ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:D230
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 53/2014)
(σχ. με 54/2014)
8 Iουνίου, 2022
[ΠΑΝΑΓΗ, Πρόεδρος]
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]
U.I.B. INSURANCE REINSURANCE &
CONSULTANTS BROKERS LTD,
Εφεσείουσα,
v.
1. ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Κ & Α ΙΝΙΟΣ ΛΤΔ,
2. ΑΝΤΩΝΗ ΙΝΙΟΥ,
3. ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΙΝΙΟΥ,
4. ΜΑΡΙΑΣ ΙΝΙΟΥ,
5. ΜΙΝΕΡΒΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 54/2014)
(σχ. με 53/2014)
ΜΙΝΕΡΒΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,
Εφεσείουσα,
v.
1. ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Κ & Α ΙΝΙΟΣ ΛΤΔ,
2. ΑΝΤΩΝΗ ΙΝΙΟΥ,
3. ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΙΝΙΟΥ,
4. ΜΑΡΙΑΣ ΙΝΙΟΥ,
5. U.I.B. INSURANCE REINSURANCE & CONSULTANTS BROKERS LTD,
Eφεσιβλήτων
___________________
Άννα Ιακώβου (κα), για Μ. Ιακώβου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα στην Π.Ε. 53/2014 και για την Εφεσίβλητη 5, στην Π.Ε. 54/2014.
Λούκας Κούσιος, για Κούσιος, Κορφιώτης, Παπαχαραλάμπους, για τους Εφεσίβλητους 1-4, στην Π.Ε. 53/2014 και για τους Εφεσίβλητους 1-4, στην Π.Ε. 54/2014.
Θάλεια Καουτζάνη (κα), για Χρυσαφίνης & Πολυβίου ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη 5, στην Π.Ε. 53/2014 και για την Εφεσείουσα, στην Π.Ε. 54/2014.
____________________
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Παναγή, Π.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΗ, Π.:- Η εφεσείουσα και η εφεσίβλητη 1 στην Πολιτική Έφεση Αρ. 53/2014, εταιρείες περιορισμένης ευθύνης, κατά τον ουσιώδη χρόνο ενεργούσαν ως διαμεσολαβητές στη σύναψη ασφαλιστικών συμβολαίων. Οι εφεσίβλητοι 2, 3 και 4 ήταν μέτοχοι της εφεσίβλητης 1. Οι εφεσίβλητοι 2 και 3 ήταν και μέλη του διοικητικού συμβουλίου της.
Σύμφωνα με τη δικογραφημένη θέση της εφεσείουσας, κατά ή περί τις αρχές Οκτωβρίου 2001, συμφώνησε προφορικά με τους εφεσίβλητους 1 μέχρι 4 όπως αναλάβει τη διαχείριση και εκμετάλλευση όλου του πελατολόγιου τους, το οποίο θα της μεταφερόταν, καθιστάμενη η ίδια ιδιοκτήτρια και δικαιούχος των ωφελημάτων που θα προέκυπταν από τη διαχείριση αυτή. Τα ωφελήματα αυτά συνίσταντο, ουσιαστικά, στην είσπραξη των συμπεφωνημένων προμηθειών από τις ασφαλιστικές εταιρείες οι οποίες είχαν εκδώσει ή θα εξέδιδαν μελλοντικά ασφαλιστικά συμβόλαια για τα άτομα στα οποία αφορούσε το εν λόγω πελατολόγιο. Ως αντάλλαγμα, η εφεσείουσα ανέλαβε, μεταξύ άλλων, να εξοφλήσει οφειλή της εφεσίβλητης 1 στην εφεσίβλητη 5, ασφαλιστική εταιρεία, ύψους ΛΚ 61.637,24. Περαιτέρω, η εφεσείουσα ανέλαβε να καταβάλλει στους εφεσίβλητους 1 μέχρι 4 μηνιαία αμοιβή εκ ΛΚ 2.230 για να εξυπηρετούν το πελατολόγιο και να εισπράττουν για λογαριασμό της τα ασφάλιστρα που αντιπροσώπευε, τα οποία θα της κατέβαλλαν για να μπορεί με τη σειρά της να εξοφλήσει τις εμπλεκόμενες ασφαλιστικές εταιρείες. Οι εφεσίβλητοι 1 μέχρι 4 ανέλαβαν ρητή και εξυπακουόμενη δέσμευση να μην πράξουν ή παραλείψουν οτιδήποτε ως αποτέλεσμα του οποίου θα ήταν η αποστέρηση του πελατολογίου αυτού από την εφεσείουσα.
Η εφεσείουσα, ισχυριζόμενη ότι οι εφεσίβλητοι 1 μέχρι 4, κατά παράβαση των συμφωνηθέντων, παρέλειψαν να της καταβάλουν το σύνολο των ασφάλιστρων και ότι άρχισαν να επαναφέρουν ολόκληρο το χαρτοφυλάκιο στα ονόματά τους, με αποτέλεσμα εντός ολίγου χρονικού διαστήματος να μην παραμείνει οποιοδήποτε ασφαλιστικό συμβόλαιο υπό την ιδιοκτησία, τον έλεγχο και τη διαχείριση της, καταχώρισε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, αξιώνοντας εναντίον τους το ποσό των ΛΚ 319.229,62 ως αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας και στη βάση άλλων εναλλακτικών αιτιών, καθώς και το ποσό των ΛΚ 41.312,83 ως συμφωνηθείσα προμήθεια την οποία απώλεσε. Απέσυρε αξίωση που είχε εγείρει εναντίον της εφεσίβλητης 5, μετά από δήλωση των μερών ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου όπως τα ποσά της ανταπαίτησης της εφεσίβλητης 5 καταβληθούν από το διάδικο στον οποίο το Δικαστήριο με την απόφαση του θα καταλόγιζε την ευθύνη για την παραβίαση της ως άνω συμφωνίας.
Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατέθεσαν τέσσερεις μάρτυρες, για την εφεσείουσα, ο μέτοχος και διευθυντής της, Δημήτρης Γερολέμου (ΜΕ1) (εξ ανταπαιτήσεως εναγόμενος 3) και ο πατέρας του, Αντώνης Γερολέμου, γραμματέας της εφεσείουσας, (ΜΕ2). Για τους εφεσίβλητους έδωσαν μαρτυρία ο εφεσίβλητος 2 (ΜΥ1) και ακόμα ένας μάρτυρας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ως καίριας σημασίας το ζήτημα του καθορισμού των συμβαλλομένων μερών, αφού αποδοχή της θέσης των εφεσιβλήτων 1 μέχρι 4 ότι συμβαλλόμενο μέρος με την εφεσείουσα ήταν η εφεσίβλητη 1, θα απάλλασσε τους εφεσίβλητους 2 μέχρι 4 από οποιαδήποτε ευθύνη ή υποχρέωση βάσει της συμφωνίας. Άμεσα συναρτώμενο με το ζήτημα αυτό ήταν, κατά το Δικαστήριο, ο καθορισμός του χαρτοφυλακίου που εκχωρήθηκε ή πωλήθηκε στην εφεσείουσα, καθότι η ιδιοκτησία του χαρτοφυλακίου καθόριζε «χωρίς άλλο» και το πρόσωπο που είχε συμφέρον και δικαίωμα μεταβίβασης του «μέσω σχετικής συμφωνίας».
Η θέση της εφεσείουσας, ότι η προφορική συμφωνία είχε ως αντικείμενο το χαρτοφυλάκιο διαφόρων ασφαλιστικών εταιρειών που ανήκε στους εφεσίβλητους 1 μέχρι 4, θεωρήθηκε από το Δικαστήριο ως «διάτρητη και έκθετη σε απόρριψη» και ότι αντιμαχόταν αδιαμφισβήτητα δεδομένα για τους λόγους που εξήγησε. Συνακόλουθα, το Δικαστήριο δέχθηκε τη θέση των εφεσιβλήτων ότι η επίδικη συμφωνία κάλυπτε το χαρτοφυλάκιο της εφεσίβλητης 5 και δεν είχε ως αντικείμενο χαρτοφυλάκιο που ανήκε στους εφεσίβλητους 1 μέχρι 4 διαφόρων άλλων ασφαλιστικών εταιρειών. Στη βάση δε ότι ιδιοκτήτρια του χαρτοφυλακίου της εφεσίβλητης 5 ήταν η εφεσίβλητη 1, το Δικαστήριο διαπίστωσε ως γεγονός ότι μόνο αντισυμβαλλόμενο μέρος στην προφορική συμφωνία πώλησης του εν λόγω χαρτοφυλακίου ήταν η τελευταία.
Το Δικαστήριο δέχθηκε, επίσης, τη θέση της υπεράσπισης ότι η παραβίαση των συμφωνηθέντων οφειλόταν στη συμπεριφορά της εφεσείουσας η οποία αρνήθηκε να ανταποκριθεί στις συμβατικές της υποχρεώσεις λόγω οικονομικών προβλημάτων. Συνεπώς, απέρριψε την απαίτηση της εφεσείουσας, ενώ επιδίκασε υπέρ της εφεσίβλητης 1 επί της ανταπαίτησης της, τα ποσά που αυτή διεκδικούσε ως υπόλοιπο του τιμήματος αγοράς του χαρτοφυλακίου της και μέρους μηνιαίας αμοιβής της και/ή δυνάμει ακάλυπτων επιταγών, καθώς επίσης το μηνιαίο ποσό που θα λάμβανε, για την περίοδο Νοέμβριο 2002 μέχρι και τον Οκτώβριο 2005, με βάση συμφωνία εξυπηρέτησης του χαρτοφυλακίου με την εφεσείουσα. Επίσης, εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης 5 και εναντίον της εφεσείουσας για το συνολικό ποσό που διεκδικούσε με την ανταπαίτηση της.
Η έφεση προωθήθηκε στη βάση πέντε λόγων έφεσης. Με τον πρώτο λόγο προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και κατά παράβαση των νομολογιακά καθιερωμένων αρχών, παρέλειψε να αξιολογήσει και να κρίνει την ενώπιον του μαρτυρία ως σύνολο και την αξιολόγησε αποσπασματικά, καταλήγοντας πεπλανημένα στα ευρήματά του, αγνοώντας ουσιώδη και κύρια μαρτυρία. Με τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο αμφισβητείται η ορθότητα των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδικη προφορική συμφωνία έλαβε χώρα μεταξύ της εφεσείουσας και της εφεσίβλητης 1 μόνο και αφορούσε, αποκλειστικά, το πελατολόγιο που διέθετε η τελευταία με την εφεσίβλητη 5. Ο τέταρτος λόγος στρέφεται κατά της ορθότητας του ευρήματος του Δικαστηρίου ότι η επίδικη συμφωνία παραβιάστηκε λόγω αντισυμβατικής συμπεριφοράς της εφεσείουσας, ως λανθασμένου και αντίθετου με την προσαχθείσα μαρτυρία, ενώ προβάλλεται ταυτόχρονα πως η αιτιολόγηση του είναι ανεπαρκής και αντιστρατεύεται τη μαρτυρία και τα γεγονότα όπως κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Τέλος, με τον πέμπτο λόγο προσβάλλεται ως λανθασμένη και μη επαρκώς αιτιολογημένη η απόφαση του Δικαστηρίου να επιδικάσει υπέρ της εφεσίβλητης 1, τα ποσά που αναφέρονται στις σελίδες 18 και 19 της απόφασής του.
Παρεμβάλλουμε εδώ ότι η πρωτόδικη απόφαση εφεσιβλήθηκε και από την εφεσίβλητη 5, στο βαθμό που δεν συμπεριλήφθηκαν οι Αντώνης Γερολέμου και Δημήτρης Γερολέμου (εξ ανταπαιτήσεως εναγόμενοι 2 και 3 αντίστοιχα) ως οφειλέτες του ποσού το οποίο επιδικάστηκε εναντίον της εφεσείουσας. Δηλώθηκε δε από τη συνήγορο της εφεσίβλητης 5, κατά τη συζήτηση της έφεσης, ότι η έφεση της, με αριθμό 54/2014, θα εξεταστεί μόνο σε περίπτωση επικύρωσης της πρωτόδικης απόφασης.
Αναπτύσσοντας τις θέσεις της, η εφεσείουσα προβάλλει στο περίγραμμα αγόρευσης της ότι το Δικαστήριο είχε καθήκον να αξιολογήσει και να κρίνει τις μαρτυρίες των διευθυντών της και της εφεσίβλητης 1, ως τα πρόσωπα που είχαν άμεση εμπλοκή στην υπόθεση και κατέληξαν στην επίδικη συμφωνία, να τις αντιπαραβάλει μεταξύ τους και με τα τεκμήρια που κατατέθηκαν και να καταλήξει στα ανάλογα συμπεράσματα.
Η εφεσείουσα, προς επίρρωση των θέσεων της, ειδικά σε σχέση με τον τέταρτο λόγο έφεσης, τον οποίο θεωρεί τον πιο σημαντικό, παραπέμπει στο Τεκμήριο 10, κατάσταση λογαριασμού της εφεσίβλητης 5 την οποία απέστειλε στην εφεσείουσα, εισηγούμενη ότι σύμφωνα με το έγγραφο αυτό, σε χρονικό διάστημα περίπου ενός έτους, το ήμισυ του πελατολογίου που αγόρασε η εφεσείουσα έναντι του ποσού των ΛΚ 90.000 και για το οποίο κατέβαλε στον εφεσίβλητο 2 ποσό ΛΚ 2.230 μηνιαίως, ευρέθη εγγεγραμμένο στο όνομα του τελευταίου, θέση την οποία υποστήριξε και πρωτοδίκως. Παραπέμπει και στο Τεκμήριο 5, στο οποίο θα αναφερθούμε κατωτέρω.
Οι εφεσίβλητοι απαντούν ότι η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ορθή και τα ευρήματα του αιτιολογούνται δεόντως με αναφορά στη μαρτυρία όλων των μαρτύρων και τα τεκμήρια που είχαν κατατεθεί κατά τη δίκη.
Σύμφωνα με πάγια αρχή, η αξιολόγηση της μαρτυρίας και η διαπίστωση των πρωτογενών γεγονότων, αποτελεί κατ' εξοχή έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου. Επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνο εφόσον οι πρωτογενείς διαπιστώσεις, κρινόμενες αντικειμενικά, αποδεικνύονται ανυπόστατες. Όπως αναφέρεται στην Ζερβός ν Hellenic Bank Public Company Limited (2013) 1ΑΑΔ 2357:
«. η δικαστική απόφαση κρίνεται στο σύνολο της και όχι αποσπασματικά και παράλληλα να υπομνήσουμε την επισήμανση στην οποία η νομολογία μας κατά καιρούς έχει προβεί, δηλαδή ότι η αιτιολογία αποτελεί αναπόφευκτο μέρος της εγκυρότητας της δικαστικής απόφασης. Εξάλλου, η αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων ως συστατικού στοιχείου για την έγκυρη άσκηση της δικαστικής λειτουργίας, αποτελεί συνταγματική επιταγή (Άρθρο 30.2 του Συντάγματος) (Μιχαηλίδης ν. Παπακυριακού (2004) 1 Α.Α.Δ. 209). Προδιαγραμμένη δομή δικαστικής απόφασης, δεν υπάρχει, ούτε και συγκεκριμένος τρόπος συγγραφής της. Η συγγραφή της δικαστικής απόφασης είναι ζήτημα το οποίο επαφίεται στην κρίση του Δικαστή (Ομήρου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 98 και Σωκράτους ν Gruppo Editoriale Febbri - Bompiani (1997) 1 Α.Α.Δ. 1204). Δεν είναι απαραίτητη η χρήση των όρων «αξιοπιστία» και «ευρήματα» (Γενικός Εισαγγελέας ν. Μαλιώτης (Αρ. 2) (1998) 2 Α.Α.Δ. 167), ούτε και επιβάλλεται η επανάληψη του συνόλου της μαρτυρίας ή η αναφορά σε κάθε πτυχή της, ενώ αχρείαστες λεπτομέρειες και επαναλήψεις πρέπει να αποφεύγονται (Πολάτογλου ν. Μασούρα (2004) 1 Α.Α.Δ. 150). Η ανάλυση της μαρτυρίας πρέπει να εστιάζεται σε εκείνα τα θέματα που έχουν άμεση σχέση με τα επίδικα θέματα, τα οποία πρέπει να προσδιορίζονται στις σωστές τους διαστάσεις και να επιλύονται πάνω σε αιτιολογημένη βάση (Κρητικού ν. Π. Γ. Παυλίδης Enterprises Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 969). Το τι βέβαια αποτελεί δέουσα αιτιολογία, εξαρτάται από τα περιστατικά και τη φύση της υπόθεσης.»
Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και στην Χριστόδουλος Αργυρίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας , Πολ. Εφ. Αρ.56/2012, ημερ. 6.2.2018 στην οποία επισημάνθηκε ότι: « Η κατ' απομόνωση αξιολόγηση μέρους της μαρτυρίας ενδεχόμενα οδηγεί το Δικαστήριο σε λανθασμένη εκτίμηση των εγειρομένων θεμάτων και επηρεάζει το εύλογο της κρίσης του, (Cyprus Investment & Securities Corporation Ltd v Στέλιου Παύλου κ.ά., Πολ. Εφ,αρ 240/2010, ημερ. 20.12.2017)».
Σημειώνουμε, τέλος, ότι τα ευρήματα αξιοπιστίας των μαρτύρων και τα συμπεράσματα του δικαστηρίου ως προς τα ουσιώδη γεγονότα πρέπει να φαίνονται ευκρινώς (Αρχιμανδρίτη Σεβαστιανού Στάυρου ν. Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Αβδελλερού (2014) 1Α Α.Α.Δ 319, ECLI:CY:AD:2014:A97).
Εξετάσαμε με προσοχή τα ενώπιον μας στοιχεία και καταλήγουμε, με όλο τον προσήκοντα σεβασμό προς το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας στην οποία προέβη δεν ήταν η δέουσα για τους λόγους που επεξηγούνται στη συνέχεια.
Σημειώνουμε, κατ' αρχάς, ότι το Δικαστήριο, κατά το στάδιο αξιολόγησης της μαρτυρίας, δεν αποτίμησε την αξιοπιστία των μαρτύρων ξεχωριστά αλλά περιορίστηκε στην αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων των διαδίκων, τις οποίες αντιπαρέβαλε με έγγραφα τεκμήρια καθώς και με τη «λογική των πραγμάτων.»
Απέρριψε τον ισχυρισμό της εφεσείουσας αναφορικά με το αντικείμενο της επίδικης συμφωνίας, ότι δηλαδή αφορούσε το χαρτοφυλάκιο διαφόρων ασφαλιστικών εταιρειών, το οποίο ανήκε στους εφεσίβλητους 1 μέχρι 4, θεωρώντας ότι αυτός, «καταρρίπτεται από τη λογική των πραγμάτων». Αυτό γιατί, αν όντως έτσι είχαν τα γεγονότα, θα αναμενόταν, κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, να υπογραφούν σχετικές συμφωνίες και με τις άλλες ασφαλιστικές εταιρείες, όπως έπραξε η εφεσείουσα με την εφεσίβλητη 5. Σημειώνεται εδώ ότι η εφεσείουσα κατάρτισε με τις εφεσίβλητες 1 και 5 εκχωρητήριο έγγραφο, Τεκμήριο 7, δυνάμει του οποίου η εφεσίβλητη 1 εκχώρησε τη διαχείριση του πελατολογίου που διατηρούσε από τη συνεργασία της με την εφεσίβλητη 5 στην εφεσείουσα. Εις αντάλλαγμα, η εφεσείουσα ανέλαβε το χρέος της εφεσίβλητης 1 προς την εφεσίβλητη 5, ύψους ΛΚ 61.637,24.
Η αναφορά στην οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο, περί αναμενόμενης υπογραφής συμφωνιών με τις άλλες ασφαλιστικές εταιρείες, συνιστούσε, βέβαια, υπόθεση η οποία από μόνη της, μη στηριζόμενη σε μαρτυρία, δεν δικαιολογούσε το συμπέρασμα στο οποίο αυτό οδηγήθηκε.
Παρά την πιο πάνω θεώρηση του, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά, έστρεψε την προσοχή του και σε ιδιόχειρους καταλόγους οι οποίοι κατατέθηκαν ενώπιον του από την εφεσείουσα, η οποία υποστήριξε ότι είχαν παραδοθεί σε αυτήν από τον εφεσίβλητο 2 κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων και πως μέσα από το περιεχόμενό τους επιβεβαιωνόταν η θέση της ως προς την έκταση του χαρτοφυλακίου, αντικείμενο της επίδικης συμφωνίας. Επί του προκειμένου, θέση της αντίδικης πλευράς ήταν ότι οι κατάλογοι αυτοί καταρτίστηκαν και δόθηκαν στην εφεσείουσα πολύ αργότερα και δεν είχαν οποιαδήποτε σχέση με την επίδικη συμφωνία.
Εξετάζοντας τους καταλόγους, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι «σειρά ασφαλιζομένων, τα ονόματα των οποίων καταγράφονται στους εν λόγω καταλόγους.ασφαλίστηκαν για πρώτη φορά μετά το έτος 2002 και, εν πάση περιπτώσει, σε χρόνο μεταγενέστερο της ημερομηνίας σύναψης της επίδικης συμφωνίας». Κατά συνέπεια, δεν ήταν δυνατό να είχαν καταρτιστεί κατά το χρόνο των διαπραγματεύσεων, όπως είχε ισχυρισθεί η εφεσείουσα. Το Δικαστήριο, κρίνοντας με βάση τα πιο πάνω, ότι δεν μπορούσε να στηριχθεί βάσιμα η εισήγηση της εφεσείουσας ως προς τη συμμετοχή των εφεσίβλητων 2 μέχρι 4 στην επίδικη συμφωνία και το εύρος του χαρτοφυλακίου που αυτή περιλάμβανε, κατέληξε σε ευρήματα ότι μοναδικό αντικείμενο της εν λόγω συμφωνίας ήταν το χαρτοφυλάκιο της εφεσίβλητης 1 στην εφεσίβλητη 5 και αντισυμβαλλόμενος της εφεσείουσας ήταν η εφεσίβλητη 1. Συνακόλουθα, απέρριψε την αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων 2 μέχρι 4.
Οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όμως, αναφορικά με τους ασφαλισμένους στους προαναφερόμενους καταλόγους και το χρόνο ασφάλισής τους, παρόλο που εξουδετέρωναν τους καταλόγους ως μαρτυρία υποστηρικτική της θέσης της εφεσείουσας, δεν απαντούσαν στο καίριο ερώτημα και επίδικο θέμα, κατά πόσο η επίδικη προφορική συμφωνία κάλυπτε τα χαρτοφυλάκια των εφεσιβλήτων 1 μέχρι 4 σε άλλες ασφαλιστικές εταιρείες, όπως ήταν η θέση της εφεσείουσας. Ζήτημα για το οποίο είχε δοθεί προφορική μαρτυρία από τους ΜΕ1, ΜΕ2 και ΜΥ1, χωρίς, ωστόσο, αυτή να τύχει αξιολόγησης από το Δικαστήριο, όπως θα έπρεπε.
Η εξέταση στη συνέχεια, από το πρωτόδικο Δικαστήριο του θέματος της ευθύνης για την παραβίαση της επίδικης συμφωνίας προχώρησε πλέον στη βάση ότι η απαίτηση της εφεσείουσας αφορούσε μόνο την εφεσίβλητη 1. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έστρεψε την προσοχή του στο Τεκμήριο 10, κατάσταση λογαριασμού της εφεσίβλητης 5, στην οποία αναγραφόταν το όνομα του εφεσίβλητου 2. Επρόκειτο για έγγραφο στο οποίο η εφεσείουσα στηρίχθηκε προς επίρρωση του ισχυρισμού της για αντισυμβατική συμπεριφορά εκ μέρους των εφεσιβλήτων 1 μέχρι 4, οι οποίοι, κατ' ισχυρισμό, επανάφεραν το πελατολόγιο επ' ονόματί τους. Κρίνοντας ότι η προσπάθεια αυτή της εφεσείουσας δεν είχε περιθώρια επιτυχίας, το Δικαστήριο σημείωσε, πέραν του γεγονότος ότι ο εφεσίβλητος 2 - με βάση τα ευρήματά του - δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος στην επίδικη συμφωνία, πως η σχετική με το Τεκμήριο 10 μαρτυρία του εφεσίβλητου 2, την οποία αποδέχθηκε, παρέμεινε «χωρίς αντίκρουση». Σύμφωνα με αυτή, ο εφεσίβλητος 2 δεν γνώριζε γιατί αναγραφόταν το όνομα του στην εν λόγω κατάσταση, αφού ο λογαριασμός ήταν «DIRECT», το οποίο σήμαινε ότι «οι πελάτες συναλλάσσονται απευθείας με την ασφαλιστική εταιρεία. χωρίς την διαμεσολάβηση κάποιου πράκτορα/διαμεσολαβητή», εν προκειμένω με την εφεσίβλητη 5. Σημειώνεται εδώ ότι η λέξη «direct» εμφανίζεται στον εν λόγω λογαριασμό στη στήλη με τίτλο «DIRECT BALANCES -AC/A2». Κατά το Δικαστήριο, η θέση αυτή του εφεσίβλητου 2, επιβεβαιωνόταν από αποδείξεις της εφεσίβλητης 5 (Τεκμήριο 38), οι οποίες αφορούσαν την καταβολή ασφαλίστρων από τους πελάτες που αναγράφονται στο Τεκμήριο 10, απευθείας στην τελευταία.
Η εφεσείουσα εύλογα εγείρει το ερώτημα, εάν η λέξη «DIRECT» υποδηλούσε αυτό που συμπέρανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι δηλαδή αφορούσε πελάτες που συναλλάττονταν απευθείας με την ασφαλιστική εταιρεία, γιατί αναφερόταν το Τεκμήριο 10 στον εφεσίβλητο 2. Η εφεσίβλητη 5, η οποία κατάρτισε το έγγραφο, δεν κλήθηκε για να διευκρινίσει το ζήτημα. Σημειώνεται, επί του προκειμένου, ότι ο εφεσίβλητος 2, δηλώνοντας κατά την αντεξέταση πως δεν γνώριζε τι ήταν το Τεκμήριο 10 και γιατί εμφανιζόταν το όνομα του σε αυτό, εισηγήθηκε «ας έρθει η ΜΙΝΕΡΒΑ να μας πει». Ωστόσο, δεν την κάλεσε ως μάρτυρα, παρόλο που του ζητήθηκε επανειλημμένα, από τον συνήγορο της εφεσείουσας, ο οποίος, όπως δήλωσε, δεν μπορούσε να καλέσει αντίδικο ως μάρτυρα.
Η εφεσείουσα ορθά παρατηρεί, επίσης, ότι προσεγγίζοντας τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 2 αναφορικά με το Τεκμήριο 10 και τη λέξη «DIRECT», το Δικαστήριο εσφαλμένα παραγνώρισε και, επομένως, δεν αξιολόγησε, το Τεκμήριο 5, ιδιόχειρο κατάλογο πελατολογίου που αυτός συνέταξε. Σε αυτό, αναγράφονται τα ονόματα ασφαλισμένων και δίπλα από κάθε όνομα, σε παρένθεση, κάποια ψηφία και αριθμοί, και ακολούθως η λέξη «Direct» και κάποιο χρηματικό ποσό. Σε κάποιες περιπτώσεις αναγράφεται η λέξη «εισπράξαμε» ή «έδωσε» ή «πλήρωσε» ακολουθούμενη, πάλι, από χρηματικό ποσό.
Δεν παραβλέπουμε τη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου των εφεσιβλήτων 1 μέχρι 4 στο περίγραμμα αγόρευσης του ότι το ζήτημα αυτό δεν τέθηκε πρωτόδικα. Όμως τούτη δεν είναι ορθή, αφού στη σελίδα 46 της γραπτής αγόρευσης του ευπαίδευτου συνηγόρου ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, γίνεται αναφορά στην αναγραφή των λέξεων «direct» και «εισπράξαμε» επί του Τεκμηρίου 5, το ζήτημα, όμως, δεν απασχόλησε το Δικαστήριο, ως έχει αναφερθεί.
Δεν θεωρούμε αναγκαίο να ασχοληθούμε με τα υπόλοιπα θέματα που εγείρονται με την έφεση εφόσον η εξέταση των προαναφερόμενων λόγων είναι αρκετή για να δικαιολογείται η παρέμβαση μας προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Επίσης, υπό το φως της δήλωσης της συνηγόρου της εφεσίβλητης 5, ανωτέρω, με την οποία συμφωνούμε, παρέλκει η εξέταση της Έφεσης Αρ. 54/2014.
Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται στην ολότητα της. Υπό τις περιστάσεις διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης κατά προτεραιότητα.
Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον των εφεσιβλήτων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της νέας δίκης.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, η Έφεση 54/2014 συμπαρασύρεται σε απόρριψη. Δεν εκδίδεται οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/ΣΓεωργίου