγής, η οποία ενδεχομένως στο τέλος να κριθεί από ένα στοιχείο, ήτοι κατά πόσο οι εναγόμενοι 1 έχουν ή όχι καταστεί θέσμιοι ενοικιαστές του επίδικου ακινήτου.

.................................».

 

 

        Η διαπίστωση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου πως η ενώπιον του διαδικασία δεν προσφερόταν για «. επίλυση του θέματος της καθ' ύλην δικαιοδοσίας .» αφού υπήρχε «. κάποιο κενό για το θέμα αυτό στην Έκθεση Απαίτησης, ενώ τα γεγονότα που επικαλούνται οι ενάγοντες για εδραίωση της θέσης τους αμφισβητούνται έντονα από τους εναγόμενους .», δεν είναι σωστή (υπό τις περιστάσεις πάντα της υπόθεσης που είχε να διαχειριστεί το Πρωτόδικο Δικαστήριο), ιδιαίτερα δοσμένης και της αρχής, που ορθώς κατέγραψε, ότι το βάθρο «. για την εξέταση της καθ' ύλην αρμοδιότητας του Δικαστηρίου είναι η διαφορά όπως αυτή καθορίζεται στα δικόγραφα τα οποία προσδιορίζουν τα επίδικα θέματα. ("SEVEGEP" LTD v. UNITED SEA TRANSPORT LTD κ.α. (1989) 1E Α.Α.Δ. 729) ».

        Αναφύεται χωρίς πολλά πως η δικογραφημένη βάση αγωγής είναι η παράνομη επέμβαση και η διάρρηξη συμφωνίας.

        Στην Κυθρεώτης και Άλλων ν. Milington-Ward (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1480, 1787-1488, αναφέρθηκαν τα εξής σχετικά με όσα εδώ ενδιαφέρουν (και έπονται ως συλλογιστική μας):

«...............................Στην προκείμενη περίπτωση, θεμέλιο της αγωγής αποτέλεσε η παράνομη κατοχή του κτήματος και, συν αυτή, η αποζημίωση του ιδιοκτήτη για την απώλεια της χρήσης του. Και οι δύο θεραπείες που επιζητούνται ανάγονται αποκλειστικά στη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Ο καθορισμός των αποζημιώσεων, λόγου χάριν, για την παράνομη κατοχή ακινήτου εκφεύγει ολοσχερώς της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων. Βέβαιο είναι ότι, εφόσον δεν αποδειχθεί το παράνομο της κατοχής, η αγωγή καταπίπτει. Στην περίπτωση δε, που ήθελε καταδειχθεί ότι υφίστατο εν ισχύι ελεγχόμενη ενοικίαση, το Επαρχιακό Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας. Σύμφωνα με τη νομολογία, η δικογραφία στοιχειοθετεί τις προϋποθέσεις για την ανάληψη και άσκηση δικαιοδοσίας - (βλ. Sevegep Ltd. v. United Sea Transport (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 729, 732· Safarino v. Σταυρινού (1991) 1 Α.Α.Δ. 1059, 1063· Takis P. Markides Ltd v. Γεν. Εισαγγελέα (1997) 1 Α.Α.Δ. 1424, 1431· Παναγιώτης Παναγή ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1999) 1 Α.Α.Δ. 1107). Η αγωγή βασίζεται στην παράνομη κατοχή του καταστήματος, στοιχειοθετώντας τη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου να επιληφθεί του επιδίκου θέματος. Εάν η θεμελίωση της αγωγής αποκαλυφθεί ως ακροσφαλής, εξαφανίζεται και το δικαιοδοτικό της βάθρο.

................................».

 

 

        Στην Έκθεση Απαίτησης, εκτός των άλλων που παρατίθενται εκεί ως στοιχειοθετούντα τη φερόμενη παράνομη επέμβαση των Εφεσίβλητων στο ακίνητο/εστιατόριο, γίνεται εξειδικευμένη αναφορά (στην παράγραφο 33), πως το «. επίδικο ακίνητο και εστιατόριο δεν υπάγεται στο ενοικιοστάσιο και οι εναγόμενοι 1 δεν είναι θέσμιοι γιατί το 1999 και 2000 τουλάχιστον το εστιατόριο το χρησιμοποιούσαν οι ενάγοντες .».

        Δεν διευκρίνισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο για ποιο λόγο είναι που η ως άνω αναφορά - προπαντός με κατά νουν και την Φυσεντζίδη ν. Κ & C Snooker Pool Entertainment, Π.Ε. 30/19, ημ. 1.6.20, ECLI:CY:AD:2020:A171 (την οποία και επικαλέστηκε) - δεν συνέθετε επαρκή υποστύλωση (για ό,τι είναι που ενδιέφερε στο στάδιο εκείνο), της θέσης των Εφεσειόντων πως καθ' ύλην αρμοδιότητα εκδίκασης είχε το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου και όχι το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων.

         Πέραν και ανεξαρτήτως τούτου, εντοπίζουμε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρόλο που αναφέρθηκε στην εκδοχή των Εφεσειόντων πως τούτοι κατείχαν και χρησιμοποιούσαν το εστιατόριο «. κατά τα κρίσιμα έτη 1999 και 2000 .», δεν προχώρησε να εκτιμήσει - στον επιτρεπτό για ενδιάμεση διαδικασία βαθμό (Περατικού ν. Ελληνικής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ, Π.Ε. 287/13, ημ. 16.6.21, ECLI:CY:AD:2021:A254) - την αναφορά των Εφεσειόντων στην ένορκη δήλωση που επικουρούσε την Αίτηση (τεκμηριωμένη ως φαίνεται να ήταν εκ πρώτης όψεως διά των Τεκμηρίων 11 και 11Α), πως καθ' ύλην αρμοδιότητα θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι είχε το Πρωτόδικο Δικαστήριο.

        Στην προκειμένη περίπτωση, τα όσα αποτυπώνονται στην Έκθεση Απαίτησης ήσαν ικανοποιητικά για να προσδώσουν, στην όψη τους, καθ' ύλην αρμοδιότητα στο Πρωτόδικο Δικαστήριο να επιληφθεί την υπόθεση (Αγγελίδης και Φιλίππου Λτδ ν. Σπύρος Κολοκασίδης Εστέιτς Λτδ (1991) 1 Α.Α.Δ. 327, 330-334).

        Την οποία έτσι κι αλλιώς ανέλαβε το Πρωτόδικο Δικαστήριο εκ των πραγμάτων, χειρισμών και απόφασης του.

        Είναι αντιληπτό ότι οι λόγοι έφεσης 1 και 2 - στους οποίους αφορά  κυρίως η πιο πάνω εντρύφηση - ευσταθούν.

        Επιπλέον - σε σχέση προς τον λόγο έφεσης 3 - το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέλαβε πως οι Εφεσίβλητοι απέρριπταν τη θέση ότι οι Εφεσείοντες συνομολόγησαν συμφωνίες πώλησης του ακινήτου με τρίτα πρόσωπα και πως πληρώθηκαν χρήματα έναντι του συμφωνηθέντος τιμήματος αγοράς, προβάλλοντας οι Εφεσίβλητοι ότι οι Εφεσείοντες «. «προφασίζονται και παρουσιάζουν ανύπαρκτα πωλητήρια έγγραφα επιδιώκοντας παράνομα την έξωση των καθ' ων η αίτηση 1 από το κτίριο, παρόλο που γνωρίζουν ότι το ακίνητο κατέχεται από τους καθ' ων η αίτηση νόμιμα» .».

        Εντούτοις, διέλαθε την προσοχή του Πρωτόδικου Δικαστηρίου πως αμέσως πριν από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας στην Αίτηση, δηλώθηκε από τους δικηγόρους των διαδίκων και εγκρίθηκε ως παραδεκτό γεγονός ότι (για την πώληση του ακινήτου) «. τα πωλητήρια έγγραφα έχουν όλα χαρτοσημανθεί από μέρους των Αιτητών και των αγοραστών, δηλαδή είναι δεόντως χαρτοσημασμένα και ότι έχει κατατεθεί συγκεκριμένα το πωλητήριο έγγραφο στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Αμμοχώστου (Τεκμήριο 2), το οποίο φέρει ημερομηνία 21/4/2020 και ότι το Τεκμήριο επίσης 2, το οποίο συνοδεύει τη δεύτερη Αίτηση των Αιτητών ημερ. 12/5/2021 είναι η απόδειξη κατάθεσης στις 8/5/2021».

        Ελλείψει μνείας στην Πρωτόδικη Απόφαση καθίσταται πρόδηλο ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποτίμησε το υπό συζήτηση παραδεκτό γεγονός.

        Είχε και αυτό τη δυνητική του αξία στο σύνολο των όσων έπρεπε να συνυπολογιστούν από το Πρωτόδικο Δικαστήριο.

        Έτσι, ο λόγος έφεσης 3 επιτυγχάνει.

        Αναφορικώς προς τον λόγο έφεσης 4, το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν στάθμισε προσηκόντως τα πράγματα για να αποφανθεί αν θα ενασκούσε (ή όχι) τη διακριτική του εξουσία για έκδοση των διαταγμάτων βάσει του ισοζυγίου της ευχέρειας.

        Εκ των πραγμάτων, το Πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε έτσι διότι «. σε περίπτωση που εκδοθεί το προσωρινό διάταγμα, τα μόνα θέματα τα οποία θα παραμείνουν προς εκδίκαση θα είναι επιμέρους θέματα, θέματα δευτερεύουσας και ή ήσσονος σημασίας, ήτοι κατά πόσον οφείλονται αποχετευτικά τέλη και αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση .».

        Ωστόσο, το Πρωτόδικο Δικαστήριο, κατ' ουσίαν, δεν ενάσκησε διακριτική ευχέρεια κατά τις νομολογιακές προβλέψεις, τις οποίες κατά τα άλλα ικανώς κατέγραψε στο σκεπτικό του.

        Το ότι η έκδοση των διαταγμάτων ταυτίζονταν με βασικές αξιώσεις στην Αγωγή, δεν θα έπρεπε υπό τις συνθήκες της υπόθεσης να εκληφθεί πως σήμαινε κάτι περισσότερο από το ότι τα διατάγματα θα αποδίδονταν (προς τους Εφεσείοντες) ως λύση επείγουσας και παρεμπίπτουσας μορφής και πως, ως ενδιάμεση θεραπεία, τα διατάγματα θα μπορούσαν αναλόγως να τύχουν τελεσίδικης πλέον απόφανσης περί του μόνιμου και διηνεκούς, στην επί της ουσίας ετυμηγορίας στην Αγωγή (M.A.C. Boutique Hotels Ltd v. Κωνσταντινίδου και Χριστόπουλος Λτδ και Άλλων, Π.Ε. 212/14, ημ. 30.11.21, ECLI:CY:AD:2021:A539).

        Η αντιμετώπιση από το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήταν ορθή.

        Μήτε και ανέφερε οτιδήποτε για την ικανοποίηση των προϋποθέσεων που τίθενται στο Άρθρο 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 ο Ν.14/60») για σκοπούς έγκρισης ή απόρριψης της Αίτησης.

        Θα έπρεπε.

        Τούτη η παράλειψη συναπαρτίζει - ως ευστόχως επισημαίνεται και στον λόγο έφεσης 4 (αιτιολογία Η) - παραβίαση των νομολογιακών αρχών ως τούτες αναπτύχθηκαν αυθεντικώς στην Odysseos ν. A. Pieris Estates Ltd and Others (1982) 1 C.L.R. 557, 568-570.  

        Ο λόγος έφεσης 4 πετυχαίνει και αυτός.

        Εν κατακλείδι.

        Η έφεση γίνεται αποδεκτή.

        Η Πρωτόδικη Απόφαση παραμερίζεται.

        Αποφαινόμαστε (κατά διακριτική ευχέρεια) - με βάση τις εξουσίες που διατηρούμε δυνάμει του Άρθρου 25(3), Ν.14/60 για έκδοση οιουδήποτε διατάγματος «. το οποίον αι περιστάσεις της υποθέσεως δικαιολογούν .» σε αντικατάσταση της συναφούς πρωτόδικης κρίσης κατά την εφετειακή διάγνωση (Ζena Company Ltd v. Demenian Catering Ltd (2011) 1(Γ) A.A.Δ. 1848, 1857, Κοσμά ν. Χατζηκυπρή και Άλλων (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 169, 175-177) - πως (υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης), συντρέχουν τα απαραίτητα (στο Άρθρο 32, Ν.14/60) για την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος ως το αιτητικό Α στην Αίτηση, ώστε και κατά το ισοζύγιο της ευχέρειας, να διασφαλιστούν τα δικαιώματα των Εφεσειόντων μέχρι εκδίκασης της Αγωγής ή και μέχρι νεοτέρας διαταγής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου, που ταχύτατα αναμένουμε ότι θα εκδικάσει την Αγωγή (Σταυράκης και Άλλου ν. Δήμος Λευκωσίας (2015) 1(Α) Α.Α.Δ. 731, ECLI:CY:AD:2015:A213, 739).

        Η έκδοση διατάγματος ως το αιτητικό Β της Αίτησης, δεν καθίσταται απαραίτητη αφού τα όσα επιδιώκονται διά αυτού, επιτυγχάνονται με το απαγορευτικό διάταγμα.

        Ως χρόνος υπακοής των Εφεσίβλητων στο απαγορευτικό διάταγμα καθορίζεται περίοδος 7 ημερών από την ημερομηνία τής προς αυτούς επίδοσης του διατάγματος.

        Η πρωτόδικη διαταγή για έξοδα υπέρ των Εφεσίβλητων ακυρώνεται.

        Τόσο τα πρωτόδικα έξοδα όσο και τα κατ' έφεση, επιδικάζονται υπέρ των Εφεσειόντων και εναντίον των Εφεσίβλητων - συν ο ΦΠΑ αν υπάρχει - ως τούτα θα υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

       

                                                                    Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

                                                                   Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

                                                                   Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

 

/κβπ

 

 



[1] Εννοεί τον Περί Ενοικιοστασίου Νόμο 23/83.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο